© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Ο ελεγκτής

Η ίδια ιστορία ξανά και ξανά και ξανά
όπως οι μέρες γίνονται νύχτες και πάλι μέρες.

Έξω από το ρεγκιονάλ στέκεται ένας ελεγκτής. Στη διπλανή αποβάθρα κάνει τη μοναδική του στάση το τραίνο αστραπή. Ένας επιβάτης κατεβαίνει, διασχίζει το τσιμέντο, κοιτάζει το μπιλιέτο του και ανεβαίνει στο ρεγκιονάλ. Ο ελεγκτής τον ακολουθεί, ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί, γυρνάει το κλειδί του στη μια και στην άλλη ασφάλεια. Δίπλα στις ασφάλειες αναβοσβήνουν τετράγωνα λαμπιά. Αυτό πυροδοτεί την κόρνα της ειδοποίησης. Τη στιγμή που τελειώνει ο ήχος, ο ελεγκτής δρασκελίζει τα δυο σκαλιά που μένουν. Οι πόρτες κλείνουν.

Ο επιβάτης κάθεται στη θέση του διαδρόμου απέναντι από το μικρό κουπέ του ελεγκτή. Ο ελεγκτής λέει στον άδειο διάδρομο nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος. Είναι Νορβηγός, τον δίνει η προφορά. Ο επιβάτης τείνει το μπιλιέτο. Ο ελεγκτής κόβει δεύτερη τρύπα στη γωνία και χάνεται στα πίσω βαγόνια.

Είναι μια μέρα σαν βγαλμένη από τον κουβά της νοσταλγίας. Όνειρο που μισοθυμάσαι όταν ξυπνάς ένα ήσυχο πρωί. Μαλακή λιακάδα, αεράκι, αγριολούλουδα στα χωράφια που είναι σε αγρανάπαυση, μια ελαφίνα τρέχει στο λιβάδι με τα δυο μικρά της, όλα χάνονται γρήγορα, όλα μένουν πίσω, το ρεγκιονάλ φεύγει δυτικά. Ο επιβάτης επιστρέφει. Στα αχτένιστα μαλλιά και στο τσαλακωμένο πουκάμισο δεν υπάρχει καμία προσδοκία.

Ο ελεγκτής εμφανίζεται ξανά. Κάθεται στο μικρό κουπέ. Ρίχνει μια ματιά στον επιβάτη, ο επιβάτης ρίχνει μια ματιά στον ελεγκτή. Ένα ζευγάρι φωτεινά γαλάζια μάτια και ένα ζευγάρι σκοτεινά, μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής τραβάει τη συρόμενη πόρτα να ανοίξει εντελώς. Στο τραπεζάκι του μικρού κουπέ ξαπλώνει ένα κουτί σνους και ένα μπουκάλι νερό. Αφήνει τα μαραφέτια τα ελεγκτικά και βγάζει να χαζέψει το κινητό του. Ο επιβάτης χαζεύει το δικό του. Ο ένας βλέπει τον κατάλογο του μαγαζιού με ηλεκτρολογικά. Ο άλλος διαβάζει τα νέα από την Κοζμοπόλ.

Ξαφνικά ο επιβάτης αφήνει το κινητό στο μπούτι και μένει ακίνητος, όπως τα άγρια ζώα στο δάσος όταν παίρνουν πρέφα τον παρατηρητή. Σηκώνει το κεφάλι, ο ελεγκτής είναι που τον βλέπει. Έχει τη μουσούδα πονηρού ζώου. Βγάζει το τζόκεϋ. Τα μαλλιά του κάθονται πειθαρχημένα χτενισμένα πίσω, πάστα από κάστανο. Τα στρώνει παρολαυτά.

Πλησιάζει ο επόμενος σταθμός. Ο ελεγκτής θα σηκωθεί, θα βάλει το κλειδί στις ασφάλειες της πόρτας, θα κατέβει δίπλα στο τραίνο, θα χαιρετήσει κάποιον από το προσωπικό της καθαριότητας, θα περιμένει. Το τραίνο θα ξεκινήσει πάλι, ο ελεγκτής θα κάνει τη γύρα λέγοντας nye rejs-nde με μικρό ερωτηματικό στο τέλος και θα επιστρέψει στο κουπέ.

Θα σπρώξει τη συρόμενη πόρτα ανοιχτή, θα πάρει το κινητό στο χέρι αλλά θα τον απασχολεί ο επιβάτης. Το τραίνο ακολουθεί την κλίση των γραμμών και η πόρτα σέρνεται μισόκλειστη. Η σιλουέττα του ελεγκτή ξεχωρίζει από τις ρίγες στο τζάμι. Φαίνεται το χέρι του που ανοίγει το κουτί του σνους, παίρνει ένα πουγκάκι, το ζουλάει αφηρημένα, το φέρνει στο στόμα. Τα δάχτυλά του είναι λιγνά και μακρυά. Η πόρτα ξανανοίγει. Ο ελεγκτής λέει Så? με μεγάλο ερωτηματικό στο τέλος.

-Hva?
-Er du norsk?
-Nej. Hvor er du fra?
-Budal. Trondheim.
-Nå.
-Men du taler norsk?
-Det gjør jeg også. Du har vakre fingre.
-Takk. Du har vakre øyne.

Ο ελεγκτής έχει ένα ταττουάζ περιστέρι στο δεξιό τρικέφαλο, που το κρύβει το κοντό μανίκι της στολής. Ο επιβάτης έχει ένα ταττουάζ άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή και ένα θυρεό στη νεφραμιά. Στα μαλλιά του ελεγκτή κάθεται ο ζελές κι όμως είναι μαλακά. Τα μαλλιά του επιβάτη κάνουν μπούκλες εδώ κι εκεί αλλά είναι αδρά. Η μια και μια πλευρά της γηραιάς ηπείρου. Ο ελεγκτής φιλάει απαλά, ο επιβάτης δαγκώνει πιο πολύ παρά φιλά. Ο ελεγκτής ιδρώνει εύκολα και πολύ, ο επιβάτης είναι κρύος σαν νεκρός.

Στο μικρό διαμέρισμα στο Κόλινγκ που μύριζε χώμα και υγρασία από τις γλάστρες, έβαλα την καπότα βιαστικά ενώ ο Νορβηγός με κάρφωνε με το βλέμμα, έφτυσα και ετοιμάστηκα να τον πονέσω, πάντα ήμουν έτσι στην αρχή, απότομος, ανυπόμονος, θυμωμένος σχεδόν, αλλά όταν τον τράβηξα κοντά μου και έβαλα το χέρι μου στον ώμο του, κάτι με σταμάτησε. Χάιδεψα το δέρμα του, λεπτό, κάπως σκούρο, τόσο ομαλό, χάιδεψα το λαιμό του, ψηλάφισα τον κρικοειδή, έπιασα το αίμα του που ταξίδευε βιαστικό στην καρωτίδα, και έγινα ξανά προσκυνητής, τι φοβερό δώρο, το μόνο φως ανάμεσα στα δυο σκοτάδια που αφορίζουν τη ζωή, ο Θεός με έπιασε πάλι απ'το σβέρκο, το φρένο δούλεψε καλά.

-

There was a boy
a very strange enchanted boy
they say he wandered very far
very far
over land and sea
a little shy
and sad of eye
but very wise was he
and then one day
one magic day he passed my way
and while we spoken of many things
fools and kings
this he said to me
the greatest thing
you'll ever learn
is just to love
and be loved in return.

Ribes uva-crispa

Φτάνω στο Φλένσμπουργκ αργά το απόγευμα. Βρίσκω πάρκην μπροστά στην προμενάντε. Ο Ε., μόνιμος κάτοικος της περιοχής άστεγος και πολύ σοφιστικέ, κάθεται με περιποιημένη την άσπρη κοτσίδα και καλοξυρισμένος όπως πάντα στο κόκκινο στράντκορμπ πίσω απ'το θάμνο. Το ποδήλατό του φορτωμένο με την περιουσία του σαν μικρό βουνό στέκεται δίπλα. Στο διαμέρισμα δεν είναι κανείς. Μυρίζει λαδομελάνια και καπνό. Ανοίγω τα παράθυρα πίσω μπρος για Stoßlüften, έχει ζέστη, το διαμέρισμα έχει φάτσα δυτικά και ψήνεται. Από τη μαρίνα ακούγεται το μικρό κουδούνισμα των ιστιοφόρων στην αύρα. Ξεφορτώνω ένα μισόκιλο χαρτοπεριέκτη λαγοκέρασα από τη σάκα μου. Έχουν ιδρώσει λίγο μέσα στη σακούλα. Τα βάζω σε ένα μπωλ να κολυμπήσουν σε ξύδι και νερό. Στο ψυγείο κάτω από κόκκινες πιπεριές και μοσχολέμονα ξαπλώνουν δυο Ντιτμάρσερ Μποκ. Κάθομαι στο μπαλκονάκι γυμνός απ'τη μέση και πάνω σαν συνταξιούχος, χαζεύω το δρόμο, τα πλεούμενα που έρχονται και φεύγουν αθόρυβα στο φιορδ, τα μαυροπούλια που τραγουδάνε δυνατά αυτήν την εποχή. Είναι η καλή μεριά της καλής μεριάς της πόλης, καθωσπρέπει γύρω από τη ναυτική ακαδημία και το άλσος του Όσμπεκταλ, με αρχιτεκτονικά γραφεία, ψηλοτάβανα κομμωτήρια, ακριβά διαμερίσματα και διακριτικά μπαρ, όλα ταχτοποιημένα και πολύ γερμανικά, σε αντίθεση με δυο τρία χιλιόμετρα προς τα πίσω, που όλα είναι χαοτικά και πολύ γερμανικά, με γκράφιττι και αφίσες για τα Κακά Παιδιά και την επόμενη έκθεση ερωτικών παιχνιδιών. Δεν έχω δουλέψει ποτέ στο Φλένσμπουργκ, αυτό κρατάει την πόλη άσπιλη. Όταν σουρουπώνει παίρνω τη μισοτελειωμένη μπύρα στο κομοδίνο και ξαπλώνω, με πλάνο να σηκωθώ σε κανένα μισάωρο και να εξέλθω, αλλά συνεχίζεται το μοτίβο του συνταξιούχου και τελικά φτάνει το πρωί. Με ξυπνάει ο Μ. που αφήνει τα κλειδιά επί τούτου με θόρυβο στο κομοδίνο της μεριάς μου.
-Τι έγινε αρχίδι; Σου'δωσε άδεια το χαρέμι;
-Πού ήσουνα γερομπινέ; Στης Κουασιμόδας;
-Ναι, σχεδόν το κάναμε.
Δε ρωτάω περαιτέρω. Τον έχω ακούσει να ξεστομίζει την ίδια φράση από τότε που ήμασταν έφηβοι, πάντα κάπως απολογητικά, λες και θα με απογοητεύσει που δε γάμησε την εκάστοτε γκόμενα. Δεν του σηκώνεται πάντα, είναι διαχρονικό φαινόμενο. Ο άνετος, εξωστρεφής, κάπως παράξενος γόης με τα ζεστά καστανά μάτια και τα ηλίθια αστεία, κι όμως με μια κρυφή αναστολή.

Ξεντύνεται ως το σώβρακο, στρίβει τσιγάρο, πηγαίνει στην κουζίνα, Haach, Prima! Stachelbeeren, bitch! Επιστρέφει με μια χούφτα λαγοκέρασα. Πίνει μια γουλιά απ'τη χτεσινή μπύρα, μισοξαπλώνει στη μεριά του με το τασάκι κινέζικη κούπα, ανάβει το τσιγάρο. Ξύνει το βυζί που έχει τη ροζέττα, επισκοπεί το μπανταρισμένο μου δάχτυλο. Τρώει και καπνίζει. Έχει σακούλες κάτω από τα μάτια που μοιάζουν με ταϋλανδέζικες γαρίδες, αλλά τα μάγουλά του είναι φράπα. Μου ζουλάει το στομάχι και στάχτες πέφτουν στο σεντόνι.
-Αδυνάτισες. ("Du hast abgespeckt.")
-Η μάνα σου μου τρώει το φαΐ.
Μου ρίχνει μπουνιά στον ώμο. Ζητάει τη μπύρα, πίνει και χώνει άλλο ένα λαγοκέρασο στο στόμα. Μου προσφέρει, νεύω όχι. Είναι θεόξινα, μου φέρνουν δάκρυα. Έχουμε πει τα πάντα ήδη στο τηλέφωνο και στις λοιπές τηλεπικοινωνίες αλλά θα τα περάσουμε όλα δεύτερο και τρίτο χέρι. Από τότε που γνώρισε την Κουασιμόδα δεν είναι τόσο τσιτωμένος. Η Κουασιμόδα, κατά κόσμον Μαγκνταλένα, έχει μια συγγενή ημιπληγία, που φαίνεται πιο πολύ στη μισή της μούρη. Το χέρι και το πόδι τα έχει προπονήσει και αν δεν είσαι ψυλλιασμένος δεν το παίρνεις είδηση, η μούρη της όμως είναι στραβή. Αυτή η εκ γενετής ατυχία ρυθμίζει τις προσδοκίες της: είναι σε σχέση με το Μ. από τον περασμένο Σεπτέμβρη και τον δέχεται όπως είναι και με όλα αυτά που έχει κρυμμένα κάτω απ'το χαλί, χωρίς σκηνές και δράματα. Παρότι τη λέμε Κουασιμόδα μεταξύ μας, είναι ομορφούλα, με μικρά τροφαντά χείλια, σταχτόξανθα μαλλιά, ωραίο δέρμα, στρογγυλό κώλο που πάντα ντύνει πολύ επισταμένα. Όταν πηγαίνουνε στους σινεμάδες για τις αρτχάουζ μαλακίες που κυνηγάει ο Μ., κάνει σχόλια της αρεσκείας του, είναι έξυπνη, χιουμορίστα, τρώει βιεννέζικο σνίτσελ με αγοράκι (σνίτσελ με μια αντζούγια από πάνω) και πίνει Geist από λαγοκέρασο, που είναι το αγαπημένο φρούτο του Μ. Το ελλειπές γαμήσι δεν είναι θέμα για την Κουασιμόδα, όπως δεν ήταν και για καμιά άλλη πριν απ'αυτήν. Σημεία τριβής υπήρχαν, αλλά ποτέ δεν αφορούσαν στο υποτροπιάζον μαλακό πουλί του, ίσως γιατί οι γκόμενές του ήταν πολύ απασχολημένες με άλλα, πιο επιβλητικά προβλήματα. Ο Μ. όμως από την πρώτη του σχέση επιδόθηκε σε αναζήτηση λύσης, δοκιμάζοντας κατά καιρούς ανορθόδοξες ιδέες, να μην τραβάει μαλακία για τρεις μήνες, να τρώει μπρόκολο μέρα παρά μέρα, να κάνει πιο πολλά βάρη και να κόψει τις αεροβικές ασκήσεις, τα πάντα τελοσπάντων παρά το προφανές. Κάποτε κουράστηκε, το πήρε απόφαση και η στιχομυθία βρήκε την τελική μορφή της: -Ναι, σχεδόν το κάναμε. -Γιατί πάλι σχεδόν; -Ε, ξέρεις τώρα πώς είμαι εγώ.

Πηγαίνουμε στο Ρόσσμανν, το καλό, εκείνο προς το Τάστρουπ. Ο Μ. μου παραστέκεται ενώ μυρίζω όλα τα σαπουνικά σαν αποπροσανατολισμένος κοκάκιας. Μου μιλάει για την Κουασιμόδα και τις σπουδές της στη βιβλιοθηκονομία και το μεταπτυχιακό στην ανάλυση δεδομένων. Κάνω μμμ. Το βράδυ πριν κατέβω, ενώ κοιμόμουν στο εφημερείο, είδα το Μ. και την Κουασιμόδα να πηδιούνται στο σαλόνι του και τα μελάνια λιθογραφίας του να χύνονται παντού και το ανακάτεμά τους να δίνει ένα ανοιχτό πράσινο ζουμί που πλημμύρισε το διαμέρισμα, το δρόμο, το Ζόνβικ, είδα το στόμα της Κουασιμόδας να αναβλύζει ένα αρωματικό υγρό που ήξερα πως ήτανε λικέρ από λαγοκέρασο, και τότε αυτή γύρισε προς το μέρος μου και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά. Κάποτε μια πρώην του Μ. μας είχε πει σε μια αναρχομπυραρία στο Ζανκτ Πάουλι με βαθιά αγανάκτηση Δεν έχετε ιδέα από φιλία! Και είχα αρπαχτεί Τι ξέρει μια γκόμενα από φιλία; Είχε γυρίσει στο Μ. -Τι λες εσύ; Δεν είσαι φεμινιστής τώρα; -Δε θα σώσω εγώ τον κόσμο, μωρό μου., και μου έκλεισε το μάτι καθησυχαστικά όπως συνηθίζει, ίσως από εκεί να το έκοψε και το επικόλλησε ο νους μου πάνω στη μούρη της Κουασιμόδας στο όνειρο.

Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του. Εκεί βρέθηκε το συγγραφικό μου αστέρι στο ζενίθ του, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος αντίκτυπος που θα έχουν ποτέ αυτά τα άχρηστα κατεβατά. Όλα τα υπόλοιπα είναι υποσημειώσεις, κωλόχαρτα για σκατωμένο κώλο. Όταν είχα γράψει το πρώτο μου βιβλίο, καθίσαμε ένα βράδυ στο διαμέρισμα που νοίκιαζε στο Μπάρενφελτ, έκανε πολλή ζέστη, ήμασταν και οι δυο γυμνοί, ο καπνός καθόταν ακίνητος κοντά στο ταβάνι. Ο Μ. έκοψε τα χαρτόνια για τα εξώφυλλα στο χαμηλό τραπέζι του σαλονιού που έχει ακόμα. Ήταν πολύ περήφανος που είχα καταφέρει να γράψω ολόκληρο βιβλίο. Ράψαμε τα κουάρτα με κλωστή και βελόνα σε ένα υπόγειο εργαστήριο τέχνης και τυπογραφίας στο κέντρο. Σκάλισε τις μήτρες για να τυπώσουμε τον τίτλο, κολλούσαμε τις ράχες, τα βάζαμε στην πρέσα, ήταν στο στοιχείο του, χαιρόμουν να τον βλέπω να δουλεύει. -Αλλά γιατί δεν το βγάζεις με το αληθινό σου όνομα; -Δε θέλω να πάρω ρίσκα με την πουριτανίλα. -Ντρέπεσαι παθολογικά. -Με ξέρεις ντροπαλό; -Μερικές φορές δε σε ξέρω καθόλου. Και όταν θα παίρνεις τα βραβεία, πώς θα συστήνεσαι; -Ποια βραβεία ρε καθυστερημένο; Δεν καταλάβαινε. Ούτε κι εγώ καταλάβαινα. Βρεθήκαμε στο νησί αργότερα, στο παρκάκι του Löwenhöhle, ξαπλώσαμε στο γρασίδι κοντά στις ξύλινες φιγούρες. Κάποια στιγμή σοβάρεψε και είπε: Διάβασα το βιβλίο σου. Είσαι πούστης δηλαδή; Πάνω που ετοιμαζόμουν να επαναστατήσω άρχισε να γελάει, ε, να μη λέμε τα αυτονόητα.

Η κυρία Silke, η μάνα του Μ., άκουσε από κάποιον που άκουσε από κάποιον πως ο Μ. μπορεί να έχει πέσει θύμα διαφθοράς. Το αργκουμέντο; Τα βαμμένα νύχια του. Πώς δεν το είχε πάρει είδηση νωρίτερα, για όνομα. Το βουλοκέρι του εγκλήματος, κάποιος που δουλεύει με τα χρώματα, σκοτώνει χρόνο με τα χρώματα. Η κυρία Silke έκλαιγε ένα χειμωνιάτικο βράδυ πάνω από τα λογιστικά της και ρωτούσε τον εμβρόντητο Μ. πόσο φίλοι είμαστε. Πόσο φίλοι είστε; και τα δάκρυα ποτάμια. Ένα ανάλογο χειμωνιάτικο βράδυ ο πατέρας μου έλεγε με εκείνη την υπηρεσιακή φωνή του ψυχιάτρου ενώ η τηλεόραση έπαιζε μεταγλωττισμένη αστυνομική περιπέτεια Viel wird geredet. Die Klatschtanten lassen sich darüber aus, dass ihr zu eng befreundet seid. Ναι, zu eng befreundet, και όπως πάντα με ρωτούσε χωρίς να με ρωτάει. Δεν ήμασταν δεκαπέντε, είχαμε πατήσει τα τριάντα, τόσο άργησε το υποτιθέμενο μαντάτο να φτάσει στο νησί. Ο Μ. μεταχειρίστηκε τη μάνα του όπως κάνει από τότε που θυμάμαι, μισοσοβαρά μισοαστεία, σαν να είναι και λίγο χαζή. Το επόμενο βράδυ του περιστατικού πέρασα απ'το σπίτι τους, και όταν μας είδε ξανά παρέα η κυρία Silke κατάλαβε πόσο ηλίθια ήταν η φρίκη της. Ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ τόσο μικροαστός. Περιορίστηκε στα πρακτικά και όταν έλυσε τις απορίες του επέστρεψε στην αστυνομική περιπέτεια και στα αλατισμένα πήνατς, που του πέφτουν και τα ψάχνει στις χαράδρες του καναπέ.

Περιμένουμε στην ουρά να πληρώσω στο Ρόσσμανν. Τρίβω τα μάτια και τη μύτη και ζουμιάζω από τα αρωματικά. Ίσως και να το παράκανα. Ο Μ. κρατάει τον περίεργο πλαστικό περιέκτη με τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό ενώ φυσάω τη μύτη μου. Κοιτάει τα πολύχρωμα αναψυχτικά στα ψυγεία κοντά στο ταμείο. Με ρωτάει κάτι αλλά δεν ακούω, για μια στιγμή νομίζω μου μιλάει δανέζικα (που δεν ξέρει).
-Τι;
-Αν ο Καπιτέν σου έδινε εντολή να γαμήσεις στο πλεούμενο, πόσους θα γαμούσες; Τους μισούς; Τα δυο τρίτα;
Η μάνα και η κόρη που στέκονται εμπρός μας στην ουρά γυρνάνε και ρίχνουνε ένα μάτι και στους δυο μας, και μετά βλέπουν η μια την άλλη.
-Κανέναν.
-Γιατί; Δεν έχει εμφανίσιμους ο κλάδος;
-Γιατί δεν είμαι πούστης.
-Τον καινούριο Μ. πώς τον δικαιολογείς;
-Εσένα πώς σε δικαιολογείς; Στην Κουασιμόδα είπες τίποτα για τον κώλο σου;
-Τι αρχίδης είσαι! ("Was für ein Scheißkerl!")
Σήμερα δεν είναι καζουρίτσα όπως συνήθως. Οι τόνοι ανέβηκαν και έχουμε γίνει θέαμα. Ο ταμίας με το πιο κοντό κούτελο στο Σλέσβιχ - Χόλστειν περιμένει αμήχανος. Ο Μ. είναι θυμωμένος, πληρώνει τιμωρητικά τα καθαριστικά και το κοψοχρονιά αντιηλιακό μου και δε λέει τίποτα σε όλη τη διαδρομή. Κατεβαίνει από το αμάξι και βροντάει την πόρτα. Του φωνάζω απ'το παράθυρο:
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer!
-Verpiss dich!
-Wo Rauch ist, da ist auch Feuer, nicht wahr?
-Hier is' nur Scheiß. Fahr vorsichtig.
-Moin.

Όταν φτάνω σπίτι στη Δανία, μου'χει γράψει das wollte ich nicht και ένα κατεβατό απολογίας. Ο Μ. θα πεθάνει με τη ροζέττα του τετραδίου μου πάνω από το αριστερό βυζί του, το οποίο έχω ασπαστεί πολλές φορές, τόσες που μπορώ να τη σχεδιάσω από μνήμης. Δε μιλάω για πουστλίκια, μιλάω για τον αδερφό μου.