© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

30 + 6. Α'

---

29.12.

[...]

Της έκλεισα ραντεβού στη Βασίλισσα Λουίζε. Ήταν το μόνο μέρος ανάπαυλας απ'την παρακμή που μπόρεσα να σκεφτώ. Φεύγω από τη δουλειά αργοπορημένος. Όταν φτάνω περιμένει στην πλατεία. Φυσάει έντεκα μποφόρια. Tαχτοποιεί νευρικά τα μαλλιά της. Λέω δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα από τότε που ήμασταν εικοσάρηδες. Την ήξερα καλά, αλλά δεν την ξέρω πια.

Με βλέπει με το ίδιο βλέμμα που με είδε όταν γνωριστήκαμε, με κάποια προσδοκία, συστολή και φόβο μαζί. Νόμιζα πως ήταν στρατηγική (ανάθεμα, ίσως να είναι στρατηγική) για να πατήσει πάνω σ'αυτήν την αντρική πιθηκένια δίψα για επιβεβαίωση, πως ναι, εμπνέεις αυτά που πρέπει να εμπνέει ένας σωστός άντρας. Δεν αισθάνομαι καμιά επιβεβαίωση. Με προκαλεί όπως με προκαλούσε τότε, αλλά τώρα μπορώ να το κρατήσω μυστικό. Παρότι το βλέμμα αυτό έχει τώρα από κάτω του τα εφτά χρόνια εκείνης της περίεργης συμπόρευσής μας, και τα έξι χρόνια που ακολούθησαν, δε μοιάζει να έχει αλλάξει.

Δε μπορώ να καπνίσω μέσα στη Βασίλισσα Λουίζε και μου κοστίζει. Παίρνω μια σόδα. Παίρνει ένα Ρίσλινγκ.

-Was nun?
Μου δίνει ένα δεματάκι. 
-Für dich. Alles Gute. 
-Also, danke.

[...]

---

31.12.

Οι άλλοι δουλεύουν πρωινή βάρδια και είμαι μόνος. Πέρασα τη νύχτα με πονεμένο συκώτι. Κατεβαίνω στο γκαράζ με το μπουφάν, το σώβρακο και τα γερμανικά πέδιλα. Έχει κρύο. Ο γείτονας του ισογείου καπνίζει στο κατώι. Χαιρετιόμαστε. Ξοδεύω ένα μισάωρο ταχτοποιώντας το αμάξι. Ανεβαίνω στο διαμέρισμα παγωμένος, κάνω μπάνιο, χτενίζομαι, φοράω κανονικά ρούχα και φτιάχνω τσάι. Μέτρα ενάντια στη διάλυση. Είναι η ώρα. Στο δέμα έχει ένα τετράδιο με πολυτελές ανάγλυφο εξώφυλλο που είναι αντίγραφο ενός χάρτη του πλανησφαίρου από έναν Ολλανδό χαρτογράφο του 1700. Μέσα στο τετράδιο είναι για σελιδοδείχτης μια πολύ όμορφη φωτογραφία της που είναι τραβηγμένη μαντεύω το περασμένο καλοκαίρι στο εξοχικό της οικογένειάς της στο Τσαρρεντίν. Και φωτοτυπημένα τα εξής του Leśmian, που δεν τον γνώριζα ως σήμερα, το πρώτο παράθεμα με τις σειρές αριθμημένες και σε αντιπαραβολή με το πρωτότυπο, και το δεύτερο από κάποια υποσημείωση γερμανικής μελέτης:

The moon-hook is receding through the air,
impaled upon a chimney in the mist;
a lantern tiptoes up the darkness, where
the street dissolves in murky with a twist.
A crippled, crazy little shoemaker stares
into the nightmare maelstrom while he sews 
a pair of shoes to fit the Lord up there;
His name is Boundless, if you want to know.

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

O God of clouds, o God of morning dew,
an ample hand-made gift for you have I;
you shall not stub your toes against the blue,
nor need to wander barefoot in the sky.
My spirits burning starry flares presage,
sometime within the flood of mist, that God
will always conscientiously be shod
as soon as Shoemaker enters the stage.

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

O God, you've given me a taste of living
which is enough to last me for the road;
forgive me, I'm incapable of giving
You anything but shoes — I'm poor, you know.
But even in the gloom of misery,
I know that life is really nothing but
the act of living, just like stitchery
is merely stitching — so let's live it!

Blessed be the trade
whose creative power
such a shoe hath made
at this silver hour!

/

W mgłach daleczeje sierp księżyca,
 Zatkwiony ostrzem w czub komina,
 Latarnia się na palcach wspina
 W mrok, gdzie już kończy się ulica.
 Obłędny szewczyk — kuternoga
 Szyje, wpatrzony w zmór odmęty,
 Buty na miarę stopy Boga,
 Co mu na imię — Nieobjęty!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

 Boże obłoków, Boże rosy,
 Naści z mej dłoni dar obfity,
 Abyś nie chadzał w niebie bosy
 I stóp nie ranił o błękity!
 Niech duchy, paląc gwiazd pochodnie,
 Powiedzą kiedyś w chmur powodzi,
 Że tam, gdzie na świat szewc przychodzi,
 Bóg przyobuty bywa godnie!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

 Dałeś mi, Boże, kęs istnienia,
 Co mi na całą starczy drogę, —
 Przebacz, że wpośród nędzy cienia
 Nic ci, prócz butów, dać nie mogę.
 W szyciu nic niema, oprócz szycia,
 Więc szyjmy, póki starczy siły!
 W życiu nic niema, oprócz życia,
 Więc żyjmy aż po kres mogiły!

 Błogosławiony trud,
 Z którego twórczej mocy
 Powstaje taki but
 Wśród takiej srebrnej nocy!

***

Mein Leib, hineingezaubert in den Reigen des Seins,
vom Kopf bis Fuß von der Sonne gerührt,
kennt sonderbare Regungen und Reglosigkeiten,
die beim Singen in die Worte übergehen.

Wenn sich der Abend nachts schlafen legt, 
und die purpurrote Trauer mit der Dämmerung eindämmt, 
schlägt Gott, wie ein vom Himmel gestürzter Wasserfall 
in meine Brust, und lässt sie in die Weite erschallen.

---


So dunkel ist keine Nacht, dass Gottes Auge nicht darüber wacht

Το σκάφος στ'ανοιχτά καβάλα στις χαίτες των κυμάτων ή έτσι θέλω να το φαντάζομαι. Μάρτιος στο βόρειο Ατλαντικό, καιρός και το βελούδινο σκοτάδι της χαμηλής νέφωσης. Εδώ τα μυστικά είναι για πάντα: η μόνη γυναίκα του πληρώματος θα πέσει στο νερό και θα εξαφανιστεί μαζί με τις σταγόνες της βροχής. Είχε το τυχερό κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια. Ένας Σπανιόλος την είχε σταματήσει νέα στη Ζυρίχη, την είχε πιάσει από τους ώμους και της είχε πει με μεγάλη σοβαρότητα: Εσύ γεννήθηκες τυχερή! Φαίνεται στα δόντια! Τα είχε όλα. Και; Η σούμα είναι πάντα ίδια. Στην κουκέτα διαβατήρια, βίζες, χαρτούρα και το σημείωμα. Το μπουμπουνητό των μηχανών, οι φάπες του νερού, ο αέρας σε ριπές, φωνές, βιαστικά βήματα στις λαμαρίνες, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Γύρω από το δέντρο της κρεμάλας χορός από σκιές. Αφέγγαρη νύχτα, σε κάνει να νομίζεις πως όλα θα μείνουν για πάντα μυστικά. Μη γελιέσαι. Θα σκάσει το πρώτο φως, θα κρυφτούνε τα στοιχειά, και το γκροτέσκο σκηνικό θα απογυμνωθεί: στη Χ. Άππελς ένας χλωμός καμπούρης εκ γενετής μεσόκοπος αναρτημένος απ'την οξιά με τη γλώσσα πρησμένη σα γλυκοπατάτα να εξέχει στραγγαλισμένη από το μπλαβί στόμα, απροσδιόριστα ζουμιά, το σημείωμα, το πορτοφόλι με το δίπλωμα οδήγησης στην τσέπη και δυο κλειδιά. Τα φύλλα που θροΐζουν, το σούσουρο στα θάμνα, τα νύχια ενός σκυλιού στο χαλίκι, η αγκράφα του λουριού, τα σπορτέξ του αφεντικού του, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Λευκές λάμπες η αιώνια μέρα και μυρωδιά αλοθανίου. Τα χοντρά ντουβάρια του νοσοκομείου δεν αφήνουνε τίποτα να φύγει. Όλα φανερά αλλά μόνο εδώ μέσα. Μια θηλιά από την παροχή του οξυγόνου με το μανίκι της ιδρυματικής στολής. Τα μάτια που γυαλίζουν απ'την κούραση, τα ζεστά χέρια και το γεγονός, ένα κορμί δοκιμασμένο, κρύο με την πλάτη στη λαδομπογιά και τα πόδια ίσα ν'αγγίζουν το μωσαϊκό. Στον καρπό το έντυπο βραχιόλι με τ'όνομα και τον κωδικό. Το φύσημα της παροχής, οι βόμβοι των μόνιτορ, η μακρόσυρτη τσιρίδα του αλάρμ, τα σαμπώ που σπεύδουν πάνω στο ανένδοτο πάτωμα, είναι ο κόσμος που αφήνεις.

-

Ο χρόνος σου είναι αθόρυβος σαν κλέφτης, οι μεγάλες σου χαρές μαζέψανε στο πλύσιμο, τα ασήμαντα μαρτύρια που σε περιπαίζουν είναι σκηνικά από βουβό κινηματογράφο, στέκεσαι μόνος σε ένα άδειο δωμάτιο, η καρδιά σου παίζει τις γνωστές ριπές που προμηνύουν πως θα πέσεις ξερός, άσκηση στις αναχωρήσεις, τη στιγμή που παραιτείσαι απ'την παρτίδα σκέφτεσαι πως κάτι δεν πάει καλά, κι όμως όλα πηγαίνουν σύμφωνα με το θείο πλάνο - τα μυστικά του χειμερινού ηλιοστασίου, η παντοδυναμία της ασθενίας, το πείσμα, τα χείλη σφαλιστά, τη φωνή μου διάολε δε θα σου κάνω τη χάρη να την ακούσεις πάνω στη χασούρα! Ο ζόφος σπάει από το φως αυτών που μένουν πίσω αλλά πολλά είναι καλύτερα να μένουν στο σκοτάδι. Ο Θεός βλέπει αλλά δε μιλά. Λιποθυμάς σα γκομενίτσα και ούτε ένα λεπτό αργότερα έχεις συνέρθει, ίσα να πάρεις μια γεύση απ'το αντικείμενο μελέτης και πίσω στο θρανίο, πίσω και στη βέργα. Ο Θεός σε βλέπει και γελά.

-

Κύκλοι του Μιλάνκοβιτς

Μετά τη φωτιά σηκώθηκε η στάχτη
τα πόδια μέσα σε μάλλινες μπότες σαν γριά 
απ'τα Μπίτολα. Και όλα έγιναν χειμωνιάτικο
απόγευμα σε χωριά που καίνε κωκ.

Στο κελί ξυπνάει μια ζέστη τροπική
η τρύπα για παράθυρο κρατάει τα μυστικά αλλά
αν φέρεις το περίεργο μάτι κοντά στο τζάμι
θα τη δεις

αμέθυστοι σε κάθε κανθό, βροχή στην αλυκή
και γύρω απ'τη μέση της οι κύκλοι του Μιλάνκοβιτς.

Επαγωγή

09.2023 on board Esvagt H.

-Τι σκέφτεσαι όταν τραβάς μαλακία;
-Συνήθως τίποτα.
-Γκόμενες με αχονδροπλασία; Μίτζετ πορν;
-Δεν τραβάω μαλακία πολύ συχνά πια.
-Έλα, πες.

Μερικές φορές σκέφτομαι εσένα. Κοντεύει εικοσαετία - είσαι η πιο ανθεκτική φαντασίωση ως τώρα.
Μερικές φορές σκέφτομαι κάποια άσχετη που είδα στην τηλεόραση. Την κόρη του Μπόνου, για παράδειγμα. Ή την Κάριν Ντ., τη Μάγκυ Τζύλλενχωλ, τη Μάγκυ Τσανγκ. Ή και κάποια που είδα κανονικά. Τη Σάρα, ή τη δεύτερη Όλγα, ή εκείνη τη Φαροέζα που δε θυμάμαι πώς τη λένε. Και αυτό είναι φυσιολογικό, το λέει το κατεστημένο.
Αλλά αυτό που δεν είναι πολύ φυσιολογικό, είναι που τα τελευταία χρόνια ολοένα σκέφτομαι τον Α.
Σκέφτομαι τον τρόπο που κάποιες φορές ξαπλώνει στην πλάτη του στον καναπέ-που-γίνεται-κρεβάτι του, με τραβάει από το μπούτι ή τη ζώνη ή κάτι άλλο ανορθόδοξο, και δεν του φτάνει να είμαι από πάνω του. Læg dig dog. (Ξάπλωσε ντε.) και με τραβάει κι άλλο, ώσπου ξαπλώνω πάνω του σαν να είναι ανθρωπόμορφο στρώμα, και η ανάσα του αλλάζει λίγο από το βάρος μου.
Σκέφτομαι εκείνη την περίεργη αίσθηση, που μοιάζει με την αίσθηση που έχουν τα πράγματα όταν ονειρεύομαι, όταν είμαι μέσα του και η πούτσα του είναι ανάμεσά μας, και είμαι όλος τόσο ζεστός παρά τα φάρμακα, μέχρι και τα μαλλιά μου είναι ζεστά, νιώθω σαν ανθρωπόμορφη θερμάστρα πάνω στο ανθρωπόμορφο στρώμα, και με κρατάει από τα πλευρά, και με κουμαντάρει χωρίς να μιλάει, και κάνω ό,τι μου ζητάει ώσπου να χύσει, και συνεχίζει να με κρατάει ξαπλωμένο, Bliv ved, mand. (Συνέχισε ρε.) και χύνω χωρίς να κουνιέμαι σχεδόν καθόλου, σαν μορμόνος.

Γράφω πολύ για τον Α. γιατί ενώ θέλω να λέω πως είμαι πια συμφιλιωμένος με αυτήν την ιστορία, είναι φανερό πως δε μπορώ να τη χωρέσω. Δεν είναι αδυναμία, αυτό είναι ευφημισμός. Είναι η μεγάλη πληγή. Αυτός ο έρωτας ήταν ένα ύπουλο σημείο καμπής και είναι και το πιο καθοριστικό πράγμα που έχω βιώσει. Με άλλαξε όσο τίποτε άλλο, με ξεγύμνωσε, με έγδαρε και δε μου άφησε ίχνος φλούδας. Ήταν η ενηλικίωσή μου. Μου είχες πει Δε μπορείς να αγαπήσεις. Δεν έχεις την ικανότητα αυτή, το '16, με τη σιγουριά που έχεις όταν ανακοινώνεις τα αποφθέγματά σου σαν σωστή κνίτισσα, πώς να 'ξερες τι ερχόταν; Ήμουν σκληρός και αψύς, ήμουν σαν πετσί. Δε μπορώ να αγαπήσω καθαρά, γιατί δε μπορώ να ξεχωρίσω το σώμα απ'την ψυχή. Αλλά μπορώ να αγαπήσω με όλο μου το αίμα. Ένα θηρίο δυο ή τρεις φορές πιο ψηλό και πιο φαρδύ από μένα, που πετάγεται από εντός μου σαν κύμα δολοφόνος από το πουθενά μια μέρα νηνεμίας. Αρκεί μια φευγαλαία σκέψη για να με συνοψίσει. 

Η ανεστίαστη ματιά που είχα κάποτε, το ευρύ οπτικό πεδίο που αποκάλυπτε πάντα περισσότερα από όσα ήθελα, τραβήχτηκε απότομα τον Απρίλιο του '21 στο MODT. 7. Ήταν το χέρι του Θεού. Ξαφνικά είδα πολύ στενά μα με απίστευτη σαφήνεια, η περιφερική μου όραση θόλωσε και σκοτείνιασε. Ο κόσμος έσβησε στο παρασκήνιο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά αυτός, και εκείνη η βελονότρυπα μέσα από την οποία έβλεπα μου έδειξε ακριβώς ό,τι χρειαζότανε να δω.

///

Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και ραίνει με ευλογίες. Η ομορφιά του κόσμου είναι στο δυϊσμό. Χωρίς αντιθέσεις το μάτι είναι τυφλό. Η πίστη φαίνεται δίπλα στην απιστία. Το χέρι του Θεού φυτρώνει από ψηλά και γίνεται δρεπάνι. Η χάμσα, η προστασία απ'το κακό. Το σκοτάδι αναβλύζει απ'το σώμα, το κακό είναι μέσα σου. Το παραμύθι που σε κάνει να κρατιέσαι με ό,τι έχεις, η φτηνή ελπίδα πως η ρόδα κάποτε θα σταματήσει να γυρίζει. Τα νύχια σου ξηλωμένα και μπηγμένα στο μαλακό χώμα, το χαρτάκι είναι στημένο έτσι ώστε να μη βγαίνει ποτέ ή έτσι λες. Τίποτα εκεί έξω δε μπορεί να σε θεραπεύσει, αλλά θα περάσεις τη ζωή σου γυρεύοντας. Είναι μοναχικό ταξίδι. Ο θάνατος είναι παιχνίδι για έναν.

Το χέρι του Θεού. Εκείνη η φωνή που χαϊδεύει το κεφάλι από μέσα, ένα κέρμα που πέφτει στο πηγάδι για ευχή. Ξυπνάς κι ό,τι σε πονάει είναι εκεί. Δεν υπάρχει λόγος για εντολές. Ξέρεις πότε ξεστρατίζεις. Ο ουρανός πλαταίνει όσο απομακρύνεσαι από τον ισημερινό. Ο αέρας αλλάζει, το νερό. Το αίμα ταξιδεύει πίσω από τους αμφιβληστροειδείς και η μέρα διαδέχεται τη νύχτα στο σφυγμό. Η αμαρτία και η τιμωρία παίζονται ταυτόχρονα. Το αθώο διάστημα της πέμπτης καθαρής, ένα ντο-σολ. Το φθίνον σώμα, το χώμα που υποχωρεί, οι βίαιες εναλλαγές από πλήμμη σε ρηχία, τίποτα δεν είναι φτιαγμένο για να αντέξει τέτοια εύρη. Από τη μια μεριά η τύχη και από την άλλη το στρατήγημα. Το χέρι του Θεού θα δέσει και θα λύσει. Δεν είναι μοιρολατρεία, είναι μια μαχαιριά που έρχεται λοξά. Οι φόβοι σου θα κρύβονται για πάντα στ'ανοιχτά. Οι εφιάλτες δεν περιμένουν να κοιμηθείς για να σε βρουν. Ο κόσμος είναι απλός, βουτιά στα άσπρα μαύρα. Να είσαι έτοιμος να λυγίσεις, να είσαι έτοιμος να σπάσεις. Το χέρι του Θεού δείχνει πού θα βρεις αυτό που ψάχνεις. 

-

Αγαπημένε μου Άλμπερτ.




-



Kahlil Gibran


Balfour vs. דאיקייט

Οι Εγγλέζοι είχαν ιστορικά κλίση στο παιχνίδι της αποικιοκρατίας. Σαν ένας Μίδας της σκακιέρας είναι φοβερή ικανότητα να μετατρέπεις ό,τι αγγίζεις σε πιόνια. Ό,τι δεν ήταν Ευρώπη, ήταν για τους δυτικούς terre sauvage. Και αν έπαιξαν! Με την ψυχή τους. Εμείς από την άλλη είχαμε ιστορικά ροπή στη μετανάστευση, και αυτό δεν είναι και κανένα αξιοθαύμαστο ταλέντο. Ο σιωνισμός εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί δυο μέτωπα και κάτι: αυτούς που δε γουστάρουν τους εβραίους στην αυλή τους, τους ματαιόδοξους εβραίους και τους ουτοπιστές σαν υποσημείωση. Η λαμπρή ιδέα μιας πατρίδας για τους εβραίους ήταν ισοδύναμη με το να φυτρώνουν οι αποικιοκράτες ένα τρίτο χέρι, το οποίο θα γινόταν τόσο μακρύ, ώστε να τους χώσει ως τον αγκώνα στις δίπλες της μέσης Ανατολής, την οποία είχαν κάθε επιθυμία να μοχλεύσουν. Για τους σιωνιστές ήταν δικαίωση. Ο Χερτσλ γεννήθηκε στην Αυστριακή Αυτοκρατορία και πέθανε στην Αυστρουγγαρία. Πέθανε εβραίος αλλά όχι Ισραηλινός.

Είχε παρατηρήσει εύστοχα πως όπου μαζευόμαστε, εμφανίζονται διώκτες. Δεν ήταν παρανοϊκή καχυποψία. Είμαστε εργατικοί και όχι ηλίθιοι. Είμαστε κλειστοί και καθώς λίγοι, συχνά διαφορετικοί. Μέναμε αφοσιωμένοι στη διαφορετικότητά μας, ενίοτε με μια πεποίθηση ανωτερότητας. Δε θέλει περισσότερα για να εκλυθεί το μίσος. Η κοινωνία αρρωσταίνει από την φυσική τάξη των πραγμάτων, φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στα παιδιά μιας σχολικής τάξης: ο πιο χοντρός ή ο πιο μυταρόλας ή ο αλλήθωρος, όλοι αυτοί πρέπει να τιμωρηθούν για τη διαφορετικότητά τους. Όταν ο Θρασύβουλος ο Μιλήσιος έκοβε τους πιο ψηλούς βλαστούς του σιταριού, κάπου ένα παιδί ησύχαζε ικανοποιημένο. Είναι το ΥΦΑΣΜΑ του ανθρώπου. Από αυτήν την πραγματικότητα, ο Χερτσλ ονειρεύτηκε ένα μέρος όπου θα ήμασταν εμείς τα αφεντικά. Μια επανόρθωση. Και ανοίγοντας τα ιερά βιβλία, βρίσκει κανείς και το μέρος, βγαλμένο από τα παραμύθια, όπως αρμόζει σε μια φαντασίωση. Ένας κουβάς με εβραίικο αίμα, καλά καπακωμένος, που να μη χρειάζεται να εκτεθεί στις τραυματικές καταστάσεις που συνοδεύουν τις μεγάλες διαφορές εντροπίας.

Η ένσταση σ'αυτό το όνειρο θερινής νυκτός είναι η *דאיקייט, το να είσαι εδώ, που γεννήθηκε από την εργατική εβραϊκή ένωση (אלגעמיינער יידישער ארבעטער בונד אין), αρκετά πριν αρχίσουν οι φρίκες του Β' ΠΠ. Το να είσαι εδώ, να δουλέψεις για να στρώσεις τα πράγματα όπου βρίσκεσαι, αντί να σηκωθείς ακόμη μια φορά και να φύγεις. Είναι η εξύψωση της Διασποράς. Η εναντίωση στο σιωνισμό δεν ήταν ανέκαθεν αντιεβραϊκό "προνόμιο". Υπήρχαν και υπάρχουν εβραίοι που δεν ασπάστηκαν τις κατευθυνόμενες υλοποιήσεις της φαντασίωσης του Χερτσλ. Ο Χερτσλ είναι συνεκδοχή. Πίσω από τον Χερτσλ είναι όλοι οι κατατρεγμένοι εβραίοι της Διασποράς, όλα τα κυνηγητά και όλες οι φυγές, ο κατακερματισμός και οι δυσκολίες μιας κουλτούρας με μακρά ιστορία, είμαστε όλοι εμείς, ξεκινώντας από τα αναθεματισμένα βιβλία, ξεκινώντας από έναν περίτεχνο μύθο. Οι συνθήκες έκατσαν στο κεφάλι αυτής της μυθοπλασίας σαν σκούφος. Η דאיקייט ξεθώριασε, καθώς η μπογιά του Ισραήλ άρχισε σιγά σιγά να ποτίζει και εκείνο το πανί, όχι αδικαιολόγητα, αφενός γιατί το ήθελαν εξ αρχής πολλοί, εβραίοι και μη, η κάθε πλευρά για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς, και αφετέρου γιατί η πληγή που χαίνει από το Ολοκαύτωμα έσπειρε μια άλλη επιφυλακή μέσα σε κάθε εβραίο. Είναι ένα τραύμα που δεν περιορίστηκε στους επιβιώσαντες, οι οποίοι σταδιακά εκλείπουν. Είναι ένα τραύμα κληρονομικό. Τα συμβάντα εκείνα καθόρισαν τον τρόπο που γαλουχήθηκε η κάθε επόμενη εβραϊκή γενιά. Θέλει σιδερένια ραχοκοκκαλιά για να μείνεις Γερμανός στην ίδια Γερμανία δίπλα στους ίδιους γείτονες που αγκάλιασαν το ναζισμό, ή να γυρίσεις από την κόλαση για να βρεις τα υπάρχοντά σου εξαφανισμένα από τα όρνια που έμειναν πίσω. Θέλει ελαστική υπερηφάνεια για να συνυπάρχεις με το χτυκιό των αρνητών. Είναι μια τελετή ενηλικίωσης. Η αποδοχή του να είσαι άπατρις τῇ καρδίᾳ. Η ασυγκινησία. Απαιτεί κάποια ωριμότητα να διαχωρίσεις την πολιτιστική από τη θρησκευτική και από την εθνική σου ταυτότητα. Πόσω μάλλον να αποκτήσεις ταυτότητα απογαλακτισμένη από αυτόν τον αρχαίο τρικέφαλο βραχνά. 

Αυτό το πλοίο έχει σαλπάρει για πολλούς, η דאיקייט.  Το Ισραήλ είναι γεγονός, ξεπήδησε από παλιές αράδες, από τα νύχια των πολιτικών, των διπλωματών και του πιστού λομπίστα, από τα νύχια κάθε ασήμαντου εβραίου που πέρασε κάποιο βράδυ ακούγοντας τις ειδήσεις σε άλλη γλώσσα απ'αυτήν που σκεφτόταν. Όλοι μαζί έπαιξαν με τα εβραίικα ψήγματα που είχαν μείνει από χιλιάδες χρόνια στην πολύπαθη περιοχή σαν να ήταν ψίχουλα στο τραπεζομάντηλο, έπαιξαν με τους μουσουλμάνους, έπαιξαν με τους εβραίους της Διασποράς, έπαιξαν με την ψυχή τους, και κάπως έτσι το Ισραήλ έγινε αιχμή. Ο Γιούσεφ αλ-Χαλίντι, κάποτε δήμαρχος της Ιερουσαλήμ, έγραφε στον Χερτσλ ως αδερφός του. Ο σιωνισμός ήταν ευγενής σκέψη και δίκαιη. Αλλά το να αναστηθούν τα αρχαία φαντάσματα στα πάτρια χώματά τους δε θα ήταν εφικτό παρά μόνο με κανόνια και πολεμικά πλοία. Στα γράμματά του φαίνεται μια απόπειρα να εμπνεύσει σύνεση. Τώρα η Διασπορά έχει άλλο χαρακτήρα, με ένα μαλακό αχυρένιο υπόστρωμα, τη γνώση πως η αλιγιά (και το Ισραήλ) είναι εκεί και σε περιμένει, αρκεί να το θελήσεις. Ο ραββίνος Β. Β. που γεννήθηκε και μεγάλωσε Αμερικάνος στη Βαλτιμόρη, έκανε την αλιγιά και τώρα ζει στο Ισραήλ. Μιλάει γίντις και εβραϊκά, όλα με αμερικάνικη προφορά, κυρίως μιλάει αμερικάνικα αγγλικά. Η κόρη του επιστρατεύτηκε στη Δυτική Όχθη και ο γιος του στη Γάζα. Οι μέρες του ξοδεύονται σε προσευχές για να γυρίσουν τα παιδιά του σπίτι ζωντανά και ιδανικά, ολόκληρα. Ο ραββίνος Β. Β. αισθάνεται και εβραίος και Ισραηλινός. Ζει το όνειρο του Χερτσλ;

Κάτω από όλα τα στρώματα του πολιτισμού και των ιδεών, βρίσκω ξανά και ξανά κατασκευασμένα, ανώφελα παιχνίδια με τις λέξεις. Η πίστη, η θρησκεία, τα ιερά βιβλία, η γλώσσα, το γιάρμουλκε και το χιτζάμπ, τα σύνορα και τα χαρτιά. Όλα τόσο τιποτένια κι όμως τόσο ακριβά, που πληρώνονται με αίμα. Ο άνθρωπος εξαντλεί ενδελεχώς τη δημιουργικότητά του στο να εφευρίσκει τρόπους να φέρει δυστυχία. Ο άνθρωπος είναι πολύ δεινός δημιουργός δυστυχίας. Πράγμα τόσο περίεργο, αφού η ίδια η κλωστή της ζωής είναι πλεγμένη με δυστυχία. Βλέπω με τη διαχρονική εβραίικη ανωτερότητα, κοιτώντας μέσα από άθρησκα μάτια αλλά εβραίικα παρολαυτά. Πιθανώς να είναι αυταπάτη. Δεν αποκλείεται να αγνοώ κάτι σημαντικό μέσα στις έννοιες της αρετής, μέσα στα σύμβολα, στις περούκες των Χασιδίμ, στις μεζουζότ δίπλα στην πόρτα, στα σαζάζιτ, στα κρυμμένα βυζιά, στους ραββίνους, τους παπάδες και τους ιμάμηδες, στην αβασάνιστη παιδοποιία, στους ύμνους και στις προσευχές, στα πολλά πρόσωπα των πολλών μοναδικών θεών, στις πολλές σπάνιες αλήθειες, κάθε μια από τις οποίες είναι ο μόνος δρόμος... αλλά αυτήν την τιμή αρνούμαι να την πληρώσω.

Επιμένω στη דאיקייט. Η φύση μου είναι τέτοια, είμαι παιδί της Διασποράς. Ούτε αλιγιά ούτε γεριντά δεν υπάρχει για μένα. Αλλά αν οι περισσότεροι συμφωνούσαν με τέτοιες προβληματικές απόψεις, η ιστορία θα ήταν κοντή και βαρετή, χωρίς δόξες και ηρωισμούς.


*doikayt

Σκόνταψες, ε και;

 Maybe
there is no love on earth
except the one we imagine

A A S Esber

31.07

Στη μικρή εσωτερική καμπίνα με το εξεταστικό κρεβάτι κάθεται κάποιος που μασάει τα δόντια του. Μια σταγόνα ξένο αίμα στο ντουβαράκι. Η βιδωμένη λάμπα με το βραχίονα που κουμπώνει, το δεμένο καρεκλί, ο μόνιμος θόρυβος του μηχανοστασίου που πνίγει τη φασαρία μέσα στο κρανίο. Τρίβω το μουστάκι, βλέπω τη σκιά μου και τη βάτο πάνω στους ώμους μου στο ντουβαράκι. Ξέχασα τη χτένα στα αποδυτήρια στο λιμάνι, έχω να στρωθώ απ'την Πέμπτη, και είναι Κυριακή, αλλά δε βρισκόμαστε πια στα περασμένα χρόνια εκείνης της σεβάσμιας τυπολατρείας. Ακούω τα δόντια του Πολωνού που τρίβονται και τρίβονται γρέζι προς γρέζι, ακούω τις μηχανές, ακούω την ανάσα μου, τα εργαλεία από τα χέρια μου στο νεφροειδές και πίσω στα χέρια μου, τα δόντια του Πολωνού. Θέλω να δω τσιμέντο. -Θα δούμε όλοι τσιμέντο αύριο. -Παντού τσιμέντο! Οι κήποι και τα γκαζόνια είναι πεταμένα λεφτά. Το τσιμέντο το πλένεις με το πιεστικό μια φορά το χρόνο και έχει καθαρίσει. Ούτε ζωΰφια ούτε λάσπες ούτε μαλακίες. Θέλω να δω τσιμέντο, να σου γαμήσω!

Στη μικρή εσωτερική καμπίνα με το εξεταστικό κρεβάτι. Καμιά σταγόνα ξένο αίμα, έχω κάνει πάστρα. Η βιδωμένη λάμπα με το βραχίονα που κουμπώνει σβηστή, ξημερώνει Δευτέρα, το τσιμέντο έρχεται, αλλά όχι τόσο μπρουταλιστικό ώστε να καυλώσει ο Πολωνός. Σκέφτομαι το Λαρς που τρύπωσε στα ΤΕΠ πριν τρία χρόνια, ρούφηξε όσο νοσοκομειακό οινόπνευμα βρήκε και τα τίναξε στο πάτωμα του διαδρόμου του τμήματος 1. Την περασμένη βδομάδα χτύπησε το αλάρμ για ανακοπή, και όταν έφτασα στο τμήμα 1, είδα μια ξερακιανή γριά που έμοιαζε με μάγισσα πεσμένη στο πάτωμα του διαδρόμου, εκεί που τα είχε τινάξει ο Λαρς. Είχε σκουπίσει το οινόπνευμα από όλους τους γύρω θαλάμους αλλά δεν τα είχε τινάξει ακόμα. Τη διασωλήνωσα απρόθυμα και ανέβηκε στη ΜΕΘ όπου κείτεται με σηψαιμία από πνευμονία εξ εισροφήσεως. Το τι έκανα εγώ και όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι δεν έχει σημασία. Δεν έχει έρθει η ώρα της. Τα πας πιο καλά με τη μοίρα αν είσαι μοιρολάτρης. Πάνω στο σκοτάδι της νύχτας πέφτει ένα μαύρο πυκνότερο, σέρνεται σαν κουβέρτα, σαν πέπλο. Πάνω στο αχτένιστο κεφάλι μου πέφτει σαν πάχνη η ανάσα του και ραίνει τις τρίχες με τρίμμα από χιόνι. Το κρύο είναι βαρύ σαν αμόνι και με ρίχνει στα γόνατα.

Έξι χρόνια πριν μια καλοκαιρινή Δευτέρα σαν κι αυτήν έπεσε η ίδια πάχνη στο αχτένιστο κεφάλι μου, και εκείνα τα ελαφριά κρύσταλλα από σκόνη κατρακύλησαν στο σβέρκο μου. Περίμενα να αλλάξει ο κόσμος, περίμενα να εξαφανιστώ. Στάθηκα προσοχή, πρόσκοπος με Κόκα Κόλα σφηνωμένη στον καβάλο και γύρω μια αόρατη ομήγυρη γελούσε. Έπειτα ένας χαζός κρότος με έστειλε κάτω στις σκάλες. Όταν έπιασα το κεφάλι και το σβέρκο μου ήταν παγωμένα και σκληρά, σαν να τα είχε τρυπήσει αστροπελέκι φτιαγμένο από χειμώνα. Ήταν η μοίρα που με κλώτσησε στ'αρχίδια, μ'άρπαξε απ'τα μαλλιά και μου'σπρωξε το κεφάλι κάτω. Δεν είναι ώρα καριολάκο. Δεν ήταν ώρα, μα το θέλησα πολύ. H παροδική ισχαιμία με έσπασε στα ευπαθή σημεία. Το οστό αρχίζει να επουλώνεται μαλακό. Ενίοτε περνάνε μήνες ώσπου να γίνει σχεδόν όπως πριν -ποτέ ακριβώς όπως πριν. Η δυστυχία είναι καλό ζουμί, ταιριάζει με το αίμα. Φεύγω, αλλά όχι κυνηγημένος.


https://basslauf.blogspot.com/2017/07/

Ο ελεγκτής

Η ίδια ιστορία ξανά και ξανά και ξανά
όπως οι μέρες γίνονται νύχτες και πάλι μέρες.

Έξω από το ρεγκιονάλ στέκεται ένας ελεγκτής. Στη διπλανή αποβάθρα κάνει τη μοναδική του στάση το τραίνο αστραπή. Ένας επιβάτης κατεβαίνει, διασχίζει το τσιμέντο, κοιτάζει το μπιλιέτο του και ανεβαίνει στο ρεγκιονάλ. Ο ελεγκτής τον ακολουθεί, ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί, γυρνάει το κλειδί του στη μια και στην άλλη ασφάλεια. Δίπλα στις ασφάλειες αναβοσβήνουν τετράγωνα λαμπιά. Αυτό πυροδοτεί την κόρνα της ειδοποίησης. Τη στιγμή που τελειώνει ο ήχος, ο ελεγκτής δρασκελίζει τα δυο σκαλιά που μένουν. Οι πόρτες κλείνουν.

Ο επιβάτης κάθεται στη θέση του διαδρόμου απέναντι από το μικρό κουπέ του ελεγκτή. Ο ελεγκτής λέει στον άδειο διάδρομο nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος. Είναι Νορβηγός, τον δίνει η προφορά. Ο επιβάτης τείνει το μπιλιέτο. Ο ελεγκτής κόβει δεύτερη τρύπα στη γωνία και χάνεται στα πίσω βαγόνια.

Είναι μια μέρα σαν βγαλμένη από τον κουβά της νοσταλγίας. Όνειρο που μισοθυμάσαι όταν ξυπνάς ένα ήσυχο πρωί. Μαλακή λιακάδα, αεράκι, αγριολούλουδα στα χωράφια που είναι σε αγρανάπαυση, μια ελαφίνα τρέχει στο λιβάδι με τα δυο μικρά της, όλα χάνονται γρήγορα, όλα μένουν πίσω, το ρεγκιονάλ φεύγει δυτικά. Ο επιβάτης επιστρέφει. Στα αχτένιστα μαλλιά και στο τσαλακωμένο πουκάμισο δεν υπάρχει καμία προσδοκία.

Ο ελεγκτής εμφανίζεται ξανά. Κάθεται στο μικρό κουπέ. Ρίχνει μια ματιά στον επιβάτη, ο επιβάτης ρίχνει μια ματιά στον ελεγκτή. Ένα ζευγάρι φωτεινά γαλάζια μάτια και ένα ζευγάρι σκοτεινά, μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής τραβάει τη συρόμενη πόρτα να ανοίξει εντελώς. Στο τραπεζάκι του μικρού κουπέ ξαπλώνει ένα κουτί σνους και ένα μπουκάλι νερό. Αφήνει τα μαραφέτια τα ελεγκτικά και βγάζει να χαζέψει το κινητό του. Ο επιβάτης χαζεύει το δικό του. Ο ένας βλέπει τον κατάλογο του μαγαζιού με ηλεκτρολογικά. Ο άλλος διαβάζει τα νέα από την Κοζμοπόλ.

Ξαφνικά ο επιβάτης αφήνει το κινητό στο μπούτι και μένει ακίνητος, όπως τα άγρια ζώα στο δάσος όταν παίρνουν πρέφα τον παρατηρητή. Σηκώνει το κεφάλι, ο ελεγκτής είναι που τον βλέπει. Έχει τη μουσούδα πονηρού ζώου. Βγάζει το τζόκεϋ. Τα μαλλιά του κάθονται πειθαρχημένα χτενισμένα πίσω, πάστα από κάστανο. Τα στρώνει παρολαυτά.

Πλησιάζει ο επόμενος σταθμός. Ο ελεγκτής θα σηκωθεί, θα βάλει το κλειδί στις ασφάλειες της πόρτας, θα κατέβει δίπλα στο τραίνο, θα χαιρετήσει κάποιον από το προσωπικό της καθαριότητας, θα περιμένει. Το τραίνο θα ξεκινήσει πάλι, ο ελεγκτής θα κάνει τη γύρα λέγοντας nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος και θα επιστρέψει στο κουπέ.

Θα σπρώξει τη συρόμενη πόρτα ανοιχτή, θα πάρει το κινητό στο χέρι αλλά θα τον απασχολεί ο επιβάτης. Το τραίνο ακολουθεί την κλίση των γραμμών και η πόρτα σέρνεται μισόκλειστη. Η σιλουέττα του ελεγκτή ξεχωρίζει από τις ρίγες στο τζάμι. Φαίνεται το χέρι του που ανοίγει το κουτί του σνους, παίρνει ένα πουγκάκι, το ζουλάει αφηρημένα, το φέρνει στο στόμα. Τα δάχτυλά του είναι λιγνά και μακρυά. Η πόρτα ξανανοίγει. Ο ελεγκτής λέει Så? με μεγάλο ερωτηματικό στο τέλος.

-Hva?
-Er du norsk?
-Nej. Hvor er du fra?
-Budal. Trondheim.
-Nå.
-Men du taler norsk?
-Det gjør jeg også. Du har vakre fingre.
-Takk. Du har vakre øyne.

Ο ελεγκτής έχει ένα ταττουάζ περιστέρι στο δεξιό τρικέφαλο, που το κρύβει το κοντό μανίκι της στολής. Ο επιβάτης έχει ένα ταττουάζ άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή και ένα θυρεό στη νεφραμιά. Στα μαλλιά του ελεγκτή κάθεται ο ζελές κι όμως είναι μαλακά. Τα μαλλιά του επιβάτη κάνουν μπούκλες εδώ κι εκεί αλλά είναι αδρά. Η μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής φιλάει απαλά, ο επιβάτης δαγκώνει πιο πολύ παρά φιλά. Ο ελεγκτής ιδρώνει εύκολα και πολύ, ο επιβάτης είναι κρύος σαν νεκρός.

Στο μικρό διαμέρισμα στο Κόλινγκ που μύριζε χώμα και υγρασία από τις γλάστρες, έβαλα την καπότα βιαστικά ενώ ο Νορβηγός με κάρφωνε με το βλέμμα, έφτυσα και ετοιμάστηκα να τον πονέσω, πάντα ήμουν έτσι στην αρχή, απότομος, ανυπόμονος, θυμωμένος σχεδόν, αλλά όταν τον τράβηξα κοντά μου και έβαλα το χέρι μου στον ώμο του, κάτι με σταμάτησε. Χάιδεψα το δέρμα του, λεπτό, κάπως σκούρο, τόσο ομαλό, χάιδεψα το λαιμό του, ψηλάφισα τον κρικοειδή, έπιασα το αίμα του που ταξίδευε βιαστικό στην καρωτίδα, και έγινα ξανά προσκυνητής, τι φοβερό δώρο, το μόνο φως ανάμεσα στα δυο σκοτάδια που αφορίζουν τη ζωή, ο Θεός με έπιασε πάλι απ'το σβέρκο, το φρένο δούλεψε καλά.

-

There was a boy
a very strange enchanted boy
they say he wandered very far
very far
over land and sea
a little shy
and sad of eye
but very wise was he
and then one day
one magic day he passed my way
and while we spoken of many things
fools and kings
this he said to me
the greatest thing
you'll ever learn
is just to love
and be loved in return.

Ribes uva-crispa

Φτάνω στο Φλένσμπουργκ αργά το απόγευμα. Βρίσκω πάρκην μπροστά στην προμενάντε. Ο Ε., μόνιμος κάτοικος της περιοχής άστεγος και πολύ σοφιστικέ, κάθεται με περιποιημένη την άσπρη κοτσίδα και καλοξυρισμένος όπως πάντα στο κόκκινο στράντκορμπ πίσω απ'το θάμνο. Το ποδήλατό του φορτωμένο με την περιουσία του σαν μικρό βουνό στέκεται δίπλα. Στο διαμέρισμα δεν είναι κανείς. Μυρίζει λαδομελάνια και καπνό. Ανοίγω τα παράθυρα πίσω μπρος για Stoßlüften, έχει ζέστη, το διαμέρισμα έχει φάτσα δυτικά και ψήνεται. Από τη μαρίνα ακούγεται το μικρό κουδούνισμα των ιστιοφόρων στην αύρα. Ξεφορτώνω ένα μισόκιλο χαρτοπεριέκτη λαγοκέρασα από τη σάκα μου. Έχουν ιδρώσει λίγο μέσα στη σακούλα. Τα βάζω σε ένα μπωλ να κολυμπήσουν σε ξύδι και νερό. Στο ψυγείο κάτω από κόκκινες πιπεριές και μοσχολέμονα ξαπλώνουν δυο Ντιτμάρσερ Μποκ. Κάθομαι στο μπαλκονάκι γυμνός απ'τη μέση και πάνω σαν συνταξιούχος, χαζεύω το δρόμο, τα πλεούμενα που έρχονται και φεύγουν αθόρυβα στο φιορδ, τα μαυροπούλια που τραγουδάνε δυνατά αυτήν την εποχή. Είναι η καλή μεριά της καλής μεριάς της πόλης, καθωσπρέπει γύρω από τη ναυτική ακαδημία και το άλσος του Όσμπεκταλ, με αρχιτεκτονικά γραφεία, ψηλοτάβανα κομμωτήρια, ακριβά διαμερίσματα και διακριτικά μπαρ, όλα ταχτοποιημένα και πολύ γερμανικά, σε αντίθεση με δυο τρία χιλιόμετρα προς τα πίσω, που όλα είναι χαοτικά και πολύ γερμανικά, με γκράφιττι και αφίσες για τα Κακά Παιδιά και την επόμενη έκθεση ερωτικών παιχνιδιών. Δεν έχω δουλέψει ποτέ στο Φλένσμπουργκ, αυτό κρατάει την πόλη άσπιλη. Όταν σουρουπώνει παίρνω τη μισοτελειωμένη μπύρα στο κομοδίνο και ξαπλώνω, με πλάνο να σηκωθώ σε κανένα μισάωρο και να εξέλθω, αλλά συνεχίζεται το μοτίβο του συνταξιούχου και τελικά φτάνει το πρωί. Με ξυπνάει ο Μ. που αφήνει τα κλειδιά επί τούτου με θόρυβο στο κομοδίνο της μεριάς μου.
-Τι έγινε αρχίδι; Σου'δωσε άδεια το χαρέμι;
-Πού ήσουνα γερομπινέ; Στης Κουασιμόδας;
-Ναι, σχεδόν το κάναμε.
Δε ρωτάω περαιτέρω. Τον έχω ακούσει να ξεστομίζει την ίδια φράση από τότε που ήμασταν έφηβοι, πάντα κάπως απολογητικά, λες και θα με απογοητεύσει που δε γάμησε την εκάστοτε γκόμενα. Δεν του σηκώνεται πάντα, είναι διαχρονικό φαινόμενο. Ο άνετος, εξωστρεφής, κάπως παράξενος γόης με τα ζεστά καστανά μάτια και τα ηλίθια αστεία, κι όμως με μια κρυφή αναστολή.

Ξεντύνεται ως το σώβρακο, στρίβει τσιγάρο, πηγαίνει στην κουζίνα, Haach, Prima! Stachelbeeren, bitch! Επιστρέφει με μια χούφτα λαγοκέρασα. Πίνει μια γουλιά απ'τη χτεσινή μπύρα, μισοξαπλώνει στη μεριά του με το τασάκι κινέζικη κούπα, ανάβει το τσιγάρο. Ξύνει το βυζί που έχει τη ροζέττα, επισκοπεί το μπανταρισμένο μου δάχτυλο. Τρώει και καπνίζει. Έχει σακούλες κάτω από τα μάτια που μοιάζουν με ταϋλανδέζικες γαρίδες, αλλά τα μάγουλά του είναι φράπα. Μου ζουλάει το στομάχι και στάχτες πέφτουν στο σεντόνι.
-Αδυνάτισες. ("Du hast abgespeckt.")
-Η μάνα σου μου τρώει το φαΐ.
Μου ρίχνει μπουνιά στον ώμο. Ζητάει τη μπύρα, πίνει και χώνει άλλο ένα λαγοκέρασο στο στόμα. Μου προσφέρει, νεύω όχι. Είναι θεόξινα, μου φέρνουν δάκρυα. Έχουμε πει τα πάντα ήδη στο τηλέφωνο και στις λοιπές τηλεπικοινωνίες αλλά θα τα περάσουμε όλα δεύτερο και τρίτο χέρι. Από τότε που γνώρισε την Κουασιμόδα δεν είναι τόσο τσιτωμένος. Η Κουασιμόδα, κατά κόσμον Μαγκνταλένα, έχει μια συγγενή ημιπληγία, που φαίνεται πιο πολύ στη μισή της μούρη. Το χέρι και το πόδι τα έχει προπονήσει και αν δεν είσαι ψυλλιασμένος δεν το παίρνεις είδηση, η μούρη της όμως είναι στραβή. Αυτή η εκ γενετής ατυχία ρυθμίζει τις προσδοκίες της: είναι σε σχέση με το Μ. από τον περασμένο Σεπτέμβρη και τον δέχεται όπως είναι και με όλα αυτά που έχει κρυμμένα κάτω απ'το χαλί, χωρίς σκηνές και δράματα. Παρότι τη λέμε Κουασιμόδα μεταξύ μας, είναι ομορφούλα, με μικρά τροφαντά χείλια, σταχτόξανθα μαλλιά, ωραίο δέρμα, στρογγυλό κώλο που πάντα ντύνει πολύ επισταμένα. Όταν πηγαίνουνε στους σινεμάδες για τις αρτχάουζ μαλακίες που κυνηγάει ο Μ., κάνει σχόλια της αρεσκείας του, είναι έξυπνη, χιουμορίστα, τρώει βιεννέζικο σνίτσελ με αγοράκι (σνίτσελ με μια αντζούγια από πάνω) και πίνει Geist από λαγοκέρασο, που είναι το αγαπημένο φρούτο του Μ. Το ελλειπές γαμήσι δεν είναι θέμα για την Κουασιμόδα, όπως δεν ήταν και για καμιά άλλη πριν απ'αυτήν. Σημεία τριβής υπήρχαν, αλλά ποτέ δεν αφορούσαν στο υποτροπιάζον μαλακό πουλί του, ίσως γιατί οι γκόμενές του ήταν πολύ απασχολημένες με άλλα, πιο επιβλητικά προβλήματα. Ο Μ. όμως από την πρώτη του σχέση επιδόθηκε σε αναζήτηση λύσης, δοκιμάζοντας κατά καιρούς ανορθόδοξες ιδέες, να μην τραβάει μαλακία για τρεις μήνες, να τρώει μπρόκολο μέρα παρά μέρα, να κάνει πιο πολλά βάρη και να κόψει τις αεροβικές ασκήσεις, τα πάντα τελοσπάντων παρά το προφανές. Κάποτε κουράστηκε, το πήρε απόφαση και η στιχομυθία βρήκε την τελική μορφή της: -Ναι, σχεδόν το κάναμε. -Γιατί πάλι σχεδόν; -Ε, ξέρεις τώρα πώς είμαι εγώ.

Πηγαίνουμε στο Ρόσσμανν, το καλό, εκείνο προς το Τάστρουπ. Ο Μ. μου παραστέκεται ενώ μυρίζω όλα τα σαπουνικά σαν αποπροσανατολισμένος κοκάκιας. Μου μιλάει για την Κουασιμόδα και τις σπουδές της στη βιβλιοθηκονομία και το μεταπτυχιακό στην ανάλυση δεδομένων. Κάνω μμμ. Το βράδυ πριν κατέβω, ενώ κοιμόμουν στο εφημερείο, είδα το Μ. και την Κουασιμόδα να πηδιούνται στο σαλόνι του και τα μελάνια λιθογραφίας του να χύνονται παντού και το ανακάτεμά τους να δίνει ένα ανοιχτό πράσινο ζουμί που πλημμύρισε το διαμέρισμα, το δρόμο, το Ζόνβικ, είδα το στόμα της Κουασιμόδας να αναβλύζει ένα αρωματικό υγρό που ήξερα πως ήτανε λικέρ από λαγοκέρασο, και τότε αυτή γύρισε προς το μέρος μου και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά. Κάποτε μια πρώην του Μ. μας είχε πει σε μια αναρχομπυραρία στο Ζανκτ Πάουλι με βαθιά αγανάκτηση Δεν έχετε ιδέα από φιλία! Και είχα αρπαχτεί Τι ξέρει μια γκόμενα από φιλία; Είχε γυρίσει στο Μ. -Τι λες εσύ; Δεν είσαι φεμινιστής τώρα; -Δε θα σώσω εγώ τον κόσμο, μωρό μου., και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά όπως συνηθίζει, ίσως από εκεί να το έκοψε και το επικόλλησε ο νους μου πάνω στη μούρη της Κουασιμόδας στο όνειρο.

Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του. Εκεί βρέθηκε το συγγραφικό μου αστέρι στο ζενίθ του, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος αντίκτυπος που θα έχουν ποτέ αυτά τα άχρηστα κατεβατά. Όλα τα υπόλοιπα είναι υποσημειώσεις, κωλόχαρτα για σκατωμένο κώλο. Όταν είχα γράψει το πρώτο μου βιβλίο, καθίσαμε ένα βράδυ στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Μπάρενφελτ, έκανε πολλή ζέστη, ήμασταν και οι δυο γυμνοί, ο καπνός καθόταν ακίνητος κοντά στο ταβάνι. Ο Μ. έκοψε τα χαρτόνια για τα εξώφυλλα στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού που έχει ακόμα. Ήταν πολύ περήφανος που είχα καταφέρει να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Ράψαμε τα κουάρτα με κλωστή και βελόνα σε ένα υπόγειο εργαστήριο τέχνης και τυπογραφίας στο κέντρο. Σκάλισε τις μήτρες για να τυπώσουμε τον τίτλο, κολλούσαμε τις ράχες, τα βάζαμε στην πρέσα, ήταν στο στοιχείο του, χαιρόμουν να τον βλέπω να δουλεύει. -Αλλά γιατί δεν το βγάζεις με το αληθινό σου όνομα; -Δε θέλω να πάρω ρίσκα με την πουριτανίλα. -Ντρέπεσαι παθολογικά. -Με ξέρεις ντροπαλό; -Μερικές φορές δε σε ξέρω καθόλου. Και όταν θα παίρνεις τα βραβεία, πώς θα συστήνεσαι; -Ποια βραβεία ρε καθυστερημένο; Δεν καταλάβαινε. Ούτε κι εγώ καταλάβαινα. Βρεθήκαμε στο νησί αργότερα, στο παρκάκι του Löwenhöhle, ξαπλώσαμε στο γρασίδι κοντά στις ξύλινες φιγούρες. Κάποια στιγμή σοβάρεψε και είπε: Διάβασα το βιβλίο σου. Είσαι πούστης δηλαδή; Πάνω που ετοιμαζόμουν να επαναστατήσω άρχισε να γελάει, ε, να μη λέμε τα αυτονόητα.

Η κυρία Silke, η μάνα του Μ., άκουσε από κάποιον που άκουσε από κάποιον πως ο Μ. μπορεί να έχει πέσει θύμα διαφθοράς. Το αργκουμέντο; Τα βαμμένα νύχια του. Πώς δεν το είχε πάρει είδηση νωρίτερα, για όνομα. Το βουλοκέρι του εγκλήματος, κάποιος που δουλεύει με τα χρώματα, σκοτώνει χρόνο με τα χρώματα. Η κυρία Silke έκλαιγε ένα χειμωνιάτικο βράδυ πάνω από τα λογιστικά της και ρωτούσε τον εμβρόντητο Μ. πόσο φίλοι είμαστε. Πόσο φίλοι είστε; και τα δάκρυα ποτάμια. Ένα ανάλογο χειμωνιάτικο βράδυ ο πατέρας μου έλεγε με εκείνη την υπηρεσιακή φωνή του ψυχιάτρου ενώ η τηλεόραση έπαιζε μεταγλωττισμένη αστυνομική περιπέτεια Viel wird geredet. Die Klatschtanten lassen sich darüber aus, dass ihr zu eng befreundet seid. Ναι, zu eng befreundet, και όπως πάντα με ρωτούσε χωρίς να με ρωτάει. Δεν ήμασταν δεκαπέντε, είχαμε πατήσει τα τριάντα, τόσο άργησε το υποτιθέμενο μαντάτο να φτάσει στο νησί. Ο Μ. μεταχειρίστηκε τη μάνα του όπως κάνει από τότε που θυμάμαι, μισοσοβαρά μισοαστεία, σαν να είναι και λίγο χαζή. Το επόμενο βράδυ του περιστατικού πέρασα απ'το σπίτι τους, και όταν μας είδε ξανά παρέα η κυρία Silke κατάλαβε πόσο ηλίθια ήταν η φρίκη της. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ τόσο μικροαστός. Περιορίστηκε στα πρακτικά και όταν έλυσε τις απορίες του επέστρεψε στην αστυνομική περιπέτεια και στα αλατισμένα πήνατς, που του πέφτουν και τα ψάχνει στις χαράδρες του καναπέ.

Περιμένουμε στην ουρά να πληρώσω στο Ρόσσμανν. Τρίβω τα μάτια και τη μύτη και ζουμιάζω από τα αρωματικά. Ίσως και να το παράκανα. Ο Μ. κρατάει τον περίεργο πλαστικό περιέκτη με τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό ενώ φυσάω τη μύτη μου. Κοιτάει τα πολύχρωμα αναψυχτικά στα ψυγεία κοντά στο ταμείο. Με ρωτάει κάτι αλλά δεν ακούω, για μια στιγμή νομίζω μου μιλάει δανέζικα (που δεν ξέρει).
-Τι;
-Αν ο Καπιτέν σου έδινε εντολή να γαμήσεις στο πλεούμενο, πόσους θα γαμούσες; Τους μισούς; Τα δυο τρίτα;
Η μάνα και η κόρη που στέκονται εμπρός μας στην ουρά γυρνάνε και ρίχνουνε ένα μάτι και στους δυο μας, και μετά βλέπουν η μια την άλλη.
-Κανέναν.
-Γιατί; Δεν έχει εμφανίσιμους ο κλάδος;
-Γιατί δεν είμαι πούστης.
-Τον καινούριο Μ. πώς τον δικαιολογείς;
-Εσένα πώς σε δικαιολογείς; Στην Κουασιμόδα είπες τίποτα για τον κώλο σου;
-Τι αρχίδης είσαι! ("Was für ein Scheißkerl!")
Σήμερα δεν είναι καζουρίτσα όπως συνήθως. Οι τόνοι ανέβηκαν και έχουμε γίνει θέαμα. Ο ταμίας με το πιο κοντό κούτελο στο Σλέσβιχ - Χόλστειν περιμένει αμήχανος. Ο Μ. είναι θυμωμένος, πληρώνει τιμωρητικά τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό μου και δε λέει τίποτα σε όλη τη διαδρομή. Κατεβαίνει από το αμάξι και βροντάει την πόρτα. Του φωνάζω απ'το παράθυρο:
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer!
-Verpiss dich!
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer, nicht wahr?
-Hier is' nur Scheiß. Fahr vorsichtig.
-Moin.

Όταν φτάνω σπίτι στη Δανία, μου'χει γράψει das wollte ich nicht και ένα κατεβατό απολογίας. Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του, το οποίο έχω ασπαστεί πολλές φορές, τόσες που μπορώ να τη σχεδιάσω από μνήμης. Δε μιλάω για πουστλίκια, μιλάω για τον αδερφό μου.

Περί ομολογίας

& is that not the holiest
love ― a love you must
survive for

G Abraham


Τ'αγγεία στα φτερά της νυχτερίδας
στα πέταλα του γερανιού
στα φύλλα της λαχανίδας
στο έσω των χειλιών

το αίμα που κινεί τον κόσμο
κουβαλάει το φόβο
 το θυμό τη ζήλεια την προσμονή
βάφει τις παρειές βάφει τ'αυτιά βάφει τα χνώτα

ντροπή κι επιθυμία
κάτι κρυφό θαμμένο στο χώμα
με ό,τι είχα και όπως μπορώ
τα δόντια στη λάσπη τα πόδια γυμνά η γη τους ταμπούρλο

αλλά επίμονη κακιά ανελέητη σιωπή στη σπηλιά
ληστεμένη φωλιά, άδειο γλαστρί, ψάλιο περασμένο λοξά 
ακινησία στις πεδιάδες
το στόμα κλειστό

γιατί τίποτα δεν ήταν ποτέ αρκετό;
Έλειπε μια γουλιά πικρό νερό.

Έλειπε η ομολογία.
(σ'αγαπώ)

/

    Μια κοπελίτσα κάθεται με το χέρι στο στατώ, σε ένα στρωσίδι από αποστειρωμένο ντύμα. Το εξεταστήριο δε φαίνεται σωστό. Ψάχνω στο καροτσάκι των αλλαγών, αλλά όλα τα συρτάρια έχουν ηλεκτρονική κλειδαριά με τα οχτώ κουμπιά και δεν ξέρω τον κωδικό. Προσπαθώ διάφορους συνδυασμούς στο ένα ή στο άλλο καντράν χωρίς επιτυχία. Δε μπορώ να θυμηθώ. Το ένα ντουβάρι είναι όλο παράθυρα και έξω πέφτει βροχή από γύρη. Την άρρωστη την έχω ξαναδεί. Έχει ένα μικρό τατουάζ κάτω από το δεξιό βυζί. Μα δεν είναι γυμνή. Την άρρωστη την έχω πηδήξει στο παρελθόν. Δεν ήταν ποτέ δικιά μου ασθενής. Με τον καιρό τα όρια ξεπλένονται και μαζί τους ξεπλένονται και οι ηθικές μου αρχές. Δεν είναι αληθινό περιστατικό. Ρίχνω μια ματιά στο χέρι της: έχει τον αντίχειρά μου με το νύχι που μισοκρέμεται. Κάποιος έχει κολλήσει τον αντίχειρά μου στο ξένο χέρι. Εκείνη η σγουρομάλλα νοσοκόμα με το προσεκτικό βήμα κρατάει έναν δίσκο με κλαδιά. Τα σύνεργα, γιατρέ. Ποια σύνεργα; Ποιος είναι ο κωδικός; -Τέσσερεις φορές εννιά. -Μα εδώ έχει μόνο οχτώ κουμπιά. Πάνω που αρχίζω να θυμώνω, αλλάζει το σκηνικό.
    Μυρίζω τις πρώτες σταγόνες της βροχής. Ο κόσμος είναι σκονισμένος αλλά ήρθε η ώρα να ξεδιψάσει. Γύρω πλανήτες από δίψα και στο κέντρο είναι μια γούρνα που θα γεμίσει με βροχή. Ο βοσκός σπρώχνει αστέρια με μια λεπτή μεταλλική βέργα στο βαθύ σκοτάδι του διαστήματος. Όλα μπαίνουν σε γραμμή. Μυρίζω τις πρώτες σταγόνες της βροχής πάνω σε ένα ηλιοκαμένο σβέρκο, πάνω σε εκείνους τους ψιλούς δελτοειδείς που έχουν σαφρακιάσει από το αλάτι. Ο κόσμος είναι μαντρωμένος. Το ορυχείο στο Στρατόνι βγάζει φωτιά, τα σκάφη έρχονται και φεύγουν φορτωμένα. Σκέφτομαι τους ναύτες που τους καίει το φορτίο αλλά δεν είναι δική μου δουλειά. Δεν είμαι στη δουλειά. Είμαι σπίτι, στο κρεβάτι. Είναι ίσως πέντε, μπορεί εφτά. Αυτές τις μέρες ξημερώνει σχεδόν από εχτές. Τέσσερεις και σαράντα ήταν η ώρα της ανατολής στο δελτίο καιρού. Μετά ως το μεσημέρι οι ώρες είναι αξεχώριστες, επίμονα φωτεινές.
    Με τρίβει ένα χέρι που ξέρει ακριβώς πώς. Δεν παίρνει πολύ. Χύνω ήσυχα και ανοίγω τα μάτια. Το χέρι του είναι ακόμα γύρω απ'το καυλί μου και τα ζουμιά είναι σαν βέλο ανάμεσα στα δάχτυλά του.
-Είσαι πολύ εύκολος. Αρκεί να ρίξεις τις άμυνές σου. Γι'αυτό σ'αγαπάω λίγο περισσότερο το πρωί. Όταν κοιμάσαι είναι η μόνη ώρα που δεν είσαι σε επιφυλακή.
-Μμμ. Τι ώρα είναι;
-Εφτά και κάτι.
    Τα αυτιά μου καίνε. Τα αυτιά μου θα καίνε περιοδικά και σε όλη μου τη βάρδια ενώ θα είμαι ο δέων επαγγελματίας. Θα τον σκέφτομαι στον τομέα Β ενώ θα οργώνω τον τομέα Γ σαν πειθαρχημένο κτήνος. Κάτω από τα άσπρα και τα μπλε θα κρύβεται το δέρμα μου απ'το πρωί, θα κρύβεται η πάλη: εγώ κόντρα σ'εμένα ερωτευμένο. Η σιωπή πρόσωπο με πρόσωπο με την ομολογία. Αυτά κι αυτά και η αγάπη του που είναι διαπεραστική σαν λεπτό ξίφος και με κόβει πέρα πέρα, μπροστά στον άνθρωπο ωχριά η μηχανή.

/

OUT OF THE CRADLE ENDLESSLY ROCKING.

Out of the cradle endlessly rocking,
Out of the mocking-bird's throat, the musical shuttle,
Out of the Ninth-month midnight,
Over the sterile sands and the fields beyond, where the child
leaving his bed wander'd alone, bareheaded, barefoot,
Down from the shower'd halo,
Up from the mystic play of shadows twining and twisting as if
they were alive,
Out from the patches of briers and blackberries,
From the memories of the bird that chanted to me,
From your memories sad brother, from the fitful risings and fall-
ings I heard,
From under that yellow half-moon late-risen and swollen as if with
tears,
From those beginning notes of yearning and love there in the mist,
From the thousand responses of my heart never to cease,
From the myriad thence-arous'd words,
From the word stronger and more delicious than any,
From such as now they start the scene revisiting,
As a flock, twittering, rising, or overhead passing,
Borne hither, ere all eludes me, hurriedly,
A man, yet by these tears a little boy again,
Throwing myself on the sand, confronting the waves,
I, chanter of pains and joys, uniter of here and hereafter,
Taking all hints to use them, but swiftly leaping beyond them,
A reminiscence sing.

Once Paumanok,
When the lilac-scent was in the air and Fifth-month grass was
growing,
Up this seashore in some briers,
Two feather'd guests from Alabama, two together,
And their nest, and four light-green eggs spotted with brown,
And every day the he-bird to and fro near at hand,
And every day the she-bird crouch'd on her nest, silent, with
bright eyes,
And every day I, a curious boy, never too close, never disturbing
them,
Cautiously peering, absorbing, translating.

Shine! shine! shine!
Pour down your warmth, great sun!
While we bask, we two together.

Two together!
Winds blow south, or winds blow north,
Day come white, or night come black,
Home, or rivers and mountains from home,
Singing all time, minding no time,
While we two keep together.

Till of a sudden,
May-be kill'd, unknown to her mate,
One forenoon the she-bird crouch'd not on the nest,
Nor return'd that afternoon, nor the next,
Nor ever appear'd again.

And thenceforward all summer in the sound of the sea,
And at night under the full of the moon in calmer weather,
Over the hoarse surging of the sea,
Or flitting from brier to brier by day,
I saw, I heard at intervals the remaining one, the he-bird,
The solitary guest from Alabama.

Blow! blow! blow!
Blow up sea-winds along Paumanok's shore;
I wait and I wait till you blow my mate to me.

Yes, when the stars glisten'd,
All night long on the prong of a moss-scallop'd stake,
Down almost amid the slapping waves,
Sat the lone singer wonderful causing tears.

He call'd on his mate,
He pour'd forth the meanings which I of all men know.

Yes my brother I know,
The rest might not, but I have treasur'd every note,
For more than once dimly down to the beach gliding,
Silent, avoiding the moonbeams, blending myself with the shadows,
Recalling now the obscure shapes, the echoes, the sounds and
sights after their sorts,
The white arms out in the breakers tirelessly tossing,
I, with bare feet, a child, the wind wafting my hair,
Listen'd long and long.

Listen'd to keep, to sing, now translating the notes,
Following you my brother.

Soothe! soothe! soothe!
Close on its wave soothes the wave behind,
And again another behind embracing and lapping, every one close,
But my love soothes not me, not me.

Low hangs the moon, it rose late,
It is lagging—O I think it is heavy with love, with love.

O madly the sea pushes upon the land,
With love, with love.

O night! do I not see my love fluttering out among the breakers?
What is that little black thing I see there in the white?

Loud! loud! loud!
Loud I call to you, my love!

W Whitman

God's lonely man

Το αίμα δε γίνεται νερό. Αν θέλω το πιστεύω. Κάποτε οι ανηφοροκατηφόρες στο Σβένμποργκ θα μαλακώσουν και το νερό θα σκεπάσει τα πλακόστρωτα. Κάποτε το νησί θα βυθιστεί, η λάσπη θα γίνει μόνιμος βυθός. Κάποτε το ντουβάρι στο Φανό θα είναι πολύ χαμηλό και δε θα έχει σημασία, και η επόμενη Sturmflut θα είναι ειλικρινής πλημμύρα. Κάποτε το φιορδ στο Φλένσμπουργκ θα πάρει την πόλη αγκαλιά. Αυτά θα συμβούν τόσο σταδιακά, που κανείς δε θα προλάβει να πει τους αποχαιρετισμούς του. Όλα γίνονται νερό, αρκεί να περιμένω.

Τα ψίχουλα από το σπασμένο τζάμι σέρνονται ακόμα έξω από την πόρτα. Ένας χλωμός κοκκινοτρίχης σκούπισε επισταμένα. Το πέρα δώθε σήκωνε ένα μικρό αρμυρό ντουμάνι και τα ψίχουλα τιτίβιζαν στο τσιμέντο αλλά ήταν πολύ βαριά για να τα φέρει βόλτα η σκούπα και χορεύανε σαν μπίλιες. Από το σάπιο μπαλκονάκι μια γυναίκα όλη μαλλιά σφύριζε ένα σκοπό. Ένας γέρος έκανε ηλιοθεραπεία. Δυο νεγράκια έτρεχαν στο μπαουγκό με τα πατίνια. Τα σύννεφα ταξίδευαν από τη μια στην άλλη θάλασσα, οι μέρες του Ιούνη στο βορρά είναι ψηλές με σίγουρη δρασκελιά και ζουν για πάντα.

Οι ανάσες μας είναι ρόδες και κυλάνε. Κανείς δεν περνάει απ'το φράγμα της μοναξιάς. Βουτάμε στα θολά σκοτάδια. Δε βλέπω τα δάχτυλά μου, αλλά το αίμα, μελάνι στο μελάνι. Μολύβι γύρω από τη μέση, όπως μάτι της τίγρης και νεφρίτες γύρω απ'τη μέση της Μάτα Χάρι, αλλά για άντρες. Δεν ισορροπώ καλά. Μικρή σουπιά, μη βιάζεσαι, μην τρέχεις. Εδώ κάτω ο χρόνος είναι το κατακάθι, εδώ ο χρόνος δεν τελειώνει.

Στο τραπέζι οι αισιόδοξοι χτυπάνε τα δάχτυλά τους με ανυπομονησία. Η τσόχα που φυτρώνει από τις εκφύσεις του κλαβιέ είναι κόκκινη σαν από λάθος. Το ελεφαντόδοντο είναι πάντα ζεστό από την αγωνία του ζώου. Το αίμα χύνεται γιατί το θέλησε ο Θεός, το αίμα χύνεται για να γίνει μουσική στα χέρια του μοναχογιού. Είμαι έτοιμος να χάσω, δεν είμαι σχοινοβάτης και το σχοινί είναι χαλαρό. Οι ασκήσεις του Ανώ, μια ώρα απ'την αρχή στο τέλος, μια ισόβια συνήθεια, πέφτοντας θα γίνομαι κομμάτια, μια φωνή Εμπρός λοιπόν, ανέβα. Σήκω! το τρέξιμο από τα μπάσα στα πρίμα, τρίτα τέταρτα δάχτυλα και οι αλλαγές, να μην ξεχνώ, το χαρτάκι το κόβει και το μοιράζει ο Θεός.

Σε μια σκιά σε ένα κακό χέρι σε μια παρτίδα στραβωμένη σε ένα σκαμπώ που τρίζει κάθεται ένας γνωστός, Πρόσεχε τους αγκώνες, ένας αδύνατος λαιμός, Λύσε τους καρπούς, ένα ζευγάρι κάλτσες παραταίρι, οι θάνατοι σαν σήματα Μορς στο ταχυδρομείο ενός μακρυνού οικισμού στην Άγρια Δύση, η σκόνη της ερήμου, γκρίζα μάτια χωρίς ψυχή, ισιάδια που τα καταπίνει ο ορίζοντας, η παρηγοριά στα πράγματα, μια επίμονη σιωπή, ένας ασταμάτητος εσωτερικός μονόλογος, ξανά και ξανά πίσω σε όσα έχουν χαθεί από τον κόσμο, γράφω για μένα, God's lonely man.

The disappearance of self

(testimonials, could be obituaries)

O1:

"иногда смотрю на тебя и не понимаю. ты выглядишь так, словно из стали. но боюсь даже коснуться, будто тоньше скла. слежу за каждым словом, делая тихие шаги. и каждый раз я отгоняю, чьи-то грязные руки. но ты не смотришь ни на меня, ни на других. в глазах темнее ночи, но на лице всё та же глупая улыбка, что ещё долго вспоминали глаза."

O2:

"Wie es manchmal der Fall ist, habe ich etwas magisches in Banalität gefunden. Ich bin deinem Charme erlegen, darf ich es sogar Charme nennen? Du bist mir schädlich, und doch will ich mich hinknien und dich bewundern. In der Nacht weine ich mich in den Schlaf, aber wenn ich fest eingeschlafen bin, träume ich von dir und lächle meine Tränen weg. Niemals gibst du dich mir hin, nie völlig."

B:

"Kein Schwein kann dich haben. Kein Schwein kann dich rühren. Feueranbetung, Abgötterei, gegen den Strom zu schwimmen... dazu braucht es Mut. Schweine sind feige, mein Milchbart. Wie ich."

A:

"du er dygtig. jeg så det i dine øjne første gang vi mødtes. det er ikke svært at finde den skarpeste kniv i skuffen, så længe man er opmærksom nok. man behøver bare kigge, jo. man finder hurtigt ud af, at du har været endnu længere frem, end man regnede med. så føler man sig som en idiot. du får folk til at hade dig, fordi du minder dem om deres egen ubegavethed. du er stædig, du er sikker, du er seriøs, du gemmer på noget så blidt, det gør mig liderlig."

N:

"Με αυτά τα βρωμερά γυαλιά λες τα βλέπεις όλα. Καθάρισ'τα επιτέλους να δούμε τι θα δεις. Όχι, μην τα καθαρίζεις, δε θέλω να σε βλέπω. Με αυτά τα άχρηστα μάτια με κάνεις ό,τι θες."

---


The self was king
then there was love
and death

keen teachers both.
Now the self is lost

I am through you
I am for you

an apparition.

B L Å M E J S E

Οι ομίχλες σέρνονται απ'τη θάλασσα
η λάσπη, τα φύκια, τα πετρέλαια
η γκρίζα πόλη στο μέτωπο
στρατός σακάτης των λιμενεργατών

η άσφαλτος καθρέφτης καθρεφτίζει
τις άσχημές τους μούρες
τις αποθήκες, το απάγκιο τους
και τους σωλήνες τους για φλέβες

σε βλέπω ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά
θα πέθαινα εδώ σαν λιποτάχτης
δυο ώρες όλες κι όλες απ'το νησί
αν δεν ήταν τα μάτια σου ο λύχνος το κορμί σου

μια χούφτα σκάγια ένας κουβάς σιωπή
κρυψώνα και υπομονή, αγία υπομονή
ό,τι χάνεται χάνεται απ'τον κόσμο αλλά ποτέ, ποτέ απ'την καρδιά
όταν ρίχνεις τα χαρτιά να'σαι έτοιμος για όλα

μικρά φτερά, παιδί του Κηλαϊδίτη
η νύχτα είναι ρηχή
το αίμα παγωμένο
σε βλέπω. Αρκεί.

Δεν πάει ο θάνατος να κρατάει σφιχτό γκέμι
δεν πάει να μας σκίζει η στομίδα
εγώ είμαι εδώ, για σένα
χρισμένος δούλος και βασιλιάς

να κάνω ό,τι χρειαστεί
τα πάντα για τη θεραπεία της μοναξιάς.

Ο δύτης κορεσμού

02.2023

Η Ναντίν είναι γενική χειρουργός. Γεννήθηκε το χειμώνα του '91. Έμαθε να δένει απολινώσεις πριν μπει στην εφηβεία αλλά δυσκολευόταν να διαβάσει, τέταρτη γενιά γιατρών εκατέρωθεν, κάτι από ταπεινά ξεκινήματα και κάτι από υψηλές προσδοκίες. Δουλεύει στο νοσοκομείο, που προς ικανοποίησή της πρόσφατα έγινε πανεπιστημιακό, κι έτσι μπορεί και πάλι να τραμπουκίζει φοιτητές. Είναι το νεότερο πρώτο χέρι στον ημιώροφο. Στον ελεύθερό της χρόνο θα μπορούσε να πηγαίνει για γκολφ με τους γναθοχειρουργούς από το κτίριο δέλτα, αλλά έχει εμμονή με τις ελεύθερες καταδύσεις.

Ο Τόρμπεν είναι δύτης κορεσμού. Γεννήθηκε το καλοκαίρι του '78. Γιος κτηνοτρόφων χωρίς κεφάλαιο, μεγάλωσε σε φάρμα με ασπρόμαυρες αγελάδες, σπούδασε μεταλλουργός. Δούλευε οφφσόρ, όπως πολλοί στην περιοχή. Έκανε ερασιτεχνικές καταδύσεις από παιδί, αλλά η έμπνευση να τις μετατρέψει σε καριέρα τον βρήκε πολύ αργότερα, στα τριάντα οχτώ. Πήρε δάνειο και πήγε στην Αγγλία για επίσημη εκπαίδευση, επιδέξιος και με ανθεκτικό σώμα αποδείχτηκε ιδανικός για το επάγγελμα, έκανε κονέδες και τώρα δουλεύει συμβόλαια οφφσόρ, αλλά από την κάτω μεριά, στις υποβρύχιες μεταλλουργικές εργασίες. Μια μέρα ξεπλήρωσε το δάνειο αιφνιδίως, σαν να τα είχε καταφέρει με εκείνο το ριφιφί που κατάστρωνε τους μήνες που ήταν φυλακή.

Ο Φάμπιαν είναι ο παντογνώστης αφηγητής. Γεννήθηκε το χειμώνα του '87. Μοναχοπαίδι που οι γονείς του προόριζαν για μουσικό, πήρε δίπλωμα πιάνου και μετά τις απολυτήριες εξετάσεις δεν έπαιξε ποτέ ξανά έξω από την ασφάλεια του σπιτιού του. Περιφέρθηκε από χειρουργική σε παθολογία και τελικά υποεξειδικεύτηκε στην υπερβαρική και ναυτιλιακή ιατρική. Τώρα η δουλειά του Φάμπιαν είναι να είναι σε επιφυλακή. Κάποιες μέρες στο νοσοκομείο, κάποιες οφφσόρ, κάπου ανάμεσα στη Ναντίν και τον Τόρμπεν, όπως και στην προκείμενη ιστορία.
 
Το Κλαμπ Αίγκιρ έχει νοικιάσει την αίθουσα του ενδιάμεσου κόστους, για διοργανώσεις μέτριων προδιαγραφών. Μια μπάντα χωρίς όνομα παίζει τζαζ του κώλου. Γκαλά, αλκοόλ αντ λίμπιτουμ, δείπνο με τέσσερα πιάτα, κουίζ και παιχνίδια για μεγάλους, έτσι γράφει η πρόσκληση. Το Κλαμπ Αίγκιρ είναι ο παλιότερος από τους δυο καταδυτικούς συλλόγους της περιοχής, λειτουργεί από τη δεκαετία του '60. Κάθε μέλος δικαιούται να φέρει και έναν συνοδό, έτσι ήρθε κι ο Φάμπιαν αξεσουάρ στο βραχίονα της Ναντίν.

Ένα νούμερο στην πρόσκληση που αντιστοιχεί στο τραπέζι δίπλα στην έξοδο που βγάζει στο κλιμακοστάσιο για την αυλή της αρένας. Το τραπέζι είναι σκεπασμένο με άσπρο σεντόνι όπως στους γάμους. Η Ναντίν, το κορίτσι, η γυναίκα ανάμεσα στους άντρες σε μόνιμη βάση, στη δουλειά, στο σπίτι, στη διασκέδαση, μια κακέκτυπη Στρουμφίτα, μια νεράιδα από χώμα. Απ'το Σεπτέμβρη ως τώρα φρόντισε να εδραιώσει την παρουσία της, τη μάθανε γρήγορα στο Κλαμπ Αίγκιρ όπως και στο νοσοκομείο, η τυπική αντρική περιφρόνηση που μετατρέπεται στην τυπική αντρική αδυναμία. Το παραμύθι της γυναίκας που δεν είναι όπως οι άλλες. Ποιος κρίνει; Αφού όλοι είμαστε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της ίδιας στάχτης. Η αίθουσα είναι πνιγηρή με εκείνη τη βαριά ζέστη του συνωστισμού και της θέρμανσης. Τα μάγουλα της Ναντίν είναι ασυνήθιστα ροδαλά. Μιλάει ενθουσιωδώς με έναν κύριο χωρίς φρύδια ενώ η καλοντυμένη συνοδός του και ο Φάμπιαν κοιτάνε αμήχανα τα προκάτ ψωμάκια στο τραπέζι.

Όταν σερβίρεται το σικέ επιδόρπιο (λεμονομούς με φύλλα μέντας), περνάνε τέσσερεις πέντε άντρες από δίπλα καθ' οδόν για την έξοδο. Ένας απ'αυτούς βραδυπορεί. Εκεί σκαλώνει το γρανάζι. Το στρογγυλό μούτρο της Ναντίν είναι στραμμένο προς τη μεριά του διερχόμενου. Η συντροφιά βγαίνει έξω, αλλά ο ξένος ρίχνει ματιές πίσω απ'το τζάμι και η Ναντίν έμεινε σιωπηλή. Ο χρόνος κυλάει για όλους πλην των δυο γοητευμένων. Οι άντρες επιστρέφουν τυλιγμένοι σε ένα σύννεφο τσιγαρίλας και κολώνιας. Ο κύριος χωρις φρύδια είναι απασχολημένος με τη λεμονομούς της συνοδού του. Κανείς δε δίνει σημασία. Ο ξένος, τα ζωηρά του μάτια, το κατεργαραίικο μούτρο του κοριτσιού. Αυτός γέρνει το κεφάλι προς την έξοδο, κοντοστέκεται, αυτή γνέφει με μια υποψία ευθυμίας στα χείλη, το πράσινο φως. Τρακάρει στα γρήγορα ένα τσιγαράκι από τον κύριο χωρίς φρύδια και κατεβαίνει με τον ξένο έξω στις τσιμεντόπλακες. Πρόκειται για κάποιου τύπου αναμέτρηση. Στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλον, ο ξένος είναι ψηλός με φαρδιά πλάτη, εντυπωσιακής κατασκευής, το κορίτσι στερεότυπο ακριβό άρωμα σε μικρό μπουκάλι αλλά με μια απείθεια στη στάση. Καπνίζουν έκαστος το τσιγάρο του ενώ ξέρουν αμφότεροι πως δεν πρέπει, και κοιτάζονται. Ο ξένος έχει μια ψαρή αραιή γενειάδα που αιωρείται γύρω απ'τη μούρη του σαν αχλή του νότιου ημισφαιρίου, το κορίτσι έχει μακριές βλεφαρίδες και ήπια ζυγωματικά, ο ξένος είναι κουρεμένος με την ψιλή, το κορίτσι έχει πλούσια μαλλιά αλλά είναι κρυμμένα σε εκείνο το χτένισμα που τα γυρίζει μέσα στον εαυτό τους στη βάση του κεφαλιού. Ο ξένος της χαμογελά και το κορίτσι του επιστρέφει την αβροφροσύνη. Αυτή η παράσταση παίζει σε ατέρμονη επανάληψη σε αλλεπάλληλα σύμπαντα, ο χορός των εντόμων την εποχή του ζευγαρώματος, εκείνες οι δυο μύγες που θα γαμηθούνε στο σαλόνι σου.

Προς το τέλος της βραδιάς η εορταστική διάθεση έχει ξεθυμάνει. Αυτοί που έχουν μείνει έχουν παραπιεί. Η Ναντίν ξεκουράζει τα πόδια της στην καρέκλα δίπλα της. Ο ξένος εμφανίζεται ξανά. -Θα μου επιτρέψεις; Τα πόδια κρύβονται κάτω απ'το τραπεζομάντηλο. Ο ξένος βολεύεται, βάζει τη μπύρα του στο τραπέζι, τα μάτια του αμετακίνητα. Κοιτάζει με θαρραλέα ειλικρίνεια. Συστήνεται και τείνει για χειραψία. Η πρόθεση μένει μετέωρη. Το κορίτσι του πιάνει το πρόσωπο με τα δυο χέρια και τον φιλάει στο στόμα. Μια στιγμή περισυλλογής και τα δυνατά του χέρια αγγίζουν τα μαλλιά της προσεχτικά. Το χτένισμα απείραχτο, αλλά η γλώσσα του είναι μες στο στόμα της.

Ο Φάμπιαν κλείνει το μάτι στο κορίτσι. Ο αφηγητής μας είναι marit còmode. Ο Τόρμπεν υπνωτισμένος πέρα βρέχει. Βιάζεται να φύγει με τα κλοπιμαία για το λαμαρινένιο εξοχικό του έξω από το Βάηερς. Ο Τόρμπεν είναι παντρεμένος και έχει δυο έφηβα παιδιά, σύμφωνα με το προτεσταντικό εντολοχάρτι που παίρνουνε όλοι μόλις γεννιούνται στο λασποτόπι. Ο Φάμπιαν εύχεται για το καλό του να μην τον είδε κανένας κουτσομπόλης. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και το νοικοκύρη. Η ευτυχία είναι εύθραυστη, εξόν κι αν φυτρώσει απ'τα αποκαΐδια σου. Μαζεύεις μεθοδικά τα κλαδιά και τα ξερόχορτα σε βουνό γύρω από το χοντρό παλούκι, δένεσαι χέρια πόδια, ρίχνεις το σπίρτο, καίγεσαι στην πυρά που στήνεις ειδικά για σένα και γύρω στήνεται χορός. Ο Τόρμπεν φοράει βέρα πλακέ, ίδιας κοπής με της Ναντίν, για λόγους πρακτικούς: οι χοντρές στρογγυλεμένες βέρες πιάνονται εύκολα και μπορούν να σε εκθέσουν. Κανείς από τους δυο τους δεν είναι νόμιμος να οδηγήσει. Αν τους τσακώσουν οι μπάτσοι, θα τιμωρηθούν σαν κατσαρίδες κάτω από τσόκαρο χοντρής νοικοκυράς, η χώρα είναι καμένη απ'το ποτό. Ο Τόρμπεν επιμένει να πάρει το ρίσκο και να κάνει τη μαλακία. Αν σκοτωθούνε, τα ρέστα δικά τους έτσι κι αλλιώς. Όμως όλα θα πάνε καλά. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη.

Το εξοχικό δεν έχει μόνωση και είναι παγωμένο αλλά δεν πτοούνται. Στο δια ταύτα. Ο Τόρμπεν ξέρει από μητριαρχικές μαλτέζες με το σφιγμένο χείλι, η Ναντίν είναι αχαρτογράφητη. Θα τον περάσει από μια δοκιμασία που θα του κάνει τα γόνατα ζελέ. Ο Τόρμπεν είναι εξασκημένος στα λούκια. Έχει εκπαιδευτεί να προσπερνάει κάθε σκόπελο που θα μπορούσε να τον καταδικάσει. Η αρχή είναι η ίδια, τις λεπτομέρειες θα τις βρει. Είναι σε άριστη φυσική κατάσταση και βγάζει λεφτά με τη σέσουλα. Τα οφφσόρ έχουν αξιόλογα μισθά, πόσο μάλλον αυτό το επικίνδυνο σπορ που έχει διαλέξει. Όσο πιο υπαρκτό το ρίσκο να μη γυρίσεις ζωντανός απ'τη δουλειά, όσο πιο δύσκολη η αντικατάστασή σου, τόσο ψηλότερη η ανταμοιβή. Αυτό βοηθάει με την αυτοπεποίθηση. Θα πηδηχτούνε και το γαμήσι θα είναι καλό. Παρότι ολόκληρη η πρόθεση συνοψιζότανε σ'αυτό, ο αέρας γύρισε μες τη νύχτα, και ξαφνικά το γαμήσι δεν είναι αρκετό. Ο Τόρμπεν τώρα γυρεύει κάτι άλλο, λιγότερο απλό. Γυρεύει τη θεραπεία της μοναξιάς. Το πρωί θα ξυπνήσει πρώτος και θα φτιάξει στο κορίτσι το πρωινό που τρώει τα τελευταία σαράντα χρόνια (χυλό από βρώμη που μοιάζει με ξερατό) και ηττημένος θα παραδεχτεί Θέλω να σε ξαναδώ, και θα εννοεί Το βέλος με βρήκε στο ψαχνό. Η Ναντίν θα του πει Θα με ξαναδείς, και θα εννοεί Θα παίξω με το κουφάρι σου.

Ίσως το βρωμόστομα της μέσης ηλικίας έψαλλε μαγικές κατάρες κι έπεισε τον Τόρμπεν να βγάλει την πανοπλία του και να ξεβρακωθεί στο πεδίο της μάχης, ίσως το χέρι του Θεού τον έσπρωξε και τα δόντια του θα έβρισκαν τη λαμαρίνα όπως κι αν προσγειωνόταν επειδή ήταν γραφτό και καταστρωμένο όπως όλα για τους πιστούς. Όπως και να'χει, δεν την γλύτωσε: η ποδοκνημική του πιάστηκε σε ένα στένωμα, και τώρα θα δει πράγματα που δεν έχει φανταστεί παρότι τόσο κοινά. Θα σφιχτεί το κωλαράκι του, αλλά θα αξίζει τον κόπο. Η Ναντίν θα παίξει σαν παιδί, αλλά το βέλος είναι βαμμένο και με το δικό της αίμα, κι ας κάνει πως δεν τρέχει τίποτα. Είναι ακριβώς αυτό που τη συγκινεί, οι άντρες που μοιάζουν να τα'χουν όλα υπό έλεγχο ενώ τους υποσκάπτει η αδυναμία.

Όσο για τον Φάμπιαν; Κάθεται δίπλα στον Φαροέζο καπετάνιο Χ. Π. Μ. στη φανταστική θαλπωρή της γέφυρας του Έσβαγκτ Λ. που μοιάζει με διαστημόπλοιο και μηρυκάζει, παντογνώστης αφηγητής, παρασκηνιακός, χτυπημένος από το ίδιο βρώμικο βέλος, με το πρόσωπο κρυμμένο, κι αν η καύλα είναι Θεός, ο Φάμπιαν είναι θεοσεβούμενος.


ΘΑΛΠΩΡΕΣ




Είσαι η λεπτή άμμος του νησιού
ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι
το θρόισμα από τις μικρές πέτρες
που τρίβονται με το ήσυχο κύμα

το κεχριμπάρι μες στο νερό
τα πρωινά δάκρυα, η ερημιά των υφάλμυρων ελών
βήματα στην απέραντη πεδιάδα, βρύα στη δροσιά

είσαι το ζεστό φως στην παγωμένη ομίχλη
όταν σε βλέπω όλα μου τα σπασμένα ανατάσσονται
εκείνη η μοναχική καρδερίνα
λέει: Θυμήσου. Η νύχτα τελειώνει.

M04

 


I ask God to send a swordsman
and God says: "Look at your hands"

M. Broder


Κάποτε τα νέα από μακρυά αργούσανε να φτάσουν, ήταν φυσικό. Η δύναμη φαινόταν αλλού, στον καταπιώνα που τα εξαφάνιζε όλα στη σιωπή του στομαχιού, στην υπομονή. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα ταξίδια κόντυναν σαν μπατζάκια κακού παντελονιού, οι αγγαρείες ξεπετιούνται στο φτερό, μένεις μια κοντή μέρα στο λιμάνι και δεν προλαβαίνεις ούτε τις σόλες σου να σκονίσεις, και τα νέα... τα νέα σε βρίσκουν σαν χαστούκι. Όσο μακρυά κι αν πας, δε θα φτάσεις ποτέ πιο πέρα από ένα τηλεφώνημα. Ένα ζώο βραδύ δεν έχει το σθένος να χωνέψει την αστραπή. Αυτό το ξέρουμε καλά ο Τ. κι εγώ. Ο Τ. επιβραδύνθηκε μετά το πρώτο του μπάρκο. Έτσι όπως το αλατόνερο τρώει τη γυαλάδα και γεννάει τη σκουριά, έτσι έφαγε και τον Τ. και έφερε το αλαφροΐσκιωμά του. Κάθε ώση τρέλας σε σπρώχνει ένα σκαλί πιο κάτω, ώσπου είσαι πια ολόκληρος κάτω απ'το νερό, κι εκεί όλα κινούνται στους ρυθμούς του άλλου κόσμου. Κάποιοι δίνουνε μάχη και βγαίνουν νικητές. Ανεβαίνουν πάλι στα τσιμέντα, μούσκεμα, ντυμένοι φυκιάδες και τρυπημένοι από δεκάδες αχινούς, και τρέχουν τρομάζοντας τις θειές και τα παιδιά. Άλλοι δίνουν τη μάχη τους και χάνουν, όπως εγώ. Και μερικοί παραδίνονται χωρίς να πάνε κόντρα, όπως ο Τ. Μ'αυτό το τέμπο, θα ζήσετε για πάντα, έλεγες το περασμένο καλοκαίρι, ενώ έπαιρνες τα σύνεργά σου και κατέβαινες βολίδα στην ακτή ενώ εγώ έπλενα ακόμα πιάτα και ο Τ. ψαχούλευε τη ντάνα με τις σακούλες για τα ψάρια που θα έβγαζες, και ήταν σαν να'χες δίκιο.

Πριν εφτά χρόνια, έκλεινα το γιατρείο το μεσημέρι, κατέβαινα στο σπίτι, ετοιμάζαμε δυο ψιλές μερίδες από το φαΐ που είχε πακετάρει η συνονόματή σου η Ν., του Τ. η γυναίκα, μια φέτα ψωμί έκαστος, ένα ουζάκι εγώ, ο Τ. δεν έπινε σε καθημερινή βάση. Είχαμε ο καθένας τις μοναχικές ιεροτελεστίες του, το πρόγραμμα, τα κολλήματα, τις ανορθόδοξες ιδέες, κατά σύμπτωση πολύ παρεμφερείς, όχι ίδιες αλλά κοινές, σαν πηρούνια από άλλο σετ στο συρτάρι που ξαπλώνουν βολικά το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν είχε καλό καιρό, καθόμασταν στη βεράντα, μασουλούσαμε το φαΐ μας με λακωνική ψιλή κουβέντα (-Ήρθε ο Χ. από απέναντι; -Ήρθε, τονε πήρε ο αδερφός του από κάτω. [...] -Άνοιξες τη βάνα; -Θα'χει νερό; -Το βράδυ. [...] -Κόλλα σήμερα. -Κόλλα.), και όταν αποτρώγαμε, ο Τ. έσπρωχνε πίσω τη γυφτοκαρέκλα, χαλάρωνε το σώμα του και έπαιρνε τα κυάλια ενώ εγώ έβαζα να καπνίσω.
...

Δε θέλω να γράψω άλλο.

///


Το μεσημέρι ανέβαινα απ'τα αποδυτήρια φορώντας πολιτικά, καθαρός πλυμένος στην κοινόχρηστη ντουζιέρα. Με απασχολούσε που την Παρασκευή είμαι στο πλάνο για να βγω οφφσόρ και δεν έχω αποφασίσει τι να πάρω να διαβάσω. Χτύπησε το τηλέφωνο, το αγνόησα, αφού σας έβλεπα στο φουαγιέ με τον Άλμπερτ να με περιμένετε. Αλλά χτύπησε πάλι, ήταν ο πατέρας μου: Πάρε τηλ. τη Ν. να τη στηρίξεις, ο Τ. είναι στο νοσοκομείο. Δε θα βγάλει καλαμάρια φέτος. Ο Τ. ήταν στο χειρουργείο εκείνη την ώρα, μπήκε με ειλεό και όταν ανοίξανε βρήκανε τα σπλάγχνα του κολλημένα μεταξύ τους σαν μπόγο από έναν καρκίνο.

Κανείς δε ζει για πάντα.