die
verbleibenden
Jahre
das
geligende
Leben
dahingesiecht
alles
,
du
hast
alles
verjagt
was
soll's
diese
endlose
JAGD
is
ja
aussichtslos
geworden
ich
meinerseits
bin
ebenso
verloren
,
schon
lange
fort, oj
FORT
mit mir
fort
mit dir auch
///
Das selbstgerechte Leiden und das anspruchsvolle gesellschaftspolitische Mitleid verkaufen sich gut.
///
verbleibenden
Jahre
das
geligende
Leben
dahingesiecht
alles
,
du
hast
alles
verjagt
was
soll's
diese
endlose
JAGD
is
ja
aussichtslos
geworden
ich
meinerseits
bin
ebenso
verloren
,
schon
lange
fort, oj
FORT
mit mir
fort
mit dir auch
///
Das selbstgerechte Leiden und das anspruchsvolle gesellschaftspolitische Mitleid verkaufen sich gut.
///
Το χωριό είναι σ'ένα χαντάκι. Το μπαλκόνι που μου'χουν δώσει το βλέπει απ'τη μια του άκρη, κι απ'το παράθυρο ακούω το φλοίσβο, τις μηχανές και τις κουβέντες που γίνονται το σούρουπο και το χάραμα στους μώλους. Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού με τα κυάλια και βάζω να δω, είναι άσπρη ή κίτρινη η ομπρέλλα που'χει ο χοντρός στη βάρκα, έχει δυο ή τρεις πάνω Αιγύπτιους το Αλέξανδρος, η γριά του καϊκά ήρθε απόψε με το μηχανάκι ή με το ξώφτερνο, ποιανής είναι τα μωρά που φωνάζουν απ'το πρωί και σηκώνουνε ντουμάνι γύρω απ'τη βρύση, γύρισαν τα μεγάλα αλιευτικά, δε γύρισαν, ποιος φεύγει σήμερα τελευταίος, ποιος σέρνει έξω τη βάρκα του στη γλίστρα, πόσοι μαλτέζοι ήρθαν να προσκυνήσουν, πόσοι απ'αυτούς γαμάνε παναγίες. Όπως τους βλέπω από πάνω κρυμμένος σα Φατμέ πίσω απ'τη σίτα, έτσι με βλέπουνε κι αυτοί απ'τ'ανοιχτά όταν κατεβαίνω με το βρακί το μονοπάτι, ανάμεσα στα σχίνα και τα θάμνα, με τα μάτια ιδρωμένα πίσω απ'τα γυαλιά, στο ένα χέρι τα βατραχοπέδιλα και στο άλλο ένα σκουριάρικο ψαροντούφεκο που δεν είναι δικό μου.
Το περασμένο απόγευμα, στην ησυχία του αποφαγιού, ένας άσπρος κώλος και μια πλάτη σταγμένη πιτσιλιές από καστανοκόκκινο συρόπι, αυτά μαντεύω έβλεπαν απ'το χαντάκι τους, να φεγγίζουν μες απ'τις κουρτίνες, το δωμάτιο είναι διαμπερές, η μέρα μέσα είναι αληθινή. Κι εμπρός από εκείνο τον κώλο κι εκείνη την πλάτη έβλεπα εγώ αφού δε μπορούσανε οι άλλοι, δεν ξέρω αν μου'κανε καλό που δεν ήμουν γυμνός στο ηθικό σκοτάδι, κι έκανα πράγματα που ανήκουνε παραδοσιακά στο βράδυ, στις τέσσερεις το μεσημέρι, έβλεπα το πρόσθιο μισό μου, τις μισοϊδρωμένες πτυχές στους αγκωνιαίους βόθρους, τα πετσοκομμένα νύχια, τις φλέβες μου που είναι βαθειά θαμμένες, κι εμπρός μου ήταν το μαξιλάρι που όταν ξαπλώνεις το κεφάλι σου ξεφουσκώνει σαν αστείο αερόστατο, φφφφφφφ, κι έπειτα δεν έχεις πια μαξιλάρι, και πάνω του ήταν διπλωμένα τα μαλλιά σου που τα'χες χτενίσει πριν με λάδι από μύρρο που έχεις μάθει να το λες καλά και δε σε παίρνουν πρέφα, και πάνω στα μαλλιά σου ξάπλωνε το πρόσωπό σου που είχα κάπου δυο μήνες να το πιάσω, κι αντί γι'αυτό έπιανα τα βυζιά σου σα να'μασταν έντεκα το πρωί Δευτέρας στα εξωτερικά, κι εσύ κάτι είχες παρεξηγήσει και χαιρόσουν. Όλα μες στο δωμάτιο με το σκληρό φως, μες στη χνοή των πεύκων, ήταν παραδομένα, το καθένα στη δική του απελπισία.
Στο μπάνιο έβαλα το νερό να τρέχει, κι αυτό έρχεται από κάτω απ'το χωριό μ'ένα σπασμωδικό πιεστικό, και ρέει με ώσεις σα να βγαίνει από χειροκίνητη αντλία, μες στη μπανιέρα στάθηκα κάτω απ'το φεγγίτη που φέρνει μέσα μόνο δάσος, αν σφίξω αρκετά τη λαβή θυμούνται κι εμφανίζονται απ'τα έγκατα της σάρκας οι φλέβες, στενές, λειψές, αψηλάφητες, έτσι για να ομολογούν και το λάθος της βαλβίδας, την έσφιξα αρκετά, μ'έχεις δει κι άλλη φορά, την έσφιξα πολύ, τα δάχτυλά μου άρχισαν να μοιάζουν πιο πολύ με παιδικά, κι εγώ στραγγαλισμένος. Το νερό που έπεφτε στα πόδια μου άρχισε να με καίει, ακούμπησα την πλάτη στα πλακάκια για να πάψει να φέγγει ως το χωριό και να με διασύρει, αρκούσε αυτό που είχανε προλάβει, κράτησα την αναπνοή μου ώσπου να μουδιάσουνε τα χείλη, στην κούρσα με το πιεστικό πηγαίναμε πέντε εγώ και μια αυτό, ένα δυστυχισμένο σώμα, ένας μαλάκας που δε χύνει, τα ποδοδάχτυλα κι οι κουντεπιέδες κοκκινισμένοι σα φέτες σολωμού, είκοσι μπάτσες στη μια, είκοσι στην άλλη μεριά, γιατί είκοσι; Γιατί με ζαλίζουνε καλά
Τώρα χαζογελώ,
χα
χα
χα
χα
μέρα παρά μέρα πέφτω απ'το μπαλκόνι στο χαντάκι κι η κατηφόρα με τσουλάει στην ακτή, κι εκεί βρίσκω θαλασσινά λουλούδια, ψαροκόπαδα, χταπόδια, λάλες κι όλα τα άλλα που μ'αρέσουν
μετά σκαρφαλώνω ξανά το μονοπάτι πάνω φορώντας το βρακί, τα γυαλιά θολά απ'το αλάτι και την πάστα για τους της ξανθής φυλής, γαμώ, με τα βατραχοπέδιλα στο ένα χέρι και το σκουριάρικο ψαροντούφεκο στο άλλο
da capo
///