© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα фото. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα фото. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο δύτης κορεσμού

02.2023

Η Ναντίν είναι γενική χειρουργός. Γεννήθηκε το χειμώνα του '91. Έμαθε να δένει απολινώσεις πριν μπει στην εφηβεία αλλά δυσκολευόταν να διαβάσει, τέταρτη γενιά γιατρών εκατέρωθεν, κάτι από ταπεινά ξεκινήματα και κάτι από υψηλές προσδοκίες. Δουλεύει στο νοσοκομείο, που προς ικανοποίησή της πρόσφατα έγινε πανεπιστημιακό, κι έτσι μπορεί και πάλι να τραμπουκίζει φοιτητές. Είναι το νεότερο πρώτο χέρι στον ημιώροφο. Στον ελεύθερό της χρόνο θα μπορούσε να πηγαίνει για γκολφ με τους γναθοχειρουργούς από το κτίριο δέλτα, αλλά έχει εμμονή με τις ελεύθερες καταδύσεις.

Ο Τόρμπεν είναι δύτης κορεσμού. Γεννήθηκε το καλοκαίρι του '78. Γιος κτηνοτρόφων χωρίς κεφάλαιο, μεγάλωσε σε φάρμα με ασπρόμαυρες αγελάδες, σπούδασε μεταλλουργός. Δούλευε οφφσόρ, όπως πολλοί στην περιοχή. Έκανε ερασιτεχνικές καταδύσεις από παιδί, αλλά η έμπνευση να τις μετατρέψει σε καριέρα τον βρήκε πολύ αργότερα, στα τριάντα οχτώ. Πήρε δάνειο και πήγε στην Αγγλία για επίσημη εκπαίδευση, επιδέξιος και με ανθεκτικό σώμα αποδείχτηκε ιδανικός για το επάγγελμα, έκανε κονέδες και τώρα δουλεύει συμβόλαια οφφσόρ, αλλά από την κάτω μεριά, στις υποβρύχιες μεταλλουργικές εργασίες. Μια μέρα ξεπλήρωσε το δάνειο αιφνιδίως, σαν να τα είχε καταφέρει με εκείνο το ριφιφί που κατάστρωνε τους μήνες που ήταν φυλακή.

Ο Φάμπιαν είναι ο παντογνώστης αφηγητής. Γεννήθηκε το χειμώνα του '87. Μοναχοπαίδι που οι γονείς του προόριζαν για μουσικό, πήρε δίπλωμα πιάνου και μετά τις απολυτήριες εξετάσεις δεν έπαιξε ποτέ ξανά έξω από την ασφάλεια του σπιτιού του. Περιφέρθηκε από χειρουργική σε παθολογία και τελικά υποεξειδικεύτηκε στην υπερβαρική και ναυτιλιακή ιατρική. Τώρα η δουλειά του Φάμπιαν είναι να είναι σε επιφυλακή. Κάποιες μέρες στο νοσοκομείο, κάποιες οφφσόρ, κάπου ανάμεσα στη Ναντίν και τον Τόρμπεν, όπως και στην προκείμενη ιστορία.
 
Το Κλαμπ Αίγκιρ έχει νοικιάσει την αίθουσα του ενδιάμεσου κόστους, για διοργανώσεις μέτριων προδιαγραφών. Μια μπάντα χωρίς όνομα παίζει τζαζ του κώλου. Γκαλά, αλκοόλ αντ λίμπιτουμ, δείπνο με τέσσερα πιάτα, κουίζ και παιχνίδια για μεγάλους, έτσι γράφει η πρόσκληση. Το Κλαμπ Αίγκιρ είναι ο παλιότερος από τους δυο καταδυτικούς συλλόγους της περιοχής, λειτουργεί από τη δεκαετία του '60. Κάθε μέλος δικαιούται να φέρει και έναν συνοδό, έτσι ήρθε κι ο Φάμπιαν αξεσουάρ στο βραχίονα της Ναντίν.

Ένα νούμερο στην πρόσκληση που αντιστοιχεί στο τραπέζι δίπλα στην έξοδο που βγάζει στο κλιμακοστάσιο για την αυλή της αρένας. Το τραπέζι είναι σκεπασμένο με άσπρο σεντόνι όπως στους γάμους. Η Ναντίν, το κορίτσι, η γυναίκα ανάμεσα στους άντρες σε μόνιμη βάση, στη δουλειά, στο σπίτι, στη διασκέδαση, μια κακέκτυπη Στρουμφίτα, μια νεράιδα από χώμα. Απ'το Σεπτέμβρη ως τώρα φρόντισε να εδραιώσει την παρουσία της, τη μάθανε γρήγορα στο Κλαμπ Αίγκιρ όπως και στο νοσοκομείο, η τυπική αντρική περιφρόνηση που μετατρέπεται στην τυπική αντρική αδυναμία. Το παραμύθι της γυναίκας που δεν είναι όπως οι άλλες. Ποιος κρίνει; Αφού όλοι είμαστε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της ίδιας στάχτης. Η αίθουσα είναι πνιγηρή με εκείνη τη βαριά ζέστη του συνωστισμού και της θέρμανσης. Τα μάγουλα της Ναντίν είναι ασυνήθιστα ροδαλά. Μιλάει ενθουσιωδώς με έναν κύριο χωρίς φρύδια ενώ η καλοντυμένη συνοδός του και ο Φάμπιαν κοιτάνε αμήχανα τα προκάτ ψωμάκια στο τραπέζι.

Όταν σερβίρεται το σικέ επιδόρπιο (λεμονομούς με φύλλα μέντας), περνάνε τέσσερεις πέντε άντρες από δίπλα καθ' οδόν για την έξοδο. Ένας απ'αυτούς βραδυπορεί. Εκεί σκαλώνει το γρανάζι. Το στρογγυλό μούτρο της Ναντίν είναι στραμμένο προς τη μεριά του διερχόμενου. Η συντροφιά βγαίνει έξω, αλλά ο ξένος ρίχνει ματιές πίσω απ'το τζάμι και η Ναντίν έμεινε σιωπηλή. Ο χρόνος κυλάει για όλους πλην των δυο γοητευμένων. Οι άντρες επιστρέφουν τυλιγμένοι σε ένα σύννεφο τσιγαρίλας και κολώνιας. Ο κύριος χωρις φρύδια είναι απασχολημένος με τη λεμονομούς της συνοδού του. Κανείς δε δίνει σημασία. Ο ξένος, τα ζωηρά του μάτια, το κατεργαραίικο μούτρο του κοριτσιού. Αυτός γέρνει το κεφάλι προς την έξοδο, κοντοστέκεται, αυτή γνέφει με μια υποψία ευθυμίας στα χείλη, το πράσινο φως. Τρακάρει στα γρήγορα ένα τσιγαράκι από τον κύριο χωρίς φρύδια και κατεβαίνει με τον ξένο έξω στις τσιμεντόπλακες. Πρόκειται για κάποιου τύπου αναμέτρηση. Στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, ο ξένος είναι ψηλός με φαρδιά πλάτη, εντυπωσιακής κατασκευής, το κορίτσι στερεότυπο ακριβό άρωμα σε μικρό μπουκάλι αλλά με μια απείθεια στη στάση. Καπνίζουν έκαστος το τσιγάρο του ενώ ξέρουν αμφότεροι πως δεν πρέπει, και κοιτάζονται. Ο ξένος έχει μια ψαρή αραιή γενειάδα που αιωρείται γύρω απ'τη μούρη του σαν αχλή του νότιου ημισφαιρίου, το κορίτσι έχει μακριές βλεφαρίδες και ήπια ζυγωματικά, ο ξένος είναι κουρεμένος με την ψιλή, το κορίτσι έχει πλούσια μαλλιά αλλά είναι κρυμμένα σε εκείνο το χτένισμα που τα γυρίζει μέσα στον εαυτό τους στη βάση του κεφαλιού. Ο ξένος της χαμογελά και το κορίτσι του επιστρέφει την αβροφροσύνη. Αυτή η παράσταση παίζει σε ατέρμονη επανάληψη σε αλλεπάλληλα σύμπαντα, ο χορός των εντόμων την εποχή του ζευγαρώματος, εκείνες οι δυο μύγες που θα γαμηθούνε στο σαλόνι σου.

Προς το τέλος της βραδιάς η εορταστική διάθεση έχει ξεθυμάνει. Αυτοί που έχουν μείνει έχουν παραπιεί. Η Ναντίν ξεκουράζει τα πόδια της στην καρέκλα δίπλα της. Ο ξένος εμφανίζεται ξανά. -Θα μου επιτρέψεις; Τα πόδια κρύβονται κάτω απ'το τραπεζομάντηλο. Ο ξένος βολεύεται, βάζει τη μπύρα του στο τραπέζι, τα μάτια του αμετακίνητα. Κοιτάζει με θαρραλέα ειλικρίνεια. Συστήνεται και τείνει για χειραψία. Η πρόθεση μένει μετέωρη. Το κορίτσι του πιάνει το πρόσωπο με τα δυο χέρια και τον φιλάει στο στόμα. Μια στιγμή περισυλλογής και τα δυνατά του χέρια αγγίζουν τα μαλλιά της προσεχτικά. Το χτένισμα απείραχτο, αλλά η γλώσσα του είναι μες στο στόμα της.

Ο Φάμπιαν κλείνει το μάτι στο κορίτσι. Ο αφηγητής μας είναι marit còmode. Ο Τόρμπεν υπνωτισμένος πέρα βρέχει. Βιάζεται να φύγει με τα κλοπιμαία για το λαμαρινένιο εξοχικό του έξω από το Βάηερς. Ο Τόρμπεν είναι παντρεμένος και έχει δυο έφηβα παιδιά, σύμφωνα με το προτεσταντικό εντολοχάρτι που παίρνουνε όλοι μόλις γεννιούνται στο λασποτόπι. Ο Φάμπιαν εύχεται για το καλό του να μην τον είδε κανένας κουτσομπόλης. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και το νοικοκύρη. Η ευτυχία είναι εύθραυστη, εξόν κι αν φυτρώσει απ'τα αποκαΐδια σου. Μαζεύεις μεθοδικά τα κλαδιά και τα ξερόχορτα σε βουνό γύρω από το χοντρό παλούκι, δένεσαι χέρια πόδια, ρίχνεις το σπίρτο, καίγεσαι στην πυρά που στήνεις ειδικά για σένα και γύρω στήνεται χορός. Ο Τόρμπεν φοράει βέρα πλακέ, ίδιας κοπής με της Ναντίν, για λόγους πρακτικούς: οι χοντρές στρογγυλεμένες βέρες πιάνονται εύκολα και μπορούν να σε εκθέσουν. Κανείς από τους δυο τους δεν είναι νόμιμος να οδηγήσει. Αν τους τσακώσουν οι μπάτσοι, θα τιμωρηθούν σαν κατσαρίδες κάτω από τσόκαρο χοντρής νοικοκυράς, η χώρα είναι καμένη απ'το ποτό. Ο Τόρμπεν επιμένει να πάρει το ρίσκο και να κάνει τη μαλακία. Αν σκοτωθούνε, τα ρέστα δικά τους έτσι κι αλλιώς. Όμως όλα θα πάνε καλά. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη.

Το εξοχικό δεν έχει μόνωση και είναι παγωμένο αλλά δεν πτοούνται. Στο δια ταύτα. Ο Τόρμπεν ξέρει από μητριαρχικές μαλτέζες με το σφιγμένο χείλι, η Ναντίν είναι αχαρτογράφητη. Θα τον περάσει από μια δοκιμασία που θα του κάνει τα γόνατα ζελέ. Ο Τόρμπεν είναι εξασκημένος στα λούκια. Έχει εκπαιδευτεί να προσπερνάει κάθε σκόπελο που θα μπορούσε να τον καταδικάσει. Η αρχή είναι η ίδια, τις λεπτομέρειες θα τις βρει. Είναι σε άριστη φυσική κατάσταση και βγάζει λεφτά με τη σέσουλα. Τα οφφσόρ έχουν αξιόλογα μισθά, πόσο μάλλον αυτό το επικίνδυνο σπορ που έχει διαλέξει. Όσο πιο υπαρκτό το ρίσκο να μη γυρίσεις ζωντανός απ'τη δουλειά, όσο πιο δύσκολη η αντικατάστασή σου, τόσο ψηλότερη η ανταμοιβή. Αυτό βοηθάει με την αυτοπεποίθηση. Θα πηδηχτούνε και το γαμήσι θα είναι καλό. Παρότι ολόκληρη η πρόθεση συνοψιζότανε σ'αυτό, ο αέρας γύρισε μες τη νύχτα, και ξαφνικά το γαμήσι δεν είναι αρκετό. Ο Τόρμπεν τώρα γυρεύει κάτι άλλο, λιγότερο απλό. Γυρεύει τη θεραπεία της μοναξιάς. Το πρωί θα ξυπνήσει πρώτος και θα φτιάξει στο κορίτσι το πρωινό που τρώει τα τελευταία σαράντα χρόνια (χυλό από βρώμη που μοιάζει με ξερατό) και ηττημένος θα παραδεχτεί Θέλω να σε ξαναδώ, και θα εννοεί Το βέλος με βρήκε στο ψαχνό. Η Ναντίν θα του πει Θα με ξαναδείς, και θα εννοεί Θα παίξω με το κουφάρι σου.

Ίσως το βρωμόστομα της μέσης ηλικίας έψαλλε μαγικές κατάρες κι έπεισε τον Τόρμπεν να βγάλει την πανοπλία του και να ξεβρακωθεί στο πεδίο της μάχης, ίσως το χέρι του Θεού τον έσπρωξε και τα δόντια του θα έβρισκαν τη λαμαρίνα όπως κι αν προσγειωνόταν επειδή ήταν γραφτό και καταστρωμένο όπως όλα για τους πιστούς. Όπως και να'χει, δεν την γλύτωσε: η ποδοκνημική του πιάστηκε σε ένα στένωμα, και τώρα θα δει πράγματα που δεν έχει φανταστεί παρότι τόσο κοινά. Θα σφιχτεί το κωλαράκι του, αλλά θα αξίζει τον κόπο. Η Ναντίν θα παίξει σαν παιδί, αλλά το βέλος είναι βαμμένο και με το δικό της αίμα, κι ας κάνει πως δεν τρέχει τίποτα. Είναι ακριβώς αυτό που τη συγκινεί, οι άντρες που μοιάζουν να τα'χουν όλα υπό έλεγχο ενώ τους υποσκάπτει η αδυναμία.

Όσο για τον Φάμπιαν; Κάθεται δίπλα στον Φαροέζο καπετάνιο Χ. Π. Μ. στη φανταστική θαλπωρή της γέφυρας του Έσβαγκτ Λ. που μοιάζει με διαστημόπλοιο και μηρυκάζει, παντογνώστης αφηγητής, παρασκηνιακός, χτυπημένος από το ίδιο βρώμικο βέλος, με το πρόσωπο κρυμμένο, κι αν η καύλα είναι Θεός, ο Φάμπιαν είναι θεοσεβούμενος.


ΘΑΛΠΩΡΕΣ




Είσαι η λεπτή άμμος του νησιού
ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι
το θρόισμα από τις μικρές πέτρες
που τρίβονται με το ήσυχο κύμα

το κεχριμπάρι μες στο νερό
τα πρωινά δάκρυα, η ερημιά των υφάλμυρων ελών
βήματα στην απέραντη πεδιάδα, βρύα στη δροσιά

είσαι το ζεστό φως στην παγωμένη ομίχλη
όταν σε βλέπω όλα μου τα σπασμένα ανατάσσονται
εκείνη η μοναχική καρδερίνα
λέει: Θυμήσου. Η νύχτα τελειώνει.

M04

 


I ask God to send a swordsman
and God says: "Look at your hands"

M. Broder


Κάποτε τα νέα από μακρυά αργούσανε να φτάσουν, ήταν φυσικό. Η δύναμη φαινόταν αλλού, στον καταπιώνα που τα εξαφάνιζε όλα στη σιωπή του στομαχιού, στην υπομονή. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα ταξίδια κόντυναν σαν μπατζάκια κακού παντελονιού, οι αγγαρείες ξεπετιούνται στο φτερό, μένεις μια κοντή μέρα στο λιμάνι και δεν προλαβαίνεις ούτε τις σόλες σου να σκονίσεις, και τα νέα... τα νέα σε βρίσκουν σαν χαστούκι. Όσο μακρυά κι αν πας, δε θα φτάσεις ποτέ πιο πέρα από ένα τηλεφώνημα. Ένα ζώο βραδύ δεν έχει το σθένος να χωνέψει την αστραπή. Αυτό το ξέρουμε καλά ο Τ. κι εγώ. Ο Τ. επιβραδύνθηκε μετά το πρώτο του μπάρκο. Έτσι όπως το αλατόνερο τρώει τη γυαλάδα και γεννάει τη σκουριά, έτσι έφαγε και τον Τ. και έφερε το αλαφροΐσκιωμά του. Κάθε ώση τρέλας σε σπρώχνει ένα σκαλί πιο κάτω, ώσπου είσαι πια ολόκληρος κάτω απ'το νερό, κι εκεί όλα κινούνται στους ρυθμούς του άλλου κόσμου. Κάποιοι δίνουνε μάχη και βγαίνουν νικητές. Ανεβαίνουν πάλι στα τσιμέντα, μούσκεμα, ντυμένοι φυκιάδες και τρυπημένοι από δεκάδες αχινούς, και τρέχουν τρομάζοντας τις θειές και τα παιδιά. Άλλοι δίνουν τη μάχη τους και χάνουν, όπως εγώ. Και μερικοί παραδίνονται χωρίς να πάνε κόντρα, όπως ο Τ. Μ'αυτό το τέμπο, θα ζήσετε για πάντα, έλεγες το περασμένο καλοκαίρι, ενώ έπαιρνες τα σύνεργά σου και κατέβαινες βολίδα στην ακτή ενώ εγώ έπλενα ακόμα πιάτα και ο Τ. ψαχούλευε τη ντάνα με τις σακούλες για τα ψάρια που θα έβγαζες, και ήταν σαν να'χες δίκιο.

Πριν εφτά χρόνια, έκλεινα το γιατρείο το μεσημέρι, κατέβαινα στο σπίτι, ετοιμάζαμε δυο ψιλές μερίδες από το φαΐ που είχε πακετάρει η συνονόματή σου η Ν., του Τ. η γυναίκα, μια φέτα ψωμί έκαστος, ένα ουζάκι εγώ, ο Τ. δεν έπινε σε καθημερινή βάση. Είχαμε ο καθένας τις μοναχικές ιεροτελεστίες του, το πρόγραμμα, τα κολλήματα, τις ανορθόδοξες ιδέες, κατά σύμπτωση πολύ παρεμφερείς, όχι ίδιες αλλά κοινές, σαν πηρούνια από άλλο σετ στο συρτάρι που ξαπλώνουν βολικά το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν είχε καλό καιρό, καθόμασταν στη βεράντα, μασουλούσαμε το φαΐ μας με λακωνική ψιλή κουβέντα (-Ήρθε ο Χ. από απέναντι; -Ήρθε, τονε πήρε ο αδερφός του από κάτω. [...] -Άνοιξες τη βάνα; -Θα'χει νερό; -Το βράδυ. [...] -Κόλλα σήμερα. -Κόλλα.), και όταν αποτρώγαμε, ο Τ. έσπρωχνε πίσω τη γυφτοκαρέκλα, χαλάρωνε το σώμα του και έπαιρνε τα κυάλια ενώ εγώ έβαζα να καπνίσω.
...

Δε θέλω να γράψω άλλο.

///


Το μεσημέρι ανέβαινα απ'τα αποδυτήρια φορώντας πολιτικά, καθαρός πλυμένος στην κοινόχρηστη ντουζιέρα. Με απασχολούσε που την Παρασκευή είμαι στο πλάνο για να βγω οφφσόρ και δεν έχω αποφασίσει τι να πάρω να διαβάσω. Χτύπησε το τηλέφωνο, το αγνόησα, αφού σας έβλεπα στο φουαγιέ με τον Άλμπερτ να με περιμένετε. Αλλά χτύπησε πάλι, ήταν ο πατέρας μου: Πάρε τηλ. τη Ν. να τη στηρίξεις, ο Τ. είναι στο νοσοκομείο. Δε θα βγάλει καλαμάρια φέτος. Ο Τ. ήταν στο χειρουργείο εκείνη την ώρα, μπήκε με ειλεό και όταν ανοίξανε βρήκανε τα σπλάγχνα του κολλημένα μεταξύ τους σαν μπόγο από έναν καρκίνο.

Κανείς δε ζει για πάντα.


In girum imus nocte et consumimur igni


 

“There is in God, some say
a deep but dazzling darkness...
O for that night, that I in Him
might live invisible and dim.”
― H. Vaughan

des Nachts

 

The grey sea and the long black land;
And the yellow half-moon large and low;
And the startled little waves that leap
In fiery ringlets from their sleep,
As I gain the cove with pushing prow,
And quench its speed i' the slushy sand.

R. Browning

Erster richtiger Februar


05.02.2023

transcr.

Alles Gute, Liebling.
Deinetwegen zitier' ich Schiller... zum allerersten Mal.
Für dich tue ich's kund: Albert, du machst mich fucking warm.


"Jeg elsked dig, som ingen før jeg elsked, 
den Gang du endnu var en fremmed for mig. 
Fordi jeg elsked over alle Grænser, 
er jeg forbandet nu /"

Dein F.

-

Und so:

Dich liebt' ich, wie ich nichts zuvor geliebt,
da du noch eine Fremde für mich warst.
Weil ich dich liebte über alle Grenzen,
trag' ich den schweren Fluch des Brudermords,
Liebe zu dir war meine ganze Schuld.

F. Schiller



Angles morts II

Οι οθόνες με τους πίνακες εκπέμπουν ανελέητο φως. Είναι το τέμπλο των ΤΕΠ, φέρουν τις λίστες των περιστατικών, τις ώρες άφιξης στις αίθουσες, τη διαλογή, τις ειδικότητες, τα υπηρεσιακά τηλέφωνα και τις μούρες μας πλαστρωμένες δίπλα από κάθε περιστατικό ή αίθουσα ευθύνης, όλα εξαρτώνται από τις οθόνες. Η ώρα είναι δυο και κάτι μετά τα μεσάνυχτα. Η λάμψη από τις οθόνες είναι ο θεός που αποκαλύπτεται, είναι η θεία δίκη, είναι ο ήλιος που σε τυφλώνει όταν αραιώνουν ξαφνικά τα σύννεφα. Συνεφημερεύουμε, έχει φανταστική επίδραση στη διάθεσή του. Κάθεται στο διπλανό κομπιούτερ και τακατατατατα γράφει το πρακτικό του τελευταίου τραύματος που ανέβηκε χειρουργείο ενώ πίνει γουλιές από τον κρύο καφέ του και τραγουδάει μουρμουριστά Boney M. Διαβάζω την προνοσοκομειακή αναφορά για το περιστατικό που είναι καθ'οδόν, είναι ακόμα ανατολικά από το αεροδρόμιο, έχω καιρό. Βλέπω το μπούτι του να κουνιέται ρυθμικά. Η προϊσταμένη έχει τυλιχτεί με το κουβερτίνο απέναντι και λαγοκοιμάται με ένα σακούλι ξηροκάρπια στην αγκαλιά. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω τις ρυτίδες στο σβέρκο του. Με ξυπνάει ένα σκούντημα, είναι αυτός, Είπα να σε ξυπνήσω πριν χτυπήσει το μαραφέτι, και εκείνη τη στιγμή χτυπάει το μαραφέτι, είναι τρεις παρά κάτι, είναι ώρα για να τρέξω.

Δίπλα σε μια Γροιλανδέζα αλκώλα με σβησμένα ταττουάζ που ψήνεται στον πυρετό και κάνει αλλεπάλληλες γκραν μαλ, η στολή του αστροναύτη με πνίγει, στολή του αυτοκρατορικού γελωτοποιού αλλά κανένας δε βλέπει το αστείο παρά εγώ. Ο ιδρώτας κυλάει ανάμεσα στις ωμοπλάτες μου και κατεβαίνει όλη τη διαδρομή ως την κωλοχαράδρα. Ο στυλεός γυαλίζει, ΟΝΠ. Οι σταγόνες βγαίνουν κοπιωδώς και μοιάζουν με γάρο, έχει μηνιγγίτιδα γκαραντί. Τον περασμένο Φλεβάρη δοκίμασα τη διαδικασία από τη μεριά της, ήταν ακριβώς όπως την φανταζόμουν, ξαπλωμένος σε εμβρυϊκή στάση σ'ένα κρεβάτι της νευρολογικής στο πανεπιστημιακό, με έναν ειδικευόμενο νευρολογίας να με παλουκώνει Ο3/4 με την τραυματική-ατραυματική βελόνα και να βρίσκει την αριστερή Ο3 ρίζα, με διαπερνούσε το ρεύμα από τη μέση ακριβώς στο δερμοτόμιο στο μπούτι, Προς τα κάτω, μου χτυπάς τη ρίζα, έχεις πολλή κλίση, του έδινα οδηγίες λες και ήταν να παρκάρει και ο νοσοκόμος γελούσε, όπως και να'χει τα καταφέραμε, αλλά μετά έκανα τέσσερεις ώρες να περπατήσω και πήγαινα σαν χεσμένος για μέρες. Το επιτελείο μου στέκεται σιωπηλό, η βρώμικη νοσοκόμα περιμένει το σύνθημα για να μου περάσει το επόμενο φυαλίδιο ώσπου να τελειώσει η διαδικασία, να πουσάρουμε αντιβίωση και ντέξα και να τη στείλουμε πάνω. Ακούω τον Άλμπερτ να σφυρίζει την ίδια ηλίθια μελωδία από πριν στο διάδρομο έξω από τον αξονικό απέναντι. Τα μάτια μου καίνε. Έλα ανέλαβε βγαίνω, αφήνω τη μέση γραμμή μου να κλείσει το θέμα, ξεντύνομαι βιαστικά στον προθάλαμο, στρατηγικά εκτός της προσωπίδας και της μάσκας, βγαίνω στο διάδρομο, δροσιά, το ρεύμα απ'τις συρόμενες πόρτες που βγάζουν στα ασθενοφόρα, όλα εντάξει, όλα καλά.

Οι μάπες μας φιγουράρουνε πακέτο στις οθόνες, δε με απασχολεί η δική μου, είναι μαλακισμένη και τη χέζω. Αλλά η δική του με ενδιαφέρει. Ψάχνω στη μικρογραφία της κάτι που να μου έχει διαφύγει, εξετάζω τα αντίγραφά της, ναι, είναι αυτός, τίποτα δε φαίνεται μυστηριώδες από τις ψηφίδες του λεντ στο πρόσωπό του, μπορώ να αναπαραστήσω με υψηλή ευκρίνεια κάθε πιξελιασμένο μέρος του όπως κάνουνε στις αστυνομικές σειρές με τα ενσταντανέ από τις κασέτες ασφαλείας και από μια θολή κουκκίδα ξαφνικά έχουμε το πορτραίτο του δολοφόνου με τόση ανάλυση που βλέπεις ως τη βασική στιβάδα της επιδερμίδας. Αλλά εγώ δεν κλέβω σε αντίθεση με τους σκηνοθέτες. Ξέρω πώς μυρίζουν τα μάγουλά του, ξέρω πώς κοκκινίζει το κούτελό του, ξέρω τι κρύβει μες στο στόμα του και πώς το μουστάκι του συναντάει τα ρουθούνια παρότι δε μένει ποτέ αξύριστος, γιατί τα έχω δει από κοντά, τα έχω δει από πολύ κοντά, όχι από μια κάμερα παρακολούθησης ενός ψιλικατζίδικου στο Νιου Τζέρζυ ένα βράδυ με βροχή. Ξέρω όλες τις λεπτομέρειες, δεν υπάρχει τίποτα κρυφό. Τότε λοιπόν τι; Τι στην ευχή είναι που με κάνει τόσο αδύναμο;

-

-Έι.
-Μμ;
-Πού είσαι πάλι;
-Σκέφτομαι το θάνατο.
-Γιατί;
Κλείνω τα μάτια και βλέπω τις ρυτίδες στο σβέρκο του. Βλέπω τη θάλασσα από το παράθυρο στο σπίτι του Τάτση και της Ν. και βλέπω δυο παιδιά στα φουσκωμένα νερά ν'αγωνίζονται. Βλέπω τα πίσσα μαύρα μαλλιά της Ν. που στέκεται ανάμεσα σε μένα και το παράθυρο. Βλέπω τον ώμο της με τα δάχτυλά μου, δε χρειάζεται πια να βλέπω. Τα παιδιά είναι χαμένα, το νερό τα καταπίνει. Η σίτα κάνει μια ύπουλη σκιά. Η σίτα και εκείνη η ύφυγρη σαγρέ υφή της, κάτι σαν φάντασμα, τα δεντρολίβανα είναι ολόκληροι θαμνόλοφοι, ο αέρας σπρώχνει τη βροχή και με βρίσκει σαν κουβέρτα, το μονό τζάμι γίνεται αόρατο όταν είναι καθαρό. Όλα αποσπασματικά αλλά πολύ σαφή, ανακατεύονται, επιπροβάλλονται, σαν πολλαπλές εκθέσεις σε φιλμ χαμηλής ευαισθησίας, σαν όνειρα, σαν εφιάλτες, σαν μελάνι στο νερό. Αφήνουμε πέρα το Μπλώβαντς Χουκ, στ'ανοιχτά το αλάτι ροκανίζει τις λαδομπογιές, ένα σπρέη ψιλού διαμερισμού. Ο Άλμπερτ, οι ρυτίδες στο σβέρκο του, τα μεγάλα ομαλά του νύχια και οι εύρωστες κοίτες τους. Το Βυκ και η άγκυρα του φέρρυ πίσω μπρος, εκείνη η μυρωδιά του ρηχού βυθού που ξεγυμνώνεται δυο φορές το εικοστετράωρο, τα μύδια κόβουν σαν νυστέρια όταν ανοίγουν. Τα μάτια από τις φώκιες στο W A T T E N, τα μάτια των κοριτσιών, τα μάτια των αγοριών, τα τρελαμένα μάτια των γλάρων. Ο πατέρας μου τότε ένα καλοκαίρι στην Τορώνη κι εγώ μικρός χωμένος στην άμμο με το τρίμμα ως τα μπούτια και κάποιοι από δίπλα να λένε Ναι, αυτός είναι Γερμανός και καταλάβαινα τα πάντα, ο πατέρας μου τώρα και τα χρόνια που τον φτάνουν με προτεταμένα τα σπαθιά, εγώ μεγάλος και στην καλύτερη ως τις μεσοκνήμες στην άμμο ζάχαρη άχνη στο Γιόργκενσο. Τίποτα δεν πονάει στο θάνατο παρά η μνήμη. Λοιπόν ιδού. Βλέπω καλύτερα με τα μάτια μου κλειστά. 

Ορίστε τα ζουμιά. Eξατμίζονται γρήγορα από τη μούρη μου που βράζει και καταλείπουν σφιχτά αυλάκια. Άοπλοι με την εν οίκω ενδυμασία τησέρτ βρακί και κάλτσες ασπρουλιάρικα γόνατα δυο αποχρώσεων χέρια γυμνά χωρίς καμία εξουσία, τη διαφορά την κάνουν κάτι ασήμαντα στολίδια, ένα παντελόνι, τα πράσινα ή τα μπλε του χειρουργείου, μια λάμπα με σκληρό φως, οι μάπες στις οθόνες, το ελάχιστο κλικ της αυτοπειθαρχίας. Επιστρέφω ξανά και ξανά στο MODT. 7 και κάθε φορά ο θάνατός του με φοβίζει περισσότερο και τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά του μπήγονται λίγο πιο βαθιά κάτω απ'την κλείδα μου. Κανενός ποτέ η σκέψη του θανάτου δε με έχει στοιχειώσει έτσι όπως του δικού του. Είναι μια μαγική πληγή από το φαρμακερό νύχι της Αγλαονίκης όταν με έδειξε στοχεύοντας ίσα στην καρδιά μου.

Τη νύχτα των Χριστουγέννων έξω από το σπίτι της αδερφής του στο Ν. Φάλστερ βγήκα να μετακινήσω το αμάξι μακρυά από το στέγαστρο επειδή θα έκοβε ο παγετός και οι πάγοι που κρέμονταν σαν σταλακτίτες μπορεί να ξεκολλούσαν όσο θα κοιμόμασταν, έκανα όπισθεν και μες στο σκοτάδι τσάκισα το πίσω δεξιό φανάρι στο μοναδικό ξερακιανό δέντρο της αυλής που στεκόταν ακριβώς στην τυφλή γωνία. -Γιατί δεν είπες να σου κάνω κουμάντο; -Δεν ήξερα καν πως υπήρχε δέντρο στην αυλή. -Δεν το είδες όταν ήρθαμε; -Όχι.

Καθόμαστε στο καναπεδοκρέβατο στο μικρό δωμάτιο που βλέπει προς το δρόμο. Η θεία του απέναντι διαμερίσματος έχει στήσει δυο κόκκορες με αληθινά φτερά στο περβάζι της, τα γόνατα μαλακή κόντρα, τα δάχτυλά μου πανιασμένα και τα δικά του μπλε από το σφίξιμο, με το ελεύθερο χέρι του κυνηγάει τα δάκρυά μου σαν να παίζει ντίξι μπολ. Όταν με βλέπει έτσι γίνεται μαρτσιπανένιος. Μπορώ να τον κάνω κομμάτια, όπως αυτός εμένα, πάτσι και πόστα.

Γιατί, γιατί. Μα γιατί έτσι είναι
only love and death change all things.