© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Πεθαίνοντας χτύπο χτύπο

Δεν είμαι περήφανος για όσα έκανα χωρίς να σκεφτώ, δεν είμαι περήφανος ούτε για εκείνη την ιστορία το '14, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν την ευχαριστήθηκα. Η ηθική μου είναι σαν καουτσούκι, λέω δεν πρέπει, αλλά αφού θέλω και μπορώ, τότε ίσως και να πρέπει, δε θα το πούμε σε κανέναν, δε θα ακουστούμε τσικ, ανάθεμα στο διόροφο σπίτι στο Λεκ τα βήματα στη σοφίτα κάνουν τα ξύλα του ταβανιού να τρέμουν και πέφτουν πολλές φορές σκόνες, αραχνίτσες και φλύδες ξυλότριμμα. Εγγύηση λοιπόν πως εκείνο το λυτρωτικό γαμήσι που ρίξαμε ακούστηκε στους κάτω, και όλοι ξέρανε και κάναμε ομαδικά τις πάπιες, σίγουρα φώναξα κιόλας, σίγουρα φώναξε κι αυτή, μια φορά χτύπησα και το κεφάλι μου στην επικλινή στέγη και τραντάχτηκε ολόκληρο το δωμάτιο. Μια ήσυχη μαγιάτικη νύχτα που δε λικνιόταν φύλλο άνοιξα το παράθυρο με την καπότα ακόμα στο πουλί και ρώτησα φωναχτά πού να την πετάξω και μου'κλεισε το στόμα πανικόβλητη και μ'έσπρωξε να σκύψω απ'το περβάζι και είδα τη σκιά του πατέρα της στο μπαλκονάκι από κάτω και σα ν'αφουγκραζόταν, ουδέν κρυπτόν ηλίθιε. Μετά θ'άρχιζε τα ριζοσπαστικά της περί ταμπού και κατασκευασμένων αρχών και τι σημασία έχει αφού δεν έχουμε κοινό αίμα, αλλά το μόκο μόκο και αν δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένος δε θα σήκωνα τέτοιο φλόμο, γιατί ήταν κι αυτή επαρχιώτα όσο κι αν ήθελε να περνιέται αλλιώς. Δε θυμάμαι πλέον ακριβώς πόσο τράβηξε αυτή η ενασχόληση, θυμάμαι όμως την προτελευταία μέρα η μάνα της με πέτυχε στα σκαλιά και μου ζήτησε πίσω τα κλειδιά, και μ'έπιασε στα πράσα με την ενοχή κι έγινα πολύ απολογητικός (κάτι που ελάχιστες φορές έχω υπάρξει), και τη ρώτησα με αρρωστημένο δίκιο αν έχω κάνει κάτι κακό, πώς μου ήρθε και το ρώτησα αυτό; Και αυτή απάντησε παραιτημένα όχι, τι κακό να κάνεις εσύ. Το ίδιο βράδυ την άκουσα που είπε στη θυγατέρα πως θα πέσει φωτιά να τους κάψει αν κάνει καμιά λερή πράξη μαζί μου, αυτό της είπε, üble Tat. Άκου üble Tat. Έζησα μερικές μακρόβιες στιγμές μαζί της, στο πατρικό της, κάτω από την ενάρετή τους στέγη, και έπειτα όταν έφυγα από 'κει όλο το στόμα μου γέμισε πληγές που μάτωναν και κατάπινα συνέχεια υφάρμυρα ζουμιά, δε μπορούσα να φάω, να πιω, να μιλήσω. Ο οδοντίατρος είπε είναι από τις εξαγωγές, αλλά εγώ ήξερα πως ήταν από αυτά που είχα κάνει. Πίστεψα πως ο Θεός είχε τελειώσει με την τιμωρία όταν τελικά επουλώθηκαν τα έλκη που έφτασαν να καλύπτουν χαίνοντα όλα τα μαλακά σημεία απ'το όριο των χειλιών ως το φάρυγγα. Ώσπου τρεις περίπου μήνες μετά έμαθα το μαντάτο, ο αδερφός της πέθαινε από ένα αιφνίδιο πρησκάδι. Αυτή ήταν η τιμωρία. Και να πεις πως έγινα ηθικός μετά; Δεν έγινα, συνεχίζω να κάνω ό,τι μου κατεβαίνει με μια μόνιμη σκιά στο βλέμμα, τη σκιά που ρίχνουνε οι βεργιές που περιμένουν.

Ταῶς

Η μαλακή φωνή λέει τ'όνομά μου
με την αστεία ξένη της προφορά
κι ακούγεται σαν καραμέλα που'χει λιώσει απ'τη ζέστη
στο αμάξι ένα μεσημέρι του Ιούλη

έχει αχινούς στην Ολυμπιάδα
εκεί δίπλα στο σωλήνα των ομβρίων
οι γυναίκες με κοιτούσαν πονηρά
έκανα πως δεν έπαιρνα χαμπάρι

και τώρα, να, ταώς ξεπουπουλιάρης
ej, du bist hübscher denn je
μου γράφει η κυρά
και τώρα, να

φυτρώνουν μέσα μου όλες αυτές οι τρέλες
να χαϊδέψω το άγνωρο κεφάλι
να νιώσω τα μαλλιά που μισοασπρίζουνε λεπτά
να σύρω τα αισχρά μου χείλια στο ξένο σβέρκο

στάσου βρωμιάρη
όλα είναι ξένα
δεν είσαι μέσα στο κορμί σου
δεν είσαι εσύ, δεν είσαι αυτός

πες πάλι τ'όνομά μου απαλά όπως γλυκομιλάς σε όλους
κοίτα με μες στα μάτια και πες ξανά
jeg elsker at stemme, men jeg hader politikerne
θύμισέ μου πως υπάρχουν ζωντανοί

με φιλικούς χαιρετισμούς
τέως ταώς
x


«Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιά; - Ὄχι ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.»

Μόλις έγλειφες την ήβη σου μόλις έγλειφα τη δική μου λίγο έξω απ'το Σταυρό προς τη Ρεντίνα Καθαρά Δευτέρα με ψιλοβρόχι κι αέρα ο πατέρας σου λουσμένος στο τσίπουρο δεν πρόσεχα πολλά μες την αφηρημάδα με κατάπινε ο εξωτισμός της Μεσογείου κι όταν με ξυπνήσαν οι φωνές των αντρών γελούσες τρελά πάνω στο ασέλωτο νεαρό φαρί. Δε σας πρόλαβε κανείς. Βγήκατε στην άσφαλτο τη σκοτώστρα και σας βρήκαμε στην ταβέρνα στον Άνω Σταυρό.

Την κατσάδα που'φαγες τη θυμάται ακόμα ο ταβερνιάρης μαζί και τα δυο χαστούκια. Τη νύχτα του όψιμου Μαΐου, την ήμερη ξάστερη νύχτα που πήγαμε και ήπιαμε τρεις και τρεις κάτουρο Άμστελ και μισό λίτρο ούζο έκαστος και μου'λεγες αυτό το φως εκεί είναι το Βέρσο το άλλο εκεί το Μπαρρακούντα αυτά κι αυτά η εθνική κι εγώ κοιτούσα το δάχτυλό σου που έδειχνε και γύρω όλα ήταν ήμερη ξάστερη νύχτα, τα μαύρα νερά ζεστά και χυλωμένα, ο κόσμος πουθενά. Οδήγησες σουρωμένη απ'τα ημίφωτα των Βρασνών στα σκοτάδια της σερραϊκής ακτής. Παραπατήσαμε ως την κυματοσκασιά, σε φίλησα διψασμένος όπως διψάνε οι ελαιώνες για φωτιά, μ'έσφιξες σα να ήταν να καταταχτώ, και μ'έστειλες στο διάολο.

-

Γεμάτη σκιές και μ'όλα τα μυστικά
μελίχρυσος η απλησίαστη τιμή σου
τα όμικρον τα λάμβδα και τα ρω

κανείς δε δένει με σοροκάδα
ο φόβος πεθαίνει στα μικρά νησιά
καιρός βοή και ροίζος στο σφυγμό

πίσω απ'τα χείλη μικρό πέλαγος αραγονίτη
καπνός ακάπνιστος υγρός σαν πρώτη γη
τόλμα ένα σπίρτο, τα λιόδεντρα λυσσάνε για κόλαση.

-