© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Gannet E

The Gannet field lay shrouded in fog for weeks on end. The grayness fed on my guts.
The world drank from my blood.

A statue, a lost man, the sentinel of sadness.

Two weeks later a husk crawled from the harbor to the tenement, up to the second floor, and entered my apartment.

---

Passepied A'

"How did you get that?" I asked, pointing at his black eye.
"That? Oh, I fell."
"Down some stairs?"
"Yes, exactly."
"Right."

---

Passepied B'

"Play," he said.
"You want to have a laugh."
"Yes."
"Okay."

[...]

I played Elgar’s Salut d’amour, the arrangement by Ciccolini. The Frenchman sat on his duvet on the floor, staying out of my vision. When I finished, there was silence. My face and ears caught fire. I was overcome with terrible shame—a sad pawn, picking at the bones of my studies, in front of an up-and-coming, bright pianist.

"You have a heavy hand, like a Russian," he said. "And this is one of the best love songs ever written."
"You were supposed to laugh."
"Ha-ha. I laughed."
"Thanks. Now your turn. Let us listen to some actual music."

---

Passepied C'

"What’s wrong with your eyes?" he asked.
"I was hit by a rod, and the pupil got paralyzed."
"Can you see me?"
"Yes."
"Normally?"
"Yes."
"How do I look?"
"Like a heron standing on still water. There are rings around your legs—they grow bigger and bigger, and then they disappear."

---

The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements. [...] It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive.

---

Passepied D'

He held both my hands and squeezed. I tensed up. He squeezed harder, until he hurt me.
"Don’t do this, please."
"Don’t leave."
"I have to."
"Please."
"The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements."
"What?"
"It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive. I’ll find you again. Don't worry."
"Don’t you think it’s too much effort?"
"It’s some effort."
"But you’ll do it regardless?"
"I guess I might."
"Can you play Salut d’amour again? I want to record it."
"So you can laugh on demand?"
"Yes."
"Alright."

After all was said and done, he sat on his duvet again and cried.
I pulled him close and held him until it was time to go.

And then I went, as I was bound, to Gannet E.

Το βυρσοδεψείο

Κάθε τόσο ο φύλακας χτυπάει το ρόπαλο στα κάγκελα, κάθε τόσο οι καταδικασμένοι ξυπνάνε με ένα τίναγμα. Είναι πάντα σκοτεινά και μόλις τους φεύγει η τρομάρα, τους ξαναπαίρνει ο ύπνος. Τα κελιά αυτά δε γνωρίζουνε δραπέτες. Αν δε θες να αποτρελαθείς, πρέπει να βιδώσεις το βλέμμα στον ύπνο και το ελεεινό φαΐ και έτσι περνάει ο καιρός, έτσι γράφεις τα χιλιόμετρα ακίνητος μέσα στο κελί.

Σ'αυτή τη φυλακή όλοι είναι θανατοποινίτες, φυλακισμένοι και φύλακες μαζί, και όλο το υπόλοιπο προσωπικό, επιστάτες, κυρίες της καθαριότητας, γραφιάδες και χαρτογιακάδες, όλοι έχουν στο κούτελο χαραγμένη την ίδια ποινή που έρανε το χέρι του Θεού, όλοι έχουν στο σβέρκο τη μυτερή αιχμή του δρεπανιού που περιμένει, όλοι ζέχνουν απ'το λάδι που τους βάφτισε, τα μάτια τους είναι θολά και όταν φέξεις με το φακό, δε βλέπεις την αντανάκλαση της λάμψης αλλά βλέπεις την ίδια τους τη μούρη, μια ζωγραφιά μέσα στη ζωγραφιά, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι.

Αν είσαι βραδύς έρχεται η μέρα που κάθεσαι στην ηλεκτρική καρέκλα και κλαις με χοντρά, καυτά δάκρυα, κλαις απελπισμένα, σαν μωρό, γιατί δεν είσαι έτοιμος, γιατί θες άλλη μια μέρα, άλλη μια γύρα. Αν προλάβεις και εμπεδώσεις το δίδαγμα της ποινής, μετά τους σπασμούς της ηλεκτροπληξίας θα κρεμάσεις λυτρωμένοςΈτσι είναι, άσπρο - μαύρο, δεν έχει αποχρώσεις, δεν έχει διακυμάνσεις, είναι σαν το όχι και το ναι, είναι σαν την ψεύτικη νύχτα του κελιού και την ψεύτικη μέρα του φακού, ή είσαι έτοιμος ή δεν είσαι, ή πόνεσες αρκετά ή το πετσί σου θέλει κι άλλο κοπάνημα για να μαλακώσει.

Ο δικαστής που αποφασίζει πώς θα πας αποφασίζει και το πότε, πάντα με τελεσιδικία. Ο δικαστής, με το ιερό του χέρι, αυτός που βλέπει πίσω απ'την κουρτίνα των πούστικων ματιών σου, αυτός που ξέρει τι έχεις κρύψει μες στον κώλο, αυτός που σε παρακολουθούσε να ξεπηδάς σαν κακιά φύτρα από τη λέρα της μάνας σου και του πατέρα σου, ο δικαστής που αποφάσισε το πότε και το πώς για όλους όσους ήρθαν πριν από σένα και θα έρθουνε μετά, αυτός αποφασίζει και για σένα, τυφλός, κουφός, βουβός, αυτός σπέρνει, αυτός θερίζει.

---

Η κρύα λαμαρίνα ξαπλώνει κάτω απ'το μουσαμά, και πάνω απ'το μουσαμά ξαπλώνει η κρύα πλάτη μου. Το χαμηλό ταβάνι με τις πλαστικές σανίδες τρίζει, το σκοτάδι είναι μια μελανιά, το φως μια μελανιά, ο αέρας βαρύς, κρύος και υγρός με τρίβει από τα μέσα σαν βούρτσα από σύρμα, η θάλασσα μιλάει χωρίς λόγια, το έλαβα το μήνυμα γλυκιά μου, είμαστε ένας λεκές σε έναν τέλειο καμβά, μια ακίδα σάπιου ξύλου στο δάχτυλο μιας πανέμορφης μικρής, μας θέλεις όλους νεκρούς γεύμα για τα ψάρια, κάθε κορόιδο και μπουκιά. Ξέρω πως οι άλλοι εδώ πάνω δε σ'ακούνε όταν μιλάς, αλλά εγώ σ'ακούω καθαρά, επειδή το πετσί μου έχει τρυπήσει απ'το κοπάνημα, επειδή είμαι από φτηνιάρικο υλικό. Βλέπω τα σχήματα που παίρνει ο θυμός σου, έχω την πίκρα της αρμύρας σου στο στόμα. Είμαι ένα τέρας μέσα στην κοιλιά του τέρατος που όπου το πιάνεις διαλύεται προς μια λεπτή σκόνη. Μη βιαστείς να ανακουφιστείς, κοίτα τα λερωμένα χέρια σου, θα μπορούσε να είναι χώμα, αλλά κάθε κόκκος είναι ένα καινούριο τέρας, μια ατέρμονη ασχημονία, ένα άρρωστο γέλιο που σου τρυπάει τ'αυτιά, μάτια συμπαγή που σκοτώνουν κάθε φως, λιωμένη κακία σαν λιωμένο μέταλλο, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι. Η κοιλιά μου πάλλεται από την αορτή που σφύζει, κι αν αυτό δεν είναι η ενσάρκωση της κτηνωδίας, τότε μίλα μου και ζήτα μου συγγνώμη. Μίλα μου και πες μου πότε θα φύγω από εδώ. Πότε τελειώνει η τιμωρία!

---

Sterbensmüde

Όταν ήμουν μικρός και πηγαίναμε να δούμε τον παππού στο Ούτερζουμ στο σπίτι του που ήταν δίπλα στου φωτογράφου, και τύχαινε να είναι αργά, δηλαδή μετά τις τέσσερις πέντε, τον βρίσκαμε να κάθεται κάτω από το στέγαστρο της βεράντας, στον πάγκο, ακίνητος σαν άγαλμα, και να κοιτάζει το κενό. -Πατέρα, γιατί ο παππούς δεν κάνει τίποτα; -Γιατί είναι κουρασμένος.

Αλλά μόλις μας έπαιρνε πρέφα με την άκρη του ματιού του μεταμορφωνόταν σαν γκαργκόυλ και θα ορκιζόμουν πως άλλαζε και χρώμα, σηκωνόταν και έσπευδε να μας προϋπαντήσει, αιφνιδίως αναστημένος, θεραπευμένος από εκείνη την ανυπέρβλητη προηγούμενη κούραση που τον μαρμάρωνε.

Είναι Οκτώβρης στο νησί και οι ομίχλες σέρνονται από τη μια στην άλλη μέρα. Βιάζεται να νυχτώσει. Αν σκύψω και φέρω τη μούρη κοντά στη χλόη, είναι σπαρμένη με δροσιά, τα τελευταία λουλούδια είναι διακοσμημένα με ολοστρόγγυλες σταγόνες. Μυρίζει η βρεγμένη γη, μυρίζει ο βρεγμένος αέρας, μυρίζει εκείνη η αιώνια μυρωδιά που έχει το νησί, που έχουν όλα τα νησιά με τη μικρή παραλλαγή τους, σκόνη αλμυρή και μούχλα, και ο ουρανός και η θάλασσα είναι μια ενιαία κουβέρτα που πίσω της κρύβονται όλα τα τερατουργήματα του πέρα κόσμου.

Δε βρέχει, αλλά η ομίχλη είναι βαριά και κατακρημνίζεται λίγη λίγη, ψιλή σαν κοροϊδία. Κάθομαι μαζί με τον πατέρα στην πίσω αυλή, με τα χέρια στα γόνατα και μια μισοαρχινημένη μπύρα στο τραπεζάκι. Είμαστε και οι δυο ακίνητοι σαν αγάλματα και κοιτάζουμε το κενό. Τα μαλλιά μου έχουν νωτίσει. Το κρύο δεν έχει σφίξει ακόμα, δε μας πιάνει τρέμουλο παρά την ακινησία. Έχω τα μάτια ανοιχτά αλλά δε βλέπω. Είμαι τόσο αβάσταχτα κουρασμένος, που δεν ξέρω τι θα μπορούσε να με θεραπεύσει.

Το νήμα που έφτασε σε μένα φίδι επίμονο από γενιά σε γενιά έφτασε και στο τέλος του. Αν ακουμπήσω τον αντίχειρα με το δείκτη θα βρω ανάμεσά τους την ξεφτισμένη άκρη. Έχει αρχίσει να ξεστρίβει. Το ντόμινο των κουρασμένων σταματάει κάπου εδώ, σ'αυτά τα χέρια που ακουμπάνε σ'αυτά τα γόνατα.

---



Άλογα, αλογάκια, αλογότριχες

Τα άλογα πάντα του φαίνονταν κωμικά: ένα βαρέλι που ισορροπεί πάνω σε τέσσερα αδύνατα ποδαράκια σαν μπαμπού. Και πάντα έβλεπε με δέος πώς το βαρέλι κατάφερνε να ισορροπεί σ'εκείνα τα μπαμπού. Όταν μπήκε στη Σχολή και διάβασε ανατομία έμαθε πως τα άλογα περπατάνε πάνω στο μοναδικό νύχι του καθενός από τα τέσσερα άκρα τους. Αυτό δε βελτίωσε την ιδέα που είχε για τα άλογα. Ούτε βελτίωσε και την έλλειψη της πίστης του. Αν όλα φτιάχτηκαν σύμφωνα με το θείο πλάνο, τότε ο θείος ήταν ηλίθιος. Αν δεν ήταν ηλίθιος, δε μπορεί παρά να ήταν διεστραμμένος. Τι μιζέρια, να είσαι καταδικασμένος να περπατάς στο γαμημένο νύχι σου με όλα τα πεντακόσια σου κιλά. Τι μιζέρια, που το νύχι εύκολα ξεκολλάει από τα γύρω υφάσματά του και κουτσαίνεσαι. Και τι μιζέρια να είσαι κουτσάλογο, που ως γνωστόν κάνει μόνο για κιμά. 

Προφανώς και δεν υπήρχε θείο πλάνο. Τόση αρρώστια δεν υπάρχει στον κόσμο ολόκληρο, ακόμα κι αν μαζέψεις όλες τις αρρώστιες μαζί και τις ζυμώσεις και τις κάνεις μια στρόγγυλη μπάλα, έναν πλανήτη σκέτη αρρώστια. Όχι, όλα αυτά έχουν προκύψει κατά τύχη. Έτσι μπορούσε να κοιμάται τα βράδια. Αν διάλεγε άλλο παραμύθι θα έμενε άγρυπνος να βασανίζεται. Βασανιζόταν αρκετά τη μέρα, τι χρωστούσε να υποφέρει και τη νύχτα; Δεν έφταιγε αυτός που ήταν φτιαγμένος όπως ήταν φτιαγμένος, μαλακισμένα, σαν άλογο, και μάλιστα κουτσό. Για τη φκιάξη του δε φταίει κανείς, αλλά τιμωρείται σαν να φταίει. Ένα περίεργο πράγμα, που όταν το καλοσκεφτόταν, τον έκανε να αναρωτιέται αν τελικά όντως υπήρχε τόση αρρώστια στον κόσμο.

Ήταν και εκείνη η άλλη ιστορία, για τα σκουλήκια αλογότριχες. Όσο το πατρόν των αλόγων τον απομάκρυνε από την πίστη, τόσο τα σκουλήκια αλογότριχες του έσπερναν αμφιβολίες. Τα σκουλήκια αλογότριχες λέγονται έτσι επειδή όταν τα δεις μοιάζουν με αλογότριχες. Είναι παράσιτα που ζούνε το μεγαλύτερο μέρος της αρρωστημένης ύπαρξής τους μέσα στα αλογάκια της Παναγίας. Το αλογάκι της Παναγίας τρώει ένα μαμούνι που είναι μολυσμένο με τις νύμφες του σκουληκιού. Μέσα στο στομάχι του, η νύμφη βγαίνει από το μαμούνι που λιώνει από τη διαδικασία της πέψης, σαν ένα δώρο που βγαίνει από το περιτύλιγμα, και εγκαθίσταται στο αλογάκι της Παναγίας. Σαν τον Ιώβ αν γλύτωνε από τη φάλαινα για να ξυπνήσει μέσα σε μια μεγαλύτερη φάλαινα. Εκεί τρώει αυτά που τρώει το αλογάκι της Παναγίας και το ίδιο το αλογάκι της Παναγίας και γίνεται αλογότριχα. Εξαφανίζει το αλογάκι της Παναγίας από τα μέσα και του κάνει κουμάντο. Όταν έρθει η ώρα να γαμήσει το σκουλήκι, διατάζει το αλογάκι της Παναγίας-όχημα μέσα από χημικές εντολές στο νευρικό του σύστημα να πάει εκεί που το φως πολώνεται οριζόντια, δηλαδή το νερό. Το αδειασμένο αλογάκι της Παναγίας βουτάει αυτοκτονικά στο νερό και το σκουλήκι αλογότριχα σκίζει το τσόφλι και βγαίνει στο νερό, ελεύθερο να πάει να χαρεί το θαύμα της ζωής ή θαύμα της δημιουργίας ή θαύμα της μητρότητας και της πατρότητας ή όποιον άλλο ευφημισμό αρέσει σε όποιον ντρέπεται να πει γαμήσι και τα μεθεόρτιά του. Ο απόλυτος σκοπός είναι να ξεπετάξει περισσότερα σκουλήκια αλογότριχες. Αυτά τα σκουλήκια αλογότριχες είναι συμπυκνωμένη διαστροφή, κάπως όπως οι άνθρωποι. Το ότι μετατρέπουν τα αλογάκια της Παναγίας σε Δούρειους Ίππους μοιάζει με ηλίθιο αστείο, είναι όμως γεγονός. Σίγουρα δε μπορεί τέτοια αρρώστια να είναι καθαρά αποκύημα της τύχης; Τέτοια διαστροφή θέλει κάποιος βαθιά διεστραμμένος να κάτσει επισταμένα και με αφοσίωση να ασχοληθεί με το έργο του, και να καταστρώσει τις λιγδερές πτυχές του σιχαμερού σχεδίου του. Ίσως δηλαδή και να υπάρχει θείο πλάνο, και ο θείος να είναι πιο άρρωστος από όσο θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί, πιο άρρωστος και από όλους τους άρρωστους του κόσμου ζυμωμένους: να είναι ένας κρύσταλλος καθαρής, πυρωμένης, βαρύτατης αρρώστιας. Ίσως η πίστη ολόκληρη να είναι ένας ευφημισμός, σαν το παραμυθάκι που λένε στις παρθένες για να μην ενίστανται όταν έρχεται η ώρα να φάνε κρέας.

Γι'αυτόν περισσότερη σημασία απ'όλα είχε να υποφέρει όσο το δυνατόν λιγότερο. Έπρεπε να κοιμάται τα βράδια. Και αν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει ήταν η απιστία, ε, θα την πλήρωνε και θα την ξαναπλήρωνε χωρίς διαμαρτυρία. Όταν είσαι μόνος σου σε μια κατασκότεινη σπηλιά, δε φοβάσαι πως είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Φοβάσαι μήπως δεν είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Ήταν πολύ πιο καθησυχαστική η σκέψη πως όλο αυτό το μαρτύριο, όλη αυτή η αηδία, όλη αυτή η ανωμαλία είχαν απλά προκύψει. Το ενδεχόμενο να υπήρχε κάτι πίσω από όλα αυτά τον κοτοπούλιαζε.

Στη φόρα 12

02/2024

Χτυπάει το τηλέφωνο κάπου πέρα. Με σκουντάς, το τηλέφωνό σου ρε. Το σηκώνω, είναι ο Μ. και το μόνο που λέει είναι Χμμμ. Χμμμ. -Τι στην ευχή; Τι ώρα είναι; -Χμμμ. -Είσαι σουρωμένος, άντε γαμήσου. -Χμμμμ. Του το κλείνω και ξαναπέφτω για ύπνο. Ξέρω πως σε λίγο θα ξυπνήσω με εκείνο το καρφί στο στομάχι και θα περάσω το επόμενο δίωρο χαζεύοντας το αίμα μου στο νεροχύτη.

Το μεσημέρι της επομένης χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. Είναι ο Μ. 
-Ξεσούρωσες; 
-Ναι. 
-Τι έγινε; 
-Η Κουασιμόδα θέλει παιδί. 
-Δεν το είχατε συζητήσει στην αρχή αυτό;
-Ναι... της είχα ξεκαθαρίσει πως δεν είναι για μένα αυτά. Και είπε εντάξει, δεν την ενδιέφερε. Αλλά τώρα λέει πως πίστευε πως δεν το εννοούσα. Θα άλλαζα γνώμη με τον καιρό.
-Και;
-Της είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση. Και μου είπε, δε χρειάζεται να μένουμε μαζί. Θα το μεγαλώνει αυτή, κι εγώ θα πηγαίνω δυο φορές το μήνα για να τρώμε σαν οικογένεια. Της είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση. Και γίναμε κώλος. Είναι 36 και δεν έχει καιρό για χάσιμο, είπε. Αλλά θέλει να κάνει παιδί μαζί μου.
-Πρόσεχε με τις καπότες.
-Προσέχω. Δε χύνω καν μέσα. Και μετά τις βάζω στη βρύση.
-Καλύτερα να μην τη γαμάς καθόλου, τώρα που το σκέφτομαι.
-Το ήξερα. Το ήξερα πως θα υπήρχε κάποιο Sackgasse στην υπόθεση. Βρίσκω μια καλή γκόμενα και ορίστε. 
-Το σκέφτηκες καθόλου;
-Ναι. Το σκέφτηκα. Όλο το πρωί έχεζα, δε σου κάνω πλάκα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πληρώνω γαμησιάτικα για 18 χρόνια. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση γενικά. Τελειώσαμε.
-Της το είπες;
-Όχι. Δε μου λες, μπορείς να κατέβεις;
-Όχι, δε θέλω να οδηγήσω τόσα χιλιόμετρα έτσι όπως είμαι.
-Θα ανέβω εγώ. Θα τη χωρίσω και θα ανέβω.
-ΟΚ. Να ξέρεις το αερόστρωμα τρύπησε.
-Τρύπησε;! Πώς;
-Δεν ξέρω, μέσα στο κουτί.
-Να φέρω τον υπνόσακο;
-Αν δε θες να κοιμηθείς στον καναπέ.

---

-Άρρωστε καριόλη, πάμε στο Γyσκ.
-Τι θες από το Γyσκ;
-Να πάρουμε αερόστρωμα.
-Δεν έφερες τον υπνόσακο;
-Όχι, δεν έχω όρεξη για κάμπινγκ. 
-Κοιμήσου στον καναπέ.
-Μην είσαι τεμπέλης, πάμε στο Γyσκ.

Στο Γyσκ αγοράζουμε ένα καινούριο αερόστρωμα, ίδιο με το προηγούμενο. Υποδύεται τον φυσιολογικό αλλά είναι άνω κάτω. Γι'αυτό και η ιστορία με το αερόστρωμα. Είναι η παρηγοριά του οικείου. Θέλει τα πράγματα να είναι όπως τα ξέρει. Σκέφτηκα αρκετά την Κουασιμόδα αυτές τις μέρες. Έφερα στη μνήμη μου τις προσεγμένες κινήσεις της, εκείνη τη μελετημένη χορογραφία για να κρύβει τη νευρολογική της βλάβη, την ξεθυμασμένη ματιά της, τα πολύ γυαλιστερά της νύχια. Κοίταξα και ξανακοίταξα τις φωτογραφίες που μου έχει στείλει ο Μ. μαζί της, όπως εκείνη που ήταν σ'εκείνο το συνέδριο αρχιτεκτονικής στη Στοκχόλμη, που όταν την είχα πρωτοδεί είχα σκεφτεί, ανάθεμα, μοιάζει με όλες τις μαλτέζες βορειοευρωπαίες αγελάδες, καλά που είναι μόνο συμπτωματική ομοιότητα. Προσπαθούσα να δω αν υπήρχε κάποιο σημείο ηλιθιότητας πάνω της, κάπου που να φαινόταν πως θα του ξηγιόταν έτσι. Αλλά με ξεγέλασε, επειδή ξεγέλασε τον Μ. Ίσως αυτό που μας ξεγέλασε και τους δυο ήταν ο ευσεβής του πόθος, ότι τα είχε καταφέρει, είχε βρει τη χαμένη του άγκυρα, κάτι που σε αυτούς τους λασπερούς βυθούς δε θα συμβεί ποτέ.

Napoleon at St. Helena

Στον Άλμπερτ. Είσαι το φως του σκοτεινού μου κόσμου
ALBERT, DU ER MIN DUNKLE VERDENS LYS.

Είμαι μόνος.
Είναι η ώρα που απέναντι μυρίζει το βρεγμένο χώμα,
η ώρα που πέφτει η καλοκαιρινή βροχή,
η ώρα που δε βγαίνει το χαρτί, η σκαλωμένη ώρα.

Υπάρχει ένα εύκολο τερτίπι για να βγει: να κλέψω.
Ο κόμπος που βρίσκει στη χτένα του θανάτου κόβεται αν κλέψεις
κι ανάμεσα απ'τα δόντια περνάνε σαν μετάξι τα μαλλιά
Aχ, γιατρέ! Κάτι πρέπει να κρατάς και μυστικό.

Ο Ναπολέων στην Αγία Ελένη και το ταξίδι της υπομονής
οι θάλασσες που θα ξαπλώσουνε πουτάνες ανάμεσά μας
δε κάνουν σε κανέναν χάρη. Θέλουν τύχη
το μόνο συνάλλαγμα που περνάει στα μέρη αυτά

αλλά εγώ θα κλέψω.
Όχι από αφραγκιά, από απληστία.
Ιστορία με όλα τα ποικίλματα και τις αποτζιατούρες
ο Θεός, ο θησαυρός, ο κλέφτης

μια παρτίδα βγαίνοντας να βγάζει όλα τα χούγια
το χέρι είναι κακό, κρύο και ιδρωμένο. Χέρι ερωτευμένου.
Η ώρα κάνει κόνξες, γι'αυτό θα σκοτωθεί
ώσπου να σε ξαναδώ θα πέφτει σαν άτυχος στρατιώτης 

που ζει το τέλος του σαν επίμονο εφιάλτη
θα πέφτει και θα πέφτει
μαζί με το δύσκολο χαρτί
από ένα χέρι που δεν το'βαζε το μάτι σου πως το'λεγε η ψυχή του.

Σταυρός, άγκυρα, καρδιά

DO YOU UNDERSTAND THE VIOLENCE IT TOOK TO BECOME THIS GENTLE?
N Prakash

Στη Γροιλανδική Πρεσβεία ζει ανάμεσα σε όλους τους άλλους η Ανίρλαρτουκ. Η Γροιλανδική Πρεσβεία δεν είναι πρεσβεία, είναι γειτονιά, και αυτό δεν είναι το επίσημό της όνομα, αλλά όλοι εδώ τη λέμε έτσι μισοσοβαρά μισοαστεία. Εκεί είναι οι μεγάλες πολυκατοικίες της κοινωνικής στέγασης, δηλαδή τα μπαούλα που μέσα χώνει το καλό κράτος τους καγιακόνεγρους μαζί με ναφθαλίνη και παρολαυτά όταν θυμάται να τους βγάλει έξω είναι γεμάτοι τρύπες, φαγωμένοι απ'το αλκώλ, τη φυματίωση και την ψώρα. Η Γροιλανδική Πρεσβεία είναι γκέττο. Από την πρόσοψη της πολυκατοικίας της Ανίρλαρτουκ κρέμονται μεγάλα πλακάτ με ζωγραφιές. Κάποια σπουδαία μυαλά με ταγιέρ και κοστουμάκι σε μια μοντέρνα αίθουσα συναντήσεων με αστραφτερό γυάλινο τραπέζι και ψεύτικα βρύα σε κάδρο έκριναν πως κάτι έπρεπε να κόψει τη μιζέρια των κτιρίων. Η ιδέα που επικράτησε ήταν τα μεγάλα πλακάτ με τις ζωγραφιές, να δείχνουν πως κανείς εδώ δεν πιστεύει πως υπάρχουν κατώτερες φυλές, πως η χώρα μας φροντίζει όλους, πως ο κόκκινος ήλιος που βυθίζεται στους παγετώνες εκείνης της ανελέητης γης είναι ένα παιδικό παιχνίδι, πως αντί για τη μαϊμού που δεν ακούει, που δε βλέπει, που δε μιλά, είναι τιμητική η αλλαγή με έναν Γροιλανδό που δεν ακούει, που δε βλέπει, που δε μιλά. Δίπλα στα παράθυρα του διαμερίσματος της Ανίρλαρτουκ κρέμεται το πλακάτ που δείχνει τον προτεσταντικό σταυρό, την άγκυρα και την καρδιά, τις τρεις ιερές αξίες χιασμένες.

Η Ανίρλαρτουκ γεννήθηκε σε έναν μικρό οικισμό που βλέπει στον κόλπο του Μπάφφιν. Κατέβηκε νότια με τη μάνα της που την περνούσε δεκατέσσερα χρόνια. Πριν πεθάνει απ'το ποτό της άφησε μισή ντουζίνα ετεροθαλή αδέρφια, και πριν προλάβει η Ανίρλαρτουκ να μεγαλώσει η ίδια, τα έμπλεξε με κάποιον που της έκανε δυο δικά της παιδιά στα γρήγορα και της μαύριζε τα μάτια. Η καταδίκη βιάζεται να προχωρήσει, από γενιά σε γενιά σαν καταρράχτης. Στα είκοσι ένα είχε υποφέρει αρκετά στην κουρασμένη χώρα της. Ήρθε εδώ να βρει δουλειά. Έκανε δυο χρόνια σε μια τεχνική σχολή, έμεινε άνεργη καιρό, δεν την προτιμούσαν, είχε δύσκολο όνομα, μαύρα μαλλιά και λάθος δέρμα, η κομμούνα την έστελνε εδώ κι εκεί να δουλεύει απλήρωτα σε αδιέξοδες πρακτικές κατά τα συμφωνημένα τα παρασκηνιακά. Άρχισε να συστήνεται Άνι, έκανε τα μαλλιά της χαλαρές μπούκλες στο κομμωτήριο, ζύμωσε τη μούρη της ώσπου εκείνο το σφίξιμο της ταλαιπωρίας γύρω απ'το στόμα έγινε δυο αδιόρατες γραμμές, και τελοσπάντων μ'αυτά και μ'εκείνα τα κατάφερε, βρήκε μια σταθερή δουλειά, ελευθερώθηκε από τη σκυλοτροφή της πρόνοιας και μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα με τρεις Δανέζες στο Νορρεμπρό.

Αυτό δε θα κρατούσε. Η μάνα της Ανίρλαρτουκ της είχε αφήσει κειμήλιο τη χρόνια ηπατίτιδα Β που την έσκαβε σαν φυλακισμένος που σκάβει με ένα κουταλάκι του τσαγιού το πάτωμα του κελιού του. Χτυπήθηκε από οζώδη πολυαρτηρίτιδα, και όταν αρρώστησε, αρρώστησε πολύ, με έναν επίμονο πυρετό που την ξόδευε, το ίδιο της το σώμα έτρωγε τ'αγγεία του όπως οι τερμίτες τρων το ξύλο, το δέρμα χαρτί, οι αρθρώσεις χοντρές σαν πορτοκάλια, άχρηστα πόδια, άχρηστα χέρια. Έχασε όλο το βάρος που την έκανε ενήλικη και ξαναγύρισε στα χρόνια τα παιδικά, ένα ισχνό χλωμό πλάσμα που συνοψιζόταν σε δυο αεικίνητα μάτια, δυο χοντρές σταγόνες μαύρης χολής ανακατεμένης με σπερματσέτο. Γρήγορα την ξεφορτώθηκαν απ'τη δουλειά, γρήγορα ξέμεινε από λεφτά, γρήγορα οι τρεις Δανέζες την ξωπέταξαν απ'το διαμέρισμα στο Νορρεμπρό, γρήγορα η κομμούνα την έκανε πακέτο και την έστειλε στη Γροιλανδική Πρεσβεία, υπήρχε χώρος και γι'αυτήν μες στο μπαούλο.

Μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο, παιγμένη σαν μαριονέττα από κάθε λογής ανίκανους, αλαζόνες, πολύτεκνους, θεούσους, φιλάνθρωπους, αθλητικούς, χοντρούς, πλούσιους, φτωχούς, μετανάστες, ντόπιους, φοβισμένους, θυμωμένους, κουρασμένους, ακούραστους, κοκάκηδες, συντηρητικούς, στωικούς, τεμπέληδες γιατρούς. Μας είχε γνωρίσει όλους, κάθε φάτσα, κάθε λαβή, κάθε ανάσα και κάθε βλέμμα, ώσπου λιώσαμε όπως οι πολλές γεύσεις παγωτό λιώνουν προς μια σκατιά σούπα. Η Ανίρλαρτουκ δε σήμαινε τίποτα για το σύστημα και το σύστημα δε σήμαινε τίποτα γι'αυτήν. Και αν ο Θεός το άφηνε στο σύστημα, η Ανίρλαρτουκ θα πέθαινε χωρίς ν'αφήσει ίχνος, αλλά ο Θεός το άφησε στην Ανίρλαρτουκ, και αυτή κρεμάστηκε απ'τη ζωή με τα δόντια ώσπου άρχισε σιγά σιγά και με όλα τα δηλητήρια στο αίμα να καλυτερεύει, να καλυτερεύει. Το σώμα άρχισε να ξεθυμώνει, τα αγγεία σταμάτησαν την κόντρα, οι αρθρώσεις ξεπρήστηκαν, ο πυρετός υποχώρησε. Έπινε γάλα ανακατεμένο με κρέμα για να αναλάβει, έτρωγε με το ζόρι ό,τι αηδία της έφερνε η γειτόνισσα, εξόν από τις μέρες που ήταν αναίσθητη από το ποτό, τότε δεν ερχόταν για προφανείς λόγους, και η Ανίρλαρτουκ έπινε περισσότερο γάλα ανακατεμένο με κρέμα.

Ένα πρωί περνούσα απ'τις πολυκατοικίες με τα πλακάτ, και από το χαμηλό πρώτο όροφο, δίπλα στη ζωγραφιά με τον προτεσταντικό σταυρό, την άγκυρα και την καρδιά, από το ανοιχτό παράθυρο, με φώναξε μια φωνή βραχνή σαν βατραχίσια: ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα με σφιχτό στόμα και μακριά γυαλιστερά μαλλιά. Κρατούσε ένα τσιγάρο και μια κούπα. 
-Με θυμάσαι;
-Όχι.
-Έλα πάνω, θα με θυμηθείς.

Κοντοστάθηκα για λίγο, προσπαθώντας να θυμηθώ τις φορές που δε γύρισα σπίτι. Όχι. Άρχισα να περπατάω ξανά.
-Κλινική 262. Έλα πάνω, έχω καφέ.
-Ήσουν ασθενής μου;
-Ναι.

Όταν μπήκα στο διαμέρισμα και την είδα από κοντά, με καλωσόρισαν εκείνα τα αεικίνητα μάτια και θυμήθηκα αμέσως. 
-Α-νγκερ-λαρ-τοκ!
Γέλασε ευχαριστημένη που επιβεβαιώθηκε. Την είχα γνωρίσει σκελετό με λίγες ξερές τούφες σαν νεκρό κλεμμένο από τα νησιά των ανθρωποφάγων, τυλιγμένη με το άσπρο σάβανο, τόσο αφυδατωμένη που έκλαιγε χωρίς δάκρυα, να επιστρατεύει όλη της τη δύναμη για να μου σφίγγει το χέρι σ'εκείνο το ζοφερό κρεβάτι του τετράκλινου θαλάμου. Τώρα τα μάγουλά της ήταν στρογγυλά, το δέρμα εύρωστο σαν παγωμένο λάδι, τα μαλλιά πλούσια, κατάμαυρα, σαν ρευστό μολύβι, τα χέρια ήταν όμορφα, τα νύχια αστραφτερά, τώρα τη γνώριζα γυναίκα. Με πήρε αγκαλιά, μύριζε καπνό και πασχαλιά, τι θεραπευτική μυρωδιά, με ταξίδευε αμέσως στο Μούρβικ ένα μαγιάτικο μεσημέρι, μου έλεγε όλα θα πάνε καλά, αν δε φοβόταν αυτή, δεν υπήρχε φόβος στον κόσμο.
-Θα πιεις καφέ;
-Δεν πίνω καφέ.
-Κάτι πιο δυνατό τότε.

Μου σέρβιρε ένα ποτηράκι σναπς, ήταν οχτώ το πρωί, ήμουν χειρουργημένος στο στομάχι. Δεν ήθελα να της εξηγήσω, δεν ήθελα να χάσει το χρόνο της με μένα, ήθελα ν'ακούσω τι είχε να πει, το ήπια μονορούφι και με έκαψε, μικρή τιμωρία, μικρό το κακό. 
-Σε βλέπω από το παράθυρο κάθε πρωί, πού πηγαίνεις;
-Περπατάω.

Το διαμέρισμα ήταν φτωχικό με παρήγορη διακόσμηση. Πάνω από τον καναπέ κρέμονταν μικρές ξύλινες αρκούδες, ένας προτεσταντικός σταυρός, φώκιες, φάλαινες και βάρκες. Είχε φρέσκα λουλούδια σε ένα βάζο με κινέζικο μοτίβ, πλεχτά μαξιλαράκια, κουρτίνες με κεντήματα. Ξεχνούσα πως στο υπόγειο σαράντα διαμερίσματα μοιράζονταν δυο χέστρες, ξεχνούσα πως οι γείτονες σούρωναν, πετούσαν τα μπουκάλια απ'τα κλειστά παράθυρα και έσπαγαν τα τζάμια, ξεχνούσα πού βρισκόμουν, ήταν μια γλυκιά γυάλα, να πήγαινε ο κόσμος να γαμηθεί.

Μου είπε πώς της δώσανε αισίως την αναπηρική σύνταξη, μου είπε για τις φυσιοθεραπείες και τη μαγειρική, μου είπε πως έπαιζε βελάκια στην παμπ "Η λιμανόγατα", μου είπε για το γάλα με την κρέμα. Όταν αποφάσισε πως είπε αρκετά, έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι μου. Έγειρε και με φίλησε. Μισόβγαλε τη μπλούζα της, τραβήχτηκα πίσω έκπληκτος, γέλασε καθησυχαστικά, μου έδειξε ένα τατουάζ καρδιά πάνω στο δεξιό δελτοειδή και την ξανάστρωσε. Σήκωσα το μανίκι και της έδειξα την άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή. Κατέβασε τον ξύλινο σταυρό απ'το ντουβάρι, κόλλησε τον ώμο της στον ώμο μου και έβαλε το σταυρό ανάμεσά μας.
-Όπως στο πλακάτ.
-Όπως στο πλακάτ.

Μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι

Πέρα από τις αμμοθίνες ξαπλώνει ακίνητη η θάλασσα, μελάνι μες στη νύχτα. Προς τα πίσω είναι οι ανοιχτωσιές με τα ανθισμένα ρείκια και το κιτρινωπό χορτάρι, που απλώνονται και απλώνονται ως το τέλος του κόσμου, επίπεδες και ομαλές, αιωνίως αμέτοχες. Σ'αυτόν τον προτεσταντικό παράδεισο, ένας ερημίτης γρύλος προσεύχεται. Καλέ Θεέ, άνοιξέ μου το θώρακα όπως οι πλούσιοι με τα κρεμαστά προγούλια ανοίγουνε το θώρακα των αστακών με ένα κρακ και βγάλε από μέσα το μπόγο σκουλήκια που με τρώνε. Τα αστέρια έπεσαν από τον ουρανό και έγιναν δροσιά. Είναι η ιδανική νύχτα αν θέλεις να σε ακούσει ο Θεός.

Καθόμαστε καταγής στο γυμνωμένο χώμα εμπρός στο knæhus. Η αχυροσκεπή είναι ενωμένη με το ψηλό χορτάρι και η καλύβα είναι μέρος του τοπίου, ένας ψεύτης λόφος. Αν ήμουν αγρότης απ'το Gorlosen που δεν είχε δει σ'όλη τη ζωή του μέρος άλλο απ'την κοιλάδα του Mayenbach, θα έτρεμα σαν φύλλο. Η αρχή της λιμνοθάλασσας του Ringkøbing σημαίνει το τέλος της πάτριας ακτής μου, αλλά έχω ζήσει στη γύρα και δε φοβάμαι. Οι φάτσες που αλλάζουν δεν παύουν να είναι φάτσες φυτεμένες πάνω σε λαιμούς, οι λέξεις που ακούγονται διαφορετικές αναβλύζουν από στόματα φτιαγμένα με την ίδια τεχνική, η άμπωτη και η παλίρροια κόβουν τις ίδιες βόλτες, όλα αυτά τα κυβερνάει ο ίδιος βασιλιάς, κι εγώ κι εσύ είμαστε πάντα τυχοδιώκτες.

Ο γρύλος τελειώνει την προσευχή και τώρα είναι σειρά σου. Σηκώνεις το μπουκάλι προς τα πάνω, πίνεις μερικές γενναίες γουλιές, από κείνες τις γρήγορες που κάνει το ακβαβίτ και φωνάζεις με ζεστή φωνή: Καλέ Θεέ, κάνε αυτό το καλοκαίρι στην καρδιά μου να κρατήσει ώσπου να με ψήσει από μέσα και να γίνω κάρκανο. Ο Θεός γελάει γιατί είσαι μεθυσμένος. Ίσως και να μη σε παίρνει στα σοβαρά. Αλλά εγώ σ'ακούω όλος αυτιά. Η μάνα σου που είναι πιστή και πηγαίνει κάθε Κυριακή σ'εκείνη την εκκλησία στο ένωμα του Μπούα και του Ένα που μέσα έχει τις παλιές ζωγραφιές από την πτώση (utdrivelse), σου έλεγε όταν ήσουν παιδί να προσεύχεσαι πάντα σιγανά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε ο διάολος ακούει.

Το λερό παραθυράκι της καλύβας αφήνει το φεγγαρόφωτο να στάξει στα στρωσίδια. Ένα ξενύχτικο μερμήγκι πεζοπορεί στις τρίχες της κοιλιάς σου, σηκώνεις το χέρι για να το εκτελέσεις, αλλά σε πιάνω με τη μέγγενη απ'τον καρπό. Το μερμήγκι πείθεται να σκαρφαλώσει στο νύχι του αντίχειρα και με το χιτινικό ιπτάμενο χαλί ταξιδεύει ως τα σανίδια του πατώματος. Μου χαμογελάς θολός απ'το ποτό, κουνάς τα δάχτυλα για να σε αφήσω, σ'αφήνω. Mου χαϊδεύεις το μάγουλο προσεχτικά σαν πατέρας που χαϊδεύει ένα νεογέννητο, Πώς γίνεται να μη σ'αγαπάνε όλοι;

Κλείνω τα μάτια. Έχεις χαθεί για τα καλά. Κάτω απ'την αχυροσκεπή θα αγκαλιάσεις έναν άντρα και θα του λύσεις τα δεσμά. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος, ήταν πλάνη, ήταν φιγούρα από φωτιά. Όσο θα καίγεσαι θα λες πως ήταν ο Θεός που σου'κανε το κέφι. Το φεγγάρι είναι θραύσμα από εκείνο το κοχύλι που χτυπήθηκε και χτυπήθηκε στις πέτρες. Μέσα στο σκοτάδι, η ψυχή μου βγαίνει σαν σκιά απ'το κορμί μου και γλιστράει έξω στα ανθισμένα ρείκια. Είναι μια γλυκιά νύχτα, μια νύχτα που ξεκουράζεται η πλάση, μια νύχτα που δεν αρμόζει στα στοιχειά. Τρέχω αθόρυβα πάνω στη μαλακή γη, κρυμμένος απ'τον κόσμο, κρυμμένος και από το Θεό, μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι, τρέχω προς τη θάλασσα, κι όταν περνώ τις τελευταίες αμμοθίνες, το σχήμα μου διαλύεται και γίνομαι μαύρη πνοή που εξαφανίζεται στο μαύρο νερό που παραμένει αρύτιδο γυαλί.

---


Knæhus (esehus)

Τα σανίδια του πατώματος (feat. jizz)













Παλιοδιάβολοι

Σε κάθε σκαλί το αίμα με μια άλλη αραίωσή του, απ'το βέλο το τριανταφυλλί μέχρι το μελάνι της σουπιάς. Έχεις τη βελόνα της πυξίδας στη φτέρνα σαν καρφί, δε θα χαθείς θέλεις δε θέλεις. Ανεβαίνεις κι ας σου κόβεται η ανάσα, κι ας σου τρέμουνε τα γόνατα, θα συνεχίσεις ν'ανεβαίνεις, και σε κάθε σκαλί το αίμα θα σου γνέφει.

Τα σύννεφα κάθονται το ένα πάνω στο άλλο και γίνονται πυργί, κι εκεί στην κορυφή κάθεται θρονιασμένη η μοίρα σου και σε παρακολουθεί. Κι εσύ... εσύ συνεχίζεις ν'ανεβαίνεις, με τον ιδρώτα σαν δαντέλα από λιωμένο κερί.

Όσο προχωράς το αίμα πυκνώνει και παλιώνει και θυμίζει πίσσα ολοένα. Κάθε σκαλί που αφήνεις, το σηκώνει σκόνη ο αέρας και εξαφανίζεται. Δεν έχει γυρισμό. Εμπρός σταλιά σταλιά ξεδιπλώνεται η καταστροφή, αυτό που ξέρεις καλύτερα από καθετί.

Από το πηχτό σκοτάδι από της μάνας σου το μουνί γλίστρησες σαν από λάθος στην ταλαίπωρη γη. Σε είδε ο ήλιος μια μέρα που δε σκόπευε να βγει. Στο στέρνο σου είχες το στόμα μιας σπηλιάς, και μέσα έκρυβες ένα νυχτόβιο θηρίο.

Η γριά μαμή έσμιξε τα φρύδια. Το μύριζε αλλά δε μπορούσε να το δει. Το κτήνος κούρνιαζε στο βάθος. Κανένας δεν είχε τα κότσια να βάλει το χέρι στη σπηλιά. Οι σκιές ήταν δόλιες κι επικίνδυνες. Σ'άφησαν κι έζησες, όχι από έλεος αλλά από ατολμία. Οι δειλοί είναι αυτοί που τρέφουν το κακό.

Μεγαλώνοντας μεγάλωνε και το μυστικό. Τα βράδια που οι αναμάρτητοι κοιμούνταν έβγαινε παγανιά. Με τα δυνατά σαγόνια του άρπαζε και έσκιζε τις αθώες σάρκες και όταν επέστρεφε χορτασμένο είχε στη γούνα του αιμάτινη εσάρπα. Χωνόταν στη σπηλιά λίγο πριν το πρώτο φως. Κι εσύ... εσύ έτριβες μακάριος το στέρνο και άλλαζες πλευρό.

Το κακό ψήλωσε και χόντρυνε τόσο που δε χωρούσε πια μες στη σπηλιά. Ένα χάραμα δεν κατάφερε να χωθεί στη στενεμένη τρύπα. Όταν ξύπνησες το είδες που στεκόταν με τη μουσούδα του κολλημένη στη δικιά σου. Περίμενε υπομονετικά. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Είχε έρθει η ώρα ν'αρχίσει η ανάβαση. Εχτές ήσουν παιδί, σήμερα ήσουν άντρας. Έβαλες τα χέρια σου στο στόμα και σε άνοιξες πέρα πέρα. Το κτήνος σε φόρεσε σαν κάπα.

Δεν υπήρχες και δεν υπήρχε πια. Υπήρχατε μαζί, παλιοδιάβολοι.

die weiche Knie der Pilger

Μέρα 4. Τα αδύναμα γόνατα των προσκυνητών

Das Johannisfeuer springen wir
nicht über. Gott will es so.

Die kurze Nacht, die hohen Flammen,
die kurze Lunte der Lust, die hohen Erwartungen.
Der Preis, den man zahlt für Zauberei,
ist der Heißbrand, den man bekommt, wenn man liebt—
die weichen Knie der Pilger.


--- 

Στις ανοιχτωσιές ετοιμάζουν τα γαϊτανάκια. Παραμονή Μεσοκαλόκαιρου. Από το Ρίμπερσμποργκ φαίνεται η γέφυρα του Όερεσουντ το δόντι του φιδιού. Είναι νωρίς αλλά έχει ήλιο. Οι σανίδες είναι κρύες. Ξεγυμνωνόμαστε βιαστικά και τρέχουμε στο νερό. Είναι πιο κρύο απ'τις σανίδες. Ένας κύκνος κάνει τον ωραίο. Βουτάω ξανά και ξανά και πιάνω τις φυτρωμένες πέτρες του βυθού και τη λεπτή λάσπη ώσπου ζαλίζομαι. Αυτός κάνει απλωτές και ξεφυσάει σαν φώκια. Όταν βγαίνουμε έχουμε τις μικρότερες ψωλές της Σκανδιναβίας και ένας γέρος κάθεται παραδίπλα φορώντας μόνο την πετσέτα του. Καθόμαστε κάτω με τους γυμνούς κώλους και στεγνώνουμε στον ήλιο. Hei, tag et bilde av oss, vil du? λέει ξαφνικά στο γέρο. Ο γέρος απαντάει κάτι στα σουηδικά, αυτός του δίνει το κινητό του, και μας βγάζει δυο φωτογραφίες για καλό και για κακό. Είμαστε φοβερά χαρούμενοι. Τις εγκρίνει. For når jeg er gammel og rynkete som deg. (Για όταν θα είμαι γέρος και ρυτιδιάρης σαν κι εσένα.) Ο γέρος γελάει.

---

Στο σταθμό αναπνέουμε ακόμα τους υδρατμούς της πρωινής βουτιάς. Μου κρατάει το χέρι κοντά στην τσέπη μου, σχεδόν μέσα, και με σφίγγει. Το τραίνο ετοιμάζεται να φύγει, κάνω να φύγω και με σφίγγει πιο πολύ. -Vil du virkelig gå? -Nej. Jeg gider ikke togene uden dig. Τραβιέμαι και ανεβαίνω ενώ σφυρίζει το μπιπ-μπιπ-μπιπ. Τελευταία στιγμή ανεβαίνει κι αυτός. Έχει φρικόρτ όπως οι περισσότεροι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων. Τον βλέπω καχύποπτα, πού έχεις να πας, πονηριάρικο ζωάκι; -Hvor skal du hen? -Frem og tilbake bare. -Ærinde? -Tvert imot.

Κάνει τη διαδρομή μαζί μου μέχρι τη δυτική ακτή. Όταν φτάνουμε, αρχίζει η βροχή που υποσχέθηκαν, πρώτα μαλακή και μετά σεντόνια. Ο σταθμός είναι άδειος όπως πάντα, εδώ έχει ησυχία, είναι η κωλότρυπα της Δανίας, η άκρη του μικρού μας κόσμου. Η κοπελίτσα στο 7-11 ακουμπάει το πηγούνι στον πάγκο. Η Γροιλανδέζα κυρία της καθαριότητας καθαρίζει τα πλακάκια εμπρός από τις τουαλέτες. Κουμπώνω το φωσφορούχο μπουφάν της ναυτιλιακής και φοράω την κουκούλα. Ο ελεγκτής με φιλάει στο στόμα, βγάζει το κουτί με το σνους και ρίχνει μια ματιά στον πίνακα με τα δρομολόγια. Τον αφήνω να στέκεται δίπλα στην παλιά ξύλινη πόρτα του σταθμού, με τα στρωμένα του μαλλιά-πατέ-συκωτιού, πρωταγωνιστής εκείνης της ταινίας του Κάουρισμακι.

---



Schwankendes Gras

Μέρα 3. Χορτάρι που χορεύει στον αέρα

Sieh, das schwankende Gras
in mir schwanket es leise

Sieh, die Felder im Sommer
in mir liegen sie saftig

Sieh, die strahlende Sonne
in mir scheint sie schön

Warte nicht auf Gott
sprechen wird er nicht

außer durch mich.
Du bist wach.

---

Σταματάμε πάνω στο δρόμο έξω από το Γκίλλαστι για να ξεπιαστούμε, έχει ερημιά. Γύρω χωράφια με ξανθοπράσινα σπαρτά και πιο πέρα δάσος. Ανοίγει ένα Φάξε Κόντι που λιαζόταν στο πίσω κάθισμα μαζί με το κουβερτάκι.
-Du vet hvordan... se hvordan... Markerne om sommeren. Solen skinner. Gress svaier hit og dit i vinden. Sånn har jeg det.
-Hej, P. Må jeg spørge dig noget?
-Absolut.
-Tager du pis på mig, mand?
-For en tosk!

(-Ξέρεις πώς... δες πώς... Τα λιβάδια το καλοκαίρι. Ο ήλιος λάμπει. Το χορτάρι χορεύει πέρα δώθε στον αέρα. Έτσι αισθάνομαι.
-Έι, Π. Να σε ρωτήσω κάτι;
-Φυσικά.
-Με δουλεύεις ρε;
-Για δες έναν ηλίθιο!)

Το στόμα του έχει γεύση Φάξε Κόντι, το πρόσωπό του μυρίζει σκόνη, τα μάτια του είναι σχεδόν κλειστά απ'το φως. Είναι ζεστός και όπου τον βλέπει ο ήλιος πιο ζεστός ακόμα. Τα μάγουλά μου έχουν καεί. Για τις αμαρτίες κανείς δεν κρατάει λογαριασμό. Το ραβδί βρίσκει την πλάτη ολωνών. Η τιμωρία του χειμώνα σ'αυτά τα μέρη διαρκεί πολύ και είναι σκληρή, το χρώμα χάνεται απ'τον κόσμο. Μετά έρχεται μια μέρα σαν κι αυτή και συγχωρούνται όλα.

---

Το βράδυ η Καρολίνα μας πηγαίνει στην παμπ Ρεξ που έχει φρουτάκια, μπιλιάρδα και πίτσα με διακοσμητική πρασινάδα. Την ώρα που στεκόμαστε στο μπαρ για να πάρουμε τις μπύρες, βρίσκει ένα πάκο λιωμένα περιοδικά με σταυρόλεξα δίπλα στα σκουπίδια. Τα κουνάει θριαμβευτικά. Αυτός ρωτάει γύρω γύρω για κανένα στυλό, και αναλαμβάνουμε να λύσουμε: είναι στα σουηδικά, αφορμή για χαβά.

Η Καρολίνα δουλεύει σε μαγαζί με ξύλινα παιχνίδια και μπεζ ρούχα για τα μωρά των πλουσίων. Είναι η τροφός-κολλητή, μια σαρανταπεντάρα με σιδερωμένα μαλλιά και χελιδόνια τατουάζ στις κλείδες. Είναι κι αυτή κομπάρσος. Είναι η μόνη από τον κύκλο που ξέρει πως ο ελεγκτής πειραματίζεται, τώρα και με ποιον. Στην τρίτη μπύρα, η Καρολίνα μας δείχνει το ίνστα-στόρυ που ανέβασε: ο φίλος της κι εγώ σκυμμένοι σαν επιμελείς μαθητές πάνω από το διπλωμένο περιοδικό με τα σταυρόλεξα. Η λεζάντα λέει gav dom korsord, får nu ingen kontakt. (τους έδωσα σταυρόλεξα, τώρα δεν έχω καμία επαφή.) Με αιφνιδιάζει που μας βλέπω από ξένη οπτική. Φαίνομαι τσονταρισμένος σαν εισβολέας σε ένα σκηνικό από άλλη ταινία, καθόμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον αλλά όχι χωρίς δικαιολογία, φαίνεται ευτυχής και ανέμελος παρότι δε χαμογελάει, πάλι μικρό παιδί και θέλω να τον πάρω αγκαλιά και να τον λιώσω. Δεν ανήκω εδώ, στη θέση αυτή έπρεπε να ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που πηγαίνει στο κουρείο μια φορά το μήνα, που τη μέρα δουλεύει σε ένα μεγάλο μεσιτικό, που βγαίνει πάντα τις Παρασκευές και τα Σάββατα, και που το καλοκαίρι κάνει γουήντ-σερφ. Κι όμως είμαι εδώ, ένα ισχνό αδηφάγο τέρας, έχω κλέψει τη θέση εκείνου που θα ήταν σωστό να είναι εδώ, τον έχω κατασπαράξει και τον έχω χέσει και δεν υπάρχει πουθενά, ίσως να μην υπήρξε και ποτέ.

Η Καρολίνα με βολιδοσκοπεί όλο το βράδυ. Ξέρω πως όταν φύγω θα συναντηθούν για να του δώσει το πόρισμά της. Ξέρω επίσης πως ό,τι κι αν πει το πόρισμα, ο ελεγκτής δεν έχει σωτηρία. Είμαι τυχερός. Είναι στο όνομά μου. Κάθε άλλο ενδεχόμενο θα με έσπαγε σε εκατομμύρια θρύψαλα. Είμαστε τραγικά τρωτοί, είναι αυτό που διασκεδάζει περισσότερο από κάθε τι τα θεία. Τώρα δε φαίνεται ούτε ένα μικρό ράγισμα. Κάποτε θα χειμωνιάσει πάλι, αλλά όταν στέκεσαι στον ήλιο και χαζεύεις το χορτάρι που χορεύει, δε θέλει πολύ για να πειστείς πως αυτή τη φορά, ανάθεμα, πέτυχες το αιώνιο καλοκαίρι.

---


Spiele der Wanderer

Μέρα 2. Παιχνίδια των περιπλανωμένων

Über uns hängt das Irrlicht,
von der Hand Gottes getragen.

„Mir nach!“ Eine Stimme klingt,
und kleinlaut folgen wir.

Doch gleich darauf—
kein Irrlicht mehr.

Im Dunkel unseres Wahnsinns
verschwinden die Schritte, Reihe um Reihe.

„Was raschelt? Tierchen, bist du es?“
frage ich, soeben blind.

„Gott, hilf mir, Gott!“
Du schreist vor Furcht.

„Mir nach!“ Die Stimme klingt erneut.
„Dir nach? Wie denn?“

„Ihr Narren,“ spricht nun Gott,
„gebt nach—der Begierde.“

Du weinst um mich.
Du leidest, wie es sein soll.

Deine Tränen, schimmernder Tau,
Leuchtkäfer führen mich hin zu dir.

Deine Wärme, dein Blut, dein Atem—
alles führt mich zu dir.

Erst, als wir einander die Hände reichen,
geht das Irrlicht aus deinen Augen hervor.
Es ist heller Tag. Was raschelt da?

Vipern um uns herum—
sie werden jäh zu Erde.

„Spiele der Wanderer,“ lacht Gott.
„Ihr verirrt euch, ihr findet euch zurecht.
Doch der Sehnsuchtsort liegt immer
im dunklen Herzen.“


---

Στο Πίλνταμμσπαρκ ξαπλώνουμε στο γρασίδι και ο ουρανός έρχεται κατά πάνω μας χωρίς να μας συναντά ποτέ. Με πήγε στο σαντουητσάδικο που λέγεται σκανδιναβιτσάδικο και με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσε πως έχει Φριτς Κόλα, που είναι γνωστή τοπική μάρκα του Αμβούργου (πώς καλύτερα να ευχαριστήσει κανείς έναν Βορειογερμανό), και ξαφνικά φάνηκε τόσο νέος δίπλα στην ταμπέλα που έλεγε Φριτς Κόλα. Του ρίχνω τέσσερα χρόνια, όσα ρίχνω και στη μικρή, αλλά αυτός με ξεγελάει και κάθε φορά που το θυμάμαι με πιάνει εξαπίνης.

Στο Πίλνταμμσπαρκ τα λουλούδια είναι ανθισμένα. Δεν έχει τις δακτυλίτιδες και τις ψιλές παπαρούνες που έχουμε στη δυτική ακτή, έχει άλλα που δεν τα ξέρω και μυρίζουν ωραία. Από παρανοημένη αβρότητα τις άλλες φορές του μιλούσα νορβηγικά και μου μιλούσε δανέζικα, τώρα μου μιλάει νορβηγικά και του μιλάω δανέζικα. Τις άλλες φορές βρισκόμασταν και χανόμασταν μέσα σε λίγες ώρες στο μικρό διαμέρισμα μιας νοσοκόμας φίλης του στο Κόλινγκ, σαν σφήνα, δε μιλούσαμε πολύ, τα στοιχειώδη αρκούσαν. Το μόνο που έβλεπα ανάμεσά μας ήταν διαφορές και το γλιτσόνημα της καύλας. Ερχόταν από έναν κόσμο ξένο για μένα, κι εγώ από έναν κόσμο ξένο γι'αυτόν, οτιδήποτε άλλο απειλούσε την ξώφαλτση συνεννόηση.

Όταν γνωριστήκαμε είχα εισιτήριο Νύχαβν - Έσμπιεργκ αλλά κατέβηκα μαζί του στο Κόλινγκ. Κάθισα στα σκαλιά του σταθμού, ενώ αυτός στεκόταν δίπλα μου με τη χαζή στολή μισοχτεσινός και σχολασμένος, προσπαθώντας να σκεφτεί πού θα πηγαίναμε. Του πρότεινα φρόκοστ στο Κόμγουελλ που ήταν κοντά, αλλά γέλασε σαν να ήμουν ηλίθιος: Hva? Nei. Άφησε το αντίθετο ιντερσίτυ που θα τον γυρνούσε Σουηδία να περάσει, έκανε κοινωνικότητες με μια συνάδερφό του που δεν καταλάβαινε την προφορά του και απαντούσε συνέχεια με ένα ενθουσιώδες που δεν έβγαζε πάντα νόημα, και τελικά πήρε τηλέφωνο τη νοσοκόμα. Ήταν ένα ντροπιαστικό τηλεφώνημα, και ενώ την περίμενε να απαντήσει, έβαζε κι έβγαζε το τζόκεϋ μηχανικά, αλλά τίποτα δεν άλλαξε στην υπηρεσιακή του ευδιαθεσία.

Στο Πίλνταμμσπαρκ ακούω για τον παπά Μοέλλερ και την εκκλησία του χωριού του στη συμβολή δυο ποταμιών, για το πλακοστρωμένο μονοπάτι στην αυλή που γινόταν μαύρο όταν έβρεχε, για το φόβο που είχε για το δάσος μικρός. Μεγαλώνοντας ήθελε να φύγει από εκεί για να βρει τα ίχνη αυτού που κυνηγούσε. Δοκίμασε το Τρόντειμ, το Όσλο όπου σπούδασε τεχνολογία πληροφοριών, δοκίμασε σαιζόν σε ένα σικέ ρεστοράν στις Κάννες, σαιζόν σε ένα μπιτσόμπαρο στην Πάρο (!), ένα παραλίμνιο κουτσοχώρι βόρεια από το Γιοενκοέπινγκ, το Γιοενκοέπινγκ, το Λονδίνο, το Πήτερσμπορο, τη Στοκχόλμη κ.λπ., κ.λπ.... Στο Πίλνταμμσπαρκ ακούει για τα μαθήματα πιάνου και το φέρρυ στο νησί, για τη θάλασσα που έφευγε κι ερχόταν και τις αναθυμιάσεις της λάσπης όταν έκοβε ο αέρας. Μεγαλώνοντας ήθελα να φύγω από εκεί για να χάσει τα ίχνη μου αυτό που με κυνηγούσε. Δοκίμασα τη Σαλονίκη, το Τάλλινν και το Όσλο με τις ανταλλαγές, ένα χρόνο κλινικών στο Αμβούργο, ξανά τη Σαλονίκη, δοκίμασα να πηγαινοέρχομαι στο Χούζουμ, τα οφφσόρ στο Μπέργκεν, το Σανταντέρ, την Κέρκυρα, το Φάνοε, την Όδενσε κ.λπ., κ.λπ....

Στο Πίλνταμμσπαρκ ξαπλώνουμε στο γρασίδι και το χλωμό πετσί μου και το σκουρωπό πετσί του χάνονται σε μια ανάμνηση σαν γάλα και δε μπορώ να τα ξεχωρίσω. Σκοτώνουμε χρόνο στην αντιπαραβολή, στα προϋπαντήματα και τους αποχαιρετισμούς, στα παιχνίδια των περιπλανωμένων. Μας λείπεται η πίστη. Τα φωτεινά μάτια του και τα σκοτεινά δικά μου, τα μαλλιά-πατέ-συκωτιού και τα μαλλιά-σκουριά, τα νύχια με τα μισοφέγγαρα και τα νύχια του παραλίγο πεθαμένου, το δάσος και το γλυκό νερό, η άμμος και το αλατόνερο, ο Θεός μέσα του, ο Θεός μέσα μου και ο Θεός ανάμεσά μας. 

Κάθε φορά που ερωτεύομαι, κάποιος με καταλαβαίνει με έναν καινούριο τρόπο.

---

Η εξομολόγηση είναι σωστή μόνο αν γίνει στη γλώσσα την πιο κοντινή του αμαρτωλού. Αλλιώς μιλάς πάντα πίσω από ένα πέπλο, και κατά βάθος μένεις αμετανόητος.

---

Το βράδυ κοιμάμαι ξερός, με ξυπνάει ξαφνικά με ένα σκούντημα: Fy, du har fuktet puten min! -Hva'? -Du har siklet på puten min. -Ej, klamt. Γελάμε, αφού είμαι έτσι σιχαμένος. Έχω φτιάξει μια λιμνούλα από σάλια στο μαξιλάρι. Τα μούσια στη μια μεριά είναι βρεγμένα και μυρίζουν φτύμα. Τον ρωτάω πού έχει τις μαξιλαροθήκες. Μου δείχνει. Φέρνω μια φρέσκια, την αλλάζω και πηγαίνω στο μπάνιο να κάνω σαπουνάδα με το χεροσάπουνο με τη θαλάσσια χελώνα που κολυμπάει στη συσκευασία. Με ακολουθεί, κλείνει τη χέστρα και κάθεται ενώ σκύβω στο νεροχύτη. -Hva venter du på? -Hvad skal jeg nu? -Si det. -Sige hvad? -Jeg er forelsket i deg. -Er du sikker? -Sikker. -Na ja. Στέκομαι αμήχανος με τη γενειάδα να στάζει. Η βρύση τρέχει. Αυτός με καρφώνει με το βλέμμα, σαν να προσπαθεί να μου τραβήξει την ψυχή έξω απ'τους κόγχους. -Er alle tyskere så jævla stive? -Det ved du jo allerede. -Leg med. Jeg vil høre deg si det. -Ich bin in dich verliebt. Jeg er forelsket i dig. Δε λέει τίποτα. Είναι το καθιστό άγαλμα της χέστρας, ένας Χόλγκερ Ντάνσκε - Χόλγκερ Νόρμαν από κεχριμπαρένιο κρεατοζελέ. Κλείνω τη βρύση, ασχολούμαι με την πετσέτα πολύ ενδελεχώς για να του δώσω χρόνο, μήπως αποφασίσει να πει κάτι, όπως "τι ωραία" ή "κορόιδο, χα-χα" ή "ώρα να φύγεις". Τελικά μιλάω ξανά εγώ: -Jeg går i seng. Με ακολουθεί με τα μάτια, τα αισθάνομαι να μου τρυπάνε την πλάτη, τον αφήνω στο μπάνιο. 

Όταν έρχεται έχω ξανακοιμηθεί και με ξυπνάει εκ νέου. -Hei, F. -Hej, hr. togfører. Γυρίζω στο πλάι για να είμαστε αντικρυστά. Το χάραμα ρίχνει θολό φως από το παράθυρο πίσω μου. Οι ώμοι του είναι ομαλοί, το διάγραμμά του κόντρα στον κόσμο δεν είναι κοφτερό. Όταν νοσηλευόμουν τον πήρα τηλέφωνο να τον ενημερώσω πως ήμουν μέσα και σαν παλιός χαρτοπαίχτης είχα μια στις δυο να βγω ή να μη βγω. Έμεινε σιωπηλός στην άλλη άκρη της γραμμής να με ακούει να ταχυπνοώ. Du dør ikke, for faen. (Δε θα πεθάνεις, διάολε.) Μετά μου το'κλεισε. Δεν ήταν έτοιμος να πεθάνω. Η άρνησή του είχε το ίδιο πείσμα που έδειξαν όσοι με αγαπούσαν. Ένα χαλίκι είχε πέσει στο νερό και τα κύματα είχαν φτάσει μακρυά. Την επομένη εμφανίστηκε στο θάλαμο με ένα περίεργο τάπερ με καουτσουκένια βάση που μέσα είχε ένα βουνό από εκείνα τα μπισκότα που ανάμεσά τους έχουν μαρμελάδα, που τα έφαγα δυο βδομάδες αργότερα στεγνά απ'το ψυγείο. Ο πατέρας μου ήταν εκεί αλλά δεν είχαν κοινή γλώσσα. Μου κράτησε το αντιβράχιο και μου μίλησε αλλά δεν άκουγα τι έλεγε. Ήθελα να του μιλήσω αλλά με έπαιρνε συνέχεια ο ύπνος. Ήθελα να τον ρωτήσω για το ηλίθιο όνομά του, ήθελα να μάθω για τον Μπούα και τον Ένα, ήθελα να βρεθούμε ξανά στο Κόλινγκ, στο σπίτι που μυρίζει χώμα, ήθελα να τον δω αφηρημένο στα κλεφτά, ήθελα την αίσθηση του κορμιού του, το μαλακό τρόπο που έχει για να φιλάει, ήθελα να ξέρει, δεν είχα βαρεθεί ακόμα, δεν είχα βαρεθεί καθόλου. Ένιωθα έτοιμος να πεθάνω, αλλά δεν είχα εξομολογηθεί αρκετά. Βέβαια τίποτα απ'όλα αυτά δεν είχε σημασία, εκεί έγκειται όλη η δυστυχία. Τα χαρτιά τα έριχνε ο Θεός. 

Η νύχτα έχει κοντύνει και ξημερώνει από τις τέσσερεις. Φαίνεται ταλαίπωρος από την αγρύπνια. Βάζω την παλάμη μου στη μούρη του, την ξεκολλάει και την κάνει πέρα. Δεν ξέρω τι προσπαθεί να διαβάσει μέσα στο κεφάλι μου, δεν ξέρω τι νομίζει πως κρύβω. -Det var ikke en lek. -Ved godt. 

---

die Pietät der Treulosen

Μέρα 1. Η ευλάβεια των απίστων

Von dir hab' ich geträumt,
kniefällig beim Gottesdienst,
versunken im Gebet.

Es regnete in der Kirche—
heilige Tränen.

Über dich flog ein kleiner Amarant,
eine flüchtige Flamme.

Gottes Fluch, was sonst?
Du Gottesfürchtiger,
du redlicher Rohling.

Deine Schulter tippte ich an:
„Wir fahren zur Hölle, Tierchen,“
sagte ich.

„Hier bestimme ich,“ sagte Gott.
„Ich beobachte mit den Augen des Amarants.
Ich durchschaue euch.

Die Pietät der Treulosen strafe ich nicht.“

Du blicktest auf und sagtest:
„Weiter bete ich nicht.
Nimm mich, auf Gottes Befehl.“

Und mit großem Eifer nahm ich dich—
mit der Pietät der Treulosen.

---

Ένας χοντρός γλάρος πέθανε στη στέγη του γκαράζ. Λίγες μέρες μετά τον πήραν δυο ζευγάρια μαυροπούλια μυρωδιά, μαζεύτηκαν και έκαναν συμπόσιο. Λίγες μέρες πιο μετά, δυο μαυροπούλια πέθαναν δίπλα στο γλάρο.

Τρίβω τα δάχτυλά μου μεταξύ τους. Τα νύχια έχουν μισοξεκολλήσει από τις κοίτες και έχουν κάτι διακριτικές γραμμές του Mührcke ή του Mees ή ίσως και ανώνυμες δικές μου.

--- 

Lyst å møtes?

Βλέπω τις λέξεις από ψηλά ενώ είμαι στο δεύτερο σετ και ο ιδρώτας κυλάει από το στέρνο κατευθείαν μέσα στον κομμένο αφαλό μου. Δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό το σώμα και τις καινούριες του πληγές, και ο μόνος τρόπος που έχω βρει για να βγαίνω απ'το κλουβί είναι να γίνομαι κρεατοκέφαλος του γυμναστηρίου όπως όταν ήμουν νέος και ήθελα να είμαι σε ετοιμότητα για ξύλο. Κάνω μπάνιο διεκπεραιωτικά, είμαι παρατημένος, για πρώτη φορά από τα 18 φάνηκε η μοκέτα που ακόμα πάει με τις κουρτίνες. Αποφεύγω το άγγιγμα σα δαρμένο σκυλί, το δικό μου και πιο πολύ των άλλων. Θέλω να τον δω, αλλά δε θέλω να με δει, μόνο τη σκιά μου. Δε θέλω να δει την άγρια μάσκα του Νο, δε θέλω να με δει να τον φοβάμαι. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στο Κόλινγκ ήμουν ήδη άρρωστος αλλά έκανα μόκο. Είχα αποφασίσει πως δεν τον αφορούσε. Η σκιά μου έσκυβε πάνω απ'τη δικιά του στο ντουβάρι και ήταν η σκιά ενός άντρα που άξιζε τον κόπο, όχι κάποιου φυματικού που ξερνούσε αίμα στο νεροχυτάκι της πλατφόρμας. Είχα τα μαλλιά πιασμένα πάνω για να μην του δίνουνε λαβή, φρόντιζε τα πρόσωπά μας να μην έρχονται πολύ κοντά, προσκυνητές προσκυνητές αλλά το τάγμα δε θα μας έκανε κουμάντο. Ήταν η μόστρα που είχαμε να συντηρούμε, μια συμφωνία σιωπηρή, κι ας κρατιόταν από τους ώμους μου σαν πίσω του να ήταν ο ντράφος του διαόλου και μπορούσα να ονομάσω έναν έναν όλους τους μύες στο λαιμό του, παραλλαγή στο γνωστό θέμα.

---

Πίστευα πως ο κόσμος στηριζόταν με ένα από τα άπειρα πόδια του πάνω μου. Οι προσδοκίες των άλλων με κρατούσαν έτσι, όπως μια κοτρώνα σηκώνει το βάρος των άλλων σφηνωμένη στο σωρό. Ένα παιδί φάντασμα με κλώτσησε και όταν βρέθηκα στο χαλικόδρομο πέρα απ'το σωρό φάνηκε το αίμα. Δεν απογοητεύτηκε κανείς, όλοι οι άλλοι ήταν ακόμα πέτρες: τους έβλεπα στιβαγμένους στο σωρό, να στέκονται καλά. Οι προσδοκίες των άλλων; Οι προσδοκίες κανενός. Ηλίθιος και παραπλανημένος. Ο κόσμος δε χρειάζεται γελοίες καρικατούρες του Άτλαντα για να σταθεί.

---

'93 πέρα απ'τον Αρίλλα στα ανοιχτά, απάνω στη Μαγδούλα. Στεκόμουν άκρη άκρη και κοιτούσα το σκοτάδι που έκρυβε το νερό. Κλείσε τα μάτια και βούτα. Άντε. Η μάνα μου ήταν ή εσύ; Φοβόμουν εκείνες τις μεγάλες μέδουσες που είχα δει στη διαδρομή, φοβόμουν το νερό που δεν ομολογούσε. Έλα, χέστη! Με έσπρωξε και έπεσα με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά από τη μέρα στη νύχτα και ήπια απ'το στόμα και απ'τη μύτη, και το νερό με έκαιγε σαν οινόπνευμα. Sei ein Mann! Η μάνα μου και το πώς έπρεπε να γίνονται τα πράγματα, πάντα με μια γρήγορη μαχαιριά. Η μάνα μου ή εσύ;

---

Sei ein Mann, η ενδέκατη εντολή. Ταμπάκο τοσκάνο στη γενειάδα, λάδι στα μαλλιά και χτένα, πλυμένα γυαλιά, βουρτσισμένα νύχια, φρέσκα ρούχα. Στο Λίμχαμν σε μια γκρίζα πολυκατοικία μοιράζεται το διαμέρισμα με τον Μάρκους, ένα Σουηδό ποδοσφαιρόφιλο. Από την ανοιχτή πόρτα ακούγεται η τηλεόραση που δείχνει μπαλόνι. Ο Μάρκους είναι κομπάρσος, δεν ήρθα γι'αυτόν. Ο ελεγκτής είναι εκεί, με τα μαλλιά στρωμένα πίσω, πρωταγωνιστής κάποιας ταινίας του Κάουρισμακι που είδα φοιτητής.

Vi må være diskrete til han drar, μου ψιθυρίζει κολλητά στο μάγουλο, λες και ακούω από το μάγουλο. Jamen, jeg har ikke været indiskret indtil videre, vel? Hvad siger du, Markus? -Inget potatisspråk, tack. -Værsgo. Roligt.

Μου δείχνει το ρολόι με το υφασμάτινο λουρί και δείχνει με τα δάχτυλα ''δύο''. Ja, de vakre fingre. -Hold kjeft vær så snill, hva sa jeg akkurat nå? Κατεργάρικη μούρη, όλα τα δάχτυλα στο μέλι. -Jaja, jaja... Κάθε φορά που τον βλέπω είναι σαν να τον πετυχαίνω σε μια στιγμή ανάπαυλας κλεμμένη, σαν να τον κοιτάζω πάλι πίσω από το φιμέ τζάμι της συρόμενης πόρτας που κυλούσε πίσω μπρος ανάμεσά μας όταν γνωριστήκαμε στο τραίνο. Ο ελεγκτής είναι από εκείνους τους εξωστρεφείς κοινωνικούς τύπους που ζουν σε μια μόνιμη φασαρία αλλά όταν βρισκόμαστε βάζει τη ζωή του στο ψυγείο κι εγώ γίνομαι ηδονοβλεψίας.

---

Κουνάει το πόδι νευρικά, κοιτάζει κάθε τόσο το ρολόι με το υφασμάτινο λουρί, κάνει σνους και πιάνουμε κουβέντα δίπλα στο Μάρκους που βλέπει το μπαλόνι. Μου λέει για τα ψάρια που έπιασε στο Κριστιανσάντ και για την πρώην του τη Σοφίε που είναι πολύ γκαστρωμένη από έναν Σέρβο, μου τους δείχνει στο ίνστα, fy for fa'en hun ligner et luftskib (ανάθεμα μοιάζει με ζέππελιν) λέω και ο Μάρκους γελάει δυνατά και ανεβαίνει σε ένα περίεργο τελεφερίκ που τον πηγαίνει αστραπή από την ψυχαγωγία στην αγανάκτηση, Vem är den här killen? Vad är det för fel på dig? När jag säger något är jag den onde, σταματάει ξαφνικά, ρίχνει μια καλή ματιά και στους δυο μας, κι έπειτα γυρίζει στο μπαλόνι.

---

Όταν ο Μάρκους φεύγει για της γκόμενάς του, το διαμέρισμα μένει ήσυχο σαν να φύγαμε κι εμείς μαζί του. Ακούγεται ο δευτερολεπτοδείχτης του ρολογιού του ελεγκτή, και ο αέρας έξω. Βγάζει το σνους από το στόμα και το κρύβει στο καπάκι. Hva venter du på? Jeg er din. -Din fucking løgnhals, τον φοβάμαι και θέλω να τον χτυπήσω. Θα μπορούσα να ματώσω τη γροθιά μου στο κρανίο του. Αλλά το τάγμα μας έχει γονατίσει. Με συναντάει με το βλέμμα και όπως βγαίνει μια γάζα που ήταν χωμένη σε βαθειά πληγή, η αγριάδα χύνεται από τους κόγχους, τους κροτάφους, το κούτελο, τα φρύδια, τα ζυγωματικά, την ακούω που πέφτει στο πάτωμα, άμμος από τρύπιο σακί. Βλέπω το Θεό μέσα του να λέει με τη φωνή του και το νορβηγικό ρυθμό אנכי יהוה אלהיך (I am the lord thy God), αλλά δε χρειάζομαι πίστη για να υποταχτώ. Η υφή από το μπλε πουκάμισο που είναι από κείνα τα ζεστά που δεν τσαλακώνονται, ο ανοιχτός γιακάς, το άσπρο κοντομάνικο, τα βυζιά του, τα γένεια στο λαιμό, τα κλοπιμαία μου. Βάζει το χέρι του κάτω απ'τα ρούχα μου, βρίσκει τη χειρουργημένη μεριά. Το άγγιγμα με καίει. Μένω και μένει ακίνητος και σιγά σιγά τα νεύρα θυμούνται. Θα μπορούσε να χώσει δυο νύχια σε κάθε τομή και να με ανοίξει όπως τα μαυροπούλια ανοίξαν το κουφάρι του χοντρού γλάρου. Όμως επιμένει να κρέμεται με τα μάτια απ'τα δικά μου, τον καταπίνει ολοένα η προσευχή, και καθώς η προσήλωση ξεπλένεται από μια τρυφερή έκπληξη, ξέρω πως βλέπει το Θεό μέσα μου.

---

Εβέρ

 


Ο Φόρρεστ Κάρτερ έγραψε την Εκπαίδευση του Μικρού Δέντρου. Ένας μικρός Τσεροκί μεγάλωνε με τον παππού και τη γιαγιά σύμφωνα με τις αξίες και τις παραδόσεις της φυλής, τσιτάτα όπως Take only what ye need. When ye take the deer, do not take the best. Take the smaller and the slower and then the deer will grow stronger and always give you meat. Pa-koh, the panther, knows and so must ye. Τα λόγια είναι σαν μακρυές βελόνες και σε βρίσκουν κατευθείαν στο ψαχνό.

Ο Έηζα Ερλ Κάρτερ ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της Κου Κλουξ Κλαν και έγραφε πολιτικούς λόγους για ρατσιστές πολιτικούς. Το απόγειο της καριέρας του ήταν το σύνθημα που παπαγάλισε ο Τζωρτζ Γουώλλας segregation now, segregation tomorrow, segregation forever. Τα λόγια είναι σαν μακρυές βελόνες και σε βρίσκουν κατευθείαν στο ψαχνό.

Ο Φόρρεστ Κάρτερ και ο Έηζα Ερλ Κάρτερ ήταν ο ίδιος άντρας.

---

Με τον Εβέρ είμαστε φίλοι από όταν ήταν μωρό. Όταν παίρνω τη στροφή από το δάσος προς το σπίτι, μόλις με παίρνει πρέφα έρχεται τροχάζοντας χαλαρά. Ο סנדק είχε κατά καιρούς πολλά άλογα αλλά εμένα ποτέ δε με ενδιέφεραν πολύ. Συμπαθώ μόνο τον Εβέρ. Όταν ο Εβέρ σακατεύτηκε, έβαλα φράγκα για να κάνει φυσιοθεραπείες. Τώρα που είμαι κι εγώ σακάτης κάνουμε ακόμα πιο καλή παρέα. Τώρα καταλαβαίνω τον Εβέρ καλύτερα από όλους τους άλλους, και ο Εβέρ με καταλαβαίνει καλύτερα από ό,τι με καταλαβαίνω εγώ. Είναι θήραμα και η αδυναμία του τον κάνει πιο ευάλωτο, γι'αυτό την κρύβει όσο καλύτερα μπορεί. Όμως δεν έγινε πικρός και δεν τσινάει.

Suffering, in great abundance

While I was in the hospital, I was lucky to get a bed by the window. I spent my time looking at the sky through that window. I kept it open all the time, because life was out there. Death was out there, too. I needed the air to dilute my helplessness. I used to spend a lot of time in my head before I got sick. Being at the hospital pulled that habit out like a bad tooth. The real world came into focus. The soft apricots of Cádiz. Lilacs in bloom. The sweat of the sea in Saloniki during the days of suffocating heat. The sand of North Frisia, like fine cane sugar, a whip to the legs, the sand of my home. The wind through my hair. The salty mist on my face. The sticky banisters of some companionways. The vibrations on the steel net when someone’s in a hurry. Holding hands. And of course suffering, in great abundance.

That’s all there is to it.

תהילים 143

ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι
ταχὺ εἰσάκουσόν μου Κύριε ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου

το μετάξι που δούλευε η αράχνη
τεζάρισε και λέπτυνε
ώσπου έγινε ιησουίτικη κλωστή

πίστεψα τα σταμπιλιμέντα ήταν χαμένα
μια σταγόνα ένα μαχαίρι

κι όταν άρχισε να πέφτει 
εκείνη η ανοιξιάτικη βροχή

η φτελιά που ήταν διψασμένη
έχασε όλα τα νεκρά της φύλλα.

Στον ήλιο το απόγευμα
τα χίλια καινούρια μάτια της κλωστής
έλαμπαν στη δροσιά τους

פרשתי ידי אליך נפשי כארץ־עיפה לך סלה
מהר ענני יהוה־ כלתה רוחיאל־תסתר פניך ממני ונמשלתי עם־ירדי בור


Ψ 143 / 142 (LXX)

“I want to rise so high that when I shit I won’t miss anybody.”

“I want to rise so high that when I shit I won’t miss anybody.”
W. Gass


Κάθομαι σε μια μεσοκαμπίνα, στενή και μακρυά, που έχει μια πόρτα στην κάθε πλευρά. Δυο δρασκελιές από τη μια πόρτα στην άλλη για να πας από το διάδρομο του μηχανοστασίου στους πίνακες. Στην καμπίνα είναι ένας πάγκος και δυο καρέκλες, νέον λάμπες για φως. Πρέπει να είναι ήδη μεσημέρι. Ο Βάουν μπαίνει από την πόρτα για το διάδρομο του μηχανοστασίου. Είναι ξερακιανός και τα μαλλιά του στέκονται πάντα όρθια. Αλλά τώρα έχει ξαφνικά μια μεγάλη μπάκα, λες και είναι γκαστρωμένος, με τα αδύνατα ίδια χέρια και πόδια σαν κλαδιά. Είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Το κούτελό του είναι γεμάτο μικρές πέρλες. Εκείνη την ώρα παίρνω είδηση πως οι λαμαρίνες μέσα στη μεσοκαμπίνα είναι κι αυτές γεμάτες μικρές πέρλες. Όλα είναι ιδρωμένα. Σταγόνες κυλάνε γρήγορα από το διαχωριστικό στον πάγκο και μουλιάζουν τα χαρτιά μου. Αναρωτιέμαι πότε γκαστρώθηκε ο Βάουν. Είμαι σίγουρος πως τον είδα εχτές στο βραδινό χωρίς τη μπάκα. Στέκεται εκεί ανάμεσα στις δυο πόρτες και με κοιτάει. Μου τείνει ένα πατσαβουριασμένο βιβλίο. 
-Είναι τα προγράμματα για τα δρομολόγια των ελικοπτέρων.
-Τι θέλεις να τα κάνω;
-Κοίταξέ τα όσο προλαβαίνεις.
Ξεφυλλίζω το πατσαβούρι και ο Βάουν μετράει τα λεπτά και ολοένα και ιδρώνει. Δεν ξέρω τι δουλειά έχει ο Βάουν με τα δρομολόγια των ελικοπτέρων. Δεν ξέρω γιατί πρέπει να τα δω και γιατί με ενδιαφέρουν. Ούτε δική μου δουλειά είναι.
Τελικά τραβάει το βιβλίο και μου βάζει μια αρμαθιά κλειδιά στη χούφτα.
-Θα μου τα δώσεις όταν συναντηθούμε αργότερα.
Φεύγει ξανά προς το διάδρομο του μηχανοστασίου. Εγώ κάθομαι περίεργα ξερός μέσα σ'εκείνη τη λαμαρινένια χαραμάδα που είναι μούσκεμα.

-

Ένας χλωμός ήλιος μου ζεσταίνει το αυτί και τη μισή μούρη, από το παράθυρο βλέπω τα τέσσερα φουγάρα μιας φορτηγίδας του Σλουμπερζέ. Στο περβάζι βλέπω μια αρμαθιά κλειδιά. Σηκώνομαι απ'το κρεβάτι θορυβημένος. Τα κλειδιά είναι εκείνα που ονειρεύτηκα πως μου έδωσε ο Βάουν. Ανάμεσά τους κρέμεται και ένα μπρελώκ που έχει τη δανέζικη σημαία και τ'όνομά του.

Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Τα πόδια μου είναι μουδιασμένα μέσα στις κάλτσες και το πάτωμα είναι σαν βαμβάκι. Προσπαθώ να θυμηθώ γιατί έχω τα κλειδιά, αλλά το μόνο που θυμάμαι είναι αυτό το ηλίθιο όνειρο. Ο Βάουν δεν έφυγε μαζί μου στις 26, είχε άλλες δυο βδομάδες. Πότε θα συναντηθούμε;

Σηκώνομαι, φτιάχνω ένα τσάι. Γράφω μήνυμα στο Βάουν έχω τα κλειδιά σου. -Καλά θα κάνεις να τα έχεις! -Πότε τα θες πίσω; -Τι σε χτύπησε; Όταν γυρίσω. Θέλω να τον ρωτήσω αν έχει πετάξει μπάκα αλλά κρατιέμαι. Για καλό: μετά από δυο γουλιές συνέρχομαι.

-

Φεύγω από το νοσοκομείο νωρίς. Το ποδήλατο έχει φούητ και είμαι με τα πόδια. Το σπίτι είναι στη νοτιοανατολική άκρη της πόλης, πέρα από το γκέττο, σε μια γειτονιά γέρων. Κατεβαίνω στο υπόγειο. Στη γωνία που μου είπε κάτω από έναν σάπιο φεγγίτη λιμνάζει σε μια λακκούβα ένα δάχτυλο νερό. Το μαζεύω με τη μαλαστούπα στον κουβά. Τον αδειάζω στη σιφωνότρυπα στο κέντρο του υπογείου. Βάζω μπρος τον εξαερισμό. Παίρνω τη μαλαστούπα και ανεβαίνω πάνω. Τη βάζω με το κεφάλι πάνω ακουμπιστά έξω από την είσοδο. Βλέπω το γυμναστήριο δίπλα στην κουζίνα: έχει και κωπηλατικό μηχάνημα. Δε μου κακοπέφτει. Ποτίζω τις δαμιάνες και τα άλλα φυτά που δε θυμάμαι πώς τα είπε αλλά φαίνονται διψασμένα. Ανοίγω ένα παράθυρο. Παίρνω ένα βιβλίο από το έπιπλο της τηλεόρασης που μοιάζει παιδικό. Είναι για τα φαρόπλοια της Βόρειας Θάλασσας, από το μαγαζί του μουσείου. Κάθομαι στην πέτσινη πολυθρόνα και ξεφυλλίζω. Έχει συννεφιά αλλά το σπίτι είναι ζεστό. Σκέφτομαι τα παλούκια που έχουν καταπιεί οι συνάδερφοί μου στο νοσοκομείο και μετά σκέφτομαι το Βάουν σε αντιπαραβολή. Ίσως να είμαι η αλεπού και να το κάνω γι'αυτοπαρηγορία, ίσως και να είναι αλήθεια: έκανα καριέρα στο να είμαι παραταίρι. Όταν έμπαινα στη σχολή φανταζόμουν πως θα γινόμουν κάποιος σαν τον Τσέχωφ, αλλά οι εποχές έχουν αλλάξει, κι εγώ δεν ακολούθησα ποτέ. Ένα ηλίθιο απολίθωμα. Αυτά τα χρόνια γίνεσαι γιάπης ή λαντζέρης με καθαρό γιακά, και έγινα λαντζέρης, ήταν πιο κοντά στο πρότυπο που είχα μικρός. Τώρα ακρίβυνα για λαντζέρης και βρήκαν πιο φτηνούς. Η πρόταση ήταν να αναλάβω τα βαριά περιστατικά της πνευμονολογικής που είναι απελπιστικά υποστελεχωμένη, και η απάντησή μου ήταν όχι. Δεν έχεις την πολυτέλεια να είσαι τόσο επιλεκτικός, είπε ο διευθυντής. -Έχω την πολυτέλεια να φύγω. -Αν είναι έτσι, τότε ναι. Δε θα σε κρατήσω με το ζόρι.

-

Ο Βάουν με βρήκε με τη μούρη μες στα χέρια να λιβανίζω το δίσκο με το κίτρινο ρύζι του Φιλιππινέζου, δίπλα στο ξεχασμένο χειριστήριο του πλέηστέησον 3 στην τραπεζαρία, δεν τον πήρα είδηση ώσπου ένα κολλώδες χέρι μου τράβηξε τον αγκώνα, ετοιμάστηκα να βρίσω αλλά τον είδα ειλικρινά ανήσυχο. Είσαι καλά; -Καλά. -Προβλήματα στο σπίτι; -Όχι, με το νοσοκομείο. -Τι; Μήνυση; -Δε μου ανανεώνουν το συμβόλαιο. -Και τι; Τι έχει το 21 μέσα 21 έξω; Αφού τον περισσότερο καιρό χασομεράς και πληρώνεσαι. -Αλήθεια είναι. -Εγώ να σου πω, σε προτιμώ από το Νορβηγό. Μας πρήζει το παπάρι κάθε φορά. Όταν ο Χ.Α. έκοψε το δάχτυλο τον έστειλε πίσω. -Για ένα δάχτυλο; -Δε μπορούσε να το ράψει, είπε. Ήταν λεπτό χειρουργείο. Ο Γ. τον ρώτησε πώς έγινε και ο Χ.Α. πηγαίνει απέναντι για το δάχτυλο, ενώ όταν ο Χ.Π. έκοψε το δικό του, τον κράτησες εδώ. -Τι είπε; -Πως έχετε διαφορετική προσέγγιση. -Εντάξει, καλός είσαι για παρηγορητής. -Θέλω να έρθω απέναντι να τους χέσω. Θέλω να τους χέσω όλους. Από τότε που χώρισα, θέλω να χέσω όποιον γνωρίζω. -Γι'αυτό κυκλοφοράνε χεσμένοι οι μαθητευόμενοί σου; -Ναι, αυτούς τους χέζω με ειδική αφιέρωση. Με χτύπησε στην πλάτη πατ-πατ. Φάγαμε παρέα, πολιτισμένοι, και δεν ξανάβαλα τη μούρη μες στα χέρια.

Την Κυριακή πριν φύγω με βρήκε στη μεσοκαμπίνα. Μπήκε από την πόρτα του μηχανοστασίου λερωμένος και ιδρωμένος σαν ανθρακορύχος. Είχε το 8/8, ήταν πάνω στην αλλαγή, και θα έχανε τη νύχτα ταινίας (Τρανσπόρτερ 2). Στην πλατφόρμα πολλοί δουλεύουν μια βδομάδα 12 ώρες πρωί, μια μέρα 8 και 8 με κενό 8 ανάμεσα και μετά μια βδομάδα 12 ώρες βράδυ και ούτω καθεξής.  Μου είπε για το φεγγίτη στο υπόγειο που μπάζει. Μου είπε για τη δαμιάνα και τα άλλα φυτά που δε θυμάμαι πώς τα είπε. Μου είπε πως έχει γυμναστήριο στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα. Τον κοίταξα καχύποπτα. Με λυπόταν τόσο, ώστε να θέλει να μου αναθέσει εργοθεραπεία; Με έβλεπε χωρίς πονηριά. Απλά με έβλεπε - δεν έμοιαζε να με λυπάται. Μου έβαλε την κλειδαρμαθιά στη χούφτα. Ήταν τόσο ιδρωμένος που η υγρασία του ιδρώτα του ακτινοβολούσε στα εκτεθειμένα μέρη μου όταν με πλησίασε. 

-

Like a suicide king with a knife in his crown

Το διατρητικό κρύο που φέρνουν τα δάχτυλα του θανάτου όταν μου πιάνει τον ώμο με πονάει σύγκορμο σαν στιγμιαίος νευρόπονος, είναι μέρος της ιεροτελεστίας, είναι βήμα του χορού: είμαι εδώ, ένα χνώτο στη σκιά σου. Είμαι εδώ για να σε πειθαρχώ. Ο Θεός βρήκε σκληρό λουρί και το πέρασε σαν λάσσο. Όταν φτάσει να το τσιτώσει ώσπου να μου κόψει τον αέρα, μου θυμίζει ποιος είναι τ'αφεντικό, με την τολμηρή λαβή του, ευλογία και κατάρα να σπρώχνω και να τραβώ τη βάρκα του Βαρκάρη απ'την όχθη, επαγγελματικό προνόμιο.

-

Ο Θεός δεν είναι εδώ για μένα, γιατί είμαι άπιστος. Η λίμνη με το νερό από υδράργυρο έμοιαζε αβαθής και μ'έπιασε κορόιδο. Δεν ξέρω αν υπάρχει βυθός. Αν υπάρχει, δεν ξέρω αν θα προλάβω να τον φτάσω. Ο λαιμός μου φέρει την υπογραφή της διαστροφής. Η λίμνη με το νερό από υδράργυρο με έπαιξε σαν πιόνι. Ο θάνατος μου πιάνει τον ώμο και με κόβει όπως το καλό τσεκούρι στο ικανό χέρι κόβει το κούτσουρο, σαν βούτυρο, σαν αφράτο παχύ ψάρι.

-

Η θηλιά και το σκοινί, ο φόβος της αμαρτίας, το κυνήγι της ευτυχίας, ο πυρετός του χρυσού, μεταναστευτικά πουλιά, και από κάτω ευέλπιδες σωτήρες γλιστράνε στα κεριά του εσκολάρ. Αν μπορούσα μόνο να γλυτώσω από αυτό το σκοτάδι που γεμίζει τους βολβούς μου αντί υαλοειδούς, ίσως να έβλεπα την άκρη της κλωστής και το μάτι της βελόνας, ίσως να έβρισκα την πίστη. Αλλά πνίγομαι στο αίμα μου, δεν πνίγομαι επειδή μου λείπει ο αέρας.

-

Όπερ και το σωστό. Η ασφυξία είναι πικρή για τιμωρία και δε μ'εξυπηρετεί. Θέλω τις καρωτίδες μου να είναι ψίθυρος και τις σφαγίτιδες κλειστές. Θέλω να πέσω στα γόνατα. Είμαι άπιστος αλλά αφοσιωμένος. Θέλω να προσευχηθώ. Όχι στο Θεό. Ο Θεός δεν είναι εδώ. Θέλω να προσευχηθώ σε σένα.

-



I was poison
heart full of canines, head full of voices
whole life trying to quiet 'em down
like a suicide king with a knife in his crown
hounds at bay, but they just won't stay
true friendship in a tugboat way

I Bavitz

The end of amnesty

what humiliated me / as I relived my death in that room without sunrise / wasn’t my desire for light / but my desire for more darkness.

P Tran

Something about falling say
the barometric pressure or a knife out
of a hand

and something about rising say
moon, sun, the shadow of
Saturn

a grain of death with each
grain of salt, a journey across
and back

but for the man overboard,
the drowned man
nothing is preparation enough.

30 + 6. Β'

   Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς... κάθε πρωί στο δρόμο για το νοσοκομείο το παιδάκι έλεγε την προσευχή στο ράδιο και εκείνη ήταν η ώρα που σκεφτόμουν την Ο., η ώρα της προσευχής. Δυο λεπτά μετά ξεκινούσαν τα Πρωινά του Τρίτου, και ο κόσμος προχωρούσε. Αυτό ήταν τότε.

    Θέλω να βρεθούμε. Μένω στο Κάμπινν από τις 28 ως τις 31.
    Η πόλη είναι ακατάλληλη για την Ο. Έχω ζήσει σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και δε μπορώ να σκεφτώ πόλη λιγότερο κατάλληλη γι'αυτήν. Είναι μια πόλη νεόκοπη χτισμένη τελεολογικά στα μέσα του 1800 για να λειτουργήσει ως λιμάνι της δυτικής ακτής που λόγω γεωγραφίας και τεχνικών δυσκολιών δεν προσφερόταν ιστορικά. Είναι ένα γκρίζος λεκές στο χάρτη με πληθυσμό χαμηλής μόρφωσης που απασχολείται επί το πλείστον στη βαριά βιομηχανία και τη ναυτιλία. Όταν πρωτοήρθα εδώ, ο Ρούνε μου είπε: Καλωσήρθες στην κωλότρυπα της Δανίας. Και είχε δίκιο.
    Το Κάμπινν είναι ένα κωλοχανείο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Το προτιμάνε οι δουλοπάροικοι των οφφσόρ. Πάντα στέκονται δυο τρεις αποπροσανατολισμένοι Πολωνοί έξω από την κύρια είσοδο, καπνίζοντας και ψάχνοντας ταρίφα ή μαρκέτα. Είναι στο δρόμο με τα κωλόμπαρα και τις παμπ, εκεί που τα χαράματα η άσφαλτος είναι σπαρμένη κάτουρα και φύσιγγες υποξειδίου του αζώτου.
    Τη σκέφτομαι όπως την είδα τελευταία φορά το '17, με τα φροντισμένα στιλπνά μαλλιά της, τα κομψά ρούχα της άλλης εποχής, τα κομψά της ποδαράκια μέσα στα τακούνια με τη μπαρέττα, να στέκεται έξω από την κύρια είσοδο του Κάμπινν, στο χιλιοφτυμένο και ξερασμένο πλακόστρωτο, δίπλα στους Πολωνούς γκαστάρμπαιτερ που γαμάνε Ταϋλανδέζες πουτάνες στα υπόγεια των μονοκατοικιών λίγο έξω απ'το κέντρο, τη σκέφτομαι και μου γυρίζει το στομάχι.
    Ξέρω πως είναι κακή ιδέα, όχι τόσο για μένα, αλλά γι'αυτήν. Θέλω να της γράψω να μην κάνει βλακείες και να γυρίσει στην Άλτονα αμέσως. Κάθομαι στο άδειο τμήμα με την ψωραλέα γιορτινή διακόσμηση, έχω το κινητό στο χέρι και το σκέφτομαι. Ναι, μου φαίνεται αξιοπρεπής επιλογή. Lass den Quatsch. Geh nach Hause. Για μια στιγμή περνιέμαι για ώριμος και υπεράνω. Αλλά δεν ήρθε ως εδώ για να μου πει πως έχω δίκιο. -Tue es nur ja nicht. Bitte. 

    Της έκλεισα ραντεβού στη Βασίλισσα Λουίζε. Ήταν το μόνο μέρος ανάπαυλας απ'την παρακμή που μπόρεσα να σκεφτώ. Φεύγω από τη δουλειά αργοπορημένος. Όταν φτάνω περιμένει στην πλατεία. Φυσάει έντεκα μποφόρια. Tαχτοποιεί νευρικά τα μαλλιά της. Λέω δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τότε που ήμασταν εικοσάρηδες. Την ήξερα καλά, αλλά δεν την ξέρω πια.
    Με βλέπει με το ίδιο βλέμμα που με είδε όταν γνωριστήκαμε, με κάποια προσδοκία, συστολή και φόβο μαζί. Νόμιζα πως ήταν στρατηγική (ανάθεμα, ίσως να είναι στρατηγική) για να πατήσει πάνω σ'αυτήν την αντρική πιθηκένια δίψα για επιβεβαίωση, πως ναι, εμπνέεις αυτά που πρέπει να εμπνέει ένας σωστός άντρας. Δεν αισθάνομαι καμιά επιβεβαίωση. Με προκαλεί όπως με προκαλούσε τότε, αλλά τώρα μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Παρότι το βλέμμα αυτό έχει τώρα από κάτω του τα εφτά χρόνια εκείνης της περίεργης συμπόρευσής μας, και τα έξι χρόνια που ακολούθησαν, δε μοιάζει να έχει αλλάξει.
    Δε μπορώ να καπνίσω μέσα στη Βασίλισσα Λουίζε και μου κοστίζει. Παίρνω μια σόδα. Παίρνει ένα Ρίσλινγκ.
    -Was nun?
   Μου δίνει ένα δεματάκι. 
    -Für dich. Alles Gute. 
   -Also, danke. 

    Με ρωτάει για το ατύχημα (το έμαθε από τον Μ.), για τη δουλειά, αν έχω ακόμα το ίδιο αμάξι, με ρωτάει αν έχω αγοράσει σπίτι. Ζητάει να δει φωτογραφίες από την καμπίνα, από το εφημερείο, από το διαμέρισμα. Μου λέει για την ίδια της: αγόρασε το διαμέρισμα στην Άλτονα που νοίκιαζε από τη μάνα της. Δουλεύει ημιαπασχόληση στο μουσείο στην αλέα Μαξ Μπράουερ. -Κοντά στο παλιό νεκροταφείο; -Ναι. Η αδερφή της παντρεύτηκε κάποιον είκοσι χρόνια μεγαλύτερο από το Ντούισμπουργκ, έμεινε έγκυος, απέβαλε και χώρισε. Οι γονείς της μετέτρεψαν τον ξενώνα τους σε ερμπιμπί. -Ποιος τους βοηθάει με το διαδίκτυο; -Η μαμά πήγε σε επιμορφωτικό σεμινάριο για επιχειρηματίες και τα κάνει μόνη της. 
    Τελοσπάντων μετά την ψιλή κουβέντα και τη γενική ενημέρωση, μου δίνει το χέρι. Ήταν κάτι που έκανε τότε: έτεινε το χεράκι της με χάρη, για να το φιλήσω θεατρικά και μετά να το κρατήσω. Το αφήνω μετέωρο, βγάζω τον καπνό, ανοίγω το κουτί και μυρίζω. Κρύβει τα χέρια της κάτω από το τραπέζι και κάνει σαν να μη συνέβη τίποτα. Κοιτάζω το κουτί του καπνού, και συνεχίζω να το κοιτάζω ως το τέλος:
    -Συνεχίζω να πιστεύω πως πρέπει να πας σπίτι.
    -Θα πάω στις 31 όπως είναι προγραμματισμένο. Έχω πληρώσει το ξενοδοχείο.
    -Τι θέλεις;
    -Θέλω την άλλη μεριά.
    -Ποια είναι η άλλη μεριά;
    -Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως είσαι παντρεμένος.
    -Κι όμως.
    -Είχες πει πως ο γάμος είναι ηλίθιος.
    -Είναι.
    -Αλλά τώρα είσαι παντρεμένος;
    -Ναι.
    -Τώρα ο γάμος δεν είναι ηλίθιος;
    -Είναι.
    -Τότε γιατί είσαι παντρεμένος; Αφού δεν έχετε παιδιά. Θέλετε να κάνετε παιδιά;
    Γελάω. 
    -Γιατί δεν απαντάς; Θέλετε να κάνετε παιδιά; Έχεις αλλάξει δηλαδή;
    -Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Και άγαλμα να ήμουν θα είχα αλλάξει. Κι εσύ έχεις αλλάξει.
    -Πώς έχω αλλάξει; Θέλετε να κάνετε παιδιά;
    -Όχι, δε θέλουμε να κάνουμε παιδιά.
    -Πώς έχω αλλάξει;
    -Δεν ξέρω.
    -Δεν είσαι περίεργος να μάθεις;
    -Όχι. 
    -Γιατί;
    -Γιατί δε θέλω.
    -Δε μ'αγάπησες ποτέ;
    -Δε νομίζεις πως πρέπει να πας σπίτι; Δε σου προσφέρει τίποτα αυτό που κάνεις.
   -Δεν έχεις αλλάξει. Κι ας λες στον ίδιο σου πως έχεις. Ο τόνος σου είναι ίδιος. Η έκφρασή σου είναι ίδια. Πάντα έτσι ήσουν. Με πατρονάριζες. Μου εξηγούσες τα πάντα σαν να ήμουν απλή στο μυαλό. Μου έδινες εντολές. Μου απευθυνόσουν σαν σε παιδί, όπως τώρα.
    -Ωραίες αρετές, άξιζαν το ταξίδι.
    -Αυτό θέλω. Αυτό μου αρέσει.
    -Εντάξει, αυτό μπορείς να το βρεις εύκολα. Μπες σε ένα μπαρ, πιάσε τον πρώτο κρετίνο-
    -Έχω κάνει έξι σχέσεις από τότε που χωρίσαμε. Πώς σου φαίνεται αυτό; Έχω πάει με οχτώ άντρες από τότε που με άφησες. Πώς σου φαίνεται; 
    -Μου φαίνεται ΟΚ.
    -Δοκίμασα και το φετλάηφ.
    Γελάω.
    -Δε μπορώ να βρω κάποιον που να με κάνει να νιώθω όπως εσύ.
   -Βρες κάποιον που να σε κάνει να νιώθεις κάτι καινούριο. Η σχέση μας δεν ήταν και τόσο καλή έτσι κι αλλιώς.
    -Ήταν καλή για μένα!
   -Καλή; Πήγαινε πίσω στο χρόνο και ρώτα τη νεαρότερη έκδοσή σου, που έπαιρνε τηλέφωνο και έκλαιγε από την άλλη άκρη της Ευρώπης. Έκλαιγες και έκλαιγες. Τι ήταν καλό για σένα;
    -Ένιωθα ασφαλής,
    Γελάω πάλι.
    -Με εκείνη την παράνοια;
    -Ένιωθα ασφαλής όταν ήμασταν μαζί.
    -Επειδή ένιωθες ανασφαλής όλες τις άλλες ώρες.
    -Πάλι το ίδιο κάνεις. Δεν ξέρεις πόσο θεραπευτικό είναι αυτό για μένα.
    -Σκέφτηκες να κάνεις ψυχοθεραπεία;
    -Κάνω ψυχοθεραπεία.
    -Αν συμφωνήσατε πως ήταν καλή ιδέα να έρθεις να με βρεις, τότε να αλλάξεις ψυχοθεραπευτή.
    -Με συμβούλεψε να σου γράψω ένα γράμμα και μετά να το σκίσω.
    Δε μιλάμε για λίγο. Έχω ανακαλύψει μια περιοχή στον καπνό που μοιάζει με κεφάλι σκύλου. Στη μια μεριά του κουτιού είναι ένα σημείο που μοιάζει με παντελόνι. Προσπαθώ να σκεφτώ, αλλά η αμηχανία μου είναι κινούμενη άμμος. Το παίρνω απόφαση, σηκώνω το βλέμμα. Η όψη της ανασταίνει κάτι μέσα μου που είναι σαν κόλλα.
    -Πάω να πληρώσω και θα φύγω. Θα πας στο ξενοδοχείο σου, θα κάνεις καμιά βόλτα... να πας να φας στο ΣΒ... α, όχι, θα είναι κλειστό για γιορτές. Τελοσπάντων, θα γυρίσεις σπίτι όπως έχεις κανονίσει. Θα αφήσεις πίσω σου αυτή τη χαζομάρα. Εντάξει;
    -Γιατί νομίζεις πως ήρθα εδώ;
    -Δεν ξέρω.
    -Θέλεις να μείνεις μαζί μου ώσπου να φύγω;
    -Όχι.
    -Φοβάσαι πως θα την απατήσεις;
    -Όχι.
    -Θα με πάρεις αγκαλιά;
    -Όχι.
    -Γιατί;
    -Φεύγω τώρα. Να προσέχεις.
     -Περίμενε... Γιατί δεν έρχεσαι για μια δυο μέρες στο Αμβούργο καμιά φορά; Να μείνεις σε μένα.
    -Δεν έχω δουλειά στο Αμβούργο.
    -Σε έχω δει. Σε είδα τον Οκτώβρη στο Πορτουγκίζενφίρτελ.
Γελάω πάλι-πάλι αλλά ακούγεται περισσότερο σαν διαμαρτυρία.    
    -Να πάρει, είναι μικρός ο κόσμος, ε;
   -Πού μένεις όταν έρχεσαι; Έλα και μείνε σε μένα. Να με πας βόλτα στο Ζκτ. Πάουλι μια νύχτα. Να βγούμε για φαγητό στο Τασκίνια Γκαλέγο. Να πάμε στο εβραϊκό νεκροταφείο την άνοιξη. Να πάμε στο βοτανικό...
    Κλαίει. Δεν είναι και έκπληξη. Αλλά εγώ είμαι μηχανή. Την παίρνω αγκαλιά, σφίγγω το κεφάλι της στο στήθος μου, αφήνεται στα χέρια μου, ξέρω ακριβώς τι εννοεί, ξέρω ποια πείνα κατευνάζω, ξέρω τι της λείπει. Με χαϊδεύει στο λαιμό. Ίσως και να ξέρει πως δεν είμαι μηχανή.
    
    Στο δρόμο της επιστροφής οδηγώ με τα φώτα σβηστά μες στο σκοτάδι, ώσπου ένας γέρος στο φανάρι της Στράντμπυγκάδε κατεβάζει το παράθυρο και μου φωνάζει θα με γράψουν. Όταν φτάνω σπίτι, κάθομαι μέσα στο αμάξι σε βραχυκύκλωμα: θυμάμαι τη ζεστή φθινοπωρινή νύχτα πριν εκατό χρόνια που πήγαμε στο διαμέρισμα στην Άλτονα και την πήδηξα σκαιά σαν άγριος, ξεγελασμένος από εκείνο τον τρόπο που είχε να παραδίνεται και να υποχωρεί, έτσι γοητευτικά της πήρα την παρθενιά χωρίς να το ξέρω. Μετά με κοιτούσε φοβισμένα, λες και θα τη χτυπούσα. -Τι; τη ρώτησα κάνα δυο φορές, είπε Ε, αφού ξέρεις. Δεν το είχα ξανακάνει., και με άδειασε από στομάχι. Φυσικά, ηλίθιε. -Γιατί στην ευχή δεν είπες τίποτα; -Αφού φαινόταν, τι να πω; Φαινόταν αλλά εγώ ήμουν στραβός. Σίγουρα πιο στραβός από όσο νόμιζε. Ο εσταυρωμένος πάνω από το προσκεφάλι με έκαιγε στο κούτελο. Όταν την πήρα αγκαλιά είχε ένα μακάριο ύφος, και με έλεγε τρυφερά mein netter schlimmer Finger ("το ευγενικό καθίκι"), το παρατσούκλι που της άρεσε τόσο, που έφτασε να με συστήνει έτσι. Το χέρι του Θεού που μας έφερε τον έναν απέναντι στον άλλο ήταν χέρι γεμάτο τερτίπι.
      Όταν σε είδα, ήταν σαν να έβαλα το πρόσωπό μου σε μια λεκάνη με κρύο νερό.
      Όταν την είδα ήταν αργά: με είχε ήδη ερωτευτεί.
      Η τρυφερότητα που μου έδειχνε με έστελνε πάντα πίσω στην πατρίδα.
    Μια ακριβής σύνοψη του Άμρουμ, η μειλίχια γοητεία του τόπου, ομαλή, χωρίς κοφτερές πλαγιές, χωρίς εναλλαγές, χωρίς κρυφές γωνίες. Κάποιος που ψάχνει στρείδια στα παλιρροϊκά πεδία προχωρά πάνω στη λάσπη και η λάσπη υποχωρεί. Η ζαχαρένια άμμος του Κνίπζαντ, ελαφριά σαν πνεύμα, φεύγει με τον αέρα και η γη μοιάζει ν'αχνίζει. Η ιδανική γυναίκα από τα βάθη της ιστορίας, η γη, πέφτει στα χέρια ενός κοινού άντρα, του χωρικού: αυτή θα του δωθεί, κι αυτός θα πάρει και θα πάρει ώσπου να μείνει μια πληγή. Όταν ο άντρας σταθεί να αναλογιστεί το έργο των χεριών του, θα γνωρίσει τον πόνο του λιμού. Την άνοιξη που θα'ρθει, η γη θ'ανθίσει, και οι μαργαρίτες θα φυτρώνουνε μέσα απ'τους κόγχους του κρανίου του. 


Τη Χαμένη στα Όνειρά της την έκλεψα από έναν αληθινό ευγενή
την κουβάλησα απ'τα πλακόστρωτα πέρα προς το δέλτα του Έλμπε
στα σκέλια της πατρίδας

το μαλακό νερό της βροχής ποτίζει τις καστανιές
στ'ακρορρίζια το χώμα γίνεται άμμος
και εκεί αρχίζει η ακτή

που φεύγει λίγη λίγη με κάθε πλυμμηρίδα.

----

Wir sind nichts, bis wir jemandem wichtig werden.

----

მამაო, ჩვენო, რომელიცა ხარ ცათა შინა!
მუხლმოდრეკილი, ლმობიერი ვდგევარ შენ წინა:
არცა სიმდიდრის, არც დიდების თხოვნა არ მინდა,
არ მინდა, ამით შეურაცხ-ვჰყო მე ლოცვა წმინდა...
არამედ მწყურს მე განმინათლდეს ცით ჩემი სული,
შენგან ნამცნების სიყვარულით აღმენთოს გული,
რომ მტერთათვისაც, რომელთ თუნდა გულს ლახვარი მკრან,
გთხოვდე: ”შეუნდე, - არ იციან, ღმერთო, რას იქმან!”

К стопам твоим припав, о боже правый,
Я ни богатства не прошу, ни славы,
Святой молитвы осквернить не смею…
Но, благодатью осенен твоею,
К тебе прибегну я с мольбой иною:
Врагов, что нож заносят надо мною,
Прости и не ввергай в кромешный ад,—
Они не знают, что они творят!

Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς!
Ταπεινός γονατίζω ενώπιον Σου:
δε ζητώ πλούτη ούτε δόξα,
μ'αυτά δε θα ατιμώσω την ιερή μου προσευχή...
Μόνο θα ζητήσω η ψυχή μου να φωτιστεί από τους ουρανούς
και η καρδιά μου να ακτινοβολήσει την αγάπη Σου 
και για τους εχθρούς ακόμα που μου τρυπάνε την καρδιά, 
Σου ζητώ: "συγχώρεσέ τους, Κύριε, γιατί δεν ξέρουνε τι κάνουν!" 

Ilia Chavchavadze


Unterlage: Friedrich von Amerlings "In Träumen versunken", 1835.
Überlagerung: O. wahrscheinlich in Zarrentin am Schaalsee.



Heft mit Frederik de Wits "Planisphærium cœleste", 1670.