© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μ02


Το χαρτάκι είναι πιο εύκολο όταν κλέβεις. Η προδοσία έρχεται πάντα απ'τα μάτια. Ο αλογατζής έκλεβε στο πόκερ τα βράδια όταν μαζευόμασταν στο ταβερνάκι στην πάνω πάντα. Ο δάσκαλος, ένας εγκάρδιος χοντρός μυταρόλας, μισόκουφος από τις καταδύσεις, δε χαμπάριαζε. Είχε το παρατσούκλι επειδή είχε κάποτε υπηρετήσει στο νησί. Είχαν περάσει δεκαετίες από τότε. Ο αλογατζής που ήτανε χαρτοκαρχαρίδι, τον ξεβράκωνε συστηματικά. Οι περισσότεροι δεν παίζανε σε σταθερή βάση, το απαγόρευαν οι γυναίκες τους. Όταν έπιασα δουλειά εκεί, ο αλογατζής ήρθε ένα πρωί στο γιατρείο, είδε δυο τράπουλες δίπλα στους ληγμένους ορούς και μου'κλεισε το μάτι. Έλα στο μαγαζί το βράδυ, τι πίνεις να σ'το έχω έτοιμο. -Τόνικ. -Τζιν τόνικ; -Όχι, σκέτο τόνικ. -Δε μας τα λες καλά, γιατρέ.

Η αλήθεια είναι πως από παιδί είχα πίκα με τα παιχνίδια της τράπουλας. Η μάνα τα είχε κι αυτή αδυναμία. Όταν ήταν σπίτι πάντα είχε όρεξη να με παίξει ένα κονκιάν (κουμ καν). Αυτό ζωχάδιαζε τον πατέρα, που θεωρεί την χαρτοπαιξία ευτελή ενασχόληση. Η μάνα έλεγε πως έφταιγε πως είχε κακή μνήμη και ξεχνούσε τους κανόνες αλλά ίσως και να μη θυμόταν τους κανόνες επί τούτου. Δεν ήμουν ποτέ δεινός αριθμομνήμων, δεν είχα γρήγορα αντανακλαστικά, αλλά η γοητεία που είχαν οι τράπουλες και τα μοτίβα τους μ'έκαναν να περνώ ώρες με το χαρτάκι, και η τριβή σημαίνει εμπειρία, και όταν είσαι έμπειρος, όσο κι αν δε σκαμπάζεις, είσαι καλύτερος από έναν άπειρο. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου... Στην εφηβεία μου, μαζευόμασταν στο σπίτι του Άλεξ, πίναμε Jever και παίζαμε στρέητ πόκερ, στην αρχή με ξηροκάρπια και παλιά μάρκα που δεν είχανε αλλαχτεί από όταν η Γερμανία πέρασε στο ευρώ, κι έπειτα με τα λεφτά που βγάζαμε από τις Studentenjobs μας και τα χαρτζιλίκια. Συν τω χρόνω οι άλλοι βαρέθηκαν, τους έκαιγε πιο πολύ να λιώσουνε τη ζάχαρη στα αψεντοπότηρα που είχε αγοράσει ο Άλεξ και να γίνουνε γκωλ, εγώ δε συμπάθησα ποτέ το αψέντι και τα μεθύσια με αφήνανε με φρικτό στομαχόπονο. Σταμάτησα να τους συναντώ όταν έκοψαν το πόκερ για το ποτό και τις βόλτες απέναντι. Έτσι αυτοί γράψανε άλλη διαδρομή. Εγώ πήρα το μονοπάτι που μ'έφερε ξανά στην αρχή στα εικοσπέντε, όταν έχασα λίγα λίγα πολλά πολλά ό,τι είχα από λεφτά στο τζόγο, δηλαδή στα χαρτιά. Ένα στερεότυπο για όλους, ναι, ένα και για μένα, ένα στερεότυπο με πόδια, κανείς αδικημένος.

Τον αλογατζή τον συμπαθούσα, είχε μια γυναίκα με ξερακιανά άκρα και χοντρή κοιλιά που ανεχόταν τις κακές του συνήθειες, δηλαδή το χαρτί, τον ιππόδρομο και τη ζάχαρη στον καφέ ενώ χτυπούσε ινσουλίνες για νεανικό διαβήτη πενήντα χρόνια τώρα, και η στωϊκότητά της μου θύμιζε την Όλγα, την πιο μακρόβια γκόμενά μου. Εκείνο το βράδυ πήγα στο μαγαζί σαν σκυλί που ακούει τον ήχο της σακούλας με τα σνακάκια, είχε ζέστη, γινόταν της τρελής από κουνούπια, το σκοτάδι στο δρόμο αδιαπέραστο. Τους βρήκα, τον αλογατζή, το δάσκαλο και άλλους τρεις, να κάθονται κάτω από τα σουφρωμένα σταφύλια που τα είχε χτυπήσει κάποια αρρώστια, έξω απ'το μαγαζί, δίπλα στην αυλή της εκκλησίας του Αγ. Σπυρίδωνα. Ο αλογατζής σηκώθηκε με το μπαστούνι του και έφερε το τόνικ απ'το ψυγείο με τα παγωτά, εξτρά αβροφροσύνη. Έναν από τους άλλους τρεις λίγους μήνες πιο μετά του έχωνα ένα εικοστεσσάρι Φόλλευ στο ματσαλιασμένο πουλί, ενώ ούρλιαζε πάνω στον καναπέ του και με σπρωχνολογούσε, από το παράθυρο πίσω του στην άκρη του πεδίου μου φαίνοταν οι γείτονες που στέκονταν στην αυλή. Η γυναίκα του στεκόταν δίπλα κι έκανε τη βοηθό, όταν επιτέλους έτρεξαν τα πήγματα σαν συκώτια από το σωλήνα στο σακούλι, της ζήτησα μια καθαρή πετσέτα να σκουπίσω τον ιδρώτα απ'το μέτωπο, δεν ήταν καν αστείο.

Ο αλογατζής έβγαλε μια κακοπαθημένη τράπουλα και κάνανε καλαμπούρι, Έλληνες στην Αμερική, Έλληνες και στην Ελλάδα, σ'αυτό το μαγαζί παίζανε μόνο Greek hold' em. Έχασα κοντά στο διακοσάρι εκείνο το βράδυ, σχεδόν ξέμεινα από μετρητά, σ'ένα μέρος χωρίς εητιέμ και τέτοιες χλίδες, αλλά φυσικά θα πήγαινα και την επόμενη μέρα για τη ρέφα, και δεν ήταν ο παλιός εαυτός που με τραβούσε κάτω, ήξερα πως θα στρώσω: ο αλογατζής μαγείρευε τη ντήλια. Πίσω από την κουρτίνα της μελαγχολίας, έβλεπα πιο καλά απ'όσο λογάριαζε. Το είχα πάρει απόφαση πως θα του ζήταγα τα ρέστα, δεν είχα έρθει στην κωλότρυπα του κόσμου με εφτά κατοστάρικα το μήνα για να με κλέβουν στο χαρτί. Φεύγοντας, ο αλογατζής με έπιασε απ'τον ώμο, μ'έκανε να γείρω να με φτάσει και μου'πε χαμηλά με τη βλαχοαστοριάνικη προφορά του You gettin' yowr money back, I am not gonna cull tomorroh. But hold yowr tongue. Είχαμε αμοιβαία προδωθεί, υπαίτιος ποιος άλλος; Οι τρύπες του κρανίου, διαχρονικά σημεία διαρροής.

Φέτος στριμωγμένος στην τσάρτερ για Κέρκυρα, λαγοκοιμόμουν με τα χέρια σταυρωμένα και σκεφτόμουν πώς θ'ανέβαινα στο μαγαζί, να παίξουμε με τον αλογατζή, και όποιο κορόιδο θα ήτανε εκεί. Όταν φτάσαμε, ο δάσκαλος ήταν εκεί με το σάπιο Φίατ χωρίς νούμερα, ο πούστης ο Φάνης ήταν εκεί, σαφρακιασμένος και αιφνιδίως πολύ γέρος, το φίδι ο Χρήστος ήταν εκεί, ο τρελόπαπας ήταν εκεί, αλλά δεν είδα τον αλογατζή. Αγκαλιαστήκαμε με τον Χρήστο, που του είχα ράψει το κρανίο όταν τον είχε ροπαλιάσει ο δήμαρχος για μια διαφωνία με τη ΔΕΗ. -Ο άλλος ο Χρήστος πού είναι; Συνοφρυώθηκε και είπε πένθιμα -Να, εκεί. -Τι έπαθε; -Εγκεφαλικό, δυο μήνες αφότου έφυγες ωρέ. Ο αλογατζής ήταν στη θέση του συνοδηγού στο ξώφτερνό του, σκιάχτρο ξεδοντιασμένο, λυγισμένος περίεργα σαν να τον είχαν αδειάσει από κόκκαλα. Το ένα μάτι γκουρλωμένο και κόκκινο, το άλλο μισόκλειστο και σε απόλυτη μύση, κεντρικό σύνδρομο Χόρνερ. Στο τιμόνι ο πρέζουλας ο γιος του, περίμενε στην ουρά για να επιβιβαστούνε για απέναντι, πέρασα και τους χαιρέτησα. Έπιασα τον ώμο του αλογατζή απ'το ανοιχτό παράθυρο και τον έσφιξα, δε μιλάει πια, αλλά ήξερε ποιος είμαι, κι έκανε πως μοιράζει αόρατα χαρτιά, το μάτι δυσκολευόταν να το κλείσει. Ο γιος του είπε, κι αυτός σε μύση, αλλά πρεζομύση, αμφοτερόπλευρη, Γεια σου γιατρέ, πηγαίνω τον μπαμπά στα Γιάννενα να τον δει ο νευρολόγος.

ESVAGT לאה



הַבֹּטְחִים בַּה' כְּהַר צִיּוֹן לֹא יִמּוֹט לְעוֹלָם יֵשֵׁב.
יְרוּשָׁלַ‍ִם הָרִים סָבִיב לָהּ וַה' סָבִיב לְעַמּוֹ מֵעַתָּה וְעַד עוֹלָם.
כִּי לֹא יָנוּחַ שֵׁבֶט הָרֶשַׁע עַל גּוֹרַל הַצַּדִּיקִים 
לְמַעַן לֹא יִשְׁלְחוּ הַצַּדִּיקִים בְּעַוְלָתָה יְדֵיהֶם.
הֵיטִיבָה ה' לַטּוֹבִים וְלִישָׁרִים בְּלִבּוֹתָם.
וְהַמַּטִּים עֲקַלְקַלּוֹתָם יוֹלִיכֵם ה' אֶת פֹּעֲלֵי הָאָוֶן 






The west is a promise



 

The west is the future, it's bright and metallic
the west is a fever, it's hot and hypnotic
the west is a promise, the west is a new land
the west isn't over, the west isn't ending

D. Jackson
///

"Well, love, the sun does indeed set in the west. Why does it surprise you every time so?"

Μ01

Δίπλα στο πόδι του κρεβατιού έχει πιαστεί ένα μάτσο πορτοκαλιές τρίχες. Το πάτωμα είναι σπαρμένο με μυριόποδα που πέσαν στον αγώνα. Τα σεντόνια δεν έχουνε αλλαχτεί από τότε που τα κοιμήθηκα τελευταία. Το βαθούλωμα που άφησε το σώμα μου είναι ακόμα ορατό, ή έτσι λέω. Έχουν περάσει έξι χρόνια και το δωμάτιο άβατο λες και είχα πεθάνει εκεί. Είσαι το τρίτο μας παιδί, λέει ο Τάτσης. Έχουν περάσει έξι χρόνια αλλά αυτός είναι ανέγγιχτος, όπως το δωμάτιο, φυλαγμένοι και οι δυο τους απ'τον καιρό στην εσοχή τoυς. Κάποτε σ'αυτό το δωμάτιο ένας νεαρός ξάπλωνε σε ένα παιδικό κρεβάτι κάτω από ένα κέντημα και γινόταν άντρας. Τον γνώρισα και τον ξέχασα γρήγορα όπως γίνεται με τις διάττουσες φιλίες. Τον γνώρισα καλά· το δέρμα του ήταν λερωμένο από τα στίγματα της φωτοπάθειας που κάνει η αμιωδαρόνη και τα μάτια του είχαν τη διαύγεια των ξυλοκόπων πριν τους τουμπάρει ο πυρετός του κάστορα. Είναι φυσικά εγώ, ο ίδιος.

Ο Τάτσης είναι αργός. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, βραδύς σαν ποταμόπλοιο από τα ψυχοφάρμακα. Ο Τάτσης μπάρκαρε στα δεκαπέντε, κι εκείνη τη χρονιά η θάλασσα πρόλαβε και τον τρέλανε. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, αν έχεις βούρλα μέσα σου θα φανεί στο κύμα. Θυμάμαι τον πατέρα του Τάτση άρρωστο από καρκίνο το '92 στο κρεβάτι των γονιών μου και τη μάνα μου χωρίς μαξιλάρι στο πάτωμα με μια πικεδοκουβέρτα. Δεν ήξερα τι ήταν ο καρκίνος αλλά μου φαινόταν πως τον έβλεπα στις μασχάλες του. Η Ν. η συνωνόματή σου, του Τάτση η γυναίκα, ξαγρυπνούσε δίπλα στον άρρωστο και ανησυχούσε για τη μάνα μου που θα τηνε βρει πάλαι νευρίδα, και η μάνα μου κουνούσε το χέρι και έλεγε Απ'το πανιόλο πιο καλά, θυμάμαι που έκανε τις θεραπείες ώσπου είπανε από το πανεπιστημιακό πως είχαν περάσει στη Linderung, θυμάμαι πόσο βαθουλωμένα ήταν τα μάτια της Ν. και τον πατέρα του Τάτση να μου χαμογελάει κίτρινος στο αναπηρικό καρότσι στο αεροδρόμιο, θυμάμαι που μια μέρα παγετού το κρεβάτι των γονιών ήταν άδειο, και το ηλιόφωτο ζέσταινε καινούρια στρωσίδια. Θυμάμαι που ρώτησα πού είχε πάει ο κύριος Δ. και ο πατέρας μου είπε πως ο κύριος Δ. είχε πεθάνει, gestorben. Φανταζόμουν πως κάτι είχε συμβεί με τις μασχάλες του.

Όταν βρίσκεστε ο Τάτσης κι εσύ στο ίδιο μέρος, όλα ηρεμούν, έτσι λες μικρή μου, η σιωπή μου και του Τάτση είναι αρμονικές, ξέρει το πρόγραμμά μου και ξέρω το πρόγραμμά του γιατί είναι πάντοτε τα ίδια, έχουμε την ίδια εμμονή με τον καιρό και το νερό και είμαστε και οι δυο στ'αλήθεια χέστες. Ο Τάτσης φοβάται τις νεράιδες όταν πέφτει το σκοτάδι. Στο μέρος αυτό το σκοτάδι είναι γεμάτο νάζια και εύκολα σε ξεγελάει. Ξέρω πως κάποιοι αιμομίχτες εδώ νυχτοπερπατάνε, τους άκουγα έξω απ'το κλειστό παντζούρι όταν ξάπλωνα στο γιατρείο, τα χόρτα θρόιζαν στην άπνοια και το πρωί οι αγριόμεντες που κάνανε καρπέτο ήταν ποδοπατημένες, ξέρω πως άνοιγα τα μάτια στο απόγειο της νύχτας στο υπνοδωμάτιο και έβλεπα τη σκιά κάποιου μες στο φεγγαρόφωτο σαν βουβή ταινία στα ντουλαπόφυλλα, ο Τάτσης ροχάλιζε και κάποιος έκοβε βόλτες στην αυλή μας. Άπαξ κι έκανα πως άναβα το τσακμάκι, η φιγούρα έμενε ακίνητη για λίγο κι έπειτα εξαφανιζόταν προς το λιμάνι. Ίσως και να είναι όντως νεράιδες, δεν κόβω το σβέρκο μου. 

Μου αρέσει να έχω το ράδιο να παίζει, εκπέμπει ένα σύννεφο προστασίας, ξορκίζει το κακό, και όταν ήμουν εδώ, πότε βάζαμε τρίτο, πότε πρώτο πρόγραμμα για να μην αδικείται κανείς, και όταν είχε καιρό και έπιανε μόνο παράσιτα ίδρωνε λίγο το αυτί μας αλλά μόκο, καθόμασταν δίπλα δίπλα στο τραπέζι και ακούγαμε τους εαυτούς μας να μασουλάνε και τη βροχή να δέρνει τη θάλασσα και τον αέρα να μουγκρίζει. Όταν ο Τάτσης ήταν μικρός το ράδιο ήταν η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο, οι εφημερίδες δεν τους έφταναν, μεγάλωσε με το ράδιο σαν παρηγοριά, σαν μια μάνα που ήταν κάπου πέρα και αγρυπνούσε για το καλό του. Όταν ήμουν μικρός το ράδιο όριζε τις εποχές, NDR τους χειμώνες, ΕΡΑ τα καλοκαίρια, μεγάλωσα με το ράδιο σαν παρηγοριά, κι όταν έφυγε η μάνα μου, οι μνήμες από εκείνα τα ζεστά μεσημέρια που έπαιζε το σήμα του ΕΡΑ 2 κι εγώ ξάπλωνα δίπλα της στο ντιβάνι στην αυλή ήταν σαν μια μάνα που δεν έφυγε ποτέ, αυτό είναι με τον Τάτση κι εμένα, όλα στη ζωή μας μοιάζουν να εξαφανίζονται όπως αφήνει κανείς τα αστέρια πίσω σε μια διαστημική πτήση, και αυτό μας σακατεύει, γι'αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κάποια κομμάτια να σταθούν. Αφού καβάλα στο μουλάρι των θνητών τροχάζουμε χωρίς σταματημό, πώς να μη μένουν όλα πίσω; Ε;


Soap opera truths


 

I put my soap on, the tea in the enamel cup is coming up to the lip, then disappearing, then coming to the lip again. A stray pen is rolling back and forth, stopping at its holder. Late summer weather. The silhouette of the castle of Dunnottar could show any minute now, every minute now. Yet the only thing to be seen is a vague horizon, marinating in its own sweat. We'll roll and then we'll yaw, we'll dance on the water, whatever's customary, but we'll never reach the other side. The berth is fixed, the world might be moving but I'm surely not. Stonehaven will remain a ghost, and we'll stay where we must, by the oil fields.

No one can beat me at the sport of reticence, but give me a spark and I'll make you glisten with shame. Gunpowder tea with a dash of milk from the can, the moustache takes a dive, the pen rolls off the desk onto the floor, it could be easy like that, but you are so stubborn, who'd dare stand in your way? You struck me like lightning, I made you ruin your life, a man of his word. Now I'm near Gannet and you're out there in the mud, standing in my unorthodox footsteps, where the receding waters revealed the fallen crabs and jellies. I think of you in every language I know. I think of you in my flesh, there's no thought to this thinking.