© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Urd



Δακρύζω από τον αέρα. Πηγαίνω σκυφτός για να του πάω κόντρα. Ό,τι και να φορέσω το κρύο με ξεντύνει. Η δισδιάστατη γεωγραφία εξηγεί τα δυο μέτρα της ζωής. Η θάλασσα θα καταπιεί τα πάντα. Όλο της το νερό θα είναι στενοχώρια και όλο της το αλάτι, όλο της το αλάτι θα είναι το αίμα που με μύησε στο μικρό, στρογγυλωπό της σώμα.

Προχτές έκοψα την απτική επιφάνεια του δείκτη κόβοντας το ψωμί. Το επόμενο πρωί, πέρασα την πληγή πάνω από τις ρώγες της, κάτω από τα σκεπάσματα. Με αγκάλιασε από το λαιμό, τράβηξε το χέρι μου και το'βαλε στη θέση για να πιάσω αυτό που έμελλε να γεννήσει αργά και μαλακά, τη νέα ζέστη του μηνός.

Μου πήρε την ιδεολογία, μου πήρε τις αρχές. Δεν πονούσε όπως τις προηγούμενες φορές. Ήταν μια σιωπηλή εμμηναρχή, ένα γλίστρημα από τα εκεί στα εδώ.

Από γυναίκες σαν αυτή γεννιούνται μόνο απαντήσεις.

Πετέχειες χιονιού

῾Ηδὺ θέρους διψῶντι χιὼν ποτόν, ἡδὺ δὲ ναύταις ἐκ χειμῶνος ἰδεῖν εἰαρινὸν Στέφανον·
ἥδιον δ᾿, ὁπόταν κρύψιη μία τοὺς φιλέοντας χλαῖνα καὶ αἰνῆται Κύπρις ὑπ᾿ ἀμφοτέρων.


Το ψιλόχιονο πέφτει και λιώνει αμέσως πάνω στους λεπτούς της ώμους. Ξεπλένει σταλάζοντας το αίμα. Αυτή η χειμωνιάτικη σιωπή δεν αποκαλύπτει τις ώρες της ακατανόητης αγωνίας της που σχεδόν με παραλύουν. Της έχω κρατήσει τα χέρια στα σιωπηλά ώσπου οι συσπασμένοι μύες της να παραιτηθούν. Έχει σκουπίσει τις μύξες της στο στέρνο μου. Είναι μια ατίθαση μικρή και μου αρέσει ανυπόφορα.

-

Γιατί τόσο μίσος για το ασήμαντο κορμί; Γιατί τόσο μίσος για αυτή την ημιτέλεια;
Η φλόγα της ζωντάνιας μου είναι ο θυμός, η πρώτη ύλη όλων των λίγων συναισθημάτων σου, όπως μου είχε πει κάποτε μια διάττουσα γυναίκα. Μια θαμπή φωτογραφία 35χιλ. από το 1987 ενώ εκκολαπτόμουν μέσα στη θυμωμένη κοιλιά που μ'έφερε στον κόσμο ήταν το πρώτο μου πορτραίτο. Η γύρα του κόσμου μέσα από τις γέφυρες των κρουαζιέρων ήταν μια ζωή ατέρμονης οργής, θεέ μου πόσα κώμπλεξ έχω κι έγινα μεταναστευτικός όχι για να..., αλλά επειδή... Ο θυμός είναι κι αυτός κληρονομήσιμος: η μάνα μου πολύ πριν από εμένα έκαιγε τις φωτογραφίες μιας ξεχασμένης γκόμενας του πατέρα μου στην αυλή του σπιτιού που τότε νοίκιαζε στο Στάντε χορεύοντας σαν πνεύμα γύρω από τη φωτιά, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Η ζήλεια είναι μια άλλη αμαρτία, από την οποία με έσωσε ευτυχώς το πρώιμο τελετουργικό. Η ζήλεια της χωρούσε στη φωτιά, ενώ ο θυμός της ξεχείλισε στις δυο χαρακιές που αλφάδιασε με το αντικλείδι του σπιτιού στον πήχη του τότε εραστή της (τώρα εκείνος μετανιώνει που δεν έμεινε σημάδι). 

Τα γυαλιά μου κόστισαν μισό χιλιάρικο. Το θυμάμαι όταν προσπαθείς να με αγκαλιάσεις, αλλά πάντα το ξεχνώ όταν με τιμωρώ. Πέφτουν στο πάτωμα και αναπηδούν χλιαρά ή ξεκρεμιώνται από το ένα αυτί και μισοκάθονται στο μάγουλο που έχει παντζαριάσει. Το δεξιό αυτί, αυτό από το οποίο συνήθως ξεκρεμιώνται, αντιστοιχεί στο δεξιό το χέρι που είναι πιο δυνατό. Ακούω ένα βουητό και ζαλίζομαι και παραπατώ. Κάθομαι πάνω στη ράχη του καναπέ, κοιτιέμαι στον καθρέφτη και δε βλέπω καθαρά, αλλά γελώ με ό,τι μαντεύω και μου ρίχνω άλλη μια, ή δυο, ή τόσες μέχρι να κουραστώ ή να σκοτεινιάσουν όλα. Στο βάθος κάπου ανησυχώ νευρωτικά αν έσπασε ένα μικρό αγγείο στα κροταφικά εδάφη, γιατί σ'αυτήν την περίπτωση θα με χωρίσει η γλώσσα, και τι θα είμαι, αν είμαι στερεμένος από λόγια;

Είμαι ντυμένος με αυτή τη "συναινετική" βία. Γιατί το ίδιο σάλιο που καταπίνει κάποιος όλη μέρα, γίνεται βρωμιά όταν το φτύσει στο πρόσωπο ενός άλλου; Μετά απ'όλα και μέσα στη βραδινή μου ησυχία, όταν παίζει το βινύλιο του 1977 για τη ζούγκλα της Μαλαισίας και έχω ήδη πιει τη σόδα μου, ανακαλώ το πώς τραβιέσαι φοβισμένη όταν κινώ τα χέρια μου για να σε πιάσω, για να σε χαϊδέψω. Κάποτε, όχι μια φορά ή δυο, με τα ίδια χέρια, στο ίδιο κρεβάτι, σε έχω πονέσει έστω λίγο. Hei, ich hau dich mal nicht., σου λέω προς μαλακισμένη υπεράσπισή μου, και γελάς, γιατί γελάς; Du tust's einfach so, langsam, denn es gefällt dir so sehr, wenn ich Angst hab'. Το παράπονο στη φωνή σου... Μπορεί να έχω καιρό να σε χτυπήσω, αλλά δεν είναι πως δεν το επιθυμώ πολύ, δεν είναι πως δε βρίσκω άλλους δρόμους για τη "συναινετική" μας βία (αν και πάντα είναι υπέροχα να επιστρέφω στα παλιά). Η βία πίσω από τα καθαρά σιδερωμένα ρούχα και τη μάσκα του πολιτισμού, δηλαδή το ότι ακούω μόνο τρίτο πρόγραμμα και NDR Kultur και διαβάζω όλα εκείνα τα βιβλία που διαβάζουν μόνο οι πούστηδες και οι γκόμενες, μαγειρεύω, δεν έχω τρίχες στην κοιλιά, μιλάω λίγο, γράφω πήματα και γοητεύομαι από αμελητέες αηδίες, είναι το ίδιο γελοία με την "απρόσμενη" βία, δηλαδή τη βία που ζει τους δημοσιογράφους και τους ήρωες του κώλου, και το ίδιο τρομοκρατική: ένα ανάξιο ζώο που μ'ένα κρακ του λαιμού δε θα είναι ποτέ πια, να αποκτά τόση σημασία.

Η συμπάθειά μου για τη βία λερώνει τα πάντα σαν το μελάνι της σουπιάς, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο παρά απάτη. Το ίδιο μου το σώμα είναι απάτη. Όφειλε να ομολογεί ειλικρινά τα όσα κρύβει, δηλαδή τις ασύμφορες ιδεολογίες, τις διαστροφές, την εγωπάθεια, την πλαδαρή βαλβίδα και το νευροστόμαχο. Σπάνια μόνο καταρρέει λίγο και διακριτικά: όταν έπαιρνα τα αντιπηκτικά στο δεύτερο έτος, συνειδητοποίησα πως ο λαιμός και το ένα μου μάγουλο ήταν στικτά από μικροσκοπικές σκούρες φακίδες. Μα εγώ δεν είχα ποτέ φακίδες. Δεν ήξερα ακόμα πολλά από ιατρική, και ο Β. Ε., που τότε ήταν έκτο έτος και νεοναζί, και τώρα είναι νεοναζί και καρδιολόγος, μου είπε, Αυτά ρε συ είναι πετέχειες. Χτύπησες πουθενά; Για λίγους μήνες αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τις αγαπητές μου πρακτικές. Η εποχή εκείνη συνέπεσε με μια ατυχή συγκυρία (ξέρεις καλά ποιος είσαι και σε χαιρετώ) που με σύστησε στο νέο κόσμο της μεταβατικής βίας, μια αληθινή Αμερική. Οι σανίδες του διαμερίσματος της παλιάς πολυκατοικίας στο παράκεντρο της πόλης ήρθαν κοντά στο πρόσωπό μου. Ήμουν τόσο πολύ θυμωμένος που απομνημόνευσα με ακρίβεια τα νερά, τις πληγές και τους λεκέδες των σανιδιών που χωρούσαν στο οπτικό μου πεδίο. Πιαστήκαμε μουγκρίζοντας στα χέρια. Στο τέλος είχαμε και οι δυο τα ρούχα μας σκισμένα. Έφυγα τρεχάτος και ο άλλος βρόντηξε πίσω μου την πόρτα. Κατεβαίνοντας τη σκάλα τον άκουσα που φώναξε Καριόλη!. Αγόρασα μια μπύρα ΚΕΟ από το μαγαζάκι της γωνίας που τώρα έχει κλείσει και την ήπια μονορούφι. Το επόμενο απόγευμα ξαναβρεθήκαμε στο διαμέρισμα με καλύτερες διαθέσεις. Μ'αρέσει πολύ να υπονοώ... τι; Ό,τι υπονόησα κι εδώ. Αυτό το κείμενο είναι παραδοχή συστηματικού λάθους. Η μάνα μου ήταν έγκυος το καλοκαίρι του 1987 και τράβηξε αυτή τη θαμπή φωτογραφία με την Κάνον που έχω τώρα εγώ, χωρίς να έχω καταφέρει να βγάλω ούτε μια με την ίδια τρυφεράδα.

-

Η κακοκαιρία στο μικρό νησί μπορεί να σε στραγγαλίσει. Ο αέρας σκίζει το αλάτι απ'το νερό και το πετάει σαν άμμο πάνω στα θολωμένα τζάμια. Στη σκοτεινιά δεν ξεχωρίζει το χιόνι από τις στάλες του ιδρώτα. Τα λίγα δέντρα προσκυνάνε. Η λάμπα τρεμοπαίζει. Ο δρόμος είναι κολυμπήθρα. Το κατώι έχει κρυφτεί. Οι κουβάδες κάτω από τις γνώριμες τρύπες της σκεπής σιγοντάρουνε το χάος. Κι έπειτα βρισκόμαστε στο μάτι. Μια ανάπαυλα σιωπής, μια ιστορία αγάπης.



Delirium σκέτο

τρικυμία αδιαπέραστο σκοτάδι πυκνότατη βροχή
τραμπάλα σε μια σκάφη χωρίς κουπιά χωρίς φανάρι
ο Χριστός κατέβηκε και μου'δωσε φωτιά νερό κι ένα τραπέζι
-Γιατί με βοηθάς; Υπάρχουν πολλοί καλύτεροι από μένα.
-Το μόνο που έχει σημασία είναι να μετανιώνεις.
















?

Som regel

“'You have to let other people be right' was his answer to their insults. 'It consoles them for not being anything else'.” 


















Wêr wennest do dan?

ή Όταν το ομολογήσεις, παύει να είναι σύμπλεγμα

Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής περιμένοντας τη φουσκονεριά να πλύνει τα ζουμιά που καίνε τα πάντα εκτός απ'τα οστά, ποιο ταξίδι απέτυχε απ'όλα;

Το δεύτερο νησί: εκεί που η λάσπη κολλάει στις πατούσες και κάθε βήμα βεντουζώνεται στη γη, εκεί χώνοντας την παλάμη στο χυλό δεν ήξερα τι κρυβόταν από κάτω, ένα σκουλήκι, ένα φαγωμένο χτένι, μια δράκαινα, ή απλά μια σούπα σαπισμένα φύκια. Το νερό με περίκλειε σφιχτά και σκοτείνιαζε αμέσως. Η θολούρα γύρω ήταν μια πρόσοψη θανάτων. Τα ψάρια που ενδιαφέρονται μυρίζουν αν ματώνεις από δεκατέσσερα μίλια μακρυά, τα ψάρια που ενδιαφέρονται βρίσκουν γρήγορα τα κουφάρια. Από το ύψωμα η θάλασσα φαινόταν εξωτική σαν καλλαΐτης. Από κοντά ήταν όπως οι αιθέριες γυναίκες, πυκνή, αδιαπέραστη. Το σύγκρυο που μ'έπιανε μόλις μου'γλειφε το λαιμό μου έλεγε χωρίς να μου μιλήσει πως είμαι ξεχασμένος. Η ομίχλη έκοβε τον κόσμο καθαρά, και δεν υπήρχε άλλο νησί, άλλη στεριά, παρά εκείνη η σταγόνα στενοχώριας. Και δεν υπάρχει άλλο νησί, άλλη στεριά... Το χνούδι των καρπών μου και των εγγύς φαλάγγων έλαμπε όταν στεκόμουν στον ήλιο, σχεδόν σα να κόστιζε κάτι, όμως πιο ακριβό ήταν το αλάτι απ'όλα. Το μάζευα στην πετσέτα, μου το νόθευε το χώμα και λυπόμουν, και λυπόμουν.

Το πρώτο νησί: έχω άλλοτε γράψει άλλα γι'αυτό που δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να φτάσω, που σήμερα όταν θυμάμαι δυσπιστώ, πώς βρήκα τόσες και τέτοιες λέξεις; Πού; Ποιος ήμουν τότε κι έγραψα, και είπα, και σκέφτηκα αυτά; Στη μεγάλη παραλία με τη "ζαχαρένια άμμο" (εδώ παραθέτω τον ίδιο μου τον εαυτό) ξαπλώσαμε, ο φίλος μου κι εγώ, ανάσκελοι δίπλα δίπλα, όπως κάναμε συχνά. Δεν ήταν όμως μια μέρα θλίψης, δεν είχε συννεφιά, δεν έπεφτε ψιλοβρόχι, μα φυσούσε μια ήσυχη πνοή, κι έφεγγε ένα όμορφο καλοκαιρινό φως, και ακούγαμε την άμμο που κατρακυλούσε από τους αμμολόφους, και τις φτέρες της αρμύρας, και το κύμα εκείνο το βαθύ, το κύμα της ανοιχτής θαλάσσης. Τότε μου είπε κόπηκα στη γραμμική άλγεβρα (ik hab V-Algebra nicht bestanden), η πρώτη από πολλές φορές, και τα μαλλιά σου μοιάζουν με κριθάρι την ώρα της δύσης (dein Haar sieht wie Koarn bei Sinneundergong aus). Γέλασα κοροϊδευτικά κι έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, δε θα ζούσα στην παρένθεση μιας γλυκερής ταινίας. Πιο δίπλα ένα τεράστιο γλαρί έσκουζε kruwwk, kruwwk. Αν δεν κάνουν οι άνθρωποι το σπίτι, το κάνει η μαρτυρία. Η θάλασσα εκεί δεν ήταν χωρισμός. δεν ήταν τιμωρία.

Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ερωτευμένος με το νησί. Εικοσιοχτώ χρόνια!

Wêr wennest do dan?
Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής.


O, mam an aatj sat uun de blä dörnsk bi de letj trinj boosel
an iidj marig an braaset eerpler mä kniiwer, furken an skaaia...


Keineswegs


Manchmal vergesse ich wo ich hingehöre
unter einer Menge Sprachen Stummer, unter Brüdern Einzelkind
immer noch erinnert mich das Meer an dies:
nur dem Tod gehören wir

x



Η αθώα σταθερά

Το ανυπόφορο δάκρυμα των Ιονίων Νήσων και οι πέντε ξύπνιες νύχτες που πέρασα στα γόνατα στίβοντας τις πετσέτες μέσα στον κουβά μου έδωσαν να καταλάβω πως δεν είναι όλα τα νησιά νησιά, και όλα τα σπίτια σπίτια. Όσο οι φακοί απροθυμούν ολοένα να ενδώσουν, και επιτάσσουν να βγάλω τα γυαλιά για να ράψω ή να διαβάσω, οι αδυναμίες μου γίνονται ιδιοσυγκρασιακά μυστικά, και η απρόσφορη επιθυμία να φανώ σκληρός σαν εφηβικό καυλί σβήνει (dim.). Μετά τη δύση του ηλίου γίνομαι φωτοφοβικός. Τα φανάρια του αμαξιού φέγγουν ένα αχνό κίτρινο φως. Ο Μ. στο συνεργείο, που έχει μείνει χωρίς φρύδια από τη χημειοθεραπεία, πρότεινε να δώσω τα εκατόν πενήντα για να έχω μια μόνιμη μέρα εμπρός από το καπώ, και του είπα την αλήθεια, πως τα αποκαλυπτικά φώτα με κάνουν νευρικό. Δε λυπάμαι τα λεφτά. Προτιμώ να μαντεύω, παρά να αναγκάζομαι να δω.

Εξετάζω τις γωνίες του ξένου κρεβατιού, και έπειτα σαν υστερική κυρία ξαπλώνω τελείως ντυμένος και άκρη άκρη, γιατί το στρώμα είναι πηγάδι βουρκωμένο. Κάθε απόγευμα δίνω μια αστεία μάχη ενάντια στο ξερατό, και στις πιο πιεστικές ώσεις της ναυτίας, εστιάζω στα χέρια μου που έχουν μεταμορφωθεί σε χέρια κάποιου άλλου, και ό,τι έχουν παλαιότερα πράξει έχει σβηστεί από τη μνήμη τόσο τη δική μου, όσο και αυτωνών, το άδειασμα αυτό το συναντάς μαζί με τα άλλα βάτα και αγριόχορτα στη διαδρομή. Η Πολωνέζα από το ανθηρό μου παρελθόν μου στέλνει κάθε χρόνο κάτι νοσταλγικό για τα γενέθλια και κάθε φορά η γλύκα της με βρίσκει πιο μακρυά από εκείνη την τυφλή αφοσίωση στο χλωμό κορμί και τις χαρές που είχε να δώσει. Παντρεύτηκε το φυσιοθεραπευτή, της εύχομαι τα καλύτερα αλλά δε θα το πω ποτέ γιατί δε θέλω να απαντήσω σε ό,τι γράφει.

Ξόδεψα τη συντροφιά σου σκεπτόμενος τη στενοχώρια των μεγάλων αποστάσεων. Παραπατούσα μια στο νερό και μια στις πέτρες. Δίπλα ήταν μια συστάδα αχινοί. Ο πουνέντες σφύριζε ανάμεσα στο φάρο και στο βράχο, μια βδομάδα αποκλεισμένοι στον τόπο της εξορίας αγκαζέ με τα πνευμονικά οιδήματα και τη φυάλη του οξυγόνου, δε σε άγγιξα ούτε για να σε καλωσορίσω, ούτε δα. Σε μύριζα δίπλα μου και σχεδόν σε σιχαινόμουν. Είπες αυτολεξεί γίνεσαι βήμα βήμα λιγότερο ερωτικός. Κι ενώ ξεστόμιζες αυτή τη σαχλαμάρα, η όρασή μου εξαντλιόταν στα βρεφικά σου βλέφαρα, και όλο το υπόλοιπό μου σώμα είχε μείνει κάπου πίσω, είχε ξεχαστεί. Έχω μόλις περάσει το δεύτερό μου μπρις, οι θάνατοι ξεχώρισαν το αίμα μου από την πνοή όπως η μαγείρισσα στο φτηνοφαγάδικο ξεχώρισε το κρέας απ'το κόκκαλο την Κυριακή που είχατε νηστεία. Ξέσυρα σε κλίματα που με αρρωσταίνουν, είναι όλα στροφές του τιμονιού, έχω δική μου την ευθύνη, δεν είμαι στάλα ενοχικός, δεν είμαι και πολλά, αρχίζω και τελειώνω στη μια μου ιδιότητα, κι αν πέρασα χρόνια απαρνούμενός την, κακώς, γιατί της έχω ορκιστεί. Είμαι έτοιμος, σχεδόν αδημονών, για περισσότερους πάσχοντες, για περισσότερους νεκρούς, για νέες ευγνωμοσύνες που ξεχνιούνται στο λεπτό. Μια γκόμενα με έγλειψε νιώθοντας υπόχρεη που δεν είχα χύσει, τα σάλια της μου βρέξαν το βρακί, την έσπρωξα πέρα γελώντας από την αηδία. Αυτό με κάνει λιγότερο ερωτικό; Κάποτε θηλυκώνω το λαιμό μου τραβώντας μαλακία. Αυτό; Σε σκέφτομαι συχνά, γρήγορα σε ξεχνώ, στο τρίωρο αλλάζει ο καιρός. Δε με απασχολεί το μεγαλείο των παθών, με απασχολεί το βολόδερμα ανάμεσα στις συγκινήσεις. Αν γίνομαι... ας γίνομαι. Έχω κάπως βρεθεί με το προνόμιο. Εσύ είσαι που δεν αλλάζεις, δε γίνεσαι μα είσαι, είσαι η αθώα σταθερά.

Η χαρά της νιτρογλυκερίνης

ο σκώρος αφήνει ταλκ κεραμιδιού στο μέσο και το δείκτη
αίμα λαμπρό στάλες βροχής τα ματοβόλβια έξω απ'το κρανίο
η λάσπη της αργύλου γλείφει το κουφάρι της δεύτερής μου γάτας

ποντίκια σαύρες σούρτα φέρτα όλο αυτό το γελοίο ενδιαφέρον
δεν είπαμε στο γιατρό πως είχε πέσει κουφάλες δε σας έχει τιμωρία
δε σας έχει και ευτυχία παρά τα βρώμικα λεφτά

κάποιος γκάζωσε στα τριάντα μέτρα για αυτόν μόνο το λόγο
η θάλασσα τραβιέται συνωμοτικά τρεις μέρες τώρα
το μέτωπο του καιρού τρέχει προς την ανατολή και αύριο

θα ξημερώσει νύχτα, χαλάζι και αχλή
οι γονείς που μ'έβγαλαν από το τότε του θανάτου
πλήρωσαν για να τριγυρνώ τον κόσμο πότε λογικός και πότε ψεύτης

αυτή ήταν η τιμή του μπανάλ θαύματος της γέννας
το χέρι στο στέρνο η χλέπα αυτή του Πριντσμετάλ
αίμα θαμπό στάλες ξερές οι μύγες κόβουν κύκλους

η μοναξιά είναι στενή και πνιγηρή όπως και η κρεμάλα
αλλά το χύσιμό της είναι αλλιώς και αν η μόνη σου αναστολή
είναι η ατίμωση του τι θα πούνε οι λεχρίτες

όταν σε βρουν γυμνό μαλακισμένο κρεμαστό από το πομολάκι
ε γάμησέ τα μια γουλιά κονιάκ για κάθε όνομα σωστό
ξεπλένει τη ντροπή και δώσε να τους δω πίσω από το παραβάν

δε φτάνει μια διαστροφή δε φτάνουν δυο
δε φτάνει ο καιρός για να γυρίσω πίσω

συνάδερφε που θα μου φτιάξεις τη βαλβίδα στρίψε μου δυο γύρες και τ'αρχίδια
στο μεταξύ περνάμε χαλινάρι στην καρδιά
πέφτω ανάσκελος τρυπάει την πλάτη μου και βγαίνει στο κρεβάτι

Ε Π Ι Σ Κ Ε Π Τ Η Ρ Ι Ο Ν

Η ήπειρος που κείται ανάμεσά μας είναι η ετοιμοθάνατη χοντρή που ξεψυχάει στα χέρια μου κι εγώ δε βρίσκω φλέβα. Ο θεός με βλέπει και με γαργαλά με τον ιδρώτα ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Το σώμα της θα το φυλάξουμε εγώ και η σκόνη του σπιτιού μου σομερίμ ώσπου να έρθει ο γείτονάς μου ο παπάς και να τη στείλει να βρει το χώμα πάλι. Οι συγγενείς της είναι όλοι στις Αμερικές και θα έρθουνε μετά. Στο μεταξύ ένα εικοστετράωρο θα την έχω πεθαμένη να κοιτά την αφίσα με τα καράβια της ναυτικής εκπαίδευσης.

Στα οχτώ ολόκληρά της χρόνια της χηρείας, είχε προλάβει και είχε δοκιμάσει όλους τους παντρεμένους του νησιού. Είχε να δείχνει ένα μουστάκι τουρκικό και δυο μπράτσα ένα μπούτι έκαστο μοσχαρίσιο. Δεν πένθησε ποτέ αλλά τίμησε τον φυτεμένο ζηλευτά, ξέρει αυτή πώς και εσωτερικά. Έπλεκε ζακέτες για τον τεράστιο εαυτό της για να είναι μακρυές και μου είχε φέρει λουκουμάδες δυο φορές. Αυτή ήταν η ετοιμοθάνατη χοντρή, νυν νεκρή. Η χηρεία της ξεκίνησε εκείνον το Σεπτέμβρη που έτυχε κι έπαιξες το κακό χαρτί και έχασες τέσσερα χιλιάρικα κορώνες και την αξιοπρέπειά σου, στα οχτώ ολόκληρά της χρόνια χηρεμένη, εμείς προχωρήσαμε αργά προς τα ενδότερα του κώλου. Όσα συνέβαιναν εκεί, στο νησί, στο Φλένσμπουργκ, στο Όσλο, στη Σαλονίκη, κι όσα συνέβαιναν εδώ, στην Κέρκυρα, στη βραχονησίδα, στο κατωχώρι, στο "ντράφο" από πίσω, στο σπίτι της με τις πέτρες, ήταν από το '87 γραμμένο να ανακατευτούν και να μη βρίσκουμε άκρη.

Οι φασιανοί έχουν φωλιάσει πίσω από το γιατρείο. Τουφέκισέ τους να φάμε δείπνο μυστικό! Τουφέκισέ τους αλλιώς θα τους τουφεκίσω εγώ! μου λέει ο αλογατζής στο καφενείο. Το πρωί οι κοτοπουλίσιοι γείτονές μου κρώζουν και κορδώνονται με το γυαλιστερό τους φτέρωμα και μου ρίχνουν βλέμματα τόσο αθώα και περίεργα πίσω από τη τζαμαρία που θέλω να τους πάρω έναν σε κάθε μασχάλη και να φύγω τρέχοντας για την Ιταλία και από εκεί το τραίνο και γραμμή για το διαμέρισμα στο Χάμπουργκ - Φέντελ όπου θα είμαστε εγώ και οι φασιανοί μου. Πριν συμβούν όμως αυτά, πρέπει να μεσολαβήσουν άλλα, απρόσμενα, και κάποια σχεδιασμένα μα κρυφά. Πρέπει να αφήσεις το αρκουδάκι σου στην ακριβή σπηλιά που έχετε υποθήκη και να μου φέρεις τα καπνά και να σε κεράσω μπράντυ Πιλάβα με καφέ και άλλα τέτοια φιλικά και αντρικά αρκεί να το θέλει και ο καιρός αρκεί να το θέλει και ο θεός
γαμώ, γαμώ, γαμώ...



Χρόνια νοσήματα

one day you'll be a boy too old to have a dad
fear prepares you every day for that

x

zwischen Wind und Wasser liegt ein Dingi ja liegt nur da mal bewegungslos
du, hilflos, fisperst irgendwas aber es verschwindet den Wellen zwischen
verloren schon?

x

το γήρας σε βρίσκει μέσα από τους θανάτους των άλλων
μείνε μόνος μη δίνεις στόχο


Περί εντοπιότητος

ΕΧΤΕΣ τις ώρες τις νυχτερινές έμεινα ξυπνός κοιτώντας σε στα μάτια. Ήσουν καθισμένος μόνος σε έναν από τους πάγκους της εκκλησίας από όπου ξεκίνησε ο λαισταδιανισμός. Κάτω από τη στεγανή σκεπή, στη ζέστη που μύριζε από το μοναδικό κερί, ήμασταν ομόθρησκοι και ομοεθνείς. Η ιστορία μας περίμενε έξω, με τα μνημεία της, τους νεκρούς, τους επιζώντες, μάλιστα, έφτανε ως εκεί, στου διαόλου τον κώλο, δεν τολμούσε όμως να πλησιάσει παραπάνω εκείνους που αμαρτάνουν στον κόρφο του προτεσταντισμού, θέλει να είσαι ξεχασμένος για να οργίσεις έτσι αυτόν τον ολιγαρκή θεό.

Η γυναίκα μου είπε πίνοντας το κονιάκ πως η ιστορία έχει τελειώσει. Έψαξα τον αναπτήρα στην τσέπη του πουκαμίσου. Αν η ιστορία έχει τελειώσει, εγώ τι θα έχω για να περηφανεύομαι; Μια σύντομη ευημερία; Αυτό;

Δεν είμαστε ό,τι έχει προηγηθεί, δε μας ορίζουν οι διαδοχικές οργανωμένες συνευρέσεις που έτυχε να καρποφορήσουν. Έτσι ήθελα να πιστεύω, αλλά το βούτυρο στα χείλη σου είναι το Βόρειο Σέλας, και στα δικά μου απόδειξη ενοχής, οι λάσπες στα πόδια της πικρής κυρίας είναι ταυτόσημες με τα λεπτά μαλλιά της, και τις νύχτες το πρόσωπό της μοιάζει με πανσέληνο υπερκορτιζολική πάνω από το νησί, εγώ είμαι περαστικός της. Οι γονείς της είναι γηγενείς, το αίμα τους απρόσμεικτο, βρασμένο είναι ίδιο με το συρόπι από τα μούρα των θάμνων της πίσω αυλής του πατρικού σπιτιού της. Πάνω από το τζάκι τους έχουν το πορτραίτο δυο γέρων από δυο αιώνες πριν, και ξέρουν πως μουνί μουνί τους έχουν φέρει από εκεί σ'αυτό το μέρος, σ'αυτό το παρόν. Όλα τα χρόνια ζήλευα τις οικογένειες της κλειστής επιμειξίας. Τώρα έμαθα πως είναι προτιμότερο να είσαι μπάσταρδο σκυλί παρά καθαρόαιμος κρετίνος. Δεν υπάρχει τίποτε ανάξιο στον παππού που γλίτωσε κρεμασμένος κάτω από το βαγόνι χίλια χιλιόμετρα δρόμο μόνο και μόνο για να πεθάνει καθιστός υπνωτισμένος από τη φωτιά που έκαιγε μέσα στη σόμπα όταν τα πράγματα είχαν στρώσει. Δεν υπάρχει τίποτε ανάξιο στον πατέρα που πεθαίνει κάθε μέρα από λίγο καθιστός σύμφωνα με τη σύντομη ιστορία μας. Δεν είναι μεμπτό που γράφουμε παράδοση που ξεχνιέται κάθε δυο γενιές, γιατί έτσι τα λάθη τα οικογενειακά είναι εφήμερα και προσωρινά όπως και εμείς.

Η γυναίκα υπήρξε κάποτε δική μου, μα τώρα τα οξυγονωμένα νύχια και ο τρυφερός λαιμός της δε με αφορούν. Η ιστορία μπορεί να έχει τελειώσει αλλά θα επιμείνω. Ο αναπτήρας άφαντος, καλύτερα, να γυρίσω και στα σπίρτα.

Στην είσοδο του γιατρείου κρέμασα μια άδεια μεζουζά, δεν την παίρνει είδηση κανείς αλλά και που τη φιλώ δε με παρηγορεί. Θα ήθελα να ντυθώ χασιδιστής και να εξαφανιστώ πίσω από επτά άψυχα παιδιά στο Ισραήλ και να δω τη Μέση Ανατολή καμένη γη τόπο νεκρών. Αλλά αυτό θα ήταν αυταπάτη, το ανήκειν δεν επιτρέπεται στους γύφτους. Ντύνομαι άγαμος κόρη της αρετής χωρίς άποψη και πίστη, και εξαφανίζομαι ανάμεσα σε Ελληνοϊταλούς και Ιλλυρίους, μέσα στο πηχτό σκοτάδι της ελλειπώς ηλεκτροδοτούμενης περιοχής.

φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ

(το πλατώ)

Sprich nicht!
Du redest in den Wind...

Είδα τον ήλιο που το έσκαγε για την Ιταλία. Και τώρα ξεκινάει το δύσκολο τρίτο της ζωής.

Ένα κιβώτιο βιβλία στέκεται δίπλα στο κρεβάτι για παρηγοριά. Από την κρεμάστρα στο απέναντι ντουβάρι, εκείνο που έχει και την αφίσα από τους αγώνες ιστιοπλοΐας, κρέμεται η σάκα μου και ένα φουστάνι της μικρής. Ντυμένος στα μαύρα από το σώβρακο ως τις κάλτσες, είμαι εγώ όπως με ξέρεις, μισοκαθιστός, ακουμπισμένος σε δυο μαξιλάρια, χωρίς καμιά βιασύνη. Στο στρώμα κάπου χωνιασμένα βρίσκονται τα γυαλιά μου, τα γκρίζα, όχι τα χρυσά, τα σπίρτα, ο Βίκτωρας Ουγκώ και τα ρυθμονόρμ. Αυτή η κομπανία δεν κάνει φασαρία. Το μόνο που ακούγεται είναι τα άρουρα που μπαινοβγαίνουν στις φωλιές τους, κάτω ακριβώς από τα παράθυρα. Σε λίγο, μόλις καλοσκοτεινιάσει, θα ανάψω το κερί.

Ένας άντρας που παραλίγο να πεθάνει στα χέρια μου ήρθε εχτές και μου έρραψε τον αγκώνα στη μασχάλη με ράμμα συρματόρραμμα. Με χαιρέτησε και έφυγε από τη σκηνή. Έμεινα ξαπλωμένος στο εξεταστήριο. Πού στην ευχή έμαθε να ράβει;

Κάνω γιατρείο με τα ίδια ρούχα που κοιμάμαι και το βράδυ. Δε φοράω ρόμπα, δε φοράω μάσκα, τις μισές φορές υποδέχομαι τους ασθενείς με κάλτσες και φλιφλόπια, αλλά για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου, είμαι ευλαβικός με τα γάντια από το Λιντλ. Τα αποστειρωμένα είναι μόνο για τα Σάββατα. Η μελλόνυμφη που της λείπει το κωλάντερο και έχει κιρσούς από τους αστραγάλους ως τα μουνόφυλλα παραπονέθηκε. Η προηγούμενη γιατρός ήταν καθωσπρέπει. Ο τωρινός; Έτσι έκανε όταν ήταν στη Γερμανία; Εκεί η πίπα έσταζε κοστούμι και γραβάτα και ο φλόμος έδινε κι έπαιρνε στα ευγενικά. Κι εκεί κι εδώ το στόμα μόνιμα κλειστό, τα λεφτά είναι έτσι κι αλλιώς λειψά.

Την ερχόμενη βδομάδα θα ορκιστώ στα ισπανικά. Δε θα ψευδορκήσω. Θα γίνω σένιος και θα φωτογραφηθώ με τον καινούριο μου σκοπό από στομάχι κατσικίσιο. Δε θα είσαι εκεί για να με δεις. Θα προσπαθήσω να σε θυμηθώ.

Στην κίτρινη σακκούλα από τα αφορολόγητα του Ντύσσελντορφ κρύβονται εικοστρείς καπότες που δε θα χρειαστώ, το Βε-Ντε-Φίρτσικ, ένα μπουκάλι υγρό για αναπτήρες, τα ζάναξ και σαπούνια υποαλλεργικά μέσα στα κουτιά τους. Σκέφτομαι κάθε μέρα πότε θα μ'επισκεφτείς. Σχεδιάζω από τώρα πώς θα σε... και πώς μετά θα σου ζητήσω ήσυχα μια φορά αυτό που είναι να σου ζητήσω, και θα με χτυπήσεις χωρίς αναστολή μέχρι να αρχίσω το παρακαλητό, και την επομένη τούμπα. Έχεις μετρήσει πόσα λέγονται και πόσα εννοούνται, το ξέρω που κρατάς λογαριασμό. Είμαστε τόσο ειλικρινείς για όλα εκτός απ'το γιατί.

-

Είναι ένα ξέφωτο στην ανατολική πλαγιά, χωμένο στα πεύκα και τις οξιές, στο οποίο φτάνεις με γλίστρημα και κωλοτσούλημα σε ένα μονοπάτι μονίμως γλιτσερό που έχει το πλάτος μιας πατούσας. Στο ξέφωτο αυτό υπάρχει μια οικογένεια αιωνόβιες ελιές που μοιάζουν με σεκόγιες. Εκεί, ανάμεσα σ'εκείνες τις ελιές, βγαίνουν βόλτα οι μπεκάτσες. Δεν πάω εκεί τα απόβραδα για να τις τουφεκίσω. Πάω για να κρυφτώ.

-

Τα πόδια του κρεβατιού, του γραφείου, της καρέκλας είναι φουσκωμένα. Η μεταλλική ντουλάπα που προοριζόταν για τα μητρώα έχει αναρριχόμενη σκουριά. Οι κάλτσες και οι πετσέτες στα κάτω ράφια μυρίζουν ρουφιάνα γη. Το κιβώτιο με τα βιβλία λερώνει το σεντόνι στο κρεβάτι. Το πάτωμα είναι όπως η ακτή μας το πρώτο δίωρο της άμπωτης. Χωματοσκούληκα, ισόποδα, ακρίδες και κουνούπια πλέουν και βυθίζονται πνιγμένα στο ανάλατο νερό, ανάμεσα σε λάσπη λευκή, χαλίκια και ξηλωμένα χόρτα. Στο κέντρο της γελοίας μικρής καταστροφής είμαι εγώ όπως δε με έχεις ξαναδεί, άπλυτος, γυμνός, σκεπασμένος μέχρι τη μέση με το πράσινο κουβερτάκι, καθιστός, τελείως νικημένος, με τα τραπουλόχαρτα να βόσκουν ανάμεσα και πάνω στις ζάρες. Δε σου είπα βέβαια κουβέντα για το θέμα, η ήττα είναι πάντα μυστική.

(Δεν ήταν η βροχή, ούτε η απομόνωση, ούτε η αργομισθία, ούτε η κρίση της στηθάγχης Πριντσμετάλ, ούτε τα νιτρώδη που δανείστηκα από το φαρμακείο του μαγαζιού μου, ούτε το όταν έρθω θα σε βοηθήσω. Δε νικιέμαι από τέτοιες μαλακίες. Αυτό που με έκανε κομμάτια ήταν που δεν έβγαινε η πασιέντζα.)

מכות מצרים

το νερό εξοιδαίνεται ζεστό
από τα αγγεία στην κοιλιά των πνευμονιών

παλιόχαρτα πέφτουν δίπλα στο υγρό κρεβάτι
δίπλα σ'εκείνον που κάνει πως κοιμάται
οι μύγες πηγαίνουν πρώτα για τα μάτια των νεκρών

η απελπισία κρύβεται πίσω από το παραβάν
τι χείλη αγοριών, τι χείλη κοριτσιών

όλα περιφρουρούν τα ίδια άδεια λόγια
-

9/2012
ο καρδιογράφος μαρτυρά τα μυστικά μου
ξαπλώνω στο τραπέζι με τις απαγωγές βεντουζωμένες
δεν έχω ξανανιώσει τόσο αβοήθητος και τόσο ευτυχισμένος
-

9/2016
το ρολόι του πάνω στον κλιβανάκο μετράει το χρόνο που μας μένει
και πάνω του μετρώ πόσες αναπνοές απ'τον κουβά χάνει στο λεπτό

οι μέρες στενεύουν σαν κορσές
κράτα το κεφάλι σου ψηλά
κάνε υπομονή
καλωσήρθες στον πραγματικό κόσμο
είναι αργά για να μετανοήσεις τώρα
τι σόι νησιώτης είσαι που δεν αντέχεις έτσι

κάτω απ'τη γλώσσα λιώνει ένα πενσορντίλ
πάνω απ'τη γλώσσα διέρχεται η μπύρα
ένα σκουπίδι για γιατρός σε ένα σκουπίδι τόπο
αλλά ο Θεός θα ΔΩΣΕΙ
ό,τι είναι να δώσει


Basslauf goes long (δείγμα)


Οι εικοστέσσερεις της παραμονής ήταν μέρα ηλιόλουστη και κρύα. Μια μέρα αρκετά καλή. Ολόκληρη η περιοχή ήσυχη σα νεκροταφείο. Στάθηκα εμπρός στην πόρτα της αποθήκης. Την κλώτσησα δυο φορές. Άνοιξε ένας άντρας υποψιασμένος. Είχε πέσει το σύρμα πως κάποιος θα’ρχόταν να τον βρει. Το είδα στο διαλεγμένο άδειασμα της αποθήκης. Τίποτε δικό του δεν έστεκε στα ράφια, τίποτε στο τραπέζι. Το κρεβάτι δεν είχε στρώμα. Πόδια και τάβλες μόνο κι ένα γυμνό μαξιλάρι πάνω. Το πρόσωπο του άντρα ούτε που σφίχτηκε μόλις με είδε. Ήταν έτοιμος και δασκαλεμένος.
Προτού προλάβω να κόψω μέσα μέσα, έβαλε το χέρι πάνω στον αγκώνα μου και τον λύγισε απ’τα έξω. Είχε στραβώσει η δουλειά. Α, το κατάλαβα αμέσως. Μα δε μπορούσα να το βάλω και στα πόδια, να σωθώ και να σωθεί κι αυτός. Έκανε να μου ξηλώσει το μαχαίρι από τη χούφτα αλλά ήταν σα να προσπαθούσε να μου ξηλώσει το άντερο. Πρώτα θ’άφηνα την ψυχή μου κι έπειτα το μαχαίρι. Έτσι με άρχισε στο ξύλο, όσο προλάβαινε έτσι που κυνηγιόμασταν σκυφτοί. Στο πρόσωπο, στο στομάχι, στ’αχαμνά, στο σβέρκο, στα βυζιά. Του κατάφερνα από καμιά με το ελεύθερο χέρι. Το άλλο του μαχαιριού το φύλαγα γιατί το είχε στο μάτι. Το’πιασε να το στρίψει να το σπάσει. Τον κλώτσησα στο γόνατο. Πήρε φόρα. Ο κρότος στο κεφάλι μου έφερε κουφαμάρα. Νύχιασε τα σκυλομάγουλά μου. Με πήρε απ’το λαιμό. Με πήγε στο ξυλοντούβαρο. Μου έτριψε τη μούρη στις ακίδες. Δεύτερη μες στο μάτι. Η γροθιά εκείνη ήταν αρβυλιά, εκατό πονοκέφαλοι μαζί. Πέσαμε στη γη. Νόμισε πως η λαβή μου θα ενδώσει. Γυρίσαμε τρεις τούμπες. Απλώθηκε να πάρει μια τάβλα απ’το κρεβάτι. Αν την έφτανε θα είχε φύγει σώος. Δεν την έφτασε. Τον γύρισα άλλη μια. Σήκωσε το χέρι με τα δάχτυλα καρφιά. Σκόπευε να τα μπήξει στις κόγχες των ματιών μου. Τότε είδα τη λάμα που λύγισε μια στιγμή πριν βγει από την άλλη μεριά της παλάμης του. Τράβηξα το μαχαίρι πίσω. Δεν είχε φτάσει η ώρα μου ακόμα. Η δική του όμως είχε ‘ρθεί.
Του έσκισα το λαιμό πέντε γύρες δώθε πέρα για να σιγουρευτώ. Η μύτη και το στόμα μου έσταζαν αίμα πάνω στο αίμα του. Ήταν αξεχώριστα στο μάτι, εκείνου όμως ήταν αίμα του πεθαμένου κι εμένα του ζωντανού. Με το ζόρι έβαλα κόντρα στα δάχτυλα να σηκωθώ. Κοίταξα τριγύρω για θεατές. Άλλος στην αποθήκη δεν υπήρχε. Πέταξα το μαχαίρι. Βγήκα ξανά έξω στο φως.
Μόλις έστριψα να πάρω το χωματόδρομο προς τη Ζυρόνα, είδα και το φυγά. Απομακρυνόταν τρεχάτος, ένα σκίτσο από κάρβουνο κόντρα στη λιακάδα. Εμένα το χαρτί μου είχε ένα όνομα. Εδώ τα νέα είχαν φτάσει ζεστά και περίμεναν απ’οίκω δυο.
Οι σόλες του τρίβονταν στο χιόνι και το χώμα.
Κρρρκ. Κρρκ. Κρρρκ. Κρρκ. 
Κρρρκ κρρκ κρρρκ κρρκ.
Παρέλαση βιασύνης.
Απομακρυνόταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κράδαινε ένα τουφέκι. Δεν κοιτούσε πίσω. Ήξερε τι θα έβρισκε να δει. Βλαστήμησα όλους τους Αποστόλους του Χριστού. Ξαναμπήκα στην αποθήκη. Έψαξα τα ρούχα του νεκρού. Μισό ψωμί στη μια τσέπη. Ένα φλασκί στην άλλη αδειανό. Πιστόλι δεν είχε. Στάθηκα και παρατήρησα το εσωτερικό της αποθήκης: ξυλοκιβώτια, καπάκια σε στοίβα χωριστή, σακιά με αλεύρι, σακιά με φασόλια, ένας κουβάς, χαλί από παλιό άχυρο και στεγνωμένη λάσπη, λίγη αλογοκοπριά. Δυο άντρες, μια καραμπίνα. Αυτός ήταν ο όρος του παιχνιδιού; Δεν είχα περιθώριο για άλλο χασομέρι. Μάζεψα το μαχαίρι από κάτω. Έτρεξα προς τους λόφους με όλη μου τη δύναμη.
Ο άλλος δεν είχε πάει μακριά. Είχε διαλέξει να τρέχει μέσα στα χωράφια, εκεί που ήταν απάτητο το χιόνι, για να με δυσκολέψει. Τα βήματα βαθούλωναν και γλιστροκοπούσαν. Έβγαζα χνώτα σαν αλόγου σκαρφαλώνοντας την ανεβασιά. Το αίμα μου έσταζε δραματικό έτσι που ζοριζόμουν. Ζεστό όπως ήταν, το χιόνι κάτω από τις σταξιές γινότανε νερό.
Ο άντρας έτρεχε κι αυτός όπως μπορούσε. Ήταν τροφαντεμένος. Ποιος ξέρει πόσο πιο νωρίς είχε πάρει να τρέχει και δεν τον είχα δει. Η καραμπίνα κουνιόταν σα ραβδί δεξιά κι αριστερά. Είχα λαχανιάσει τόσο να τον προλάβω που με άκουσε. Γύρισε να με δει. Μας χώριζαν πενήντα μέτρα. Πενήντα μέτρα το πολύ. Επιτάχυνε βογγώντας. Το σώβρακό του ξεκουμπώθηκε. Ξεκρεμάστηκε. Πια κυνηγούσα δυο κωλομέρια μέσα στην παγωνιά.
Σε λίγο θα περνούσαμε τον κίτρινο φράχτη. Μισό χιλιόμετρο από εκεί βρίσκονταν τα πρώτα σπίτια. Έπρεπε να λύσω το πρόβλημα μέσα σε λίγες δρασκελιές, αλλιώς θα φανερωνόμασταν στους κατοίκους των σπιτιών, κι εκείνος θα ήταν ένας ολοκαίνουριος μπελάς που χρειαζόταν άλλου είδους μέτρα.
Έβγαλα μια φωνή. Τα μπούτια μου είχαν πάρει φωτιά. Κόντευαν να μαγκώσουν. Έβγαλα μια φωνή για να μπορέσω να τα αγνοήσω. Ο άντρας σταμάτησε και με σημάδεψε. Έδωσα ένα σάλτο. Έπεσα πάνω του. Τη στιγμή εκείνη το τουφέκι εκπυρσοκροτούσε διαγράφοντας μια καμπύλη πορεία προς τον ουρανό. Έκανε να στρέψει την κάννη στη μεριά μου ουρλιάζοντας αλλά την είχα κάτω απ’την κνήμη μου και το σίδερο με έκοβε καθώς έβαζε κόντρα. Κάρφωσα το μαχαίρι μια φορά στη λακκούβα του λαιμού να μη φωνάζει. Μετά άλλες δυο φορές στις καρωτίδες. Το αίμα του σαν συντριβάνι της στιγμής πήγε προς το δρόμο που είχαν χαράξει τα σκάγια από πριν κι επέστρεψε βροχή του μελανιού πάνω μας και στο χιόνι.
Κοιτούσα παρανοϊκά τους λόφους του λευκού και του πρασίνου. Δεν υπήρχε κανείς. Τις αποθήκες τις είχαμε αφήσει πίσω. Δυο σπουργίτια σε χαμηλή πτήση έξυσαν το περίγραμμα του αγρού. Τινάχτηκα σαν κουνέλι.

Έπρεπε να εξαφανιστώ το γρηγορότερο.

Ψιλολόγια

Μας πήρε το ΚΤΕΛ της Παλιοκαστρίτσας. Στεκόμασταν μια ώρα σχεδόν δίπλα στο σπίτι του πατέρα που έχει μια εγγονιά που του είναι και κόρη επειδή δεν ξέρει τι και τι δεν πρέπει να γαμάει. Κάηκα σύσαρκα, ρώτησα πολλές φορές γιατί, ενώ τα είχα όλα απαντημένα. Δεν ήθελα να κάτσω τον κώλο μου στις θέσεις με το χνουδοκάλυμμα που είχε ποτίσει ιδρώτα ρωσικό και ιόνιο νερό, γι'αυτό χρονοτριβούσα. Ο εισπράχτορας ο δέκα χρόνια μικρότερός μου απορούσε.

Από το σταθμό πήγαμε γραμμή για το Σαρόκκο. Εκεί αγόρασε δυο φουστάνια, σύνολο κοντά στο διακοσάρι. Δεν είχαμε κάνει ούτε εκατό μέτρα και την έπιασε ανησυχία.
-Τι;
-Είμαι εμφανίσιμη μ'αυτό το παλιό;
-Καλή είσαι.
-Πάμε κάπου να αλλάξω. Να βάλω ένα από τα καινούρια.

Ήπια μια μπύρα μονορούφι σε έναν παρηκμοκαφενέ αντί να διαφωνήσω, δικά της τα χιλιόμετρα, δικός της και ο γαμωκερκυραίος. Αυτή χώθηκε στα έγκατα και επέστρεψε πιο σένια, με την ταμπέλα να κρέμεται από τα πίσω της λαιμόκοψης.
-Μπορείς να το κόψεις;
-Δε μπορώ. Θα στο κρύψω από μέσα.

Στον καθεδρικό γιόρταζαν έναν γάμο. Το μαγαζί του άντρα απέναντι ήταν κλειστό για την ημέρα του Κυρίου (την Κυριακή, όχι το Σαμπάτ). Αυτή ήρθε πέντε και δυο ώρες δρόμο μήπως και τον δει ξανά. Ο μόνος λόγος που ήρθε. Ατύχησε στη μέρα. Εγώ όμως τον είδα μόλις την περασμένη και ήταν καλά και ζωντανός και μόνος. Πρόλαβε και με έβρεξε το σύγκρυο του ανταμώματος στα δευτερόλεπτά μας. Μπήκα στο φαρμακείο σα να μην έτρεχε κάστανο, έκανα τη δουλειά μου και έφυγα από την άλλη πόρτα. Δεν ξέρω αν με θυμήθηκε.

Καθίσαμε στο πλατύσκαλο με τους βασιλικούς που τελευτούν αυτήν την εποχή. Τα μαλλιά μας ενώνονταν πίσω από τις πλάτες μας και έφτιαχναν μαξιλάρι που θύμιζε μαζική ανώδυνη ορθορραγία. Άνοιγε το σακούλι του καπνού, ρουθούνιζε, το έκλεινε μετά.
-Μια γυναίκα πήδηξε απ'το φρούριο προχτές.
-Και;

Χάζευε έναν πούστη ξανθό ξυρισμένο πεζοναύτη με γενειάδα που είναι της μοδός. Αυτός έπαιζε ξερή -ξερή- με μια γυναίκα αλογίσια που έβλεπε τη μικρή με ζήλεια ή με γούστο. Μου ανέβαινε η ψυχή ολόκληρη στο στόμα όσο τη σκεφτόμουν φθαρτή, θνητή, διάττουσα σαν πλακούντα. Έπινα εναλλάξ μια γουλιά από το τζην τόνικ και μια γουλιά από τον εσπρέσσο της με τα προσδιοριστικά που ήταν σκέτη μπαρούτη για όποιον δεν είναι συνηθισμένος. Κάπου πιο πέρα μια από τις χίλιες μπάντες του νησιού τρόμπαρε τα χάλκινα και έπαιζε μουσικές. Οι τουρίστες που περνούσαν από το σημείο μύριζαν καρύδα, απελπισία και άφτερ σαν.

Στο λεωφορείο της επιστροφής έπαιξε έναν ψηλό Ρώσο με τα μάτια. Η γυναίκα του ήταν απασχολημένη με τις στάσεις και έχασε την παράσταση. Η άσφαλτος ήταν μαλακωμένη. Περάσαμε από το νοσοκομείο και νόμισα πως με είδα στην πιάτσα των ταξί με τη ρόμπα, τα μπλε και τις παντόφλες, αλλά ήταν μια παρειδωλία. Μετά τα Γουβιά, έβαλε το χεράκι της πάνω στο γόνατό μου, είπε Θα μου λείψεις, και συνέχισε τη μαλακία με το Ρώσο και τα πεταχτά αυτιά του ώσπου να κατεβούμε.

-

Έχω δυο παλούκια ξεβρασμένα από τη δυτική μεριά πάνω στο τραπέζι που πήρα από το σπίτι του παπά. Τα έχω τρίψει στο σαγρέ γιατί δεν έχω γυαλόχαρτο εδώ, τα έχω πλύνει και στεγνώσει. Η Ο. με ρώτησε δικαίως σχετικά: Was tust du nun mit d'n? Τα πόδια μου τα έχω επάνω στη διπλανή καρέκλα γιατί κάτω από το τραπέζι είναι τα εμφιαλωμένα και δεν υπάρχει χώρος. Η πορνοτράπουλα και το ποτήρι κάθονται πάνω σε ένα τεφτεράκι με τίτλο Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο, εικοσπέντε σελίδες με τυπογραφία για πρεσβύωπες. Ευλογημένοι είναι αυτοί που μαρτυρούν αλλά σωπαίνουν. Το τραπεζομάντηλο μουλιάζει από τα μυξόχαρτα. Τώρα που νύχτωσε θα γίνω πάλι σκύλος. Θα βγω να κατουρήσω στις βατομουριές. Θα πάω στο μέρος μου να φάω από τη ζωοτροφή. Ο ιδρώτας ξερνιέται από το σπανό στομάχι μου και τα χλωμά πλευρά όπως ξερνάει το νερό της μια αποτυχημένη ζύμη για ψωμί.

Στο άλλο χωριό είναι ο Τ. με τον οποίο έχουμε μερικά κοινά. Φοράει δαχτυλίδι στο ίδιο δάχτυλο που το φορώ κι εγώ, έχασε ένα βουνό λεφτά στην τύχη, κάθεται σκυφτός με τα βλέφαρα πρησμένα και δε μιλάει πολύ (και όταν μιλάει, θα είναι για να πει κάποια κοινοτοπία, όπως κι εγώ). Πριν δυο χρόνια, ο Τ. θα είχε πεθάνει. Τον βρήκε η γυναίκα του κρυψίνοο και ισχαιμικό κλεισμένο στη ντουλάπα του ξενώνα στο σπίτι τους στη Γαρίτσα. Τον πήρε συρτό, τον τσουβάλιασε στο αμάξι, παραβίασε όλα τα φανάρια και τον διακόμισε νεκρό. Κάποιος συνάδερφος που αισθανόταν ηρωικός τον απινίδωσε, και του ήταν γραφτό να ξαναζήσει. Έτσι ο Τ. δεν κατάφερε να αποδράσει. Η γυναίκα του είναι από εκείνες τις πανέξυπνες, στοϊκές κυρίες που κάπως καταλήγουν με άντρες τελείως ανάξιούς τους. Και τώρα που πέρασε η εποχή του Τ. του αλογατζή και του δυνάστη, τώρα ήρθε η ώρα της να λάμψει. Την περασμένη Τετάρτη το πρωί με είδε στην ταβέρνα και μου έδωσε ό,τι ντομάτα είχε μαζέψει από το χωράφι με τα φίδια. Ο Τ. καθόταν δίπλα μου στον πάγκο, διπλωμένος με τις τιράντες του σαν δώρο ή σα δέμα. Η γυναίκα άδειασε την ποδιά της και κάθισε ανάμεσά μας, ανάμεσα σε ένα παρελθόν και ένα μέλλον αμφότερα ημιτελή και τελειωμένα.

Πίσω στην αρτοποιία. Βγήκε η βρώμα στα άλλα χωριά πως ο γιατρός είναι τεμπελαράς. Μέσα από την ομίχλη του Υπνοσεντόν και του Ζυπρέξα, κάποια πράγματα απαυγάζουν εντυπωσιακά. Είμαι όντως τεμπελαράς. Τους τελευταίους μήνες έμενα νηστικός γι'αυτό το λόγο. Τώρα τρώω τέσσερα γεύματα τη μέρα θεραπευτικά, συνήθως με το ζόρι. Όχι επειδή μου είπαν πως δε θα μπορώ να παντρευτώ αν μοιάζω με φυματικός, μα επειδή αν είναι να με βρει κάποια γυναίκα πολύ καλή για μένα πεθαμένο, προτιμώ να με βρει γεροδεμένο παρά ψευτοασκητικό. Ανεβάζω την πατούσα στο κάθισμα της καρέκλας και χώνω το γόνατο εμπρός από τη μασχάλη. Κολλάνε μεταξύ τους όπως τα δάχτυλα και το ζυμάρι. Αλεύρι και αίμα ξινισμένο μες στη ζέστη είναι η συνταγή του ζυμωτή που μας ζυμώνει όλους. Και όταν πέφτει το γουδί, κανείς δεν ομολογεί πως τα πράγματα σκουραίνουν για να μην τον πούνε χέστη. ΕΓΩ όμως που έχω τώρα ξεμείνει, δε ντρέπομαι να το παραδεχτώ: η δυσκολία σφίγγει όταν σφίγγω τη θηλιά και κάνω δεύτερες σκέψεις. 

Ja

Το μπλωγκ αυτό πνέει τα λοίσθια
όλοι οι ήρωες έχουν συνοψισθεί.

-

Έβρεχε δυο μήνες στη σειρά. Στο σπίτι τα ντουβάρια είχαν μουλιάσει στις γωνίες των κουφωμάτων. Το δικό τους είχε μπάσει νερά. Οι πατεράδες μας έστυβαν τα πατσαβούρια στην αυλή ενώ η μάνα του τραγουδούσε Nimm mich so wie ich bin. Εμείς είχαμε λασπωθεί ως τον κώλο. Κυνηγιόμασταν μαζί με τους άλλους του Φ-Βεστ στη γειτονιά. Ήμασταν μικρά παιδιά.

-

Τη νύχτα που έκαιγαν οι φωτιές στα νησιά και στα αγελαδοχώρια, όλη η ένατη τάξη πήγαμε φορτωμένοι μπυροκαφάσια και στρώσαμε κουβέρτες καταγής. Κάποιες συμμαθήτριες είχαν φέρει και πτυσσόμενα σκαμπώ. Δεν ήθελα να πάω γιατί έκλεινα δέκα χρόνια δούλεμα και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί κάποιος να θέλει να ανακατεύει το σχολείο με την υπόλοιπη ζωή του. Ήρθε και με πήρε απ'το σπίτι. Εμπρός από τη φωτιά φαινόταν ένα περίγραμμα κάποιου που θα γνώριζα μετά.

-

Παραμονή Χριστουγέννων έβαλε τα κλάματα μπροστά μου επειδή η μάνα του τσάκισε άθελά της το παζλ με την έρημο της Αριζόνα. Στο γραφείο του δεν είχε χώρο για τίποτε άλλο. Το δωμάτιό του ήταν πάντα σκοτεινό. Η μοκέτα ήταν σκούρη μπλε με γυαλιστερές μωβ τρίχες. Τον παρακολουθούσα που έκλαιγε και δεν ήξερα τι να κάνω, τι να πω.

-

Δυο χρόνια πριν την από την αποφοίτησή μας τον φίλησα στο προαύλιο του σχολείου και ο μαθηματικός της ειδίκευσης ειδοποίησε τον πατέρα του και τον δικό του. Στο σπίτι του έγινε σαματάς και του απαγόρεψαν για δυο μήνες τις νυχτερινές εξόδους. Στο σπίτι μου ο πατέρας με ρώτησε γιατί και σήκωσα τους ώμους.

-

Όταν πήδηξε την Κ. δεν άφησε σημείο της που να μη μου περιγράψει. Μετά φύγαμε για σπουδές. Όταν έμαθε πως πήδηξα τη Χ., μου κράτησε κακία. Του πέρασε σιγά σιγά. Τον περίμενα με όλη μου την υπομονή να ξεθυμώσει. Από τη δεύτερή του κόλλησε κάτι που δεν ήξερε τι ήταν. Στείλε μου φωτογραφία να σου πω, και μου έστειλε μια σηκωμένη και μια λιώμα για να μη μπορώ να αποφασίσω αν θα τον παρεξηγήσω. Του είπα ποια κρέμα πόσες φορές για πόσες μέρες.

-

Πώς είσαι σήμερα; κάθε μέρα για βδομάδες, κατόπιν σιωπή για μήνες. Μαζεύαμε εμπειρίες ο καθένας χωριστά. Έχουν τόσο μπερδευτεί, που τις έχουμε ανταλλάξει έξω από μοιραστεί.

-

Στο Όσλο κάναμε τους πούστηδες.

-

Δεν πίστευα πως θα το πω, pass auf daß du sie nicht schwängerst, κι όμως το είπα. Δεν πίστευα πως θα το πει, ich würde lieber sterben, κι όμως το είπε.

-

Στο Φλένσμπουργκ ο χρόνος τρέχει κανονικά
κι εδώ, εδώ όλες οι μέρες είναι μια.

-

Έφτασε η εποχή να μετανιώσω... αλλά δεν το έχω σκοπό.
Γράφω εσεμές στα ελληνικά θα σε σκίσω από το στόμα ως τα αυτιά και γελάω μόνος μου μέσα στο γιατρείο.

Όλοι οι έρωτες είναι αδυναμίες του κορμιού, δηλαδή παθολογίες.

-

Μεσοβδόμαδο

telefonen
den ringer og ringer
jeg tager den ikke
jeg ved det er dig

ville gerne
høre din stemme
men jeg har ikke noget at sige

/

allein ist es mir leichter dich und dich zu ehren
meine Geliebte linke ich in Gedanken ebenso
nun warten wir gespannt
bis wir uns ein Paar verklemmte hej und wie gädz und vielleicht lad mig røre dig austauschen
(deine neue Sprache kann ich noch nicht so gut)
kann ich? Darf ich? Du kannst. Du darfst. Das kennen wir durch unseren Neid schon

/

τη Δευτέρα το μεσημέρι η χτένα μου έπεσε στη χέστρα. Όλο λέω θα κουρευτώ γουλί
κι όλο μου λέει, όχι σε παρακαλώ
μα έχω κουραστεί από αυτή την ιστορία

Staub

Für B.



Ist es dunkel in diesem sinnlosen Kopf zu leben?












Die Weisheit ist schon belanglos, unsere Entstehung in Zeit, Raum, Geschicht' und Blut verloren, bei mir zuhause gibt's nur Schlaf und Tod zum Einen, beste beste Grüße aus dem Dresdner Elbtal aber die besten besten Grüße sehen so kläglich aus, so verschollen, daß es nicht lohnt. Die Explosion bringt eine Getöse mit, alle Städte verlieren ihres Licht im Sommer. Er sagte, Gott beobachtet uns nicht. Ich wurde wütend, das Recht hat er nicht über Gott zu reden, vor meiner Praxis, vor meinem Haus. Es wäre ihm bequem, wenn Gott blind wäre aber Gerechtigkeit ist etwas völlig anderes. Die Morde, die hier statt gefunden haben, gelten als schlimme jedoch verzeihliche Fehler. Meine Insel wächst im Rahmen von Salz und Meer, sie wachste immer so -dies hier Pünktchen ist die ganze Welt und schluckt all das Wasser der Erde und hat noch Durst. Die Frau aus dem Osten hat dünne Augenbrauen, helles Haar und starken Akzent. Wir verstehen uns doch kaum, der Blick bedeutet nichts außer dem Genuss. Die Bewunderung ist seicht da tief im Körper, dauert wenig und ebbt bald ab wie Regenfälle im Spätoktober. Am Ende kehr ich mal nur heim, in meiner schmutzigen Kleider, mit meinen sauberen Händen, und biete meine Scheißdienste mit allem Respekt an. Susa lächelt, veranlasst daß ihr Mann mir Essen bringt (Hast du das gehört? Ihr Mann ist tot und lässt sie grüßen. Ihr Mann ist tot und lässt sie grüßen.), pflegt ihre Blumen trotz der Dürre, verständlich, sie wohnt ganz oben, an der Spitze, hat einen traumhaften Blick auf die Meerenge die brennt, vor ihr die Nacht, das Volk, der Wald, das Schlechtwetter, alle treiben geräuschlooos auf der Straße von Otranto, vor ihren Augen die ganze Insel vergeht, das Festland verzehrt ihre Erwartung peu à peu, böse von Küste zu Küste.
Der jammernde Mann, Gott er selbst, die Russin, Susa, die Leiche, der Bürgermeister, mein Beruf, meine Bildung, Tiere, Schlangen und Natur... nun bringen sie mir die Flötentöne bei.
Aber ich
bin
T A U B

Don't worry about me baby.




///

Hvis bare jeg kunne hænge i min mors skørter

Σε ορισμένα μέρη, ορισμένες ώρες, όταν κοιτάς τη θάλασσα είναι σα να πίνεις δηλητήριο.

V. H.


Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις Τ. 2

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ο ήλιος με βρίσκει κατάφατσα κάθε πρωί στις έξη. Το νησί είναι τόσο μικρό που μοιάζει με καράβι. Η υγρασία γλείφει τα πάντα. Η πετσέτα η χτεσινή κάνει δυο μεσημέρια να στεγνώσει. Οι ασθενείς τα ξέρουν όλα. Δεν έχω τίποτε καινούριο να τους πω, ούτε και θέλω. Κουβαλώ το ηλίθιο κεφάλι μου στο σπίτι εδώ, στο σπίτι εκεί και παίζω την παράσταση του μικρού καθηγητή. Μετρώ σφυγμούς, μετρώ αναπνοές, μετρώ τις μέρες που απομένουν, και με ακρίβεια λεπτού χάνω το λογαριασμό. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, είμαι σίγουρος πως κάποιος πάλι ψευτοπεθαίνει. Σπάνια σπαρμένη στους κατά φαντασίαν ασθενείς όμως είσαι εσύ, ή ο πατέρας που καλεί ανάμεσα στο ένα και στο άλλο πολιτισμένο περιστατικό (βλέπει τριάντα στο οχτάωρο, βλέπω εφτά). Ξαφνικά η χάλκινη γραμμή έχει χωρέσει όλη τη Γερμανία διπλωμένη σαν το πανάκι που καθαρίζεις τα γυαλιά. Η τάση φυγής με ακολουθεί ακόμα και όταν φεύγω, και τώρα τουλάχιστον έχω καταλάβει: η θεραπεία είναι η επιστροφή.

ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Η λάμψη των ματιών της Ν. όταν με καλημερίζει την κάνει να μοιάζει με παιδούλα. Μου φέρνει λουλούδια κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Τα πετάω από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Έχει χτιστεί ένα νεκρό βουνό από γαρύφαλλα και ορτανσίες που σαπίζουν πάνω στα άγρια χόρτα. Τα κύματα γυρίζουν σαν κορδέλες όταν τα βλέπω κάτω από το νερό. Ο ήλιος σκεδάζεται στους μικρούς στροβιλισμούς της άμμου. Αν από τα εφτά μέτρα αργήσω να ανεβώ για αναπνοή, η καρδιά μου βραδυπορεί, βραδυπορεί ώσπου αρχίζω να ξεπλένομαι από τα δάχτυλα προς το κέντρο. Οι καπεταναίοι της περιοχής είναι πρώτοι στο κέρατο και στο κακό τιμόνι. Τα μισά βράδια φεύγουν ήσυχα παρέα με ανθρώπους που φυτρώνουν απ'το χώμα. Η μία γάτα πέθανε έναν αιφνίδιο θάνατο. Την πέταξα στην τάφρο με τα φύκια. Το βιβλίο που είχε αφήσει η γκόμενα του Δ. δίπλα στο κρεβάτι που της πήρε την παρθενιά είναι το μοναδικό που ακόμα μπορεί να με δακρύσει. Τώρα κάθε τρίτη νύχτα κοιμάμαι σ'εκείνο το στρώμα το αιμομειχτικό. Πότε θα έρθεις πάλι για να σε συνοδέψω στα καντούνια να κοιταχτείς με τον άντρα που αρέσει και στους δυο; Πότε θα πιω μια σόδα απέναντι από το μαγαζί; Πότε θα ξαναφύγω; Είδα ένα πεφταστέρι κι έκανα μια ευχή. Τις Τετάρτες προσεύχομαι. Τα Σάββατα δουλεύω. Ο Θεός να συγχωρεί.

When you live a long way out, you make your own fun

Κάθε απόγεμα κάθομαι στο γραφείο, κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, πίσω από την ψευτοσίτα που φυσιέται σα σκισμένο πανί ιστιοφόρου, και βάζω καθολικούς κανόνες να παίζουν δυνατά. Η καρέκλα μου είναι η φτηνότερη που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη της ευμάρειας, αναρωτιέμαι σε τι επενδύθηκε η διαφορά. Στο ντουβάρι που είναι βαμμένο με κάτουρο αραιό ξεκουράζονται σιφωνόμυγες και κουνούπια τρισδιάστατη ταπετσαρία. Η σκοτώστρα κρέμεται από ένα καρφί πάνω από το διακόπτη των φωτιστικών, αλλά έχω παραιτηθεί απ'το κυνήγι. Είμαι ήδη γελοία ηλιοκαμένος και τσιμπημένος σε όση σάρκα περισσεύει από τα ρούχα που δεν έχω πλύνει από τα μέσα του Μαΐου.

Μερικές φορές ο τεμπέλης γιος του προέδρου της κοινότητας έρχεται με το δεξιοτίμονο βαν, παρκάρει πάνω στο δρόμο και ψαχουλεύει στην πετρόχτιστη αποθήκη που είναι απέναντι από το παράθυρό μου. Η γυναίκα του καπνίζει κρακ ή κάποια άλλη αμερικανόφερτη μαλακία και είναι σαν ισχνό ρακούν που δύσκολα το ξεχωρίζεις από τις σκουπιδοσακούλες. Έχουν παντρευτεί και οι δυο τους δυο φορές κι έχουν αθροίσει δέκα ή δώδεκα παιδιά. Είναι πρώτα ξαδέρφια. Τις πρώτες μέρες όταν άκουγα βήματα στα χόρτα έκλεινα τους ψαλμούς και έσκυβα το κεφάλι για να μη με βλέπει απ'έξω ο γιος του προέδρου. Αλλά μόλις αναλογίστηκα πόσες νύχτες θα περάσω με τη μούρη χωμένη στα κωλομέρια του χωριού, παραιτήθηκα και από τις ντροπές.

Σήμερα μόλις έκλεισα το μαγαζί ακούμπησα τον κώλο στο ξεμπριζωμένο πλυντήριο Άλτους που έχει βουλωμένη τη θυρίδα του μαλαχτικού. Απέναντι είναι ένας θολός καθρέφτης με δυο λάμπες που δεν έχουν παροχή και ένα λαβομάνο που έχει καταθαμπώσει από το υφάρμυρο νερό. Κάπνισα με το παράθυρο κλειστό και την πόρτα κλειδωμένη στο πλυσταριό το ένα επί δύο ώσπου έγινα μέσα ένα με την ομίχλη που μυρίζει καραμέλες. Στον καθρέφτη που έχει κλίση πένθους, έβλεπα τις κλείδες μου σαν σκαλοπατιές να οδηγούν στους ώμους που δεν ομολογούν και με πανικόβαλε η σκέψη πως αυτά ακριβώς είδαν ανάσκελοι ή μπρούμυτοι όσοι έχω αγκαλιάσει. Κωλόκατσα στα άσπρα πλακάκια και μέτρησα πόσες φορές έχω κάνει λάθος. Για να παρηγορηθώ, έπαιξα το πουλί μου και έχυσα στις πέντε παιξιές σα να ήμουν δεκαεφτά, με τη μέση να στέλνει σουβλιές ως την κνήμη για να μην αυταπατώμαι. Μετά θυμήθηκα πως είχα ένα τέταρτο πεπόνι στο ψυγείο.

Το έβγαλα, το έφαγα άκοφτο με τα ζουμιά να τρέχουν στους αγκώνες, στο νεροχύτη, στο πάτωμα, στις παντόφλες, κι έπειτα έπιασα με δάχτυλα που κολλούσαν να ανεβάσω το σώβρακο και το ρουμπινί μήντιουμ Τσάμπηον σωρτς. Η βρύση δεν έσταζε σταγόνα. Έμεινα για λίγο δίπλα στο πλυσταριό, μέσα στο κουζινάκι, σκεφτικός, πασαλειμμένος με δυο ειδών... τελοσπάντων, αυτό είναι σαφές. Όταν ξεμπέρδεψα με την κατάρρευσή μου, άνοιξα το παράθυρο πάνω από το γραφείο, και έβαλα πάλι τους καθολικούς κανόνες.

Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις T. 1

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Το σκυλί με τα θλιμμένα μάτια σύμφωνο με το είδος
το σπίτι τα γκρέμια η σκόνη η μεσανατολική
το φυσίγγι στο χώμα η αρκούδα χαλί το αρκουδάκι ακόμα στο βυζί
οι αιωνόβιοι στην πλαγιά που κρεμιούνται ρίζα ρίζα

τα κουφάρια που επιπλέουν και ξεβράζονται
οι βόλτες στις πρωτεύουσες
τα ψάρια που τρώνε τους νεκρούς που τρώνε οι ζωντανοί απ'τα θολά νερά του ποταμού
άστυ, βουνό, πολιτισμός

ο έρωτας που αντέχει σε όλες τις φθορές ραμολιά που πάνε αγκαζέ
οι κόποι του βαθύτατα ακαδημαϊκού η σκόνη της κιμωλίας που έχει παρωχυθεί
η μητέρα που έρχεται σε όλα δεύτερη όπως πρέπει
και πρώτο το παιδί

η ιστορία και τα κυλήσματά της
το κλάμα που σπανίζει
το σάλιο κορδόνι του γιου του μεγαλογιατρού
η προσπάθεια που δεν καρποφορεί

ο τζάνκης που ξαιματώνει στη γαλαρία και όλοι μαζεύονται μπροστά
η γυναίκα που χάνεται ολομόναχη στα ΤΕΠ
.
.
.

το χαμόγελό μου στον καθρέφτη


ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ένας κόκκος άμμου μες στο μάτι
το είμαι πάντα εδώ για σένα
η Β. Όλγας
o Achtzehnruthengraben

η μυρωδιά της μούχλας στο χωλ της πολυκατοικίας
το αυτοκίνητο του μακαρίτη που ρημάζει στη γωνία
οι επιβεβλημένοι χωρισμοί
τα νιάτα στο ημιυπόγειο

τα ποντίκια στα σκουπίδια
εκείνη η αρθρίτιδα στο γόνυ που σε άφησε κουτσό
όσα δεν έχουν ειπωθεί
όσα δίνει ο τυφλός για να αγοράσει την όρασή του και μια θέα στην ακτή

το παλούκι, το σκοινί
ένα καθαρό ανένδοτο στρώμα στο κρεβάτι
η σωτηρία της ψυχής και του κορμιού
τα ιερά βιβλία

το φιλοδώρημα στο ντελιβερά τις νύχτες που βρέχει, τις νύχτες που δε βρέχει
οι αρμονικές στα πρίμα της κιθάρας
το Mohnkuchen, η τελευταία γουλιά της Jever
το πάτωμα του Ζύθου
.
.
.

όσα ξεχνιούνται κρυφά μέσα στα σπίτια

CFU

Ένας σπιρτόζος στο Μαντούκι στα στενά σταμάτησε το αμάξι και την έκανε χάζι, ε, ναι, όπως έχω ξαναπεί, όταν οι εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς. Πήραμε τη Θεοτόκη απ'την αρχή της στο λιμάνι και περπατήσαμε ως απάνω στο μουσείο των χαρτονομισμάτων. Είχα και λίγη περηφάνια που μας είχε έτσι τύχει να είμαστε συντροφιά. Ο ήλιος έδυε όλο του το φως στην πλάτη, στα μαλλιά της. Φορούσε το τριάντα χρονών φουστάνι, το άσπρο με τα λουλούδια της ασκληπιάδας, το ζωντανό νεότερο από το καύκαλό του. Οι γάμπες της γάλα και μέλι πεύκου, τα οστεώδη δάχτυλα ελεύθερα κι έτοιμα να αρπάξουν, να ξηλώσουν, να δείξουν πως δεν έπρεπε να τη βλέπω με τέτοια μάτια απελπισμένος. Κι εκεί στην ανηφόρα μετά την πλατεία Βραχλιώτη, γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και κοντοστάθηκε απέναντι στον άντρα με τα αυτιά που έμοιαζαν με μισά από πολύτιμα κογχύλια. 

Φύσηξε νοτιαδάκι μια χεριά και σκόρπισαν τα στολίδια της γιακαράντα σαν βώλοι που φεύγουν από την τσέπη ενός παιδιού. Μια γάτα φαγωμένη από παράσιτο και σημαδεμένη σα λεπρή με κοίταξε με νόημα. Μέσα ήμουν άπνους, άσφυγμος και ψυχρός, έξω έλεγα πως ζούσα ακόμα. Ο άντρας είχε το χέρι το αριστερό ως τον ώμο βουτηγμένο σε μαύρο μελάνι της σουπιάς. Πίσω από τα καλόσχημα αυτιά είχε βαλμένα τα μαλλιά του ίσια και στιλπνά σαν ξύλο καρυδιάς λιωμένο σε χυλό. Ένας άντρας του ντορβά, λίγος και περιττός, όπως είμαστε όλοι εξόν από την ώρα των θανάτων. Σκέφτηκα με θυμό: μια γυναίκα σαν αυτήν άξιζε μόνο στην ισόβια παρθενία. Τα χείλη της δεν ήταν για να φιληθούν από το στόμα του αντρός που τραγουδάει και βρίζει ασθενικά στα ιταλικά, τα στήθη της δεν ήταν για να χαϊδέψουν το αδύνατο ανήλιαγό του στέρνο, ούτε αυτού, ούτε κανενός. Το σκίρτημά της ήταν εκχώρηση, ήταν καμένη γη.

Από την υπόσχεσή του ο άντρας μπορούσε μόνο την πίκρα να τηρήσει, και από το ίδιον των ημερών αυτών, η αδερφή δεν είχε παρά να λησμονήσει. Θα ήταν ο ένατος, ένατος, ένατος προσκυνητής, θα ήταν ο βωμός, ο θύτης, το σφαχτάρι. Ήθελα να μουσκέψω τα βλέφαρά του με τη γλώσσα, να τον πιάσω από τον έναν και τον άλλο κρόταφο και να του στρέψω το κεφάλι στη μεριά της. Εδώ βλέπε. Εδώ, εδώ, σε μένα. Πίσω από την ταυτότητά μου του συλλόγου κρυβόταν ένα αληθινό σκυλί, πίσω από την ψεύτικη εξουσία κρεμόταν μια ουρά ανάμεσα στα σκέλια, ποιος ήταν αυτός που αρνιόταν να ενδώσει, ποιος ήμουν εγώ που ήθελα τόσο να τον μεταπείσω, ποια ήταν η γυναίκα; Και πώς είχε συμβεί και είχαμε γνωριστεί οι τρεις μας μουσούδι με μουσούδι;

Ο άντρας ψηλός, λιγνός και Κερκυραίος, διαλύθηκε σαν δάκρυ μες στο αίμα της μικρής. Το βράδυ τον ζήλεψα, το βράδυ τον ζήλεψα πολύ. Κι εκείνη, γέννημα θρέμμα των ελών, ξάπλωσε στρωματσάδα στο δωμάτιό μου κι έχυσε γι'αυτόν.
Σφιχτά τυλιγμένος με το μάλλινο σαν φάσκια, έκανα το ρίγος μου υπομονή ώσπου να το ξεχάσω.

Το ελάφι ακυνήγητο πάει χαραμισμένο.

Μααρίβ

Το βράδυ φέρνει τόση σκοτεινιά που εκεί που τελειώνουν τα φώτα αρχίζουν πάλι τα ίδια τα χτεσινά.

Ο επιμελητής της άλφα πι μετράει τρεις εφημερεύοντες για δυο. Αύριο θα με διώξει απέναντι και θα λυτρωθεί.
Η γυναίκα που δουλεύει στο εργατικό σωματείο του Σταβάνγκερ ενδιαφέρεται. Πόσες ώρες δουλεύεις; Σαράντα. Σαράντα; Και καμιά.

Κοιτάζω τον Π. και ξέρω πως η ράχη του συσπάται και ξέρει πως τον έχω καταλάβει. Ο ένας μας καπνίζει στα δεξιά κι ο άλλος στ'αριστερά της πιάτσας των ταξί. Με το ξημέρωμα βήχω λάσπη.

Η θέση μου είναι στα κωλιά τα πύα και τα πατσά. Δεν είναι στην επιστήμη.

Ο Θεός που βλέπει από εκεί που μας κοιτά ξέρει πόσοι και ποιοι έχουν ζητήσει να τους πάρει
οι άρρωστοι οι πάσχοντες οι πεθαμένοι οι τωρινοί
κι ένα σκουπίδι κουλοχέρης.

Γεια σου απ'τη μεσόγειο του ποτέ.

2008 - 2016

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες

Στις μονές του Ειρηνικού

.

Το αίμα στάζει απ'το μουνί στο πλακάκι
στα εντός των μηρών έχει ήδη νυχτώσει

η πλάτη είναι χλωμή και λειψή σα φεγγάρι
τα μαλλιά λεπτά σαν δευτερόλεπτα

οι φλέβες δε μιλούν, δεν ενδίδουν
δυο σειρές στραβά δόντια χωρίζουν τα κρυφά από τα μη

γδυτό σε λυπάμαι που μένεις σκυφτός στα καπνά και ντροπιάρης
αναδίδοντας ζέστη και ζωή

θέλω να ακουμπήσω το μέτωπο στα μικρά μαλακά σου ποδάρια
μόνος αιρετικός και ασεβής

αλλά αποκοιμιέμαι με μία παρήγορη σκέψη
στην τάφρο της πορείας, της προόδου

και μέσα στην ερημιά του κρανίου
μια Αλκυονίδα θανάτου μαγιάτικη

σε φέρνει θαυμάσιο εμπρός μου.
Γελαστό παραδείσιο πουλί

αέρας θαλάσσης και φως στο κλουβί σου
ένα φίλημα τρυφερό και αψύ σαν ισόβιας αγάπης

ενώ είναι ίσα ίσα νεογνή.

.


Κάνε με στάχτη όπως έκανε η Άννα τον Κώστα. Όλοι θα δουν στο νησί πώς το δηλητήριο που μυρίζει γιασεμί γκρεμίζει γιατρούς και ασθενείς αδιακρίτως. Ένας ταγγός τρελαμένος θα βρέχει τα ποδοδάχτυλα στην ακτή με τα μαλλιά κετσέ απ'το αλάτι. Πίσω οι άλλοι θα βλέπουν το θέαμα διασκεδασμένοι.
Με ένα πενηντάρι θα βγάλω το μήνα. Δε θα παίξω άλλο... όλο χάνω κι έχω χάσει ό,τι είχα. Είμαι ντυμένος για καλοκαίρι. Έχει κρύο, δεν έχω φέρει άλλα ρούχα. Τι απέραντη που είναι η νύχτα αν δεν τρίβεις τις πατούσες σου τη μια με την άλλη. Και πόσο γνώριμη η ησυχία της μονής. 


Γ. Κ., σε φιλώ.

Himmel Arsch und Zwirn

Χνωτίζω μες στη μπλούζα και η ανάσα μου μυρίζει από το σνους που λιάστηκε δυο μέρες στο ταμπλώ του αυτοκινήτου. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Το στόμα μου έχει δυο πληγές, εκεί κι εκεί που κάθεται η συνήθεια. Τα σάλια που τρέχουν σε αφθονία είναι ξινά. Φοράω τα ίδια ρούχα από τη μέρα που φυσούσε, ποια απ'όλες; Όλες όλες εκείνες του νησιού που ο αέρας ίσιωνε και νέγρικα μαλλιά. Το παντελόνι από μαλακό ύφασμα είναι ελάχιστα λερωμένο από μια; δυο; τρεις; σύντομες χαρές. Είμαι σύσσωμος αδειανός αλλά μπορώ πάλι και χύνω, έτσι παίζει η φύση και γελάει χα - χα. Δέκα μέρες μετά στάθηκα στη μπανιέρα, τα γόνατά μου έτρεμαν, το νερό άφησε δυο σημαίες στα μπούτια, ξύρισα τ'αχαμνά με ένα ξυράφι εφτά μηνών, το αίμα έτρεξε, το αίμα μου έτρεξε και μύρισε όπως το αίμα ολωνών, τι περίμενες; Φάνηκε για δυο στιγμές ένας χάρτης της ρευστομηχανικής, το αίμα στο νερό και πάνω όλο το φάσμα στον αφρό λες κι ήτανε πετρέλαιο σε λιμάνι. Μετά ξεπλύθηκαν τα πάντα και τα ήπιε το σιφώνι. Βρεγμένος όπως ήμουν, έχωσα τα σημεία μου στο βρώμικο παντελόνι και φόρεσα απ'τα άπλυτα τη μπλούζα των σαλαμικών ΤΟΥΛΙΠ από το χασάπη μας στο Τόντερν, την ίδια μπλούζα που φορούσε και ο φίλος μου ο Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη, και φορώντας την πηδούσε την Άγκνες που έκλαψε έξη ώρες σε ώσεις του τετάρτου όταν τον έπιασε να μου φωνάζει στο τηλέφωνο mein Herz brennt für dich du Drecksack. Αν ξεχνούσα τόσο εύκολα όσο λέω, δε θα θυμόμουν λέξη, αλλά είμαι ψευταράς. Στέκομαι απέναντι απ'τον καθρέφτη. Έχω τα βλέφαρα μισόκλειστα γιατί με πονάει το φως από τη μια λάμπα, η άλλη είναι καμένη. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Στα πλακάκια μ'έχουν επισκεφτεί οι λίμνες της Μιννεσότα. Βλέπω αυτές, βλέπω τα μέρη που δε μ'έχουν δει ποτέ, αλλά στον καθρέφτη δε μπορώ να δω κανέναν.

Το πρωί βγήκα να περπατήσω ως το Ρώσο, όχι πάνω από τριακόσια μέτρα. Στα μισά της διαδρομής κάθισα σε μια είσοδο, κρέμασα το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, και καθώς με ζέσταινε ο ήλιος με πήρε και ο ύπνος. Μια πενηντάρα επιστρέφοντας από την αγορά χαμήλωσε με τις σακούλες της δίπλα μου, με ακούμπησε μ'ένα ιδρωμένο χέρι στην ωμοπλάτη και ρώτησε, είσαι καλά; Της είπα γρήγορα entschuldigenSiebitte και την άφησα με την απάντηση που είχε κι είχα φοβηθεί. Στο μπαλκόνι της κουζίνας έφαγα μια χούφτα πατατάκια με γεύση κρέμας και μασουλώντας χριπ χραπ χριπ χραπ έλεγα στον εαυτό μου πως όλα έχουν τελειώσει τώρα, τώρα και τώρα και τώρα, τόσο μακρυά απ'το νησί, τόσο μακρυά από το φίλο μου το Μ., τόσο μακρυά από σένα, τόσο μακρυά από ό,τι μου'δινε αξία. Αλλά να, σύννεφα χαμηλά, πυκνά και αδιαπέραστα, ήλιος βροχερός πίσω από τις τρύπες του υφαντού, καπέλο της προόδου, και γύρω οι πέντε και πέντε και έξι και πέντε και πέντε και πέντε όροφοι, και στη μέση το κελί, τίποτα δεν έχει τελειώσει, μένει ακόμα μισό σακούλι πατατάκια.

Το Μέγα Σάββατο στη γωνία του κρεβατιού μ'ένα λεπτό χαδιού ο κόσμος χάθηκε τονικοκλονικός, από μένα κατέληξα σε μένα. Είχα ονόματα αρκετά να επικαλεστώ, ανάθεμά με αλλά δεν ήξερα ποιο να διαλέξω, κι έτσι έχυνα σιωπηλός, σκεφτόμενος το φίλο μου το Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη και είχα πάει να τον βρω και είχαμε αγαπηθεί απελπισμένα στο δωμάτιο του Λορντ Νέλσον δίπλα στο πορτατίφ και το καρτόνι με το mjölk, σκεφτόμενος κι εσένα, την αδύναμη ζέστα σου και το μικρό κορμί σου που μ'έκαναν να σου πω φτηνά με τη μούρη στο μάγουλό σου oj oj esisoschööön, και γέλασες χα - χα, και το γέλιο εκείνο το'νιωσα απ'τους μύες της πυέλου, ήταν το πώς θα σε θυμόμουν, πώς θα σε θυμάμαι όταν είμαι δυστυχισμένος, χλωμή και γελαστή χαμένη στα όνειρά σου.

Έχω επιτυχώς συνοψιστεί στα βρώμικά μου ρούχα. Αν σου ζητούσα να περιγράψεις τον εαυτό σου με τρεις λέξεις...; Χαζογέλασα γιατί αυτή η ερώτηση δεν είναι ιατρική, αλλά αυτός ήταν σοβαρός. Τελικά του είπα την εξυπνάδα άδειος τρεις φορές. Το σημείωσε στο χαρτί που είχε γράψει την ιστορία μου. Ποια ιστορία; Μια λέξη αρκεί. Μα όποιος εμπλέκεται με την ψυχιατρική, μαθαίνει να πολυλογεί. Ήθελα να τον χτυπήσω στο λαιμό και να του χώσω το χαρτί βαθιά στον κώλο. Όμως πιστεύω στη συναδερφική αλληλεγγύη σχεδόν πιο πολύ απ'ό,τι πιστεύω στην ανοιχτή χειρουργική, γι'αυτό τη γλίτωσε.

Himmel Arsch und Zwirn
ich habe meinen Pass zwischen Büchern verloren. Das Haus ist eine Schweinerei,
ich bin Pack und über beide Ohren angelogen
haltlos, übel, hohl, geschlagen und besiegt
der Tod is leichter wenn er gezwungen ist
TOD IS LEICHTER ALS SEHNSUCHT

immer treu
immer falsch
X

Funny current

(If)

It was nothing of carnal importance. It was nothing you or I could touch
it's the current that paces the heart
it's the potential.

*

If the sea could fold
if the sea could fold, our harbors would marry twice. Once for the south, once for the north, twice.
Somehow they don't care to seek closure for twenty, twenty years of gain decay
but for one moment of loss.

The signal is disciplined in the way it hops from
sinoatrial to atrial to junctional to ventricular island da capo al fine

S1 S2
S1 S2
S1 S2
self-flagellation by and by.
I am the ragged breaths. You are the blood that laces the forehead.

*

Beneath the glass there is a definite number of beats and desperations, descending
some leaps of consciousness, fleeting angers and weaknesses, a slow spark of constant attenuation
and my death in repeat.

*

A woman has her seeping secrets. Her soft, her rough masks.
But a man? What is there to love in a man?

Μετοίκηση (φεύγω)

η γυαλάδα της τρέλας στους κερατοειδείς
οι κοιλάδες και οι λόφοι των χεριών που εναλλάσσονται σαν μεσογειακό τοπίο
οι
κόκκινες
σπίθες
στα
μαλλιά
σου
όταν σε βλέπω μέσα απ'τα σκοτεινά γυαλιά
μου λένε τι πρόκειται να'ρθεί:

η μοναξιά του δύτη, ο θάνατος
και η αρχή του κόσμου

/

Περιμένω τον Κουστώ με τη μούρη χωμένη στις φυκιάδες.
Η θάλασσα της περιοχής έχει καταπιεί τη μέρα κι επιστρέφει
ένα δροσερό σκοτάδι στο βλέμμα. Από το υψηλότερο σημείο του νησιού
ξεχωρίζουν στις απέναντι ακτές τα χνάρια που με οδήγησαν στις αμαρτίες των γονέων.

Με ξεσέρνει στα ρηχά. Οι αμμόκοκκοι λικνιούνται, ψιθυρίζουν
το νερό διορθώνει την όραση και την ακοή μου. Ο ίλιγγος με γυρίζει τούμπα.
Ένας γλάρος νωθρός κολυμπάει από πάνω μου σαν πάπια, η αγκάλη των δυο μέτρων
μου θυμίζει το βάρος σου όταν ξαπλώνουμε ο ένας πάνω στον άλλο.

Οι Εγγλέζοι θα περιφέρονται καψαλισμένοι σα χοιρινά τα βράδια.
Θα περνούν έξω από το μαγαζί. Μέσα θα κρατώ συντροφιά στον άντρα
με τα μάτια του ελαφιού, τρώγοντας από το μέτριο παγωτό του.
Η υγρασία θα είναι αγχόνη τιμωρίας όχι αρκετά σφιχτή.

Περιμένω τον Κουστώ σχεδόν νεκρός όπως κι αυτός.
Στα μάτια των μελανουριών καθρεφτίζεται ιόνια η απάτη
αιώνια η απάτη. Περιμένω υπομονετικά την ησυχία του αντλιοστασίου.
Το στέρνο και οι βουλές του.

Το στέρνο και οι βουλές του... πλήμμη της δυστυχίας.



Μάθε να χάνεις

Φορτώθηκα στραβά χαρτιά. Κουνάω τα πόδια νευρικά κάτω από το τραπέζι. Η μπύρα τρέμει. Πίνω μια γουλιά, πίνουν μια γουλιά. Όλοι καπνίζουν από λίγο, κι εγώ καπνίζω πολύ. Έχω ένα τάληρο στο πορτοφόλι
ένα.
Απομεσήμερο Παρασκευής.
Περιμένω να γυρίσει.

Περίμενα να γυρίσει.

Αυτοαναρρίχηση

Ανάμεσα στη μια σταγόνα και στην άλλη απλώνεται μια χώρα όλη γυαλί
τα φανάρια σπάνε σε δυο και δυο επίμονες ματιές

στο άνοιγμα του κόλπου στη χοάνη το χέρι του Θεού μου δείχνει
εδώ θα πέσεις να πνιγείς, εδώ η μέρα θα τελειώσει και θ'αρχίσει

όταν στέκομαι στην άκρη του νησιού πάντοτε ρωτώ: γιατί όχι εδώ;
και ο ιππότης του φτερού με κρατάει στη σιωπή απ'το λαιμό.

Το αίμα είναι πηχτό νερό. Στις κοίτες των αγγείων
κολυμπάει εναιώρημα ὁ ἅλς, ὁ χοῦς και ἡ πνοή

δέκα πληγές δέκα παραλλαγές προσευχητές
τα λόγια ίδια από χείλια απαλά κρυμμένα στο μουστάκι

η ζάλη η σαρκική είναι λιποταξία
καθώς τα χέρια πιάνονται κι αφήνονται απ'τα χέρια

κι η ίδια η γη φέρνει το χωρισμό
(THE LAND IS SEPARATION. THE SEA?)
.

Ρηάλιτυ τσεκ

Είμαι ζωντανός.

Ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα με τα πόδια διπλωμένα. Ο καπνός κάνει ομίχλη, δεν είναι το κατακάθι του καιρού. Βήχω. Οι στάχτες φυσιούνται κι έπειτα πέφτουν πάνω μου σα σκόνη.

Όταν σκέφτομαι το Σλέσβιχ Χόλστειν κάτι σταματάει εντός μου και ιδρώνω γύρω απ'τα νεφρά. Αυτό λέω είναι έρωτας που δεν περνάει ποτέ, όλα τα άλλα είναι χλωμάδες.

Θ'αλλάξω ένα κολλημένο λεβάην στη γριά που πέθανε πριν δεκαπέντε χρόνια, θα σκίσω με το καλώδιο τις συμφύσεις του χοντρού που πέρασε γονόρροια, θα κάνω τσαπατσούλικες αλλαγές με ένα χέρι στις κατακλίσεις των εγκεφαλικών, μακάρι να είχα νοσοκόμα δίπλα, μακάρι να είχα μια αδερφή να με σκουντήξει, αλλά θα είμαστε πριβέ στο δωματιάκι, θα είμαι λόν ρέηντζα και άντε να γαμηθείτε, εδώ παραληρώ εγώ και ο θεός μου, εγώ και ο νεκρός μου (και το φάντασμα μιας θυμωμένης προϊσταμένης: Είσαι ο πιο ανίκανος γιατρός που έχω δει στα τριάντα χρόνια που δουλεύω! -Είναι που δε φοράω σταυρό. -Δε ντρέπεσαι;). Δε ντρέπομαι σταγόνα.

Οι ενδοφλέβιες φεύγουν πιο αργά από τις ενδομυϊκές αν είσαι αγχωμένος. Πάνω στην ώρα που θα'χει δουλέψει η προνάρκωση φοβάμαι συχνά μην ακουστεί ένα σκονταμμένο σε έχω απατήσει, και πέσει παγετός στο χειρουργείο για μια στιγμή, από τα μπουτοκώλια του ασθενούς θα πω κι εγώ, κάποιος θα πει τη βάψαμε όλοι κερατάδες εδώ μέσα, κάποιος άλλος θα γελάσει, μεγαλώστε επιτέλους αυτή πρέπει να είναι η αναισθησιολόγος που έχει βαρεθεί τις μαλακίες απ'το πρωί, η ξεαποστείρωτη θα μας βάλει από μια καραμέλα στο στόμα, τα νύχια της θα είναι βαμμένα χρυσά, δέκα ώρες μετά στου ημιωρόφου για κατούρημα θα πω στον Α. μαλάκα, νομίζω θα λιποθυμήσω, κι αυτός θα με ρωτήσει θέλεις να σε κρατήσω; -Όχι, απλά ήθελα τόσο πολύ να κατουρήσω. 

Θα μου λείψετε όλοι και για πάντα
εύχομαι να σας ξαναβρώ. Στην πραγματικότητα έχω χαθεί απ'τους απανταχού ημιωρόφους. Θα μου λείψετε πολύ. Μου λείπετε πολύ. Ηλίθιε, μην ξεχνάς, δεν αξίζουνε τον κόπο. Ηλίθιε, μην ξεχνάς πόσο ηλίθιος είσαι.

Προχτές κοιμόμουν κι ήρθε ο Θεός να με βρει να μου μιλήσει
-Τώρα πρέπει να σου δέσω τα χέρια,
Του τα έδωσα υπάκουος και μου τα'δεσε χιαστί σφιχτά όπως με είχε ενημερώσει. Όταν ξύπνησα ήμουν στα σοβαρά χειροδεμένος, αυτό είχε συμβεί. Αν δεν είναι μήνυμα ξεκάθαρο αυτό, τότε τι; Ο Θεός δεν έχει ποτέ τίποτε να πει εξόν αν σε δει στη λοξοδρομία... κι αν αρχίσει να σ'αγγίζει, η κρίση σου σε έχει εγκαταλείψει, ξέρω απ'αυτά, είμαι γιος ψυχιάτρου ακόμα.
Αν λέω πως είμαι συνέχεια στην αρχή, κανένας δε θα πάρει πρέφα τι συμβαίνει (πως φεύγω από τα λογικά, πως έχω γλιστρήσει). Συνέχισε έτσι αγορίνα, παίνεμα ή ειρωνεία πάνω στο γαμήσι; Δεν ξέρω αλλά εγώ πέρασα καλά. Έφυγα απ'το σπίτι της κατά τις έντεκα το πρωί. Έσερνα τα πόδια μου και θαύμαζα τα παπούτσια μου περνώντας έξω από τις καφετέριες κρυμμένος στα μαλλιά σα μοναχός κρυμμένος στην κουκούλα, ο λαιμός μου ήταν όλος μια μελανιά, τι να πω για τις μοναχικές διαστροφές που δεν έχουν δοκιμάσει στο μοναστήρι, το σχοινί και το σαπούνι, πόσο πιο ηλίθιος είμαι τώρα; Δέκα δευτερόλεπτα σκοτάδι λιγότερο λαμπρός; Δεν είναι γεγονός, δεν έχασε κανείς, ή έτσι λένε;

Πιάστηκα για ξύλο με τον βρωμιάρη που μου'ριξε κατακέφαλα μια ψιλή επειδή γέλασα όταν η μάνα τον είπε κλεφταρά, ήθελα να του σκίσω μουνί με δυο σχισμές, αλλά πρόλαβε με τράβηξε και μου'σκισε το μανικετόκουμπο, μπορούσε να με ρίξει κάτω με δυο χτυπήματα στο στέρνο, μπορούσα να του χώσω από δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι, αυτά λέω είναι αντρικές δουλειές, το φούσκωμα του παρασαγονιού, το κόασμα και όλες οι άλλες συνήθειες των βατράχων, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που σε αντρώνει είναι η χασούρα που σου δίνεται με όποιο τρόπο αντέχεις να την πάρεις και στο τέλος σ'αφήνει ανίκανο για μήνες

γαμώ!