© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Τεχνολογία και ανάπτυξη

Μην ανησυχείς, εδώ είμαι εγώ
Μην ανησυχείς, εδώ είμαι εγώ
Μην ανησυχείς, εδώ είμαι εγώ
Μην ανησυχείς, εδώ είμαι εγώ


η φωνή σου φουσκώνει και κυλάει μες στ'αυτί μου ζεστή σαν αίμα


---

Überlauf

Wir sind
etwa
2100km
voneinander
entfernt

du fehlst mir gewiss
du
immer

mein Sonntag im Winter
mein Tau und Qual
//


t h e   l a n d   i s   s e p a r a t i o n


//
last time we met I played with your kneecaps
they floated like they ought to
boats in the synovial seas

I should have drained you and drunk until you were just a desert of a man
I had you empty my body of my נשמה instead
there wasn't enough space in the hours for our words to stand

dawns are what they are
dusks are worse than that. I stay home, mourning my mind away
keep the windows shut. The smog is thick as mud. I can't die in this godforsaken place, wouldn't you know, it's all I ever talk about.
//

Innenschau









dann
kuckte ich an Es, und Es kuckt' auch an mich
in Wirklichkeit sind wir gegengleiche Liebhaber von vornherein gewesen

000

you lived because I favored you, It said
now I'll take you by force and make you mine

000

da kam der Fluch
Es taufte mich auf den Namen
Geisel der Gewalt am Land

Η κλειστοφοβία

Ένα κούτελο μου καλύπτει το πεδίο κι ένας καταρράχτης μαλλιά μου φέρνει φαγούρα. 
-Άλλαξες κολώνια;
-Τι σε νοιάζει; Τι ώρα είναι;
-Εννιά.
-Μμ.

Απ'το κρεβάτι φαίνεται η κουρτίνα και πίσω απ'αυτήν φαίνεται η άλλη κουρτίνα. Βλέπω και τα πόδια μου που εξέχουν απ'το σκέπασμα που με ίδρωνε όλη νύχτα. Όλα είναι θολά. Στο σπίτι που πέρασα αρκετά χρόνια ησυχίας μένει τώρα η συναδερφή. Διαβάζει τα βιβλία μου, κόβει απάνω στον πάγκο με τις φράουλες ψωμί με το μαχαίρι του τυριού, καθαρίζει το σιφώνι απ'τα μάτσα, καπνίζει Καρέλια πάνω στη χέστρα με την πόρτα ανοιχτή, κατεβάζει τα παντζούρια στο υπνοδωμάτιο κάθε βράδυ και τα ανεβάζει κάθε πρωί. Φτιάχνει καφέ σαν πάστα στο κόκκινο μαραφέτι κι έπειτα τον αραιώνει με γάλα από κατσίκα. Οδηγάει το αυτοκίνητό μου και το παρκάρει χειρουργικά πάντα με τρεις συνεχείς τιμονιές. Ο μπουκλιάρης στο βενζινάδικο ξέρει τ'όνομά της και ρώτησε τα νέα της προχτές. Του'πιασε την κουβέντα και μιλήσανε για τα σκουλήκια στα κάστανα. Όταν της έδωσε τα ρέστα αγγίχτηκαν τα χέρια τους. Βρίζει τους γείτονες στο φωταγωγό για να την ακούνε. Βάζει ράδιο και βρίζει τους εκφωνητές. Μιλάει φωναχτά, γελάει φωναχτά, φτερνίζεται φωναχτά, και πιο φωναχτά απ'όλα μένει σιωπηλή. Καβαλάει ένα κινέζικο παιδικό ποδήλατο γιατί ποιανού του πάει η καρδιά να κλέψει ένα παιδικό ποδήλατο; Ή ίσως γιατί είναι πολύ κοντή για τα ποδήλατα των μεγάλων. Θέλει να γίνει πρωκτολόγα. Γιατί; Γιατί μ'αρέσουν οι κωλότρυπες. Μιλάει σα να'χει πουρέ στο στόμα,  μιλάει πολύ, παραπονιέται πως ξεραίνεται ο λαιμός της άμα δε σταλάζουνε τα τζάμια απ'την υγρασία. Είναι η Θεσσαλονίκη ενσαρκωμένη. Καλύτερα που τόσα χρόνια δεν την ήξερα πολύ παραπάνω απ'όσο επιτάσσει το τραπέζι του Ρος Ασανά στον έκτο όροφο εκείνης της πολυκατοικίας που είναι δεύτερη στον πισσοπόταμο της Β. Όλγας. Θα με είχε αντικαταστήσει από νωρίς, και δε θα υπήρχα πια παρά για ν'αλλάζουμε ντροπιάρες ματιές και κοκκινίσματα ως τ'αυτιά, και μετά θα με βαριόταν, και θα τη βαριόμουνα κι εγώ. Μα γίνεται να βαρεθείς το αίμα;

Ξυπνάω μες στο βράδυ με τον εκκωφαντικό κρότο μες στο κεφάλι μου, κάθε βράδυ, και μια και δυο φορές, μα τουλάχιστον δε λιποθυμώ. Όποτε μ'ακούει να τσαλακώνω το ασημόχαρτο του μπλίστερ με ρωτάει από μέσα αν είμαι καλά. Βάζω ένα χάπι στο στόμα. Μένω ξυπνητός ώσπου να λιώσει κι έπειτα γυρνώ στο δεξιό πλευρό, και νιώθω το βάρος του συκωτιού να γλιστράει μαλακά κάτω απ'τα πλευρά. Πάνω στο στρώμα γίνομαι τόσο μικρός, γίνομαι τέσσερα χρονών, γίνομαι ένας λεκές από λάσπη στο ξυλοπλατύσκαλο του πατρικού σπιτιού, κι έπειτα πιάνει μια σιγανή βροχή και κανείς δεν ξέρει πια αν ήμουν, αν δεν ήμουν, κανείς δε μπορεί να θυμηθεί με σιγουριά, καλύτερα για μένα, καλύτερα για όλους.

Μια φορά που σηκώθηκα για κατούρημα, άναψα τη λάμπα και τη βρήκα να κάθεται στη χέστρα με το βρακί και να πίνει σόδα μαγειρική διαλυμένη σε νερό στην κούπα του καφέ. Στο σαλόνι η τηλεόραση ήταν αναμμένη και το τελεμάρκετην έπαιζε στα βουβά. Καθίσαμε ο καθένας σ'έναν καναπέ και είδαμε τον κόφτη και το μίξερ. Μια άλλη φορά μου σκούπισε τις μύξες με την πετσέτα για τα πιάτα που μύριζε μούχλα. Ένα Σάββατο τράβηξε το κουρτίνι της μπανιέρας την ώρα που πλενόμουν και με σκαμπίλωσε στο κωλομέρι. Κάποτε ίσως και να τη φίλησα. Όταν οι Εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς.

-

Τα αστικά τοπία με πιάνουν απ'το πόδι και όταν περπατάω τα σέρνω με όλο τους το τσιμέντο μαζί μου. Η πόλη μαραίνεται στα χνώτα της, μετράω τα πλοία που πλέουν στον ουρανό, οι γερανοί δε φαίνονται απ'τη σάπια ταβέρνα της γωνίας, κι αυτό που αναδίδει εκείνη η μικρή παραλιούλα με τις γλιτσιασμένες σκάλες με αναγουλιάζει, δεν είναι θάνατος, είναι κάτι χειρότερο, κάτι που δεν έχω συνηθίσει, είναι τα αποφάγια της πρόχειρης ζωής. Πηγαινοέρχομαι κατά μήκος της ακτής, δεν έχω πού να πάω! Δεν έχω πού να πάω. Δεν ξέρω πού να πάω. Οι συνταξιούχοι κάνουν τσούρμα απ'το παλιό κολλέγιο ως τον πύργο. Σκυλιά που πάνε για μισό χιλιάρικο το κεφάλι περπατάνε πάνω στα νύχια τους, πάνω στο τσιμεντοχάλικο, πάνω στις επιχωματώσεις, τσακ τσακ τσακ τσακ, και πίσω κάνουν βάδην τ'αφεντικά. Με φαντάζομαι να κάνω τρία μεγάλα βήματα και να βουτάω με τις πατούσες πρώτες στο Θερμαϊκό. Ίσως να είναι που έχει καεί το σκαλπ από τον ήλιο και θα'θελα να δροσιστώ για λίγο. Από πάνω ευθυγραμμίζονται τα αεροπλάνα για να προσγειωθούν. Με τη μακρυνή ομίχλη που σηκώνεται απ'τη ζέστη και τη νηνεμία, ακούγεται μόνο η φασαρία τους. Στα δεξιά στέκει το τείχος των κτιρίων, κάτω η γη, και πάνω κι αριστερά η αδιαπέραστη αχλή.

-

Ανάσκελος, χωρίς τα γυαλιά, πιάνω τα γρέζια του υδροχρώματος. Τη μικρή ζέστα του κορμιού της δεν την καταλαβαίνω, σα να'τανε δική μου, ίσως και να'ναι, ίσως και να μην είμαστε δυο μα ένας, ίσως και να μην είμαστε ποτέ, κανείς. Χαμογελάει με μια βαθειά ευτυχία, σα να'ναι ξένη του εαυτού της, μια ευτυχία από εκείνες που αστράφτουνε στιγμιαία, όπως τα πλάγια των ψαριών κάτω απ'το νερό τις μέρες της λιακάδας. Κάθεται πάνω μου και τα ισχία της μουδιάζουνε τα πόδια μου απ'τους μηρούς εμπρός στις γαστροκνημίες πίσω. Τα μαξιλάρια μ'έχουνε κατακλύσει, το πρόσωπό μου έχει γίνει σχέδιο της μαξιλαροθήκης. Όλα είναι θολά. Τα κτίρια, ο υποτροπικός χειμώνας, το μέλλον μου, το μέλλον της, οι δρόμοι με τις λακκούβες, οι αμαρτίες, το χώλαιμα της ψυχής, ο πάσσαλος του ανασκολοπισμού, άλλο ένα πρωί που τα'χω καταφέρει με δόξες και τιμές.
-Άντε, σήκω! Σήκω να μου κάνεις πρωινό.
-Τώρα.

-

κακάο και ψιλό κουτσομπολιό στο Βόσπορο
δυο πασιέντζες στο τρίγωνο τραπέζι
μια ροπαλιά στο δόξα πατρί για ό,τι έχω κάνει
κι άλλη μια γι'αυτά που γράφω τώρα

-

Εκείνο το βράδυ του Γενάρη που έμενα στην Άνω Πόλη και καβάλησα το περβάζι, ξαναμπήκα μέσα και τρέμοντας της έγραψα και μου'πιασε κουβέντα για κάντρυ και πυγμαίους, και το επόμενο πρωί έδινε φυσική κι έδινα βιοχημεία, κι έδωσε φυσική, κι έδωσα βιοχημεία.

-

Τα κτίρια ψηλώνουν και ψηλώνουν κι είναι σα να φυτρώνουν απ'το στέρνο μου
η πυκνοκατοίκηση της σκατένιας πόλης, όλος ο ακατανόητος συνωστισμός της
μου λένε να σε πάρω μαζί όταν θα φύγω, κι εσύ λες:
Τ'αρχίδια μου θα πάρεις, εγώ θα πάω όπου μ'αρέσει.
Και πού σ'αρέσει;
Εκεί που θα πας γιατί δεν έχει πολυκατοικίες και στενά,
και όχι βέβαια γιατί θα είσαι εσύ.

-

ΧΧ ΧΧ ΧΧ

DU ER INGENTING

Αυτή τη φορά ήταν ένα σκόνταμα στο ισιάδι, ήμουν αναίσθητος πριν φτάσω στο μάρμαρο
ξυπνώντας αρπάχτηκα απ'το αντιβράχιο του υπαλλήλου που είχε γονατίσει δίπλα με τα δυο χέρια, γύρω του θα ορκιζόμουν πετούσαν όλοι μου οι θάνατοι αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν κανείς

η αυστηρή μου λογική έχει μαραγκουλιάσει σαν πλαστικό στο φούρνο
όταν με ρωτήσαν στο τριάζ δεν ήξερα να πω: μ'άφησε η ψυχή για μ'άφησε το σώμα
τώρα το χαρτί λέει πως θέλουν και δε θέλουν να μ'αφήσουν και τα δυο 
τίποτα δεν έχει αλλάξει
η πόλη είναι μια γλύκα όπως κι εχθές όπως και πριν τη μάθω
όλες μου οι ώρες είναι παρατατικές
κι όταν δε θα'ναι πια δικές μου, δε θα είναι κανενός

...
δε γαμείς

Also gut, sagte er

a man's smoking facing the wall
my shadow's drowning in the trash

---

''Du schreibst schon wieder? Was, du Snacker?"
''Das Buch des Tinnefs."

---

"Und sag ma', wie geht's?"
"Teils teils."
"'ss mich's lesen."

---

"Du, geht's um uns?"
"Neee..."
"Also gut."

---

At the Jolly Roger's

Mein Mund wird kleiner und kleiner, meine Augenlider werden enger und enger bis ich schlafe blind ein, meine Nase schnupft mein Gesicht ein, die fortschreitenden Zeit trocknet die Süßigkeiten auf dem Tisch bis sie sauermürrisch sind, genau wie der Mann der sie nie, niemals verschlingt. Es scheint, daß du mit einem Sammler zu tun hast, der Sammler der Welt, der Sammler der Gebete. Gib Ihm alles hin, los, los, denn er bleibt mit dir, die Winternächte bleiben mit euch beiden. Ich wird mit dem Fußboden eins, das Gebäude stürzt ein, wir fallen zusammen auseinander, bei Dunkelwerden ist mein Stolz verschollen. Was fordert mal der Anstand nicht, fordert der Fortschritt:
one foot in front of the other
one foot in front of the other
one foot in front of the other
to
our
death
der Winter geht und geht
und siegt
voller Wehmut
Gott hat mir fallen gelassen!
Schneid mir die Kehle durch
lass mich nach dir trauern
sobald ich kann

my desire has gone a long way
on top of its degeneration now
both our ends lay in the valley

how can you tell when I hurt you for the kink and when I hurt you out of spite
I cut, I deal

right, love?

Τι προηγείται μιας καρδιογενούς συγκοπής

Ωρίστε, στο σπίτι της. Στέκεται απέναντί μου και τα ρούχα της την τριγυρίζουν σα μεσανατολίτικη μυρωδιά. Το δέρμα της, τα υφάσματα, η σκοτεινιά του μέρους, όλα είναι ποτισμένα μ'ένα μπαχαρικό που'χει το χρώμα του αίματος του τραύματος διά νύσσοντος. Ακόμα και τα φανάρια απ'το δρόμο στέλνουν μέσα ακτίνες με κόκκους πάπρικας να χορεύουν επάνω στα κβάντα. Η σκόνη αυτή η κεραμμυδιά έχει κάτσει και στα τζάμια και στις βαρειές κουρτίνες και στην τρύπα του τζακιού, και τη φαντάζομαι και σε όλες τις κοιλότητες να φτιάχνει πηχτή, άλικη πάστα.

Ανάβει ένα δειλό λαμπατέρ. Κάνει βήματα πίσω, και χαμηλώνει, ώσπου σβήνει προς μια μισογυμνή ξαπλωμένη στο πάτωμα, επάνω στο πατάκι. Την πλησιάζω, όχι γιατί με καλεί, μα γιατί με διατάζει ένα ένστικτο που δε μου ανήκει, να την πιάσω, και να τη χαϊδέψω, και να τη σφίξω, και να-
Αυτή έχει καταλάβει, αυτή καταλαβαίνει τα πάντα, κι όπως με σπρώχνει η παράδοξη λύσσα μου προς τη μεριά της, με πιάνει προπατορική ντροπή που μ'έχει πάρει είδηση έτσι εύκολα κι αμέσως, και στρέφω το κεφάλι στο πλάι, για να μη συναντιέται το λεμφοκυτταρικό τουπέ της με τη συμφορητική ανεπάρκειά μου. Γονατίζω ανάμεσα στα πόδια της, που είναι μαλακά, ανόστεα, και τα χέρια μου δε φτάνουν για να τα βουτήξουν ολόκληρα, η δύναμή μου δε φτάνει, το θάρρος μου δε φτάνει. Το σώμα της αναδίδει τη ζέστα που αναδίδουνε τα μεγάλα ζώα, αλλά είναι σαν βούτυρο να'χει λιώσει πάνω σε παντεσπάνι, γυαλιστερό χωρίς να γυαλίζει, γλυκό, πορώδες, σχεδόν σα να'ναι μέσα έξω φτιαγμένη από ενδομήτριο. Το κεφάλι μου πονάει πίσω ακριβώς απ'το κούτελο, ο ιδρώτας με χαράζει στους κροτάφους και σουρώνει στα φρύδια και στα γένεια. Είναι παραδομένη, βαριεστημένη, είναι απαξιωτική, είναι που δεν έχω ο ίδιος μου τιμή. Σπρώχνω το σεντόνι το διαφανές που'χει για να την κρατάει ενάρετη απάνω, ως το σαγόνι της, το τέλειωμα των νυχιών μου αγγίζει τα ξεδιψασμένα χείλια της, τα μάγουλα, τη μύτη, κι η εντύπωση που μου φέρνουν τα κεντρομόλα είναι βλεννογονική ακόμα και στα μέρη που συνήθως βρίσκει κάποιος δέρμα. Δεν έχει φαβορίτες, έχει μια μπούκλα στη μια και μια στην άλλη πλευρά, σαν αντέννες για τους τράγους των αυτιών ή σύνορα των ζυγωματικών που ζυμώνονται κι εκείνα χωρίς πολλά πολλά, τα μαλλιά της είναι σκονισμένα κι αυτά με την άμμο των μπαχαρικών της αριστερής πλευράς του φάσματος που δε θα τη δω ποτέ με καλό μάτι γιατί είμαι μύωπας. Τα βυζιά της είναι τρεις χούφτες το ένα, πυκνά, συμπαγή, δύσκολα, το μόνο μέρος του σώματός της που δεν υποχωρεί. Αυτό το πλησίασμα είναι παρεμβολή, το σώμα μου δε συμμερίζεται την ξένη επιθυμία: το πουλί μου είναι λιώμα και μ'ενοχλεί η αλλοδυνία, σα να το γδέρνει ο ακίνητος αέρας, αλλά είμαι αφόρητα καυλωμένος απ'την ηβική σύμφυση ως τη λαβή του στέρνου, μια ανυπόφορη αίσθηση, σα ρίζες που μεγαλώνουν κάτω απ'την άσφαλτο. Κάνω τα δέοντα για να'ρθουν στα ίσα η εντολή και το όργανο, και βλέπω ανάμεσα απ'τα δάχτυλά μου αμέτρητα έλκη που ορορροούν και λαμπυρίζουν μικρές αιμοσταλίδες, απ'τη βάλανο ως δυο δάχτυλα κάτω από εκεί που κόβουμε για Pfannenstiel, τι σκατά; Παγώνω από μέσα προς τα έξω σαν κάχτος το Νοέμβρη ξεχασμένος στο περβάζι, αλλά το παίξιμο δε θα το σταματήσω παρά όταν έρθει η ώρα. Μόλις αραιωθεί αργά αργά η σάρκα μου μες στο τσάκισμα της μικρής της πυέλου, αρχίζω να δακρύζω, το στόμα μου γεμίζει σάλια, αυτό είναι το παρασυμπαθητικό που θα με κουβαλήσει ώσπου ν'αρχίσουν τα δέκα δευτερόλεπτα του αυτοσκοπού που έχω παραμελήσει. Είναι ελαστικιά και απαλή και γλιστερή, είναι ένα μουνί που με είχε περιμένει, παρά το τι με είχε αφήσει να πιστεύω. Το ξυδάλατο που εξιδρώνει απ'όλες τις ζάρες και τις δίπλες της κάνει μια μια κάθε μικρή και μεγαλύτερη πληγή μου να ξυπνά. Έχω κλείσει σφιχτά τα μάτια, το στόμα μου είναι έτοιμο να με μαρτυρήσει που μου'ρχεται να κλαψουρίσω σαν παιδί.
-Δε θέλεις να με δεις;, ρωτάει πνιχτά, ή την ακούω απ'το βάθος του πηγαδιού που μ'έχει καταπιεί. Και απαντά στον εαυτό της: Όπως καταλαβαίνεις.

Η γλώσσα μου ακουμπάει αθόρυβα τα ούλα για ν'αρθρώσει το nej, nej, nej, ο Broca μου υπαγορεύει όχι, όχι, όχι, σπουδαίος αντιρρησίας. Τα ερυθρά που χάνω μέσα της τα νιώθω ένα ένα να μ'αποχαιρετούν, τι σόι γαμήσι είναι αυτό που μου φέρνει την ίδια ναυτία που μου'φερε η σκέψη των σπλάγχνων που έχουνε κοπεί, καεί, ραφτεί, διασπαστεί, τηχθεί, ξεραφτεί, ξανακοπεί, ξανακαεί, ξαναραφτεί..., ήταν η κοιλιοπερινεϊκή που βάλαμε παρέα με τον Καθηγητή τρίτη φορά με διπλά γάντια κι έχοντας προσκυνήσει ο καθένας τα ιερά του κι έκανε τρεις μήνες να πεθάνει, κι έχωνα το χέρι ως τη μέση για τις αλλαγές κι ανάδευα τα ζουμιά του νεκρού μέσα στη ζωντανή που της είχαμε ξηλώσει τα πάντα απ'τ'αχαμνά ως τα κωλάντερα, οι φοιτητές μαζεύονταν να δουν, ο Καθηγητής έκανε υστερίες στο διάδρομο, με ζώνει ο πανικός της αμαρτίας, με ισιώνει το χέρι του Θεού, ένας ύπνος πυρετώδης κι εχθρικός σ'ένα κρεβάτι σκέτο λάκκο, τινάχτηκα όρθιος, ταχυπνοϊκός, αγωνιώδης σαν ετοιμοθάνατος, πιέζοντας απελπισμένος το στέρνο μήπως και συνέτιζα την καρδιά μου που έστελνε αψηλάφητο σφυγμό, άδειασα απ'το κεφάλι κάτω και λιποθύμησα.

Το ινίο μου βρήκε στο στρώμα, κάτω είναι χοντρή μοκέτα, δε χτύπησα πουθενά. Έμεινα ποιος ξέρει πόσο με το σβέρκο στις παντόφλες, πέφτοντας είχα ρίξει και το καλώδιο, τα γυαλιά και το σοκολατάκι απ'το κομοδίνο που τα φόρεσα για στέμμα την ώρα της συγκοπής. Όταν συνήλθα ήταν πρωί, και δεν είχα κουράγιο ν'αντικρύσω τη ζωή μου.

La Catedral (morgens)



Staubstrahlen stöhnen träumend zuzweit Arm unter Arm zur Arbeit hin, qualmen, in silbernem Sude gebadet, spöttisch über die Plakate, branden ins Meer der Naturen unendliche Helle, bevor sie still in Bild- und Bau-: in Menschenwerk versinken. Stadt starrt aus den eingefallenen Kuppeln; schwarze Brücken hängen schwer vom Himmel, im Morgen ducken Dächer sich bestürzt.

Georg Kulka

Εν συντομία

Ο Θεός φύσηξε μια πνοή φθινοπωρινή απ'το στόμα στην τραχεία κάτω κι αν ήμουν με το βρογχοσκόπιο θα'βλεπα τη σωστή ανατομία, φλέγμα λεπτό και διαφανές, ενδότερα ροδαλά, γυαλιστερά, όπως τα γράφουν τα βιβλία. Μα ανάθεμά με αν ήξερα τι λογής ποτό έχυσε εντός της και την έκανε τόσο πολύ να μοιάζει με κολιμπρί στ'αλήθεια. Τις τιμές τις κατ'ιδίαν τις υποψιάστηκε αμέσως, αποφάσισε εν θερμώ όταν με ξαναείδε πως θα μου'κανε τη χάρη να επιτρέψει ό,τι ήταν να επιτρέψει, και το χούι είναι το τελευταίο που θα βγει, κι αν ήτανε καλή σ'αυτό που τόλμησε να κάνει. Με γελοίες λεπτές κινήσεις έκατσα και της ζωγράφισα τη χαρά του ταξιδιώτη, και σκιτσάροντας τη γύρη, άρχισα να γίνομαι βιαστικός. Η φασαρία απ'το δωμάτιο δίπλα είχε ενταθεί και το κρεβάτι μου είναι κολλημένο στο ντουβάρι που μας χωρίζει απ'το παιδί που κλαίει μαζί με την τηλεόραση.

Έτσι άφησα το ξενοδοχείο για να σκεφτώ. 
Η μάνα μοίρασε στο τραπέζι και μου'πεσε μια μέτρια χεριά, η συντροφιά ήτανε στο κέφι που είναι όλοι στην περιοχή, κι έτρωγαν απ'τα μικρά πιατάκια τυρί με αντζούγιες και μπαγκέτα. Τι δουλειά είχα να καταπιάνομαι με τις ζωγραφιές; Πώς θα μου φαινόταν να σ'έβρισκα στο φωτεινό σου σπίτι να ράβεις μαιανδρορραφή σ'ένα χοιρινό μπούτι; Χα, χα. Αυτό αναρωτιόμουν και γελούσα με τα τριακόσια πενήντα που πήγαιναν για χάσιμο. Όταν θα'φευγε το βάρος εκείνο από πάνω μου, θα πήγαινα να τη βρω και να της δώσω αυτό που είχα φτιάξει, ένα φτηνό αντίγραφο της σελίδας που έκλεψες απ'τα βιβλία που είχες να φροντίσεις και την έχεις κάνει κάδρο πάνω απ'το τραπέζι, μαζί με τις μεταξοτυπίες με τους κοκκινολαίμηδες στο χιόνι, απ'τον καιρό που σπούδαζες στο Άμστερνταμ.

Με συνάντησε στην αποβάθρα με τις καραβέλες,
κάτι ήξερε κι εκείνη ή δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει. Οι γλάροι έκαναν σκιά τόσοι πολλοί που πέταξαν μαζί απ'την πλαγιά, τα μονοπάτια γλιστροκοπούσαν απ'την υγρασία, οι θάμνοι ήτανε λυγισμένοι απ'το νερό. Μιλήσαμε δυο ώρες και καθόλου, το παγκάκι που'βλεπε στη θάλασσα δεν ήταν σωστή επιλογή αν επρόκειτο να'χει την ηλίθια προσοχή μου, κι έμεινε να σπρώχνει την κουβέντα. Σηκώθηκα όταν μούδιασαν τα πόδια μου απ'τα ισχία, είχα πεινάσει και τα ρούχα μου ήταν παγωμένα, μούσκεμα, για να την αποχαιρετήσω. Έπιασα τα μάγουλά της που κολλούσανε όπως ήταν φυσικό, και μύρισα γραμμή τα δικά σου. Πίστεψε πως θα'μαστε μόνο εγώ κι αυτή, κι αν ήταν άλλος θα την τράβαγε απ'το μπράτσο και θα της έλεγε πως θέλει να την έχει για δική του και για πάντα, αλλά δεν ήταν άλλος παρά ένας τυχάρπαστος απ'του διαόλου τον κώλο.

Ακόμα κι αν δεν ήξερα να διαβάζω, την προσμονή στο κούτελό της θα την είχα καταλάβει.
Κι αντί να τη σκουπίσω με τα χείλια όπως θα'κανα με μια στρώση της αλμύρας, χρέωσα στο στόμα μου μια άλλη αποστολή, γιατί αναλογιζόμουν τα σαράντα λεπτά που είχα να περπατήσω για την επιστροφή.
-Δεν έχω τέτοια βλέψη,
της πέρασα το δέμα, το πήρε και το πέταξε. Το άκουσα να κουτρουβαλάει την πλαγιά για λίγο κι έπειτα σώπασε απ'το φλοίσβο. Αυτή γύρισε την πλάτη θυμωμένη κι έφυγε. Κι έφυγα κι εγώ.

5 år (sammen)

Όλες οι κοπέλες και οι γυναίκες φύλαγαν μέσα τους κάτι για το οποίο δε μιλούσαν ποτέ. Η μητέρα του φύλαγε τρομερά μυστικά για τα μπισκότα και έκλαιγε καμιά φορά χωρίς λόγο. Οι γυναίκες ζούσαν μιαν άλλη ζωή μέσα τους -μερικές γυναίκες, δηλαδή- και η ζωή αυτή έτρεχε παράλληλα προς τις φανερές ζωές τους χωρίς όμως να διασταυρώνεται ποτέ μαζί τους.

Steinbeck

La provincia más bonita de España

Όχι! Δε μπορώ να παραδεχτώ ότι ένας χημικός, ένας επιστήμονας, ακόμη και εκατό φορές Γερμανός, είναι ικανός για κάτι τέτοιο!
Verne

Πίσω απ'το τζάμι κάθεται ένας άπιστος γυμνός στην πολυθρόνα
το μόνο που κουνιέται πάνω του είναι τα δάκρυα που ξεκολλούν
τα μάτια απ'τη γυαλάδα μοιάζουνε με κουμπιά ταριχευτή

buenos días Cantabria
ο δόκιμος έρχεται να τον πάρει απ'το ναυτικό σταθμό
σφυρίζει κι ακούγεται απ'το δρόμο, έξι οι ώρες της ημέρας

οι σκουπιδιαραίοι φορτώνουνε μπουκάλια στο φορτηγό
όλα τους τα γυαλιά τσιρίζουν
buenos días Cantabria

είναι φλοίσβος ο πάταγος των κυμάτων
στα πλευρά; Ή είναι κακή ναυσιπλοΐα; Τα σύννεφα είναι ήδη
φωτεινά. Πρώτα ξημερώνει εκεί ψηλά και μετά στη θάλασσα.

Ο θώρακας είναι κατηφορικός και το πρωί ομολογεί
ροδάκινα που πέφτουν
το χνούδι τους αφήνει μια μικρή πατημασιά στο μάρμαρο
κι η οσμή μιας δόξας αλλοτινής ανακατεύει των δυο ειδών αλάτια

στο χτύπημα της πόρτας κλοπ, ο γυμνός είναι ντυμένος
κλοπ, κι έχει αναστηθεί.
Ανοίγει στο δόκιμο χαμογελαστός και
στα πόδια του κυλούν όσα ροδάκινα πλήγιασαν για την ιστορία.

Πρεστήζ

I'm on drugs and I'm hanging on for dear life
can't go to the hospital and I can't tell my wife

απ'τις πασιέντζες όλης της νυχτός
δε βγήκε ούτε μία

κάποιος που ξέρει από λάθη
κατουρούσε αίμα και ζελέ στο νεροχύτη

οι στάλες της διαρροής
έπεφταν στο κέντρο του λεκέ

και τον ξημέρωναν σαν ήλιοι.


Η υποκριτική φιλοσοφία παίζει στο ραδιόφωνο κουλτούρα και διανόηση
ποια να'ναι πάλι αυτή η πουστοφωνή που ρεμβάζει με σπουδή, να μ'ένοιαζε
έστω λίγο. Δε με νοιάζει. Η ζωή εδώ σφίγγει και ξεσφίγγει, κι όταν λείπω
το ξεχνώ. Έχουμε περπατήσει την Αποστόλου Παύλου κάποια κρύα νύχτα σουρωμένοι,
έχω ξεράσει έξω απ'την εκκλησία, δε λέω πως κι εσύ. Θα'ταν ωμό για μια κυρία,
που λες πως θα'σαι τέτοια που θα'κανες την Αγνή τη Φράγκα να φωνάζει από καύλα,
μα τους εξευτελισμούς τους φυλάς για όταν λύνεις γόνατα που σ'έχουνε βωμό.
Αν μ'άκουγες να μιλώ, θα κορόιδευες πως περιφέρω την υπερηφάνεια των Τιράνων.
Όχι, είμαι πολύ πιο ευτελής, καλός απόσκλαβος του κώλου, ένας Αγγελάκας με
όλο τον τοπικισμό, χωρίς την ιστορία. Μα ξέρω απ'όλα πιο καλά 
να κρατάω το στόμα μου κλειστό.
Δε σ'έχω δει, κι αν στεκόσουνα εμπρός μου
θα'κλεινα τα μάτια με τις παλάμες για να μην κλέψω και σ'αγγίξω
αν σ'έχω για μια μελαχροινή Σπανιόλα με ολοστρόγγυλα αυτιά και βλεφαρίδες
που χορεύουν είναι η ίδια αυταπάτη με το αν σου'λεγα τι έχω θελήσει να σου κάνω
Ευτυχώς δεν έχω κολλήσει ποτέ τίποτα., το άκουσα απ'το στόμα ενός παίχτη, ε
γέλασα, δε θα γελούσα; Κλείνω τα παράθυρα στη Νίκης, πίσω απ'τα σκούρα γυαλιά
μετράω τους περαστικούς, κι έχει ήδη σουρουπώσει. Έχω το σήμα του συλλόγου,
φοράω ακριβό πουκάμισο που μου'χουν σιδερώσει, χρυσό δαχτυλίδι καμάρι της θρησκείας,
ανάθεμά με έχω περάσει ΚΤΕΟ, τα κορδόνια μου είναι συμμετρικά δεμένα,
παίζω με το συμπλέχτη, πνίγομαι χωρίς να'χει τελειώσει ο αέρας, μέσα δεν κοιτάει
ευτυχώς κανείς, δε βλέπω να κοιτάει,
ανάμεσα στις λέξεις δε φαίνεται ψυχή, κάτι νησιωτικά λοξό έχω μες στο κεφάλι,
η τρέλα είναι κληρονομική, και θα βρω ένα βουνό άλλες εξηγήσεις για να μην είναι αυτή.
Τι κάνει τον καλό γιατρό, τι κάνει τον ξωφλημένο, η φθίνουσα πορεία...

Η αποτυχία της βιβλιογραφικής ανασκόπησης

Στα δεξιά σωρεύονται τα χαρτιά που έχουνε πιει βροχή από τεσσάρων χωρών τους ουρανούς. Η δουλειά έχει τελειώσει. Αποδειχτικό είναι που απάνω τους κάθονται οι περιπέτειες του πλοιάρχου Γκρηφ με τρεις φουσκωμένες ρυτίδες στη ράχη, διαβασμένες από δυο. Ένας συνδετήρας που με ξαναβρήκε από το πρώτο έτος κρύβεται κάτω απ'τον πέτσινο χαρτοφύλακα. Το τζάμι του γραφείου είναι το ίδιο κι εδώ κι εκεί, ήταν μια φαεινή ιδέα, για να γίνεται η μελέτη το ίδιο αποδοτική για έναν χωριάτη του προπερασμένου αιώνα που τυχαίνει να'χει φυτρώσει ράμφος μεταναστευτικού πτηνού. Στ'αριστερά ένα σακκούλι με αμύγδαλα, το σνους και η πεννσαίηντ. Δώρο της εξ'αίματος ερωμένης μου πίσω απ'όλα αυτά είναι ο γυάλινος σωλήνας με το χνουδωτό κλαδί που έρχεται όταν είναι στις καλές της και τ'αλλάζει μ'ένα φρέσκο. Σκεπασμένα από ένα κομμάτι χασαπόχαρτο καιροφυλαχτούν κουτιά με χάπια τριών ειδικοτήτων, κι η μισοαρχινισμένη δικιά μου δε φαίνεται πουθενά μετά απ'όλες αυτές τις ομίχλες και συννεφιές του τελευταίου χρόνου, για τον αντακαταστάτη της δε γράφουνε και πολλοί, παρά μόνο άλλων εποχών, των οποίων έχω εκπέσει σε ξεμαλλιασμένος νοσταλγός. Η μουντάδα ξέρει ν'απλώνεται διηπειρωτικά, για κάθε αναχώρηση και κάθε επιστροφή έχω από ένα φόβο στη μασχάλη μα καμία ενοχή. Η χτένα με τα αραιά δόντια ήρθε στη θέση της βούρτσας, κι έμαθα πώς να φροντίζομαι σαν εκείνη τη μικρή που είχα δει όταν ξεκινούσα το δεύτερο, το αδικιολόγητο πένθος, στο τραίνο απ'τη Στοκχόλμη για το Γιοερν, καθόμασταν απένατι δίπλα στο παράθυρο κι είχε την ίδια μουντάδα τη σημερινή, ή ίσως και όχι, πρώτα πέρασαν τα δάχτυλα μες από ξεχωρισμένες τούφες, έπειτα η χτένα, έπειτα η βούρτσα και δεν είχε πια μαλλιά, είχε μέλια στο κεφάλι, το ήξερα από τότε, είχε προσπαθήσει να με διδάξει, ήταν φυσικό να μην το θυμηθώ, αφού δεν είχα λαχανιάσει αρκετά, δεν είχα λαχανιάσει καθόλου, και γι'αυτήν την πρωτόγονη εμμονή έπρεπε να φύγουν κάποια χρόνια κάνοντας τις συντροφιές μου ν'ανατριχιάζουν και να γελούν, οι τρίχες έσπαζαν σα φτηνοσύρματα, κι έβγαζαν εκείνον το ρηχό ήχο, ώσπου έφτασε το προχτές, ή το πιο πριν, πρόλαβε και θόλωσε όπως συμβαίνει. Τα λάθη πρέπει να τα μετρώ μόνο όταν πέφτουν στην πλάτη αλλωνών, δε φτάνω να σκεφτώ έξω από μένα, κι έτσι κάπως πάντα φταίμε όλοι μαζί. Σας είδε η ..., Και;, Οι ώρες της ησυχίας μπλέκονται με τις ώρες της τιμωρίας. Δεν είναι παραδοξολογία, είναι μια τρύπα του φασισμού της πειθαρχίας, το τζάμι του γραφείου να'ναι το ίδιο κι εδώ κι εκεί, η φάτσα μου να είναι στραμμένη στο παράθυρο, η πλάτη μου στην πόρτα, εκεί ν'ακούω το ράδιο το εδώ κι εδώ το εκεί, και κάτω απ'τα ρούχα μου να λουφάζει ένα ζώο που δεν ανήκει σε κανένα είδος, δεν έχει όνομα, δεν έχει ιστορία, κι ο Θεός ξέρει ούτε ψυχή. Το γραφείο όμως, και τα βιβλία πάνω στο γραφείο, ο χάρακας, οι έρευνες και τα ιατρικά περιοδικά με στήνουν από τετράποδο στον πολιτισμό, κι αν ο γείτονάς μου σκύψει και δει απ'το παράθυρο, θα δει το γείτονά του, όπως βλέπω κι εγώ, τα λάθη είναι λάθη του ενστίκτου, ο καθένας θα καταλάβαινε.

EESTI #2

/

Ο Χάννες έχει τα απαλά χρώματα του Έλβα
χώμα σα λερωμένο γάλα, βλέμμα σχεδόν διαφανές

διαλέγει πάντα τις βελόνες των δεκάξι κι οι φλέβες δοκιμάζονται
κάνει τις πιο σκληρές αιμοληψίες στην ομάδα

τα νύχια του είναι στρογγυλά, σα να μην έχουν άκρες
τ'ακρώμιά του δεν ξεχωρίζουν, η πλάτη του είναι αμυγδαλόψυχα

αλλά οι κλείδες φτιάχνουν βαθιές βολικές λαβές
οι μώλωπες εν σειρά μικρές διάττουσες σκιές εκεί που εχθές

κάποιος αρπάχτηκε σα για να σκαρφαλώσει σ'εστονικό σκαμνί
ποιος ξέρει τι κατάφερε να δει από ψηλά

στρίβοντας βορειοδυτικά στη Σότρα, η θάλασσα αλλάζει
η αύρα είναι σκέτη παγωνιά, οι ακτές λένε

εμπρός σου ο ωκεανός και πίσω σου η λίμνη. Σκέψου καλά
πώς θέλεις να πεθάνεις.

Ο Χάννες γεννήθηκε στα πόδια της Ρωσίας
από γονείς που έμειναν γονατιστοί

ώσπου έλιωσαν οι επιγονατίδες και τ'άλλα σησαμοειδή
όμως δε μίλησαν ποτέ τη γλώσσα της αυτοκρατορίας

το λάμβδα τους έμεινε χυλός, κι εκείνος μου συστήθηκε
Χαν, νες,  σα γέφυρα. Σαν τόξο.

Το αίμα που κουβαλώ είναι ζουμί χαώδους επιμειξίας
άλλο δεν έχω για να δώσω, μόνο αυτό

μαζί φέρει τη μιγάδα εντροπία, τις ευχές για
το ναι της ευγενικής καταγωγής

πώς θα λασπωθεί βουβά, πώς οι απροσδιόριστες φυλές
έχουν γι'αυτήν μια ωραία γοητεία, μια απαίνευτη ηδονή

ο αχροΐτης εχθές βάφτηκε από νόθες σταγόνες
οι φωνές μας έμειναν το ίδιο χαμηλές

η καθαρότητα των Φίννων κάνει το ύφασμά τους τόσο λεπτό
η καθαρότητα είναι αδυναμία

/

the finnish summers without the finnish dirt

/


J-J 2015

Παροξυσμός γνήσιας γερμανικής λύπης

Παροξυσμός γνήσιας γερμανικής λύπης κυρίεψε το Βάλλενστάιν. Από τα μάτια του ανάβρυσαν δάκρυα και το στήθος του το τρικύμισαν λυγμοί, αλλά γρήγορα το κλάμα του μετάλλαξε σε εξίσου γνωστές γερμανικές βλαστήμιες κι όταν φλεγόμενος ολόκληρος από οργή έκανε ν'αρπάξει το κυνηγετικό τουφέκι του Γουώρθ, στα χείλη του γυάλιζαν φούσκες αφρού.

J. London

F32.1

///

die
verbleibenden
Jahre
das
geligende
Leben
dahingesiecht
alles
,
du
hast
alles
verjagt
was
soll's
diese
endlose
JAGD
is
ja
aussichtslos
geworden
ich
meinerseits
bin
ebenso
verloren
,
schon
lange
fort, oj
FORT
mit mir
fort
mit dir auch

///

Das selbstgerechte Leiden und das anspruchsvolle gesellschaftspolitische Mitleid verkaufen sich gut.

///

Το χωριό είναι σ'ένα χαντάκι. Το μπαλκόνι που μου'χουν δώσει το βλέπει απ'τη μια του άκρη, κι απ'το παράθυρο ακούω το φλοίσβο, τις μηχανές και τις κουβέντες που γίνονται το σούρουπο και το χάραμα στους μώλους. Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού με τα κυάλια και βάζω να δω, είναι άσπρη ή κίτρινη η ομπρέλλα που'χει ο χοντρός στη βάρκα, έχει δυο ή τρεις πάνω Αιγύπτιους το Αλέξανδρος, η γριά του καϊκά ήρθε απόψε με το μηχανάκι ή με το ξώφτερνο, ποιανής είναι τα μωρά που φωνάζουν απ'το πρωί και σηκώνουνε ντουμάνι γύρω απ'τη βρύση, γύρισαν τα μεγάλα αλιευτικά, δε γύρισαν, ποιος φεύγει σήμερα τελευταίος, ποιος σέρνει έξω τη βάρκα του στη γλίστρα, πόσοι μαλτέζοι ήρθαν να προσκυνήσουν, πόσοι απ'αυτούς γαμάνε παναγίες. Όπως τους βλέπω από πάνω κρυμμένος σα Φατμέ πίσω απ'τη σίτα, έτσι με βλέπουνε κι αυτοί απ'τ'ανοιχτά όταν κατεβαίνω με το βρακί το μονοπάτι, ανάμεσα στα σχίνα και τα θάμνα, με τα μάτια ιδρωμένα πίσω απ'τα γυαλιά, στο ένα χέρι τα βατραχοπέδιλα και στο άλλο ένα σκουριάρικο ψαροντούφεκο που δεν είναι δικό μου.

Το περασμένο απόγευμα, στην ησυχία του αποφαγιού, ένας άσπρος κώλος και μια πλάτη σταγμένη πιτσιλιές από καστανοκόκκινο συρόπι, αυτά μαντεύω έβλεπαν απ'το χαντάκι τους, να φεγγίζουν μες απ'τις κουρτίνες, το δωμάτιο είναι διαμπερές, η μέρα μέσα είναι αληθινή. Κι εμπρός από εκείνο τον κώλο κι εκείνη την πλάτη έβλεπα εγώ αφού δε μπορούσανε οι άλλοι, δεν ξέρω αν μου'κανε καλό που δεν ήμουν γυμνός στο ηθικό σκοτάδι, κι έκανα πράγματα που ανήκουνε παραδοσιακά στο βράδυ, στις τέσσερεις το μεσημέρι, έβλεπα το πρόσθιο μισό μου, τις μισοϊδρωμένες πτυχές στους αγκωνιαίους βόθρους, τα πετσοκομμένα νύχια, τις φλέβες μου που είναι βαθειά θαμμένες, κι εμπρός μου ήταν το μαξιλάρι που όταν ξαπλώνεις το κεφάλι σου ξεφουσκώνει σαν αστείο αερόστατο, φφφφφφφ, κι έπειτα δεν έχεις πια μαξιλάρι, και πάνω του ήταν διπλωμένα τα μαλλιά σου που τα'χες χτενίσει πριν με λάδι από μύρρο που έχεις μάθει να το λες καλά και δε σε παίρνουν πρέφα, και πάνω στα μαλλιά σου ξάπλωνε το πρόσωπό σου που είχα κάπου δυο μήνες να το πιάσω, κι αντί γι'αυτό έπιανα τα βυζιά σου σα να'μασταν έντεκα το πρωί Δευτέρας στα εξωτερικά, κι εσύ κάτι είχες παρεξηγήσει και χαιρόσουν. Όλα μες στο δωμάτιο με το σκληρό φως, μες στη χνοή των πεύκων, ήταν παραδομένα, το καθένα στη δική του απελπισία.

Στο μπάνιο έβαλα το νερό να τρέχει, κι αυτό έρχεται από κάτω απ'το χωριό μ'ένα σπασμωδικό πιεστικό, και ρέει με ώσεις σα να βγαίνει από χειροκίνητη αντλία, μες στη μπανιέρα στάθηκα κάτω απ'το φεγγίτη που φέρνει μέσα μόνο δάσος, αν σφίξω αρκετά τη λαβή θυμούνται κι εμφανίζονται απ'τα έγκατα της σάρκας οι φλέβες, στενές, λειψές, αψηλάφητες, έτσι για να ομολογούν και το λάθος της βαλβίδας, την έσφιξα αρκετά, μ'έχεις δει κι άλλη φορά, την έσφιξα πολύ, τα δάχτυλά μου άρχισαν να μοιάζουν πιο πολύ με παιδικά, κι εγώ στραγγαλισμένος. Το νερό που έπεφτε στα πόδια μου άρχισε να με καίει, ακούμπησα την πλάτη στα πλακάκια για να πάψει να φέγγει ως το χωριό και να με διασύρει, αρκούσε αυτό που είχανε προλάβει, κράτησα την αναπνοή μου ώσπου να μουδιάσουνε τα χείλη, στην κούρσα με το πιεστικό πηγαίναμε πέντε εγώ και μια αυτό, ένα δυστυχισμένο σώμα, ένας μαλάκας που δε χύνει, τα ποδοδάχτυλα κι οι κουντεπιέδες κοκκινισμένοι σα φέτες σολωμού, είκοσι μπάτσες στη μια, είκοσι στην άλλη μεριά, γιατί είκοσι; Γιατί με ζαλίζουνε καλά

Τώρα χαζογελώ, 
χα
χα
χα
χα

μέρα παρά μέρα πέφτω απ'το μπαλκόνι στο χαντάκι κι η κατηφόρα με τσουλάει στην ακτή, κι εκεί βρίσκω θαλασσινά λουλούδια, ψαροκόπαδα, χταπόδια, λάλες κι όλα τα άλλα που μ'αρέσουν
μετά σκαρφαλώνω ξανά το μονοπάτι πάνω φορώντας το βρακί, τα γυαλιά θολά απ'το αλάτι και την πάστα για τους της ξανθής φυλής, γαμώ, με τα βατραχοπέδιλα στο ένα χέρι και το σκουριάρικο ψαροντούφεκο στο άλλο

da capo
///

UNIONIST (Bergen blues)

Sie arbeitet im Fischmarkt. Sie riecht nach verdorbenem Fisch, ist warmherzig und berauscht sich schnell. Wenn ich hoch hinauswollte, stünde sie mir entgegen, aber meine Bestrebungen sind ja minderwertig. Deshalb vertragen wir uns miteinander. Ich bin mein Beruf, und genau diesen Beruf auch verachte ich: das nenne ich Kapitalismus. Sie dient ihres Vaters Ehre, er erinnert sich nicht, er lobt nur seinen Gott: das nennt sie Glaube.
Ich tue mein bestes, aber die Gesundheit der Fremden ist mir egal.
Ihre Arbeiterliteratur ist mir viel zu viel, ihr ist mein Leben das Leben des Wichtigtuers, es geht nicht um Einkommensunterschied, sie ist im hohen ölreichen Norden geboren, ihr alles ist urnorwegisch, arisch, wahr, rein, was weiß ich denn schon, ich der Jude, der Deutsche, der Grieche, der Schweinehund, wir priemen sammen, wir spucken sammen, es gibt keinen punktgenauen Vergleich, sie bezahlt, ich trinke, sie singt, ich göble, wir tanzen am Strand, sie sagt Farvel, farvel, winkt mir zum Abschied. Wir vergessen unsere eigene Heimatliebe eine Zeit lang, Verrat, Verrat, ideologischer Verrat. Es ist nichts Gesundes am Leibe.

Über die politische Lage reden wir an Bord. Der Vollmatrose aus Indien sagt:
Wir sollen ohne Gewalt leben.
Naja, ihr sollt,

-

Τριάντα μέρες βρέχει, το χώμα κατακάθεται και τα πευκοβέλονα πέφτουν λίγα λίγα στο λιμάνι
το κολυμβητήριο κλείνει έναν αιώνα στη μεριά του, και βουτάω με τα μάτια ανοιχτά είναι γλυκά
θολά και παγωμένα. Στην καρδιοοισοφαγική παλινδρομεί ένα κοπάδι ψάρια, κάτι τυλίγει το κεφάλι μου σα φούστα μέδουσας με χαίτη.

Η γυναίκα που με γνώρισε για να μ'εκτιμήσει έκανε φοιτήτρια στην πόλη της βροχής είκοσι χρόνια πριν, είκοσι χρόνια πριν! κι έμενε πίσω απ'το κολυμβητήριο, στις εστίες μες στο δασάκι. Πιο πέρα, στην άκρη του λόφου γέννησε το πρώτο της παιδί, που είναι λίγο μικρότερό μου, κι έχει πάρει τα μαλλιά της, και κάπως έτυχε να μας κληρονομήσει και τους δυο μονάχα απ'τα δικά της, ο πατέρας του ήταν μελαχροινός, ήταν γιατί ζει μισοσκοτωμένος στο κρεβάτι του κάπου στη νέα γη, και τον φροντίζει το πρώτο της παιδί κι η νέα του γυναίκα. Θέλω να σε διαβάσω, μ'αρέσει να σε διαβάζω, ναι, είναι άλλη η ιστορία όταν έρχεται σε λέξεις σαράντα και παλιές, δεν έχω τι να πω για να'χω να τα γράψω, για να'χει να διαβάζει, δέκα λεπτά σιωπή για να τη χαίρομαι στο νου μου, κι αύριο να με χαίρεται γυμνό, και τώρα να μη μπορώ να θυμηθώ το βράγχος της φωνής της, δέκα λεπτά σιωπή δεν είναι καν, δεν είναι καν,

-

Recently I've been addressing to names, it's not to make sure I remember, no, I remember all your names. That's a lie I say when you're nothing: I write to remember. Truth is I write to forget, so now I'm addressing to you, S., your belly was sticky, and I could read your child on it, my palms were peeling from the wheel and you could read my lonely nights on them, our drinks were standing in front of the fridge, the fridge was open and dripping, the city was glossy from the rain, the night lasted all day, and the day lasted all day too. You didn't even do me the favor of a moan, you just observed me from your insides like a carnal judge.
-You're a unionist.
-No, I want the land to break, I want Schleswig independent.
-You aren't in fucking Schleswig now, are you
-Eh...

Pull me by the moustache and make me stand on my toes on the feather pillow like you've done before, I'll whine the Bergen blues for you and honor a wide intergermanic union, like I've done before,

-

,,,,,

View from our table και κώλος φινιστρίνι




lie to me if you will
tell me anything you want, any old lie will do


///


jeg te/ænker på dig i høst/efteråret
auf Wiedersehn und denk an mich zurück

///

General

Hastu was dagegen wenn ich rauch? Varför? Svåra dagar

The slits of your eyes are like wounds filled with glass
they see us fucking until we bleed into each other
I see us too

a pleasure to hear you gargle gå
that tongue play you do with the ah, the oh.
I'll always tell you're a foreigner
yes, you'll always do

the water from your rivers has a heavy sweetness in it
the neighbor sure did hear me moan some incomprehensible name,
was it yours? was it hers? This man is a wreck, a useless expression of something unimportant
I have no use for myself
after all this body is a heartbeat more than a corpse
why, then?

gi meg litt snus, while I think of an answer, takk
but I'll spit on the ground and the answer will still be in another place

so we fuck until we bleed into each other now
leave and leave me laying on the bed. Tomorrow you'll be
in your warm cage, and I'll be where I should
my hands are hooves. I'd never even think to catch you




Mirèio! Voudriéu estrema dins moun sang
toun alen que lou vènt me raubo!
Mistral



Καρτ-ποστάλ

Η Φακίστρα έχει μια ασπρίλα που σε καίει να τη βλέπεις
στο δρόμο σταματήσαμε να πλυθούμε κάτω απ'το σωλήνα που είχε σπάσει
φωνάζαμε απ'το κρύο που είχε το νερό κι οι περαστικοί γελούσανε τουρίστες!
απ'τα αυτοκίνητα ενώ παίρναν τη μια ή την άλλη της διχάλας για το Βόλο

κάπνιζα τσιγάρα μονοπωλίου απ'το μαγαζάκι, το σπιρτόκουτο
είχε επάνω κόκκινες τουλίπες και πρασινάδα για ζωγραφιά ξεθωριασμένο
το χέρι που κρεμούσα απ'το παράθυρο είχε γίνει παραταίρι με το σώμα
έπειτα το κορίτσι που έμενε στο 32 μου έδωσε ένα σα μεταξωτό φουλάρι

με ακατανόητα σχέδια να τυλίγω για μανίκι. Το'χω ακόμα τσαλακωμένο
το βράδυ είχε μια ύποπτη ησυχία, τα δέντρα κατηφόριζαν τις πλαγιές
για να τα βρίσκουμε το πρωί φρακαρισμένοι σε κάποια φουρκέτα για
μια από τις ακτές. Επάνω είχε δροσιά κι οι νύχτες ήταν νύχτες

οι αντισκηνίτες χτυπούσαν τύμπανα σαν άρρυθμοι Αφρικανοί, ο χαβάς
ήταν χαβάς του αμφιθεάτρου. Κατάφερναν κάποια επανάσταση κι εκεί
μετρούσαν άλλες καινούριες ελευθερίες, οι πατρίκιοι της ντροπής
δεν είχαμε δίκιο στα δικά τους.

Θυμάμαι που η μπουκαδούρα χάλασε την παρτίδα
κι οι τράπουλες σκορπίστηκαν με μέλια στα πόδια μας και στις πέτρες
σκύψαμε να μαζέψουμε ό,τι ήταν και κάτω απ'το τραπέζι για σκυλί
είδα τις πρώτες κνήμες ανάμεσα στις οποίες είχα σταθεί

δε σήμαιναν τίποτα ποτέ, κι ανάθεμά με αν από τότε και μετά άλλαξε
ίντσα αυτής της ακολουθίας. Όχι
τα τσίπουρα και οι κολοκυθανθοί μας έκαναν αργούς και φωτισμένους
η ασπρίλα της Φακίστρας κατάπινε όλες τις σκιές και όλες τις φιγούρες

έκανα πως δεν ξέρω. Στο δωμάτιο κοιμόμασταν εκ περιτροπής στο
διπλό. Όταν έφτασε η σειρά μου και του Α. οι άλλοι δυο φώναζαν
βρισιές στην τηλεόραση απ'τους χτιστούς πάγκους, στο σκαμνί δίπλα
στην πόρτα στέγνωναν μεθύστρες και σκαφλιάδες

ο Α. μου γύριζε ανάποδα τα δάχτυλα κι εγώ γέμιζα στάχτες το σεντόνι
στα γόνατα είχαμε το χάρτη για κουβέρτα
απ'τα μέρη είχε σβήσει τα πιο πολλά
και έμενε το Τρίκερι, η Αγία Κυριακή κι ο φάρος

NORMAND PROSPER

MO REPORTING
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΧΤΕΝΙΖΕΤΑΙ
200 ΚΟΡΩΝΕΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΟΥ ΜΑΛΑΚΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΔΙΝΕΙ

/


Parus major



/

-Θα πάρω τη σκέψη σου μαζί μου
ντύμα για να σου πω: αν πάω και γυρίσω αδειανός θα σε αναζητήσω πάλι
μισοψέμα, μισοϋπόσχεση, κι ο όρκος που έχω δώσει στο νησί 
ο μόνος που θα με πονέσει ν'αθετήσω.
Η γυναίκα που αναβόσβησε σαν πλάνο πολεμικό ανάσκελη στο δάσος
οι χίλιοι μικροί θάνατοι που πεθαίνει ο φίλος μου ο Μ. απ'τη δουλειά του
το δάσος της ήτανε κοντά του, κι εκείνη μόλις άφηνε πίσω την ακαμψία
-Θα σε σκέφτομαι και θα προσπαθώ να σε βοηθήσω με το δικό μου τρόπο
ντύμα για να μου πει: θα είμαι εδώ για σένα. Πάντα και στα κρυφά
η θλίψη του βραδιού είναι μια αναποδιά και ξέπλυμα του πεδίου. Βλέπω
καθαρά: δεν έχει σημασία. 
-Έχω να προσευχηθώ πολύ για τα δικά μου λάθη κι άλλου κανενός. Αυτή
ήταν η κυρία που είχε βαλθεί να ταξιδεύει από μέλλον σε μέλλον, απ'το
Φλένσμπουργκ στη Σαμοθράκη κι έπειτα στη Σητεία. Μαντεύω πως δε θα'πεφτε
στα γόνατα παρά μόνο για να δώσει αλλιώτικη μαρτυρία, πιο γερή. Μα πάλι
τι εξουσία να είχα πάνω στην προσευχή της; Ήμουν ως το λαιμό στα περασμένα.
Δε με είχε τόσο πολύ θελήσει, όσο θέλησα εγώ να την κυλήσω κάτω απ'τα σωθικά μου.
Όχι από φτώχεια, μα απ'τη συμπάθεια που κρατώ για τη βραχύβια αγωνία. 
-Σ'αγαπώ. Αυτή είσαι εσύ, τα μαργαριτάρια σου στ'αυτιά, μισόγυμνη στο
βραδύ, απόκοσμό σου σπίτι. Σε πιάνω απ'τα λαγόνια φτερά, κι από κάτω ψηλαφώ
πολύχρωμα κοράλλια στα νεφρά σου. Έξω γυρίζει τούμπα η παλίρροια, εδώ κανείς μας δε γερνά.
Αυτή είναι κι η αδικία.

/

das Meer hat Mutter umgebracht
schließlich dien ich's auch gut

eine Frage fragt er nur, beim Gebet
Seh ich die Watten wieder, Gott?

/

אוֹנָן

The sounds that lube your throat, love
S c h a n d e
S c h a d e n
v e r g i ß
v e r s c h w i n d e

the sounds that make me thirsty.

I lay clothed on the bed. Just slip out the offense. What are you going to do now, eh? What are you going to make of your parents' work? Where has the educated man been, where has he gone? I've been reduced to the sweat of my groins and this is all I know and all I tell. There are a million ways to come round, a million ways to fade too. I wear my hair as scarf to hide the bruise of pleasure. My hands are nude, they've touched you and never bore a trace of shame, they've been inside and out of your blood on purpose. 
Or should I say, how much redness there can be in a cunt? 

So thin, so easy, so cheap that it trickled all the way up to my elbow and stained my sleeve. I wouldn't give your sadness back for anything, but to discover a new way of leaving, a new way of abuse. This is what an educated motherless boy jerks off to, this is what I remember from you when I'm a hill of flesh and dust, pulsating like a glorious body of ridicule, and right when I'm about to cum, I think of death, I think of you, I think of life in foreign lands and nothing comes out, and back to the start: your blood, mine, my pain over yours. My grip can hardly clasp, my grip is more of a stroke, a revolting caress, a sin, a loss, a waste. 

Your eyes are beautiful, I'd spit twice in each.

I touch myself so rough to hurt to punish to make amends
I touch myself because I can, because your god is watching
I touch myself and say, with plattdeutschem accent
THE LAND IS SEPARATION
THE LAND IS SEPARATION

Κ Α Λ Υ Ψ Ω


/

Πώς απ'τον ύπνο να μ'άρπαξαν δυο άντρες και να μ'έριξαν στη θάλασσα ένα μήνα της χειμωνιάς
κι όταν άνοιξα τα πηγμένα βλέφαρα κι οι βολβοί βράχηκαν από ένα απέραντο δάκρυ

είδα να στέκομαι στη μέση του μαύρου δάσους, στον ώμο την καραμπίνα κι απέναντι ακριβώς
να με βλέπει ένα λευκό ελάφι, με μάτια σκούρα μαργαριτάρια
είδα να βουλιάζω χωρίς αναπνοή και πάνω να σηκώνεται ολόκληρος ασήκωτος ουρανός
εμπρός μου αιωρήθηκε ένα πλάσμα της Ατλαντίδας

η όρασή μου χάθηκε σε μια ζεστή διαστολή, το σώμα μου εξερράγη σε διάτομα βοημικού γυαλιού
το ζώο προχώρησε στην ομίχλη της ασφυξίας σα να κρυβόταν στο ιερό

/

παρτίδα της υπομονής αυτή η δουλειά μαζί σου
τώρα που παραδίνομαι στον πλουν, αφόρητα πιστός, αφόρητα ερωτευμένος
τώρα βρίσκεις να με χαράξεις απ'το λαιμό ως κάτω με μία ντάμα κούπα
δώδεκα μικρές μικρές πληγές, από μία προσεχτική κάθε πρωί που φτάνω στο εχάντ

η δική σου μυστήρια προσευχή. Η νύχτα που δεν έρχεται ποτέ. Δεν έτυχα καλό χέρι.
Δεν έχω άλλα λεφτά να παίξω. Εσύ δεν ξέρω καν, αν βλέπεις ή αν κρατάς. Μες στο νερό
που μ'έχει πλημμυρίσει, χύνεται κι αραιώνεται αμέσως σα ξέθωρο μελάνι η ψυχή
όπου με τιμώρησες στρατηγικά με το χαρτί θρομβώνεται
η πίκρα των δυο λιμανιών που έχω υπηρετήσει. Και αλγώ

/

στα πόδια σου γλίστρησε για χαλί ο γλυκάνισος του Παγασητικού. Αν έριχνα ένα σάλτο
απ'τη σκάλα, θα κατρακυλούσα απ'τη χασούρα σκισμένος στην έξω μεριά, τα βράχια που θα μου'σπαγαν το κεφάλι θα'ταν ντυμένα με απόκοσμα μαντώδη που θα πετάγονταν στον αέρα σαν καρφιά οξειδίων του χαλκού, χωρίς κανέναν ήχο. Θέλω να δοκιμάσω. Αν είναι να βαφτιστεί επιστροφή η στηθάγχη του Πριντσμετάλ, ας βαφτιστείς κι εσύ εξερευνητής. Στο Σιλωάμ της Ατλαντίδας η λάσπη ξεπλένει τους κωφούς. Τα χείλη εκείνων των πλασμάτων παρέμεναν σφιχτά κλειστά και πίσω τους κόχλαζε η φωτιά κι η ασθενία: ό,τι πιο όμορφο είχε καθρεφτιστεί ποτέ στο σάρκινο καθρέφτη.

/

Μπρις που δε θα θυμηθώ ποτέ, μπρις που μου'κοψε τη βιασύνη.
Πόνος βραδύς κι επιθυμία.
Το φως μου όλο αστράφτει στο απόσταγμα του κόπου των μυών σου
η μέρα αρχίζει και τελειώνει στους τένοντες, στις περιτονίες
η μέρα που δεν έρχεται ποτέ.

/

Σ'ένα χρόνο τεντώνεις τ'ακροπόδαρα κι έχεις πατήσει όλες τις ακτές. Και σε τρομάζει
ένα φτερό θαλάσσης;
Απ'την ακρώρεια ως τη σταφυλή, απ'την κλιτύν στην πυραμίδα
σε σκέφτομαι, σε νοσταλγώ
δεν είναι παρά μια λειψή, λιανή αυτοματία
που όμως μ'έχει καταβάλει.

/

Δε με νοιάζει η Θεραπευτική
με νοιάζει να γίνω ο γιατρός σου
και τελικά, δε με νοιάζεις μήτε κι εσύ
μόνο ο ωκεανός σου.

/

Vultur volans

Στην αυλή είδα τον αδερφό σου 
ολόγιομο σα φρούτο εποχής
και να'χει φαβορίτες ως του κάτω γναθικού.

Θυμήθηκα τα χέρια της μάνας σου πρησμένα σα ζυμάρια
να βουλιάζουν στη λεκανίτσα, να παίζουν τα κολοκύθια σα να'τανε
τενόντια αντανακλαστικά. Τις τούφες που'βαζε χρυσές πίσω από κάτι
αυτιά που μοιάζανε με πρώιμα κογχύλια για ν'ακούει ο Wernicke
καλύτερα το φλοίσβο

το τιμόνι είχε κάψει απ'τον ήλιο
μα έξω φύσαγε μπουγάζι απ'τις λίμνες
ο δρόμος όλος άπλωνε φουρκέτα ισιάδι νεροφάγωμα γκρεμός
τι γλώσσα θα μιλάς, τι γλώσσα θα μιλώ, πώς θα'ναι
να σου πω, φεύγει κι έρχεται η πίστη μου κι εσύ:
-Ο Θεός είναι παλιός. Τώρα έχουμε κρασί

στην πρώτη δεξιά στην κυκλική, στη δεύτερη;
δε μπορώ να θυμηθώ, μα εδώ
ξεχνιέται κι η κλωτσιά των φρενικών
-Α - α. Α - α. Α - α. Πεθαίνω, γιατρέ.
-Δεν πεθαίνεις, σε σκοτώνει το Βέλος από πάνω.
-Την αλήθεια.
-Σε σκοτώνουμε ο επιμελητής κι εγώ. Και μοιάζεις να πεθαίνεις.
Στο πρακτικό θα γράψω πως σε δρέψαμε σαθρό.
Τελικά θα ζήσεις να λησμονήσεις. Δεν έχασε κανείς.
Πήρα στην τύχη τη σωστή.

Μια ακτή βρεμένη από νύχτα για νερό, αλάτι από αστέρια
τα χέρια μου πέφτουν μαζί μου μέσα
το κρύο τα κάνει να πονάνε, Αλτάιρ στο μέσο και στο κερκιδικό
παλάμες που είναι αμφιφανείς δεν είναι για να τις πάρεις σπίτι
με τέτοια κληρονομιά βιάστηκα να γνέψω της μάνας σου πως καταλαβαίνω.

Το βαρέλι σου ξεϊδρώνει στις ραφές του μέσα στην ήσυχη κουζίνα ένα χρόνο
και το κρασί ξυνίζει
επετειακό.


der Gehenkter

-Dein Ring tut mir weh.

Weder mit Fleiß je
nach der Südländer Geschmack
noch Zuneigung. Aus Zerstreutheit, aus Versehen
entsetzlicher Gewohnheit. Dank des Südwindes, der hier fast immer bläst
der Nieselregen geht parallel zum Boden nieder - nieder
ohne Wut, ohne Sehnsucht nachm Ort, laut und klar hör ich alles was du sagst
und kehr mit Fremden heim.


///

All dead white boys say God is good




Έσβησα τη μηχανή επειδή ήταν να περιμένω για πολύ. Κάποιος εμφανίστηκε στον καθρέφτη βιαστικός, κι έπειτα έχωσε τη μούρη του που μύριζε βούτυρο και μέλι και προβατόλαδο απ'το παράθυρο για να πει Κάνε το γύρο. Δεν είμαι βιαστικός σήμερα. Τότε είσαι κι εσύ σαν το νεκρό, και γέλασε κι έδειξε δόντια βρετανικά.

Μα πήγαινα δυο σπίτια ανατολικά. Δε με περίμενε κανείς.



There has fallen a splendid tear
from the passion-flower at the gate.
She is coming, my dove, my dear;
she is coming, my life, my fate.

Tennyson

Πίνακες Bühlmann

στους πίνακες αποσυμπίεσης κρύβεται ένας πεθαμένος στο πεντάλεπτο

-



ο κάθε παραθάνατος δίνει εκατό ζωές
να γιατί κάποιος να παρακαλάει για τη θολούρα

-



περνώ τις μέρες μου μετρώντας τις σταγόνες
επάνω στην πλάτη σου ξαπλώνουν όλοι οι ωκεανοί με όλο τους το βάρος
κι έτσι δε σε ξεχνώ, κι έτσι δε με ξεχνάς. Άλλο το δέσιμο που κάνουνε τα λόγια, κι άλλο το αληθινό, εκείνο με το αίμα.

-




there's sin on every corner
pray when the time is right

-



το σημείο που ο βαλές τσακίζει είναι εκεί που τελειώνει η υπομονή
θέλω και γυρίζω στη σκατένια πόλη, κι ας μένει η αλήθεια κάποιου άλλου στο νησί.
Όταν σε δω, θα σε χτυπήσω.

-



immer dein- 
SEUFZ

Mal de debarquement









schöne Lieder laufen schnell
Zungen schmecken sauer
was hast du mal getan, warum senkst du den Blick
was hast du falsch getan, was hast du mal getan

meine Ruhe und meine holde Dame, du
das Nordseewellenrauschen,
c'est pas mal, mal de debarquement
.

You look like your father. / Maybe we both must work on our happy faces then.

The evil it spread like a fever ahead
It was night when you died, my firefly
What could I have said to raise you from the dead?
Oh could I be the sky on the fourth of July?
“Well you do enough talk
My little hawk, why do you cry?
Tell me what did you learn from the Tillamook burn?
Or the Fourth of July?
We’re all gonna die.”
Sitting at the bed with the halo at your head
Was it all a disguise, like Junior High
Where everything was fiction, future, and prediction
Now where am I? My fading supply
“Did you get enough love, my little dove
Why do you cry?
And I’m sorry I left, but it was for the best
Though it never felt right
My little Versailles.”
The hospital asked should the body be cast
Before I say goodbye, my star in the sky
Such a funny thought to wrap you up in cloth
Do you find it all right, my dragonfly?
“Shall we look at the moon, my little loon
Why do you cry?
Make the most of your life, while it is rife
While it is light
Well you do enough talk
My little hawk, why do you cry?
Tell me what did you learn from the Tillamook burn?
Or the Fourth of July?
We’re all gonna die.”

Willst du Honig zum Milch heute, Okraschötchen
warum isst du den Stuten nicht
trivialities. I forget the date each year. I forgot it this year too. A day like the rest.
-You look like your father.
-You haven't seen the other half, have you now.

Yeah, a good album.

Μηρυκασμός

Στο θάλαμο απέναντι απ'τη στάση κάποιοι που τσουλήσαν απ'τη ΜΕΘ κοιμούνται προς το τέλος
έχω βγαλμένα τα σαμπώ με τον ξυλόπατο κι οι κάλτσες πατάνε πάνω στο πετσί
στα δεξιά μου η λίμα ακούγεται σα να πριονίζει κι οι τρίχες στέκουν κάγκελο
-Δε θα μείνει νύχι στην κλινική να βρίσκει την αρχή
-Είναι μανικιούρ γιατρέ

ένας αδέσποτος καφές πήζει πάνω στα παραπεμπτικά
έχω ισορροπήσει ακριβώς ανάμεσα στο να μπρουμυτίσω και να πέσω ανάσκελος
δίπλα στο τηλέφωνο είναι τα χαρτιά για κείνους που δε θα χωρέσουν στο πρωί
κι οι δικοί μου οι παλμοί λιγοστεύουν
και της νοσοκόμας δίπλα

μέσα σ'αυτό το ξόδεμα
θα μπορούσανε οι κάλτσες να πατάνε πάνω στα χαρτιά
κι ο καφές να πήζει κάτω απ'τη μπλούζα κι η λίμα να πριονίζει δόντια
και να πεθαίνουμε εμείς κι οι άλλοι να φυλλομετράνε
δεν έχει διαφορά

/

θα θυμηθώ ξανά τα λόγια των δεκαεφτά χρονών και θα ευχαριστηθώ πού ήτανε λεπτά
ειπωμένα με φωνή χλωμή ατέλειωτου χειμώνα
θα δω το ξυρισμένο κεφάλι του αδερφού μου κρεμασμένο ανάποδα εμπρός απ'το δικό μου
δεν είχα πιάσει τόσο νεογέννητα μαλλιά ξανά για χάδι κι αν ήξερα πόσο θα θύμωνε ο Θεός
α να μην τα'βλεπα ποτέ

μένουμε ζωντανοί για να σκεφτώ και να σκεφτεί τις Πολυνήσιες γυναίκες
να χώσουμε τα βρωμόχερα στα ολοκάθαρα κορμιά τους
δεν είναι παραστράτημα και δε θα σβηστεί ποτέ είναι επιβολή
δεν υπάρχει πιο λερή χαρά


Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου (συναδερφική αλληλεγγύη)

Ω, έχω βαριεστήσει μ'αυτή τη δουλειά. Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου, Spurstow. Έχει κυνήγι εκεί κοντά, θα τραβάς και καμιά ντουφεκιά.

R. Kipling

Sturmtieftag (ημέρα βαθιάς καταιγίδας)

für Herrn .,

Γύρω απ'το τραπέζι ήμασταν καθισμένοι οι πιο πρόσφατοι από εφτά, δέκα οικογένειες. Οι αγκώνες όλων βρίσκονταν εκεί που δεν έπρεπε κι όπου έπιανε τη ζέστη το τραπεζομάντηλο απλώνονταν γύρω χάρτες ταννινικοί. Τα φαγητά ήταν γυαλιστερά κι από ρητίνη, μα η συνάντηση δεν ήταν για να φάει κανείς έτσι κι αλλιώς. Η κουβέντα ήταν τα βογγητά των επιτόκων στ'αυτιά του μαιευτήρα, εκεί αλλά ισχνή. Η κουβέντα ήταν από εκείνες που δεν κατάλαβα ποτέ. Η προσοχή μου είχε όλη χαριστεί στους μήνες που είχα να σε δω, γιατί μήνες και όχι χρόνια λες; γιατί οι μήνες καίνε πιο καλά. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν εφτακόσια μέτρα, πέντε λεπτά για να'ρθω στον κατήφορο κι ένα τέταρτο ιδρώτα για να φύγω. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν όσο ν'αφήσω τις αρχές τις πατρικές για μια άλλη, κρυφή ιστορία, το μέτρημα το'παψα τότε, δεν ήταν πια γεγονότα γραμμικά, δεν ήταν εφτακόσια μέτρα, ήταν η μια φορά που έκανες εσύ τον επισκέπτη κι είχες μούσκεμα το μέτωπο κι ήταν σα να μην ήξερα τι ήταν κάματος, κι έπιανα το ζουμί ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείχτη: θαλασσόνερο.

Η γυναίκα σου στο τραπέζι ήταν κάποια που ποτέ δεν είχες, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, κάποια που τώρα ονειρευόμουν για δικιά σου. Το κρανίο της σκεπαζόταν από θαμπά παχειά μαλλιά από λευκό κριθάρι που ετοιμάζεται να σκύψει στον αγρό, και πάνω καλοκαίρι. Ήθελα να σε πιάσω, δεν ήταν πράγματα αυτά για το τραπέζι, δεν ήταν για να βλέπει η γυναίκα σου, διψούσα εκεί στον ουρανίσκο όπως μου συμβαίνει, διψούσα τόσο που μου έρχονταν λυγμοί πίσω απ'τα δόντια. Κι όταν έφτασα να μην αντέχω άλλο πια, η γυναίκα σου, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, σηκώθηκε και με πήρε απ'το χέρι, το τραπέζι παρέμεινε απαράλλαχτο, τα φαγητά γυαλιστερά κι από ρητίνη. Με οδήγησε προς τα δυτικά, γιατί είχα τον ήλιο τον απογευματινό στο πρόσωπο, γιατί στο σβέρκο της είχε ήδη σουρουπώσει, κι η πλάτη της και τα πόδια της που μ'έβαζαν να πειθαρχήσω- περπατήσαμε για ώρα σ'ένα μονοπάτι που χωρούσε μοναχά το ένα βήμα εμπρός από το άλλο. Γύρω φύτρωναν βάτα και χορτάρι ψηλό μέχρι τη μέση των μηρών, στο χώμα παραφύλαγαν πέτρες κοφτερές στραμμένες έτσι για το σκόνταμα, και στο ένα πλαϊνό βρισκόταν πάντα η πεσιά.

Οι πέτρες αύξαιναν και έγιναν σκόρπια σκαλιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε κι η βλάστηση αραίωνε κι αραίωνε ώσπου φτάσαμε να στεκόμαστε στην άκρη, πιο 'κει ήταν το λιμανάκι της Αγίας Παρασκευής, πιο 'κει ήταν το δέλτα του θανάτου, εμείς στεκόμασταν αλλού και τα βλέπαμε όλα. Η γυναίκα, η γυναίκα σου, ισορροπούσε σίγουρη σαν κατσίκι με τις πατούσες μισές έξω μισές στο γκρέμι της κοψιάς.
-Δεν είναι για να φοβάσαι, η θάλασσα θα είναι μαλακιά., κι η φωνή της ήταν ο φόβος μου κι η θάλασσα μαζί. Με τράβηξε λίγο, όπως τραβά κανείς το σκοινί για να πλησιάσει η βάρκα, έκανα μια δρασκελιά με τα γόνατα λυμένα κι είδα κάτω και πέρα την ακτή ξάστερη νύχτα του Γενάρη, άπνοια, τη δύση που γυρνούσε μέσα σε μια λεπτή λευκή αχλή, η παλλαισθησία του αργού ρυθμού που έχει κι είναι πάντα εν ζωή, που σκαρφάλωνε κι έφτανα να την ακούω για φωνή. Ανοιγόκλεισε τα αυγουλένια βλέφαρά της, άνθισε ένα χαμόγελο κάτω απ'τη μύτη της που έμοιαζε με γδούπο. Έκανα ένα ακόμα βήμα, μια ώση για το σάλτο, έπεφτα και το κεφάλι θα'βρισκε πρώτο,
έπεφτα όπως στο Λιμιώνα, έπεφτα όπως στην Παναγιά, ήταν όλες αναμνήσεις του Ιονίου, τώρα που το σκέφτομαι, όλες μου τις βουτιές τις έχω κάνει σ'εκείνες τις μεριές,
κι η θάλασσα ήταν όπως είχε πει
η θάλασσα ήταν 

απ'το παράθυρο έριξα μια ματιά κι είδα το τραπέζι, κι όλη τη συντροφιά, στην αυλή, στο κέντρο της ανοιχτωσιάς. Μες στο δωμάτιο που ανάβλυζε δροσιά υπήρχε στρωμένο ένα σατζάντα προσευχής, μες στο δωμάτιο ήσουνα κι εσύ. Ήταν η ώρα των κουνουπιών, το συζητούσαν κάτω, το συζητούσε κι η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, εσύ έκανες την κίνηση πως δε μας νοιάζει εμάς, με πήρες απ'το χέρι όπως είχε κάνει η γυναίκα σου, μα όχι για να με οδηγήσεις, με πήρες απ'το χέρι γιατί ήταν σα να στο ζητούσα, έσφιξα το στρογγυλό σου θέναρ, τα τρυφερά δάχτυλα που είχαν φουσκωτές φάλαγγες καλώς ξεχωρισμένες, να'ξερες πόσο είχα επιθυμήσει το ροδαλό δέρμα των Θεσσαλών, το αίμα που μαζεύτηκε κουβά κουβά απ'το Ληθαίο, το ήξερες, το ξέρεις. Δεν ήμουν παρά χέρια, δεν ήμουν παρά μια δουλειά από παλιά, δεν ήθελα να είμαι άλλο, τα θυμάμαι όλα κεντημένα με τη βελόνα των αγγείων, με κάθε ελάχιστη λεπτομέρεια, θυμάμαι κι όσα δεν ήταν, σε βλέπω όταν κοιμάμαι και σε θυμάμαι μόνο το πρωί, το ήξερες, το ξέρεις,
φιλώ τα μάγουλά σου, το βρέγμα, τη σφαγή,


,,,


In here you will find the answers you are looking for

I went to medical school because the doctor in Reguengos served the water crackers at mass and men took their hats off to him without his saying hello to anyone.

A. L. Antunes


There is hardly space for my hands on my desk. Sometimes I wonder how tall a tree is standing on the glass. The easels, one on each side supporting the glass, creak at the chilly wind, creak at the moving of my hands, creak at every sip coming from across the desk, they creak so often they don't, at all. A chapstick for the bastard aryan lips that disintegrate with a glimpse of the sun, with a glimpse of a bite, of a kiss, no, these I don't like, is balancing right by the outer edge of the glass, risking to fall in front of the window and melt in the summer, crystallize in winter. It tastes of woman, crushed pomegranate and olive oil, and blood at the banks of the mouth, it's only the lips, the mouth tastes jasmine tea that's gone bitter, and soft water, hard water, does it even matter, you'd know better anyway. On the other edge, there's her pocket mirror from back then, whose? they ask, äh, I give my favorite response, äh (egal, was soll's,...). On thoughtful days I'll flip it open and guide the sky inside. It's a pocket mirror with the stamp of a shoeshop, not a piece of art, it does the job though, the room fills with oceanic weather, Atlantic rain, Subsaharan heat, Red Sea drought, sky from every route she sailed, every route I thought she sailed. This makes up for the Nordsee routine, this makes up for nothing. The cup always stands on the brass coaster bearing the reminder, don't worry about perfection, yes, I'm not the competitive type, just the washed, washed out Gary Cooper type. Rulers and pencils seem to sprout from every niche. You shouldn't disrespect a book with ink, you shouldn't disrespect a book with crooked lines. The flashlight that has seen one too many throats hides in the box, no reason for the Old Spice sticker on the lid, maybe because there's the boat, maybe that's the reason for everything that is and isn't, a reason why every landlocked place treats its beasts like convicts. Swollen notepads, thin notepads, sheets in various hues of age, books I've read, books I've yet to read, yet to read again, they are piling around the illumination of the screen and it swallows them word by word and only a dozen words return from their adventure. The deck of nude cards has travelled a lot already, it's been laid on this and that airport, this and that car, this and that bed, even on the goddamn desk with no space on it, I always make space for a forty thieves.

Τάχα τεμπέ κι άστεγη νοσηλεία

Η διευθύντρια του δεύτερου ορόφου δεν ήξερε να πει φυματίωση από καρδιογενές άσθμα, κι άρχισε ν'ακούγεται εδώ κι εκεί πως είχα το χτικιό. Αν τύχαινε να βήξω περαστικός απ'το διάδρομο, γυρνούσε ολόκληρο το επιτελείο να δει ποιος είχε έρθει να τους σκοτώσει όλους. Ώσπου να μου γλιστρήσει η επιμελήτρια κλεφτά στην τσέπη της ρόμπας κάτι υπόλοιπα αντιφυματικών και μια φιλική γνωμάτευση για Rö., δεν είχα πια δουλειά στα μέρη εκείνα.

-

Με τις φτέρνες εμπρός η ακμή του σκαλοπατιού δεν κόβει κι η πλάτη μου βρίσκει την άμμο μαλακά. Έχω καιρό να δω από τ'ανάσκελα τη συννεφιά που τρέχει, κι ό,τι λιάζεται και σκιάζεται δεν είναι καλή παρηγοριά για κουρασμένα μάτια. Όταν πέφτω φαρδύς πλατύς στη γη, κάτι απ'το στέρνο μου κάνει να βγει κατά έξω, και για μια στιγμή τα πνευμόνια αδειάζουν και βαραίνουν. Η ακτή έχει τις ίδιες πατημασιές που είχε και προχτές κι εχτές. Αν κάποιος διασχίζει βιαστικός τον πεζόδρομο που σήμερα στεγνώνει, θα κάνει πως δε βλέπει και καλώς. Κλαίω δυο δάκρυα απαθής που χάνονται στη μια και στην άλλη φαβορίτα, κι έπειτα η αύρα με κρυώνει. Μια λεπτή ομίχλη σαν χνώτο του αλατιού σέρνεται πάνω στις αμμοκοιλάδες, ή είναι οι ώρες που εξαντλούνται. Ο φλοίσβος έρχεται φλεβοκομβικός, όπως κι εγώ τις μέρες της πειθαρχίας. Σα να μην έπεσα απ'το σκαλοπάτι του ξύλινου βάθρου, μα απ'τον πύργο της Βαβέλ: δε βρίσκω γλώσσα να σκεφτώ, παρά τα δέκα άσπρα του καιρού και τους σπάνιους γροιλανδικούς γλάρους.

-


Α, έτσι...

Ετοιμάζει μια διδακτορική διατριβή για το Wordsworth, αλλά απ'τα λίγα που μου είπε έχω την αίσθηση πως οι πιο χαρακτηριστικές αρετές της ποίησης του Wordsworth του διαφεύγουν. Θα ήταν καλύτερα να διαλέξει τον Tennyson. Αισθάνομαι πως το Duvieux τον χαρακτηρίζει κάτι -δεν ξέρω τι ακριβώς- το ανεπαρκές, το αφηρημένο, το ευκολόπιστο. Παίρνει πάντα τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως του παρουσιάζονται, ίσως γιατί εκείνος παρουσιάζεται πάντα όπως ακριβώς είναι.

G.

The advantage of isolated life

You give me the pleasure of your eyes, face, flesh, as we pass,
you take of my beard, breast, hands, in return,
I am not to speak to you, I am to think of you when I sit alone or
wake at night alone.
W.W.







---

My nights are quiet.

Multikulti (γειτονικό συνημίτονο)

Die E. liebt den Senegaler, ist ja klar. Deine Vergangenheit bleibt schweigsam, genau wie E. Ich sage auch nichts, aber du weißt. Was hab ich angetippt? Es war ein Spiel. Dauerte nur kurz. Nicht der Rede wert. So haben wir das Dreieck gut gelernt:  durch die Kulturen. Nun zeichnen wir's richtig.

Το σπίτι στη γωνία είναι να πουληθεί. Η γυναίκα που είναι τσουλοκώλι στο πλατύσκαλο πίσω απ'το πορτάκι της αυλής είναι η γυναίκα που θα φύγει για το μέλλον (δηλαδή το Ρουργκεμπίτ). Δίπλα της ξαπλώνει ένα μάλλινο πανί κι ένα μπουκάλι Γιέφα. Τα δέντρα της αυλής υπόσχονται πενήντα χρόνια σαπισμένα μήλα ακόμα. Είκοσι και μπορώ να μαρτυρήσω. Το χώμα είναι μελαχροινό σα λερωνιά στην άμμο. Δίνει η βροχή. Τα πράγματα ξεπλένονται προς άλμη. 

Τα παράθυρα είναι ανοιχτά κι η ζέστη σπρώχνεται έξω. Ένας γαλλονέγρος έσταξε απ'τη Σουηδία κι έφερε εξωτικά μαλλιά στα δυο παιδιά που βλέπω όταν φυσιούνται οι κεντητές κουρτίνες απ'το νοτιά να κυνηγιούνται στο αδειασμένο σπίτι. Η οικογένεια χτίστηκε στη σκανδιναβική αρχή αλλά η ιδέα είναι ίδια της Σενεγάλης.

Η γυναίκα που είναι τσουλοκώλι στο πλατύσκαλο είναι η Ε. κι έχει ωραία πόδια που σ'έχουνε πιο παλιά χορέψει. Το σπίτι της θα πουληθεί για ενάμισι εκατομμύριο. Το σβηστό αυτοκίνητο είναι σαν κουκούλι. Στη θέση του συνοδηγού ξαπλώνει ένα κασκώλ κι ένα μπουκάλι Γιέφα. Ζεσταίνω τα χέρια στο τιμόνι. Τι δουλειά είχες με την Ε.. Τι δουλειά είχα κι εγώ με-