12.6.15
/
Πώς απ'τον ύπνο να μ'άρπαξαν δυο άντρες και να μ'έριξαν στη θάλασσα ένα μήνα της χειμωνιάς
κι όταν άνοιξα τα πηγμένα βλέφαρα κι οι βολβοί βράχηκαν από ένα απέραντο δάκρυ
είδα να στέκομαι στη μέση του μαύρου δάσους, στον ώμο την καραμπίνα κι απέναντι ακριβώς
να με βλέπει ένα λευκό ελάφι, με μάτια σκούρα μαργαριτάρια
είδα να βουλιάζω χωρίς αναπνοή και πάνω να σηκώνεται ολόκληρος ασήκωτος ουρανός
εμπρός μου αιωρήθηκε ένα πλάσμα της Ατλαντίδας
η όρασή μου χάθηκε σε μια ζεστή διαστολή, το σώμα μου εξερράγη σε διάτομα βοημικού γυαλιού
το ζώο προχώρησε στην ομίχλη της ασφυξίας σα να κρυβόταν στο ιερό
/
παρτίδα της υπομονής αυτή η δουλειά μαζί σου
τώρα που παραδίνομαι στον πλουν, αφόρητα πιστός, αφόρητα ερωτευμένος
τώρα βρίσκεις να με χαράξεις απ'το λαιμό ως κάτω με μία ντάμα κούπα
δώδεκα μικρές μικρές πληγές, από μία προσεχτική κάθε πρωί που φτάνω στο εχάντ
η δική σου μυστήρια προσευχή. Η νύχτα που δεν έρχεται ποτέ. Δεν έτυχα καλό χέρι.
Δεν έχω άλλα λεφτά να παίξω. Εσύ δεν ξέρω καν, αν βλέπεις ή αν κρατάς. Μες στο νερό
που μ'έχει πλημμυρίσει, χύνεται κι αραιώνεται αμέσως σα ξέθωρο μελάνι η ψυχή
όπου με τιμώρησες στρατηγικά με το χαρτί θρομβώνεται
η πίκρα των δυο λιμανιών που έχω υπηρετήσει. Και αλγώ
/
στα πόδια σου γλίστρησε για χαλί ο γλυκάνισος του Παγασητικού. Αν έριχνα ένα σάλτο
απ'τη σκάλα, θα κατρακυλούσα απ'τη χασούρα σκισμένος στην έξω μεριά, τα βράχια που θα μου'σπαγαν το κεφάλι θα'ταν ντυμένα με απόκοσμα μαντώδη που θα πετάγονταν στον αέρα σαν καρφιά οξειδίων του χαλκού, χωρίς κανέναν ήχο. Θέλω να δοκιμάσω. Αν είναι να βαφτιστεί επιστροφή η στηθάγχη του Πριντσμετάλ, ας βαφτιστείς κι εσύ εξερευνητής. Στο Σιλωάμ της Ατλαντίδας η λάσπη ξεπλένει τους κωφούς. Τα χείλη εκείνων των πλασμάτων παρέμεναν σφιχτά κλειστά και πίσω τους κόχλαζε η φωτιά κι η ασθενία: ό,τι πιο όμορφο είχε καθρεφτιστεί ποτέ στο σάρκινο καθρέφτη.
/
Μπρις που δε θα θυμηθώ ποτέ, μπρις που μου'κοψε τη βιασύνη.
Πόνος βραδύς κι επιθυμία.
Το φως μου όλο αστράφτει στο απόσταγμα του κόπου των μυών σου
η μέρα αρχίζει και τελειώνει στους τένοντες, στις περιτονίες
η μέρα που δεν έρχεται ποτέ.
/
Σ'ένα χρόνο τεντώνεις τ'ακροπόδαρα κι έχεις πατήσει όλες τις ακτές. Και σε τρομάζει
ένα φτερό θαλάσσης;
Απ'την ακρώρεια ως τη σταφυλή, απ'την κλιτύν στην πυραμίδα
σε σκέφτομαι, σε νοσταλγώ
δεν είναι παρά μια λειψή, λιανή αυτοματία
που όμως μ'έχει καταβάλει.
/
Δε με νοιάζει η Θεραπευτική
με νοιάζει να γίνω ο γιατρός σου
και τελικά, δε με νοιάζεις μήτε κι εσύ
μόνο ο ωκεανός σου.
/
Κ Α Λ Υ Ψ Ω
/
Πώς απ'τον ύπνο να μ'άρπαξαν δυο άντρες και να μ'έριξαν στη θάλασσα ένα μήνα της χειμωνιάς
κι όταν άνοιξα τα πηγμένα βλέφαρα κι οι βολβοί βράχηκαν από ένα απέραντο δάκρυ
είδα να στέκομαι στη μέση του μαύρου δάσους, στον ώμο την καραμπίνα κι απέναντι ακριβώς
να με βλέπει ένα λευκό ελάφι, με μάτια σκούρα μαργαριτάρια
είδα να βουλιάζω χωρίς αναπνοή και πάνω να σηκώνεται ολόκληρος ασήκωτος ουρανός
εμπρός μου αιωρήθηκε ένα πλάσμα της Ατλαντίδας
η όρασή μου χάθηκε σε μια ζεστή διαστολή, το σώμα μου εξερράγη σε διάτομα βοημικού γυαλιού
το ζώο προχώρησε στην ομίχλη της ασφυξίας σα να κρυβόταν στο ιερό
/
παρτίδα της υπομονής αυτή η δουλειά μαζί σου
τώρα που παραδίνομαι στον πλουν, αφόρητα πιστός, αφόρητα ερωτευμένος
τώρα βρίσκεις να με χαράξεις απ'το λαιμό ως κάτω με μία ντάμα κούπα
δώδεκα μικρές μικρές πληγές, από μία προσεχτική κάθε πρωί που φτάνω στο εχάντ
η δική σου μυστήρια προσευχή. Η νύχτα που δεν έρχεται ποτέ. Δεν έτυχα καλό χέρι.
Δεν έχω άλλα λεφτά να παίξω. Εσύ δεν ξέρω καν, αν βλέπεις ή αν κρατάς. Μες στο νερό
που μ'έχει πλημμυρίσει, χύνεται κι αραιώνεται αμέσως σα ξέθωρο μελάνι η ψυχή
όπου με τιμώρησες στρατηγικά με το χαρτί θρομβώνεται
η πίκρα των δυο λιμανιών που έχω υπηρετήσει. Και αλγώ
/
στα πόδια σου γλίστρησε για χαλί ο γλυκάνισος του Παγασητικού. Αν έριχνα ένα σάλτο
απ'τη σκάλα, θα κατρακυλούσα απ'τη χασούρα σκισμένος στην έξω μεριά, τα βράχια που θα μου'σπαγαν το κεφάλι θα'ταν ντυμένα με απόκοσμα μαντώδη που θα πετάγονταν στον αέρα σαν καρφιά οξειδίων του χαλκού, χωρίς κανέναν ήχο. Θέλω να δοκιμάσω. Αν είναι να βαφτιστεί επιστροφή η στηθάγχη του Πριντσμετάλ, ας βαφτιστείς κι εσύ εξερευνητής. Στο Σιλωάμ της Ατλαντίδας η λάσπη ξεπλένει τους κωφούς. Τα χείλη εκείνων των πλασμάτων παρέμεναν σφιχτά κλειστά και πίσω τους κόχλαζε η φωτιά κι η ασθενία: ό,τι πιο όμορφο είχε καθρεφτιστεί ποτέ στο σάρκινο καθρέφτη.
/
Μπρις που δε θα θυμηθώ ποτέ, μπρις που μου'κοψε τη βιασύνη.
Πόνος βραδύς κι επιθυμία.
Το φως μου όλο αστράφτει στο απόσταγμα του κόπου των μυών σου
η μέρα αρχίζει και τελειώνει στους τένοντες, στις περιτονίες
η μέρα που δεν έρχεται ποτέ.
/
Σ'ένα χρόνο τεντώνεις τ'ακροπόδαρα κι έχεις πατήσει όλες τις ακτές. Και σε τρομάζει
ένα φτερό θαλάσσης;
Απ'την ακρώρεια ως τη σταφυλή, απ'την κλιτύν στην πυραμίδα
σε σκέφτομαι, σε νοσταλγώ
δεν είναι παρά μια λειψή, λιανή αυτοματία
που όμως μ'έχει καταβάλει.
/
Δε με νοιάζει η Θεραπευτική
με νοιάζει να γίνω ο γιατρός σου
και τελικά, δε με νοιάζεις μήτε κι εσύ
μόνο ο ωκεανός σου.
/