© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

30 + 6. Α'

---

29.12.

[...]

Της έκλεισα ραντεβού στη Βασίλισσα Λουίζε. Ήταν το μόνο μέρος ανάπαυλας απ'την παρακμή που μπόρεσα να σκεφτώ. Φεύγω από τη δουλειά αργοπορημένος. Όταν φτάνω περιμένει στην πλατεία. Φυσάει έντεκα μποφόρια. Tαχτοποιεί νευρικά τα μαλλιά της. Λέω δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τότε που ήμασταν εικοσάρηδες. Την ήξερα καλά, αλλά δεν την ξέρω πια.

Με βλέπει με το ίδιο βλέμμα που με είδε όταν γνωριστήκαμε, με κάποια προσδοκία, συστολή και φόβο μαζί. Νόμιζα πως ήταν στρατηγική (ανάθεμα, ίσως να είναι στρατηγική) για να πατήσει πάνω σ'αυτήν την αντρική πιθηκένια δίψα για επιβεβαίωση, πως ναι, εμπνέεις αυτά που πρέπει να εμπνέει ένας σωστός άντρας. Δεν αισθάνομαι καμιά επιβεβαίωση. Με προκαλεί όπως με προκαλούσε τότε, αλλά τώρα μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Παρότι το βλέμμα αυτό έχει τώρα από κάτω του τα εφτά χρόνια εκείνης της περίεργης συμπόρευσής μας, και τα έξι χρόνια που ακολούθησαν, δε μοιάζει να έχει αλλάξει.

Δε μπορώ να καπνίσω μέσα στη Βασίλισσα Λουίζε και μου κοστίζει. Παίρνω μια σόδα. Παίρνει ένα Ρίσλινγκ.

-Was nun?
Μου δίνει ένα δεματάκι. 
-Für dich. Alles Gute. 
-Also, danke.

[...]

---

31.12.

Οι άλλοι δουλεύουν πρωινή βάρδια και είμαι μόνος. Πέρασα τη νύχτα με πονεμένο συκώτι. Κατεβαίνω στο γκαράζ με το μπουφάν, το σώβρακο και τα γερμανικά πέδιλα. Έχει κρύο. Ο γείτονας του ισογείου καπνίζει στο κατώι. Χαιρετιόμαστε. Ξοδεύω ένα μισάωρο ταχτοποιώντας το αμάξι. Ανεβαίνω στο διαμέρισμα παγωμένος, κάνω μπάνιο, χτενίζομαι, φοράω κανονικά ρούχα και φτιάχνω τσάι. Μέτρα ενάντια στη διάλυση. Είναι η ώρα. Στο δέμα έχει ένα τετράδιο με πολυτελές ανάγλυφο εξώφυλλο που είναι αντίγραφο ενός χάρτη του πλανησφαίρου από έναν Ολλανδό χαρτογράφο του 1700. Μέσα στο τετράδιο είναι για σελιδοδείχτης μια πολύ όμορφη φωτογραφία της που είναι τραβηγμένη μαντεύω το περασμένο καλοκαίρι στο εξοχικό της οικογένειάς της στο Τσαρρεντίν. Και φωτοτυπημένα τα εξής του Leśmian, που δεν τον γνώριζα ως σήμερα, το πρώτο παράθεμα με τις σειρές αριθμημένες και σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο, και το δεύτερο από κάποια υποσημείωση γερμανικής μελέτης:

The moon-hook is receding through the air,
impaled upon a chimney in the mist;
a lantern tiptoes up the darkness, where
the street dissolves in murky with a twist.
A crippled, crazy little shoemaker stares
into the nightmare maelstrom while he sews 
a pair of shoes to fit the Lord up there;
His name is Boundless, if you want to know.

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

O God of clouds, o God of morning dew,
an ample hand-made gift for you have I;
you shall not stub your toes against the blue,
nor need to wander barefoot in the sky.
My spirits burning starry flares presage,
sometime within the flood of mist, that God
will always conscientiously be shod
as soon as Shoemaker enters the stage.

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

O God, you've given me a taste of living
which is enough to last me for the road;
forgive me, I'm incapable of giving
You anything but shoes — I'm poor, you know.
But even in the gloom of misery,
I know that life is really nothing but
the act of living, just like stitchery
is merely stitching — so let's live it!

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

/

W mgłach daleczeje sierp księżyca,
 Zatkwiony ostrzem w czub komina,
 Latarnia się na palcach wspina
 W mrok, gdzie już kończy się ulica.
 Obłędny szewczyk — kuternoga
 Szyje, wpatrzony w zmór odmęty,
 Buty na miarę stopy Boga,
 Co mu na imię — Nieobjęty!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

 Boże obłoków, Boże rosy,
 Naści z mej dłoni dar obfity,
 Abyś nie chadzał w niebie bosy
 I stóp nie ranił o błękity!
 Niech duchy, paląc gwiazd pochodnie,
 Powiedzą kiedyś w chmur powodzi,
 Że tam, gdzie na świat szewc przychodzi,
 Bóg przyobuty bywa godnie!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

 Dałeś mi, Boże, kęs istnienia,
 Co mi na całą starczy drogę, —
 Przebacz, że wpośród nędzy cienia
 Nic ci, prócz butów, dać nie mogę.
 W szyciu nic niema, oprócz szycia,
 Więc szyjmy, póki starczy siły!
 W życiu nic niema, oprócz życia,
 Więc żyjmy aż po kres mogiły!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

***

Mein Leib, hineingezaubert in den Reigen des Seins,
vom Kopf bis Fuß von der Sonne gerührt,
kennt sonderbare Regungen und Reglosigkeiten,
die beim Singen in die Worte übergehen.

Wenn sich der Abend nachts schlafen legt, 
und die purpurrote Trauer mit der Dämmerung eindämmt, 
schlägt Gott, wie ein vom Himmel gestürzter Wasserfall 
in meine Brust, und lässt sie in die Weite erschallen.

---


So dunkel ist keine Nacht, dass Gottes Auge nicht darüber wacht

Το σκάφος στ'ανοιχτά καβάλα στις χαίτες των κυμάτων ή έτσι θέλω να το φαντάζομαι. Μάρτιος στο βόρειο Ατλαντικό, καιρός και το βελούδινο σκοτάδι της χαμηλής νέφωσης. Εδώ τα μυστικά είναι για πάντα: η μόνη γυναίκα του πληρώματος θα πέσει στο νερό και θα εξαφανιστεί μαζί με τις σταγόνες της βροχής. Είχε το τυχερό κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια. Ένας Σπανιόλος την είχε σταματήσει νέα στη Ζυρίχη, την είχε πιάσει από τους ώμους και της είχε πει με μεγάλη σοβαρότητα: Εσύ γεννήθηκες τυχερή! Φαίνεται στα δόντια! Τα είχε όλα. Και; Η σούμα είναι πάντα ίδια. Στην κουκέτα διαβατήρια, βίζες, χαρτούρα και το σημείωμα. Το μπουμπουνητό των μηχανών, οι φάπες του νερού, ο αέρας σε ριπές, φωνές, βιαστικά βήματα στις λαμαρίνες, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Γύρω από το δέντρο της κρεμάλας χορός από σκιές. Αφέγγαρη νύχτα, σε κάνει να νομίζεις πως όλα θα μείνουν για πάντα μυστικά. Μη γελιέσαι. Θα σκάσει το πρώτο φως, θα κρυφτούνε τα στοιχειά, και το γκροτέσκο σκηνικό θα απογυμνωθεί: στη Χ. Άππελς ένας χλωμός καμπούρης εκ γενετής μεσόκοπος αναρτημένος απ'την οξιά με τη γλώσσα πρησμένη σα γλυκοπατάτα να εξέχει στραγγαλισμένη από το μπλαβί στόμα, απροσδιόριστα ζουμιά, το σημείωμα, το πορτοφόλι με το δίπλωμα οδήγησης στην τσέπη και δυο κλειδιά. Τα φύλλα που θροΐζουν, το σούσουρο στα θάμνα, τα νύχια ενός σκυλιού στο χαλίκι, η αγκράφα του λουριού, τα σπορτέξ του αφεντικού του, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Λευκές λάμπες η αιώνια μέρα και μυρωδιά αλοθανίου. Τα χοντρά ντουβάρια του νοσοκομείου δεν αφήνουνε τίποτα να φύγει. Όλα φανερά αλλά μόνο εδώ μέσα. Μια θηλιά από την παροχή του οξυγόνου με το μανίκι της ιδρυματικής στολής. Τα μάτια που γυαλίζουν απ'την κούραση, τα ζεστά χέρια και το γεγονός, ένα κορμί δοκιμασμένο, κρύο με την πλάτη στη λαδομπογιά και τα πόδια ίσα ν'αγγίζουν το μωσαϊκό. Στον καρπό το έντυπο βραχιόλι με τ'όνομα και τον κωδικό. Το φύσημα της παροχής, οι βόμβοι των μόνιτορ, η μακρόσυρτη τσιρίδα του αλάρμ, τα σαμπώ που σπεύδουν πάνω στο ανένδοτο πάτωμα, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Ο χρόνος σου είναι αθόρυβος σαν κλέφτης, οι μεγάλες σου χαρές μαζέψανε στο πλύσιμο, τα ασήμαντα μαρτύρια που σε περιπαίζουν είναι σκηνικά από βουβό κινηματογράφο, στέκεσαι μόνος σε ένα άδειο δωμάτιο, η καρδιά σου παίζει τις γνωστές ριπές που προμηνύουν πως θα πέσεις ξερός, άσκηση στις αναχωρήσεις, τη στιγμή που παραιτείσαι απ'την παρτίδα σκέφτεσαι πως κάτι δεν πάει καλά, κι όμως όλα πηγαίνουν σύμφωνα με το θείο πλάνο - τα μυστικά του χειμερινού ηλιοστασίου, η παντοδυναμία της ασθενίας, το πείσμα, τα χείλη σφαλιστά, τη φωνή μου διάολε δε θα σου κάνω τη χάρη να την ακούσεις πάνω στη χασούρα! Ο ζόφος σπάει από το φως αυτών που μένουν πίσω αλλά πολλά είναι καλύτερα να μένουν στο σκοτάδι. Ο Θεός βλέπει αλλά δε μιλά. Λιποθυμάς σα γκομενίτσα και ούτε ένα λεπτό αργότερα έχεις συνέρθει, ίσα να πάρεις μια γεύση απ'το αντικείμενο μελέτης και πίσω στο θρανίο, πίσω και στη βέργα. Ο Θεός σε βλέπει και γελά.

-