© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Δουγλάσσειος

-

μες στην κοιλιά γυαλίζει το ιωδέλαιο
οι σάλπιγγες βατές

στάθηκα παγωμένος δίπλα στο πλυντήριο
σκεφτόμουν την εξομολόγησή της

κατάπινα τις ώσεις που ανεβαίναν απ'το στομάχι
στην παραζάλη της δευτεριάτικης αργίας

κι όταν προσκυνούσα, κι όταν ξάπλωνε ανέκφραστη
μες στην κοιλιά της λαμπύριζε η γονόρροια

καμιά τους δεν είναι στεγανή
βάζω το χέρι μου στο σβέρκο της και βγαίνει απ'τη μέση

ό,τι έπιασα με τα δάχτυλα από χθες
τώρα ρέει στ'αγγεία της

κι όπως προσκυνάει, κι όπως γονατίζει
μες στην κοιλιά της αστράφτει λευκό το αίμα

-

Συνεντευξιαζόμενος

-
κοιμισμένος ξυπνητός σαν το κουνέλι τα βήτα κύματα είναι για ν'απορείς
εσύ όταν ονειρεύεσαι πώς; κυλάει απ'τα χείλη σου σιρόπι ρεβανιού
μονταρισμένο σε κάποια απ'τις λίγες γνωστές μου γειτονιές σε κάποια
απ'τις λίγες γνωστές μου παραεκκλησιαστικές γυναικείες τσαγιερί
-
το πρώτο πικρό σάλιο του πρωιού σε θεραπεύει έλεγε χθες στο ράδιο
κι η φωνή ενώθηκε εσύ όταν ονειρεύεσαι πώς; σπασμένη και βαριά
τα βλέφαρα συγκολλημένα απ'τη λήμη οι επιπεφυκότες γυαλιστεροί ξεκουρασμένοι
το κεφάλι μου βαρύ: ο ύπνος των μικρών ωρών
-
το γιασεμί που βγαίνει απ'το σώμα σου ο κέδρος απ'τα ξύλα
το κακόχρονο θέρος η πρώιμη πείνα τα φώτα που αστράφτανε στην περιφέρεια
οι στάλες η διάχυση οι λευκοί τοίχοι το χλιαρό πάτωμα η λάσπη στις λακκούβες
η αφή της μαλακιάς σου παλάμης κάτω απ'τις ράγες των δαχτύλων μου
-
εσύ όταν ονειρεύεσαι πώς; παραμιλώ. Έπινα μια τσάι μια ξέπλενα το κουλουράκι
ταραγμένος με τη γλύκα που βγήκε απ'το στόμα σου το νου μου
ένα εικοσάλεπτο κι η προέκταση της υπνικής ευτυχίας ρουφιέται
χωρίς κανένα θόρυβο, μες στο σημείο κηλαϊδίτη.
-

#19

Το στόμα του μυρίζει τα πέντε στάδια του πένθους
διαστρωματωμένα, δυσδιάκριτα
το'να χωμένο μέσα στ'άλλο

είναι κέρινος παραλυμένος στο βάθος του θαλάμου
δίπλα στο παράθυρο κάτω απ'τις ρωγμές
απ'το διάδρομο που πηγαινοέρχομαι

Σε βλέπω!
το πρωί όταν ανοίγει η αδερφή να σας ξυπνήσει
από μένα ως τον Cotard δεν υπάρχει διαδοχή

κάνει ρεύμα κι εδώ στην εξοχή φέρνει τα πεύκα μέσα
η βροχή τα'χει μουλιάσει μα πάλι ξεκουνιούνται
η ανάσα του είναι ζωντανή

μόνο το φίδι γεύομαι τ'αρώματα
στην άκρη της γλώσσας
χτυπώ την κάρτα θα κάνω δεκαπέντε μέρες να ξανάρθω

θα χαθεί μαζί με τ'άλλα εξιτήρια; ποιος ξέρει
κι η προϊσταμένη δε θα θυμάται πια...