© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα text. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

"Holy water is just water. The intention makes it holy."


---

[...]

“Why don’t you fit in?”
“I have always struggled, with everything.”
“Why?”
“Two left hands.”
“I’ll write something for two left hands.”
“Wouldn’t that be something for a left and a right hand? A normal piece?”
“The intention will be different. And this changes everything. Holy water is just water. The intention makes it holy.”

[...]


---

[...]

“Close your eyes.”
I closed my eyes.
“What do you see?”
“I see a heron taking off. Not very elegant, with each foot tapping the water. A heron is a heavy bird. Needs his time. Now, now. He’s in the air, and he’s folded his legs to his body. His shadow glides on the lake. Now he’s the most elegant bird you’ll ever see.”
“How can you see him at all with closed eyes?
“Say, I see him with my ears.”
“What root is he on?”
“F.”
“F on the Aeolian scale?”
“Right so. Every time he hovers between movements, he’s a downwards brisé on a concert harp. One of those golden ones, with a mythical woman-dragonfly on the pillar.”

[...]

---

Between the big city and the small island, between the thumb and the index finger of God, between a rock and a hard place. But there is 1100km between the big city and the small island, there is a sense of security between the thumb and the index finger of God, there is no rolling and pitching between a rock and a hard place. This is the natural order, even when the world is upside down, nothing ever stays. He's where he's supposed to be, I am where I'm supposed to be, going back and forth like pendulums. The clock sings on the half hour, the half hour slides through a tear from our universe to somewhere unknown, how fast it goes, the clock sings, the half hour slides through the tear and disappears. Before we know it, we've crossed, and before we are to cross again, it will be many half hours, half hours of another make, that don't go nearly as fast, this is the natural order, this is how things are, when it's all a mess and when it's all tidy all the same. He suffers it with the elegance of the big city, I suffer it with the plainness of the small island, and when we meet at the narrowing of the hourglass once a turn, we cherish it with base joy, so rare and yet so very much the same among people from all walks of life.

Στη φόρα 16

Κατεβαίνω στο Φλένσμπουργκ με καινούριο συμπλέχτη και κάθε φορά που πατάω το πεντάλ για να κατεβάσω από πέμπτη τρίτη πριν τις κυκλικές διαδρομές κάνει γρουκ σαν να ξύνει κάποιος το κωλομέρι του πάνω από το τζην. Έχει ασυνήθιστη ερημιά, φυσάει ένας τρελός αέρας και σηκώνει τέτοια σκόνη που το τοπίο θυμίζει Βόρειο Τέξας τη δεκαετία του '30. Ο ουρανός είναι σαν σταξιά από νερουλό καφέ. Η αναβροχιά του τελευταίου μήνα έχει αφυδατώσει τα χωράφια και η γη στα μέρη αυτά δεν έχει αντοχές για ξεραΐλα, διαλύεται με την πρώτη ευκαιρία προς σκόνη. Καλωσήρθατε στο Σλέσβιχ - Χόλστειν, το γνήσιο Βορρά, λέει η πινακίδα στα σύνορα. Θα μπορούσε να'ναι ψέμα.

Το Γκάλβικ είναι άδειο. Παρκάρω δίπλα από το μεγάλο θάμνο στη λασπογωνία και το κόβω ποδαράτο από'κει για την παραλιακή. Έχουμε ραντεβού στου Μπεν. Εκεί συνήθως έχει ουρά που διαρκεί μια δυο ώρες. Οι ντόπιοι περιμένουν υπομονετικά για μπάκφις ή Μπίσμαρκχέρινγκ, ευδιάθετοι και ορεξάτοι. Από την ώρα που έφυγα σκέφτομαι τα δυο μάτσες που θα φάω και μου τρέχουνε τα σάλια. Μετά το μουσείο του ναυπηγείου συνήθως βλέπω τους πρώτους κώλους της ουράς, αλλά σήμερα ο ψήστης στου Μπεν βαράει μύγες. Ο Μ. είναι ακουμπισμένος στον πάγκο μπροστά στο μαγαζάκι και τα λέει με τον υπάλληλο της μόστρας. Δε μπορώ ακόμα να δω ποιος έχει τη βάρδια, αλλά από τη στάση του φίλου μου μαντεύω πως είναι ο Κένο, ναι, Κένο όπως το τυχερό παιχνίδι. Ο Κένο με το γυαλιστερό δέρμα και το σκουλαρίκι, ο αγαπημένος άνθρωπος του Μ. στο Φλένσμπουργκ όταν λείπω, δηλαδή ο αγαπημένος άνθρωπος του Μ. στο Φλένσμπουργκ τον περισσότερο καιρό. Ο Κένο με το πιο καθαρό δέρμα σε όλο το Σλέσβιχ - Χόλστειν, ίσως και σε όλη τη Γερμανία. Ναι, βέβαια, είναι εκεί, με το πιγούνι-κωλαράκι και το έξυπνο χαμόγελο. Ξέρω ακριβώς τι θα πει, γιατί το λέει κάθε φορά που με βλέπει τα τελευταία χρόνια:

-Na, da kommt der Besuch aus Frankfurt!*
Και ξέρω ακριβώς τι θα πω, και ο Μ. θα πιάσει τη φράση απ'τη μέση για να την πούμε χορωδιακά, σε σωστή νησιωτική διάλεκτο, με σωστή νησιωτική προφορά:
-Joo, her bin ik, a ferliker faan Frankfurt, üüb heel min Hääsisk stråål.** 
Το αστειάκι με τη Φρανκφούρτη ξεκίνησε πριν τρία - τέσσερα χρόνια, όταν ένα καλοκαίρι είχαμε πάει στου Μπεν με το Μ. και ο Κένο εκπαίδευε έναν καινούριο στη μόστρα. Ο καινούριος ήταν νευρικός αλλά προσπαθούσε να είναι ευχάριστος. Μου πήρε παραγγελία και ενώ έψαχνα τα ψιλά, μου είπε: Ωραία προφορά έχεις. Από πού είσαι; Φρανκφούρτη;
Η μαντεψιά του με έπιασε αδιάβαστο. Στάθηκα με τα ψιλά στο χέρι και το πορτοφόλι ανοιχτό, και ρώτησα μόνο Frankfurt? εμβρόντητος. Ο Κένο και ο Μ. είχαν κατουρηθεί στα γέλια. Frankfurt? Nee du, der is’ von Föhr!*** 

Ο Κένο λέει πως από τότε που σήκωσε αυτόν τον αέρα με τη σκόνη έχει πέσει η κίνηση λες και είναι πάλι κορωνοπεριορισμοί. Βγαίνει από την καντίνα έξω και καθόμαστε στα ξύλα της προβλήτας με τα πόδια να κρέμονται πάνω από το νερό. Η παλίρροια έχει μόλις πάρει, οι κοτρώνες του βυθού είναι ακόμα μισές έξω και μυρίζει εκτεθειμένη γλίτσα απ'το φγιορδ. Ο Κένο στρίβει τσιγάρο, ο Μ. κι εγώ μασουλάμε μάτσες και μοιραζόμαστε ένα Φριτς-Σπριτς ραβέντι.
-Συναντήθηκες με την Κουασιμόδα;
-Ναι, σήμερα το πρωί. Ήθελε να πάμε σ'εκείνη την καφετέρια στο Βάηχε.
-Στη Φρίντα;
-Όχι, σ'εκείνη τη μαλακία που είναι δίπλα στη Φρίντα που μοιάζει με καφετέρια σε βενζινάδικο.
-Το φούρνο του Τζιοβάννι λες, λέει ο Κένο με σιγουριά. Γυαλιστερά πατώματα, ψεύτικος γρανίτης, γυναίκες με παιδιά.
-Ναι, εκεί. Τελοσπάντων, τη συνάντησα. Είναι πολύ γκαστρωμένη τώρα. Πηγαίνει σαν πιγκουίνος. Μου είπε πως έχει πάθει διάσταση... διάσταση...
-Διάσταση ηβικής σύμφυσης.
-Ναι, αυτό. Εξ'αιτίας αυτού περνάει πολλές ώρες στο κρεβάτι. Δε μπορεί να περπατάει πολύ, δε μπορεί να στέκεται πολύ, δε μπορεί το ένα, το άλλο. Και πρέπει να πηγαίνει για κατούρημα κάθε μισή ώρα.
-Σαν τον Άλεξ δηλαδή, μόνο που αυτηνής είναι προσωρινό.
-Ο Άλεξ είναι ηλίθιος, εντάξει.
-Ποιος ήταν ο σκοπός της συνάντησης τελικά;
-Λοιπόν, η Κουασιμόδα είναι πολύ γκαστρωμένη τώρα, ναι; Θα γεννήσει δηλαδή από στιγμή σε στιγμή. Εγώ όταν ήμασταν εκεί στη μαλακία-
-Το φούρνο του Τζιοβάννι-
-Ναι, όταν ήμασταν στο φούρνο του Τζιοβάννι, ανησυχούσα μήπως ακουστεί ένα κλατς και μου πει, "Ωχ, έσπασαν τα νερά μου!" Αλλά αυτό ευτυχώς δε συνέβη. Μου είπε όμως πως είναι μόνη της, και σε δυο μέρες είναι το τερμίνο της, και ο Σλοβάκος είναι στης μάνας του στη Σλοβακία και θα έρθει όταν ευκαιρήσει, και αυτή μάλλον θα πρέπει να γεννήσει μόνη της, και επειδή είναι όλο μόνη της στο σπίτι, φοβάται πως θα έρθει η ώρα ή θα γίνει κάτι ξαφνικό και με ρώτησε αν ήταν ΟΚ να με πάρει τηλέφωνο αν γίνει αυτό, για να μην είναι μόνη της στο ασθενοφόρο και όταν θα γεννάει, και αν γίνει τίποτα, να πάρω αποφάσεις για κείνην.
Πίνω τις τελευταίες γουλιές Φριτς-Σπριτς ραβέντι και είναι πολύ ξινές. Ο Κένο σμίγει τα φρύδια και κάνει ένα αποδοκιμαστικό τσκ. Κοιτάζομαι με τον Κένο, ο Μ. ατενίζει απέναντι το Μούρβικ. Σκέφτομαι πυρετωδώς για κάποια λύση. Με προλαβαίνει ο Κένο.
-Δε μπορεί να πάρει τη μάνα της να της πει να έρθει;
-Είπε πως η μάνα της δουλεύει και δε θέλει να πάρει άδεια. Αλλά βασικά νομίζω ντρέπεται γιατί της είχε πει πως δεν ήθελε βοήθεια.
-Στη μούνα της που η κόρη της θα ξεγεννάει μόνη της σαν να είναι δέκατος έβδομος αιώνας;
-Ε, ναι.

Είναι σειρά του Μ. να στρίψει τσιγάρο. Στρίβει ένα και μου το δίνει. Δεν το αρνούμαι, η κατάσταση το απαιτεί. Στρίβει και για τον ίδιο του. Τραβάει μια τζούρα, δυο.
-Της είπα ναι κανένα πρόβλημα να με πάρει τηλέφωνο σήμερα και αύριο. Αλλά της είπα, αύριο είναι να ανέβω μαζί σου Δανία και θα μείνω για καιρό, οπότε δυστυχώς δε θα μπορώ να τη βοηθήσω από αύριο.

Τώρα καπνίζουμε και οι τρεις, και είμαστε σαν τις μαϊμούδες, δε βλέπω-δεν ακούω-δε μιλώ.

Θα έπρεπε να αισθάνομαι οίκτο για την Κουασιμόδα, αλλά εντός μου βρίσκω σκουπιδοσακούλες με αποστροφή. Όχι γιατί η κατάστασή της δεν είναι θλιβερή, αλλά γιατί μπορούσε να είχε προληφθεί με λιγοστή κοινή λογική. Δε μπορώ να κατανοήσω γιατί την κατέλαβε έτσι αυτή η έμμονη ιδέα η οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί το γρηγορότερο, ανεξαρτήτως συνθηκών. Είχε και καλά στοιχεία, δεν ήταν όλη η ιστορία σκάρτη, κι αν δεν την έπιανε αυτή η έπειξη προς αναπαραγωγή, θα μπορούσαν και οι δυο να ευδοκιμήσουν επ'αόριστον. Θα έπρεπε να αισθάνομαι οίκτο για την Κουασιμόδα, αλλά είμαι θυμωμένος μαζί της, πώς τόλμησε να είναι τόσο νορμαλάκω, είμαι θυμωμένος που ο φίλος μου έπεσε έτσι έξω, είμαι θυμωμένος που δεν είμαστε κι εμείς νορμαλάκες, γιατί τότε όλα αυτά τα προβλήματα θα ήταν προβλήματα για άλλους αλαφροΐσκιωτους, περίεργους, περιθωριακούς και όχι για μας. Αντ'αυτού είμαστε εμείς που πάμε ανάποδα στο ρεύμα, μια ζωή ανάποδα στο ρεύμα.

Ο Κένο είναι πούστης από εκείνους τους περήφανους. Μεγάλωσε σε ένα προοδευτικό σπίτι στο κέντρο του Φλένσμπουργκ, οι γονείς του είναι ανοιχτόμυαλοι και καλλιεργημένοι. Αισθάνεται άνετα μέσα στη σάρκινη φυλακή του, είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του κι ας μην είναι ικανοποιημένος με τον κόσμο. Πηγαίνει κι αυτός ανάποδα στο ρεύμα, αλλά δε θυμώνει, και έτσι κάνει καλή οικονομία δυνάμεων. Ο Κένο έχει κάτι καθησυχαστικό, μια στοϊκή ωριμότητα, κάτι παρμένο από τη θεά Σνότρα, φυσικά έχει και αυτό το πεντακάθαρο μεταξωτό δέρμα και χαίρεσαι να τον βλέπεις. Ο Κένο τρέφει ειδική συμπάθεια για το Μ. Νομίζω πως μυρίζεται την καταπίεση παρά την περίτεχνη στολή του ζεν ραντικαλιστή σχεδόν στερεότυπο φρούτο του Ζανκτ Πάουλι, πόγκο-αναρχικός και στ'αρχίδια μας το κατεστημένο, όπως την τελειοποίησε τα χρόνια που σπούδαζε στο Αμβούργο. Ίσως και να είναι δική μου προβολή. Εγώ δε μυρίζομαι την καταπίεσή του, την ξέρω πολύ καλά, έχω κολυμπήσει μέσα της, την έχω γευτεί, σαν να ήταν η γλίτσα του φγιορδ, την έχω πιάσει με τα χέρια μου, και είναι ένα με το αίμα του, είναι ένα και το αυτό. Από το Φλένσμπουργκ στο νησί είναι δυο ωρίτσες, συμπεριλαμβανομένου του φέρρυ. Αλλά από την πραγματικότητα του Κένο όταν ήταν παιδί στη δική μου και του Μ. είναι περίπου πενήντα χρόνια. Ιδίως του Μ., με την κυρία Ζίλκε για μάνα, τη φρίκη της όταν τη βρήκανε εκείνα τα ελεεινά κουτσομπολιά, το πώς ήταν έτοιμη να καταρρεύσει στη σκέψη πως ο μοναχογιός θα μπορούσε να μην είναι σωστός, την ανακούφισή της όταν πείστηκε πως αυτό το ενδεχόμενο ήταν ένας αδιανόητος εφιάλτης και τίποτε παραπάνω, το πώς στήριξε όλη της την καλή γνώμη για τον ίδιο της το γιο πάνω σε μένα (και το πως είμαι παντρεμένος). Σκέφτομαι τον επαρχιώτικο κόσμο μας και στεναχωριέμαι γι'αυτόν, επειδή ο Μ. ήταν πάντα μαγικός και ο κόσμος του ήταν τόσο μονολιθικός, ένας μελισσοφάγος καταμεσιού της λάσπης του W A T T E N.

-Η Κουασιμόδα μου είπε πως ο Σλοβάκος δε θέλει να πάρει άδεια για να τη βοηθήσει τουλάχιστον τις πρώτες μια δυο βδομάδες που θα είναι ξεμουνιασμένη και θα είναι δύσκολα, επειδή πιστεύει μπορεί να συνεχίσει να δουλεύει. Και θέλει να έρθει με το αμάξι δυο βδομάδες αφότου γεννήσει για να την κατεβάσει Σλοβακία.
-Γιατί να την κατεβάσει Σλοβακία;
-Για να κάνει χαρτιά στο παιδί του επειδή θέλει να πάρει την υπηκοότητα και τέτοια.
-Λοιπόν, θα σου πω τι θα γίνει. Και αυτό που θα σου πω, αυτό ακριβώς θα γίνει, αλλιώς θα σου μαυρίσω τη μούρη. Αν σε πάρει τηλέφωνο όσο είμαστε εδώ, θα πάμε μαζί να τη βοηθήσουμε. Από αύριο θα κάνεις πως δεν υπήρξε ποτέ. Εξόν αν θες να παίζεις τον πατέρα και σύντροφο στο μπάσταρδο για να απαλλάξεις το Σλοβάκο. Δε σηκώνεις τηλέφωνα, δεν απαντάς μηνύματα, κόψε. Ακούς; τον σκούντηξα στα παΐδια.
-Σ'ακούω.
-Θεέ μου, είσαι μεγάλο καθίκι, λέει ο Κένο. Ετοιμάζομαι ν'αρπαχτώ, αλλά σπεύδει να συμπληρώσει: Αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει περιθώριο για συμβιβαστικές λύσεις.
-Το ολλανδικό μάτσες, επειδή φτιάχνουνε την άρμη τους γλυκειά, μπορεί να σε κολλήσει ανισακίαση, ξέρετε, λέω σαν μικρός καθηγητής και μαζεύω τα άδεια ζουμιασμένα περιτυλίγματα με το λεπτό άσπρο καρώ.
-Γι'αυτό τρώμε μόνο σωστό Γερμανικό μάτσες.
-Να το βάλω ταμπέλα έξω από το μαγαζί.

Το βράδυ στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου στο Μούρβικ επικρατεί κατάνυξη. Μισοξαπλώνουμε στο κρεβάτι με το ανένδοτο στρώμα, με τις πλάτες στο ντουβάρι. Είδαμε ένα ντοκυμανταίρ για τη Γκάμπυ Πετίτο κι εκείνον τον καριόλη χιμπατζογκόμενό της, ξελαρυγγιαστήκαμε να βρίζουμε σα να βλέπαμε ποδόφτερο, τώρα είμαστε ξεφούσκωτοι. Από το δυτικό παράθυρο φαίνεται το σκονισμένο ηλιοβασίλεμα, τα δέντρα που λυγάνε, τα κύματα στο φγιορδ, οι σημαίες του ξενοδοχείου απλωμένες.
-Λέω να πάω να κάνω τατσάπ τη ροζέττα.
-Γιατί; Μια χαρά κρατάει.
-Έχουνε χάσει τη σαφήνεια τα περιγράμματα.
-Μετά από τόσα χρόνια λογικό δεν είναι;
-Είκοσι χρόνια.
-Έχουν περάσει τόσα;
-Ναι, τι νόμισες;

Η ροζέττα πάνω από το αριστερό βυζί του στα μάτια μου δεν έχει αλλάξει από εκείνο το βράδυ που του τη χτύπησε ο Άλεξ, ναι, ο ίδιος Άλεξ που τώρα πηγαίνει για κατούρημα κάθε μισή ώρα επειδή πέρασε μια ντουζίνα προστατίτιδες. Ποιον θα κάνω μετά; είχε ρωτήσει ενώ χτυπούσε στο κωλομέρι του Γιονάταν με την τατουαζιέρα που είχε δανειστεί από μια σαραντάρα που πηδούσε εκείνο το φεγγάρι, η οποία δούλευε σε κάποιο υπόγειο τατουατζίδικο στο Ζανκτ Πάουλι. Τη θέλω πάνω απ'την καρδιά μου, για να ξέρεις πόσο σ'αγαπώ, αρχίδι! είχε πει ο Μ. κραδαίνοντας το τετράδιο που είχε βγάλει απ'το σάκο, ένα τετράδιο με άγουρες φλυαρίες που σέρβιρα για ποίηση, που δεν ξέρω καν πού βρίσκεται πια. Όταν ο Άλεξ σκούπισε τα αίματα και τα οροζούμια με χαρτί κουζίνας είπα, Ρε μαλάκες η καρδιά είναι πιο χαμηλά, αλλά ως εκεί έφτασε η εξυπνάδα μου, με έκοψε η αποκάλυψη, η μαύρη ροζέττα λοιπόν, παρεμφερής μ'εκείνη στο τετράδιο, που εμφανίστηκε ξαφνικά αλλά έμοιαζε να βρισκόταν πάντα εκεί. Ήταν η πρώτη δήλωση αγάπης που μου'γινε ποτέ, και τότε, επειδή ήμασταν μικροί και ήταν πολύ σημαντικό να είμαστε σκληροί, ήταν χρέος μου να γελάω και να κάνω καλαμπούρι.

Αφήνω την πλάτη μου να γλιστρήσει από το ντουβάρι και ακουμπάω τη μούρη μου στον ώμο του. Η ροζέττα είναι πολύ καλοχτυπημένη για ερασιτέχνη τατουατζή. Το έχουμε πει στον Άλεξ πως αν βαρεθεί τους καυστήρες και τα κλιματιστικά έχει λαμπρό μέλλον ως τατουατζής, αλλά αυτός δε θέλει, τον έχει βολέψει η σαλοπέτα. Ακόμα πάντως αν ψάχνεται κάποιος για φτηνά τατουαζάκια ο Μ. τον παραπέμπει στον Άλεξ, ο οποίος τώρα έχει δικιά του τατουαζιέρα και ιστορίες, αλλά επάγγελμα δε θέλει να το κάνει, για να μη χαλάσει το χόμπυ. Έχει χτυπήσει σε μερικούς φουκαράδες κάτι αστεία ορνιθοσκαλίσματα, κάτι αηδίες που κακοφόρμισαν και μετά έπρεπε να τους νταντεύω με μαντζούνια, αλλά η ροζέττα είναι καλώς καμωμένη. Την έχω παρατηρήσει πολλές φορές και την έχω ψηλαφήσει πολλές φορές, είκοσι χρόνια τώρα, άκου είκοσι χρόνια, και με κλειστά μάτια όταν περνάω τα δάχτυλά μου από πάνω της, καταλαβαίνω που αρχίζουν και πού τελειώνουν τα σχέδια, γιατί έχουν μια διακριτική αναγλυφή, που δε φαίνεται όταν την κοιτάς.

-Γιατί δε μπορούν όλα να είναι τόσο απλά όσο αυτό εδώ;
-Δεν ξέρω.
-Δεν ήταν τίμια η προσπάθεια με την Κουασιμόδα, γαμώ;
-Αυτό σε καίει τώρα; Τίμια ήταν. Εσύ το είπες, έστρωσε το κρεβάτι της, δεν της το'στρωσες εσύ.
-Κοίτα, τώρα θα κάνω ένα διάστημα έτσι το μελισσάκι, από λουλούδι σε λουλούδι. Έβαλα πάλι τίντερ.
-Μμμ.
-Τι;
-Θα μπορούσες να έχεις τον Κένο αν δεν ήσουν ηλίθιος.
-Πάλι τα ίδια; Αυτός σε βάζει να μου πρήζεις τ'αρχίδια;
-Ο Κένο; Εγώ μιλάω με τον Κένο δυο φορές το χρόνο.
-Ισχυρίζεσαι δηλαδή πως είσαι ο ίδιος σου τόσο μαλάκας; Αυτοδημιούργητος;
-Ο Κένο τουλάχιστον δε θα γκαστρωθεί όσο και να γαμιέστε. 
-Γάμα με τώρα με τον Κένο. Με βαρέθηκες;
-Ξεκάθαρα. Γι'αυτό σου λύνω τα ψυχολογικά στις τρεις το χάραμα όπου κι αν είμαι με όποιον κι αν είμαι, γι'αυτό έρχομαι όποτε χτυπάς την καμπανούλα.
-Λες να πάρει τηλέφωνο;
-Ο Κένο;
-Όχι μωρέ μαλάκα, η Κουασιμόδα.
-Όχι, μην αγχώνεσαι. Όλα σε μας θα τύχουν;

*Να, έρχεται ο επισκέπτης απ'τη Φρανκφούρτη!
**Ναι, είμαι εδώ, ο επισκέπτης από τη Φρανκφούρτη με όλη μου τη δόξα από την Έσση.
***Ποια Φρανκφούρτη καημένε, αυτός είναι απ'το Φοερ.

Στη φόρα 15

11/2024

-Η Κουασιμόδα είναι έγκυος.
-Από σένα;
-Όχι.
-Τότε στ’αρχίδια μας.
    Έχουμε μια σακούλα φυστίκια και ένα μπουκάλι σόρλε ανάμεσά μας. Έχει κρύο στο μπαλκονάκι και ο Μ. είναι τυλιγμένος με το φλις κουβερτίνι. Μοιάζει με κουκούλι. Εγώ φοράω το φωσφορούχο μπουφάν της ναυτιλιακής. Τα δέντρα έχουνε μείνει γυμνά. Ένας γέρος γλιστροκοπάει κάτω στο δρόμο, κατηφόρα, η άσφαλτος είναι μούσκεμα. Το φιορδ έχει τη χειμωνιάτικη όψη του, θολερό και άδειο. Τα ιστιοφόρα που κόβουν βόλτες το καλοκαίρι, τώρα είναι δεμένα. Το Μούρβικ είναι ήσυχο, μόνο τα κοτσύφια ακούγονται πού και πού.
    Έχουν περάσει μήνες από τότε που ο Μ. χώρισε την Κουασιμόδα. Αυτή βρήκε γρήγορα αντικαταστάτη, έναν Σλοβάκο που κουρεύεται με την ψιλή και κάνει σοβαρά ποδηλασία. Τόσο σοβαρά, που έχει μια ειδική βάση στο σπίτι του, πάνω στην οποία βάζει το ποδήλατο, για να ποδηλατεί επί τόπου και να διατηρεί τη σωστή αίσθηση. Αυτό το ξέρω επειδή μου το είπε ο Μ.
    Ο Σλοβάκος δουλεύει στην τηλεόραση, σε ένα κανάλι. Είναι καθωσπρέπει, με καθαρό κούτελο, ντύνεται σωστά, είναι έτσι ώστε τη στιγμή που τον βλέπεις, τον έχεις ξεχάσει κιόλας. Κι αυτό μου το είπε ο Μ. Εγώ έχω δει μόνο φωτογραφίες και δικαιολογούμαι που τον ξέχασα αμέσως.
-Είναι του Σλοβάκου;
-Ναι.
-Πόσο έγκυος είναι;
-Τεσσάρων μηνών ή κάπου τόσο.
    Λίγο καιρό αφότου χώρισαν, η Κουασιμόδα πήρε το Μ. τηλέφωνο και του είπε πως είχε ανάγκη να συναντηθούν. Συναντήθηκαν σε μια καφετέρια, όπου η Κουασιμόδα του ανακοίνωσε πως είχε γκαστρωθεί αλλά η εγκυμοσύνη δεν ευωδόθηκε, και ήταν σε κρίση. Φοβόταν πως είχε ελαττωματικό σύστημα και πως δε θα κατάφερνε να πραγματοποιήσει την αιφνίδια επιθυμία της. Ο Μ. την είχε ρωτήσει ποιανού ήταν, και τότε του είπε για το Σλοβάκο. Τον αγαπώ πραγματικά, του είπε συγκεκριμένα.
    Μαζεύω ψίχουλα από φυστικόπετσα από τις δίπλες του παντελονιού μου και σκέφτομαι, αφού η αποβολή και η κρίση της Κουασιμόδας ήταν το καλοκαίρι, δεν πέρασε ούτε μήνας και είχε ήδη γκαστρωθεί εκ νέου.
-Και γιατί μας νοιάζει αυτή η υπόθεση;
-Με πήρε προχτές τηλέφωνο και ήταν πάλι σε κρίση. Μου είπε πως έχει μετανιώσει. Περνάει πολύ δύσκολα με τις ορμόνες και αυτά και τώρα δε θέλει.
-Νωρίς το θυμήθηκε.
-Της είπα, τώρα έκατσες στην τσουλήθρα, θα πρέπει να περιμένεις να σταματήσει το τσούλημα. Και μου έλεγε πως δεν κοιμάται τα βράδια, επειδή δε μπορεί από τις ορμόνες, και είναι όλο κουρασμένη, και ο Σλοβάκος λείπει με το κανάλι. Την είχα ρωτήσει, τότε που μου έσκασε το παραμύθι, πριν χωρίσουμε, γιατί θες να κάνεις παιδί; Και δε μου είχε απαντήσει. Την ξαναρώτησα προχτές, και μου είπε, δεν το είχε σκεφτεί ως τώρα, αλλά τώρα που το σκέφτηκε, συνειδητοποίησε πως ήθελε να κάνει παιδί για να δώσει στους γονείς της κάτι να ασχολούνται.
Γέλασα, αλλά ο Μ. έμοιαζε σοβαρός.
-Τώρα το πλάνο της είναι να το γεννήσει και να το δώσει στους γονείς της να το μεγαλώσουν. Οι γονείς της κοντεύουν εξήντα, δεν τους πήραν τα χρόνια, οπότε αυτό τουλάχιστον βγάζει νόημα.
-Όλα ταχτοποιημένα, λοιπόν. Εσένα γιατί σε πρήζει;
-Δεν ξέρω. Αν δεν ήταν σε αυτήν την κατάσταση θα την είχα βρίσει. Αλλά τώρα που είναι έτσι όπως είναι, δεν ξέρω, σαν να της έχει στρίψει λίγο. Μπορεί να είναι από τις ορμόνες. Της είπα, αγάπη, τα κανόνισες όπως τα κανόνισες, ("Liebe, du hast dir dein Bett gemacht, jetzt mach’s dir gemütlich." - κλασσικός εικονογραφημένος Μ.) κοίτα τη δουλειά σου τώρα και σταμάτα να με παίρνεις τηλέφωνο.
-Έκλαψε;
-Ε, ναι. Με ενοχλεί, το καταλαβαίνεις;
-Ναι. Το θέμα είναι να το καταλάβει αυτή.
-Ήμουν στο γυμναστήριο εχτές και έκανα πόδια. Και έτσι που ήμουν ξαπλωμένος στο μηχάνημα και ζούλαγα για να κάνω έξω μπούτια, άνοιγα έκλεινα τα πόδια, ναι; Και σήκωσα λίγο το κεφάλι και σκέφτηκα, φαντάσου τώρα μαλάκα, από κει ανάμεσα να αρχίσει να πετάγεται ένα μωρουδιακό χέρι. Ζαλίστηκα, είπα θα λιποθυμήσω, σηκώθηκα, έκανα μπρέηκ. Ήμουν τόσο χάλια που ήρθε ένας από δίπλα και μου έφερε ένα Λουκοζέιντ. Πώς στην ευχή τις φαίνεται καλή ιδέα; Αν είσαι ζωάκι εντάξει, να γαμήσεις θες, δεν ξέρεις τα επακόλουθα. Δεν κάνουν τη σύνδεση. Αλλά εμείς, ανώτερα όντα, sapiens και τέτοια;
-Το καλύτερο γιατροσόφι είναι να μη σκέφτεσαι. Sapiens και ιστορίες. Κόψε την υπερανάλυση. Είδες τι παθαίνεις με το να σκέφτεσαι. Κυκλοφορεί ακόμα Λουκοζέιντ;
-Ναι, έχει στον αυτόματο πωλητή στο Φλενσφίτνεςς.
-Πορτοκαλί;
-Ναι. Θα σου πάρω όταν ξαναπάω.

E → C

Fourth step: major third

Behind the veil of reverence
smiles justice. She sees everything
without ever being seen, sword
in hand, a steady grip.

Two men bow before her,
a grain of salt on her golden scale,
a grain of sand, four half-steps from
her blade to their necks.

"Hereby I seal your promise 
to remember, with blood. A promise then,
now an oath. As the beginning, so the end. 
Punishment you shall have, payment in advance!"

The sword comes down, a steady grip,
runs through the necks and clangs
against the block. The sound travels like pain
from their heads to their toes and out in the world.

Imperfect consonance, a wickedness in the cut,
the blood has marked the field. Justice made
two headless knights and she made them thus:
major third, going down.

D → F

 Third step: minor third

Day after day it is winter still. The mud is cold,
cracks with the steps. Behind each heavy leaf there is 
yet another one. The trudge is not a test
it is the only way.

"I want to tell you everything," the hermit said,
"I want to talk until you learn
my heart by heart."

Day after day it is winter still. The air is glass,
shatters when touched. The trees appear like waves 
that froze in time. This forest has no path,
this valley is too deep for light to reach.

The hanged man, his rope a rosary, his turn 
to pray. "There is in me, amidst it all, something holy.
But it is impossible to find in the dark.
Look for it in my blood, please, god."

Day after day it is winter still. The sun is far,
the nights long, the streams trapped in ice.
There is enough savagery in the world.
The first little saffron shoots came through the snow,

tore through it like spears and on its corpse
they'll bloom. "You need no light. This is an altar
where you'll place your offering. Love is loss.
It is pilgrimage." Thus spoke god.

In impenetrable gloom the disciples
kneeled under the burden. The altar creaked. 
Minor third, looking down
going up, losing hope and finding it.

D → G

Second step: perfect fourth

Hidden in the smallest of hours
where no god's big hand can reach
an evil witch under a drape of lead
is laying down the cards

the future appears drop by drop
like beads of sweat on a forehead I touched once
"The future, the present and the past," roars the witch, "are a shadow that's cast."
Released by night's soft grasp

the hermit's face emerged a darker dark
his tight hermit's mouth whispered forbidden words
his bony hermit's hand reached for another man
his tired hermit's eyes closed shut.
It was a ritual, the summoning of a ghost

leaves rustled, branches creaked, birds took flight
and there he was, the hanged man, on his feet
holding his rope as if it were a tail

the evil witch drew her last
"The tower is change", she said, while melting into fog, 
"Lightning strikes, time is flame, nothing stays.
And Only love and death change all things*
I played my best hand, 
for they are a perfect fit, the hermit and the hanged man.
Now jump, go ahead. Let me rest."

In the smallest of hours we took the longing stride, 
perfect fourth, going down
like a dive.


*K Gibran

D → C

 First step: major second

The sun, the winter sun, distance, patience
the coldest stream, a turquoise vein, barely blood, mostly tears
the haze of dreams, the first spring dew

a man is fire, a man is earth
a quiet unison. The fire, as it does, lunges and spreads
until the earth's command:
"Here fire stands."

The sun, the winter sun, king to all but not to us
distance, patience, his devout daughters, have finally met
a prince, a prince to carry the crown when death
sweeps the sky. Hold your applause.

"A two-month long knife in my heart."
"Two months I burned and turned 
to ash."

The streets weep, a golden glaze, a turn, a change
of pace, quick steps, we're in a rush, cut through
the crowds, street after street, the big city, a prince,
a prince, and in the dusty shade of the building's hall
apostates

what a monster of a thirst, how desperate the hands
to take the longing stair, major second, going down
like a sigh.

Λειτουργός στο κάτεργο

 Ι Π Π Ο Κ Ρ Α Τ Η Σ


Όταν ήμουν μικρός έπεσα μέσα σε μια τρύπα στο δρόμο που με πήγε γραμμή στον κύριο οχετό του κόσμου. Από εκεί δεν υπήρχε επιστροφή. Είναι μια λούμπα πολύ βαθειά και με γλιστερά τοιχώματα που νύχι δεν υπάρχει να μπορεί να γαντζωθεί, έτσι που είναι καλυμμένα από μια πηχτή βλεννώδη λέχρα που μοιάζει να είναι φτιαγμένη από αλεσμένα χαρτονομίσματα, ανακατεμένα με κάτι άλλο που δε θέλω να ξέρω τι είναι. Στη λούμπα αυτήν είναι και άλλοι, αλλά οι περισσότεροι δε μοιάζουν να υποφέρουν. Παίρνουν τη λέχρα και την κάνουν μπριγιαντίνη για τα μαλλιά, ή κοιτάν εκείνη την τρύπα στην οροφή από την οποία κάποτε μπαίνει λίγο φως, και βλέπουν το θεό και άλλα τέτοια. Το πιο ενδιαφέρον είναι δε, πως αν κάποιος σκύψει απ'έξω και ρίξει μια ματιά στην τρύπα, πολλοί κάνουνε ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τον πείσουνε να φουντάρει μέσα.

Λίγο πριν το χάραμα ένας γέρος ξήλωσε όλα τα καλώδια και έχεσε στο περβάζι. Πριν τον προλάβουν οι αδερφές είπε να γίνει και δημιουργικός. Οι συνθαλαμίτες του είχαν την τύχη να απολαύσουν τη θέα στο φαρδύ φωταγωγό φιλτραρισμένη μέσα από σκατοβιτρώ. Τα δεσμά που με υποχρεώνει η φρουρά να φοράω στο κάτεργο / τα σαμπώ που με υποχρεώνει να φοράω ο κανονισμός του νοσοκομείου είναι σκληρά σαν πέτρα και ανένδοτα. Με κάθε βήμα μια σφυριά ξεκινάει απ'τη φτέρνα μου και φτάνει κατευθείαν στο μυαλό, όπως εκείνα τα παιχνίδια δύναμης στα πανηγύρια, που ανάλογα πόσο ισχυρό θα είναι το χτύπημα που θα ρίξεις, θα δεις ν'ανεβαίνει μια στήλη που θα σου πει το σκορ σου. Όταν είχα αρχίσει το τελευταίο μέρος του μακρού μου συμβολαίου, είχα επιστρέψει από άλλο νοσοκομείο, με άλλο κανονισμό. Ο διευθυντής μου είπε Θα ξοδευτεί η κλινική για να σου δώσει καινούρια σαμπώ, βλέπεις πόσο φροντίζουμε τους εργαζομένους μας; Ο ίδιος διευθυντής που με πήρε τηλέφωνο εκτός υπηρεσίας να μου πει, Πήρες μισθό από την κλινική, τώρα έχεις χρέος να κάνεις ό,τι σου πω. Τα μισθά είναι μια ιδιαίτερη ευεργεσία, μια δανεική ελεημοσύνη, όπως και τα υποχρεωτικά σαμπώ, και όταν έρχεται η ώρα, πρέπει να ξεχρεώσω. -Τι έγινε πάλι; -Έχουμε ντράβαλα στο θάλαμο Δ18. Ήταν ο θάλαμος στην πέρα άκρη της δυτικής πτέρυγας, ακριβώς αποφασισμένος από τη μοίρα για να χρειαστεί το μέγιστο σφυροκόπημα από τα αναθεματισμένα σαμπώ, μην τολμήσω και ξεχάσω πως εδώ πρόκειται για Κ Α Τ Ε Ρ Γ Ο. Ο γέρος ούρλιαζε ακατάληπτα και χοροπηδούσε γυμνός, πασαλειμένος αίματα, σκατά και διάφορα άλλα. Οι νοσοκόμες της νυχτερινής βάρδιας ήταν στα τελευταία μέτρα της διαδρομής τους και έσπευδαν βρίζοντας μέσα απ'τα δόντια τους να διευθετήσουν τη σκατοκατάσταση. Η προϊσταμένη μου είπε κουρασμένα: Πες να δώσω λίγο Αλοπεριντίν. -Γέμισε μια καραμπίνα με Αλοπεριντίν και Στεντόν και ρίχ'του.

Λίγο πριν το χάραμα κάποια ισόβια αλκώλα πνίγηκε στο αίμα από ανεπανόρθωτη ρήξη κιρσών οισοφάγου. Όταν έφτασα στο θάλαμο, σέρνοντας τα δεσμά, μια ντουζίνα μαλάκες στέκονταν πάνω από το κιτρινιάρικο σαμπρελιασμένο σώμα και έκαναν ΚΑΡΠΑ. Η γραμμή ανάμεσα στην ΚΑΡΠΑ και τη βεβήλωση νεκρού είναι λεπτή και οι περισσότεροι κάνουν πως δεν τη βλέπουν. -Σταματήστε ρε, δε βλέπετε πως έχει αποδημήσει εις κύριον; -Μα ο κύριος αρχίατρος Τ. Τ. είπε το μεσημέρι να κάνουμε τα πάντα! -Τα κάνατε ήδη, δεν απέδωσαν, στοπ. -Μα δεν έχουμε κλείσει 45'! Κοίταξα το ρολόι πάνω απ'την πόρτα, έλεγε 0430. -Ναι, εγώ είδα πως αρχίσατε ΚΑΡΠΑ 0340. Κλείσατε και με το παραπάνω. Μετά από 50 λεπτά μέγιστων προσπαθειών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Ώρα θανάτου, 0430. Μαζεύτε τα, δε θα στεκόμαστε εδώ μέχρι την αλλαγή.

Λίγο πριν το χάραμα κολλάω το βρωμοτηλέφωνο στο ιδρωμένο και ξεϊδρωμένο αυτί μου και περιμένω να ξυπνήσει η κόρη ή ο γαμπρός της αλκώλας για να τους σκάσω το μαντάτο. Έχω πονοκέφαλο και δεν ξέρω αν είναι από το ντάπα - ντούπα απ'τα σαμπώ, ή από εκείνο το νουμπέτι που έκανα με το κεφάλι κρεμασμένο στο στέρνο κατά τις δυο σκευρός από το κρύο στο εφημερείο, ή από το φαρμακερό αέρα  του κεντρικού κλιματισμού που ξύνει τα μέσα μου σαν γυαλόχαρτο. Τα βλέφαρά μου έχουνε τη γνωστή κόλλα του νυχτεριού, γιατί ένα νυχτέρι ποτέ δεν είναι μόνο νυχτέρι, αλλά έχει κεφάλι και ουρά, και είναι μακρύ σα φίδι. Ο γέρος καθηγητής χειρουργικής που είχε ο πατέρας μου όταν πήγαινε στη Σχολή τη δεκαετία του '70 θα έλεγε Δεν έχεις κάκκαλα, δεν κάνεις για την ιατρική, δεν είσαι λειτουργός. Κι εγώ θα έπιανα τ'αρχίδια μου και θα έλεγα Για δες πώς τα φέρνει η ζωή, μουστόγερε.

Λίγο πριν το χάραμα... κ.λπ. κ.λπ.

Οι περισσότεροι εφιάλτες ενσκύπτουν λίγο πριν το χάραμα, τις μικρές ώρες που το σκοτάδι είναι αδιαπέραστο, που ακόμα και ο θεός κοιμάται. Το κάτεργο δουλεύει πάντα, αλλά λίγο πριν το χάραμα είναι που περνάει το σωφρονιστικό του μήνυμα στους καταδικασμένους, λίγο πριν το χάραμα γίνεται η εμπέδωση, λίγο πριν το χάραμα συμβαίνουν τέρατα και σημεία που γράφονται στην άμμο και τα σβήνει το πρώτο κύμα που θα γλείψει την ακτή. Η νυχτερινή βάρδια των υφιστάμενων θα πάει να κοιμηθεί, η πρωινή βάρδια θα έρθει φρέσκια με αχνιστό καφέ στο χέρι και κουτσομπολιό από το σχολείο της κόρης της Μαλένε ή τις περιπέτειες του πατσαβουρόσκυλου της Γκίτε που κατούρησε το χαλί και τελοσπάντων, όλα μπαίνουν πάλι σε σειρά, ο κύκλος ξαναρχίζει, ο γκασμάς ανεβαίνει και κατεβαίνει όπως ένα στήθος που αναπνέει.

Τη λέχρα που καλύπτει τα τοιχώματα της λούμπας και γλιστράει σα λάδι μόνο ένα πράγμα μπορεί να της αντιταχθεί, ζεστά, στεγνά φράγκα. Λειτουργούν όπως ο χαρτοβάμβακας, ρουφάνε τα υγρά και τότε τα νύχια και τα δόντια αρχίζουνε να έχουν πρόσφυση, και ίσως μπορέσω ν'αρχίσω το σκαρφάλωμα. Αλλά τα λαμπρά μυαλά του βασιλείου σχεδίασαν τη λούμπα με προοπτική, και τα φράγκα που θα μπορούσε να δώσει οποιοδήποτε ευλογημένο συμβόλαιο για πληβείους είναι ίσως αρκετά για ν'αρχίσεις το σκαρφάλωμα, αλλά ποτέ αρκετά για να καταφέρεις να το τελειώσεις. Και έτσι φτάνεις ως ένα σημείο για να γλιστρήσεις πάλι κάτω, πίσω μαζί με τους βλαμμένους που κάνουν τη λέχρα μπριγιαντίνη, μαζί με τους βλαμμένους που γαμιούνται σαν τα κουνέλια και ξεπετάνε φυλακισμένους εκ γενετής, μαζί με τους βλαμμένους που μέσα σε όλη αυτήν τη φρίκη ασχολούνται με πληθυντικό ευγενείας, με κανονισμούς υγιεινής, με το πού βλέπουν τους εαυτούς τους μετά από πέντε χρόνια, με εθελοντισμό και σκουώς, αυτοί, η ρακέτα της απύθμενης βλακείας τους και το λεχρό ντουβάρι, για πάντα.

Όχι στην ενεργή βοήθεια για το θάνατο, ναι στην ενεργή βοήθεια για τη ζωή, λέει το νέο τσιτάτο του ιατρικού συλλόγου, επειδή ο γιατρός δεν είναι για να μοιράζει θάνατο, είναι για να χαρίζει ζωή, λέει η θεούσα μούμια που ψήφισαν οι υπόλοιποι σωτήρες για επικεφαλής. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων κι ένας μονόφθαλμος στη χώρα των τυφλών. Οι σωτήρες φοβούνται φρικτά το θάνατο, επειδή περνάνε καλά στη λούμπα, τα έχουνε ταχτοποιήσει με τους πνευματικούς τους, Arbeit macht frei, lifescript™, εκλογές, γιορτές, Πάσχατα και Χριστούγεννα, σημαίες και σταυροκόπημα, κώλοι που κουνιούνται, ψωλές, μουνιά, μωράκια, σκυλάκια, γατάκια, παπαράκια, επιστήμη και ζωή. Οι τελειωμένοι φοβούνται τον πόνο.

Με το γκασμά στον ώμο και τα πέτρινα σαμπώ, είμαι ποντίκι δεμένο στον τροχό που αψηφά κάθε νόμο της φυσικής και περιστρέφεται με μηδέν τριβή, με ατέρμονη επιτάχυνση, και ξέρω πως θα πεθάνω και ο τροχός θα συνεχίσει αυτήν την τρελή κίνηση, Έτσι είναι η ζωή, καλέ μου. Να σας γαμήσω, αυτό δεν είναι ζωή, είναι οχετός και είστε σκατά.

Juniper berries I

Lush spider plants and peace lilies were hanging from rods and shelves all over the loft. There were no rooms. As soon as you stepped inside, the entire space revealed itself to you. The area by the entrance was a few steps higher than the rest. It was humid. A few candles and some floor lamps cast a gleam over everything. He walked noiselessly in his woolen socks. His pants were rolled up at the cuffs to stay above the ankle. He greeted me timidly.

He wound up the Victrola and an old swing came on from the dusty record. He took me by the hand and started dancing. He wasn't bad, save a bit rigid, a tad shy. I was much worse, but it was fun. We weren't humans. Two lanky trees had gotten up and out from the soil and danced. Small blues fluttered around the peace lily flowers. I swear I saw fireflies in the dark corners of the loft. It was an enchanted forest, there was no loft. Through the opening between the leaves there was no ceiling to be seen, but the sky at dusk. The tune never seemed to end. We danced and danced, he kept a smile on his lips and something tender in his eyes. Then there were no lips and no eyes, there were star shakes and ridges and lizards in hiding. We became less rigid and less shy. Two tree spirits danced and it was a dance of leaf veins and fresh green branches. A soft wind, a sough, a sway.

I glanced at the Victrola; I knew it. It was identical to the one I had at home. It had the same cast handles and the same rosewood lid. The felt was even curling the same way mine was.
"Where did you get the Victrola from?"
"Jack Black's clone sold it to me for peanuts a few years back."
"In Skibhuskvarteret?"
"Yes!"
"Was it because his girl was kicking him out?"
"Yes."

The music faded, but not to the scratch of the spinning record. The music faded to the sounds of moving water and rustling leaves. He led me to the bed. We fell in it as if we were falling in a well. Our bodies never found a mattress, but warm water and a blanket of duckweed. We were weightless. We never broke the surface tension. He rested on his elbows, on top of the tiny green plants that floated on the lake.
He brought a vial before my face.
""Smell this," he said. I sniffed.
"What is it?" he asked.
"A flower," I answered.
"What flower?"
"I don't know."
"Passion flower."
He handed me the vial. Until then, he’d been playful. But now he grew serious.
"The passion of Christ became this flower. Five petals and five sepals, one for each loyal apostle. Do you know who's missing?"
"No."
"You and I."
"Are you a dream?"
"Yes."

I held on to the vial and swam up, up, up until it was morning and I was in my own bed. The tenements around the harbor were shrouded in fog. The world was real, cold and gray. The window was half-open and the fog was crawling into the room like a beastly breath. On the bonsai elm I kept on the windowsill, a small blue was resting. Where did you come from? I reached out to touch the butterfly, see if it was there at all. From my open hand fell not the vial, but a few juniper berries.

The hermit over the hanged man

 IX x XII

Cross the hermit over the hanged man
cross them to make a cross.
Then take this cross up on your back
and climb Mount Tabor.

Carry the cross and count the drops
of blood you shed on the way
to the top of Mount Tabor.

Carry the cross and keep a secret
it's tears of longing, not regret
keep a secret, I miss you so,
that all the salt of the Dead Sea

is not enough to lace these tears. 
At the end of the ascent the moon will speak:
"Sacrifice is proof of love."

And the sun will laugh:
"See how the hermit is crossed over the hanged man?
Love is the cross. The rest is lost.
Carry the cross and die on it."

Dusk and dawn will be one
time will turn into a ghost
I'll kiss you on the lips, nine no more

You'll cut my noose, twelve no more
but you and I
mere men before the cross
mere men then, now gods.


x


// Marigold Tarot Print

Gannet E

The Gannet field lay shrouded in fog for weeks on end. The grayness fed on my guts.
The world drank from my blood.

A statue, a lost man, the sentinel of sadness.

Two weeks later a husk crawled from the harbor to the tenement, up to the second floor, and entered my apartment.

---

Passepied A'

"How did you get that?" I asked, pointing at his black eye.
"That? Oh, I fell."
"Down some stairs?"
"Yes, exactly."
"Right."

---

Passepied B'

"Play," he said.
"You want to have a laugh."
"Yes."
"Okay."

[...]

I played Elgar’s Salut d’amour, the arrangement by Ciccolini. The Frenchman sat on his duvet on the floor, staying out of my vision. When I finished, there was silence. My face and ears caught fire. I was overcome with terrible shame—a sad pawn, picking at the bones of my studies, in front of an up-and-coming, bright pianist.

"You have a heavy hand, like a Russian," he said. "And this is one of the best love songs ever written."
"You were supposed to laugh."
"Ha-ha. I laughed."
"Thanks. Now your turn. Let us listen to some actual music."

---

Passepied C'

"What’s wrong with your eyes?" he asked.
"I was hit by a rod, and the pupil got paralyzed."
"Can you see me?"
"Yes."
"Normally?"
"Yes."
"How do I look?"
"Like a heron standing on still water. There are rings around your legs—they grow bigger and bigger, and then they disappear."

---

The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements. [...] It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive.

---

Passepied D'

He held both my hands and squeezed. I tensed up. He squeezed harder, until he hurt me.
"Don’t do this, please."
"Don’t leave."
"I have to."
"Please."
"The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements."
"What?"
"It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive. I’ll find you again. Don't worry."
"Don’t you think it’s too much effort?"
"It’s some effort."
"But you’ll do it regardless?"
"I guess I might."
"Can you play Salut d’amour again? I want to record it."
"So you can laugh on demand?"
"Yes."
"Alright."

After all was said and done, he sat on his duvet again and cried.
I pulled him close and held him until it was time to go.

And then I went, as I was bound, to Gannet E.

Το βυρσοδεψείο

Κάθε τόσο ο φύλακας χτυπάει το ρόπαλο στα κάγκελα, κάθε τόσο οι καταδικασμένοι ξυπνάνε με ένα τίναγμα. Είναι πάντα σκοτεινά και μόλις τους φεύγει η τρομάρα, τους ξαναπαίρνει ο ύπνος. Τα κελιά αυτά δε γνωρίζουνε δραπέτες. Αν δε θες να αποτρελαθείς, πρέπει να βιδώσεις το βλέμμα στον ύπνο και το ελεεινό φαΐ και έτσι περνάει ο καιρός, έτσι γράφεις τα χιλιόμετρα ακίνητος μέσα στο κελί.

Σ'αυτή τη φυλακή όλοι είναι θανατοποινίτες, φυλακισμένοι και φύλακες μαζί, και όλο το υπόλοιπο προσωπικό, επιστάτες, κυρίες της καθαριότητας, γραφιάδες και χαρτογιακάδες, όλοι έχουν στο κούτελο χαραγμένη την ίδια ποινή που έρανε το χέρι του Θεού, όλοι έχουν στο σβέρκο τη μυτερή αιχμή του δρεπανιού που περιμένει, όλοι ζέχνουν απ'το λάδι που τους βάφτισε, τα μάτια τους είναι θολά και όταν φέξεις με το φακό, δε βλέπεις την αντανάκλαση της λάμψης αλλά βλέπεις την ίδια τους τη μούρη, μια ζωγραφιά μέσα στη ζωγραφιά, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι.

Αν είσαι βραδύς έρχεται η μέρα που κάθεσαι στην ηλεκτρική καρέκλα και κλαις με χοντρά, καυτά δάκρυα, κλαις απελπισμένα, σαν μωρό, γιατί δεν είσαι έτοιμος, γιατί θες άλλη μια μέρα, άλλη μια γύρα. Αν προλάβεις και εμπεδώσεις το δίδαγμα της ποινής, μετά τους σπασμούς της ηλεκτροπληξίας θα κρεμάσεις λυτρωμένοςΈτσι είναι, άσπρο - μαύρο, δεν έχει αποχρώσεις, δεν έχει διακυμάνσεις, είναι σαν το όχι και το ναι, είναι σαν την ψεύτικη νύχτα του κελιού και την ψεύτικη μέρα του φακού, ή είσαι έτοιμος ή δεν είσαι, ή πόνεσες αρκετά ή το πετσί σου θέλει κι άλλο κοπάνημα για να μαλακώσει.

Ο δικαστής που αποφασίζει πώς θα πας αποφασίζει και το πότε, πάντα με τελεσιδικία. Ο δικαστής, με το ιερό του χέρι, αυτός που βλέπει πίσω απ'την κουρτίνα των πούστικων ματιών σου, αυτός που ξέρει τι έχεις κρύψει μες στον κώλο, αυτός που σε παρακολουθούσε να ξεπηδάς σαν κακιά φύτρα από τη λέρα της μάνας σου και του πατέρα σου, ο δικαστής που αποφάσισε το πότε και το πώς για όλους όσους ήρθαν πριν από σένα και θα έρθουνε μετά, αυτός αποφασίζει και για σένα, τυφλός, κουφός, βουβός, αυτός σπέρνει, αυτός θερίζει.

---

Η κρύα λαμαρίνα ξαπλώνει κάτω απ'το μουσαμά, και πάνω απ'το μουσαμά ξαπλώνει η κρύα πλάτη μου. Το χαμηλό ταβάνι με τις πλαστικές σανίδες τρίζει, το σκοτάδι είναι μια μελανιά, το φως μια μελανιά, ο αέρας βαρύς, κρύος και υγρός με τρίβει από τα μέσα σαν βούρτσα από σύρμα, η θάλασσα μιλάει χωρίς λόγια, το έλαβα το μήνυμα γλυκιά μου, είμαστε ένας λεκές σε έναν τέλειο καμβά, μια ακίδα σάπιου ξύλου στο δάχτυλο μιας πανέμορφης μικρής, μας θέλεις όλους νεκρούς γεύμα για τα ψάρια, κάθε κορόιδο και μπουκιά. Ξέρω πως οι άλλοι εδώ πάνω δε σ'ακούνε όταν μιλάς, αλλά εγώ σ'ακούω καθαρά, επειδή το πετσί μου έχει τρυπήσει απ'το κοπάνημα, επειδή είμαι από φτηνιάρικο υλικό. Βλέπω τα σχήματα που παίρνει ο θυμός σου, έχω την πίκρα της αρμύρας σου στο στόμα. Είμαι ένα τέρας μέσα στην κοιλιά του τέρατος που όπου το πιάνεις διαλύεται προς μια λεπτή σκόνη. Μη βιαστείς να ανακουφιστείς, κοίτα τα λερωμένα χέρια σου, θα μπορούσε να είναι χώμα, αλλά κάθε κόκκος είναι ένα καινούριο τέρας, μια ατέρμονη ασχημονία, ένα άρρωστο γέλιο που σου τρυπάει τ'αυτιά, μάτια συμπαγή που σκοτώνουν κάθε φως, λιωμένη κακία σαν λιωμένο μέταλλο, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι. Η κοιλιά μου πάλλεται από την αορτή που σφύζει, κι αν αυτό δεν είναι η ενσάρκωση της κτηνωδίας, τότε μίλα μου και ζήτα μου συγγνώμη. Μίλα μου και πες μου πότε θα φύγω από εδώ. Πότε τελειώνει η τιμωρία!

---

Sterbensmüde

Όταν ήμουν μικρός και πηγαίναμε να δούμε τον παππού στο Ούτερζουμ στο σπίτι του που ήταν δίπλα στου φωτογράφου, και τύχαινε να είναι αργά, δηλαδή μετά τις τέσσερις πέντε, τον βρίσκαμε να κάθεται κάτω από το στέγαστρο της βεράντας, στον πάγκο, ακίνητος σαν άγαλμα, και να κοιτάζει το κενό. -Πατέρα, γιατί ο παππούς δεν κάνει τίποτα; -Γιατί είναι κουρασμένος.

Αλλά μόλις μας έπαιρνε πρέφα με την άκρη του ματιού του μεταμορφωνόταν σαν γκαργκόυλ και θα ορκιζόμουν πως άλλαζε και χρώμα, σηκωνόταν και έσπευδε να μας προϋπαντήσει, αιφνιδίως αναστημένος, θεραπευμένος από εκείνη την ανυπέρβλητη προηγούμενη κούραση που τον μαρμάρωνε.

Είναι Οκτώβρης στο νησί και οι ομίχλες σέρνονται από τη μια στην άλλη μέρα. Βιάζεται να νυχτώσει. Αν σκύψω και φέρω τη μούρη κοντά στη χλόη, είναι σπαρμένη με δροσιά, τα τελευταία λουλούδια είναι διακοσμημένα με ολοστρόγγυλες σταγόνες. Μυρίζει η βρεγμένη γη, μυρίζει ο βρεγμένος αέρας, μυρίζει εκείνη η αιώνια μυρωδιά που έχει το νησί, που έχουν όλα τα νησιά με τη μικρή παραλλαγή τους, σκόνη αλμυρή και μούχλα, και ο ουρανός και η θάλασσα είναι μια ενιαία κουβέρτα που πίσω της κρύβονται όλα τα τερατουργήματα του πέρα κόσμου.

Δε βρέχει, αλλά η ομίχλη είναι βαριά και κατακρημνίζεται λίγη λίγη, ψιλή σαν κοροϊδία. Κάθομαι μαζί με τον πατέρα στην πίσω αυλή, με τα χέρια στα γόνατα και μια μισοαρχινημένη μπύρα στο τραπεζάκι. Είμαστε και οι δυο ακίνητοι σαν αγάλματα και κοιτάζουμε το κενό. Τα μαλλιά μου έχουν νωτίσει. Το κρύο δεν έχει σφίξει ακόμα, δε μας πιάνει τρέμουλο παρά την ακινησία. Έχω τα μάτια ανοιχτά αλλά δε βλέπω. Είμαι τόσο αβάσταχτα κουρασμένος, που δεν ξέρω τι θα μπορούσε να με θεραπεύσει.

Το νήμα που έφτασε σε μένα φίδι επίμονο από γενιά σε γενιά έφτασε και στο τέλος του. Αν ακουμπήσω τον αντίχειρα με το δείκτη θα βρω ανάμεσά τους την ξεφτισμένη άκρη. Έχει αρχίσει να ξεστρίβει. Το ντόμινο των κουρασμένων σταματάει κάπου εδώ, σ'αυτά τα χέρια που ακουμπάνε σ'αυτά τα γόνατα.

---



Άλογα, αλογάκια, αλογότριχες

Τα άλογα πάντα του φαίνονταν κωμικά: ένα βαρέλι που ισορροπεί πάνω σε τέσσερα αδύνατα ποδαράκια σαν μπαμπού. Και πάντα έβλεπε με δέος πώς το βαρέλι κατάφερνε να ισορροπεί σ'εκείνα τα μπαμπού. Όταν μπήκε στη Σχολή και διάβασε ανατομία έμαθε πως τα άλογα περπατάνε πάνω στο μοναδικό νύχι του καθενός από τα τέσσερα άκρα τους. Αυτό δε βελτίωσε την ιδέα που είχε για τα άλογα. Ούτε βελτίωσε και την έλλειψη της πίστης του. Αν όλα φτιάχτηκαν σύμφωνα με το θείο πλάνο, τότε ο θείος ήταν ηλίθιος. Αν δεν ήταν ηλίθιος, δε μπορεί παρά να ήταν διεστραμμένος. Τι μιζέρια, να είσαι καταδικασμένος να περπατάς στο γαμημένο νύχι σου με όλα τα πεντακόσια σου κιλά. Τι μιζέρια, που το νύχι εύκολα ξεκολλάει από τα γύρω υφάσματά του και κουτσαίνεσαι. Και τι μιζέρια να είσαι κουτσάλογο, που ως γνωστόν κάνει μόνο για κιμά. 

Προφανώς και δεν υπήρχε θείο πλάνο. Τόση αρρώστια δεν υπάρχει στον κόσμο ολόκληρο, ακόμα κι αν μαζέψεις όλες τις αρρώστιες μαζί και τις ζυμώσεις και τις κάνεις μια στρόγγυλη μπάλα, έναν πλανήτη σκέτη αρρώστια. Όχι, όλα αυτά έχουν προκύψει κατά τύχη. Έτσι μπορούσε να κοιμάται τα βράδια. Αν διάλεγε άλλο παραμύθι θα έμενε άγρυπνος να βασανίζεται. Βασανιζόταν αρκετά τη μέρα, τι χρωστούσε να υποφέρει και τη νύχτα; Δεν έφταιγε αυτός που ήταν φτιαγμένος όπως ήταν φτιαγμένος, μαλακισμένα, σαν άλογο, και μάλιστα κουτσό. Για τη φκιάξη του δε φταίει κανείς, αλλά τιμωρείται σαν να φταίει. Ένα περίεργο πράγμα, που όταν το καλοσκεφτόταν, τον έκανε να αναρωτιέται αν τελικά όντως υπήρχε τόση αρρώστια στον κόσμο.

Ήταν και εκείνη η άλλη ιστορία, για τα σκουλήκια αλογότριχες. Όσο το πατρόν των αλόγων τον απομάκρυνε από την πίστη, τόσο τα σκουλήκια αλογότριχες του έσπερναν αμφιβολίες. Τα σκουλήκια αλογότριχες λέγονται έτσι επειδή όταν τα δεις μοιάζουν με αλογότριχες. Είναι παράσιτα που ζούνε το μεγαλύτερο μέρος της αρρωστημένης ύπαρξής τους μέσα στα αλογάκια της Παναγίας. Το αλογάκι της Παναγίας τρώει ένα μαμούνι που είναι μολυσμένο με τις νύμφες του σκουληκιού. Μέσα στο στομάχι του, η νύμφη βγαίνει από το μαμούνι που λιώνει από τη διαδικασία της πέψης, σαν ένα δώρο που βγαίνει από το περιτύλιγμα, και εγκαθίσταται στο αλογάκι της Παναγίας. Σαν τον Ιώβ αν γλύτωνε από τη φάλαινα για να ξυπνήσει μέσα σε μια μεγαλύτερη φάλαινα. Εκεί τρώει αυτά που τρώει το αλογάκι της Παναγίας και το ίδιο το αλογάκι της Παναγίας και γίνεται αλογότριχα. Εξαφανίζει το αλογάκι της Παναγίας από τα μέσα και του κάνει κουμάντο. Όταν έρθει η ώρα να γαμήσει το σκουλήκι, διατάζει το αλογάκι της Παναγίας-όχημα μέσα από χημικές εντολές στο νευρικό του σύστημα να πάει εκεί που το φως πολώνεται οριζόντια, δηλαδή το νερό. Το αδειασμένο αλογάκι της Παναγίας βουτάει αυτοκτονικά στο νερό και το σκουλήκι αλογότριχα σκίζει το τσόφλι και βγαίνει στο νερό, ελεύθερο να πάει να χαρεί το θαύμα της ζωής ή θαύμα της δημιουργίας ή θαύμα της μητρότητας και της πατρότητας ή όποιον άλλο ευφημισμό αρέσει σε όποιον ντρέπεται να πει γαμήσι και τα μεθεόρτιά του. Ο απόλυτος σκοπός είναι να ξεπετάξει περισσότερα σκουλήκια αλογότριχες. Αυτά τα σκουλήκια αλογότριχες είναι συμπυκνωμένη διαστροφή, κάπως όπως οι άνθρωποι. Το ότι μετατρέπουν τα αλογάκια της Παναγίας σε Δούρειους Ίππους μοιάζει με ηλίθιο αστείο, είναι όμως γεγονός. Σίγουρα δε μπορεί τέτοια αρρώστια να είναι καθαρά αποκύημα της τύχης; Τέτοια διαστροφή θέλει κάποιος βαθιά διεστραμμένος να κάτσει επισταμένα και με αφοσίωση να ασχοληθεί με το έργο του, και να καταστρώσει τις λιγδερές πτυχές του σιχαμερού σχεδίου του. Ίσως δηλαδή και να υπάρχει θείο πλάνο, και ο θείος να είναι πιο άρρωστος από όσο θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί, πιο άρρωστος και από όλους τους άρρωστους του κόσμου ζυμωμένους: να είναι ένας κρύσταλλος καθαρής, πυρωμένης, βαρύτατης αρρώστιας. Ίσως η πίστη ολόκληρη να είναι ένας ευφημισμός, σαν το παραμυθάκι που λένε στις παρθένες για να μην ενίστανται όταν έρχεται η ώρα να φάνε κρέας.

Γι'αυτόν περισσότερη σημασία απ'όλα είχε να υποφέρει όσο το δυνατόν λιγότερο. Έπρεπε να κοιμάται τα βράδια. Και αν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει ήταν η απιστία, ε, θα την πλήρωνε και θα την ξαναπλήρωνε χωρίς διαμαρτυρία. Όταν είσαι μόνος σου σε μια κατασκότεινη σπηλιά, δε φοβάσαι πως είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Φοβάσαι μήπως δεν είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Ήταν πολύ πιο καθησυχαστική η σκέψη πως όλο αυτό το μαρτύριο, όλη αυτή η αηδία, όλη αυτή η ανωμαλία είχαν απλά προκύψει. Το ενδεχόμενο να υπήρχε κάτι πίσω από όλα αυτά τον κοτοπούλιαζε.

Στη φόρα 12

02/2024

Χτυπάει το τηλέφωνο κάπου πέρα. Με σκουντάς, το τηλέφωνό σου ρε. Το σηκώνω, είναι ο Μ. και το μόνο που λέει είναι Χμμμ. Χμμμ. -Τι στην ευχή; Τι ώρα είναι; -Χμμμ. -Είσαι σουρωμένος, άντε γαμήσου. -Χμμμμ. Του το κλείνω και ξαναπέφτω για ύπνο. Ξέρω πως σε λίγο θα ξυπνήσω με εκείνο το καρφί στο στομάχι και θα περάσω το επόμενο δίωρο χαζεύοντας το αίμα μου στο νεροχύτη.

Το μεσημέρι της επομένης χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. Είναι ο Μ. 
-Ξεσούρωσες; 
-Ναι. 
-Τι έγινε; 
-Η Κουασιμόδα θέλει παιδί. 
-Δεν το είχατε συζητήσει στην αρχή αυτό;
-Ναι... της είχα ξεκαθαρίσει πως δεν είναι για μένα αυτά. Και είπε εντάξει, δεν την ενδιέφερε. Αλλά τώρα λέει πως πίστευε πως δεν το εννοούσα. Θα άλλαζα γνώμη με τον καιρό.
-Και;
-Της είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση. Και μου είπε, δε χρειάζεται να μένουμε μαζί. Θα το μεγαλώνει αυτή, κι εγώ θα πηγαίνω δυο φορές το μήνα για να τρώμε σαν οικογένεια. Της είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση. Και γίναμε κώλος. Είναι 36 και δεν έχει καιρό για χάσιμο, είπε. Αλλά θέλει να κάνει παιδί μαζί μου.
-Πρόσεχε με τις καπότες.
-Προσέχω. Δε χύνω καν μέσα. Και μετά τις βάζω στη βρύση.
-Καλύτερα να μην τη γαμάς καθόλου, τώρα που το σκέφτομαι.
-Το ήξερα. Το ήξερα πως θα υπήρχε κάποιο Sackgasse στην υπόθεση. Βρίσκω μια καλή γκόμενα και ορίστε. 
-Το σκέφτηκες καθόλου;
-Ναι. Το σκέφτηκα. Όλο το πρωί έχεζα, δε σου κάνω πλάκα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πληρώνω γαμησιάτικα για 18 χρόνια. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση γενικά. Τελειώσαμε.
-Της το είπες;
-Όχι. Δε μου λες, μπορείς να κατέβεις;
-Όχι, δε θέλω να οδηγήσω τόσα χιλιόμετρα έτσι όπως είμαι.
-Θα ανέβω εγώ. Θα τη χωρίσω και θα ανέβω.
-ΟΚ. Να ξέρεις το αερόστρωμα τρύπησε.
-Τρύπησε;! Πώς;
-Δεν ξέρω, μέσα στο κουτί.
-Να φέρω τον υπνόσακο;
-Αν δε θες να κοιμηθείς στον καναπέ.

---

-Άρρωστε καριόλη, πάμε στο Γyσκ.
-Τι θες από το Γyσκ;
-Να πάρουμε αερόστρωμα.
-Δεν έφερες τον υπνόσακο;
-Όχι, δεν έχω όρεξη για κάμπινγκ. 
-Κοιμήσου στον καναπέ.
-Μην είσαι τεμπέλης, πάμε στο Γyσκ.

Στο Γyσκ αγοράζουμε ένα καινούριο αερόστρωμα, ίδιο με το προηγούμενο. Υποδύεται τον φυσιολογικό αλλά είναι άνω κάτω. Γι'αυτό και η ιστορία με το αερόστρωμα. Είναι η παρηγοριά του οικείου. Θέλει τα πράγματα να είναι όπως τα ξέρει. Σκέφτηκα αρκετά την Κουασιμόδα αυτές τις μέρες. Έφερα στη μνήμη μου τις προσεγμένες κινήσεις της, εκείνη τη μελετημένη χορογραφία για να κρύβει τη νευρολογική της βλάβη, την ξεθυμασμένη ματιά της, τα πολύ γυαλιστερά της νύχια. Κοίταξα και ξανακοίταξα τις φωτογραφίες που μου έχει στείλει ο Μ. μαζί της, όπως εκείνη που ήταν σ'εκείνο το συνέδριο αρχιτεκτονικής στη Στοκχόλμη, που όταν την είχα πρωτοδεί είχα σκεφτεί, ανάθεμα, μοιάζει με όλες τις μαλτέζες βορειοευρωπαίες αγελάδες, καλά που είναι μόνο συμπτωματική ομοιότητα. Προσπαθούσα να δω αν υπήρχε κάποιο σημείο ηλιθιότητας πάνω της, κάπου που να φαινόταν πως θα του ξηγιόταν έτσι. Αλλά με ξεγέλασε, επειδή ξεγέλασε τον Μ. Ίσως αυτό που μας ξεγέλασε και τους δυο ήταν ο ευσεβής του πόθος, ότι τα είχε καταφέρει, είχε βρει τη χαμένη του άγκυρα, κάτι που σε αυτούς τους λασπερούς βυθούς δε θα συμβεί ποτέ.

Napoleon at St. Helena

Στον Άλμπερτ. Είσαι το φως του σκοτεινού μου κόσμου
ALBERT, DU ER MIN DUNKLE VERDENS LYS.

Είμαι μόνος.
Είναι η ώρα που απέναντι μυρίζει το βρεγμένο χώμα,
η ώρα που πέφτει η καλοκαιρινή βροχή,
η ώρα που δε βγαίνει το χαρτί, η σκαλωμένη ώρα.

Υπάρχει ένα εύκολο τερτίπι για να βγει: να κλέψω.
Ο κόμπος που βρίσκει στη χτένα του θανάτου κόβεται αν κλέψεις
κι ανάμεσα απ'τα δόντια περνάνε σαν μετάξι τα μαλλιά
Aχ, γιατρέ! Κάτι πρέπει να κρατάς και μυστικό.

Ο Ναπολέων στην Αγία Ελένη και το ταξίδι της υπομονής
οι θάλασσες που θα ξαπλώσουνε πουτάνες ανάμεσά μας
δε κάνουν σε κανέναν χάρη. Θέλουν τύχη
το μόνο συνάλλαγμα που περνάει στα μέρη αυτά

αλλά εγώ θα κλέψω.
Όχι από αφραγκιά, από απληστία.
Ιστορία με όλα τα ποικίλματα και τις αποτζιατούρες
ο Θεός, ο θησαυρός, ο κλέφτης

μια παρτίδα βγαίνοντας να βγάζει όλα τα χούγια
το χέρι είναι κακό, κρύο και ιδρωμένο. Χέρι ερωτευμένου.
Η ώρα κάνει κόνξες, γι'αυτό θα σκοτωθεί
ώσπου να σε ξαναδώ θα πέφτει σαν άτυχος στρατιώτης 

που ζει το τέλος του σαν επίμονο εφιάλτη
θα πέφτει και θα πέφτει
μαζί με το δύσκολο χαρτί
από ένα χέρι που δεν το'βαζε το μάτι σου πως το'λεγε η ψυχή του.

Σταυρός, άγκυρα, καρδιά

DO YOU UNDERSTAND THE VIOLENCE IT TOOK TO BECOME THIS GENTLE?
N Prakash

Στη Γροιλανδική Πρεσβεία ζει ανάμεσα σε όλους τους άλλους η Ανίρλαρτουκ. Η Γροιλανδική Πρεσβεία δεν είναι πρεσβεία, είναι γειτονιά, και αυτό δεν είναι το επίσημό της όνομα, αλλά όλοι εδώ τη λέμε έτσι μισοσοβαρά μισοαστεία. Εκεί είναι οι μεγάλες πολυκατοικίες της κοινωνικής στέγασης, δηλαδή τα μπαούλα που μέσα χώνει το καλό κράτος τους καγιακόνεγρους μαζί με ναφθαλίνη και παρολαυτά όταν θυμάται να τους βγάλει έξω είναι γεμάτοι τρύπες, φαγωμένοι απ'το αλκώλ, τη φυματίωση και την ψώρα. Η Γροιλανδική Πρεσβεία είναι γκέττο. Από την πρόσοψη της πολυκατοικίας της Ανίρλαρτουκ κρέμονται μεγάλα πλακάτ με ζωγραφιές. Κάποια σπουδαία μυαλά με ταγιέρ και κοστουμάκι σε μια μοντέρνα αίθουσα συναντήσεων με αστραφτερό γυάλινο τραπέζι και ψεύτικα βρύα σε κάδρο έκριναν πως κάτι έπρεπε να κόψει τη μιζέρια των κτιρίων. Η ιδέα που επικράτησε ήταν τα μεγάλα πλακάτ με τις ζωγραφιές, να δείχνουν πως κανείς εδώ δεν πιστεύει πως υπάρχουν κατώτερες φυλές, πως η χώρα μας φροντίζει όλους, πως ο κόκκινος ήλιος που βυθίζεται στους παγετώνες εκείνης της ανελέητης γης είναι ένα παιδικό παιχνίδι, πως αντί για τη μαϊμού που δεν ακούει, που δε βλέπει, που δε μιλά, είναι τιμητική η αλλαγή με έναν Γροιλανδό που δεν ακούει, που δε βλέπει, που δε μιλά. Δίπλα στα παράθυρα του διαμερίσματος της Ανίρλαρτουκ κρέμεται το πλακάτ που δείχνει τον προτεσταντικό σταυρό, την άγκυρα και την καρδιά, τις τρεις ιερές αξίες χιασμένες.

Η Ανίρλαρτουκ γεννήθηκε σε έναν μικρό οικισμό που βλέπει στον κόλπο του Μπάφφιν. Κατέβηκε νότια με τη μάνα της που την περνούσε δεκατέσσερα χρόνια. Πριν πεθάνει απ'το ποτό της άφησε μισή ντουζίνα ετεροθαλή αδέρφια, και πριν προλάβει η Ανίρλαρτουκ να μεγαλώσει η ίδια, τα έμπλεξε με κάποιον που της έκανε δυο δικά της παιδιά στα γρήγορα και της μαύριζε τα μάτια. Η καταδίκη βιάζεται να προχωρήσει, από γενιά σε γενιά σαν καταρράχτης. Στα είκοσι ένα είχε υποφέρει αρκετά στην κουρασμένη χώρα της. Ήρθε εδώ να βρει δουλειά. Έκανε δυο χρόνια σε μια τεχνική σχολή, έμεινε άνεργη καιρό, δεν την προτιμούσαν, είχε δύσκολο όνομα, μαύρα μαλλιά και λάθος δέρμα, η κομμούνα την έστελνε εδώ κι εκεί να δουλεύει απλήρωτα σε αδιέξοδες πρακτικές κατά τα συμφωνημένα τα παρασκηνιακά. Άρχισε να συστήνεται Άνι, έκανε τα μαλλιά της χαλαρές μπούκλες στο κομμωτήριο, ζύμωσε τη μούρη της ώσπου εκείνο το σφίξιμο της ταλαιπωρίας γύρω απ'το στόμα έγινε δυο αδιόρατες γραμμές, και τελοσπάντων μ'αυτά και μ'εκείνα τα κατάφερε, βρήκε μια σταθερή δουλειά, ελευθερώθηκε από τη σκυλοτροφή της πρόνοιας και μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα με τρεις Δανέζες στο Νορρεμπρό.

Αυτό δε θα κρατούσε. Η μάνα της Ανίρλαρτουκ της είχε αφήσει κειμήλιο τη χρόνια ηπατίτιδα Β που την έσκαβε σαν φυλακισμένος που σκάβει με ένα κουταλάκι του τσαγιού το πάτωμα του κελιού του. Χτυπήθηκε από οζώδη πολυαρτηρίτιδα, και όταν αρρώστησε, αρρώστησε πολύ, με έναν επίμονο πυρετό που την ξόδευε, το ίδιο της το σώμα έτρωγε τ'αγγεία του όπως οι τερμίτες τρων το ξύλο, το δέρμα χαρτί, οι αρθρώσεις χοντρές σαν πορτοκάλια, άχρηστα πόδια, άχρηστα χέρια. Έχασε όλο το βάρος που την έκανε ενήλικη και ξαναγύρισε στα χρόνια τα παιδικά, ένα ισχνό χλωμό πλάσμα που συνοψιζόταν σε δυο αεικίνητα μάτια, δυο χοντρές σταγόνες μαύρης χολής ανακατεμένης με σπερματσέτο. Γρήγορα την ξεφορτώθηκαν απ'τη δουλειά, γρήγορα ξέμεινε από λεφτά, γρήγορα οι τρεις Δανέζες την ξωπέταξαν απ'το διαμέρισμα στο Νορρεμπρό, γρήγορα η κομμούνα την έκανε πακέτο και την έστειλε στη Γροιλανδική Πρεσβεία, υπήρχε χώρος και γι'αυτήν μες στο μπαούλο.

Μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο, παιγμένη σαν μαριονέττα από κάθε λογής ανίκανους, αλαζόνες, πολύτεκνους, θεούσους, φιλάνθρωπους, αθλητικούς, χοντρούς, πλούσιους, φτωχούς, μετανάστες, ντόπιους, φοβισμένους, θυμωμένους, κουρασμένους, ακούραστους, κοκάκηδες, συντηρητικούς, στωικούς, τεμπέληδες γιατρούς. Μας είχε γνωρίσει όλους, κάθε φάτσα, κάθε λαβή, κάθε ανάσα και κάθε βλέμμα, ώσπου λιώσαμε όπως οι πολλές γεύσεις παγωτό λιώνουν προς μια σκατιά σούπα. Η Ανίρλαρτουκ δε σήμαινε τίποτα για το σύστημα και το σύστημα δε σήμαινε τίποτα γι'αυτήν. Και αν ο Θεός το άφηνε στο σύστημα, η Ανίρλαρτουκ θα πέθαινε χωρίς ν'αφήσει ίχνος, αλλά ο Θεός το άφησε στην Ανίρλαρτουκ, και αυτή κρεμάστηκε απ'τη ζωή με τα δόντια ώσπου άρχισε σιγά σιγά και με όλα τα δηλητήρια στο αίμα να καλυτερεύει, να καλυτερεύει. Το σώμα άρχισε να ξεθυμώνει, τα αγγεία σταμάτησαν την κόντρα, οι αρθρώσεις ξεπρήστηκαν, ο πυρετός υποχώρησε. Έπινε γάλα ανακατεμένο με κρέμα για να αναλάβει, έτρωγε με το ζόρι ό,τι αηδία της έφερνε η γειτόνισσα, εξόν από τις μέρες που ήταν αναίσθητη από το ποτό, τότε δεν ερχόταν για προφανείς λόγους, και η Ανίρλαρτουκ έπινε περισσότερο γάλα ανακατεμένο με κρέμα.

Ένα πρωί περνούσα απ'τις πολυκατοικίες με τα πλακάτ, και από το χαμηλό πρώτο όροφο, δίπλα στη ζωγραφιά με τον προτεσταντικό σταυρό, την άγκυρα και την καρδιά, από το ανοιχτό παράθυρο, με φώναξε μια φωνή βραχνή σαν βατραχίσια: ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα με σφιχτό στόμα και μακριά γυαλιστερά μαλλιά. Κρατούσε ένα τσιγάρο και μια κούπα. 
-Με θυμάσαι;
-Όχι.
-Έλα πάνω, θα με θυμηθείς.

Κοντοστάθηκα για λίγο, προσπαθώντας να θυμηθώ τις φορές που δε γύρισα σπίτι. Όχι. Άρχισα να περπατάω ξανά.
-Κλινική 262. Έλα πάνω, έχω καφέ.
-Ήσουν ασθενής μου;
-Ναι.

Όταν μπήκα στο διαμέρισμα και την είδα από κοντά, με καλωσόρισαν εκείνα τα αεικίνητα μάτια και θυμήθηκα αμέσως. 
-Α-νγκερ-λαρ-τοκ!
Γέλασε ευχαριστημένη που επιβεβαιώθηκε. Την είχα γνωρίσει σκελετό με λίγες ξερές τούφες σαν νεκρό κλεμμένο από τα νησιά των ανθρωποφάγων, τυλιγμένη με το άσπρο σάβανο, τόσο αφυδατωμένη που έκλαιγε χωρίς δάκρυα, να επιστρατεύει όλη της τη δύναμη για να μου σφίγγει το χέρι σ'εκείνο το ζοφερό κρεβάτι του τετράκλινου θαλάμου. Τώρα τα μάγουλά της ήταν στρογγυλά, το δέρμα εύρωστο σαν παγωμένο λάδι, τα μαλλιά πλούσια, κατάμαυρα, σαν ρευστό μολύβι, τα χέρια ήταν όμορφα, τα νύχια αστραφτερά, τώρα τη γνώριζα γυναίκα. Με πήρε αγκαλιά, μύριζε καπνό και πασχαλιά, τι θεραπευτική μυρωδιά, με ταξίδευε αμέσως στο Μούρβικ ένα μαγιάτικο μεσημέρι, μου έλεγε όλα θα πάνε καλά, αν δε φοβόταν αυτή, δεν υπήρχε φόβος στον κόσμο.
-Θα πιεις καφέ;
-Δεν πίνω καφέ.
-Κάτι πιο δυνατό τότε.

Μου σέρβιρε ένα ποτηράκι σναπς, ήταν οχτώ το πρωί, ήμουν χειρουργημένος στο στομάχι. Δεν ήθελα να της εξηγήσω, δεν ήθελα να χάσει το χρόνο της με μένα, ήθελα ν'ακούσω τι είχε να πει, το ήπια μονορούφι και με έκαψε, μικρή τιμωρία, μικρό το κακό. 
-Σε βλέπω από το παράθυρο κάθε πρωί, πού πηγαίνεις;
-Περπατάω.

Το διαμέρισμα ήταν φτωχικό με παρήγορη διακόσμηση. Πάνω από τον καναπέ κρέμονταν μικρές ξύλινες αρκούδες, ένας προτεσταντικός σταυρός, φώκιες, φάλαινες και βάρκες. Είχε φρέσκα λουλούδια σε ένα βάζο με κινέζικο μοτίβ, πλεχτά μαξιλαράκια, κουρτίνες με κεντήματα. Ξεχνούσα πως στο υπόγειο σαράντα διαμερίσματα μοιράζονταν δυο χέστρες, ξεχνούσα πως οι γείτονες σούρωναν, πετούσαν τα μπουκάλια απ'τα κλειστά παράθυρα και έσπαγαν τα τζάμια, ξεχνούσα πού βρισκόμουν, ήταν μια γλυκιά γυάλα, να πήγαινε ο κόσμος να γαμηθεί.

Μου είπε πώς της δώσανε αισίως την αναπηρική σύνταξη, μου είπε για τις φυσιοθεραπείες και τη μαγειρική, μου είπε πως έπαιζε βελάκια στην παμπ "Η λιμανόγατα", μου είπε για το γάλα με την κρέμα. Όταν αποφάσισε πως είπε αρκετά, έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι μου. Έγειρε και με φίλησε. Μισόβγαλε τη μπλούζα της, τραβήχτηκα πίσω έκπληκτος, γέλασε καθησυχαστικά, μου έδειξε ένα τατουάζ καρδιά πάνω στο δεξιό δελτοειδή και την ξανάστρωσε. Σήκωσα το μανίκι και της έδειξα την άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή. Κατέβασε τον ξύλινο σταυρό απ'το ντουβάρι, κόλλησε τον ώμο της στον ώμο μου και έβαλε το σταυρό ανάμεσά μας.
-Όπως στο πλακάτ.
-Όπως στο πλακάτ.

Μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι

Πέρα από τις αμμοθίνες ξαπλώνει ακίνητη η θάλασσα, μελάνι μες στη νύχτα. Προς τα πίσω είναι οι ανοιχτωσιές με τα ανθισμένα ρείκια και το κιτρινωπό χορτάρι, που απλώνονται και απλώνονται ως το τέλος του κόσμου, επίπεδες και ομαλές, αιωνίως αμέτοχες. Σ'αυτόν τον προτεσταντικό παράδεισο, ένας ερημίτης γρύλος προσεύχεται. Καλέ Θεέ, άνοιξέ μου το θώρακα όπως οι πλούσιοι με τα κρεμαστά προγούλια ανοίγουνε το θώρακα των αστακών με ένα κρακ και βγάλε από μέσα το μπόγο σκουλήκια που με τρώνε. Τα αστέρια έπεσαν από τον ουρανό και έγιναν δροσιά. Είναι η ιδανική νύχτα αν θέλεις να σε ακούσει ο Θεός.

Καθόμαστε καταγής στο γυμνωμένο χώμα εμπρός στο knæhus. Η αχυροσκεπή είναι ενωμένη με το ψηλό χορτάρι και η καλύβα είναι μέρος του τοπίου, ένας ψεύτης λόφος. Αν ήμουν αγρότης απ'το Gorlosen που δεν είχε δει σ'όλη τη ζωή του μέρος άλλο απ'την κοιλάδα του Mayenbach, θα έτρεμα σαν φύλλο. Η αρχή της λιμνοθάλασσας του Ringkøbing σημαίνει το τέλος της πάτριας ακτής μου, αλλά έχω ζήσει στη γύρα και δε φοβάμαι. Οι φάτσες που αλλάζουν δεν παύουν να είναι φάτσες φυτεμένες πάνω σε λαιμούς, οι λέξεις που ακούγονται διαφορετικές αναβλύζουν από στόματα φτιαγμένα με την ίδια τεχνική, η άμπωτη και η παλίρροια κόβουν τις ίδιες βόλτες, όλα αυτά τα κυβερνάει ο ίδιος βασιλιάς, κι εγώ κι εσύ είμαστε πάντα τυχοδιώκτες.

Ο γρύλος τελειώνει την προσευχή και τώρα είναι σειρά σου. Σηκώνεις το μπουκάλι προς τα πάνω, πίνεις μερικές γενναίες γουλιές, από κείνες τις γρήγορες που κάνει το ακβαβίτ και φωνάζεις με ζεστή φωνή: Καλέ Θεέ, κάνε αυτό το καλοκαίρι στην καρδιά μου να κρατήσει ώσπου να με ψήσει από μέσα και να γίνω κάρκανο. Ο Θεός γελάει γιατί είσαι μεθυσμένος. Ίσως και να μη σε παίρνει στα σοβαρά. Αλλά εγώ σ'ακούω όλος αυτιά. Η μάνα σου που είναι πιστή και πηγαίνει κάθε Κυριακή σ'εκείνη την εκκλησία στο ένωμα του Μπούα και του Ένα που μέσα έχει τις παλιές ζωγραφιές από την πτώση (utdrivelse), σου έλεγε όταν ήσουν παιδί να προσεύχεσαι πάντα σιγανά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε ο διάολος ακούει.

Το λερό παραθυράκι της καλύβας αφήνει το φεγγαρόφωτο να στάξει στα στρωσίδια. Ένα ξενύχτικο μερμήγκι πεζοπορεί στις τρίχες της κοιλιάς σου, σηκώνεις το χέρι για να το εκτελέσεις, αλλά σε πιάνω με τη μέγγενη απ'τον καρπό. Το μερμήγκι πείθεται να σκαρφαλώσει στο νύχι του αντίχειρα και με το χιτινικό ιπτάμενο χαλί ταξιδεύει ως τα σανίδια του πατώματος. Μου χαμογελάς θολός απ'το ποτό, κουνάς τα δάχτυλα για να σε αφήσω, σ'αφήνω. Mου χαϊδεύεις το μάγουλο προσεχτικά σαν πατέρας που χαϊδεύει ένα νεογέννητο, Πώς γίνεται να μη σ'αγαπάνε όλοι;

Κλείνω τα μάτια. Έχεις χαθεί για τα καλά. Κάτω απ'την αχυροσκεπή θα αγκαλιάσεις έναν άντρα και θα του λύσεις τα δεσμά. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος, ήταν πλάνη, ήταν φιγούρα από φωτιά. Όσο θα καίγεσαι θα λες πως ήταν ο Θεός που σου'κανε το κέφι. Το φεγγάρι είναι θραύσμα από εκείνο το κοχύλι που χτυπήθηκε και χτυπήθηκε στις πέτρες. Μέσα στο σκοτάδι, η ψυχή μου βγαίνει σαν σκιά απ'το κορμί μου και γλιστράει έξω στα ανθισμένα ρείκια. Είναι μια γλυκιά νύχτα, μια νύχτα που ξεκουράζεται η πλάση, μια νύχτα που δεν αρμόζει στα στοιχειά. Τρέχω αθόρυβα πάνω στη μαλακή γη, κρυμμένος απ'τον κόσμο, κρυμμένος και από το Θεό, μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι, τρέχω προς τη θάλασσα, κι όταν περνώ τις τελευταίες αμμοθίνες, το σχήμα μου διαλύεται και γίνομαι μαύρη πνοή που εξαφανίζεται στο μαύρο νερό που παραμένει αρύτιδο γυαλί.

---


Knæhus (esehus)

Τα σανίδια του πατώματος (feat. jizz)













Παλιοδιάβολοι

Σε κάθε σκαλί το αίμα με μια άλλη αραίωσή του, απ'το βέλο το τριανταφυλλί μέχρι το μελάνι της σουπιάς. Έχεις τη βελόνα της πυξίδας στη φτέρνα σαν καρφί, δε θα χαθείς θέλεις δε θέλεις. Ανεβαίνεις κι ας σου κόβεται η ανάσα, κι ας σου τρέμουνε τα γόνατα, θα συνεχίσεις ν'ανεβαίνεις, και σε κάθε σκαλί το αίμα θα σου γνέφει.

Τα σύννεφα κάθονται το ένα πάνω στο άλλο και γίνονται πυργί, κι εκεί στην κορυφή κάθεται θρονιασμένη η μοίρα σου και σε παρακολουθεί. Κι εσύ... εσύ συνεχίζεις ν'ανεβαίνεις, με τον ιδρώτα σαν δαντέλα από λιωμένο κερί.

Όσο προχωράς το αίμα πυκνώνει και παλιώνει και θυμίζει πίσσα ολοένα. Κάθε σκαλί που αφήνεις, το σηκώνει σκόνη ο αέρας και εξαφανίζεται. Δεν έχει γυρισμό. Εμπρός σταλιά σταλιά ξεδιπλώνεται η καταστροφή, αυτό που ξέρεις καλύτερα από καθετί.

Από το πηχτό σκοτάδι από της μάνας σου το μουνί γλίστρησες σαν από λάθος στην ταλαίπωρη γη. Σε είδε ο ήλιος μια μέρα που δε σκόπευε να βγει. Στο στέρνο σου είχες το στόμα μιας σπηλιάς, και μέσα έκρυβες ένα νυχτόβιο θηρίο.

Η γριά μαμή έσμιξε τα φρύδια. Το μύριζε αλλά δε μπορούσε να το δει. Το κτήνος κούρνιαζε στο βάθος. Κανένας δεν είχε τα κότσια να βάλει το χέρι στη σπηλιά. Οι σκιές ήταν δόλιες κι επικίνδυνες. Σ'άφησαν κι έζησες, όχι από έλεος αλλά από ατολμία. Οι δειλοί είναι αυτοί που τρέφουν το κακό.

Μεγαλώνοντας μεγάλωνε και το μυστικό. Τα βράδια που οι αναμάρτητοι κοιμούνταν έβγαινε παγανιά. Με τα δυνατά σαγόνια του άρπαζε και έσκιζε τις αθώες σάρκες και όταν επέστρεφε χορτασμένο είχε στη γούνα του αιμάτινη εσάρπα. Χωνόταν στη σπηλιά λίγο πριν το πρώτο φως. Κι εσύ... εσύ έτριβες μακάριος το στέρνο και άλλαζες πλευρό.

Το κακό ψήλωσε και χόντρυνε τόσο που δε χωρούσε πια μες στη σπηλιά. Ένα χάραμα δεν κατάφερε να χωθεί στη στενεμένη τρύπα. Όταν ξύπνησες το είδες που στεκόταν με τη μουσούδα του κολλημένη στη δικιά σου. Περίμενε υπομονετικά. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Είχε έρθει η ώρα ν'αρχίσει η ανάβαση. Εχτές ήσουν παιδί, σήμερα ήσουν άντρας. Έβαλες τα χέρια σου στο στόμα και σε άνοιξες πέρα πέρα. Το κτήνος σε φόρεσε σαν κάπα.

Δεν υπήρχες και δεν υπήρχε πια. Υπήρχατε μαζί, παλιοδιάβολοι.

die weiche Knie der Pilger

Μέρα 4. Τα αδύναμα γόνατα των προσκυνητών

Das Johannisfeuer springen wir
nicht über. Gott will es so.

Die kurze Nacht, die hohen Flammen,
die kurze Lunte der Lust, die hohen Erwartungen.
Der Preis, den man zahlt für Zauberei,
ist der Heißbrand, den man bekommt, wenn man liebt—
die weichen Knie der Pilger.


--- 

Στις ανοιχτωσιές ετοιμάζουν τα γαϊτανάκια. Παραμονή Μεσοκαλόκαιρου. Από το Ρίμπερσμποργκ φαίνεται η γέφυρα του Όερεσουντ το δόντι του φιδιού. Είναι νωρίς αλλά έχει ήλιο. Οι σανίδες είναι κρύες. Ξεγυμνωνόμαστε βιαστικά και τρέχουμε στο νερό. Είναι πιο κρύο απ'τις σανίδες. Ένας κύκνος κάνει τον ωραίο. Βουτάω ξανά και ξανά και πιάνω τις φυτρωμένες πέτρες του βυθού και τη λεπτή λάσπη ώσπου ζαλίζομαι. Αυτός κάνει απλωτές και ξεφυσάει σαν φώκια. Όταν βγαίνουμε έχουμε τις μικρότερες ψωλές της Σκανδιναβίας και ένας γέρος κάθεται παραδίπλα φορώντας μόνο την πετσέτα του. Καθόμαστε κάτω με τους γυμνούς κώλους και στεγνώνουμε στον ήλιο. Hei, tag et bilde av oss, vil du? λέει ξαφνικά στο γέρο. Ο γέρος απαντάει κάτι στα σουηδικά, αυτός του δίνει το κινητό του, και μας βγάζει δυο φωτογραφίες για καλό και για κακό. Είμαστε φοβερά χαρούμενοι. Τις εγκρίνει. For når jeg er gammel og rynkete som deg. (Για όταν θα είμαι γέρος και ρυτιδιάρης σαν κι εσένα.) Ο γέρος γελάει.

---

Στο σταθμό αναπνέουμε ακόμα τους υδρατμούς της πρωινής βουτιάς. Μου κρατάει το χέρι κοντά στην τσέπη μου, σχεδόν μέσα, και με σφίγγει. Το τραίνο ετοιμάζεται να φύγει, κάνω να φύγω και με σφίγγει πιο πολύ. -Vil du virkelig gå? -Nej. Jeg gider ikke togene uden dig. Τραβιέμαι και ανεβαίνω ενώ σφυρίζει το μπιπ-μπιπ-μπιπ. Τελευταία στιγμή ανεβαίνει κι αυτός. Έχει φρικόρτ όπως οι περισσότεροι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων. Τον βλέπω καχύποπτα, πού έχεις να πας, πονηριάρικο ζωάκι; -Hvor skal du hen? -Frem og tilbake bare. -Ærinde? -Tvert imot.

Κάνει τη διαδρομή μαζί μου μέχρι τη δυτική ακτή. Όταν φτάνουμε, αρχίζει η βροχή που υποσχέθηκαν, πρώτα μαλακή και μετά σεντόνια. Ο σταθμός είναι άδειος όπως πάντα, εδώ έχει ησυχία, είναι η κωλότρυπα της Δανίας, η άκρη του μικρού μας κόσμου. Η κοπελίτσα στο 7-11 ακουμπάει το πηγούνι στον πάγκο. Η Γροιλανδέζα κυρία της καθαριότητας καθαρίζει τα πλακάκια εμπρός από τις τουαλέτες. Κουμπώνω το φωσφορούχο μπουφάν της ναυτιλιακής και φοράω την κουκούλα. Ο ελεγκτής με φιλάει στο στόμα, βγάζει το κουτί με το σνους και ρίχνει μια ματιά στον πίνακα με τα δρομολόγια. Τον αφήνω να στέκεται δίπλα στην παλιά ξύλινη πόρτα του σταθμού, με τα στρωμένα του μαλλιά-πατέ-συκωτιού, πρωταγωνιστής εκείνης της ταινίας του Κάουρισμακι.

---