Ωρίστε, στο σπίτι της. Στέκεται απέναντί μου και τα ρούχα της την τριγυρίζουν σα μεσανατολίτικη μυρωδιά. Το δέρμα της, τα υφάσματα, η σκοτεινιά του μέρους, όλα είναι ποτισμένα μ'ένα μπαχαρικό που'χει το χρώμα του αίματος του τραύματος διά νύσσοντος. Ακόμα και τα φανάρια απ'το δρόμο στέλνουν μέσα ακτίνες με κόκκους πάπρικας να χορεύουν επάνω στα κβάντα. Η σκόνη αυτή η κεραμμυδιά έχει κάτσει και στα τζάμια και στις βαρειές κουρτίνες και στην τρύπα του τζακιού, και τη φαντάζομαι και σε όλες τις κοιλότητες να φτιάχνει πηχτή, άλικη πάστα.
Ανάβει ένα δειλό λαμπατέρ. Κάνει βήματα πίσω, και χαμηλώνει, ώσπου σβήνει προς μια μισογυμνή ξαπλωμένη στο πάτωμα, επάνω στο πατάκι. Την πλησιάζω, όχι γιατί με καλεί, μα γιατί με διατάζει ένα ένστικτο που δε μου ανήκει, να την πιάσω, και να τη χαϊδέψω, και να τη σφίξω, και να-
Αυτή έχει καταλάβει, αυτή καταλαβαίνει τα πάντα, κι όπως με σπρώχνει η παράδοξη λύσσα μου προς τη μεριά της, με πιάνει προπατορική ντροπή που μ'έχει πάρει είδηση έτσι εύκολα κι αμέσως, και στρέφω το κεφάλι στο πλάι, για να μη συναντιέται το λεμφοκυτταρικό τουπέ της με τη συμφορητική ανεπάρκειά μου. Γονατίζω ανάμεσα στα πόδια της, που είναι μαλακά, ανόστεα, και τα χέρια μου δε φτάνουν για να τα βουτήξουν ολόκληρα, η δύναμή μου δε φτάνει, το θάρρος μου δε φτάνει. Το σώμα της αναδίδει τη ζέστα που αναδίδουνε τα μεγάλα ζώα, αλλά είναι σαν βούτυρο να'χει λιώσει πάνω σε παντεσπάνι, γυαλιστερό χωρίς να γυαλίζει, γλυκό, πορώδες, σχεδόν σα να'ναι μέσα έξω φτιαγμένη από ενδομήτριο. Το κεφάλι μου πονάει πίσω ακριβώς απ'το κούτελο, ο ιδρώτας με χαράζει στους κροτάφους και σουρώνει στα φρύδια και στα γένεια. Είναι παραδομένη, βαριεστημένη, είναι απαξιωτική, είναι που δεν έχω ο ίδιος μου τιμή. Σπρώχνω το σεντόνι το διαφανές που'χει για να την κρατάει ενάρετη απάνω, ως το σαγόνι της, το τέλειωμα των νυχιών μου αγγίζει τα ξεδιψασμένα χείλια της, τα μάγουλα, τη μύτη, κι η εντύπωση που μου φέρνουν τα κεντρομόλα είναι βλεννογονική ακόμα και στα μέρη που συνήθως βρίσκει κάποιος δέρμα. Δεν έχει φαβορίτες, έχει μια μπούκλα στη μια και μια στην άλλη πλευρά, σαν αντέννες για τους τράγους των αυτιών ή σύνορα των ζυγωματικών που ζυμώνονται κι εκείνα χωρίς πολλά πολλά, τα μαλλιά της είναι σκονισμένα κι αυτά με την άμμο των μπαχαρικών της αριστερής πλευράς του φάσματος που δε θα τη δω ποτέ με καλό μάτι γιατί είμαι μύωπας. Τα βυζιά της είναι τρεις χούφτες το ένα, πυκνά, συμπαγή, δύσκολα, το μόνο μέρος του σώματός της που δεν υποχωρεί. Αυτό το πλησίασμα είναι παρεμβολή, το σώμα μου δε συμμερίζεται την ξένη επιθυμία: το πουλί μου είναι λιώμα και μ'ενοχλεί η αλλοδυνία, σα να το γδέρνει ο ακίνητος αέρας, αλλά είμαι αφόρητα καυλωμένος απ'την ηβική σύμφυση ως τη λαβή του στέρνου, μια ανυπόφορη αίσθηση, σα ρίζες που μεγαλώνουν κάτω απ'την άσφαλτο. Κάνω τα δέοντα για να'ρθουν στα ίσα η εντολή και το όργανο, και βλέπω ανάμεσα απ'τα δάχτυλά μου αμέτρητα έλκη που ορορροούν και λαμπυρίζουν μικρές αιμοσταλίδες, απ'τη βάλανο ως δυο δάχτυλα κάτω από εκεί που κόβουμε για Pfannenstiel, τι σκατά; Παγώνω από μέσα προς τα έξω σαν κάχτος το Νοέμβρη ξεχασμένος στο περβάζι, αλλά το παίξιμο δε θα το σταματήσω παρά όταν έρθει η ώρα. Μόλις αραιωθεί αργά αργά η σάρκα μου μες στο τσάκισμα της μικρής της πυέλου, αρχίζω να δακρύζω, το στόμα μου γεμίζει σάλια, αυτό είναι το παρασυμπαθητικό που θα με κουβαλήσει ώσπου ν'αρχίσουν τα δέκα δευτερόλεπτα του αυτοσκοπού που έχω παραμελήσει. Είναι ελαστικιά και απαλή και γλιστερή, είναι ένα μουνί που με είχε περιμένει, παρά το τι με είχε αφήσει να πιστεύω. Το ξυδάλατο που εξιδρώνει απ'όλες τις ζάρες και τις δίπλες της κάνει μια μια κάθε μικρή και μεγαλύτερη πληγή μου να ξυπνά. Έχω κλείσει σφιχτά τα μάτια, το στόμα μου είναι έτοιμο να με μαρτυρήσει που μου'ρχεται να κλαψουρίσω σαν παιδί.
-Δε θέλεις να με δεις;, ρωτάει πνιχτά, ή την ακούω απ'το βάθος του πηγαδιού που μ'έχει καταπιεί. Και απαντά στον εαυτό της: Όπως καταλαβαίνεις.
Η γλώσσα μου ακουμπάει αθόρυβα τα ούλα για ν'αρθρώσει το nej, nej, nej, ο Broca μου υπαγορεύει όχι, όχι, όχι, σπουδαίος αντιρρησίας. Τα ερυθρά που χάνω μέσα της τα νιώθω ένα ένα να μ'αποχαιρετούν, τι σόι γαμήσι είναι αυτό που μου φέρνει την ίδια ναυτία που μου'φερε η σκέψη των σπλάγχνων που έχουνε κοπεί, καεί, ραφτεί, διασπαστεί, τηχθεί, ξεραφτεί, ξανακοπεί, ξανακαεί, ξαναραφτεί..., ήταν η κοιλιοπερινεϊκή που βάλαμε παρέα με τον Καθηγητή τρίτη φορά με διπλά γάντια κι έχοντας προσκυνήσει ο καθένας τα ιερά του κι έκανε τρεις μήνες να πεθάνει, κι έχωνα το χέρι ως τη μέση για τις αλλαγές κι ανάδευα τα ζουμιά του νεκρού μέσα στη ζωντανή που της είχαμε ξηλώσει τα πάντα απ'τ'αχαμνά ως τα κωλάντερα, οι φοιτητές μαζεύονταν να δουν, ο Καθηγητής έκανε υστερίες στο διάδρομο, με ζώνει ο πανικός της αμαρτίας, με ισιώνει το χέρι του Θεού, ένας ύπνος πυρετώδης κι εχθρικός σ'ένα κρεβάτι σκέτο λάκκο, τινάχτηκα όρθιος, ταχυπνοϊκός, αγωνιώδης σαν ετοιμοθάνατος, πιέζοντας απελπισμένος το στέρνο μήπως και συνέτιζα την καρδιά μου που έστελνε αψηλάφητο σφυγμό, άδειασα απ'το κεφάλι κάτω και λιποθύμησα.
Το ινίο μου βρήκε στο στρώμα, κάτω είναι χοντρή μοκέτα, δε χτύπησα πουθενά. Έμεινα ποιος ξέρει πόσο με το σβέρκο στις παντόφλες, πέφτοντας είχα ρίξει και το καλώδιο, τα γυαλιά και το σοκολατάκι απ'το κομοδίνο που τα φόρεσα για στέμμα την ώρα της συγκοπής. Όταν συνήλθα ήταν πρωί, και δεν είχα κουράγιο ν'αντικρύσω τη ζωή μου.