© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Savasana

Ο Μ. ντύνει τα παράθυρα με κομμάτια απ'το κιβώτιο της κουνιστής καρέκλας και στήνει τις λεκάνες όταν είναι να εμφανίσει φιλμ. Στη γωνία ο κουβάς με τα χρώματα για τις μεταξοτυπίες λέρωσε το αβερνίκωτο ξυλοπάτωμα και ήμασταν δυο μέρες μαλωμένοι επειδή ξενοικιάζοντας ο σφίχτης τραπεζίτης θα μου κρατήσει απ'την προκαταβολή. Για να προλάβει μελλοντικές εντάσεις ο Μ. πήγε αγόρασε ένα παλιοχαλί που μύριζε κλεισούρα από την ένωση των καθολικών μοναχών για είκοσι κορώνες. Το πλύναμε τσουλοκώλι στην αυλίτσα και στέγνωσε σε ένα τυχερό απόγευμα νοτιά. Η σοφίτα έγινε εργαστήριο όπως είχαμε πει. Ξεφουσκώσαμε παρέα το σαμπρελόστρωμα, αυτός κρατούσε το στόμιο κι εγώ κυλιόμουν σαν σκυλί στα χόρτα. Αν έχουμε πάλι επισκέπτες θ'ανεβούμε πάνω και ο ένας θα γυμνάζει το γαστροκνήμιο, ο άλλος θα κρατάει το μαρκούτσι στο στόμιο και η ποδότρομπα θα κάνει χχχ-πιιι, χχχ-πιιι, χχχ-πιιι. Τώρα ανεβαίνω εκεί και καπνίζω ενώ αυτός φτιάχνει κουτιά για το σαπουνομάγαζο στο Φλένσμπουργκ. Από τα παράθυρα εποπτεύω τις στέγες της κωμόπολης, τους γλάρους που περπατούν σαν κότες ντυμένες πιγκουίνοι στα κλειστά βροχολούκια, βλέπω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στο ποδηλατάδικο, μερικές φορές τελειώνοντας νωρίς απ'τη δουλειά προλαβαίνω και την ανατολή.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε τον Αύγουστο, σε ένα ληγμένο Ίλφορντ από το ψυγείο του Φωτοκέρ. Τυπώθηκε στη σοφίτα. Δείχνει μια γυναίκα κι έναν άντρα, τη μπανάλ βάση της κοινωνίας. Ο άντρας είναι ακουμπισμένος στο ντουβάρι. Αυτή είναι γυρτή προς τη μεριά του και στηρίζεται στον ώμο του. Με τα δυο του χέρια πιάνει το ένα της που το'χει περασμένο στο στήθος του. Δε μπορώ ν'αποφασίσω ποιος απ'τους δυο φαίνεται πιο κτητικός. Ίσως αυτή, που το'χει και στο βλέμμα. Φοράει τη γαλαζωπή (γκρίζα στη φωτογραφία) μπλούζα από το μουσείο τέχνης της Σάντα Μπάρμπαρα που έχει για μπυτζάμα επειδή έχουν σβηστεί οι στάμπες, σουβενίρ από τη ζωή της πριν γνωρίσει τον άντρα. Αυτός είναι γυμνός. Οι περισσότερες λεπτομέρειες χάθηκαν κατά την ερασιτεχνική εμφάνιση. Δε φαίνονται για παράδειγμα τα μικροσκοπικά τριχοειδή που έχει στα μάγουλά της ή τα ίχνη του δερμογραφισμού που έχει στο στέρνο του. Η φράντζα της είναι αλφαδιά και τα λεπτά της φρύδια με το κροταφικό τους μέρος υψωμένο σε αποδοκιμασία. Τα χείλη της βγήκαν σκοτεινά επειδή τα'χε βαμμένα μ'εκείνο το ακριβό κραγιόν. Αυτός τη ρωτά, ποιο; Και αυτή απαντά, λαμπζολού ρουζ κι εκείνος την κοροϊδεύει λα ψωλού ρουζ και εκείνη κάνει πως θυμώνει χωρίς να καταλαβαίνει και το ηλίθιο αστείο δε του παλιώνει, το κάνει και τηλεφωνικά. Στη φωτογραφία φαίνεται η γυναίκα σκέτη σνωμπαρία (παραθέτω sic τα λόγια της αλληνής, ετα θέλω και τα παθαίνω, δε μου συμβαίνουν από λάθος, είναι μέρος της μεσοαστικής μου περιπέτειας μαζί με τα μπουνίδια πίσω από το Πάιονηρ μπαρ στη δανέζικη Φλώρινα) έτοιμη να εκραγεί σε μια ατέρμονη ψυχροπολεμική υστερία, και δίπλα, ελαφρώς εκτός εστίασης, είναι αυτός, δηλαδή εγώ, ο αγαπημένος μου ήρωας. Η φωτογραφία κρέμεται επί της πόρτας του ψυγείου, πάνω ακριβώς από το τσαλακωμένο και ξετσαλακωμένο πωστ-ιτ του Γ. που με αφελή καλλιγραφία λέει Vi de druknede, και πάνω από το προσπέκτους της πιτσαρίας στο Γιέρτιν. Από τα κέρατα του μαγνήτη σε σχήμα ελαφιού κρέμονται και τα λάστιχα που μας δίνουν από το σουπερμάρκετ όταν αγοράζουμε μούρα που έρχονται στο μαλακό κουτί που ανοίγει εύκολα μέσα στη σακούλα αν δεν το ασφαλίσεις.


Κυριακή μες στην Τετάρτη, ο Μ. στολίστηκε και πήγε στη μπυραρία της θείας της τάχα αριστερής, ήξερες πως δεν υπάρχει κομμουνιστική εφημερίδα στη Δανία πια; Ξέρω πως θα σε ταράξει όταν το διαβάσεις, γι'αυτό το γράφω, έχω έναν επίμονο πονοκέφαλο μέσα στην ψυχή, γράφω I miss you σε μια στιγμή αδυναμίας, α δε γαμιέται, σε μια ζωή αδυναμίας, πέντε λεπτά μετά γελώ μόνος μου μέχρι δακρύων βλέποντας ένα σκίτσο του δέρματος των φτερών μιας νυχτερίδας σ'ένα βιβλίο που μάζεψα απ'τα σκουπίδια, το χαλάζι χτυπάει μόνο τα βορειοδυτικά παράθυρα, ξαπλώνω πιο βολικά στον καναπέ κάτω απ'το πάπλωμα που πήραμε παρέα απ'το Ώρχους, κρύβομαι απ'τον κόσμο, κρύβομαι απ'τα πάντα, τα ρούχα μου έχουν ανεβεί, το σωρτς έγινε σαν βρακί και η κοιλιά μου είναι έξω, τα μαλλιά μου με καταπίνουν, ωραία, ωραία είναι εδώ.

Πεθαίνοντας χτύπο χτύπο

Δεν είμαι περήφανος για όσα έκανα χωρίς να σκεφτώ, δεν είμαι περήφανος ούτε για εκείνη την ιστορία το '14, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν την ευχαριστήθηκα. Η ηθική μου είναι σαν καουτσούκι, λέω δεν πρέπει, αλλά αφού θέλω και μπορώ, τότε ίσως και να πρέπει, δε θα το πούμε σε κανέναν, δε θα ακουστούμε τσικ, ανάθεμα στο διόροφο σπίτι στο Λεκ τα βήματα στη σοφίτα κάνουν τα ξύλα του ταβανιού να τρέμουν και πέφτουν πολλές φορές σκόνες, αραχνίτσες και φλύδες ξυλότριμμα. Εγγύηση λοιπόν πως εκείνο το λυτρωτικό γαμήσι που ρίξαμε ακούστηκε στους κάτω, και όλοι ξέρανε και κάναμε ομαδικά τις πάπιες, σίγουρα φώναξα κιόλας, σίγουρα φώναξε κι αυτή, μια φορά χτύπησα και το κεφάλι μου στην επικλινή στέγη και τραντάχτηκε ολόκληρο το δωμάτιο. Μια ήσυχη μαγιάτικη νύχτα που δε λικνιόταν φύλλο άνοιξα το παράθυρο με την καπότα ακόμα στο πουλί και ρώτησα φωναχτά πού να την πετάξω και μου'κλεισε το στόμα πανικόβλητη και μ'έσπρωξε να σκύψω απ'το περβάζι και είδα τη σκιά του πατέρα της στο μπαλκονάκι από κάτω και σα ν'αφουγκραζόταν, ουδέν κρυπτόν ηλίθιε. Μετά θ'άρχιζε τα ριζοσπαστικά της περί ταμπού και κατασκευασμένων αρχών και τι σημασία έχει αφού δεν έχουμε κοινό αίμα, αλλά το μόκο μόκο και αν δεν ήμουν τόσο ενθουσιασμένος δε θα σήκωνα τέτοιο φλόμο, γιατί ήταν κι αυτή επαρχιώτα όσο κι αν ήθελε να περνιέται αλλιώς. Δε θυμάμαι πλέον ακριβώς πόσο τράβηξε αυτή η ενασχόληση, θυμάμαι όμως την προτελευταία μέρα η μάνα της με πέτυχε στα σκαλιά και μου ζήτησε πίσω τα κλειδιά, και μ'έπιασε στα πράσα με την ενοχή κι έγινα πολύ απολογητικός (κάτι που ελάχιστες φορές έχω υπάρξει), και τη ρώτησα με αρρωστημένο δίκιο αν έχω κάνει κάτι κακό, πώς μου ήρθε και το ρώτησα αυτό; Και αυτή απάντησε παραιτημένα όχι, τι κακό να κάνεις εσύ. Το ίδιο βράδυ την άκουσα που είπε στη θυγατέρα πως θα πέσει φωτιά να τους κάψει αν κάνει καμιά λερή πράξη μαζί μου, αυτό της είπε, üble Tat. Άκου üble Tat. Έζησα μερικές μακρόβιες στιγμές μαζί της, στο πατρικό της, κάτω από την ενάρετή τους στέγη, και έπειτα όταν έφυγα από 'κει όλο το στόμα μου γέμισε πληγές που μάτωναν και κατάπινα συνέχεια υφάρμυρα ζουμιά, δε μπορούσα να φάω, να πιω, να μιλήσω. Ο οδοντίατρος είπε είναι από τις εξαγωγές, αλλά εγώ ήξερα πως ήταν από αυτά που είχα κάνει. Πίστεψα πως ο Θεός είχε τελειώσει με την τιμωρία όταν τελικά επουλώθηκαν τα έλκη που έφτασαν να καλύπτουν χαίνοντα όλα τα μαλακά σημεία απ'το όριο των χειλιών ως το φάρυγγα. Ώσπου τρεις περίπου μήνες μετά έμαθα το μαντάτο, ο αδερφός της πέθαινε από ένα αιφνίδιο πρησκάδι. Αυτή ήταν η τιμωρία. Και να πεις πως έγινα ηθικός μετά; Δεν έγινα, συνεχίζω να κάνω ό,τι μου κατεβαίνει με μια μόνιμη σκιά στο βλέμμα, τη σκιά που ρίχνουνε οι βεργιές που περιμένουν.

Ταῶς

Η μαλακή φωνή λέει τ'όνομά μου
με την αστεία ξένη της προφορά
κι ακούγεται σαν καραμέλα που'χει λιώσει απ'τη ζέστη
στο αμάξι ένα μεσημέρι του Ιούλη

έχει αχινούς στην Ολυμπιάδα
εκεί δίπλα στο σωλήνα των ομβρίων
οι γυναίκες με κοιτούσαν πονηρά
έκανα πως δεν έπαιρνα χαμπάρι

και τώρα, να, ταώς ξεπουπουλιάρης
ej, du bist hübscher denn je
μου γράφει η κυρά
και τώρα, να

φυτρώνουν μέσα μου όλες αυτές οι τρέλες
να χαϊδέψω το άγνωρο κεφάλι
να νιώσω τα μαλλιά που μισοασπρίζουνε λεπτά
να σύρω τα αισχρά μου χείλια στο ξένο σβέρκο

στάσου βρωμιάρη
όλα είναι ξένα
δεν είσαι μέσα στο κορμί σου
δεν είσαι εσύ, δεν είσαι αυτός

πες πάλι τ'όνομά μου απαλά όπως γλυκομιλάς σε όλους
κοίτα με μες στα μάτια και πες ξανά
jeg elsker at stemme, men jeg hader politikerne
θύμισέ μου πως υπάρχουν ζωντανοί

με φιλικούς χαιρετισμούς
τέως ταώς
x


«Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιά; - Ὄχι ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.»

Μόλις έγλειφες την ήβη σου μόλις έγλειφα τη δική μου λίγο έξω απ'το Σταυρό προς τη Ρεντίνα Καθαρά Δευτέρα με ψιλοβρόχι κι αέρα ο πατέρας σου λουσμένος στο τσίπουρο δεν πρόσεχα πολλά μες την αφηρημάδα με κατάπινε ο εξωτισμός της Μεσογείου κι όταν με ξυπνήσαν οι φωνές των αντρών γελούσες τρελά πάνω στο ασέλωτο νεαρό φαρί. Δε σας πρόλαβε κανείς. Βγήκατε στην άσφαλτο τη σκοτώστρα και σας βρήκαμε στην ταβέρνα στον Άνω Σταυρό.

Την κατσάδα που'φαγες τη θυμάται ακόμα ο ταβερνιάρης μαζί και τα δυο χαστούκια. Τη νύχτα του όψιμου Μαΐου, την ήμερη ξάστερη νύχτα που πήγαμε και ήπιαμε τρεις και τρεις κάτουρο Άμστελ και μισό λίτρο ούζο έκαστος και μου'λεγες αυτό το φως εκεί είναι το Βέρσο το άλλο εκεί το Μπαρρακούντα αυτά κι αυτά η εθνική κι εγώ κοιτούσα το δάχτυλό σου που έδειχνε και γύρω όλα ήταν ήμερη ξάστερη νύχτα, τα μαύρα νερά ζεστά και χυλωμένα, ο κόσμος πουθενά. Οδήγησες σουρωμένη απ'τα ημίφωτα των Βρασνών στα σκοτάδια της σερραϊκής ακτής. Παραπατήσαμε ως την κυματοσκασιά, σε φίλησα διψασμένος όπως διψάνε οι ελαιώνες για φωτιά, μ'έσφιξες σα να ήταν να καταταχτώ, και μ'έστειλες στο διάολο.

-

Γεμάτη σκιές και μ'όλα τα μυστικά
μελίχρυσος η απλησίαστη τιμή σου
τα όμικρον τα λάμβδα και τα ρω

κανείς δε δένει με σοροκάδα
ο φόβος πεθαίνει στα μικρά νησιά
καιρός βοή και ροίζος στο σφυγμό

πίσω απ'τα χείλη μικρό πέλαγος αραγονίτη
καπνός ακάπνιστος υγρός σαν πρώτη γη
τόλμα ένα σπίρτο, τα λιόδεντρα λυσσάνε για κόλαση.

-

Στη φόρα 4

Τα παράθυρα πέρα πέρα ανοιχτά. Μέσα ο φλοίσβος η αύρα η καλοκαιρινή το παρκεταρισμένο μάρμαρο οι λευκοί τοίχοι το φως, το φως του πρώτου πρωινού που έρχεσαι στον κόσμο κι εκείνη η μυρωδιά της παλιαντζούρας που δε φεύγει ποτέ απ'τα σπίτια στα μικρά νησιά. Πάνω απ'το τζάκι η φωτογραφία του παππού που το'σκασε απ'τους ναζί κρεμασμένος κάτω απ'το εμπορικό βαγόνι να τα'χει πιει με τον πατέρα, τα τέσσερα σπαθιά, η προτομή του Ιπποκράτη. Το πατρικό μου σπίτι. Ο dörnsk με τον ξύλινο καναπέ στη μια και το ντιβανάκι στην άλλη μεριά και ξαπλωμένοι εκεί κι εδώ εσύ κι εγώ, αυτή κι εγώ. Το σώμα μου σα να μην υπέφερε ποτέ με κουβαλάει κοντά στην απρόσωπη γυναίκα με τα μεγάλα σκουλαρίκια, έχει μαλακώσει με το βάρος της τη βαμβακερή κουβέρτα, φοράει εκείνο το φουστάνι το σα λατινοαμερικάνικο με τη βαθειά λαιμόκοψη, φυσικά από κάτω είναι γυμνή γιατί αλλιώς πώς θα πάει εμπρός η ιστορία, γίνομαι τρυφερός μαζί της, γίνομαι γιατί ποτέ δεν κατάφερα να είμαι με καμιά στ'αλήθεια, και πιάνουμε ένα αργό γαμήσι, και χύνω και δε μου πέφτει κι ο κύκλος ξαναπαίζει τέσσερεις πέντε φορές ώσπου πλέον κολυμπώντας στα ζουμιά στραγγαλισμένος από μέσα έχω απελπιστεί. Η απρόσωπη γυναίκα γελάει και δεν κουνιέται και της λέω βοήθησέ με αλλά απ'το λαρύγγι μου δεν ακούγεται φωνή, αυτό είναι το τέλος του νησιού. Ξύπνησα έχοντας μισοχύσει, όταν μεγαλώσεις δεν καίγεσαι κι από ντροπή, την έπιασα να την παίξω και τότε συνήρθα και σε είδα να με παρακολουθείς, μαζεύτηκα αμέσως, έβγαλα το χέρι έξω, το σκούπισα στο σωρτς, κι αυτό δεν είναι φαντασία δυστυχώς, στην επόμενη στιγμή βρισκόμουν μέσα σ'ένα στόμα αντρικό και σε ούτε μισό λεπτό έχυνα φωνάζοντας κι αρπαγμένος από κάποια μαύρα μαλλιά, όλα αυτά έγιναν σήμερα Κυριακή πρωί μόλις 130 χιλιόμετρα βόρεια του Wyk που φοβάμαι να ξαναεπισκεφτώ.

Μια ανίκητη δυστυχία

Οι βόρειοι άνεμοι συναντούν τους δυτικούς, η θάλασσα σκάει μέσα στον εαυτό της, τα κύματα πλατειά και ξακρισμένα στρίβονται σταυροβελονιά το ένα πάνω στο άλλο, το παράκτιο μουρμουρητό καθρεφτίζεται στο ανάχωμα, στην άμμο, στο νερό και ζώνει, σβήνει, θάβει. 
Το δέλτα του Γαλλικού είναι μορντέντο μες στη θλίψη.
Ακολουθούν οι εντολές
να φοβάσαι τον καιρό
να μην εμπιστεύεσαι
να'χεις υπομονή
να διαβάζεις
να μη μιλάς
να ντύνεσαι καλά.

Πίσω από τη φτηνή κουρτίνα που είναι λίγο πιο παχειά από ομίχλη κρύβεται η ανίκητη δυστυχία. Τη βλέπω και με βλέπει κι όπως κάνει ρεύμα φυσιέται και με βρέχει λίγο λίγο. Στα μάτια μας η ζωή είναι μουντή σαν φτώχεια μοσχοβίτισσα.
Πιάσε με κάτω απ'τα ρούχα και πες καις σα να'χεις πυρετό να πω
θέλω να βρω το θάνατο ήσυχος σε μια ακτή μια μέρα με λιακάδα
μη μιλάς έτσι, μη μιλάς έτσι και σφίξε μου τα δάχτυλα που ξέρεις πως θα πονέσουν.

Στα μάτια της νοσοκόμας δεν κρύβεται ο εκνευρισμός. Με παρακολουθεί κι αδημονεί. Τα αργά βήματα, το αργό βάλσιμο των γαντιών, το αργό ψάξιμο στην τσέπη, λες κι ο χρόνος δε μας αφήνει όλους πίσω, η άρρωστη σβήνει συνεχώς σα νωτισμένο σπίρτο. Στο τηλέφωνο την ακούω μερικές φορές να ξεφυσάει από την ταλαιπώρια για τις λίγες λέξεις που βγαίνουν από εντός μου με τόσο ζόρι. Στις τρεις το βράδυ όταν έχω μείνει μόνος στα ΤΕΠ και με καλούν στη νεφρολογική που είναι στο άλλο τετράγωνο διασχίζω τους άφωτους διαδρόμους και τα σαμπώ σέρνονται σαν παπούτσια τιμωρημένου μαθητή, οι πόρτες η μια μετά την άλλη, οι πανομοιότυποι θάλαμοι, οι εκατοντάδες ίδιοι νεροχύτες, τα ντουλάπια με το ξαπλόχαρτο, το χαρτοβάμβακα, τις πάπιες, τα Φόλλεϋ, τα Λεβάην, τα στατώ και οι οροί, το σπίτι του μαρτυρίου, ο οίκος του θεού, η ανίκητη δυστυχία. Όταν κάνω εξιτήριο σημειώνω στο νου εις το επανιδείν, θες εδώ, θες στο χώμα, η θεραπεία είναι παράταση, η ίαση είναι τέρμα, δεν αναθεωρώ, ανακαλύπτω
όπως ανακαλύπτω πως με κλέβεις στο χαρτί για εκατό και κάνεις και κάνω το μαλάκα.
x
Ένα βράδυ γύρισα απ'τη Μάδυτο, πάρκαρα βιαστικά δίπλα στον ανανά κι ανέβηκα απ'τις σκάλες. Στο σπίτι τσιτσίριζαν κρεμμύδια στο τηγάνι, η γυναίκα στεκόταν εμπρός απ'την κουζίνα μ'ένα Σιλκάτ στο στόμα και τα χάζευε, έπαιζε Παγιουμτζής να κουφαθείς, το μόνο φως ήταν του απορροφητήρα, το λάδι πιτσιλούσε τα πλακάκια, την κοιλιά και τα βυζιά της, τηγανίζει πάντα με το σώβρακο γιατί αν λερωθεί το κρέας πλένεται πιο εύκολα απ'τα ρούχα (sic.), ξάπλωσα στο μικρό καναπέ με τα πόδια κρεμασμένα, έκλεισα τα μάτια, ποια δυστυχία; ρωτούσα τότε, αυτή, απαντάω τώρα.

גן עדן

Καθόμαστε για πόκερ. Έχω πιει.
Για πότε κλείνω τα μάτια δυο στιγμές δυο νύχτες και με ξεβρακώνουν ούτε που το καταλαβαίνω. Κεκλεισμένων των θυρών για ένα πεντοχίλιαρο ο καθένας και είμαι δέκα μέσα, στωπ. Πίσω στη γυναίκα και τη νύχτα στο Ορεστιάς Καστοριάς: παρθενικά σεντόνια στο τετράκλινο, παράθυρο στο φωταγωγό, στάλες βροχής και ταπ ταπ ταπ, η κόλαση με τραβούσε απ'τα μαλλιά, ο κόσμος τέλειωνε στην πλάτη μου, τα χέρια μου βούλιαζαν στα σεντόνια, τ'αρχίδια μου πονούσαν, δε μου'φτανε ο αέρας στο ψηλοτάβανο, μ'έσπρωξε απ'το λαιμό σα να'μουν σκύλος, κάνε κράτει, μια φορά, δέκα μέσα, όλα μέσα, στωπ. Πίσω στην παρτίδα, το πάτωμα της κουζίνας είναι άφαντο απ'τα μπυρομπούκαλα. Είμαστε γκωλ, κανείς δε θα θυμάται τα χαμένα. Σαμπάτ Σαλόμ έρχεται το πρωί είμαι μόνος στο διαμέρισμα και με ξυπνάει το τρίξιμο του σωλήνα του καλοριφέρ, τα τζάμια είναι παχνισμένα. Η μαγεία είναι πως με τα μάτια μου κλειστά τα φλαμίνγκο τρέχουν πάνω στα σκουρωπά νερά με τα κόκκινά τους απλωμένα και γύρω τους αφρός κι αφήνουν χώρες πίσω κι αφήνονται και φεύγουν και δε φεύγουν κι η θάλασσα από κάτω πλέει αντίθετα απ'αυτά: βγάλ'τα ρούχα σου. Βγάλε μου τα ρούχα. Το καλώδιο του στηθοσκοπίου που ήταν κάποτε του πατέρα είναι αφύσικα κοντό και με φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με όλες τις μάσκες του θανάτου και πάντα βλαστημώ κρυφά - αλλά  δεν είναι όλα νόμος. Κοντανάσαινα κι η αναθυμίαση του φθίνοντος κορμιού της ήταν ο κήπος της Εδέμ το πανέρι τουμπάρει με μια σπρωξιά στα καταλάθως και κυλάνε οι ώριμοι λωτοί και πληγιάζουν κι αφήνουν τα ζουμιά τους στα σεντόνια ληστεία και λησμονιά κι η μυρωδιά, η μυρωδιά της σωτηρίας η μυρωδιά των λουλουδιών της ακακίας που κολλήσαν στον ιδρώτα της κοιλιάς της αίμα με αίμα. Ο Θεός κόβει και μοιράζει, ο Θεός ποτίζει πάθη, αλλά για όλα φταις εσύ. Η πολλή αψιθιά φέρνει νύστα και παράξενα γυάλινα όνειρα στον ύπνο κι οι ώρες συγκολλούνται. Στο κορφοβούνι στο τέλειωμα της χώρας με το ελάχιστο γαλακτόχρωμο νερό που αφρίζει απ'τον ασβέστη στέκεσαι με την πλάτη στο βορρά κι έχεις στο αριστερό σου χέρι μια νύχτα θεοσκότεινη και στο δεξί ένα ηλιοβασίλεμα λάβα στην Αδριατική κι όλη την Ιταλία δικιά σου ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ.

Όταν πάτησα στην αμμούδα του Σταυρού ύστερα από ένα χρόνο
ξεφόρτωναν τζαμαρίες απ'τα δυο τζένεραλ κάργκο και γινόταν σαματάς
ο απογευματινός ουρανός σκοτείνιασε
φύσηξε ένα ξαφνικός λεβάντες
το κύμα γύρισε κόντρα στα τσιμέντα
τα γόνατά μου έγιναν ζελές
μεγάλη λίμα η νοσταλγία
εξαφανίζομαι σα σύννεφο από κωλοφωτιές σ'εκείνο το βράδυ μέσα στο Μεγκάν που περιμέναμε σταμπάη στην αυλή να παίξει το Σοδάδ

οι λέξεις στο στόμα μου ανεπαρκούν
οι λέξεις με προδίδουν
Έχεις χάσει τη λάμψη των ματιών σου.
Έχεις χάσει το χιούμωρ σου.
Έχω χάσει δέκα χιλιάδες σε μια νύχτα
κι εσύ ασχολείσαι με ψιλά;

Γιομ Κιπούρ

Γεννήθηκα παραμονή. Όπως λέμε γεννήθηκα ηλίθιος.
Μεγάλωνα μόνο τα καλοκαίρια. Περπάτησα, κολύμπησα στο Τζάβρο. Είδα πρώτα βυθό στην Παλιοκαστρίτσα. Αν δε μάθεις να βουλιάζεις τζάμπα κολυμπάς. Ψάρεψα δίπλα στο Διάπολο με θέα την εκκλησιά, νερά σκούρα και γλυκά, καλόπλωτα νερά έλεγε η μάνα, η βάρκα η Μαγδούλα, τσίμπησε μια βόπα κι ο κατσαμπρόκος φώναζε εύγε κάτω απ'τα μουστάκια του τα πίσσα σελίδα από παλιό αναγνωστικό. Έπιασα την πρώτη μου φίλη στην Τορώνη (παιδικό κόρτε σήμαινε την έπαιρνα απ'το χέρι και τρέχαμε μαζί όργωμα το στρέμα και την άλλη μέρα η μικρή είχε πυρετό απ'τη γερμανική τρεχάλα). Χάθηκα νύχτα στο δρόμο για το Προκόπι και ο πατέρας με ξυλοφόρτωσε και μου'σκισε μια τούφα από μαλλιά επειδή τον είχα ανησυχήσει κι έκλαψα από ντροπή γιατί μας είδαν όλοι. Η θλίψη με βρήκε τον Αύγουστο των δεκαεφτά στον Τορωναίο. Τα βράδια ήταν τόσο ζωντανά... και ανάσκελα στη βάρκα μ'έτρωγε η ησυχία. Θα σπουδάσω Θεσσαλονίκη, κι εννοούσα το σπούδαγμα της πόλης. -Bist du noch bei Sinnen? -Es ist beschlossen und verkündet. Στο διαμέρισμα στην Όλγας ξυρίστηκα αρχινώντας απ'το μουστάκι. Βγήκα απ'το μπάνιο ξαναμμένος γουλής και κομμένος στο δόξα πατρί. Η μικρή (το μικρή είναι ευφημισμός) ρουφήχτηκε στα σκοτάδια μια φορά που ήμασταν βόλτα κι έγραψα Κασσάνδρου Ακροπόλεως δυο στιγμές κι έναν κουβά ιδρώτα με την ψυχή στο στόμα νομίζοντας είχε φάει πέσιμο στα στενά και δεν είχα χαμπαριάσει. Ξυπόλυτος έψαχνα τις εβραίικες ταφόπλακες σ'όλη την Άνω Πόλη τρικυμιώδης στο κεφάλι και το επόμενο πρωί κοιτούσα τις πατούσες μου και δε θυμόμουν πώς και πότε είχα χάσει παπούτσια και κάλτσες. Νύχτες μαρτυρίου και η αγία κάψα λόγια Μοναστηρίου πηδήματα και ράγες το αλύχτισμα το γκρινιαραίο και τ'αστέρια σκόνη γυαλί στον ουρανό τρις ως το χάραμα με ίδρωνε ο εφιάλτης. Πίσω στην Κέρκυρα πίσω στο πρώτο καλοκαίρι στα πρώτα βήματά μου στην πρώτη βούλιαξή μου στα μπάσταρδα νερά τα λύσσα και τα μαλακά που ανακατεύονται σαν λάδι και σαν ξύδι σαν σάλια και σαν χύσια το λασποχώμα κι η τυρκουάζ θολούρα του μακρυά η άγρια σοροκάδα η μοναξιά του απαγορευτικού και η σιγή της διακοπής ηλεκτροδότησης οι γκιώνηδες οι νυχτερίδες το κόασμα των εκατό σαμιαμιδιών και η άγρυπνη αποδοκιμασία της σαμιαμιδομάνας και χρσσσ-χρσσσ ανάμεσα στην ανεμοβοή τα γυμνάγκαθα στο ντράφο.  Στο Πήλι καθόμουν εμπρός στο τζάκι στην ταβέρνα του θειού και οι προσκυνητές μ'έβγαζαν φωτογραφία και οι γριές μας συζητούσαν ως τα χριστούγεννα που στήσαμε τον καυγά πριν τρία καλοκαίρια και στο τέλος δεν πρόσεχα πού πήγαινε ο θυμός παρά χαιρόμουνα τις λέξεις υπομονή και οπορτούνης και βάλε στον-γκώλο σου χυλός Θερμαϊκού αλλά ολοκάθαρες χωρίς καμιά βιασύνη χωρίς μισό ψεγάδι εκφοράς λέξεις βγαλμένες απ'το στόμα που όταν με φίλησε μου'κλεψε την πίστη. Σεπτέμβρη έπεσε ο θειός στο χαντάκι στα πρώτα στροφιλίκια απ'τον Αγιάννη το Ρώσσο μετά που ζήτησε ένα σημάδι απ'το θεό και φίλησε το μοσχομυριστό κουτί και στ'αμάξι φούντωσε φωτιά ενώ έριχνε παχειά ψυχρή βροχή και η μάνα έλεγε καστίγιο του'καμε ο άγιος αλλά τόνε πέτυχε ξυπνόν. Σεπτέμβρη άρπαξε και η αλογοκαρότσα του σάντεκ όταν οδηγούσε Χάμπουργκ - Ντάγκεμπυλλ και τα πόδια της φοράδας καρβουνιάστηκαν και για να μην πληρώσει το φέρρυ βρήκε έναν κτηνίατρο απέναντι να την καλοσκοτώσει. Κάθε σούρουπο φέρνει νέα ναδίρ κάθε χαρτί καινούρια νοσταλγία η τράπουλα στα κομψά της δάχτυλα με τα νύχια τα ολοκόκκινα σαν αρτηριακό αίμα μοιράζει και με παίζει με τα μάτια κρεμάω ένα Σιλκάτ στο στόμα της κατεβάζω το χέρι μαζί με τη χεριά την ξαπλώνει κρυφά στο κεντητό τραπεζομάντηλο ακολουθώ τους εκτείνοντες με την αφή ώσπου φτάνω στα γυαλιστερά λιμαρισμένα ακρόνυχα το πουκάμισό της κουμπωμένο ως πάνω με το γιακά σφιχτό τα βυζιά της καλοκρυμμένα μια στο καρφί και μια στο πέταλο. -Αν δεν ήσουν αυτός που είσαι θα'σουν όμποε. -Αν δεν ήταν τα λεφτά θα σε γαμούσα κάθε μέρα. Χαμογέλασε καχύποπτα. Αν ήμουν ειλικρινής θα έκλαιγα μπροστά της αλλά όλα κι όλα! είμαι άντρας έχω τιμή κι ας τη σκέφτομαι συνέχεια και μου τρυπάει το μυαλό διατριβή κι ετυμολογία του πεθυμώ μικρή Ιερουσαλήμ μεγάλη μνήμη. Γύρισα η ώρα μιάμιση ποδαράδα λιμάνι Κορδελιό η πόρτα ξεκλείδωτη το διαμέρισμα άφωτο από μέσα τσούλησαν ήσυχα βογγητά σε συστάδες με ρυθμό -Είσαι καλά; ήμουν βραχνός επειδή φώναζα τρεις ώρες πάνω από τη μουσική στο Παλπ αγωνιούσε γονατιστή μες στη μπανιέρα γυμνή απ'τη μέση και κάτω ψευτοπιασμένη απ'το πλακάκι με το άνθος τα μπούτια συσπασμένα κι ανάμεσα στα βογγητά κι αυτά τλοπ και τλοπ και τλοπ τα φρύδια ξέσμιχτα κουρασμένα σήκωσα τα μανίκια έπλυνα τα χέρια παστρικά σα να ετοιμαζόμουν για σαφηνεκτομή έβαλα μια παλάμη στην πλάτη της και μια για να πιαστεί κι έτσι περίπου κάθε μήνα γινόμαστε γονείς της μοναξιάς μας.

30 στα 16

Είμαστε ανάσκελοι στο πάτωμα βλέπω τις σόλες των παπουτσιών μας στο ραφάκι τις σανίδες στο ταβάνι δίπλα μου έχω το ξύλινο μπωλ με τις φράουλες και ένα πιατάκι με τα πράσινα περούκια τους έχω φάει πολλές τα χείλια μου τσούζουν το αφράτο χαλί η ζωντανή του ζέστη ένα απ'τα άνθη της ορχιδέας ξεκόλλησε και ξάπλωσε μαλακά δίπλα από τα χέρια που έχει για μαξιλάρι θέλω να του πω κεκλεισμένων των θυρών το τι μπορεί να γίνει το τι μπορεί να γίνεται το ποτάμι φουσκώνει σαν ξεχασμένο γάλα στο κατσαρολί κι η δροσιά και η ιλύς ποτίζει την καταχνιά και όλα κρύβονται και απ'τα μεγάλα ακούρτινα παράθυρα δε φαίνεται κανείς παρά τα ελαφοκέρατα στον τοίχο -Schlag mich. -Ne. -Schlag mich! και μου αλφαδιάζει μια στα πλευρά που καίει και γρήγορα μπλαβιάζει. Αύριο στ'αποδυτήρια στη δουλειά ο Χένρικ με κόβει επικριτικά ή έτσι μοιάζει και αφουγκράζεται με τα πεταχτά αυτιά του κι έπειτα κουμπώνει το παντελόνι και μου γυρνάει την πλάτη, τον σπρώχνω, Hvad kigger du på? όποιος έχει τη μύγα, ε ναι έχω τη μύγα, με σπρώχνει, τον πιάνω απ'τα μπράτσα, με πιάνει σαν καθρέφτης, ο καινούριος πνευμονολόγος μπαίνει να μας χωρίσει και σπρώχνεται κι αυτός, τα πισωχτένιστα καστανά στιλπνά μαλλιά του Χένρικ τώρα πέφτουν εμπρός, χνωτίζουμε νομίζουμε σαν ταύροι, στ'αλήθεια κοντανασαίνουμε παιδικά, παραπατάω, η κνήμη βρίσκει στην καθίστρα, ένα κινητό πέφτει στα μπάμπαλα στη γωνία, κανείς δε θέλει να συνεχίσει, ο πνευμονολόγος λέει ξανά και ξανά Hold op, hold op nu, hold op., τρίτος στο επεισόδιο, ψηλός και μισοκάραφλος, και μόλις βάζει δύναμη μας λυγίζει στους αγκώνες και τους δυο, ντυνόμαστε βιαστικά, έχουμε αργήσει για την ενημέρωση, είναι οχτώ και εφτά.

/

Μόκο του σκασμού μέρες μέρη οδηγώ καπνίζω και θυμάμαι να μην κοιμηθώ στην πέμπτη περιμένω το τρίτο χέρι στο λεβιέ και το γόνατο στην άκρη αλλά είναι τραβηγμένος πέρα και χαζεύει τα λειβάδια θυμωμένος. Το ράδιο σβηστό (όλοι κι όλοι δυο σταθμοί για τα παιδιά των χοιροτρόφων κι ένας του κηρύγματος), ο κινητήρας στο ισιάδι ίσα που μουρμουρίζει, στο βάθος ένας λεκές από πουλιά περνάει από τη μια στην άλλη, το πρώτο σκούραιμα του δάσους όπως μπαίνουμε στη Midtjylland. -Steh dazu! -Niemals. -Kom schon. -Lass es sein. -Wenn du groß bist, sag mal offen, was du meinst, red nicht drumherum. Darin liegt der Unterschied zwischen Männern und Jungs. -Hör auf damit du Tunte. και μου αλφαδιάζει μια στα πλευρά πάνω στην προηγούμενη μια μπάτσα στο αυτί και η κουβέντα μένει εκεί πηγαίνουμε 30 στα 16 χορός στα πείσματα ζήλεια κόντρα φίλα με και μην το συζητάς.

και κεκιρσωμένας έχων τας πέριξ φλέβας

Γενική χειρουργική για το σωσμό του κόσμου οι ώμοι περσινοί οκλαδόν μετέωρη στη χέστρα πίσω απ'τα ΤΕΠ κοιτάς μην κατουρήσεις τον ποδόγυρο της ρόμπας το δάχτυλο σε πονάει απ'το κωλοδαχτύλωμα οι γύφτοι σε αναταραχή ένας κοιλαράς έφυγε μαινόμενος εμείς τι περιμένουμε τόσες ώρες η νοσοκόμα δε βρίσκει φλέβα ο καθετήρας δεν περνάει τη συμπληγάδα φέρε Τήμαν φέρε τζελ φέρε τον πούτσο βόλτα φλωπ θα πέσουν τα πήγματα στη σάκα από προχτές το γιατρείο δεν έχει ξεμποχίσει και η ωραία γκόμενα και ο ωραίος κόκκυγάς της σ'εκδικούνται έξω περιμένουν τριακόσιοι πικραμένοι ο επιμελητής κοιμάται στο δεύτερο και να σου πέσει το κωλί μα δε θα τον ξυπνήσεις τα πεύκα τα πευκάκια κρατάν την ορμή της νύχτας απ'τ'αυτιά κι όταν το άλλο μεσημέρι αναδυθείς θα είσαι τυμβωρύχος, τα λέω σωστά; Το μυστικό είναι κάτω το κεφάλι το στόμα σφαλιστό κέρμα το μάτι και θα βγεις στην άλλη όχθη κολυμπώντας μ'εκείνα και μ'αυτά η φιλανθρωπία πληρώνεται φτηνά σαν πίπα πρεζούς στο πόδι κι εκείνη η μέρα η Κυριακή σε σταυρώνει στην πλατεία του Δεντροποτάμου και οι γύφτοι σου σε βλέπουν χωρίς να σε θυμούνται αλλά εσύ τους έχεις ανοίξει στα δυο τα κωλομέρια μια νύχτα με φεγγάρι κι έκανες ρομαντζάδα από ραγάδα σε ραγάδα ό,τι φαινότανε σαφές τώρα είναι και δεν είναι στην ώρα την εννιά στην ώρα του σκισίματος τα μερομήνια των σκατών το λίγο και το πολύ σάπιο μουνί τα άχρηστα αρχίδια η χιλιοπρόσωπη αγέλαστη νυχτιάτικη μιζέρια που ξέρεις καλά πως θα σε βρει και θα σε εξαφανίσει κι εκεί που υπέφερες όλα σου τα χρόνια τα χρυσά εκεί θα σβήσεις ένα λεπτό πρωί στάγδην και προσοχή γάμμα νι πι και δέλτα χει μια μικρή κρεμαστή κοιλιά μια γραμμή ανάμεσα στα φρύδια κρύος ιδρώτας το παντελόνι πέφτει πράσινο φαρδύ βρακί του Οβελίξ στο μωσαϊκό μια λίμνη τέλος μέση και αρχή μια λίμνη ψωλή και παρθενιά κι εκείνη η μέρα η Κυριακή ρίχνει για το κεφάλι, κάτσε σκυφτή, ο κόσμος την έκανε κι έμεινες κατακάθι σαν επιληπτικό παιδί ένα τίποτα και κάτι παραπάνω ανάγαπη χωρίς γονείς χωρίς αδέρφια χωρίς άλλη ιστορία παρά αυτή που γράφεις σε κάθε βάρδιά σου οχτώ κι οχτώ ένα γαμήσι στα κλεφτά δεκάξι όρκοι αγάπης γελάς το ξέρω που γελάς και γλείφεις τα δάκρυά σου η θεία ανθρώπινη ηθική απαγορεύει να μετανιώσεις απ'την απελπισία και μετά είναι ισιάδι στο βάθος κακό συννεφομάζεμα και λόφοι βλοσυροί εμπρός εσύ δεν έχεις πίσω εμπρός κοίτα πόσες γαμωτρύπες σε περιμένουν με χαρά!

/

Τα πέρασα κι αυτά και είναι ξεχασμένα πεταμένα λεφτά εξήντα πέντε κιλά πεταμένα λεφτά το βαμβακερό κουβερτάκι το μαξιλάρι με το ελάφι γυρισμένο ανάποδα ξαπλώνω στο δεξί πλευρό για να μην πέφτει το συκώτι και μου ζορίζει την καρδιά το επίμονο σκηνικό της ήττας είμαι επικίνδυνος όταν είμαι μόνος η μελαγχολία δεν κάνει χωρίς μνήμη αναλώθηκα σ'αυτά που ήμουν και εξαφανίστηκα. Ήταν Μάιος έβρεχε χειμωνιάτικη βροχή η μικρή με όλη τη σχιζοφρένειά της έχυνε μου'πιανε τους αγκώνες την χαζόβριζα γελώντας κι έλεγε θέλω να μπω μες στο κεφάλι σου θέλω να θέλω να δε θυμάμαι τι άλλο έλεγε όμως χαιρόμουν που ήμουν τόσο κάποιος και τώρα τώρα δα έρχεται από τότε από εκεί η τρέλα αναλλοίωτη ανεβαίνει σα ρεύμα ξέρω ποιος είσαι ξέρω τι σκέφτεσαι ξέρω πού έχεις χαθεί έχεις χαθεί στο επίμονο σκηνικό της ήττας στα αχτένιστα μαλλιά στο ακίνητο κορμί στη μπλούζα με το βε στο σωρτς που το βρήκε η χλωρίνη και το ξέβαψε στην τσέπη η νύχτα στο μυαλό μια άπνοη αρκτική νύχτα πλημμύρα στην ομίχλη χωρίς ουρανό χωρίς χάραμα μια σκέτη νύχτα ένα κακέτυπο των κακών του Περσικού ένας κάποιος που χλωμιάζει στην όψη του θερμός ναι εγώ είμαι αυτός μήνες τώρα κάθε μέρα φέρνει τέλος και παίρνει αναβολή. Ποιος όρκος του Ιπποκράτη ποια ηθική ποιος ο σωσμός του κόσμου πληρώνομαι για να ξεπροβοδίζω το ίδιο κι εσύ και όλοι οι επίδοξοι χρηστοί.

Απ'το κελί (φωναχτά)

BY JOHN MASEFIELD

I must go down to the seas again, to the lonely sea and the sky,
And all I ask is a tall ship and a star to steer her by;
And the wheel’s kick and the wind’s song and the white sail’s shaking,
And a grey mist on the sea’s face, and a grey dawn breaking.

I must go down to the seas again, for the call of the running tide
Is a wild call and a clear call that may not be denied;
And all I ask is a windy day with the white clouds flying,
And the flung spray and the blown spume, and the sea-gulls crying.

I must go down to the seas again, to the vagrant gypsy life,
To the gull’s way and the whale’s way where the wind’s like a whetted knife;
And all I ask is a merry yarn from a laughing fellow-rover,
And quiet sleep and a sweet dream when the long trick’s over.


ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΓΕΝΕΙΑΔΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΕΜΙΟΜΑΣΤΕ ΚΡΥΦΑ
Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ
ΝΟΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΩΣΤΟ

They lied about everything

Για τίποτα δεν είπαν την αλήθεια παρά γι'αυτά
ανατομία διαβάζεις απ'την επιτομή
κι όλα συνοψίζονται σ'ένα γνώριμο σώμα
απ'το οποίο ποτέ δεν αποφοιτάς.

/

Το μελτέμι μας κατέβαζε τη σκόνη της Ιστιαίας στις πετσέτες. Από το μπαλκονέτο έβλεπα τα λιόδεντρα που έδειχναν τα ασημιά τους. Οι κουρτίνες φούσκωναν και μου χάιδευαν τη γάμπα. Η νύχτα φυτρώνει απ'το νερό, πρώτα μαυρίζει η θάλασσα, κι αν δε φυσούσε τόσο οι μέδουσες κι οι ράχες των ψαριών του αφρού θα έπαιζαν τ'αστέρια. Τα πλακάκια ζεσταμένα, τρεις μήνες αναβροχιά, τέτοια ξέρα, τέτοιοι ήλιοι, τέτοιες μέρες, στα αριστερά τα πεύκα τα πευκιά συστάδα σκοτεινιάς, το αποκάμωμα του Αυγούστου, η μοναξιά και το κατάματά της. Είχα μια ώρα μέχρι να με πνίξει το βράδυ να σκεφτώ την ακινησία στους Ωρεούς, τα γυμνά μου πόδια άκρη άκρη στο κράσπεδο, τις μικρές μικρές λάμψεις της πετονιάς σαν τα πρίσματα των βρεγμένων βλεφαρίδων, το χρώμα μιας τρυφερής ματιάς όλο χυμένο στο λιμανάκι, τα μάτια τα αδειανά, την πλάτη μου και το πώς καιγόταν και μ'έκαιγε ως μέσα, είχα μια ώρα να σκεφτώ το αγκίστρι που μ'είχε σκίσει. Όταν έπεσε ο άνεμος κι ακούστηκαν οι γρύλλοι ήμουν στο Πήλι ήμουν στο Πευκί κι ήμουν ο βασιλιάς του κόσμου.

/

Στην τηλεόραση έπαιζε de jurk στα ολλανδικά λέξη δεν καταλάβαινα. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Η τάβλα του καναπέ απ'το '70 κάτω από το λιωμένο μαξιλάρι μ'έκοβε στις ιγνυακές, κι αν ίδρωνα πίσω απ'τα γόνατα ήταν επειδή μας είχε πατήσει η άπνοια και το τριαντάρι. Έπαιζες με τους αντίχειρές σου πάνω στην κοιλιά σου, και τους κοίταγα κλεφτά, οι πιο αντρίκειοι αντίχειρες που έχω δει ανάθεμα τον Ασκληπιό ανάθεμα το Ληθαίο. Στο τέλος το πήρα απόφαση και από χαμένο κορμί βρέθηκα στο δικό σου. Φεύγοντας τσαλακωμένος το πρωί, το'κοψα πίσω απ'τα θάμνα γιατί η γκόμενά σου η Μ. μόλις έπαιρνε με το ποδήλατο τη στροφή για την αυλή.

Χρωστούσα ακόμα όλες τις ανατομίες. Αφού δεν τις διαβάζεις ρε Φ. θα μου πεις. Το αλάτι ερχόταν σπρέη στο παρμπρίζ. Η ανατομία είναι μονοθεϊστική. Βάλε μου ένα τσιγάρο στο στόμα. Τα δάχτυλά σου μύριζαν την ιερή φασκομηλιά. Σου έπιασα το μπούτι μες στ'αμάξι. Να στ'ανάψω κιόλας; Όχι. Σε άφησα στον ανεμόμυλο του Όλντζουμ στη γωνία. Ξέρεις πόσα χρόνια πάνε από τότε;

/

Ο βασιλικός που μαραζώνει
το χιόνι των ξεραμένων φύλλων του 
ο βουβός ποταμός η ήσυχη αναπνοή μου

ο βροχόκαιρος που κοντοστέκεται
τα μαλακά νερά γύρω απ'το Ζυλτ
ο χυλός για γη οι γλάροι οι πεταλίδες

κόντρα στο ζεστό τελευταίο φως
τα μπατζάκια στα γόνατα που μας έχουν στηρίξει και τους δυο
τον προσέχω πίσω απ'τα σκούρα γυαλιά με μάτια σχεδόν κλεισμένα

πάλι γράφεις
τι γράφεις
για σένα


/

Στο ανάχωμα του Βέδστεντ η παλίρροια είναι στη φούντωσή της.
Η δύση έρχεται από χρόνο αόριστο. Και φέρνει μια ησυχία...

Αντίφαση κι αστάθεια

-

Όταν αραίωσε η ομίχλη μέσα μας κυρήχτηκε πόλεμος.
Ξαπλώναμε στο πλάι και βλεπόμασταν μες στα μάτια και το θέαμα δεν τέλειωνε ποτέ.
Τις μέρες της άπνοιας τα κανάλια γύρω απ'το Μίντλουμ μυρίζουν σαν πλυμμένα νεροπότηρα
το χώμα η άμμος η λασπουριά στα μέρη αυτά κανείς δεν ξέρει από δίψα.
Περίκλειστη ερημιά περίκλειστη πλημμύρα
να'βλεπα που θα'μασταν αν η θάλασσα δε μας χαριζόταν.

-

Τότε που κομματιάστηκε η Γιουγκοσλαβία ένας χειμώνας όλος καρβουνιά
ένα αμάξι με τα πάντα του θολά στα σύνορα στρατός ζντράβο χνώτα γκρίζα σύννεφα
η γυναίκα με το τσιγάρο στο στόμα έστριψε τη μανιβέλα κατέβασε το παράθυρο και είπε
πραβοσλάβατς πραβοσλάβατς κι όλα ήταν καλά κι όλα τα ήξερε εκείνη η γυναίκα

στη Φλώρινα το ανάθεμα ο σταυρός η αιθαλομίχλη
λίγη ακόμα υπομονή
φτάνουμε
φτάνουμε.

Τα θυμάμαι αυτά, το κωλοχώρι αυτό το κωλονήσι να φύγεις από 'δω, Μά-λμπουρο κόκκινο μαλακό και γαμώ το Χριστό σου και την Παναγιά και το ίδιο κραγιόν πάντα και φούσκωνε τα μαλλιά της με το φυσερό και έπαιρνε τηλέφωνο κι έλεγε εδέσαμε αυτού στη Σινγκαπόρ τι κάνεις μπάμια.

-

Κάθε πρωί αναρωτιέμαι γιατί είμαι ακόμα ζωντανός
κάθε πρωί σου γράφω σκότωσέ με και λες όχι
λίγη ακόμα υπομονή

-

Περί ποιητικής

Το basslauf είναι το αποτέλεσμα μιας ανθεκτικής παθολογίας. Δεν είναι ποίηση. Είναι η απορροή ενός νευρασθενικού. Ήταν ένα από τα σκοινιά που με συνέδεαν με τη βάρκα. Έκλεισε 9 χρόνια, όσα και η ψυχασθένειά μου. Μια πρόποση. Εις ίασιν ψυχής και σώματος.

Правда не зависит от вашей воли

Του έπιασα το χέρι ενώ ακροαζόμουν την αορτική. Ο άχρηστος καρπός του με βρήκε απροετοίμαστο. Έσκυψα από πάνω του επίορκος και τον ρώτησα φοβάσαι; και είπε όχι.
Αυτό έγινε το χάραμα.

Το πρωί με φώναξαν στο 3-69 για σπασμούς. Μπήκα μέσα κι ήταν στα λογικά του αλλά το σώμα τον γελούσε. Το στόμα του δεν άνοιγε αλλά μέσα απ'το σάρκινο χαντάκι μούγκριζε πονάω, πονάω, τα μάτια του δεν άνοιγαν αλλά έκλαιγε ολόκληρος άντρας ολόκληρο ερείπιο. Έσκυψα από πάνω του επίορκος και του είπα μη φοβάσαι εγώ είμαι εδώ. Σε μισό λεφτό δούλεψε το στεντόν κι έμεινε σέκος. Είχα σχολάσει από μισή ώρα. Τον άφησα στους επόμενους, φόρεσα τα πολιτικά, άναψα τσιγάρο και έφυγα για το σπίτι.



Για αυτούς που μένουν


φεύγω πρώτος για να μην προλαβαίνει κανένας να με παρατήσει
κανένας κανείς

1/3
με δυο φγιορδ στ'όνομά μας
και το 7-11 στην Χόλμπεργκσπλαςς
το τρέμουλο του κομοδίνου απ'το τραμ
το πάρκο με τ'αγάλματα
τα παγωμένα γάντια

έτριβες τις βλεφαρίδες σου στις δικές μου
κι αυτό ήταν ένα κάτι ψιλό απ'όλο το τρίψιμο που ρίξαμε εκείνη την εποχή
οι γκόμενές μας ζηλεύουν ακόμα

2/3
τι που δεν έχω πει και θα'ρθει τώρα
σ'έπιασα κορόιδο στο μπλατζά κι έκανες το σταυρό σου
αν ο Θεός έδινε μια θα μου'κοβε τα χέρια αλλά για δες 
μόκο
και τώρα δεν ξέρεις αν πιστεύεις

3/3
το αλάτι στο δέρμα σου τρίμμα γυαλί
οι στάλες στα μάγουλά σου νάζια στο μαντολίνο
το είπες όπως το είπε ο Galeano miedo de morir / miedo de vivir
από το στόμα σου στο αίμα μου
ανήκεις σε όλες μου τις αισθήσεις

Περί αλυπίας

Πτερόεσσες ψυχές 
οι δέκα κράσεις της δυστυχίας

βοήθεια θα πει ένα άσπιλο στόμα
ένα παραπάτημα και μπλουμ στη μούργα του καλοκαιριού

όλο το δηλητήριο όλη η στάχτη των νεκρών 
αδειάζει σ'εκείνο το πηγάδι

και τώρα
ανάσκελα γυμνός και στο μαρτύριό σου

χαζεύεις τα παροδικά σκοτάδια τα σμήνη τα μεταναστευτικά ώσπου να κοιμηθείς.

Η πονηριά στο πρόσωπό σου το εξομολογητήριο των ματιών σου τα δάχτυλα των χεριών σου τα δέκα ακρωτήρια του πάθους οι πρώτες ύλες του κορμιού αναχωρούν για άλλα μέρη, αναχωρούν για τη σιωπή. Από τον πάτο του ωκεανού και την αμμώδη κρέμα το μόνο που με φτάνει είναι το σσσσ-σσσσ, σσσσ-σσσσ των σπλάγχνων των ναυτίλων. Μια αιώνια αναίμακτη ηρεμία πέρα από τις αγωνίες της ζωής και του θανάτου, πέρα από την απελπισία στο καρδιοχτύπι, πέρα απ'ό,τι δένει τα πλάσματα στον κόσμο από τους αστραγάλους. Με τις βροχές σε πίνει ένα κρυφό σιφώνι στο πηγάδι και από Σεπτέμβρη δε σε είδα, δε σ'έπιασα, δε σε φίλησα ποτέ. Να μην ξαναγυρίσεις.




Να σκάψεις τον τάφο σου

Δέκα λεπτά στο ιερό μες στο γιατρείο δε θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά, ό,τι συμβαίνει με βρίσκει στο ψαχνό. Το πρόσωπό μου δεν έχει μυστικά, κάθε πρωί έρχομαι στον κόσμο και ξανά, κάθε πρωί γεννιέμαι. Τα μάτια μου γίνονται τεράστια όταν μου μιλούν, σα να'μαι ένα μικρό μωρό, σα ν'ακούω τα πιο σπουδαία λόγια. Το φως της μέρας δεν είναι αρκετό για να ξημερώσει στο κεφάλι, χρειάζομαι έναν ήλιο πιο πολύ, πιο δυνατό για να με φέρει πίσω, θα περιμένω τον Προμηθέα. Η τιμωρία συνοψίζεται στο -θέ-. Μένω σιωπηλός αλλιώς το ξέρω το'χω πάθει απ'τα έγκατά μου ξεχύνεται το -θέ-, στάζει στα ρούχα μου, βρέχει τα παπούτσια μου, με λιώνει και με ξεφτιλά, και γίνομαι άφτερος νεοσσός πεσμένος κάτω απ'τη φωλιά ίσα εκεί στις χοντρές ρίζες του νορβηγικού σφενδάμου, και απροσμέτρητες ομολογίες μου έχουν έτσι αποσπάσει, αμάρτησα, έχω αμαρτήσει, αμάρτω, και δάκρυα χοντρά και στρογγυλά σαν μεγάλες σταγόνες μέλι. Κρεμώ το κεφάλι το άντρο του βραδιού πάνω απ'τον αριστερό μου ώμο, οι αλήθειες μένουν πίσω, κι εμπρός τραβάει μια πνοή το δώρο του Θεού το έλεός του η ψυχή ενός ζωντανού. Στο στόμα μου περπατάνε οι λέξεις Μίλησέ μου για την Κέρκυρα και Σσσς, μη! και αυτές είναι οι αρχές του έρωτα που σου'χω φυλαγμένο, ακολουθούν τα νύχια των δαχτύλων μου κάτω απ'τα νύχια των δαχτύλων σου και οχτώ κουκκίδες κοινό αίμα. Ένα αδύναμο χτυκιάρικο κορμί, φτηνό δέρμα, τα πόδια διπλωμένα, τα χέρια σταυρωμένα, τα βλέφαρα κλειστά, το κεφάλι σκυμμένο, όλη η δυστυχία του κόσμου μου στα χείλια, και μέσα αναμμένη καρβουνιά σε βαμβακερό σακί και η μυρωδιά... για να πνιγώ λέγκε άρτις προς τιμήν σου πρέπει να βουτήξω στο ζεστό σου κεχριμπάρι, το γκρίζο των ματιών μου θα βρει το καλοκαίρι των δικών σου, ό,τι προηγουμένως κατάφερνε και κυλούσε θα γίνει στερεό, κι ό,τι είμαστε θα είναι το πήγμα των Ηλιάδων του μεσημεριού στο κυματάκι των Ερμόνων.

Άλλη μια ψιχάλα και ξέχνα τη θάλασσα, ορίστε η άπατη λίμνη
θέλω να σε ζήσω ως το μεδούλι θέλω να σκάψεις τον τάφο σου.












ΝΑ ΣΚΑΨΕΙΣ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΣΟΥ

Περπέτουα

/

Μια απαλή πνοή χαϊδεύει το τοπίο, τα λιόφυλλα τα ασημιά, τα δύσκολα σπαρτά. Στέκομαι στη μικρή βεράντα με το σωρτς. Καπνίζω έναν Άσσο που θα κρατήσει όλο το καλοκαίρι. Απέναντι το φάντασμα του Γρίβα μια σταλίδα. Η Άγια Κυριακή, τα τσιμέντα στη γωνία. Η θάλασσα που ενώνει τα δυο μεριά είναι μολύβι. Στον πάτο βότσαλα και γύρω κοπάδια από μέδουσες καφετιές. Την έχω κολυμπήσει και μ'έχει κατακτήσει. Το πρώτο σούρουπο εκεί έπεσα ανάσκελος κι άνοιξα τα μάτια κι επάνω στον ουρανό απλώνονταν οι νύχτες βελούδινες, η φεγγαράδα, η δροσιά. Κάπου κάπου ακουμπιόμουν με μια μέδουσα απαλά. Απ'τα λιμνία μου εξατμίστηκε η ψυχή αλλά είμαι ακόμα στη ζωή να καπνίζω αυτόν τον Άσσο τον τριμηνίτη. Φτύνω τα τρίμματα του καπνού στα κεραμίδια. Η κουρτίνα σέρνεται μέσα έξω.

/

Έχεις χάσει τη λάμψη των ματιών σου, μου είπε στο αεροδρόμιο, θέλω να σε βλέπω ζωντανό. Χαμογέλασα και της έπιασα το κεφάλι. Δεν το πήρα και κατάκαρδα. Αργότερα στο ενοικιαζόμενο στο πουθενά άνοιξα το επικλινές παράθυρο της οροφής. Με θέρισε το κρύο. Όλη η κακία του χειμώνα τρύπωσε από τα μάτια μου εντός μου. Σχεδόν τριάντα χρόνια που έριξαν το Τείχος και τώρα μόλις μπήκαν όλα σε σειρά.

/

Λείπω. Έχω εγκαταλείψει το κορμί. Δεν υπάρχει αίμα παρά μέλαινα χολή. Το ρολόι του Πολυκάστρου δείχνει ώρα στάχτη και νερό.

Θυγάτηρ σύζυγος μήτηρ πατρίς

¿Sabes de donde vienes? Una sílaba viajó de los labios de tu madre a los de tu padre, así llegaste a este mundo. 




ΘΥΓΑΤΗΡ

Σφίξε με στην αγκαλιά σου άσε με ν'ακουμπήσω το αυτί μου στην καρδιά σου
εσύ κοίτα μπροστά πάτα γερά στην ξένη γη
τα στρόγγυλα χρόνια της ερημιάς σου η παρένθετη ζωή σου το ασήμαντό της τέλος
η αδυναμία σου στα μάτια πανάκριβα πανάρχαια τοπάζια

σ'αγγίζω και σε πιάνω να πεθαίνεις

πάρε τα αργά δάκρυα και άλειψε τα χείλη σου
κράτα το μαλακό ροδάκινο κορμί πρώτα απαλά κι έπειτα λιώσ'το
το ζουμί που θα σε βρέξει είναι γλυκό και μοσχοβολάει σαν καλοκαίρι
πάρε ό,τι έχω.

ΣΥΖΥΓΟΣ

Απόσταγμα Δαμασκού στα λεπτά σου χέρια στάλες μεγάλες και μαργαριταρένιες
σαν τις πρώτες σταγόνες της πρώτης μπόρας
με το πλύμα της ψυχής μου στο στόμα στην κοιλιά σου
σε βαφτίζω γυναίκα μου για πάντα και σε παίρνω

από τρεις μικρές πληγές πίνω όλη σου τη ζωή γουλιά γουλιά
κι όσο πεθαίνεις θα πεθαίνω για σένα.


ΜΗΤΗΡ ΠΑΤΡΙΣ

Από τη σκόνη της Συρίας σκιές της ιστορίας έφτιαξαν τον άντρα
αγνό με ώμους δυνατούς και αφοσιωμένους πιστόν σ'αυτήν και το Ισλάμ
και από το κύμα εκείνο το βουβό το αιγαιοπελαγίτικο στο τέλειωμα των μελτεμιών
γεννήθηκε με αίμα απ'το δάχτυλο της μοδίστρας στην περίτεχνη δαντέλα της Ελλάδας η γυναίκα
το λάδι το κρασί το αλάτι της ζωής
και
βουλιάζοντας οι δυο τους έφτιαξαν εσένα
καμάρι της ορεινής Χαλκιδικής


σε φιλώ
σε νοσταλγώ
σου υπόσχομαι
άλλη δε μ'έχει πονέσει έτσι.

Tienes que sacarlo desde la raíz

Tienes que sacarlo desde la raíz.
Sé firme, y tienes que decir "sufrimos".
—Sufrimos.

Το σούρουπο δεν προχωρά δε μετανιώνει. Η ελαιογραφία που κρέμεται πάνω από το γραφείο, το καλοκαίρι του βορρά τα καταπράσινα μαλλιά των λόφων η ανίατη υγρασία οι πνευμονίες οι φθισικοί. Ο χειμώνας είναι ισοβίτης στα παλιά σπίτια. Όλοι από το 1890 πίσω από τα χοντρά ντουβάρια, οι πνιγμένοι στ'ανοιχτά. οι χαμένοι στις Αμερικές, οι τελειωμένοι, οι χρεωμένοι, οι τυχεροί.
Νεκρή φύση: ένα χέρι κρέμεται από το πλάι της καρέκλας. Τα δάχτυλα είναι σε ελαφριά κάμψη. Μια βδομάδα έτσι και το ρολόι δεν εδέησε να πάψει και ο χρόνος του δε χορταίνει να τελειώνει. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μανταλωμένο στο σκουριασμένο ποδαράκι, και απ'το ποδαράκι στο περβάζι πρόλαβε και κρέμασε ένας ιστός αράχνινος σαν τριχωτό σεντόνι. Τώρα θα φύγω, ετοιμάζει και βροχή.

Η γη ανακατεύεται, αλλού θεοσκότεινη, κολλώδης και υγρή, κι αλλού λεπτή, πανάλαφρη, ξανθή, κάπου πάντα της γκαστρωμένη, κάπου πάντα της στείρα. Διώχνω μια τούφα που έχει πιαστεί στο στόμα. Έχω ψηλώσει τριάντα μέτρα έχω ψηλώσει τριάντα χρόνια. Τρέχω. Τα δέντρα στο νεκροταφείο τρώνε τις στάχτες του έθνους και ψηλώνουνε κι αυτά. Το επιτύμβιο είναι για όλους ίδιο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Πέφτουν οι πρώτες στάλες πέφτουν οι πρώτες στάλες δηλητήριο απ'το λαβούρνο που έχει φούντωση. Τα νερά γύρω του ποταμού και των παραποτάμων τα υπόγλυκα τα υφάλμυρα τα σάπια τα νερά χύνονται στην αμμουδιά, τρέχω λίγο ακόμα και τώρα που έχω φύγει θα σταθώ.
Ωπ! ο κόλπος της Εσπεράντζας ανοιχτός ευθύς εκτεθειμένος στους δυτικούς καιρούς ο τόσο λίγο κόλπος, το σύνορο του σύμπαντος.

Από ψηλά εκεί που έχω ανεβεί από τα αγκίστρια που αναρτώνται απ'το σβέρκο τους τα κυνήγια στρέφω το βλέμμα κάτω. Στην άμμο γράφονται μια, τρεις, πέντε, εφτά μικρές λερωματιές και η άμμος τις εξαφανίζει στη στιγμή κι έτσι κανείς μας δε ματώνει. Ένα κύμα αφρίζει παραδίπλα και ανασταίνει ό,τι έχει ξεβραστεί. Πέθανα κάποτε στο νησί, ακόμα με ψάχνουν τα σκουλήκια, α, και θα με βρουν, έχε υπομονή.

Τι τρέχει

Η λόξα στο μυαλό
καθαρό κούτελο ούτε τύψη
λαιμός εκχυμωμένος δουλειά ή αναψυχή
γιακάδες Μάο Παναγία Φανερωμένη

πεθαίνω πεθαίνεις κάθε πρωί
πτήσεις πλεύσεις
κινούμενη άμμος λάσπη κόλλα
σούρσιμο στο μουσαμά πέντε και χάραξε

στο πλάι το βάρος των βημάτων σε χρυσό
δε βγαίνει το χαρτί δε βγαίνει το χούι
συννεφόκαμα νησί για νησί χώρα για χώρα
αυτή η άλλη η ανελέητη επαρχία αυτή η απομεριά

καρφί κέφι στο κέρατο
εμπύρετα μάγουλα του Γκόττρον οι κηλίδες
φτερά της πεταλούδας ηλιοτρόπια
φθίση και ζωή αυτή είσαι εσύ

σκοτάδι και χαίνει πάντα μισό
ούτε μία ντροπή στον κόσμο δεν είχα ποτέ
αφέγγαρες θλίψεις ανάλατες χαρές
και ίσιος και στραβός και πούστης και σωστός

το χέρι μου ψηνόταν κάτω απ'τη φούστα σου τα μάγουλά μου στις φλόγες σαν εφημερίδες σε ρωτούσα αφελής Τι τρέχει γυναικάκι; για να με χτυπήσεις με την ανάποδη του χεριού στο παραλαίμι και να μου πεις να μη σε ξαναπώ έτσι.

Εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη

11 Μαΐου

Κάθεται με το γυμνό κωλί της στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Απ'το παράθυρο έρχεται και βρίσκει τον ώμο και την κλείδα της το φως της μέρας του βραδιού. Τα φρύδια της έχουν σμίξει σαν ταξιδιώτες στο Βαρδάρη, κι ανάμεσά τους στενεύει άδεια η Λαγκαδά. Τα δάκρυά της βρίσκουν δρόμο και γλείφουν το λαιμό της. Οι λεπτές της φαβορίτες έχουν κολλήσει στα μάγουλα κι έχουνε σγουρύνει. Κάθομαι με το σώβρακο στην κουνιστή καρέκλα της απεναντινής γωνίας και πάω μπρος πίσω. Έχω πιάσει τα μαλλιά μου παραμάσχαλα. Σφίγγω τα χείλη, δαγκώνω το μουστάκι, ρίχνω ένα βλέμμα στα ποδοδάχτυλά μου πάνω στο χαλί, κι έπειτα πίσω σ'αυτήν, στα πόδια της τα διπλωμένα και χωμένα στο ύφασμα και στο ίδιο το κορμί της. Στο δέρμα της που μαρμαρώνει φαίνονται οι φυλλωσιές φαντάσματα σαν της λιακάδας στους εξάκλινους του Παπανικολάου, οι εφημερίες έχουν κι αυτές το τίμημά τους. Όλοι οι νεκροί της στις μυστικές πτυχές της, κι όλοι οι ζωντανοί στο διάολο. Στον άλλο ώμο που δε φωτίζεται βλέπω το βάρος των αγκίστρων και το παπαγαλάκι των εξωτερικών. Κανείς απ'όσους τη δοκίμασαν δε μπόρεσε να την ξεχάσει, ούτε εγώ. Καμιά απ'όσες με δοκίμασαν δε μπόρεσε να με ξεχάσει, ούτε αυτή. Κι έτσι γελαστήκαμε, χα - χα. Ρωτάω, πόσο μπορεί η ηλίθιά μου σάρκα να κοστολογηθεί; Στη δημοπρασία είχε ερημιά, αλλά έπεσε ένα χιλιάρικο και τρεις μέρες αναρρωτική, και να, και να! Ο γιατρός της ζεστός και ζωντανός και έκπληκτος εμπρός της. Τα πράματα έχουν έρθει τούμπα, είναι δύσκολο να πω ποιος είναι ο πάτρονας και ποιος η παλλακίδα, στο ράδιο Δεκέμβρη στη Σαλονίκη έπεσε εκ προμελέτης Από τις άκρες των δακτύλων της... και αυτή έπιασε εκείνον τον αργό χορό που μύριζε όπως η γη του Ισραήλ στη ντάλα του μεσημεριού μ'ένα χαμσίνι, και πίσω της έλαμπε ένας ήλιος περίλαμπρος κι αυτή ήταν σκιά. Τώρα το απέραντο ανέλπιδο σκοτάδι με τυφλώνει, διάσπαρτα ανάμεσα σ'εκείνα και σ'αυτά δε βλέπω παρά μόνο τους θανάτους, τους θανάτους, στο τραπέζι της νεκροτομής κάτω απ'το παρεκκλήσι ένας τριών ημερών σβηστός, το αίμα του έχει πήξει κι έχει βάψει τη μύτη και το στόμα, τα μάτια του ορθάνοιχτα ακόμα αγωνιούν κι έχουν αρχίσει να μαυρίζουν, ψηλαφώ τα παραστερνικά μην έχει βηματοδότη, και παίρνω πάνω μου λίγο απ'το θάνατό του, πέθανε ασφυκτιώντας μόνος του σε ένα άδειο σπίτι, όπως η σχιστομάτα με τα σκουλαρίκια μικρά τριαντάφυλλα, που όταν την έπιασα ήταν ακόμα μαλακή, στον κουβά με ρόδες γι'ασθενοφόρο το παιδί και η φρέσκια θωρακοτομή του υποχωρούν κάτω απ'τα χέρια μου και η ψυχή του θα φύγει σαν κομμάτι ξύλου που ξεφεύγει από την καρότσα φορτηγού, ο δύστροπος ο Ζ. και οι εστενωμένες του καρωτίδες που δεν υπάρχουν πια, τον έχω βάρος στη συνείδηση σα να τον έστειλα εγώ, ενώ πέθανε μήνες αφότου άφησα το πόστο, ο κολυμβηταράς μύριζε χλωρίνη και η καρδιά του παραδόθηκε μια στιγμή που είχα στρέψει το βλέμμα αλλού κι έμεινα με την απορία Από τι;, η μάνα του σπάραζε δίπλα στην πόρτα, η μάνα της χώθηκε σε μια σχισμή ανάμεσα στη μια και την άλλη επιληψία και εξαφανίστηκε, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα κάποτε στωικά της μάτια τότε με το σημείο του δύοντος ηλίου, τι σκεφτόμουν όταν πήγα να τη δω; η μάνα μου σύρθηκε δυόμισι μέτρα με το μισό σπλαγχνικό κρανίο της ζουμί, οι θάνατοι είναι όλοι τιμωρητικοί, το παλιό αίμα έχει στάξει κι έχει βάψει την άσπρη μου στολή. Κάθε κοκκίνισμα ντροπής είναι υποστάσεις, κάθε πείσμα είναι ακαμψία, και μερικές φορές από τη μυστήρια σιωπή τους είναι λες και όλοι αυτοί οι χαμένοι μουρμουρίζουν εξιστορώντας θανάτους που δεν έχω ακόμα δει αλλά είναι γραφτό και σίγουρο να δω, κι όλοι τριγύρω μου οι εν ζωή γράφουν στα μάτια μου μελλοθάνατοι. Το δέρμα των γοφών της το απαλό σαν ανθοπέταλο, τα δυο χαλίκια του νεφρίτη, το ύφασμα που τη φτιάχνει όπως τη φτιάχνει, όλα θα φθίνουν από τη θάλλη και θα φυλλοβολήσουν στη μέλαινα γη της ορεινής Χαλκιδικής. Αν τη σκότωνα τώρα δα θα τη μάζευε αχάλαστη το δρεπάνι, θα'πεφτε σαν εξωτικός καρπός στις ξανθωπές ακτές του Σλέσβιχ, και το αίμα της θα μ'έπλενε, θα με βάφτιζε και θα σούρωνε στις πλαγιές των αμμοθινών, ποτίζοντας τις δυνατές ρίζες της αρενάρια... και δε θα την ξανάβλεπα και δε θα με ξανάβλεπε ποτέ.

O rubor sanguinis,
qui de excelso illo fluxisti,
quod divinitas tetigit,

tu flos es,
quem hiems de flatu serpentis
num quam lesit.

My shell seeker




Η μέρα ήταν ζεστή σαν αγκαλιά και πάει τώρα. Η σκατά παραλία σου είδε το αναιμικό πετσί μου το πρωί, ξάπλωσα στην άμμο, οι συννεφιές κυλούσαν, έψαξα με τα δάχτυλα τα κομμάτια των οστράκων.

Η παλίρροια ανέβηκε στις τρεις, τα ξέπλυνε όλα.

Μπρούμυτος στον καναπέ πνίγομαι στα μαλλιά μου για να γράψω πέντε σειρές σαν φτηνός αισθηματίας, όπως

ένας κόκκος αλατιού αλάτι του κορμιού σου
ένα θρύψαλο πιασμένο κι αφημένο στα ρηχά
ασήμαντες αγωνίες κάθε ώρας
αργός βουβός χορός το μέτωπο σου ακουμπισμένο στο λαιμό μου
πάσο, πάσο! αλλιώς θα χάσω κι ό,τι μένει.

Παλίνδρομος και αναγεννηθείς

για σένα που με διαβάζεις ακόμα κι όταν δε γράφω λέξη

Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, νυχτερινό κυνηγητό. Λίγο πριν το χάραμα η άσπρη ρόμπα θα θροΐσει δίπλα στο ένοχο κρεβάτι. Lysstive pupiller. Ingen puls. Ingen respiratio. Patienten mors. Λίγο πριν το χάραμα, κάθε χάραμα. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'το τέλος. Λάμπον όμμα, ρηχή αναπνοή, ιδρώλουσμα, ο φόβος του θανάτου. Και όλες οι μέρες ξεκινάνε απ'την αρχή.

Πίσω από τις επικλινείς στέγες, πίσω από τα λιγνά φουγάρα και τους ανεμόμυλους, πίσω από τις πλατφόρμες του πετρελαίου είναι μια ίνα κρύας θάλασσας που μου πλημμυρίζει το κεφάλι. Ο γιακάς είναι η λαιμητόμος. Γελάω μόνος μου στο κουζινέτο, ένας σακάτης στα γκουλάγκ σπάει πέτρες με το νευρολογικό σφυρί. Το ξινό τσάι κουνιέται στη ρηχή κούπα που έκλεψα από το ρεστωράν και με πιτσιλάει στη στολή, ανάθεμά το. Στο στόμα έχω ακόμα τη γεύση της σάπιας μπανάνας. Η ανάσα μου μυρίζει σκουπίδια. Οι συνεννοήσεις γίνονται με λέξεις των δυο συλλαβών και συναιρέσεις. Οι κουβέντες είναι προσωρινές, μετέωρες, ασήμαντες σαν άμμος. Προχτές στο σουπερμάρκετ βρήκα το φίλο μου τον ουρακοτάγκο και καθόταν με τα χέρια κρεμασμένα πάνω από το μισοάδειο σταντ. Τον χάιδεψα για λίγο. Ήταν κετσεδιασμένος. Το τρίχωμα είχε γίνει αψύ από τη σκόνη. Ένιωσα οίκτο. Ένιωσα, τι αρχέγονο σφάλμα, τι αυταπάτη.

Τα βλέφαρά μου καίνε. Οπισθοχωρώ και προσδοκώ να βρω κόντρα στη ζέστη ενός κορμιού. Αυτό είναι θετικό Ρόμπεργκ. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο βούτηξε δυο δάχτυλα στο αίμα της και μου'δωσε να φιλήσω. Η γυναίκα το Μέγα Σάββατο! Όλες οι αρρώστιες της, όλοι οι καημένοι περασμένοι απελπισμένοι εραστές της στα πληγιασμένα χείλια μου. Ό,τι πλύθηκε και ξεπλύθηκε μ'εκείνο το ιερό ζουμί κατέληξε δικό μου.

Στο ημερολόγιο του έτους, ημερολόγιο ευτυχίας, τραβάω μια γραμμή πάνω σε κάθε μέρα της καταδίκης για ζωή, και περιμένω πότε θα σε λιώσω στην αγκαλιά μου στο Μαντούκι στη ζέστη τη σεπτεμβριανή. Τα πριν και τα μετά είναι αδιαπέραστα, ύπουλα και απειλητικά όπως τα γαλάζια σκοτάδια του Ιονίου. Απέναντι ο Αρίλλας, η θάλασσα ως το λαιμό, τα πόδια θαμμένα στη λάσπη του νησιού, το βάρος της ιστορίας μου πλάκωσε το στέρνο, η θάλασσα ως το κούτελο, η δροσιά μέσα στ'αυτιά, εκείνο το σκαλί λευκής άμμου πάνω στο κεραμιδένιο κατακάθι, ο κόσμος πέρα, ο φόβος του θανάτου. Έχυσα άφθονα, άφθονα πηχτά δάκρυα πάνω στα πλακάκια από τερακότα του Άγιου Σπυρίδωνα, χωρίς λυγμούς, χωρίς άλλες αδυναμίες, δάκρυα που δε θα παραγραφούν ποτέ.

Η Κέρκυρα δεν είναι αλληγορία.
Ο παπάς Ροδίτης και τρελός όπως όλοι οι νησιώτες όταν έψελνε ήταν άλλος, μια σκιά Χριστού που μια φορά με κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια και με φαντάστηκε γυμνό. Είπε θα σου φέρω εκείνη την εικόνα που της μοιάζεις και θα προσευχηθώ για σένα. Έπειτα πέρασε όλη τη νύχτα στα γόνατα στο ξωκλήσι απέναντι απ'το γιατρείο και το άλλο πρωί συνήρθε. Κάποιος άλλος ίσως υπέφερε βδομάδες για λογαριασμό του, ποιος είμαι όμως για να πω; Η όστρια φέρνει κόλλα. Η βάρκα και το καράβι γράφουν παράξενους πλισέδες στα νερά. Στις δυο το μεσημεριανό, το δείπνο στις εννιά. Ο Ερωτόκριτος καπετανεύει ισόβια την κολοκύθα της γραμμής κι εγώ κρατώ σφιχτά το μυστικό του. Οι τοίχοι όλοι στικτοί απ'τα σαμιαμίδια. Οχτώ η ώρα του βραδιού και θα νυχτώσει. Ακούω τη φωνή της μάνας μου στο τηλέφωνο, πίσω απ'το βουητό των καλωδίων, και λέει τραγουδιστά, καλησπέεερα σου, πώς είιισαι; και με ζώνει η ερημιά, με σκίζει ο φόβος του θανάτου.

Νησί τρίμμα ιριδίζοντος οστράκου, μαϊστραλάδα, Ναυσικά γυναίκα του Σαββάτου
μονοπώλιο όλων μου των απιστιών, σύνοψη των λαθών μου,
σ'αγαπώ



Η ανακάλυψη της Αμερικής

--

Ο Μ. κάθισε απέναντί μου στην αρχή. Ήταν πιο αμήχανος ακόμα και από μένα. Σκούντηξε το τραπέζι κι έχυσε τον καφέ του μέσα στο πιατάκι. Λίγο πιο μετά με μια σαχλή δικαιολογία ήρθε δίπλα μου. Κρατήσαμε μισό κοινωνικό μέτρο ανάμεσά μας. Πριν δέκα χρόνια το έβαλα σκοπό να πάψω να είμαι αφοριστικός. Αφού απέτυχα, με άφησα να παραδοθώ: ό,τι γράφω είναι αφορισμός. Αν δεν είναι, δεν το γράφω.

Αυτή είναι λοιπόν η αλήθεια για τον Μ., τον ακριβό ηθοποιό. Ο Μ. είναι όμορφα λεπτός, σαν χειμωνιάτικη ηλιαχτίδα. Είναι ψηλός, πολύ ψηλότερός μου, και όταν τον κοιτώ, βλέπω σε στιγμιότυπα το γήρας που τον περιμένει συν Θεώ. Έχει ένα ευάλωτο, κομψό σβέρκο, μια κάτω γνάθο φλεγματική σαν του Έγκμπερτ του βασιλιά. Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για τους άντρες με τη γυναίκεια γοητεία του κρυφού, ξέρω όμως πως μ'έχουν ταλαιπωρήσει κάπως. Είναι πολλά πράγματα κοσμικά που δεν καταλαβαίνω. Είναι πολλά που δε θα παραδεχτώ ποτέ και άρα δε θα καταφέρω να καταλάβω. Οι δυστυχίες του Μ. χάνονταν και ανθίζανε εμπρός μου τόσον καιρό. Ήμουν όμως τόσο κοντόφθαλμος που πίστεψα πως η μόνιμη ομίχλη δεν έντυνε τίποτε που δε θα μπορούσα να μαντέψω.

Λόγια που λέγονται και ξεχνιούνται, λόγια που λέγονται και αιωρούνται σαν φτερά, αυτές είναι οι σπάνιες σύντομες συναντήσεις. Σήμερα όμως, σαφώς πληγωμένος, μου είπε (sic) it was a long way to get here. Πήγα να απαντήσω αλλά μπερδεύτηκαν τα αγγλικά με τα δανέζικα και τα γερμανικά στο κωλόστομά μου και το μόνο που ακούστηκε εν τέλει ήταν ένα μμ. Now, είπε, I'm seeing a girl from Århus.
Συρροή, ο Έλβας, ο Αλιάκμωνας, ο Ω.
Τα λιπαρά ποταμίσια τους νερά δεν αφήνουν χώρο για ενοχή. Πόσο που αν σέρνεσαι μέσα τους ολόγυμνος και κόντρα. Και αν πηγαίνω κόντρα! Όσο για το άλλο, δε θα πω.

--

Βγήκα από το κτίριο Λ. Μισόχασα το φως μου από το φως. Δώδεκα ώρες στο προσεγμένο καταγώγι κάτω από τις λάμπες οικονομίας, μετά δεν ξέρω πού πέφτει η δύση και πού η ανατολή. Κούμπωσα το παλτώ και έστρωσα το γιακά. Έπιασα την τσέπη για να σιγουρευτώ για τα κλειδιά του αυτοκινήτου (τα κλειδιά της ελευθερίας). Η Ν. με περίμενε με τον κώλο ακουμπισμένο στα ποδηλατοπάλουκα. Περπατήσαμε ως το πάρκην, φορτωθήκαμε στο αμάξι και οδήγησα μέχρι το μέρος της ανακύκλωσης. Σουτάραμε τα χαρτόνια στον περιέχτη με την υδραυλική πρέσσα. Ρίξαμε τα προσμειγμένα φελιζόλια στο κουτί που έγραφε μόνο λευκό φελιζόλ, επαναστάτες, όχι αστεία. Στο ισιάδι απ'το Βάρντε για το Μπλώβεν έφαγε μισή ντουζίνα καραμέλες για το βήχα μονολογώντας Σκατά καραμέλες. Μόλις πάρκαρα πίσω απ'τους αμμόλοφους της μεγάλης παραλίας φάνηκε ένας ήλιος υπέρλαμπρος απογεματινός σκόνη διάσπαρτη ανάμεσα στις φτέρες της αρμύρας. Τι λες τώρα; τη ρώτησα. Σκατά παραλία. Πήρε τα καλτσοπάπουτσα στο χέρι, ανηφόρισε το λόφο και λίγο αφότου έφτασε στην κορφή, έπαψα να τη βλέπω.


--

Σφίγγω το ζεσταμένο τιμόνι. Καθώς βγαίνω στη Στόρεγκαιε το ηθικό μου με αφήνει εντελώς μόνο. Η πίπα μου φεύγει απ'το στόμα στο φανάρι και οι στάχτες χύνονται στα μπούτια. Στο ράδιο παίζει το 1492. Πίντα, Νίνια, Σάντα Μαρία.

Σε μια κοντή νύχτα πρόλαβαν και βάφτηκαν κίτρινοι οι αγροί απ'τα άνθη της ελαιοκράμβης.

ΠΑΣΧΩΝ

(μανιφέστο)

Τα σκοτάδια των ανεξερεύνητων δασών
τα φίδια τους, η χολέρα, οι πυρετοί
κάθε κλήμα και μια κρυφή μας καταδίκη
κάθε πιθήκι που χαμογελά τέσσερεις λάμες δόντια

η σιωπή θανάτου της άπνοιας η σιωπή
το κύλισμα το στάλαγμα το αίμα
ο ίκτερος λιακάδα, η φθίση διαδοχή των εποχών
η απέραντη ομορφιά στα δυσδιάκριτα κορμιά

ιδρώτας στην εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών
ένα μελαχροινό βλέμμα όλο λάμψη ένα δέρμα όλο χρυσό
εστάδου πορτουγκές ντα ίντια νέα στέμματα για παλιά κεφάλια
σταφύλια χάντρες αλεξανδρίτη καταμεσιού Γενάρη

νόμος του Γιέντε, ευμάρεια και αρετή
η έπαρση των αποικιοκρατών συν Θεώ και φιλιόκβε
ο φόβος για τη μεσοποτάμια αναρχία, τις τιμωρίες της ερήμου
τα ανελέητα καλοκαίρια, η ξεδιαντροπιά, η σκληρή γη

ποιος είναι τελοσπάντων στο κουπί;
από τη γάστρα ανεβαίνει μια μπόχα ιστορική
εβραίοι Ινδοί και μουσουλμάνοι απολίτιστοι μελαμψοί
κάποιος ψάχνει πάλι να δει ποιος στάζει σάπιο αίμα

αλλά δεν είμαστε εμείς
contre vents et marées

είστε εσείς, οι καθαροί

F32.2

Ανάσκελα στο κρεβάτι στη μέση του πουθενά, γιατί δε χύνομαι ζουμί σε ολόκληρο το σπίτι; Γιατί με κρατάει η πόρτα που είναι κλειστή και οι κούφιοι τοίχοι. Το σκοτάδι μου'χει χώσει δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι και πιέζει. Βλέπω το φως το αγγειακό, το μόνο ίχνος μέρας σ'αυτόν τον ανίατο χειμώνα. Η μούρη μου φλασάρει. Τα αυτιά μου καίνε, τα μάγουλα παντζαριάζουν, ένας καυτός ιδρώτας με βρέχει σαν κύμα στην κυματοσκασιά και ύστερα μ'αφήνει. Στη μακρά σειρά με τα αγκίστρια ένα σφάγιο έχει ξεμείνει ζωντανό. Το αίμα στραγγίζει στις γαλάζιες κάλτσες μέσα στα μπλε τσόκαρα και ποτίζει το άσπρο παντελόνι της στολής της καταδίκης, το αίμα μου με σκαρφαλώνει σα να ήμουν βαρδατζέντα, το κεφάλι μου αδειάζει, η καρδιά χοροπηδά δυο προς μια στην ισοηλεκτρική, μόλις και μετά βίας σαράντα στο λεπτό.

Δεν έχω φράγκο ούτε για μια γουλιά καπνό, τα φύσηξα εχτές μέχρι το τελευταίο κέρμα, μέχρι το τελευταίο κέρμα, πόσο μάλλον για χαρτιά, δεν έχω μαζί την τράπουλα με τα μουνιά, άρα δεν είμαι εγώ, αλλά στη θέση μου είναι ένας τελειωμένος που δεν έπαιξε ποτέ μια βάρδια λανσκενέδες από τριακόσια τον καθέναν και όλους απ'το τραπέζι μέσα.

Η Σοφίε με παίρνει δεκατέσσερα τηλέφωνα στην ώρα, το υπηρεσιακό χτυπάει σαν εφιάλτης ενώ γονατιστός εξετάζω μια δεκάδα ποδοδάχτυλα με τα γυμνά μου χέρια, το καθήκον, το σωστό, αγάμητη κουφάλα με το κομποσκοίνι τατουάζ και με το σιτεμένο στόμα. Ο Π. Κ. στάθηκε έξω απ'το γραφείο φεύγοντας για το σπίτι, δεν ήθελε τίποτε να μου πει, μόνο να με εμψυχώσει με τα μάτια. Η αποικιοκρατία μας σκίζει απ'τα λαγόνια. Οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν. Στη σκάλα για τα αποδυτήρια ο Μ. Μ. που μοιάζει με ακριβός ηθοποιός με σταμάτησε για να με συμπονέσει, και τον κοίταξα τόσο προσβεβλημένος που μάσησε τα λόγια του κρατώντας την πόρτα ανοιχτή ανάμεσά μας. Η επιβίωσή μου παίζεται από λευκή αγκαλιά σε αγκαλιά δίπλα σε κλειδωμένα αυτοκίνητα στα υπαίθρια πάρκην, κλοπή και αμηχανία. Φεύγοντας σκάω ένα χαμόγελο σκέτο ψέμα και το ξέρουν. Δυο ώρες πιο μετά χωρίς καμία ενοχή η ζώνη με κρεμάει απ'το σωλήνα του καλοριφέρ και χαλαρώνω το χέρι γύρω απ'την ψωλή. Για να σβήσω δε θέλει να προσπαθήσω τόσο όσο για να χύσω, αλλά ο σωλήνας είναι απ'τις αρχές του '60 και δεν τον νιώθω σταθερό ή απλά φοβάμαι. 

Στην κούπα τα κλωνάρια του τσαγιού έχουν μουχλιάσει. Στο νεροχύτη κάθεται η μοναδική μου κατσαρόλα άπλυτη δυο βδομάδων. Ψίχουλα στον πάγκο ακίνητα το πρωί ακίνητα το βράδυ, μισό ψωμί έχει απολιθωθεί μέσα στο σακουλάκι, το τσαγερό η αλυκή, στο πάτωμα χαλί το γκρι τετράδιο σελίδα προς σελίδα, οι μυστήριές μου λέξεις είναι παντού. Αν δεν έπρεπε μετά να μαζέψω τη ζημία με τη μαλαστούπα, θα τις κατουρούσα, μα στο μαπομπούγελο δε χωράνε επαναστάσεις, μόνο συμβιβασμοί. Οι ώρες μου είναι μετρημένες στα λεφτά.

Οι νοσοκόμες λένε στο διάδρομο, αυτός είναι άνω κάτω, τάχα μου δεν ακούω, κάποιος ασθενής πεθαίνει όπως συμβαίνει και δέκα άτομα περιμένουν επειδή πληρώνομαι να τον αναστήσω. Το μόνο εφικτό είναι μια ενός λεπτού σιγή, κάνουν πως δε με καταλαβαίνουν που τους λέω ο Θεός αποφασίζει.

Το περασμένο Σάββατο ο φίλος μου έγραψε Φλένσμπουργκ - Βάρντε για να με κεράσει ένα ξινό κόκκινο τσάι κι ένα πρωινό. Αν σε δουν με τη χάμσα βράδυ έξω εδώ θα σε μαυρίσουν. Του έδωσα το δαχτυλίδι και μου έδωσε το σταυρό του, αυτόν που προηγουμένως έχω πολλές φορές μνημονεύσει καυλωμένος. Οι όμορφες από το διπλανό τραπέζι ήταν μάρτυρες του αρραβώνα.

Ο ιδρώτας του κορμιού μου έφυγε μαζί του για το Φλένσμπουργκ εκείνο το μεσημέρι
η ζέστη του λαιμού μου κάτω απ'το γένι είναι σε χέρια τρυφερά στη Σαλονίκη
είμαι χώμα προσμονής για την πρώτη ή τη δευτέρα παρουσία
τα χείλη μου εννοούν κάθε φιλί που δίνω, ως εκεί μας πάει εύκολα η λίγη ειλικρίνειά μου
για πιο μακρινές διαδρομές ψάχνω να βρω την πίστη...



Στιγμιότυπο

I want to take care of you, even if that means someday seeing you to the train.

MR



Ένας άντρας ψηλός λιγνός και καστανός μουρμούρισε στ'αυτί μου
γραμμές του Οδυσσέα χωρίς ίχνος στρογγυλάδας μέσα στη μούργα της νυχτός
στάθηκα εμπρός του και όπως αυτός ήταν καθιστός έγινα αρχηγός του
ξεκούμπωσα κουλός τα εφτά κουμπιά απ'το γιακά ως κάτω χωρίς ούτε μια ξαστοχιά
έπιασα το κεφάλι του μια χεριά και το έσφιξα πάνω στην κοιλιά μου

τα δέντρα πύκνωναν και γίνονταν στρατός το χιόνι ήταν ψιλό
ο αέρας έξω σ'έπνιγε στη φρέσκια κοπριά όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες.
Τα χλωμά σανίδια ήταν λερωμένα απ'τα μαλλιά μου και μια δυο τρεις
στάλες σκούρο αίμα. Τα μουστάκια είχαν κολλήσει στα ρουθούνια κι ένα
κρεβάτι παρθενικό στην όψη στήριζε το βάρος των όσων είχαν γίνει.

-

The past bites you in the ass

Τέτοιες ζέστες δεν είχες γνωρίσει στο νησί, τέτοια γυναίκεια καλοκαίρια που σε εξαφάνιζαν μαζί με την ψυχή και το κορμί σου μέσα σε έναν ιδρώτα χωρίς τέλος. Όχι, αυτά τα γνώρισες πρώτα στη Σαλονίκη το '08. Κάτω από το βαγόνι των ναυτοπροσκόπων, ανάμεσα στις πρασινάδες και τις βατσινιές, σκίσαμε τις γαλακτερές κνήμες και γεμίσαμε τα σωρτς μουλιασμένα ροκανίδια από δεντροφλοιούς, φύλλα και αραχνοϊστούς. Ο ήλιος βούλιαζε στη λάσπη του Καλοχωρίου, και γύρω του ο κόσμος τρεμόπαιζε απ'την κάψα. Θα κόντευε εννιά κι εννιά άρχιζε η προβολή στην Αύρα, και εκείνες τις φορές έπαιζε τον Ελ Γκρέκο που τον μάθαμε γραμμή ηλίθια γραμμή απ'έξω και ανακατωτά. Από το βέλο του διαχωριστικού μας έφταναν εκτός απ'την ταινία, το σούρσιμο των ποδιών πίσω από τους κισσούς, τα μπυροκούτια και το τσαφ, τα άσπρα ρούχα πάνω στις ηλιοθεραπείες της Χανιώτης, οι δαχτυλοκόφτες, η τσιτρονέλλα και οι γύφτικες καρέκλες. Το κυματάκι φιλούσε τα ζελεδόφυκα στην ακροθαλασσιά κι εσύ φιλούσες το λαιμό μου. Η άμμος όλη ίδρωνε και ξεφυσούσε. Ήμουν κωλοκαθισμένος στην ξηλωμένη παλέτα, τα πόδια απλωμένα εμπρός, τα παπούτσια χωμένα στη βρωμιάρα αμμουδιά, με κρεουργούσαν τα κουνούπια -δεν το έπαιρνα είδηση παρά μετά, όταν βγαίναμε πάνω στο δρόμο για το Παλατάκι και ανακαλύπταμε πως ήμασταν λεπροί. Ακουμπούσα την πλάτη μου στο φράχτη, τότε είχα ένα κεφάλι με την ψιλή παρμένο, με πλησίαζες και καταλάβαινα το ρουθούνισμα στο σκαλπ. Ο χρόνος ήταν ύφασμα περίτεχνα υφασμένο, όλες του οι αλλιώτικες παράξενες κλωστές περνούσαν και μ'αγγίζαν ράμμα ράμμα και οι δυο ώρες περιβούτημα εκεί πίσω απ'την Αύρα μετριώνταν σε χιλιάδες διαφορετικές ραφές, χιλιάδων αποχρώσεων, ο χρόνος ήταν διασταλμένος απ'τις ζέστες, μετά βίας στριμωχνόταν στη ζωή μου. Τα μουστάκια στα είκοσι και στα δεκαοχτώ είναι απαλά, λίγο πιο σκούρα ή λίγο πιο ξανθά απ'ό,τι είναι τώρα, τα φρύδια ασυνοφρύωτα, τα κεφάλια μας θύμιζαν ροδάκινα με μάτια και αυτιά. Αν ήμασταν αστεροσκεπείς ή όχι δύσκολο να το πω, αφού δε φορούσα τα γυαλιά μου, και όταν κοιτούσα κάπου πέρα από το γιακά σου ήμουν τυφλός και όλα ήταν σκοτάδι που δε με αφορούσε, όμως είχε μια φεγγαράδα σα λιωμένο ασημικό, και τα χύσια στα χέρια γίνονταν φω μαργαριτάρια, το ίδρωμα λεπτό, καθαρό σα δάκρυ υδατίδας κύστης, σαν ποταμός, σα λίμνη, καταστροφή μες στην κοιλιά, αμαρτία και διασπορά, ήμασταν σχεδόν παιδιά, και όταν σε ξαναείδα... όχι πια.

Να'σου Ιούνη μήνα απέναντι απ'την χειρουργική εταιρία όρθιος με άλλους δυο, εγώ πετσοκαιγόμουν απ'τον ήλιο και πέρασα εμπρός από την κομπανία αφηρημένος και ανέβηκα στα στενά. Διακόσια μέτρα πέρα, είχα μια επιφάνεια: έπρεπε να γυρίσω πίσω. Και γύρισα. Κι έριξα πάλι μια ματιά στην κομπανία, και είπα στο μαλάκα που έχω για εαυτό, αυτός ξέρει τι κάνει με την κιθάρα. Ξανάφυγα και στα μισά γύρισα πάλι πίσω. Τώρα οι άλλοι με κοιτούσαν παραξενεμένοι, ο τρίτος κοιτούσε το κενό και τραγουδούσε. Έβγαλα τα γυαλιά για να δω αν έβλεπα σωστά ή αν τα μάτια μου πίσω απ'τα σκιάστρα με γελούσαν, ο τρίτος έγινε εσύ, κι εσύ φόρτωσες την κιθάρα τη γνωστή από το '08 στην αγκαλιά του διπλανού και πιαστήκαμε σαν κονσιλιέροι. Με πήγες για μια σόδα στο μέρος με το αγιόκλημα, κάθισες απέναντι και χαμογελούσες και δεν αναρωτήθηκα τι στην ευχή έβλεπες, και αναρωτιέμαι τώρα. Ήμουν συγχυσμένος, ήθελα να στα πω όλα, και στα είπα. Βγαίνοντας οι ομολογίες από εντός μου φάνηκαν τόσο ασήμαντες μέσα στην παχειά λιακάδα του καλοκαιριού, αφέσιμες, ελαφριές. Μου έδωσες συγχώρεση σαν κοσμικός παπάς, μου έδωσες συγχώρεση για πληγώματα αλλωνών, και έπειτα αυτό, περιπλανήθηκα στο νησί αρκετά τα χρόνια μου αυτά που εσύ είχες χαθεί αλλά δεν ξέχασα ποτέ... και πάντα ήταν όλα ως εδώ, αλλά εσύ... και τώρα ξέρω πάλι θα χαθείς και δε θα σε ξαναφιλήσω. Η φθίση μας βρίσκει συν τω χρόνω, και ο χρόνος, χέσε τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά, ο χρόνος είναι οι νοσταλγίες.

Ένα μυστικό που δε μπορώ να κρατήσω άλλο


+



Οι βόλτες στα καντούνια στο τέλος του καλοκαιριού δύσκολα θα μ'αφήσουν. Θυμάμαι κάθε μια τρύπα και γυαλάδα του πλακοστρώτου εκεί στο στενό πριν το καπνοπωλείο το ίδιο καθαρά σα να είναι τώρα. Οι ρυτίδες των πολλών βροχών στα ντουβάρια των ταλαίπωρων κτιρίων, οι μικρές στενές αψίδες στο ένα πλαϊνό, ο κοσμηματοπώλης που ίδρωνε στο κατώι στη σκιά του. Το σούρουπο της φλόγινης εποχής που φεύγει, τα πρώτα νυχτοπούλια στις αναγνωριστικές τους πτήσεις, η εξαπλούμενη ερημιά. Σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα κοντοσταθήκαμε για να ανάψω την πίπα. Σάπιο Σκανδιναβίκ αρωμάτικ και ένας αναπτήρας που είχε ξεχάσει ένας από τους δύστροπους ασθενείς μου στο γραφείο. Τράβηξα δυο τζούρες, έσβησε ξανά. Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου που έχουν και το πατητήρι στο μπρελώκ, στη δεξιά, στην αριστερή τσέπη, και ψάχνοντας με χτύπησε μια ξαφνική διαύγεια τόσο να και κατακούτελα σαν εμβολή. Εκεί σε εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα, δυο λεπτά ανηφορίτσα από την πλατεία με τα σύννεφα σαν ουρανό ανατολής φτιαγμένα από ανθοπέταλα (οι βουκαμβίλιες ολοστόλιστες και το δέντρο της υπομονής, η γιακαράντα), την τρίτη μέρα του Σεπτέμβρη, ήρθα πραγματικά στον ΚΟΣΜΟ.

Το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο νταντεμένο στα έμπειρα χέρια της νοικοκυράς του, το ράθυμο βήμα του συζύγου, το γκαράζ με τα νεογέννητα γατιά μες στο κουτί τους, ο άλλοτε ένδοξος φοίνικας στο νεκροκρέβατό του, τα σεντόνια με τη δική τους μυρωδιά, η πολυλογία, η φασαρία της τηλεφωνογραμμής, το δίπορτο ψυγείο, το πλαστικό τραπεζομάντηλο, τα σουβενίρ απ'την Αμερική, οι φωτογραφίες εκατό παιδιών, οι μικρές άσπρες πετσέτες ρολλά στο πανεράκι, οι ροδαλές σατέν κουρτίνες, ο γρανίτης στις πατούσες, τα σκαλιά και οι σκύλοι των γειτόνων, η στρωματσάδα της αρετής, όλα στη θέση τους, το σπίτι μας περίμενε στο Τζάβρο σπίτι, σπίτι, σπίτι. Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν αφοσιωμένος στο νησί, εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ταγμένος, εικοσιοχτώ ολόκληρα χρόνια! Και πήρε μια στιγμή -μια κοντή στιγμή σ'εκείνο το στενό μια τρίχα από την Αννουντσιάτα- για να σβηστούνε όλα. Όλα!

Τα χέρια της μικρής είχαν ροδίσει στις ράχες από τα ψαροντούφεκα και από κάτω ήταν χλωμά, Χαλκιδικιώτικα, κι ανέδιδαν τη μαλακιά θάλπη που έχει το πρωινό κρεβάτι όταν με έπιασαν από τα δυο πλάγια του λαιμού, και έφερε το πρόσωπό της βόλτα από όλες τις άκρες της Ελλάδας, και μ'έγλειψε στα χείλια δίπλα από την πίπα που κρεμόταν, και σταμάτησα να ψάχνω για τα κλειδιά, Θεέ μου κι αν σταμάτησα να ψάχνω για τα πάντα. Εικοσιοχτώ χρόνια ψυχή και σώμα δωσμένα στο νησί -τι βγήκε από αυτήν την ισόβια ιστορία; Το πρόδωσα βίαια, το πρόδωσα αμετανόητα, το πρόδωσα για πάντα. Το μόνο που θέλησα να κάνω, και το μόνο που έκανα τελικά, ήταν να πιάσω την πίπα και να τη βάλω στην τσέπη, για να έχω ελεύθερο το στόμα, σα να ετοιμαζόμουν να φάω το δρομάκι, τους περαστικούς, τα μαγαζιά και όλον τον Σεπτέμβρη. Ήμουν αδύναμος σα μωρό, σκέτη σκόνη, νερό. Δεν ήμουν άπειρος, αυτή δεν ήταν ένα αθώο κοριτσούλι όπως έμοιαζε στην όψη, δεν ήμασταν καμιάς φύσεως ξένοι, η Κέρκυρα δεν ήταν οι δυτικές Ινδίες, δεν ήμασταν εξερευνητές.

Τα σκουπίδια που λιάζονταν τρεις μήνες και είχαν βρέξει όλα τα πεζοδρόμια και όλα τα στενά με τα βρωμερά ζουμιά τους, οι αυξομειώσεις τάσης, η επικίνδυνη στροφή στο ύψος του Λαζαρέτου, η ζέστη που πίνει όλες σου τις ανάσες, ο δαχτυλοκόφτης στο γκάζι, το αλάτι της Παλιοκαστρίτσας στα ρούχα και στο κορμί, ο Σαλονικιός, η αυτοκτονία στους Περουλάδες, το σκοτείνιασμα της βλάστησης στα βορειοδυτικά, η κρητική έρημος του νότου, οι γύφτοι της Λευκίμμης, το Φύκι του μικρού νησιού και όλα τα βουνά από φύκια στα λιμάνια, ο Παντοκράτορας, τα κύματα στα ρηχά του Αρίλλα, οι ομίχλες που δεν τις κόβει ούτε φωτιά, ο ήλιος που βουτάει στο πούσι της Ηγουμενίτσας, οι ατέρμονες στροφές, το στριμωξίδι στο χωριό αυτών που τρων βατράχια, όλοι οι κόκκοι του μαύρου χώματος όλων των αγρών στους Κυνοπιάστες, η νύχτα στο Μαντούκι με άμμο τα πεφταστέρια, το κουμκουάτ, το τουρισταριό, οι γεωτρήσεις, ο άγιος τους Σπυρίδωνας άγιος Σπυρίδωνάς τους, όλες οι υφές και οι ραφές όλου αυτού του κόσμου τρίφτηκαν πάνω στα γυμνά μου σωθικά

και πάνω στα υγρωμένα μάτια, εμπρός από τη θέρμη των αμφιβληστροειδικών αρτηριών που έσφυζαν σφυγμό γεμάτο και αργό, με έγδαρε τυφλό η γυναίκα του Θερμαϊκού, το αραιό της αίμα, οι διαλεγμένες λέξεις, οι βρισιές της, η παραλίμνια προφορά της, τα καστανά μαλλιά με τις χρυσές κλωστές τους, το μπλε φουστάνι με τα μικρά λουλούδια, το νευρικό βήμα με εκείνα τα ποδαράκια, οι απαλές γάμπες, τα ασύμμετρα βυζιά της πάνω από τις γνήσιες πλευρές, ο παλμός της αορτής της στην κοιλιά της, το τρυφερό μουνί της που φτάνει να χαϊδέψεις με φτερό, το βραχιόλι μου στον καρπό της, ο πορσελάνινος λαιμός, η δροσερή της γλώσσα, το τέλος μου, η μικρή αγάπη της ζωής μου,
η Κέρκυρα κυπαρισσιά και μόνιμα δακρυσμένη από δροσιά 
αν μπορούσε θα με σκότωνε η πεθύμια.




Πες μου γιατί δε σ'έβλεπα μέσα από τα μάτια εκείνου του αναθεματισμένου Κερκυραίου;
Και τι στην ευχή να κάνω με αυτό το μισό και βάλε τάληρο χιλιάδες χωρισμού
τι στην ευχή