© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

By tradition

He rose at dawn and, fired with hope,
shot o’er the seething harbour-bar,
and reach’d the ship and caught the rope,
and whistled to the morning star.


And while he whistled long and loud
he heard a fierce mermaiden cry,
“O boy, tho' thou are young and proud,
I see the place where thou wilt lie.


“The sands and yeasty surges mix
in caves about the dreary bay,
and on thy ribs the limpet sticks,
and in thy heart the scrawl shall play.”


“Fool,” he answer’d , “death is sure
to those that stay and those that roam,
but I will nevermore endure
to sit with empty hands at home.


“My mother clings about my neck,
my sisters crying, ‘Stay for shame;’
my father raves of death and wreck,-
they are all to blame, they are all to blame.


“God help me! save I take my part
of danger on the roaring sea,
a devil rises in my heart,
far worse than any death to me.”

(Tennyson)

Νόσος του Pompe

(επίσκεψη στη Νεογνολογική)

Φασκιωμένος με πόσες στρώσεις πράσινα ένα αειθαλές τροπικό μεσημέρι
η μαθητευόμενη αδερφή έδεσε όμορφα τον ιματισμό
σε κάθε πλάτη που είναι έτοιμη να σκάσει και σε μια καχεκτική

προσεχτικά αραδιασμένο στο τραπέζι με γενναία καλωδίωση
ένα απόχτημα πολύ μακριά από τη γεννησή του, τα νύχια του
απ'το ύψος μου δεν τα βλέπω καν μας χωρίζει μια αποφασιστική λαβή
για να βρεθεί ένας στη φυλακή κι ένας

κάτω απ'το νυχτικό του ιδρώτα με πιάνει εύφορο ρίγος
απλώνει φτώχεια πίσω απ'τη μάσκα αδειάζουν οι παλμοί
σκοτώματα μου κλέβουνε το φως
το χώμα απ'το χαράκωμα που θάβεται εντός μου

κι αυτού παραπαίει ανάμεσα σε κλεισμένες κάστες
μια προσβολή στην αλαχά
βήχω θολώνουν τα γυαλιά κι αφρίζει ένα κρυφό
πνευμονικό οίδημα στις κόρες του Κηφέα

δίνουν με θετικές πιέσεις λες και θα καρπωθεί η στείρα αιμοσφαιρίνη
μαζί με το αορτικό τόξο που πλέει εγκυστωμένο σ'ένα χρυσό ζουμί
θα'χουμε να κυνηγάμε και τους ανθισμένους πνευμοθώρακες
κάτι στο στέρνο μου δε στέκεται καλά

το τελευταίο που κοιτώ η λάμπα τρώει τον ίκτερο
όπως ο ήλιος την πρωινή ομίχλη, πριν να ριχτώ στο παραλήρημα
έπειτα στάθηκα κομψός με καθαρή ματιά
απέναντι σ'έναν άντρα που έτρεμε από θυμό

στο υπόγειο κουμπώνουνε τώρα την απόφαση του ετοιμοθανάτου
ως πάνω πάνω στο γιακά ο λαιμός μου ακόμα αχνίζει ζωντανός
χωρίς τον ηρωισμό του νομοθέτη και την ανθρωπιά του Γαληνού

μένει ακριβός ο πυρετός του ισοφλουρανίου
τα φλέματα που ξακρίζουνε στο στόμα έχουνε γεύση
από φρούτο των Ινδιών, η ηχώ απ'τα τεντζερικά στο άδειο χειρουργείο
γλώσσα της συμφοράς που γλείφει τις πληγές.

Arletta, einen schönen Gruß an Gesine

Βγαλμένη από τους άτλαντες σελίδα λιωμένης πορσελάνης το σταγμένο βαμβάκι με νερό είναι μια άλλη προβολή του μυρωμένου λινού για να της καθαρίσουμε τα πόδια τα χέρια και το στέρνο σαν ευνούχοι ο νοσοκόμος που'χει σαφρακιάσει σφίγγει το στόμα από σεβασμό στον αυτοκράτορα στρέφεται το τρίγωνο του Einthoven δέκα μοίρες δεξιά με το ρολόι η μελάνη σινική όπως της πρέπει θα γράψει πενήντα πέντε σφύξεις στο λεπτό σε χρυσωμένο πάπυρο από τους καλογδαρμένους σφαγιασθέντες των συνόρων κι όλα τα άλλα λάτρα του αθλητή. Τα άκρα της γερμανικά σε ανάπαυση στο σώμα καθαρά της πρότυπης γενιάς πλυμένα ως κι από τη συστολή τους κι όλη της σαν κάτω από ένα στρώμα της λεπτής δίκην πνοής οστεοτόμου σκόνης στο υπόλευκο της άμμου του νησιού. Μικρές αδιόρατες φακίδες σκοτεινιάζουν σαν ξένο χώμα σε οπισθόφωτο σεντόνι ποιος ξέρει από τους ακριβοντυμένους του ανακτόρου της ποιοι πολεμιστές δρέπουν τους εαυτούς τους και ποιοι ευνούχοι τους εχθρούς όσο αυτή βραδυκαρδεί απ'τη σωστή ζωή της άλλο τόσο κι εγώ από τον αδρενεργικό αποκλεισμό περήφανα εγκρατής με τον φαρμακολογικό συντηρητισμό μου. Άλλο ένα δάχτυλο απ'το κατώφλι του εξεταστηρίου κι ο νόμος του συζύγου είναι πετούμενο του εσπέρου στα τηλεφωνοσύρματα, με νωθρή ψυχή προδίδω τον όρκο και τα χρίσματα μαστιγωμένος στην ιεραρχική υποταγή. Arletta, einen schönen Gruß an Gesine. Manchmal gedenk ich euch.

Opposé

Par derriere chez ma tante
il y a un bois joli
et le rossignol y chante
et le jour et la nuit

que donneriez vous, belle
qui l'amenerait ici?
Je donnerais Québec
Sorel et Saint Denis.

Kipling

Streit um des Kaisers Bart

är völlig umsonst, kariös und müde ohne Land
fix me I love how you try have my apologies for not, for not, for not responding
doch du kannst trotz allem fast alles tun setzen, stehen, setzen, stehen, schlafen, sterben
au
f
ä
ne
Do I miss something or am absent? Does it make any
SINN
S I N(N)
warte nur, warte doch ne
in any way that comes to you easily, go
du willst dich anderswo vernichten
ÖDEKunst
ÖDESucht without objectives right meet the candid man who finds his charm in hanging himself.

#37

Καλπαστικός ρυθμός και τρίτος τόνος γκρίζο σκοτάδι κατά μήκος του δρόμου κι επ'αυτού ακούγεται η ησυχία και το κύμα απισχνασμένο κάποιος στο διπλανό οίκημα με τα παραθυρόφυλλα συρμένα τέρμα ανοιχτά μοχλεύει τη χαλαρωμένη υπερώα και βγάζει σαγρέ χασμουρητά. Τα πόδια μου ξεκολλάνε σε κομμάτια όπως ο σοβάς που μούλιασε και στέγνωσε ένα φούσκωμα κιρσοειδές που όμως αυξάνει ακόμα και ξαπλωτό γεμάτο αίμα και γύρω ποτίζουν κάτω απ'το δέρμα άλλων ειδών νερά διαφανή και σταχυόχροα. Κάποτε έρχεται η στιγμή που η αντιρρόπηση γίνεται μνήμη κι αρχίζουν οι παροξυντικοί πνιγμοί βήχες οδοντωτοί κι άγαρμπες πριονιές. Αντί όμως να παρακαλώ για τη συγχώρεση και να δυσπνοώ μετανιωμένος ξανασκέφτομαι πώς τα χέρια γίνονται μαστίγια από εύκαμπτη πλατίνα και χαμογελώ. Δεν έχει σημασία τίνος το πρόσωπο στραβώνει απ'τον πόνο ή..., ούτε αν ήταν συνάντηση δυο ειδών βρώμικων πετσιών ή χάρισμα της λευκής απελπισίας κάποιας φοβισμένης ερωμένης στη φαιομελανινική αηδία που κουβαλώ για σώμα. Η οπτική ήταν ίδια ηχοανακλαστικά πολύχρωμα πρίσματα κοκκιώδη απ'τους ηθμούς των βλεφαρίδων και των μυιοψιών. Τα μπράτσα ήταν τα ίδια που χτυπούσαν αδύνατα και θλιβερά θρομβωμένα ως το βάθος από τα σωμάτια του Negri που έρρεαν με κάθε φτύσιμο της λύσσας. Κάπως συνέβη και τα θύματα έχασαν τη σημασία τους και τη θέση τους στους πίνακες των νεκροτομείων, ενώ διατηρήθηκαν οι παρυφές του δικού μου πεδίου και τα παρασκηνιακά ενοχλήματα της διόφθαλμης προσωπικής όρασης. Τι είναι πιο παράταιρο πιο μόνιμα στραβωμένο, όταν τα βράδια ξυπνώ για να σκεφτώ ξανά τις ένδοξες παρέες της σειράς, όταν γραμμένος γι'άλλες εποχές θανατωμένων αναπολώ σαν τωρινός, αυριανός, όταν έρχονται πάλι τα πρωινά με ένα και μόνο υπόλειμμα ένα στόμα ξινό, αδιευκρίνιστα άρρωστο που ξεπλένεται με μια γουλιά νερό. Όπως την εποχή των μελτεμιών στα χωματονήσια του Αιγαίου έχω βρεθεί κάτω από ένα λεπτό αμμώδες και λινό σεντόνι έτσι και τώρα θαμμένος κάτω από τη ζεστή κουβέρτα του χούμου και των β-αδρενεργικών ανταγωνιστών, έχω μόνο τις εκπνοές μου για αέρα και την εύφορη μυρωδιά του παρασυμπαθητικού. Φυλλωσιά βαριά και σκούρη, θερινές κατοικίες νωτίζουνε κρυμμένες, σα να τις κλείδωσαν για φέτος, σα να μην προλαβαίνει ο καιρός και να τον φτάνουν οι αισθήσεις καθηκόντων ένα περίεργο κυνηγητό που δε με νοιάζει, μισή ζωή ξαπλωμένος δεν άνοιξα ούτε χιλιοστό πληγή και πίστεψέ με όταν σου λέω απ'το στρώμα που σε κουβαλάει όταν βαραίνεις δέκα και δώδεκα φορές περισσότερα δόντια έχει μόνο κάποιο άρτια μικροσκοπημένο σαλιγκάρι.

Ὅσα φέρνει ἡ ὥρα...

Η πείρα με δίδαξε πως η ανάρρωση των αρρώστων βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Ένας που δέχεται τις φροντίδες ενός χειρουργού μπορεί να πεθάνει κι ένας άλλος γίνεται καλά χωρίς καμία απολύτως φροντίδα. Ένας άντρας παθαίνει ένα μικρό κόψιμο στο δάχτυλο του χεριού του και πεθαίνει από δηλητηρίαση του αίματος, ενώ ένας άλλος χάνει όλο του το χέρι και ζει. Η άφθονη τροφή και τα αναπαυτικά κρεβάτια δεν κάνουν τίποτ'άλλο παρά να μαλακώνουν έναν άρρωστο άντρα και να τον βλάπτουν. Αυτή είναι η πείρα μου. Μην ανακατεύεσαι, λοιπόν, σε πράγματα που δεν καταλαβαίνεις.

Waltari

Deos fortioribus adesse

Κι όταν πάψει αυτό το πέρα-δώθε 
θ'ακούω το τσικ τσικ των σιδερικών
αφότου σβήσει το βεντυλατέρ 

θα'χω σταθεί κάτω απ'το υπόστεγο 
γύρω θ'αναδίδεται η απόπνοια της βροχής
αιθερική πηχτή σαν του νεφροπαθούς 

δίκην φλεβών ηλεκτρισμού 
θα πλέουνε δίχτυα από γιασεμιά 
μέσα σε λάθος ημισφαίριο μέσα σε λάθος αγκαλιά 

γύρω θα περνάνε σβησμένα τα πρόσωπα 
που'χουν κακοφορμίσει 
μαζί με τα διαβητικά ποδάρια κι όλες τις άλλες μεταβάσεις του θανάτου

μελανιασμένος όπως εκείνη τη φορά
θα κοχλάζω με σάλια τη διαταγή
ΚΡΕΜΑΛΑ ΣΤΟΥΣ ΠΛΗΒΕΙΟΥΣ!

Γιατί τίθεμαι υπέρ της ανοιχτής χειρουργικής

Μέσα στις αίθουσες τα κωνία παραθερίζουν
στα μπλε της διανυκτέρευσης, ρούχα
της κόρης του αυτοκράτορα και τα φτερά
στους έξω σου κανθούς, λίγη αναιμία

ή φυσική χλωμάδα, δε μπορώ να πω ό,τι
κι αν είναι, μ'αρέσει.

Το σκάλισμα των ενδοσκοπικών εργαλείων
ράμφη προϊστορικών λεπιωδών αεροπόρων
οι σάρκες τσιρίζουν συρρικνώνονται και συμφύονται
καρβουνιασμένες στο άγγιγμα της διπολικής

όταν το παρακάνεις μυρίζει από κουζίνα ως τους διπλανούς.
Το φορητό ακτινοσκόπιο μαζί κι ο χειριστής του μ'έχει και μένα σαν αυτούς
μολυβένιο στρατιωτάκι. Ο λαιμός μου τρίβεται
στον κοινόχρηστο γιακά, το βραχιόνιο πλέγμα

αντιμετωπίζει προβλήματα αγωγιμότητας
με κάθε σύρμα που σπρώχνουνε πάνω απ'τις μηριαίες αντίθετα στο ρεύμα
στα χέρια μου η καρδιά καλπάζει σε ριπές.
Η αναισθησιολόγος Σλάβα πρώτης διαλογής
παρατηρεί τα νύχια της στο σκαμπουδάκι της γωνίας

η ορχήστρα της βομβίζει, αλλά δεν είναι για κακό
οι παρευρισκόμενοι αγωνιούν και βιάζονται. Τρεμάμενοι καθετήρες
έρχονται αποστειρωμένοι και φεύγουν επίχριστοι
κι εγώ εύχομαι ο ασθενής
να μας πεθάνει στο τραπέζι.

Η ελάχιστα επεμβατική σας πρόδωσε
σκατά γλιστράνε απ'τις οπές της λαπαροσκοπικής
τα παίρνει ο εξαερισμός, αλλά κάποια γκελάρουν
στον προθάλαμο για να μας συναντήσουν.

Φωνάζεις βοήθεια απ'το αναισθησιολογικό
και μεταγγίσεις στην ενδοεπικοινωνία, άντε να ξελασπώσεις
το πράγμα έχει αγριέψει
μακάρι να ήξερες πώς σου συμπαραστεκόμαστε κι οι δυο
ένας γατζωμένος στο κοντρόλ του ακτινοσκοπίου, ένας στη θωρακοτομή.

Την άλλη φορά στο εξωτερικό κλιμακοστάσιο, από δυο ορόφους κάτω
τον άκουγα να φτυαρίζει στα συρμάτινα σκαλιά
φρέσκο τύμβο για κάποιον που τυχαίνει να γνωρίζω
μα η αγάπη του για σένα τον έχει στείλει πιο νωρίς στον τέταρτο Fontaine

το αίμα του έχει ζαχαρώσει.
Έσβησα το τσιγάρο, έστρωσα το πουκάμισο μέσα απ'την κολλαριστή ρόμπα
ταλαντεύτηκα στην άκρη για να πέσω όπως η μάνα μου στη γη, μη
η σκέψη ακόμα αρκεί. Η σκέψη ακόμα αρκεί.

Απ'το κελί

Περνάνε απ'το νου μου οι γηραιές παρηγοριές κι οι νέες
στρευλές και χαλασμένες σαν φωτογραφίες που έχουν καεί λίγο στην άκρη
παλιά έβλεπα τα υπηρεσιακά να περνάνε απ'τον κεντρικό τώρα ακούω τις μηχανές και τα φαντάζομαι που έχουν αλλάξει η αρχή δεν επιτρέπει περισσότερα
με το βρακί στο πάτωμα το στόμα έχει επουλωθεί κατά δεύτερο σκοπό, διψάω
φωνή δε βγαίνει για το σαχαρίτ ούτε κι η νύχτα.

Τελευταία πνιγόμασταν σε φλέμα βαμμένο από αιθάλη και ροδόνερο
σε κάθε χτύπο νιώθω τα σκέλια της μιτροειδούς ίσα να πλαταγίζουν ξηλωμένα
μη με ρωτάς ποιος φταίει. Διάλεξα καλά την τύχη μου απ'όλες τις άλλες τύχες
στα αχανή λειβάδια του τσιμέντου φυσάει για τρικυμία είναι κι αυτό μια δοκιμή της πίστης
λαχανιασμένος και μπλαβής απ'το ανακατεμένο αίμα καθαρό μαζί και φαγωμένο εύχομαι να μην τα καταφέρω

εκτίω μια ποινή που δεν καταλαβαίνω
μισότρελος μέτρια μυωπικός και ιδρωμένος
 ο θεός πρόσταξε υπομονή
βεβαίως πέρασε κι αυτή απ'το κελί.

ΘΙΣ

Έχει φουσκοθαλασσιά εμπρός απ'το σπίτι σου το
κύμα χαμηλό γλείφει τα κράσπεδα
ζεσταίνω τα πόδια μου σκυμμένος δίπλα
στις ακμές ισορροπούν καβούρια

ήρθε ως τα χείλη το νερό
σκόνη ξεσέρνεται απ'το λιμεναρχείο
μέχρι τις πληρωμένες σου νηστείες, τα χαρισμένα πιάτα
οι γλάροι κάθονται στους στύλους μαρμαρένιοι

μόνο στην ησυχία ακούγεται το χνώτο των ακτών
φυσάει αέρας της βροχής
δε θυμάμαι με τι φωνή το είδες
δε θυμάμαι καν την κοινή μας γλώσσα

η μπύρα χρυσή φερμένη από αλλού
χωνεύει τον ιδρώτα της εποχής
ξινό ψωμί μες στα φιλιά
λοξοδρομώ

τόση βουβή αγάπη για ό,τι βγάζει αυτό το βαλτοτόπι

τα χρυσά ματόχαντρα γυαλίζουν σε κάθε σου βλεφαρισμό
λες κι εδώ τ'αλάτι που ανακατεύεται με το γλυκό γίνεται λάδι
κάτω απ'το λιωμένο τζάμι όλα διαθλώνται
έχει μια στάχτη άλλη στο βυθό

θολό νερό το θρόισμα των χαλικιών
στροβιλίζεται απ'την ακτή ως την πόλη που υπόσχεται
από σένα σύντομα δε θα θυμάμαι τι και
πως παρηγοριά δε βρίσκω ούτε στην Τορά δέκα πληγές ο γυρισμός...

Augen rechts, habt acht

Δε βλέπω άλλες αφίξεις παρά των μικρών ωρών
με δυο συμβλέφαρα δυο δεύτερες συζυγίες σε πλήρη διατομή

το νερό με κάνει και βουβό μαύρη λάσπη από στάχτη
κυφωμένος αργοκίνητος στη λίμνη με τις γόπες

ανάσκελες κοιλιές επ'ώμου τα λουριά της μαρτυρίας
οι πορείες μας φωτίζουν ακτίνες πέδης

πνιγμένοι και διψώντες
σε πλήρη πλήρη επιβράδυνση 

μα χωρίς σταματημό.











#36.3

Nach meinem eigenen Wunsch
nehme ich deines Körpers Abschied
meine Flucht, Congé - Congé bennenend
dir nahezustehen das schaff ich fast und schier
noch völlig nicht, völlig nicht
wir schlafen miteinander zu Gebetszwecken deines Gottes, deiner Religion.
Ich bin glaubenslos.
Jämmerlich auch, macht's nichts.

---

Τυλίχτηκε με την κουρτίνα ώσπου απ'το κουρτινόξυλο κρεμόταν ένα κουκούλι έτοιμο να σκάσει η φουντωντή του άκρη μελάνιαζε το λευκό υφαντό, το διήθημα του γλαυκού της μέρας έφτανε για να βλέπω τις σελίδες μιας και το δοξάρι πιο μακρύ και πιο φαρδύ απ'το βιολί με κράταγε στον τοίχο καρφωμένο απ'το λαιμό προσηλωμένο στα βιβλία που είχαν όλα να κάνουν με μένα, με μένα και μ'αυτόν, και μ'όλους τους άλλους που τρία χρόνια φυλάγαμε για πεθαμένους κι άλλα τρία είχαμε σκοπό αυτές είναι ισόβιες σπουδές και μεταθανάτιες τέχνες θεραπευτές και διαγνώστες μα απ'όλες οι πιο μιερές οι χειρουργοί και στην απέναντι πλευρά της στήλης οι ανθερές πουτάνες. Τα εκχυλίσματα των παραστρατημένων σταγόνες λάδι στα μαλλιά και πέρλες διαθλαστικές των βλεφαρίδων, αυτός μελένιος σιγά σιγά όλο και χειρότερα ξεχνώ πώς βρέθηκε παρασυρμένος στη μαγνητική περιδίνηση, διαλύτης αλατόνερο και γύψινος ασβέστης... μα έτσι λειτουργεί η ακολουθία για να ξεφύγω από τις τύψεις όταν φιλώ τα καθαρά του χείλη κι όταν χτυπώ κι όταν ματώνω τ'αγαπημένα μάγουλα από πορσελάνινα σε δυο χεριές δαρμένα κι όταν απ'τα στρατιωτικά κομμένα νύχια μου τσουγκρανίζει η βούρτσα κάτω απ'τη ρεματιά χλωρεξιδίνης λεπτότατο λινό τις απολογίες του και τις δικές μου παραμελημένες κι άδικες, άδικες καταχωνιάρες στα σφαλισμένα πείσματα. Κουβαλάμε τις γαίες για να περπατήσουμε επ'αυτών στους ώμους, η θάλασσα εκρέει από τις βελονότρυπες στα μπράτσα και τα στήθη, πιο λαμπερή πλατίνα ο κάματος. Καημένο πλάσμα, το κοίταγμα του ελαφιού να με στοιχειώνει και να ευλογεί το κλούβιο πρωινό, καημένη αγκαλιά αδράχτι της βρώμας του γιατρού και του μαθητευόμενου, δεμένο ύπουλα ανθρωπινά πώς σ'έφερα απ'τα πυκνά στο ξέφωτο, πώς ατύχησες έτσι, πώς σώθηκα εγώ. Απ'την πληγή μου στο λαιμό παλούκωμα του δοξαριού με βρέχει η απιστία, το φευγαλαίο μάτι κι η αχορτασιά, ζουμί χειρότερο απ'τη λέμφο του καρκινικού διασειρμού. Δεν έχει αυτή η αρρώστεια πρόγνωση πάνω από όλες μου τις μέρες κερασμένες με αρσενικό μπουκιά μπουκιά με γλύκα λατρευτική στον άλλον. Όταν φτάσει η στιγμή και καταφέρω να σταθώ, το κρύο της ακτής νερό θα το'χω ως το γόνυ, πνοές πνοές σα χιόνι ο αέρας του Μαρτίου η λάμα μουλιασμένη θ'αστράψει δυο φορές δως μου σαράντα δευτερόλεπτα καιρό να χάσω τα στηρίγματα και βυθιζόμενος θα ομολογήσω.

90°

Τα πέλματα με τα πετσιά σφιγμένα τέτοιο κάψιμο δεν έκαναν παλιά μα τώρα έχει αλλάξει όψη ο καιρός δέκα λεφτά κάτω απ'τον ήλιο για δέκα δέκατα πυρετό με άγριο ρίγος. Οι βάλτοι βράζουν στη δροσιά πέρα η ξέρα κι η χώρα ολόκληρη από φίδια στις ράχες τους φορτωμένα ρόμβους ακολουθίες της αγωνίας τα φέρνει όπως τη μούχλα οι χαραμάδες ανάμεσα απ'τις ξύλινες κολώνες. Από εδώ για εκεί τρεις μέρες καβάλα στο ταμπλώ και δυο φορές φορτωτική στα επιβατηγά των τοπικών γραμμών δεν έχει άκρη η διαδρομή για να κρυφτείς δεν έχει ξέπλυμα το πόσο μου'χει λείψει οι γείτονες των οικισμών τα βλέπουν όλα καλύτερα απ'το θεό σε μέρα αμαρτωλή του καλύτερου πιστού. Κι έτσι το χωριό ξέρει καλά ποιος μαραίνεται αναζητώντας σ'απελπισία τα προσευχητάρια της Ιερουσαλήμ, και ποιος τα βράδια στενάζει αδειασμένος από τριών ειδών αλμύρες.

Η φασαρία της εξοχής τα είκοσι δέντρα της αυλής και ο αέρας κυλιέμαι στον ύπνο με ησυχάζει στα μεσοδιαστήματα στο δίπλα μαξιλάρι η υβριδική ξαγρύπνια, ταραγμένη από κάτι σα μικρή λατρεία. Οι νησιώτες κουβαλάμε την κλειστή επιμειξία και το γλιτωμό του βιασμού με μια γυαλάδα άρρωστη στο μέτωπο και ξεχασμένη τη ντροπή ισχνή κι αναιμική ένα λεπτό λεπτό κρανίο να γίνει όλο σκόνη με το φίλημα του τρυπανιού και το κορμί βροντηγμένο σ'όλες τις πεντακάθαρες γωνιές του εξοχικού η πετσέτα μου βαμμένη από βιαστικό ξύρισμα λιάζεται λερή οι μελανιές λαδιές στο σμαλτωμένο δέρμα της το μαχαίρι γδέρνει το ψάρι το σφίγγω απ'την ουρά γύρω πετάγονται ακριβά ασημικά τα λέπια ψάχνω πίσω απ'τα βράγχια για τη συκωταριά μα τρυπάω το στομάχι και τραβάω χωνεμένα φύκια και χαλίκια μαζί με αμμουδερό χυλό μικρή μου νευρασθενική δεν έχω να σε πιάσω δεν έχεις κι εσύ να κρατηθείς. 

Ξαπλώνουμε δίπλα στις δυο άκρες του στρώματος τα μαλλιά μου πλοκάμια έρπουνε προς τον κακόχρωμο λαιμό, κράτα το στόμα σου κλειστό τα πλαϊνά κάποιος στα πήρε με την ψιλή για την τριτοετή θητεία τι κάνεις δίπλα στον παλιό, τι κοιτάς τι βλέπεις. Το κεφάλι χωράει να βάλει για καπέλο την παλάμη μου τα χέρια της που λιώνουν θυσία της υστερίας κλειδώνονται μεταξύ τους ο ευγενής χρυσός δεν οξειδώνεται ποτέ, ο ευγενής χρυσός δε μ'αφήνει να περπατήσω άλλο πια, ένας πλούσιος κουτσός οι χαλινοί σακατεμένοι, οι χαλινοί τους τράβηξε η μαμή μια ψαλιδιά και έφτασα μισάνοιχτος θολός και μεθυσμένος ν'ασθμαίνω σαν χοντρός βαμβακερός με βαριά βυσσίνωση μια Δευτέρα το πρωί.

Οι τοίχοι παχιοί στα τρία τέσσερα μέτρα κι ενώσω ξεδιψάς σε ξώγαμη πηγή δεν πιάνει τα μαντάτα και το πιο επιδέξιο αυτί, μα έλα που η ερωτική τους προσμονή είναι ίδια ίδια με τη δικιά σου κι όταν μαζεύεστε στην εκκλησία διαβάζουν τα εγκλήματά τους στον καθρέφτη. Η σκοτεινιά που κατεβάζει η υγρασία δε συγχωρεί κι εμένα στη συναγωγή, μα ούτε αφήνει να φανεί η προδοσία. Απ'τη δεξιά μεριά βλέπω που βγαίνει προς το χαντάκι, κάνω να στρίψω μα κρατάει τη στραβοτιμονιά σφιχτά, μουλαρωμένα και τα μάγουλα τα υπογράφει ο ιδρώτας, βάζω κι άλλη δύναμη οι ρόδες ανεβαίνουν στην άσφαλτο το δεμάτιο του His πνιγμένο σε πηχτό βούρκο των κατεχολαμινών χάνω την καρδιά μου αν κάνω να βγάλω λέξη τα γόνατα λυμένα ούτε να καταπιώ γουλιά γουλιά το μυστικό κράτα το στόμα σου κλειστό μικρή μου νευρασθενική σε κόβει και σένα το μαχαίρι πάνω απ'το λαβομάνο ξυλιασμένη στην άκρη του στρώματος ακίνητη ενοχική κι αν πέρασε απ'το νου κάτι σαν ατοπία, τα πόδια έμειναν κρεμασμένα εκατέρωθεν του κρεβατιού, τα χέρια πειθαρχημένα, τα βλέμματα των δυο σε ορθή γωνία.

Με καθαρή συνείδηση στο Τελ Αβίβ

Σένιος με τα ρούχα απ'το χτεσινό πρωί δεν είναι η ώρα αυτή, μη, δεν είναι η ώρα αυτή μα κράτα στα μάτια σου βλέμμα από βότσαλα κάνε πως δε θολώνουν γύρω οι επιγραφές κι εύχομαι να ξέρει η αδερφή αν είναι το μηδέν εμπρός ή πίσω από το ράμμα αλλά θα το δούμε έτσι κι αλλιώς όταν θ'ανοίξει το χαρτί τα κλαδιά κουνιούνται πλακέ στη τζαμαρία απ'έξω ό,τι εισπνέεις είναι αλοθάνιο στο χαμσίνι αίμα κι άμμος 

στις γαστροκνημίες μου χαρτογραφούνται οι χώρες του καμάτου κι ο ιδρώτας σουρώνεται στις κάλτσες αγνάντι για ένα μικρό λεπτό αναρρωτική άδεια για μήνες, για μήνες στο στοπ αριστερά και δεξιά στη διασταύρωση πράσινα μεσημεριανά στις δώδεκα ενώ αλλού όσο κατεβαίνει η δική σου η ανάλατη μπουκιά κάποιος ανασταίνεται στη μυρωδιά του φρεσκοπεθαμένου πλημμυρισμένος από χρώματα που βρίσκουν το δρόμο τους απ'τους κερατοειδείς πλεγμένους με δυών τα οράματα

ανασκοπώντας τις βάρδιες της τσόχας
ένας ακόμα αγαλμάτινος χαμένος

τα στόματα των τιμωρών λιμασμένα για μαρτύριο
στέλνουν τα χέρια βαριά και σιδερένια ν'αφέσουν καποιουνού τις αμαρτίες

στα μάγουλα και στο λαιμό όμως στάζουν τα σάλια της ταλαίπωρης νηστείας
όπως τα κύματα της θάλασσας τις πέτρες έτσι τις σάρκες τους αυτοί
αίμα κι άμμος.

Gewidmet

Leben is genau das Gleiche hier und da doch Städte stinken nach demselben Todesruch denn nur auf dem Lande hält man für immer ich denke bei schlechter Gesundheit ich liebe und erinnere mich bei schlechter Gesundheit schau, kuck dein Mann zieht davon ich weiß soviel ich weiß du brennst von Hunger nach einem zärtlicheren Blick Leben is genau das Gleiche hier und da, die Sonne sättigt uns von arm bis reich gleichfalls so kann es nicht weitergehen, bald bekommt sie das Unterscheidungsvermögen, hier brennen und wärmen da meine Verlobte wartet bestimmt nicht vergebens ich setz mich wieder hin, streichle meinen Kater der Rabbi segnet uns auf der ganzen Insel  ein der Jude mit den kupferfarbigen Koteletten und die Mädchen mit dem Flachshaar ich kehr heim, vergiß mich vergiß mich nicht halt deinen Trauring fest was bleibt übrig? wir

4/5

Медицина - моя законная жена, а литература - любовница. Когда надоест одна, ночую у другой.
Чехов

#35

Η τελευταία εφημερία

Το βρόχινο νερό ποτίζει τη μανταρινιά του περβαζιού
που ανθίζει φορές δώδεκα το χρόνο ξαναμμένη
με τα ζουμιά του γραφείου των ογκολόγων

απ'το απέναντι παράθυρο προσοχή στη διανυκτέρευση
αφουγκράζομαι μία μία τις γουλιές, γυαλιστερές και
στρογγυλές σαν τις μικρές κραυγές των κοριτσιών

η ώρα πριν το χάραμα η μητριά της μέρας
ανάσκελος στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι
τα χτεσινά σεντόνια φύγαν σε μπόγο το προηγούμενο πρωί

μαζί με τα υπόλοιπα του τέταρτου ορόφου
το ξυπνητήρι καποιουνού μας παίρνει το κεφάλι
βήματα θυμού έξω στους διαδρόμους

μες στο μισοσκόταδο βλέπω ένα κρεβάτι σαν κι αυτό
απάνω του σκευρό το λυτρωμένο
και δίπλα ακριβώς το ξυπνητήρι που μάταια ομολογεί
γιατί αυτός δε θα κατέβει σε άλλη αλλαγή.

Ruffian

It's a real pity you can't run

because
when the dogs with the dengue fever eyes
shed your skin apart, shatter your bones in snowy stars

there is no deliverance from your most contented god

It's a real pity you can't run
as fast as the Ruffian you are by tenet and no

truth
be told, I take my sin at heart with a smile
at the spilling of your blood, at the clenching of their jaws

locked by the poison of rust, and pray on my knees...



Η ελίτ

Γύρω απ'το τραπέζι πλατσουρίζουμε
στην ξοδεμένη ρώμη του περιστατικού

το αίμα που δεν πήζει είναι του πεθαμένου
και του βασιλικού

---

Σε άκουσα παλιότερα να λες αυτός
έχει δειλή καρδιά και πόδια από ξύλο

θα του μετρήσω δυο μετάνοιες
ως να τον συντρίψει το σφίξιμο της θωρακοτομής

---

Για όσους σακάτες φόβισες
φταίει η αδηφαγία του σιεόλ

για όλους τους υπόλοιπους
έκανες λάθρα ράμμα από χρυσό.

#34

Ο ήχος του αργού μεσημεριού

Ώρες ώρες έστριβα το τιμόνι κι έπαιρνε μαζί με τα ημιαξόνια ένα βαρύ κορμί στροφή, ανακατεύονταν όλα όπως τα χρώματα της ρόδας του Νεύτωνα σ'ένα ημίαιμο λευκό, ένα απροσδιόριστο νεογνό φως, οι σάρκες μου και τα λιγότερα από ξύλινα οστά μου με τους μουσαμάδες, τα αλουμίνια και τα πλαστικά, δίχτυ από λεπτά νήματα με περίτεχνους κόμπους. Τα καλώδια μονωμένα απ'τη γλοία ξεχύνονταν απ'το κουρκούτι τους κι επιμηκύνονταν τόσο και διηθούσαν ενάντια στη φύση τους. Είχα άριστη αίσθηση σημείων εκτός του εαυτού μου γιατί ο ίδιος έφτανα ως εκεί. Έστριβα το τιμόνι κι έστριβα ασήκωτος μες στα στενά, ασήκωτος και κακοσυντηρημένος. Ήμουν αγεωμέτρητος, με έζωνε η κρυφή αμφιβολία όταν ξεκινούσα στα τυφλά να εναρμονίσω το όχημα με την άσφαλτο και τα πνιγηρά της πεζοδρόμια. Κι έτσι αγεωμέτρητος καθώς ήμουν κάθε φορά κατάφερνα να γλιτώσω κάπως με φροντίδα τα κράσπεδα απ'το σπαραγμό της καταχώσεως. Η ψυχή μου το'ξερε κι όλα τα εικοσιένα που δεν ήρθανε ποτέ πάνω στην τσόχα. Η παχουλή μου τύχη έρευε σε κάθε αλλαγή πορείας και τις νύχτες των ρεπώ δεν έμενε σταγόνα, σταγόνα δεν έμενε.

Η μάζα των άλλων, ζωικά μεγάφωνα φασαρίας, ήταν παράσιτη τις ώρες της αιχμής. Δεν χωρούσαν, φυτιλωμένοι απ'έξω συνδυασμένοι κατάλληλα όπως η φλόγα με το ιωδικό άλας του καλίου, ήθελε ελάχιστη ανάδευση απ'την εσωτερική της χώνεψης που συμβαίνει στους λασπόλακκους και γινόταν μέσα σκηνικό αυλαίας που ξηλώθηκε. Το να τους πηγαινοφέρνεις απ'τον έναν στον άλλο μικρό εγωιστικό προορισμό τους ήταν αναβάθμιση απ'το να πηγαινοφέρνεις τα ευγενή σφάγια στις παρυφές των άλλων τους μετενσαρκώσεων, ήταν ευθύνη μια, δυο κατηγορίες μεγαλύτερη. Στην πραγματικότητα ήταν μια επισιοτομή στην υπομονή μου, που έχαινε πια σα σκισμένος τράχηλος στα χέρια άπειρης μαμής. Ό,τι συνέβαινε πάνω στη ράχη μου ή πίσω της ή δίπλα στο αυτί μου ήτανε από άλλες αυτοκρατορίες, ήτανε γι'άλλους καλοντυμένους στρατιώτες.

Όταν συναντιόμουν με το αντίρροπο δρομολόγιο, πέτρωνα την όραση κι έγνεφα μηχανικά χωρίς να ξέρω ποιος γηραλέος προσκυνητής γυρνούσε ή πήγαινε αναλόγως του τι έκανα κι εγώ. Στη σκοτεινιά της διακριτικής αφαίρεσης, με τη δύση να καθρεφτίζεται στην επικλινή πόλη με το στενό λιμάνι όλα τα παράθυρα, όλα τα λαγούμια των κατοίκων ήταν ένα χάλκινο παγοδρόμιο κι έβλεπα αλλού είδωλα της λάμψης κι οδηγούσα ενστικτωδώς, το ρίσκο του μισαώρου πριν επιτέλους σουρουπώσει. Μια άλλη γραμμή που ούτε ήξερα πού πήγαινε ή αν την ήθελαν πολλοί, σφηνώθηκε δίπλα μου πάνω στη διασταύρωση καταιγίζοντας με τις άσπρες και πράσινες ρίγες και τα σλόγκαν για τους κινητήρες αιθανόλης τη γλαφυρή θέα. Στράφηκα με το βλέμμα πέτρινο, έγνεψα κουνώντας μόνο το μέτωπο, αν το επιτρέπει αυτό η σφιχτή ανατομία της περιοχής. Αργά η εστίασή μου ξαναγύρισε απ'την καλή μεριά και δίπλα είδα φιλτραρισμένο απ'τις πλεξιγκλάς πόρτες και τα ζωγραφισμένα φυλλαράκια του οικολογικού μας στόλου, έναν άντρα τρυφερό σαν χτυπημένο στο γουδοχέρι, να ξεδιαλύνεται απ'τα δάκρυα που έπαιρναν τη δίψα απ'τον ορθάμαχτο. (μου) Χαμογέλασε, το φανάρι άναψε πράσινο και με το γκάζι μαλακά κύλησα το ελεφαντινό κορμί μου στην κατηφόρα ενώ άκουγα να κρεμιέται το δικό του απ'το αυτόματο σασμάν.

Αποδιοργανωμένος όταν γύρισα στo τέρμα πετάχτηκα έξω και βρήκα κάποιον απ'τους πολλούς που τόσα χρόνια συναντούσα χωρίς πρόσωπο και ρώτησα, σε ποιο αμαξοστάσιο αφήνουν τα πενήντα; Σε ποιο; Σε ποιο; Σε ποιο; κι έκανε το λάθος ν'απαντήσει.

Ξέχασα το χαρτί και τη χασούρα κολυμπώντας στα κυλιόμενα ρεπώ, κάθε βδομάδα μια μέρα πιο νωρίς, το σπίτι ξεχασμένο κι οι οκτάωρες διαδρομές μίκραιναν, μίκραιναν κι εξαφανίζονταν στη σκιά της προσμονής, παράλυτες από ντροπή. Αγωνιώδης στραγγαλισμένος απ'το γιακά του πουκαμίσου κουμπωμένος πάνω πάνω τάχα με υψηλό σκοπό μα πίσω απ'όλα στην εφηβεία της παρακμής στεκόμουν πεινασμένος δίπλα στο κουβούκλιο της εισόδου κι έβλεπα τον έναν και τον άλλον να χτυπάνε τις κάρτες τους για σχολάσματα μηνών.

Όσο χτιζόταν αυτή η οπερέττα, δεν είχα γεύση ή όσφρηση ή ακοή, δεν είχα μνήμη. Ήμουν ένας θλιβερός λυμφατικός οδηγός μιας γραμμής που δεν ήξερα πού πήγαινε ή αν την ήθελαν πολλοί, πιο μαραζωμένος κι απ'αυτούς που με καλούσαν στις γιορτές συνταξιοδότησης και ποτέ δεν πήγαινα γιατί είχα να φροντίσω τη μανία μου που με είχε ανάγκη σαν άρρωστη μάνα. Κι όταν τελικά τα πιατίνια με τη βαμβακερή επένδυση σηματοδότησαν το τέλος του ταξιδιού, χύθηκαν θάλασσες από κομψά βερνικωτά μελάνια ενώ η καρδιά μου ετοιμαζόταν να με προδώσει καθώς άπλωνα το χέρι και του έπιανα το μπράτσο. Κι ήταν ακόμα και μετά από τόσο καιρό ίδιος με τη φωτογραφία, ή ίσως εντελώς διαφορετικός, μα το επιστέγασμα ήταν πως δεν είχε καμία σημασία όταν (μου) χαμογέλασε.

Περπατήσαμε με κάθε πρόνοια μακρυά απ'το αμαξοστάσιο και τον απορημένο υπεύθυνο κίνησης, ήμουν ακρωτηριασμένος σαν πεζός γεμάτος πόνους μελών-φάντασμα απ'τις πετσοκομμένες ίνες του γρήγορου και του αργού ρεύματος, μηδενικού βάρους, τιποτένιος, βημάτιζα σε πλήρη συντονισμό με τη μέθη της κεταμίνης και του ΝΟ, δε βημάτιζα, αιωρούμουν, έκλαιγα δυνατά μα οι περαστικοί που τους κακοφαινόταν ήταν βουτηγμένοι στο παρασκήνιο. Με πήρε αγκαλιά στο αίθριο του σπιτιού του, ασφυκτιούσα με τα πνευμόνια γεμάτα ως τα χείλη απ'το δέρμα του κι από κάπου αλλού εντός μου, μαζί με κάθε παλμό, ανέβαινε κάτι άλλο προς τα πάνω, του έπιασα τα χέρια και κατόπιν το λαιμό κι από τη φυσική λαβή τον έσυρα παραδομένο ως τον τοίχο με την αναρριχόμενη τριανταφυλλιά, ασθενική και τελειωμένη σε τέτοιο κρύο κλίμα και τον βρόντηξα μέχρι που το αίμα του ενώθηκε με το δικό μου και τα νεύρα μου γυμνά ξεφλουδισμένα κι απ'το τελευταίο κύτταρο του Schwann κατέκτησαν και το δικό του σώμα κι έγινα ένα λεωφορείο με δυο οδηγούς.

Μετά απ'αυτό, πρώτη ανέκτησα την ακοή: σταδιακά άρχισε να πλησιάζει με το Doppler ο ήχος του αργού μεσημεριού, η μουσική του αίματος που πήζει, και με κατέβαλε η ερημιά της Κυριακής. Κατόπιν ήρθαν τα υπόλοιπα.

Warum haben Sie diesen Beruf gewählt?

Νεκροθάφτη, γιατί κλαις; Γιατί αυτά τα δάκρυα τα ίδια με γυναίκας;
[...]
Νεκροθάφτη, όμορφο των πόλεων τα ερείπια ν'απολαμβάνεις μα πι'όμορφο ακόμα ν'απολαμβάνεις των ανθρώπων τα ερείπια.
Le Comte de Lautréamont

(laufende Arbeiten - work in progress)

#33

Στα μετόπισθεν της γενικής γιορτής, θέση ήδη πιο πρώτη απ'τη δέουσα
ξεχνώ και τα επάρματα και τους κανόνες του ρυθμού

τα παρακάλια για πιο νεκρές ζωές, η βαβούρα της ανάγκης
και του φόβου στο Ασκληπιείο εξανεμίζονται

το ερχόμενο πρωί είναι τόσο γδαρμένο απ'τον ήλιο
που ως κι η ανάποδη του καθρέφτη αντανακλά οξέα σήματα

διασπορά των λάμψεων στα ίχνη της λασποβροχής
απ'τη μια στην άλλη, απ'τη μια στην άλλη

πάρε το αίμα σου πίσω αραιωμένο απ'το μαλακό αλατόνερο του "Πλύνε!"
προτού σε πνίξει κάποιος διακριτικά με δαύτο

κι εγώ θα σου κόψω ένα χαμόγελο πώς δεν ξέρω τίποτε σχετικά μιας και
είμαι ένα βήμα εμπρός σ'έναν βαθύ αμμόλακκο

τα μουστάκια σκαρφαλώνουν στις άνω άκρες
της κάθε ρινικής χοάνης και τα χείλη της διγλώγχινος βαλβίδας

πέφτουν προς τα πίσω πλαδαρά, γεμάτα από τη χάρη του αιφνίδιου θανάτου
κάποια παιδιά του Barlow τα κλέβει η ανεπάρκεια για δικά της

απ'το εσωτερικό παράθυρο του ημιωρόφου φαίνεται το αίθριο
όλες οι στρώσεις του εξευτελισμού διέρχονται απ'το τζάμι

τα υπόλοιπά τους επιστρέφουνε σ'αυτούς και στα γύρωθεν ντουβάρια
το γραφείο γεμάτο εκμαγεία του πεταματού, γεμάτο εκμαγεία άλλων.


#31

These words are spoken not in sound
they take the bodies of depolarized wires
they take the bodies of the dead from the
self-luminous print in the day to the night of the skull
these words are read

every line breaks
in two, in three, in many parts

that's exactly how it works, that's
how you dislike it, that's how you
can't make it out and alike. For the best!

I think not in words, I think with taste and smell like the animal I am
I think with my eyes
take them out and watch me be
take them out and watch me be

a neck without a pulse,
a neck without a pulse

a mouth that carries these words from this place to the same
a bottomless mouth.

---

Λαπαροσκόπηση



Allerdings.

#30

Τα χαρούμενα ηλεκτρόνια στην κάθοδο κλέβονται απ'τις δυο πλευρές και συμβαίνουν αθόρυβες συγκρούσεις που διαλύονται προς διπλές αναλαμπές. Το μισό μου πρόσωπο φωτίζεται απ'το τρεμάμενο γαλαζωπό ξημέρωμα. Ο γάτος με κοιτά με μια σκυλίσια πίστη, κι ας μην καλοξεχωρίζει στη φασαρία της νυκταλωπίας το πού στέκει και πώς έχει στηριγμένο το κορμί ούτε καν το ποιος είναι, ξέρω δε χρειάζεται. Εκατέρωθεν των ώμων μου αναβλύζει χυλός από λουλούδια εποχής, ποιας εποχής; μα φυσικά αυτής που θα με θάψει στο νησί, δεν έχει σημασία, δε με νοιάζει ποιας. Κρετινικά νωθρός, βλεφαρίζω αργά και αραιά, το πορτραίτο του ζώου μου πνίγεται σιγά σιγά σιγά σιγά στο φίλτρο του χυλού. Αναστρέφομαι, με παθητικές κινήσεις, προς τις πληγές της ενδομήτριας ερυθράς, τα πνευμόνια ξαναγεμίζουν με μια αλλοτινή αμνιακή παρηγοριά. Δεν έχει καθαρά και βρώμικα δεν έχει βόρεια και νότια εδώ... κι έχω ένα ζωντανό να ζει μόνο για να ζω εγώ.

Τα βιβλία απ'τη σκούρη βιβλιοθήκη γκρεμίζονται λίγα λίγα, προσγειώνονται σε κάποιο πάτωμα τελειωμένα, οι σελίδες μέσες και παράμεσες χαλάνε γεμίζουν μ'ανεπανόρθωτες ουλές. Δυο αγκαλιές το παλιοϊδρωμένο χαρτομάνι διαφεύγει σα σποραδικά φτερά. Μαζί οι τρεις γυαλισμένες φυσαρμόνικες που έτσι όπως το νέο μέσο πάλλει τις γλωττίδες τους, ακούγονται σαν ύδραυλοι. Μια μουσική της τροπικής δροσιάς 
πιτσιλάει τα πάντα ενώ ξεχύνεται απ'το ποτήρι για να βρεθεί άδειο στην ισοηλεκτρική γραμμή ενός πένθιμου καρδιοτοκογραφήματος, μη λυπάσαι, του μουρμουρίζω γιατί καταλαβαίνει.

Είναι λες και οι μήνες συνοψίζονται σε προϊόντα χάρτου. Λες κι οι χάλκινες χορδές λιώνουν παρέα με τα ρούχα και τα συρμάτινα γυαλιά, κάτω από ψιλή ψιλή βροχή. Η αντανάκλαση των παντοδύναμων κυττάρων που γίνονται θυσία για να σωθεί ένα παραστράτημα ρουφιέται απ'τον οριακά διαπερατό χυλό και γίνεται σκοτάδι. Δεν έχεις πια καιρό, γιατί τον έχεις όλον. Ο γάτος τα μάτια παράδοξα αθώα μου ξεπλένει την καχυποψία τελετουργικά. Βάζω και βγάζω χωρίς διάκριση, χωρίς να κάνει διαφορά, χυλό από λουλούδια. Στ'αγγεία μας ο ανοιχτός μου βοτάλλειος ανακατεύει χυλό κι αίμα ώσπου να πάρουν τα πάντα μια πολυχρωμία συνεχούς κι άτακτου φάσματος, της λησμονιάς. Οι άρρωστες πετέχειες είναι συσσωματώματα σπάνιας γύρης, εν αναμονή της διασποράς.

Μόλις σπάσει η βραδεία αναπαραγωγή, το σύμβαμα προωθείται στην πραγματική μου οπτική ακέφαλος από υστερικό θυμό τινάζομαι εναντίον των βιβλίων και των διακοσμητικών, ο γάτος συσπάται φοβισμένος αλλά κρατάει τη θέση του, ο χυλός ξαναδιηθείται εντός μου κι η μόνωση εξαφανίζεται, το πορτατίφ με το βραχίονα ξαπλώνει σε κομμάτια καταστεναχωρημένο.

Uff, uff.
Uff, uff.

Sectionalism

We drift in the open
waters that surround us
eat our bones away,

we are weak in the head
all islanders, frail.

---

Where are we now?
Where are we now?

---

I don't care what happens outside this place, I'm buried right here.

Προϊστάναι


'Έξω απ'το γραφείο του κρεμόταν μια φωτογραφία
η γραμματέας σύμφωνη με τα γούστα του, με την κατάλληλη φωνή προπονημένη να μας ρίχνει ματιές της υποτίμησης να μας θυμίζει πώς δε μπορέσαμε ποτέ να δούμε τι ήλιος καίει στο Μαραθώνα
κι αυτός
όταν εμείς θ'αφήναμε το τέταρτο, πέμπτο τσιγάρο να σβήσει κρεμάμενο απ'τα χαλαρώς παραλυμένα δάχτυλα
θα'ρχόταν να πιει τον πρώτο του καφέ τρίζοντας τον πλαστικό του μουσαμά με τα δουλογυαλισμένα μοκασίνια που απ'το κάλυμμα του κουντεπιέ κρέμονται τρεις μικρές σπαρταριστές λωρίδες που απολήγουν σε τρεις πέτσινες μπάλες
η καράφλα του θαμπή σ'αντίθεση με όλων των άλλων που γυάλιζε απ'το απόσταγμα του άγχους, αγκαλιασμένος μόνο με βολικές καρέκλες που γυρνάνε γύρω απ'τον εαυτό τους και γύρω απ'τα δρύινα έπιπλα και ακόμα και η πλάτη πάει πίσω ίσα με εκατόν ογδόντα τσακισμένες ή βρωμιάρες μοίρες
πόσες φορές με κράτησα σαν το αγριόσκυλο που πνίγεται στην αλυσίδα του όπως τεντώνει και χορδίζεται σφιχτά απ'το χέρι του ιδιοκτήτη
περνώντας δίπλα απ'το αυτοκίνητό του παστωμένο καθώς ήταν στο αρωματικό κερί και τη δουλεμένη μυοσφαιρίνη που αγόρασαν τα άπλυτα λεφτά του ήθελα, δεν ξέρω κι εγώ τι ήθελα να κάνω για να το τιμωρήσω αλλά η αλυσίδα τσίτωνε και μου'φευγε η ανάσα
όταν χωνόμουν ως τους αγκώνες σε κάποιον που μισούσα κι ας μην τον γνώριζα ποτέ κάνοντας δρόμο μες στ'άψητα κωλάντερα, η υπογραφή του διευθυντή στο χαρτί που θα'παιρνα στο τέλος με πονούσε
μα ποιον,
μα ποιον υπηρετούσα;
με την ψυχή στο στόμα έξω στη ράμπα των αναπήρων, από κάτω οι αστραφτερές αντανακλάσεις της εθνικής οδού επιθυμία κάθε φυλακισμένου, έβαζα το μουδιασμένο πόδι μου στο κάγκελο κι έψαχνα σε κάποια τσέπη για τα σπίρτα
δίπλα στέκονταν άλλοι μα δεν τόλμησα να τους ζητήσω
ακόμα κι αν δε μ'έπαιρνε να το παραδεχτώ ήταν ένα συροπιασμένο κοπάδι με τις τρίχες κολλημένες, μια μαλακωμένη καραμέλα που ανακάλυψα παιδί κάτω απ'τον καναπέ ένα μεσημέρι αργίας
ώρες ώρες τους παρακολουθούσα που του εμπιστεύονταν τα προβλήματά τους κι αυτός έσκυβε επιδέξια τ'αυτί του για να πείσει πως ακούει, πώς ακούει
πώς ακούει που ανάμεσά μας κι αυτουνού υπήρχαν στρώσεις χίλιες από γλώσσες;

Δε μου'μενε πολύς καιρός -έτσι κάπως με παρηγορούσα
αλλά η ζέστη μου έπινε την υπομονή κι εκείνη τη Δευτέρα δεν πα να μ'έπνιγε σα κοφτερή κλωστή έκανα κόντρα στο λουρί και χάραξα δέκα χαρακιές βαθιές σα λούκια με το κλειδί του φωριαμού την προέκταση του διευθυντή
η γραμματέας, σοβαροφανής και καθωσπρέπει όπως αρμόζει σε κάθε πιστή διοίκηση, με ράντισε με ιδέες μεγαλείου απ'το μικρό παραθυράκι δίπλα στην πόρτα
έφτασε, έφτασε μια λεπτή στιγμή για να κλείσω τα μάτια ν'αρχίσω να μουγκρίζω σα ζώο και να δω κάτι από μέσα μου να αλλάζει από σάρκα σε αιώνια ύλη
έξω απ'το γραφείο του κρεμόταν μια φωτογραφία
που δείχνει μιαν ολόχλωμη νεαρή πνιγμένη στις αρετές της τώρα και
στο αίμα μου όπως πετάχτηκε μαζί με τα κομμάτια του γυαλιού εμπρός στην εμβρόντητη κυρία των σαρανταδύο χιλιομέτρων μακριά μου
ήμασταν δεν ήμασταν όλοι απ'την ίδια τρύπα; είχα ξεχάσει.
Κι αυτή κι οι υπόλοιποι κι ο ίδιος ο διευθυντής ξεπετάχτηκαν πατημένα ελατήρια μες απ'το ίδιο μουχλιασμένο κουτί που έβγαλε κι εμένα; δε θυμόμουν
μόνο μια αφηνιασμένη κασσέττα γύρναγε και ξαναγύρναγε μέσα στο δικό μου το λαιμό
ΜΟΥΝΟΠΑΝΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ 
ΣΚΟΥΠΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΠΤΥΧΕΣ ΓΙΑ ΚΕΡΜΑΤΑ

Δεν άργησαν να'ρθουν να με πάρουν ενώ
συνέχιζα και γύρω μου μαζεύονταν κι άλλοι
κι άλλοι κι άλλοι διευθυντές κι άλλοι κι άλλοι
κι άλλοι απ'τους άλλους του δικού μου σιναφιού

ο δρομέας των μικρών αποστάσεων δε θα δει ποτέ - δε θα δει ποτέ
μα εγώ πια το'χω καταλάβει, ο ίδιος ήλιος που ψήνει τους ρουφιάνους
παρατημένους δίχως στάλα νερό στην ξεραΐλα του πολύτιμου χαρτιού
ο ίδιος φυτρώνει τα πράσινα σπαρτά και όσους ξεχνούν σε τι αγώνα τρέχουν
ο ίδιος φαίνεται και το πρωί στο Μαραθώνα, του δικαίου της πυγμής.

#28

Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Μας φοβούνται κι όταν μας σκοτώνουν.
Νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.

Τάσος Λειβαδίτης

---


Τα άρρωστα παιδιά με περιμένουν με σάλια να ρέουν
απ'τα σαγόνια του τρισμού και το κόχλασμα στο στήθος

το ίδιο κι οι μάνες που τα γέννησαν για να τις συλλυπηθούμε
καθώς πηγαίνουν απ'την ιλαρή προσμονή στη μαρτυρία

δεν προλαβαίνω να τις δω ούτε καν τη δική μου 
τα δε παιδιά γεμάτα πηγαίους πυρήνες μπορούν να κάνουν κι άλλη, κι άλλη υπομονή... 

μετά, κάποιος άλλος θα τα σώσει ή θα τους δώσει 
δεύτερες τρίτες ζωές.

Είμαι ένα άδειο κρεβάτι κάτω από μια στοίβα κουβέρτες
η θειοπεντάλη λιώνει τη μεσοβασιλική, όλοι οι δρόμοι

αρπάζουν μια φλόγα απ'αυτήν που αρέσει στους επαναστάτες
πίσω απ'τα βλέφαρά μου που πέφτουν βαριά θα φανούν

με όλα τα περιγράμματα γλειμμένα από ακονισμένες λάμες
οι πρόσκαιρες χαρές, οι εφήμεροί μου πόνοι

το νοσοκομείο κρουσταλλιασμένο στην ηπειρωτική παγωνιά
όλοι οι εφιάλτες τη στιγμή της προδοσίας, χαμογελάνε στο απόσπασμα
κι εγώ, φυσικά, κι εγώ μαζί τους



-Αν δε σε φύραινε ο φόβος γιατρέ, θ'άκουγες καλύτερα το φλοίσβο
που'ρχεται από μακρυά για το 0,9% του
τώρα γελάς, γελάς.

---

Προσμένω πώς και πώς το φως της τελειωμένης μέρας που θα με βρει στο αίθριο πίσω απ'το φουαγιέ, γύρω οι συνοδοί κι αυτοί που συνεχίζουν μεγάλες βάρδιες θα τρων και θα καπνίζουν. Φεύγοντας ακούω μουρμουρητά συνθετικών χαιρετισμών. Η βρώμα των μισοπεθαμένων κι εκείνων που ξεχνούν τη θέση τους του σκλάβου στους ναούς της ζωής και του θανάτου μετράει αντίστροφα προς το βρεγμένο χώμα, τις ακακίες με τα κίτρινα άνθη και τις αλυσίδες των νυμφών.  Όταν σκάει η μίζα ξεθωριάζει η θέα του ψυχοπομπού όσες φορές κοιμήθηκα στο εφημερείο δίπλα στον Μπερτ  τον παθολόγο που'κανε χίλιες άπνοιες, ο κόκκινος χρυσός που εμφανίστηκε στο μέσα του γαντιού σαν υδράργυρος σε ποτήρι του νερού και μ'άλλη τόση πίκρα, η κάθε μια αποκάλυψη στο τράβηγμα των ρούχων κι η επίκτητη ντροπή, τα παρελκόμενα της τέχνης. Η μόνη πίστη η πίστη της δεκαετίας του πενήντα χιλιόμετρα βήματα πίσω όλα στ'όνομα της ελευθερίας που μου δίνει που δεν αξίζω δάκρυ μήτε εδώ μήτε κι αλλού. Στην άκρη κάθε απλήρωτης ληστείας θα'ρχομαι σπίτι όπου θ'ακούμε την εκβολή του ποταμού να ενώνεται με το μεσογειακό αλάτι και τους τροχούς των τραίνων να διαβάζουν τα χάσματα της συστολοδιαστολής σε κάθε ράγα ξαπλωμένοι στον αιώνιο βυθό μας.

---

Προς τιμήν

Πρέπει να βρέχει στον Ωρίωνα
το σήμα που φτάνει στους φασματογράφους
είναι οι από ετών φωτός σταγόνες που διαλύονται
στ'ανοιχτά του κόλπου της Βεγγάλης


λουσμένοι στο υπεριώδες φως
κάτω από αμέτρητη, αμέτρητη σκόνη
ο κόσμος μας δεν τελειώνει
ο κόσμος μας δεν τελειώνει στις ακτές
















---

12.12 / Β' Παν. Καρδιολογική, ΓΝΘ Ιπποκράτειο

#26

Your mother will leave her gloves to dry over the washing machine
the giant grasshopper will overwinter over the sink

this, this mumbling of the house is something else it is
something else we find our ways in. I forget what hangs over my head and you


fall asleep well-fed and educated noon finds me beyond the demanding body
transforming into an echo a
saturated sound escaped an oscillation. You radiate your velvet love the blurry lights from the living people on the other side the chess they use to play in the frost holding their spirits in wide glasses the voices the creaks of their own blessed beds they're gathering on myopic retinas and we can't, we can't make them out





only a sequence of twin blood drops from their dry tuberculous lips will do
this, this mumbling of the house is something else it is
something else the thin texture of our skins that fuse separated by their blood

like a rattling mechanical valve like the rusty mechanical failure
I open my mouth to say you

you hold a pair of thin shoulders, a stained face
and you forgive what hangs over my head

these hands tremble always apart from/and 
when they break that's how they stay quiet.

Κύνες θηρευτικοί

.
σε βλέπω καλοκαιρινή λευκή μες στο σκοτάδι και χορταίνει η όρασή μου
κάτω απ'το στέρνο μου οι ανάσες περισσεύουν
το αίμα μου αλλόμενο στ'αγγεία

όπως αλλάζεις κίνηση συστρέφεσαι σαν πλαστικό που λιώνει
τα σάλια σου στην παλάμη μου
παίρνεις μαζί και τα μαλλιά μου κι όλες τις δόξες του Σαμσών απ'το Σεφέρ Σοφετίμ
τα χέρια μου δε χάνουνε ποτέ τη δύναμή τους όταν σου σφίγγουν το λαιμό
το πρόσωπό σου ζωντανεύει απ'τον πόνο

τα δόντια φανερωμένα και σφιχτά η άκρη του στόματος γελάει
η μόνη μνήμη σου οι πρωινές γουλιές του κόκκινου τσαγιού και τ'όνομά σου
.




κάθομαι στην άκρη του σκαμνιού
απ'το παράθυρο μπαίνει η υγρασία και το κρύο που κάνει τέτοιο καιρό τους τελευταίους χειμώνες στο νησί
σβήνει μόνο το μάγουλο, τις παγωμένες μου παλάμες
η λύσσα είναι ρευστή σα να τη φέρνει η αύρα της θαλάσσης
τα μάτια γλαυκά τα ξύλα θολωμένα
μι'αρρωστημένη κυρία 

καθρεφτίζει τα γόνατα της στο τζάμι του φούρνου κι οι 
σκύλοι που δε φαίνονται
γαυγίζουν πειναλέοι
.


Der Jude mit den langen Haaren

Wie kann ich eigentlich die Haare Samsons begreifen
ihre unermessliche Geheimhaltung, ihr asketisches Geheimnis
den Entzug (ganz verständlich) jeder Bemerkung dazu
die ständingere Angst um diese Locke dank der leichten Berührung der Dalila zu verlieren, 
den endlosen Terror

aber ich mache mir um die Haare Absaloms keine Sorgen
sie sehen fein aus, wie die Mittagssonne
wie ein roter Mond der Rache
ihr Wohlgeruch ist süßer als jeder Frauenduft.
Der Mitschuld, der kalte Achitovel, kann es nicht leiden, sie anzukieken

wenn er sich den Grund für dem Davids seine Liebe vergegenwärtigt
diese sind die feinsten Haare des Königreichs, das perfekte Umsturtzmotiv
und dann: das Zweigwerk der Kiefer Armands...



-בתיה גור