© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα фото. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα фото. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι

Πέρα από τις αμμοθίνες ξαπλώνει ακίνητη η θάλασσα, μελάνι μες στη νύχτα. Προς τα πίσω είναι οι ανοιχτωσιές με τα ανθισμένα ρείκια και το κιτρινωπό χορτάρι, που απλώνονται και απλώνονται ως το τέλος του κόσμου, επίπεδες και ομαλές, αιωνίως αμέτοχες. Σ'αυτόν τον προτεσταντικό παράδεισο, ένας ερημίτης γρύλος προσεύχεται. Καλέ Θεέ, άνοιξέ μου το θώρακα όπως οι πλούσιοι με τα κρεμαστά προγούλια ανοίγουνε το θώρακα των αστακών με ένα κρακ και βγάλε από μέσα το μπόγο σκουλήκια που με τρώνε. Τα αστέρια έπεσαν από τον ουρανό και έγιναν δροσιά. Είναι η ιδανική νύχτα αν θέλεις να σε ακούσει ο Θεός.

Καθόμαστε καταγής στο γυμνωμένο χώμα εμπρός στο knæhus. Η αχυροσκεπή είναι ενωμένη με το ψηλό χορτάρι και η καλύβα είναι μέρος του τοπίου, ένας ψεύτης λόφος. Αν ήμουν αγρότης απ'το Gorlosen που δεν είχε δει σ'όλη τη ζωή του μέρος άλλο απ'την κοιλάδα του Mayenbach, θα έτρεμα σαν φύλλο. Η αρχή της λιμνοθάλασσας του Ringkøbing σημαίνει το τέλος της πάτριας ακτής μου, αλλά έχω ζήσει στη γύρα και δε φοβάμαι. Οι φάτσες που αλλάζουν δεν παύουν να είναι φάτσες φυτεμένες πάνω σε λαιμούς, οι λέξεις που ακούγονται διαφορετικές αναβλύζουν από στόματα φτιαγμένα με την ίδια τεχνική, η άμπωτη και η παλίρροια κόβουν τις ίδιες βόλτες, όλα αυτά τα κυβερνάει ο ίδιος βασιλιάς, κι εγώ κι εσύ είμαστε πάντα τυχοδιώκτες.

Ο γρύλος τελειώνει την προσευχή και τώρα είναι σειρά σου. Σηκώνεις το μπουκάλι προς τα πάνω, πίνεις μερικές γενναίες γουλιές, από κείνες τις γρήγορες που κάνει το ακβαβίτ και φωνάζεις με ζεστή φωνή: Καλέ Θεέ, κάνε αυτό το καλοκαίρι στην καρδιά μου να κρατήσει ώσπου να με ψήσει από μέσα και να γίνω κάρκανο. Ο Θεός γελάει γιατί είσαι μεθυσμένος. Ίσως και να μη σε παίρνει στα σοβαρά. Αλλά εγώ σ'ακούω όλος αυτιά. Η μάνα σου που είναι πιστή και πηγαίνει κάθε Κυριακή σ'εκείνη την εκκλησία στο ένωμα του Μπούα και του Ένα που μέσα έχει τις παλιές ζωγραφιές από την πτώση (utdrivelse), σου έλεγε όταν ήσουν παιδί να προσεύχεσαι πάντα σιγανά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε ο διάολος ακούει.

Το λερό παραθυράκι της καλύβας αφήνει το φεγγαρόφωτο να στάξει στα στρωσίδια. Ένα ξενύχτικο μερμήγκι πεζοπορεί στις τρίχες της κοιλιάς σου, σηκώνεις το χέρι για να το εκτελέσεις, αλλά σε πιάνω με τη μέγγενη απ'τον καρπό. Το μερμήγκι πείθεται να σκαρφαλώσει στο νύχι του αντίχειρα και με το χιτινικό ιπτάμενο χαλί ταξιδεύει ως τα σανίδια του πατώματος. Μου χαμογελάς θολός απ'το ποτό, κουνάς τα δάχτυλα για να σε αφήσω, σ'αφήνω. Mου χαϊδεύεις το μάγουλο προσεχτικά σαν πατέρας που χαϊδεύει ένα νεογέννητο, Πώς γίνεται να μη σ'αγαπάνε όλοι;

Κλείνω τα μάτια. Έχεις χαθεί για τα καλά. Κάτω απ'την αχυροσκεπή θα αγκαλιάσεις έναν άντρα και θα του λύσεις τα δεσμά. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος, ήταν πλάνη, ήταν φιγούρα από φωτιά. Όσο θα καίγεσαι θα λες πως ήταν ο Θεός που σου'κανε το κέφι. Το φεγγάρι είναι θραύσμα από εκείνο το κοχύλι που χτυπήθηκε και χτυπήθηκε στις πέτρες. Μέσα στο σκοτάδι, η ψυχή μου βγαίνει σαν σκιά απ'το κορμί μου και γλιστράει έξω στα ανθισμένα ρείκια. Είναι μια γλυκιά νύχτα, μια νύχτα που ξεκουράζεται η πλάση, μια νύχτα που δεν αρμόζει στα στοιχειά. Τρέχω αθόρυβα πάνω στη μαλακή γη, κρυμμένος απ'τον κόσμο, κρυμμένος και από το Θεό, μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι, τρέχω προς τη θάλασσα, κι όταν περνώ τις τελευταίες αμμοθίνες, το σχήμα μου διαλύεται και γίνομαι μαύρη πνοή που εξαφανίζεται στο μαύρο νερό που παραμένει αρύτιδο γυαλί.

---


Knæhus (esehus)

Τα σανίδια του πατώματος (feat. jizz)













Εβέρ

 


Ο Φόρρεστ Κάρτερ έγραψε την Εκπαίδευση του Μικρού Δέντρου. Ένας μικρός Τσεροκί μεγάλωνε με τον παππού και τη γιαγιά σύμφωνα με τις αξίες και τις παραδόσεις της φυλής, τσιτάτα όπως Take only what ye need. When ye take the deer, do not take the best. Take the smaller and the slower and then the deer will grow stronger and always give you meat. Pa-koh, the panther, knows and so must ye. Τα λόγια είναι σαν μακρυές βελόνες και σε βρίσκουν κατευθείαν στο ψαχνό.

Ο Έηζα Ερλ Κάρτερ ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της Κου Κλουξ Κλαν και έγραφε πολιτικούς λόγους για ρατσιστές πολιτικούς. Το απόγειο της καριέρας του ήταν το σύνθημα που παπαγάλισε ο Τζωρτζ Γουώλλας segregation now, segregation tomorrow, segregation forever. Τα λόγια είναι σαν μακρυές βελόνες και σε βρίσκουν κατευθείαν στο ψαχνό.

Ο Φόρρεστ Κάρτερ και ο Έηζα Ερλ Κάρτερ ήταν ο ίδιος άντρας.

---

Με τον Εβέρ είμαστε φίλοι από όταν ήταν μωρό. Όταν παίρνω τη στροφή από το δάσος προς το σπίτι, μόλις με παίρνει πρέφα έρχεται τροχάζοντας χαλαρά. Ο סנדק είχε κατά καιρούς πολλά άλογα αλλά εμένα ποτέ δε με ενδιέφεραν πολύ. Συμπαθώ μόνο τον Εβέρ. Όταν ο Εβέρ σακατεύτηκε, έβαλα φράγκα για να κάνει φυσιοθεραπείες. Τώρα που είμαι κι εγώ σακάτης κάνουμε ακόμα πιο καλή παρέα. Τώρα καταλαβαίνω τον Εβέρ καλύτερα από όλους τους άλλους, και ο Εβέρ με καταλαβαίνει καλύτερα από ό,τι με καταλαβαίνω εγώ. Είναι θήραμα και η αδυναμία του τον κάνει πιο ευάλωτο, γι'αυτό την κρύβει όσο καλύτερα μπορεί. Όμως δεν έγινε πικρός και δεν τσινάει.

Cartography of pain



///


Disección del cadáver de Pegaso


Es una sala espaciosa.
Muy clara.
Es luz que refracta el bosque lejano.


Sobre la mesa yacen
el cuerpo y las alas
extendidas
como velas de bajeles deshechos.


Han hilvanado el despojo
sin otro motivo
que algo semejante a la caridad.


Pronto llegarán los voluntarios
y se llevarán el cuerpo,
incluidas las alas,
al basural.
 
Julio Pasos Barrera

Ο δύτης κορεσμού

02.2023

Η Ναντίν είναι γενική χειρουργός. Γεννήθηκε το χειμώνα του '91. Έμαθε να δένει απολινώσεις πριν μπει στην εφηβεία αλλά δυσκολευόταν να διαβάσει, τέταρτη γενιά γιατρών εκατέρωθεν, κάτι από ταπεινά ξεκινήματα και κάτι από υψηλές προσδοκίες. Δουλεύει στο νοσοκομείο, που προς ικανοποίησή της πρόσφατα έγινε πανεπιστημιακό, κι έτσι μπορεί και πάλι να τραμπουκίζει φοιτητές. Είναι το νεότερο πρώτο χέρι στον ημιώροφο. Στον ελεύθερό της χρόνο θα μπορούσε να πηγαίνει για γκολφ με τους γναθοχειρουργούς από το κτίριο δέλτα, αλλά έχει εμμονή με τις ελεύθερες καταδύσεις.

Ο Τόρμπεν είναι δύτης κορεσμού. Γεννήθηκε το καλοκαίρι του '78. Γιος κτηνοτρόφων χωρίς κεφάλαιο, μεγάλωσε σε φάρμα με ασπρόμαυρες αγελάδες, σπούδασε μεταλλουργός. Δούλευε οφφσόρ, όπως πολλοί στην περιοχή. Έκανε ερασιτεχνικές καταδύσεις από παιδί, αλλά η έμπνευση να τις μετατρέψει σε καριέρα τον βρήκε πολύ αργότερα, στα τριάντα οχτώ. Πήρε δάνειο και πήγε στην Αγγλία για επίσημη εκπαίδευση, επιδέξιος και με ανθεκτικό σώμα αποδείχτηκε ιδανικός για το επάγγελμα, έκανε κονέδες και τώρα δουλεύει συμβόλαια οφφσόρ, αλλά από την κάτω μεριά, στις υποβρύχιες μεταλλουργικές εργασίες. Μια μέρα ξεπλήρωσε το δάνειο αιφνιδίως, σαν να τα είχε καταφέρει με εκείνο το ριφιφί που κατάστρωνε τους μήνες που ήταν φυλακή.

Ο Φάμπιαν είναι ο παντογνώστης αφηγητής. Γεννήθηκε το χειμώνα του '87. Μοναχοπαίδι που οι γονείς του προόριζαν για μουσικό, πήρε δίπλωμα πιάνου και μετά τις απολυτήριες εξετάσεις δεν έπαιξε ποτέ ξανά έξω από την ασφάλεια του σπιτιού του. Περιφέρθηκε από χειρουργική σε παθολογία και τελικά υποεξειδικεύτηκε στην υπερβαρική και ναυτιλιακή ιατρική. Τώρα η δουλειά του Φάμπιαν είναι να είναι σε επιφυλακή. Κάποιες μέρες στο νοσοκομείο, κάποιες οφφσόρ, κάπου ανάμεσα στη Ναντίν και τον Τόρμπεν, όπως και στην προκείμενη ιστορία.
 
Το Κλαμπ Αίγκιρ έχει νοικιάσει την αίθουσα του ενδιάμεσου κόστους, για διοργανώσεις μέτριων προδιαγραφών. Μια μπάντα χωρίς όνομα παίζει τζαζ του κώλου. Γκαλά, αλκοόλ αντ λίμπιτουμ, δείπνο με τέσσερα πιάτα, κουίζ και παιχνίδια για μεγάλους, έτσι γράφει η πρόσκληση. Το Κλαμπ Αίγκιρ είναι ο παλιότερος από τους δυο καταδυτικούς συλλόγους της περιοχής, λειτουργεί από τη δεκαετία του '60. Κάθε μέλος δικαιούται να φέρει και έναν συνοδό, έτσι ήρθε κι ο Φάμπιαν αξεσουάρ στο βραχίονα της Ναντίν.

Ένα νούμερο στην πρόσκληση που αντιστοιχεί στο τραπέζι δίπλα στην έξοδο που βγάζει στο κλιμακοστάσιο για την αυλή της αρένας. Το τραπέζι είναι σκεπασμένο με άσπρο σεντόνι όπως στους γάμους. Η Ναντίν, το κορίτσι, η γυναίκα ανάμεσα στους άντρες σε μόνιμη βάση, στη δουλειά, στο σπίτι, στη διασκέδαση, μια κακέκτυπη Στρουμφίτα, μια νεράιδα από χώμα. Απ'το Σεπτέμβρη ως τώρα φρόντισε να εδραιώσει την παρουσία της, τη μάθανε γρήγορα στο Κλαμπ Αίγκιρ όπως και στο νοσοκομείο, η τυπική αντρική περιφρόνηση που μετατρέπεται στην τυπική αντρική αδυναμία. Το παραμύθι της γυναίκας που δεν είναι όπως οι άλλες. Ποιος κρίνει; Αφού όλοι είμαστε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της ίδιας στάχτης. Η αίθουσα είναι πνιγηρή με εκείνη τη βαριά ζέστη του συνωστισμού και της θέρμανσης. Τα μάγουλα της Ναντίν είναι ασυνήθιστα ροδαλά. Μιλάει ενθουσιωδώς με έναν κύριο χωρίς φρύδια ενώ η καλοντυμένη συνοδός του και ο Φάμπιαν κοιτάνε αμήχανα τα προκάτ ψωμάκια στο τραπέζι.

Όταν σερβίρεται το σικέ επιδόρπιο (λεμονομούς με φύλλα μέντας), περνάνε τέσσερεις πέντε άντρες από δίπλα καθ' οδόν για την έξοδο. Ένας απ'αυτούς βραδυπορεί. Εκεί σκαλώνει το γρανάζι. Το στρογγυλό μούτρο της Ναντίν είναι στραμμένο προς τη μεριά του διερχόμενου. Η συντροφιά βγαίνει έξω, αλλά ο ξένος ρίχνει ματιές πίσω απ'το τζάμι και η Ναντίν έμεινε σιωπηλή. Ο χρόνος κυλάει για όλους πλην των δυο γοητευμένων. Οι άντρες επιστρέφουν τυλιγμένοι σε ένα σύννεφο τσιγαρίλας και κολώνιας. Ο κύριος χωρις φρύδια είναι απασχολημένος με τη λεμονομούς της συνοδού του. Κανείς δε δίνει σημασία. Ο ξένος, τα ζωηρά του μάτια, το κατεργαραίικο μούτρο του κοριτσιού. Αυτός γέρνει το κεφάλι προς την έξοδο, κοντοστέκεται, αυτή γνέφει με μια υποψία ευθυμίας στα χείλη, το πράσινο φως. Τρακάρει στα γρήγορα ένα τσιγαράκι από τον κύριο χωρίς φρύδια και κατεβαίνει με τον ξένο έξω στις τσιμεντόπλακες. Πρόκειται για κάποιου τύπου αναμέτρηση. Στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, ο ξένος είναι ψηλός με φαρδιά πλάτη, εντυπωσιακής κατασκευής, το κορίτσι στερεότυπο ακριβό άρωμα σε μικρό μπουκάλι αλλά με μια απείθεια στη στάση. Καπνίζουν έκαστος το τσιγάρο του ενώ ξέρουν αμφότεροι πως δεν πρέπει, και κοιτάζονται. Ο ξένος έχει μια ψαρή αραιή γενειάδα που αιωρείται γύρω απ'τη μούρη του σαν αχλή του νότιου ημισφαιρίου, το κορίτσι έχει μακριές βλεφαρίδες και ήπια ζυγωματικά, ο ξένος είναι κουρεμένος με την ψιλή, το κορίτσι έχει πλούσια μαλλιά αλλά είναι κρυμμένα σε εκείνο το χτένισμα που τα γυρίζει μέσα στον εαυτό τους στη βάση του κεφαλιού. Ο ξένος της χαμογελά και το κορίτσι του επιστρέφει την αβροφροσύνη. Αυτή η παράσταση παίζει σε ατέρμονη επανάληψη σε αλλεπάλληλα σύμπαντα, ο χορός των εντόμων την εποχή του ζευγαρώματος, εκείνες οι δυο μύγες που θα γαμηθούνε στο σαλόνι σου.

Προς το τέλος της βραδιάς η εορταστική διάθεση έχει ξεθυμάνει. Αυτοί που έχουν μείνει έχουν παραπιεί. Η Ναντίν ξεκουράζει τα πόδια της στην καρέκλα δίπλα της. Ο ξένος εμφανίζεται ξανά. -Θα μου επιτρέψεις; Τα πόδια κρύβονται κάτω απ'το τραπεζομάντηλο. Ο ξένος βολεύεται, βάζει τη μπύρα του στο τραπέζι, τα μάτια του αμετακίνητα. Κοιτάζει με θαρραλέα ειλικρίνεια. Συστήνεται και τείνει για χειραψία. Η πρόθεση μένει μετέωρη. Το κορίτσι του πιάνει το πρόσωπο με τα δυο χέρια και τον φιλάει στο στόμα. Μια στιγμή περισυλλογής και τα δυνατά του χέρια αγγίζουν τα μαλλιά της προσεχτικά. Το χτένισμα απείραχτο, αλλά η γλώσσα του είναι μες στο στόμα της.

Ο Φάμπιαν κλείνει το μάτι στο κορίτσι. Ο αφηγητής μας είναι marit còmode. Ο Τόρμπεν υπνωτισμένος πέρα βρέχει. Βιάζεται να φύγει με τα κλοπιμαία για το λαμαρινένιο εξοχικό του έξω από το Βάηερς. Ο Τόρμπεν είναι παντρεμένος και έχει δυο έφηβα παιδιά, σύμφωνα με το προτεσταντικό εντολοχάρτι που παίρνουνε όλοι μόλις γεννιούνται στο λασποτόπι. Ο Φάμπιαν εύχεται για το καλό του να μην τον είδε κανένας κουτσομπόλης. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και το νοικοκύρη. Η ευτυχία είναι εύθραυστη, εξόν κι αν φυτρώσει απ'τα αποκαΐδια σου. Μαζεύεις μεθοδικά τα κλαδιά και τα ξερόχορτα σε βουνό γύρω από το χοντρό παλούκι, δένεσαι χέρια πόδια, ρίχνεις το σπίρτο, καίγεσαι στην πυρά που στήνεις ειδικά για σένα και γύρω στήνεται χορός. Ο Τόρμπεν φοράει βέρα πλακέ, ίδιας κοπής με της Ναντίν, για λόγους πρακτικούς: οι χοντρές στρογγυλεμένες βέρες πιάνονται εύκολα και μπορούν να σε εκθέσουν. Κανείς από τους δυο τους δεν είναι νόμιμος να οδηγήσει. Αν τους τσακώσουν οι μπάτσοι, θα τιμωρηθούν σαν κατσαρίδες κάτω από τσόκαρο χοντρής νοικοκυράς, η χώρα είναι καμένη απ'το ποτό. Ο Τόρμπεν επιμένει να πάρει το ρίσκο και να κάνει τη μαλακία. Αν σκοτωθούνε, τα ρέστα δικά τους έτσι κι αλλιώς. Όμως όλα θα πάνε καλά. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη.

Το εξοχικό δεν έχει μόνωση και είναι παγωμένο αλλά δεν πτοούνται. Στο δια ταύτα. Ο Τόρμπεν ξέρει από μητριαρχικές μαλτέζες με το σφιγμένο χείλι, η Ναντίν είναι αχαρτογράφητη. Θα τον περάσει από μια δοκιμασία που θα του κάνει τα γόνατα ζελέ. Ο Τόρμπεν είναι εξασκημένος στα λούκια. Έχει εκπαιδευτεί να προσπερνάει κάθε σκόπελο που θα μπορούσε να τον καταδικάσει. Η αρχή είναι η ίδια, τις λεπτομέρειες θα τις βρει. Είναι σε άριστη φυσική κατάσταση και βγάζει λεφτά με τη σέσουλα. Τα οφφσόρ έχουν αξιόλογα μισθά, πόσο μάλλον αυτό το επικίνδυνο σπορ που έχει διαλέξει. Όσο πιο υπαρκτό το ρίσκο να μη γυρίσεις ζωντανός απ'τη δουλειά, όσο πιο δύσκολη η αντικατάστασή σου, τόσο ψηλότερη η ανταμοιβή. Αυτό βοηθάει με την αυτοπεποίθηση. Θα πηδηχτούνε και το γαμήσι θα είναι καλό. Παρότι ολόκληρη η πρόθεση συνοψιζότανε σ'αυτό, ο αέρας γύρισε μες τη νύχτα, και ξαφνικά το γαμήσι δεν είναι αρκετό. Ο Τόρμπεν τώρα γυρεύει κάτι άλλο, λιγότερο απλό. Γυρεύει τη θεραπεία της μοναξιάς. Το πρωί θα ξυπνήσει πρώτος και θα φτιάξει στο κορίτσι το πρωινό που τρώει τα τελευταία σαράντα χρόνια (χυλό από βρώμη που μοιάζει με ξερατό) και ηττημένος θα παραδεχτεί Θέλω να σε ξαναδώ, και θα εννοεί Το βέλος με βρήκε στο ψαχνό. Η Ναντίν θα του πει Θα με ξαναδείς, και θα εννοεί Θα παίξω με το κουφάρι σου.

Ίσως το βρωμόστομα της μέσης ηλικίας έψαλλε μαγικές κατάρες κι έπεισε τον Τόρμπεν να βγάλει την πανοπλία του και να ξεβρακωθεί στο πεδίο της μάχης, ίσως το χέρι του Θεού τον έσπρωξε και τα δόντια του θα έβρισκαν τη λαμαρίνα όπως κι αν προσγειωνόταν επειδή ήταν γραφτό και καταστρωμένο όπως όλα για τους πιστούς. Όπως και να'χει, δεν την γλύτωσε: η ποδοκνημική του πιάστηκε σε ένα στένωμα, και τώρα θα δει πράγματα που δεν έχει φανταστεί παρότι τόσο κοινά. Θα σφιχτεί το κωλαράκι του, αλλά θα αξίζει τον κόπο. Η Ναντίν θα παίξει σαν παιδί, αλλά το βέλος είναι βαμμένο και με το δικό της αίμα, κι ας κάνει πως δεν τρέχει τίποτα. Είναι ακριβώς αυτό που τη συγκινεί, οι άντρες που μοιάζουν να τα'χουν όλα υπό έλεγχο ενώ τους υποσκάπτει η αδυναμία.

Όσο για τον Φάμπιαν; Κάθεται δίπλα στον Φαροέζο καπετάνιο Χ. Π. Μ. στη φανταστική θαλπωρή της γέφυρας του Έσβαγκτ Λ. που μοιάζει με διαστημόπλοιο και μηρυκάζει, παντογνώστης αφηγητής, παρασκηνιακός, χτυπημένος από το ίδιο βρώμικο βέλος, με το πρόσωπο κρυμμένο, κι αν η καύλα είναι Θεός, ο Φάμπιαν είναι θεοσεβούμενος.


ΘΑΛΠΩΡΕΣ




Είσαι η λεπτή άμμος του νησιού
ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι
το θρόισμα από τις μικρές πέτρες
που τρίβονται με το ήσυχο κύμα

το κεχριμπάρι μες στο νερό
τα πρωινά δάκρυα, η ερημιά των υφάλμυρων ελών
βήματα στην απέραντη πεδιάδα, βρύα στη δροσιά

είσαι το ζεστό φως στην παγωμένη ομίχλη
όταν σε βλέπω όλα μου τα σπασμένα ανατάσσονται
εκείνη η μοναχική καρδερίνα
λέει: Θυμήσου. Η νύχτα τελειώνει.

M04

 


I ask God to send a swordsman
and God says: "Look at your hands"

M. Broder


Κάποτε τα νέα από μακρυά αργούσανε να φτάσουν, ήταν φυσικό. Η δύναμη φαινόταν αλλού, στον καταπιώνα που τα εξαφάνιζε όλα στη σιωπή του στομαχιού, στην υπομονή. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα ταξίδια κόντυναν σαν μπατζάκια κακού παντελονιού, οι αγγαρείες ξεπετιούνται στο φτερό, μένεις μια κοντή μέρα στο λιμάνι και δεν προλαβαίνεις ούτε τις σόλες σου να σκονίσεις, και τα νέα... τα νέα σε βρίσκουν σαν χαστούκι. Όσο μακρυά κι αν πας, δε θα φτάσεις ποτέ πιο πέρα από ένα τηλεφώνημα. Ένα ζώο βραδύ δεν έχει το σθένος να χωνέψει την αστραπή. Αυτό το ξέρουμε καλά ο Τ. κι εγώ. Ο Τ. επιβραδύνθηκε μετά το πρώτο του μπάρκο. Έτσι όπως το αλατόνερο τρώει τη γυαλάδα και γεννάει τη σκουριά, έτσι έφαγε και τον Τ. και έφερε το αλαφροΐσκιωμά του. Κάθε ώση τρέλας σε σπρώχνει ένα σκαλί πιο κάτω, ώσπου είσαι πια ολόκληρος κάτω απ'το νερό, κι εκεί όλα κινούνται στους ρυθμούς του άλλου κόσμου. Κάποιοι δίνουνε μάχη και βγαίνουν νικητές. Ανεβαίνουν πάλι στα τσιμέντα, μούσκεμα, ντυμένοι φυκιάδες και τρυπημένοι από δεκάδες αχινούς, και τρέχουν τρομάζοντας τις θειές και τα παιδιά. Άλλοι δίνουν τη μάχη τους και χάνουν, όπως εγώ. Και μερικοί παραδίνονται χωρίς να πάνε κόντρα, όπως ο Τ. Μ'αυτό το τέμπο, θα ζήσετε για πάντα, έλεγες το περασμένο καλοκαίρι, ενώ έπαιρνες τα σύνεργά σου και κατέβαινες βολίδα στην ακτή ενώ εγώ έπλενα ακόμα πιάτα και ο Τ. ψαχούλευε τη ντάνα με τις σακούλες για τα ψάρια που θα έβγαζες, και ήταν σαν να'χες δίκιο.

Πριν εφτά χρόνια, έκλεινα το γιατρείο το μεσημέρι, κατέβαινα στο σπίτι, ετοιμάζαμε δυο ψιλές μερίδες από το φαΐ που είχε πακετάρει η συνονόματή σου η Ν., του Τ. η γυναίκα, μια φέτα ψωμί έκαστος, ένα ουζάκι εγώ, ο Τ. δεν έπινε σε καθημερινή βάση. Είχαμε ο καθένας τις μοναχικές ιεροτελεστίες του, το πρόγραμμα, τα κολλήματα, τις ανορθόδοξες ιδέες, κατά σύμπτωση πολύ παρεμφερείς, όχι ίδιες αλλά κοινές, σαν πηρούνια από άλλο σετ στο συρτάρι που ξαπλώνουν βολικά το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν είχε καλό καιρό, καθόμασταν στη βεράντα, μασουλούσαμε το φαΐ μας με λακωνική ψιλή κουβέντα (-Ήρθε ο Χ. από απέναντι; -Ήρθε, τονε πήρε ο αδερφός του από κάτω. [...] -Άνοιξες τη βάνα; -Θα'χει νερό; -Το βράδυ. [...] -Κόλλα σήμερα. -Κόλλα.), και όταν αποτρώγαμε, ο Τ. έσπρωχνε πίσω τη γυφτοκαρέκλα, χαλάρωνε το σώμα του και έπαιρνε τα κυάλια ενώ εγώ έβαζα να καπνίσω.
...

Δε θέλω να γράψω άλλο.

///


Το μεσημέρι ανέβαινα απ'τα αποδυτήρια φορώντας πολιτικά, καθαρός πλυμένος στην κοινόχρηστη ντουζιέρα. Με απασχολούσε που την Παρασκευή είμαι στο πλάνο για να βγω οφφσόρ και δεν έχω αποφασίσει τι να πάρω να διαβάσω. Χτύπησε το τηλέφωνο, το αγνόησα, αφού σας έβλεπα στο φουαγιέ με τον Άλμπερτ να με περιμένετε. Αλλά χτύπησε πάλι, ήταν ο πατέρας μου: Πάρε τηλ. τη Ν. να τη στηρίξεις, ο Τ. είναι στο νοσοκομείο. Δε θα βγάλει καλαμάρια φέτος. Ο Τ. ήταν στο χειρουργείο εκείνη την ώρα, μπήκε με ειλεό και όταν ανοίξανε βρήκανε τα σπλάγχνα του κολλημένα μεταξύ τους σαν μπόγο από έναν καρκίνο.

Κανείς δε ζει για πάντα.


In girum imus nocte et consumimur igni


 

“There is in God, some say
a deep but dazzling darkness...
O for that night, that I in Him
might live invisible and dim.”
― H. Vaughan

des Nachts

 

The grey sea and the long black land;
And the yellow half-moon large and low;
And the startled little waves that leap
In fiery ringlets from their sleep,
As I gain the cove with pushing prow,
And quench its speed i' the slushy sand.

R. Browning