© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Το μάτι της βελόνας

Θαλασσομίχλη και τα τζάμια όλα της φάτσας έχουνε γίνει φιμέ. Κουκουλώνομαι με το γερμανικό μου επενδύτη, παίρνω τη σάκα που λέει Κέντρο Ναυτιλιακής Ιατρικής και ένα πράσινο μήλο στην τσέπη και κατεβαίνω τις σκάλες σκοτωτός, έχω αργήσει. Οι λαβές του τιμονιού του ποδηλάτου είναι γλιτσερές, το ίδιο και η σέλα. Δέκα αποφασιστικές πεταλιές, χννχ, χννχ, και βγαίνω στον πεζόδρομο. Απαγορεύεται η ποδηλασία οχτώ μ'έξι. Είναι οχτώ παρά λίγο παράνομος, τι σκάνδαλο. Στο τέλος της ανηφόρας το ξημέρωμα, ένα φανταστικό καυτό τριανταφυλλί. Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Στη μια τσέπη η κάρτα που λέει Φ. Λ. Λ. - γιατρός με μια μικροσκοπική πιξελιάρα φωτογραφία μου που μειδιώ δυσκοίλια, στην άλλη η τρέχουσα κλειδαρμαθιά, όλα κι όλα δυο μικρά κλειδιά, ποδήλατο και νοίκι. Δεν έχω καπνίσει μήνες, τα πούλησα όλα, τα καπνά στα κονσερβάκια, τρεις πίπες από ένα εκατόμπαλο τη μια, κράτησα μόνο εκείνη την κοντή που μου'κανε δώρο ο Μ. όταν τελειώσαμε το λύκειο, και ξέρω πού κοιμάται, αλλά δεν την επισκέπτομαι καθόλου. Λέω δεν έχω καπνίσει και από μέσα έρχεται ένα χαχανητό, οι τράκες απ'τον τραυματιοφορέα Λαρς πίσω από το νεκροτομείο δε λογιούνται, ό,τι γίνεται στη βάρδια δε γίνεται ποτέ, έτσι κι αλλιώς ως το σχόλασμα το στόμα μου μυρίζει μόνο πείνα. Που λες, κοιτούσα τα μπούτια μου εχτές. Θα'θελα να πω πως είναι απαράλλαχτα την τελευταία δεκαετία, αλλά εχτές, εχτές την ανακάλυψα, τη βρήκα μες στα μπούτια μου, μια ολόκληρη δεκαετία. Έχω γεμίσει μικροσκοπικά αιμαγγειώματα, σαν κεφαλές καρφίτσας, απ'τα γόνατα και πάνω, πόσο πάνω; τ'ακολούθησα υπομονετικά και έφτασα ως τους ώμους. Το δέρμα φθίνει λίγο λίγο, ο τόνος δεν είναι αυτός που ήταν τότε, οι τρίχες μαλακώνουν, τα μπουτομούσκουλα είναι κάπως πιο σκληρά, δέκα χρόνια μπούτια.

Άλμα στο σούρουπο που κρυφοχαζεύω απ'το παράθυρο τρώγοντας μπαγιάτικο πλιγούρι με κιμά, παλ γαλάζια, ροδαλά, επιμήκεις συννεφιές σε στρώσεις, παλ αρχίδια, παλ μουνιά, και σβήνω άλλη μια μέρα, και σβήνω γι'άλλη μια μέρα. Το πυρετώδες ζόρι του πρώτου καιρού μετατράπηκε σιγά σιγά σε μια ολόκορμη παραίτηση, σε μια παρατεταμένη σιωπή. Εκείνα τα τηλεφωνήματα του άλλοτε, τότε που σε ξυπνούσα από το βαθύ σου ύπνο σε παροξυσμό και φώναζα σαν τρελός με το τσεύδισμα του τσιγάρου που κρεμόταν σπαστικά απ'το στόμα, με τα πράσινα του χειρουργείου έξω απ'την κεντρική είσοδο, πάνε τώρα, ήσουν τόσο γλυκός, και σ'αγαπούσα τόσο... Τώρα βγαίνω στον ακάλυπτο του πίσω κλιμακοστασίου με τ'άσπρα σαν κέρινο ομοίωμα, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, καταπίνω το τρακαρισμένο Πρινς σα χλιδοτζάνκης, και πάλι μέσα. Το ξεδίπλωμα της δυστυχίας συν τω χρόνω μαλλιά στιλπνά που χύνονται στο μαξιλάρι, στα σεντόνια, στο πάτωμα, το ταβάνι, το λαρύγγι. Δεν είναι πως δεν έχω να σου πω. Όλα καταπίνονται απ'το άπατο στομάχι, γκλαπ γκλουπ γκλιπ. Πενήντα λέξεις τη μέρα, πενήντα φορές βοήθεια, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου, τι να συμπεράνεις; Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν τρίχες, θραύσμα ανθρώπου σιδέρωνε γιακά ντάλα μεσάνυχτα απάνω στη νωπή πετσέτα του κορμιού, πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν πρώτες ρυτίδες τριαντάρας, τοξοβολία τρία δάχτυλα αριστερά του στέρνου, δυο δάχτυλα απ'τη ρώγα. Ιδού ο αυτοτοξότης, εμπρός θεριό, τ'όνομά μου στο πιατόνερο της γλάστρας, το δέρμα αυτό το παράξενο σκισμένο, ένα καρύμπαλο απ'το κεφαλοχτύπημα στον τοίχο, μαλλιά ξηλωμένα απ'του κρανίου τον κουντεπιέ μπλεγμένα σε δάχτυλα που τρέμουν από οργή, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, άλλοι το λένε ύπνο.

Το μακρύ ταξίδι εν πλω στο Φαύλο Κύκλο, ισόβιος μαθητευόμενος, μια φωτεινή σκιά εκπνέεται σαν υδράργυρος απ'τα ρουθούνια μου, μια ασημένια άλκη, βαριά, χαζή, πεθυμημένη, καλπάζει ώσπου χάνεται στο μαύρο δάσος ποδοπατώντας ολοκόκκινα αστραφτερά σμέουρα που της βάφουνε τα πόδια και πιτσιλάνε την ολόλευκη μαγική κοιλιά. Την ακολουθώ όπως όπως, κουβαριάζομαι σκοντάφτοντας στα γυμνά ριζά, τα χνάρια της φαίνονται απ'τις λίμνες χυμού εδώ κι εκεί στο χαλί από πευκοβέλονα, κολλάνε σοροπιασμένα στις γάμπες μου, το σκοτάδι πυκνώνει και βαθαίνει, τα δέντρα χοντραίνουν και ψηλώνουν, να'σου χιόνι, να'σου ξέφωτο, στο κέντρο η άλκη, παίρνω μια βαθιά ανάσα, και διαλύεται αργά σα ρυάκι υδραργύρου που κυλάει στα ρουθούνια μου, ώσπου σώνεται εντός μου. Ακούγονται γαυγίσματα κι αρβυλιές να πλησιάζουν. Και τώρα οι κυνηγοί... Τους τα'χω μαζεμένα, άρρωστοι, συγγενείς, νοσοκόμες και κορόιδα συνάδερφοι γιατροί, πατρίδες, νησιά, χερσόνησοι και εθνικές οδοί, πιο πολύ όμως σου τα'χω εσένα μαζεμένα κακιώστρα μου μικρή. Γυρόφερμα όρνιου πάνω απ'το κουφάρι μιας αυτοκτονίας, γυρόφερμα πληγή ζουμί, εξίδρωμα ζουμί πάνω απ'όλες τις ψιλές μου δυστυχίες, αυτές που βλέπουνε με τον καφέ τους οι θεοί και σκάνε ένα μικρό γελάκι χι χι χι. Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Δε σέρνω άλλο τα σαμπώ, τώρα πήρα μαύρα σπωρτέκς με χριτσχράτς γιατί με πονούσαν οι αστραγάλοι, και είμαι νίντζα στους διαδρόμους, και χώνομαι αθόρυβα στους τελευταίους θαλάμους της ομάδας τέσσερα των παθολογικών που απ'το κρεβάτι δεν έχουν ορατότητα στην πόρτα, και οι γριές χέζονται στο βρακί τους μόλις γρυλίζω Γκοντέη φρου, και φανερά γελώ. Αγγαρεία μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, σταυροκόπημα τιπ τοπ ταπ τιπ πατήρ υιός και αγία λάντζα, τηλέφωνο στ'αυτί, στηθοσκόπιο τριανταδυό χρονών στην τσέπη, μια κόλλα χαρτί διπλωμένη στα τέσσερα το κατάστιχο της βάρδιας, κι ένα στυλό που βρήκα τις προάλλες στο πάτωμα του γραφείου, γητευτής των φυσημάτων, πρώτος κωλοδαχτυλωτής, σπουδαίος διαγνώστης και ευσεβής θεραπευτής. Γνέφεις δυο φορές και πίνεις δυο ηχηρές γουλιές ουζάκι απ'την κούπα του τσαγιού. Είναι αλήθεια αυτό που λένε, είσαι σπάνιο πλάσμα -και το πιο σπάνιο πάνω σου είναι η ανίατή σου τύφλα να το δεις. Απέναντί σου οι σκέψεις μου είναι παλιωμένες σα μπαγιάτικο ψωμί. Έχεις όμως κι εσύ φτέρνα, κι αυτή είμαι εγώ, ο Φ. Λ. Λ., ο σταθερός σου ξένος, ο ανώνυμος χαζογιατρός, του αίματός σου ο μόνος βουτηχτής. Α! μια σύντομη φλόγα στο βλέμμα. Σα να με ξέρεις τώρα.

Σκυλιά ξυπόλυτα και σκυλιά παπουτσωμένα έφτασαν πια κοντά, δυο δέντρα, δυο δρασκελιές από το ξέφωτό μου, στέκομαι ήρεμος, αργός, τα μάτια πάνω, βράδυ παγωμένο και κοκκινίλα στον ουρανό, χιονιάς, κι άλλος χιονιάς, τ'αστέρια κροταλλίζουν σα μεταλλικά ρινίσματα, τα μάτια μου με βλέπουν μες στα μάτια, κι η ζωή μου το σκάει απ'τα ρουθούνια μου, η άλκη απομακρύνεται νωχελικά προς τ'ασημένια θρύψαλά της.

Το νοσοκομείο ακτινοβολεί ζόφο σ'όλη τη γειτονιά. Εκείνος ο γέρος που έφτασε με μια κοιλιά στραβοξεχειλισμένη απ'το δεξί υποχόνδριο τα μεσάνυχτα κι ένα κλασσικό προσωπείο ιπποκρατικό, σκέτο κομψοτέχνημα, εκείνος ο γέρος δεν ήρθε για να μείνει. Ακούμπησα το γαντωμένο χέρι μου πάνω στο ξερό πετσί, τα κωλάντερα ένα πόντο μέσα ακίνητα σα παλιοσωλήνες. Το αίμα στο φυαλίδιο της αιμοληψίας σχεδόν κατρακυλούσε πηχτό σα παχειά λάσπη με χαλίκια, χους ει και εις χουν απελεύσει. Η ανάσα του μύριζε ψοφίμι, έζησα μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Υπαγόρευση στο ντικταφόν, διάταση εντερικών ελίκων, τοιχωματική ακινησία. Ώρα του η τρίτη ώρα της Κυριακής. Βγαίνοντας απ'την αίθουσα της ανάνηψης πέταξα τα γάντια στον κάδο του διαδρόμου, τράβηξα έξω το πράσινο μήλο και το'κανα μια χαψιά, πεινασμένος και πολύ ζωντανός. Προσπάθησε να θυμηθείς, ρίξε μια ματιά στ'ασημικά του ακάθρεφτου ασανσέρ για την εντατική, εκείνη η άσπρη θολούρα θα σε βοηθήσει. Το δεξί μου βλέφαρο είναι τούμπανο, το μαύρο του ματιού είναι παραλυμένο, οι θεραπευτικές σταγόνες είναι λιπαρές και οι βλεφαρίδες κολλάνε μεταξύ τους, όψιμα δαμάσκηνα και όψιμα κεράσια. Είναι Αύγουστος στον ημιώροφο, νεκροί σε κάθε γωνιά, νεκροί σε όλα τα κρεβάτια, κι ανάμεσά τους δαρμένες και γυμνές και εξίσου απόλυτα νεκρές οι νοσοκόμες, το καλό μου μάτι αδιαφορεί, έζησαν μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Στο μάτι του κακού, στο μάτι της βελόνας είναι που σπάει η κλωστή, απ'την ποδιά μου ανθίζει σαν τουλίπα το αγκυροβόλιο του ζόφου, το δίκοπο μαχαίρι του λευκοντυμένου νεκροθάφτη, να'σαι, χαμογελάς, με ξέρεις, ναι, εγώ είμαι, πέρασα απέναντι τελικά.




Τήζερ

Πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν τρίχες, θραύσμα ανθρώπου σιδέρωνε γιακά ντάλα μεσάνυχτα απάνω στη νωπή πετσέτα του κορμιού, πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν πρώτες ρυτίδες τριαντάρας, τοξοβολία τρία δάχτυλα αριστερά του στέρνου, δυο δάχτυλα απ'τη ρώγα.

Ιδού ο αυτοτοξότης, εμπρός θεριό, τ'όνομά μου στο πιατόνερο της γλάστρας, το δέρμα αυτό το παράξενο σκισμένο, ένα καρύμπαλο απ'το χτύπημα στον τοίχο, μαλλιά ξηλωμένα απ'του κρανίου τον κουντεπιέ μπλεγμένα σε δάχτυλα τρεμάμενα οργής, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, άλλοι το λένε ύπνο.



Present / Present


μια μέρα συναντηθήκαμε
στα πλακόστρωτα της αδειανής πλατείας
Μπρίστολ παμπ σόδα μπύρα

περασμένοι κοινοί παρονομαστές
μώλωπες και ναυσιπλοΐα
κωλοδάχτυλα στα υπέρ πατρίδος

πρώτο χαρτί
ο τροχός της τύχης
ένας μισός μισός
μισός δειλός

δυο ακτές εντός εκτός κι επί τα αυτά

δεύτερο χαρτί καπάκι
η εγκράτεια
μια θάλασσα λιμνίσια
βουβή επανάσταση και κονφορμισμός

γλώσσα μια, θρησκεία μια, αλήθεια μια

στο ένωμα καλά κατάλαβες πέσαν οι εραστές

Mea culpa

Πρωί και πυροβολισμός
μπούτια καυτά να τα βλέπεις να ιδρώνουν
και οι στάλες οι αρμυρές να κυλούν στις αγκύλες του αχιλλείου
βήμα βήμα παρέλαση του μονοκύτταρου στρατού
ταπ ταπ αρβύλα πλακόστρωτο βροχή

πέρσι τέτοιον καιρό
ημερήσια διάταξη πολέμου
οι μάχες του τετάρτου
καταφύγιο απ'τη νύχτα δεν υπάρχει

παρά το σκάμμα εκείνο το κωλοτρυπίσιο στην ακτή
αίμα κι άμμος έτσι ακριβώς τα'χουμε ξαναπεί
το μόνο αδιάβρωτο αιωνίως
είναι η ρημάδα η ψυχή

κακώς κείμενη πεθύμια αρπαγμένη σαν καβούρι απ'τους ιστούς
τ'αυτονόητα τρίχες ραγάδες και δέρμα καταρρέον
το ηλιόκαμα έχει τη λάμψη που με τύφλωνε
τότε στο σπίτι του ελαφιού

τα χρόνια μου που πέρασα όρθιος στο αίμα
ένα σακάτεμα ύπουλο και βραδύ
τα χρόνια που τα μάτια μου τα τυφλοποντικού
δακρύζουν άγρυπνα εμπρός στην οθόνη του υπερήχου

εφημερία κι αρετή. Υπέγραψα, γι'αυτό.
Όσα σκούπισε η ξαφνική φουσκονεριά
κι όσα αποκαλύφτηκαν τρομερά σαν ξαναμάζεψε η θάλασσα τη φούστα
φέρ'τα, τα θέλω πίσω.

Λήξη

Αυτές τις σειρές τις γράφω με μεγάλο ζόρι.
Το γράψιμο έφυγε. Όχι άλλη αυταπάτη λογοτεχνίας και ποίησης.
Έδιωξα το ελάφι μου και τελείωσε κι αυτή η ιστορία.
Είμαι τεχνοκράτης δεν είμαι καλλιτέχνης.
Αναχωρώ παρέα με τις λέξεις.
Τα σωθικά μου λιώνουν.
Το basslauf τέλειωσε.

.

Περί φόβου Θεού


Το πένθος έχει αραιώσει όπως αρμόζει στα πένθη τα ανεπίπλεκτα, τώρα σε συλλογιέμαι μόνο περιστασιακά, όταν τύχει και μείνω μόνος ή πέσω στραβά για ύπνο. Η παραίτησή σου στα συνθετικά αμερικάνικα φλωράλ σεντόνια, τα μαλλιά σου ξερά απ'το γλειφό γυψονέρι, η μυρωδιά σου μετά από τη θαλάσσια διπλοβάρδια, το δέρμα σου δαγκωμένο απ'το ηλιόκαμα, ο λεπτός ευαίσθητος λαιμός σου, τα πορσελάνινα δάχτυλά σου που θα πέσουν απ'την οστεοαρθρίτιδα πρωΐμως, το μελαγχολικό χαμόγελό σου, τα ακούραστα μικρά σου πόδια, η μέση σου που κατάφερνα να τη δαχτυλιδώσω με το ένα μου χέρι, τα ψιθυριστά σου λάμδα, το γυναικείο ιερό, μνεία όπως αρμόζει στους αναχωρήσαντες. Η πνιγηρή κερκυραϊκή υγρασία, το τσίμπημα της ψύχρας, τα σκυλιά που δεν έβγαζαν το σκασμό κάθε νύχτα, οι κρεουργημένοι σκατζόχοιροι ανάμεσα στα φύλλα της κολοκυθιάς, η τρύπια σίτα, οι μεταξωτές κουρτίνες που έκαναν όλη τη μέρα ηλιοβασίλεμα, ο γυαλιστερός γρανίτης, οι άδειες βιβλιοθήκες, μια θρομβωμένη νοσταλγία, η μυρωδιά της φρέσκιας πρικαλίδας, οι στάλες του λαδιού σα δάκρυα πενθούντος, η αργή, επίμονη ζωή, μέρα μέσα, μέρα έξω, το νεκροταφείο των αναχωρησάντων (δὲ αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι φυλακὰς κατεστήσαντο κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν). Η χρυσή άμμος στο Αλωνάκι μ’έτριβε στις πατούσες. Τα νερά ήταν ρηχά, ο πάτος υπόσγουρος, οι γόνοι γυάλινοι στη φανταστική μεσημεριανή λαμπράδα, κι εκείνη η βαθειά, ζεστή αγκαλιά της ησυχίας, η διάλυση του κόσμου σε παύση.

Φτάνει κι η μέρα που το πένθος αραιώνει όπως αρμόζει στα πένθη τα ανεπίπλεκτα, η πρώτη μέρα της σειράς που δε σ’έφερα στο νου μου, η αρχή της λησμονιάς. Είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Ένας φιλόλογος από τα γυμνασιακά μου χρόνια είχε πει, όταν γράφετε εκθέσεις να προσέχετε να μην αρχίζει καμιά περίοδος με έψιλον. Κόβομαι στο δύστυχο. Ο Ινδιάνος σαμάνος στο διπλανό ταμπ πάγωσε στο χρόνο πάνω που μουρμούριζε, έχασες τη σκιά σου - κι αυτό σημαίνει πως δεν έχεις τίποτε άλλο να χάσεις. Ψιλός ιδρώτας με θυμάται στην οσφύ. Δεν είμαι άρρωστος αλλά δε φαίνομαι ν'αναρρώνω κιόλας. Η ξενιτιά δεν είναι για όλους, Θ. Καλλιφατίδης. Καπνίζει την πίπα του νωχελικά στις φωτογραφίες. Καπνίζω την πίπα μου εν μέσω υπαρξιακής αγωνίας στο πάτωμα του σαλονιού ενώ μια άγνωστη γυναίκα με κοιτάζει λατρευτικά αφ’υψηλού. Τον Καλλιφατίδη κι εμένα μας χωρίζουν κάπου πενήντα χρόνια αλέσματος μεταξύ σφύρας και άκμονος. Είναι μια απάντηση που δεν αντιστοιχεί σε καμιά ερώτηση, είμαι μια ερώτηση που δεν έχει απάντηση. Οι πόλοι γυρνάνε τούμπα τόσο αργά που δεν τους παίρνεις πρέφα, και μόλις συνειδητοποιήσεις πως έπαψες να ρωτάς, όλα έχουν απαντηθεί - αλλά ποια ήταν η ερώτηση;

Στο νοτιοανατολικό διαμπερές διαμέρισμα της συμβολής των οδών ... και ..., τα φώτα του λιμανιού γλυκαίνουν το βραχύβιο σκοτάδι. Στηρίζομαι με τα χέρια στο περβάζι, στ'αριστερά το σιλό του Σαν-Βιαμύλ, στα δεξιά τα κτίρια των ασφαλιστικών, ευθεία εμπρός τα εργαλεία για τις πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου, κι απάνω ένας άναστρος ουρανός. Η νύχτα παραμονές της ισημερίας είναι κοντή και δεν την προλαβαίνεις. Αν μετακομίσεις αρκετές απανωτές φορές, γίνεσαι φιλοξενούμενος του εαυτού σου. -Θα θέλατε μια κούπα τσάι; -Ναι, ευχαριστώ, αφού ξέρετε πόσο μ’αρέσει το τσάι. Βάζω την τσαγιέρα να βράσει και ρίχνω μια αρπαξιά νταρτζήλινγκ στο τσίγκινο κιούπι που έχει κάνει γλίτσα στα χείλη απ’το στόμα μου. -Πότε πλύνατε την κούπα σας τελευταία φορά, φίλε μου; -Πάει καιρός.

Η συνάρτηση της παρουσίας μου στην όποια χώρα με την εργασιακή μου κατάσταση με έχει παραδώσει ψυχή τε και σώματι στην έμμισθη δουλεία. Ανήκειν; Ανήκειν όπου χρήμα. Το συλλογικό ένστικτο της ομοιογένειας ταράζεται με τους μετανάστες, ιδού οι μύγες, ιδού το γάλα. -Γιατί είσαι εδώ; -Για να δουλέψω. Γιατί είμαι εδώ; Για να δουλ... όχι, στάσου. Για να ξεφύγω. Μα αγόρι μου ξεφεύγει κανείς απ’το εδώ του; αυτή ήσουν εσύ, μικρή μου πικροχόλα, αυτή ήταν η διδαχτική σου απορία που με βρήκε σα βέλος στο αριστερό αυτί μέσω του τηλεφώνου, σπαρμένη διακριτικά σαν οχιά ανάμεσα σ’αυτήν και την άλλη καθημερινότητα. Πιάνω την πεθύμια σου και με βρέχει ως το μεδούλι μέσα στα δυο λεπτά των τηλεφωνημάτων που αραιώνουν κι αυτά όπως το πένθος της φυγής μου, Ναυσικά αλάτι της πληγής μου, αλλά τα λόγια σου γίνονται ολοένα και πιο στοχευτικά, πιο ακριβή και πιο πονετικά, κι έτσι όσο πάει χρειαζόμαστε πιο λίγα ώσπου να παραδοθούμε στη διακρατική σιωπή.

Τα νομικά σύνορα είναι τεντωμένες πετονιές που κόβουν σα νυστέρι. Φυσικά σύνορα, πού; Το σύνορο της θάλασσας και της ακτής, το σύνορο του κορμιού και του έξω κόσμου, το σύνορο του ύπνου και του ξύπνιου, το σύνορο της ζωής και του θανάτου, το σύνορο της λάσπης και της ρίζας, το σύνορο της λάμας και του κρέατος, και το όνομα αυτών μεταβάσεις, γλιστρήματα, γκλισσάντο. Δε με συντροφεύει η σκιά μου, την ήπιαν οι σελίδες του διαβατηρίου. Η ζωή μου διαλύεται προς κόκκους σαν αλεύρι που φυσιέται. Στηρίζομαι με τα χέρια στο περβάζι, ξένα χέρια, ξένο περβάζι, άγνωστες αναπνοές, περαστικοί που όλο λένε κάτι, δεν καταλαβαίνεις τι λένε; Όχι, είναι η βαρηκοΐα της γλωσσικής μοναξιάς. Ο φιλοξενούμενός μου αιωρείται έξω από την πρόσοψη του κτιρίου του 19ου αιώνα και κοιτάζει μέσα στο διαμπερές διαμέρισμα. Ώρα για φτηνή λογοτεχνία, δηλαδή την παρουσίαση του ήρωα μέσα από τη μαρτυρία του ενώ κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη: ψηλοτάβανο παλαϊκό σπίτι με γύψινες ροζέττες γύρω από τα κρεμαστήρια των φωτιστικών, σανίδια που έχουν συσταλεί κι ανάμεσά τους αποκαλύφθηκε σε λωρίδες το υπόγειο σκοτάδι, μια βιαστική ταχτοποιησιά, ένα πουκάμισο πεταμένο δίπλα στο τυρκουάζ υποπόδιο της πολυθρόνας, το ρολό κωλόχαρτο της μαλακίας στην άκρη του τραπεζιού που ξετυλίγεται απ’την αύρα, καθαρό σουηδικό χαλί, ένα μπουρζουά γούστο για τέχνη στα ντουβάρια, ακούρτινα παράθυρα, λερωμένα τζάμια, και στο νοτιότερο όλων ένας χλωμός άντρας με απολογητικά φρύδια, ξυρισμένος στρατιωτικά, γυμνός απ'τη μέση και πάνω, τρεις σημαδιακές σταξιές χλωρίνης στο παντελόνι, τη ζώνη δυο γύρες και περασμένη όπως όπως στα θηλύκια, ανάφαγος αλλά μουσκουλιάρης με φλέβες που ξεχειλώνουν και προβλέπω σύντομα κιρσούς, ένας άντρας που δεν έχω ξαναδεί και δεν αναγνωρίζω.

Σε τι πιστεύεις; ρώτησε η γυναίκα. Δεν απάντησα. Δε νομίζω πως πιστεύεις. Γιατί το φοράς αυτό; κι έπιασε το χρυσό σταυρό. Για να κρατάει το σκοτάδι μακρυά. Τον πασπάτευε, είχα τα μάτια μου κλειστά. Δεν τον χρειάζεσαι άλλο. Η αλυσίδα ξεγλίστρησε. Την τράβηξε μαλακά και την άφησε δίπλα στο μαξιλάρι. Ένιωσα σα να μ’έσκισε στην κοιλιά. Ό,τι με χώριζε από την κατακλυσμιαία μοναξιά ξεκόλλησε από πάνω μου μαζί με το σταυρό. Αυτός είμαι εγώ, αυτός είναι ο φιλοξενούμενός μου, αυτός είναι ο άντρας στο παράθυρο, ένας ισόβιος ξένος.
 
Για όταν γυρίσει ο Θεός τ'αυτί
τα δάκρυα ικεσίας μ'έχουνε σκάψει ως το αίμα
η απελπισία η νησιωτική δε μπορεί να ξεπλυθεί
μη μ'εγκαταλείπεις.

And in the endless pause there came the sound of bees

Blood, departing
cheap soured bordeaux
the noise of the world but a hush
life hanging on to a corpse
corpse hanging on to a man

Cheyne - Stokes in arms
glistening rain as sweat
an honest, laboring forehead
an honest, laboring man
still seas, still sands

devouring blindness
the wheeze of the right heart failure
the shiver of the motionless tide
as in, we
are.

γῆν καί ὕδωρ

Del amor y otros demonios

Φοβάμαι πολύ να γράψω. Οι λέξεις σημαίνουν βαρύτερα τη νύχτα. Στέκομαι αμαρτωλά στο ιερό, χείλη σφιγμένα, μάτια σφαλιστά. Από τις βαθειές κόγχες των βιτρώ ο Θεός έχει φανερωθεί στο απόγειο του βασανιστηρίου. Οι εντολές τυπώνονται παροδικά σα μαλακωμένα χρωματιστά σχήματα στο δέρμα και με θάλπουν. Τα μάτια ξαλληθώρισαν και το σώμα που έβλεπα διπλό μαζεύτηκε κι ενώθηκε με το φάντασμά του: εγώ. Στα γόνατα δωσμένη αίμα και σκουριά, στο στόμα διήθημα κορμιού, η αρχή του μυστηρίου. Ο άντρας με το καθαρό βλέμμα και την απρόσμενα βαριά φωνή, ο μόνος άντρας πια. Η γυναίκα κλεψύδρα από στοργή, αυτάρκης, μακρινή, Νηρηίδα στην αδιαπέραστη θολούρα της οκτωβριανής φουρτούνας, γεμάτη απ'τα σκοτάδια του Ιονίου, η Κέρκυρα ούτε να φανεί, και μας ξεχνούν κι οι Ωθωνοί, η μόνη γυναίκα πια. Στα πόδια της στερεοτυπίας κρυσταλλιάζει απαλά ένα μαντολίνο κι αυτός που το χτυπά σα να τραγουδά αμάν αμάν και προσευχή στον Άη Νικόλα, κι η βάρκα τραμπαλίζεται μισό μίλι απ'το μόλο, ποιον; Τα βάθη αυτά τα άπατα νερά της Κατάρας η σκιά ένα ναυάγιο που αιώνια αιωρείται με το κεφάλι καρφί για το ποτέ, το πουθενά. Η ζεστή σου αγαπησιάρικη παλάμη πίνει τις ώρες μου γουλιά γουλιά καθώς η βαρύτητα της γης μας παίρνει αγκαλιά με τα ιχθυόσπλαγχνά της. Είμαι έτοιμος, ο τρόμος στα χέρια του θανάτου είναι τρόμος οικογενής, τρόμος κληρονομικός, κι εγώ είμαι έτοιμος τώρα, τώρα που ανάσκελα με τα ματόμπαλα γυρισμένα ανάποδα οι μόνες λέξεις που μετά βίας ξεστομίζω είναι κάνε με ό,τι θες. Ο Θεός μου έχει φανερωθεί, πιστός και λατρευτής, η αυστηρή του θεϊκή λαιμολαβή, η αγνή σωματική απελπισία του πνιγμού, η υποταγή. Η θάλασσα μας αφαιμάζει απαλά, μας ξεντύνει από πνοή, βουλιάζουμε στη νύχτα, καμιά φωνή, κανένα πάθος, καμιά πληγή, παρά ένα τέλος βραδυνό.



- η αληθινή τρομοκρατία είναι μην και χαθείς -


Sentimentality

1. White trapezium outline in pale ground azurite
    confession and guilt

2. Trembling thin muscles on long limbs
    dilated nights

3. Warm tears, warm drops
    colorless blood

+

3. Slow dance to Every time we say goodbye
    heave ho labor and pleasure

2. Every why now answered at once
   

1. Liquid cores fuse
    a face disappears in a head

=

4. Destroy, create
    destroy, create
   
4. A stranger's breath suddenly mine
    my heart pumps my summers away

4. Life as gradual death
    accelerating ends

Nothing just. Everything excessively much.
Friable invisible breeze, sharp blade to the neck
that does not give.

Yours sincerely,
yours

Σύγχρονη ιστορία, σύγχρονη εξορία

Τρίτη μικρή ώρα φεγγαράδα και τέτοια ξαστεριά
δειλά δάκρυα στα μάτια λύπη της στιγμής

όση βάρδια πίσω άλλη τόση εμπρός
στη μέση σαν παλούκι σε έρημο η δίψα για σάλτο

φωνή επιβλητική κι όμως φωνή θνητού
λόγια ασήμαντα παρά αυτό:

ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΞΕΝΟ

-

άδραγμα μνήμης, να
οι Αλκυονίδες με την ομίχλη για μαλλιά

το χνώτο, το χνώτο εκείνο του Θερμαϊκού
στη γωνία της σιωπής

η μέγγενη, ο λαιμός, η ζάλη, οι εμβοές
είμαι ο νεκρός σου

-

πότε θα με χαϊδέψεις στη στροφή για Γιαννιτσών
πότε θα με χαιρετήσεις απ'το παράθυρο τρυφερό ζωάκι

πότε, ποτέ ξανά

ιδού ο θάνατος
και όλοι του οι πενθούντες

-

Από χέρι σε χέρι

Τι ψόφος το πρωί, το χαζό βιολί του ταχυμέτρου, το ισιάδι το ρουφούσε πουτσοστραγγίχτρα η ομίχλη, έκλεινα τα μάτια μου δυο ανάσες τη φορά, το χέρι του με χάιδευε στο μπούτι μια στις τόσες και με ξυπνούσε, κανείς δεν πήγαινε, κανένας δε γυρνούσε, χαράματα Σαββάτου, σε ένα τέταρτο έπιανα δουλειά, κι όλα μου έκαναν τη χάρη και τεντώνονταν και σα να μη φτάναμε ποτέ, ένα χιόνι έπεσε ξερό σα ροκανίδι, στάση στην εκκλησία, είχα το πόδι στο φρένο, έβγαλε τη ζώνη και με φίλησε, έβγαλα τα γάντια και τον έπιασα ακάποτα και ήταν σαν γερή γουλιά ποτό, τι κρύα χέρια! είπε, κι εσύ πόσο ζεστός.

Το παρατημένο σώμα μέσα στην ένδοξη στολή, από το φεγγίτη της υπόγας οι πλάκες του πεζοδρομίου ψηλότερα απ'το κεφάλι μου, πάνω τους στροβιλίζεται το χιόνι, ο νεκροθάλαμος είναι παγωμένος, κλείνω το μουχάνι του ψυγείου απ'τον πίνακα, ανάποδα τώρα, σε άλλο ημισφαίριο, σε άλλη εποχή, αυτό είναι αγόρι μου το τίμημα, μια ισόβια αγωνία, μια επίμονη φθίση, το χέρι μου δυο δάχτυλα κάτωθεν της αριστερής κλείδας, τικ, τικ, τικ. Στο νεκροτομείο εκατοντάδες βηματοδότες μέσα στο κουτί της ανακύκλωσης συνεχίζουν τη δουλειά τους, όταν με βρίσκουν οι άτοποι σφυγμοί μέσα στην ησυχία, θυμάμαι τον παρασκευαστή που γελούσε λέγοντας αν είχαμε και μια ντουλάπα με γυαλιά θα ήμασταν Νταχάου.

Στρίβεται η ψυχή μου. Το αφώτιστο σκοτάδι, οι φανταστικοί ήλιοι, τα φανταστικά καλοκαίρια, τα φανταστικά φιλιά, τον σφίγγω απ'το λαιμό και θέλω να τον σκοτώσω, πόσο εύκολο είναι, και η κάψα στους ώμους μου κυλάει ως τ'ακροδάχτυλα παρέα με το αίμα, γιατί; ρωτώ, κι αντί απάντησης κουνάει μόνο τα ματόμπαλά του, ζώο.

Σέρνω τα μπλε σαμπώ στο διάδρομο όπως πάντα. Η Νίνα μου στέλνει ένα βλέμμα μητρικό πίσω απ'το διαχωριστικό και επιστρέφει στη φαρμακαπογραφή. Τα φροντισμένα απαλά της ποδοδάχτυλα συγκεντρώνονται κάτω από το τραπέζι μέσα στις παντούφλες. Έχει στιλπνά λεπτά ίσια μαλλιά βορειοευρωπαϊκού τύπου βαμμένα βυσσινιά, καθαρό δέρμα, μια άχαρη κορμοστασιά, κι αναδίδει μια ζέστη μαγική, φιλόξενη, μια αγκαλιά για τους πάσχοντες και τους κρεβατωμένους, η αγία νοσοκόμα.

Η γριά μου σφίγγει το χέρι μόλις αγγίζω τα δάχτυλά της για το τριχοειδικό τσεκ, και δάκρυα καυτά παίρνουν το δρόμο για το λαιμό της, τη σφίγγω όπως με σφίγγει, το στόμα της είναι παρετικό, κανείς από τους δυο μας δε φοβάται, η αλήθεια φάτσα φόρα.

Κοιμόμουν στον καναπέ του γραφείου με το καλοριφέρ πάνω από το κεφάλι μου στο τέρμα κι ονειρευόμουν πως στεκόμουν στα πόδια του κρεβατιού σ'ένα θάλαμο χωρίς αριθμό, με ένα φαρδύ παράθυρο και ένα εκτυφλωτικό πρωινό θάμβος, κι όπως ήμουν γυρισμένος, μια σταθερή σπρωξιά στον ώμο με έκανε να παραπατήσω, η ουρά της ρόμπας ανέμισε, έστρεψα το κεφάλι και τον είδα, ήταν εκεί, όχι για μένα, αλλά με μένα, ναι σου λέω, ο θάνατος ήταν ασθενής.

Δεν έχει ηρωισμό η ξεφτίλα της στενοχώριας
μικρά άνθη λευκά ο φόβος του χειμώνα
μήπως η νύχτα ποτέ δεν ξεκολλήσει από τον κάμπο

στέρνο φτηνό πλακέ που υποχωρεί
ένα σκουπίδι με στολή σφίγγεται η γροθιά μου
όταν με συναντάω στον καθρέφτη

καθιστός στο ξυλοπάτωμα με τη χοντρή θηλιά
χαλαρώνω τη μέση μου και δοκιμάζω να ξαπλώσω
η θέρμη βρίσκει πρώτα το μυαλό το πρόσωπο κατόπιν

έτσι είναι το σωστό να πηγαίνεις για τ'αγγεία
η τραχεία φέρνει βήχα κι ανίκητη αγωνία. Φύλαγέ την
κι αυτό το πετυχαίνεις με τη θηλιά κάτω από το σαγόνι. Όχι πιο χαμηλά

είμαι ντυμένος, δεν έχω το καυλί στο χέρι
απλώς χαίρομαι τη ζέστη στο κεφάλι
μόλις η όρασή μου κοκκινίζει ανακάθομαι ξανά

κι έτσι περνάει το απόγευμα.


2 x 2

Υπόσχομαι να μείνω αλλά ξέρεις πώς είναι οι υποσχέσεις μου, λιανές σαν κάρτα για το πάρκην που μπήκε στο πλυντήριο.

Με παίρνει τηλέφωνο και δε μιλάει. Παίζει η Άτακτη στο τέρμα, και μάλλον μ'αφήνει ν'απολαύσω το θείο έργο. Από το στόμα μου στ'αυτί της είναι δρόμος πολύ μακρύς για λόγια. Κι έτσι κάθομαι κι ακούω, κι ακούει, και λέμε κι οι δυο μας ψέματα δίχως μισή κουβέντα.

Μισή ώρα πριν σχολάσω ψηλάφησα μια χοντρή κοιλιά στα πεταχτά, ροδαλή, μαλακή, αθώα. Ο ιδιοκτήτης της με κοίταξε στα μάτια και μουρμούριζε για τα περασμένα και τότε σα σκοτοδίνη σα ζάλη ξαφνική χάθηκε από εμπρός μου και στη θέση του στάθηκε ο θάνατος. Φεύγοντας απ'τα ΤΕΠ στις 1530 ούτε λεπτό αργότερα άκουσα τη μαλακισμένη σειρήνα της ανακοπής και είδα τους γαλαζοντυμένους αναισθησιολόγους να τρέχουν με τα σαμπώ, και πίσω ακολουθούσε ο καρδιολόγος σπρώχνοντας τον απινιδωτή. Κοντοστάθηκα για να τους κρατήσω την πόρτα ανοιχτή, και τους κατάπιε αμάσητους ο νεκρός και η κοιλιά του. Το συννεφιασμένο πρόσωπο που είδε τελευταίο ήταν το άτιμο το δικό μου, κι εγώ δε θα θυμηθώ ποτέ τα τελευταία του λόγια.

Βοήθεια, της είπε, ο σπλήνας πουρές πασαλειμμένος ως τον ώμο, τους φώναξε για επείγουσα λαπαροτομή, σε τριάντα αφήνω τον Κ. να κλείσει τη γαστρεκτομή, σε σαράντα κατεβαίνω, δεν έχει χειρουργείο - πρώτο ανοίγει στις δυο το πρωί, πες σε μια ώρα, κράτα τον ζωντανό, ανάμεσα στις λέξεις της ακούω βιαστικές ανάσες λες και πνίγεται, τον έτρεξε στον αξονικό, έριχνε πίεση, έριχνε γαμωπίεση ρε Φ., και τι να κάνω, τον φλάσαρα ορούς, αιμορραγούσε απ'την κωλότρυπα πάνω στην ξαπλώστρα του αξονικού, ο ακτινοτεχνολόγος δάγκωνε τα χείλη του, τον κατέβασε στην ανάνηψη, πέρασε για λαβάζ, κι έτρεχε, και έτρεχε, και έτρεχε και έτρεχε το αίμα, κι ακούω το στόμα της στ'αυτί μου, και έτρεχε, κι όλα τα σύμφωνα χαϊδεύονται στον ουρανίσκο της, δέκα λεπτά μετά πέθανε στα δεκαεννιά, της πέθανε στα χέρια.

Όταν διπλώσω την Ευρώπη τα δυο τσουνιά θα πέσουν το ένα πάνω στ'άλλο και θα τη βρω και θα με βρει και η Βόρεια θάλασσα θα πέσει να χυθεί στο λύσσα το Αιγαίο, κι όλα αυτά θα έχουν ξεχαστεί, κι όπως τώρα, κι όπως πάντα, τίποτε δε θα'χει σημασία, όλοι πεθαίνουμε μαζί, κι οι εν ζωή όλοι ετοιμοθάνατοι - μη θυμώνεις μικρό μου, μη με λες μικρό σου, και μην κρατιέσαι από κανέναν κερατά, ούτε από σένα; Και γελώ γιατί αυτό σημαίνει πως είμαι κερατάς, και δεν έχω πια ενστάσεις, είμαι απελπισμένος.

In the bleak midwinter

Κατά το βράδυ, ο Αντρέι Εφίμιτς πέθανε από αποπληξία. Στην αρχή ένιωσε ένα ρίγος που τον διαπέρασε σύγκορμο και μια τάση για εμετό. Κάτι σιχαμερό όπως του φάνηκε, διαπερνώντας όλο το κορμί του, ακόμη και τα δάχτυλα, ανέβηκε απ'το στομάχι στο κεφάλι και πλημμύρισε τα μάτια και τ'αυτιά του. Έχοντας κλειστά τα μάτια του, έβλεπε αυτό το κάτι σαν ένα πράσινο κύμα. Ο Αντρέι Εφίμιτς κατάλαβε πως ήρθε το τέλος του και θυμήθηκε πως ο Ιβάν Ντμήτριτς, ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι πιστεύουν στην αθανασία. Έχει γούστο να υπάρχει πράγματι! Μα δεν την ήθελε πια την αθανασία και τη σκέφτηκε για μια μόνο στιγμή. Ένα κοπάδι ελάφια, που όλα τους είχαν μια εκθαμβωτική ομορφιά και χάρη, πέρασε τρέχοντας από μπροστά του· ύστερα μια γυναικούλα άπλωσε προς το μέρος του το χέρι της κρατώντας ένα συστημένο γράμμα... Κάτι είπε ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς. Ύστερα χάθηκαν όλα κι ο Αντρέι Εφίμιτς βυθίστηκε στο λήθαργο για πάντα.
Ήρθαν οι μουζίκοι, τον σήκωσαν απ'τα χέρια και τα πόδια και τον κουβάλησαν στο παρεκκλήσι. Έμεινε εκεί ξαπλωμένος στο τραπέζι, με τα μάτια ανοιχτά, και τη νύχτα τον φώτιζε το φεγγάρι. Το πρωί ήρθε ο Σεργκέι Σεργκέιτς, προσευχήθηκε ευλαβικά μπροστά στον Εσταυρωμένο και έκλεισε τα μάτια του πρώην προϊσταμένου του.
Τον Αντρέι Εφίμιτς τον κηδέψανε την άλλη μέρα. Στην κηδεία του παρέστησαν μόνο ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και η Ντάριουσκα.

А. Ч.

Τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι’ ὑμᾶς

Μέχρι τριών χρονών έμενα με την αδερφή της μάνας μου στο Ντεπώ. Ο πατέρας ήταν ειδικευόμενος στο Έππενντορφ και η μάνα δούλευε την κρουαζιέρα Σίδνεϋ Μπενόα Σινγκαπούρη. Στο διαμέρισμα χανόσουν σε κάποια καμπίσια επαρχία με μαλακό καιρό. Ο σοβάς έφευγε απ'το ταβάνι, οι κουρτίνες ήταν κεντητές, ο Χριστός σε όλα τα περίοπτα σημεία, οι γλάστρες στα τραπέζια, στα περβάζια, η κουζίνα σαν κελλάρι με τα αναρτημένα σκόρδα και τις ρίγανες τα μάτσα να στεγνώνουν, πετσέτες άσπρες και τριμμένες και σκληρές, οικογενειακές φωτογραφίες, ένα ξύλινο θερμόμετρο με παπαρούνες, τα ραφτικά, οι εφημερίδες. Η αδερφή της μάνας μου αλλαξοπίστησε, παντρεύτηκε στα δεκάξι, γέννησε ένα νεκρό παιδί και τρία ζωντανά. Τα βράδια ο άντρας της έβλεπε ασπρόμαυρες ταινίες, εκείνη έπλεκε δίπλα του, η ανάσα του μύριζε τσίπουρο χαλκιδικιώτικο, τα χέρια της δούλευαν ρυθμικά, η μοναχοκόρη του σπιτιού βούρτσιζε τα μαλλιά της στα πόδια τους, οι δυο γιοι στο πάτωμα κι εγώ στην πολυθρόνα που χωρούσε άλλους δυο τρεις σαν και του λόγου μου. Όταν έρχονταν οι γονείς να με πάρουν πάνω δεν ήθελα να φύγω. Μια φορά έγινε τέτοιος σαματάς που μ'άφησαν κι επέστρεψαν δυο βδομάδες μετά τις διακοπές τους, ήταν ανυποχώρητοι. Αρπάχτηκα απ'τη φούστα της θειάς και ρωτούσα ποια είναι αυτή, η μαμά σου έλεγε, εσύ είσαι η μαμά μου έλεγα, και τώρα η κάμερα δε μπορεί να κεντράρει στη μάνα μου επειδή ήμουν μικρός και δεν ασχολήθηκα με την αντίδρασή της.

Τελευταία φορά που την είδα σωστά ζωντανή ήταν στο εφτάρι, γυρνούσα απ'το Παπαγεωργίου, πήγαινε στο Παναγία, είχε ήδη διαγνωστεί, τίποτε πάνω της δεν ήταν αποκαλυπτικό, το γαλατένιο δέρμα, τα καλοπροαίρετα φρύδια, λας κάνας τα μαλλιά, ήταν η γιγαντόσωμη μητριαρχία που ήξερα πάντα, ήταν η Εστία, την αγκάλιασα, μου είπε για τις ιντερφερόνες, της είπα καλή τύχη και θα'ρθω να κοιμηθώ  ένα βράδυ  στο Ντεπώ, να'ρθεις, σε περιμένουμε. Τελικά η επόμενη φορά που πήγα ήταν η νύχτα που είχε βουλιάξει στο εγκεφαλικό οίδημα, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα μάτια ανοιχτά μόνο στις κρίσεις, ημικαθιστή στη μεριά του άντρα της στο κρεβάτι, η κούνια μου δεν υπήρχε πια στο δωμάτιο, αλλά τα σεντόνια τα θυμόμουν, ήταν από τότε, και γύρω της ήμασταν απαρτία, ο άντρας της, τα παιδιά της, κι εγώ σαν παλιός γνωστός, στάθηκα δίπλα στο αριστερό της πόδι, απουσίαζε, θ'απουσίαζε για πάντα, καιγόμουν σύγκορμος, μίλησα ήρεμα, τελείως υπηρεσιακά, πρέπει να την πάτε στην κλινική, πρέπει να πάρει κι άλλη κορτιζόνη, πρέπει να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητες, αύριο δε θα είναι πια, ο θειός έκλαιγε σαν αβοήθητο ορφανό, γύρισα μεταβολή, πήγα στο μπάνιο και σκούπισα το πρόσωπό μου με κωλόχαρτο με σχέδια, σα να ανάσαινα κενό, δεν υπήρχα στον καθρέφτη - δεν υπήρχε αντανάκλαση, δεν υπήρχε είδωλο, είχα εξαφανιστεί. Στην κηδεία καθόμουν μέσα στο Ρενώ, έλεγα τώρα σε δυο λεπτά πηγαίνω, τώρα σε δυο λεπτά, τώρα, σε δυο λεπτά, ώσπου ο κόσμος άρχισε να περνάει από δίπλα σχολασμένος κι έχωσα το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια στη θέση του συνοδηγού γιατί νόμιζα θα λιποθυμούσα.

Πριν δυο μήνες την είδα μια νύχτα μέσα στο βαθύ πένθος του χειμώνα, κι έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο πλευρό, ήρθε δίπλα μου, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μου χαμογέλασε ένα χαμόγελο που κράτησε ως το εγερτήριο.

/

Δε μένω πια στη μονοκατοικία της Γκμέλινστράσσε. Δε με ξυπνάει το κροτάλλισμα της τσαγιέρας το πρωί, δε βρίσκω φρέσκα σεντόνια διπλωμένα σε τέλεια ορθογώνια ντανιασμένα στην καρέκλα δίπλα στο καλοριφέρ, ο πατέρας μου ήταν πάντα σπουδαίος νοικοκύρης. Κάθε φορά με χαιρετά σα να με αποχαιρετά, pass auf dich auf, κάθε φορά με χαιρετά σα να'μουν η γυναίκα του, κι όσο μεγαλώνω τη βρίσκω μέσα μου τρομαχτική κι ας την είχα ζήσει τόσο λίγο, όταν γλιστράει απ'το στόμα μου το ε να σου γαμήσω είναι λες κι είναι εκείνη κάπου χωμένη στο λαιμό μου και με περιγελά, βρασμένο γάλα μ'ένα δάχτυλο ποτό, άμε να πιω τη μισκιάντζα μου, κίτρινο ψωμί με μαργαρίνη και μαρμελάδα βύσσινο, ξινός χυμός, ζεστή φωνή, η μόνιμη μα(ρ)λμπουριά, το ταττουάζ στο δεξιό ώμο, οι φακίδες σαν αστερισμοί, το ηλιοκαμένο στέρνο, ο Ζίγκμουντ που γελάει, τι κάνεις μικρέ; Πότε θα μεγαλώσεις; Δε μένω πια στη μονοκατοικία της Γκμέλινστράσσε, δε χτυπάει εκείνο το παράξενο τηλέφωνο με τη μαρμάρινη βάση (άραγε να το'χουμε ακόμα;), δεν είμαι ο μικρός πρίγκηπας του νησιού, όχι από εκείνη τη μέρα του Μαρτίου που είδα πρώτη φορά σοβαρό αίμα από κοντά. Τα πράγματα που ακολούθησαν ήταν έκρυθμα, οι γονείς του Μ. μας πήραν απ'το σχολείο και μας πέρασαν στο Ντάγκεμπυλλ και μας πήγαν για δανέζικα, το βράδυ ήθελα να πάω σπίτι και δε μ'άφηναν, τα χείλη του πατέρα ήταν πληγές το επόμενο μεσημέρι, το στόμα του είπε ό,τι έπρεπε να πει αλλά αυτός ήταν εκτός, εννιά χρονών δεν ήξερα τι είναι θάνατος, eine Fernreise, αυτό μου είπε, ένα μακρυνό ταξίδι, όχι κάτι ιδιαίτερα διαφορετικό απ'αυτά που συνήθιζε να κάνει, δε χρειάζεται ν'ανησυχήσεις.

/

έχω έναν πόνο στο δεξιό κρόταφο - είμαι κουκουλωμένος, τρέμω σα σκυλί - το λευκό του μαξιλαριού μ'ενοχλεί - η λάμπα θυέλλης παραείναι δυνατή - κι όμως μες στο σπίτι τίποτα δεν ξεχωρίζει - το χαρτί τσαλακώνεται στα μαλακά - δεν ξέρω τι να κάνω κάτι ώρες σαν κι αυτήν



The good times kid

Η χιονοσυννεφιά με πατάει κάτω σα γόπα, το χαμόγελο μου τσιτώνει μια ξερή πληγή, η αύρα διατρέχει τα μεσοπαλιρροϊκά λειβάδια, τα νερά έχουν κάνει πέτσα απ'το κρύο, μην κλαις, σ'αγάπησα όπως μπορούσα.





Περί αποφάσεων

Όχθες σβήνουν απαλά μες στο νερό, άπνοια, ψιχάλα, βροχή, κατακλυσμός, παραδείσια πουλιά με τα σμαράγδια στο λαιμό, οι φυλλωσιές αδιαπέραστες, απλώνω τα χέρια περιμένοντας να βρούνε τ'ακροδάχτυλά μου ένα φίδι, έναν αραχνοϊστό, ένα λασπερό κορμό, όμως το δάσος τραβιέται αργά αργά, το σκηνικό ξεντύνεται, βρίσκομαι πάλι στην αρχή, βρίσκομαι πάλι στο νησί, βρίσκομαι πίσω απ'το παρελθόν, πέρα απ'τη σύγχυση της σάρκας.

Η αργή συστολή του κόσμου; Κρεττατούρα στο γυαλί. Έξω μια πόλη άγαλμα απ'το κρύο. Η πάχνη κάθεται στα τζάμια σαν ευχή. Μέσα μια χώρα ζεστά σεντόνια χέρια πόδια και μαλλιά. Κρατώ την ανάσα μου μέχρι σκασμού, η ησυχία θα κλιμακωθεί, ψιχάλα βροχή κατακλυσμός, η καρδιά βραδυπορεί, ώσπου κάθε χτύπος είναι ένα παρακαλητό. Οι υάκινθοι έχουν ανθίσει, τέτοια μοσχοβολιά, η παρηγοριά της κίτρινης λάμπας, κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, Τα'χεις δει όλα; Τα'χω δει όλα, τα ρούχα του πάνω απ'τα ρούχα μου, την κόκκινη ζώνη που παραλίγο να με πάρει, κάνε με χήρα σου, τι παράξενο πράγμα να ζητήσει κανείς, και το αίμα δε γίνεται νερό, κι η αμαρτία δεν αλλάζει, πιάνω το σταυρό που κρέμεται απ'το λαιμό μου απ'όνομα σ'όνομα, από σπίτι σε σπίτι, από πληγή σε πληγή, από μένα σε σένα

μια στιγμή στην Κορντιγιέρα Οριεντάλ, ένα ταξίδι απ'τα εύκρατα στις ατόλλες του Ειρηνικού, μια βουτιά εκεί που γεννιούνται οι αστακοί, μια αιώρηση σαν κολιμπρί, ένα κύλησμα στο χωράφι του κριθαριού, μια στάλα κεχριμπαριού στα απόφυκα της λάσπης, μια χούφτα άσπρη άμμος, η πρώτη γουλιά μαύρου τσαγιού η πρωινή μετά από το ξενύχτι, η μουσική απ'το βαμμένο πέπλο, η άλλη εποχή, τα ξένα τους κορμιά...

Η κουβέντα δε γίνεται για το άρπαγμα στις σκάλες που φέρνουν απ'την αυλή, εκεί ακριβώς που προσπάθησα να κρεμαστώ, όμως γίνεται η αρχή, ακούγοντας το βρόντηγμα της πόρτας κατέβηκα τον όροφο σα να'πεφτα σακί, πιαστήκαμε κεφαλοκλείδωμα, γελάσαμε χωρίς λόγο σα να ήμασταν βιαστικό ρομάντζο σε βιντεοκασέττα, στρογγυλά χρόνια, στρογγυλά λόγια, σε θέλω, δες πόσο στρογγυλά.

Δίπλα στη ρηχιά θάλασσα ξεβράστηκε μετά το σαματά της πρωτοχρονιάς ένας κορμός σεκόγιας. Αυτής, ναι, της άξιζε μια ταφόπλακα ομιλούσα (sprechende Grabstein). Έβγαλα τα γάντια, τα έχωσα στην τσέπη, γονάτισα στη λάσπη και χάιδεψα τη γλίτσα που σκέπαζε το θάνατο. Προσπάθησα να σπρώξω το κουφάρι αλλά η ρίζα του πλανήτη το κρατούσε ξάπλα στο σημείο. Ήταν μια σπάνια μέρα νηνεμίας, ένα σπάνιο σιωπηλό ηλιοβασίλεμα, οι αρμυρές λακκουβόλιμνες της παραλίας καθρέφτες, οι γλάροι εξαφανισμένοι, τα χόρτα των αναχωμάτων ακίνητα σαν φωτογραφημένα, ήταν μια μέρα πένθους.

Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το Hvor er du henne? στη μέση του ποτέ
κι αν είχα ξεχάσει, δε γινόταν παρά να θυμηθώ: τα δόντια, το λαιμό,
τους δελτοειδείς, το αγκομαχητό, τη λύσσα, τον επίμονο εφιάλτη,
το λήθαργο το βαθύ που δεν τον βρίσκει ξύπνημα, θεέ μου την αρρώστια, το ρίγος, τον πυρετό
την αγωνία της ορθόπνοιας, την αγωνία του προσκυνητή.

Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το όνομά μου, μια λέξη τόσο διαυγής
βουτηγμένη στην ευγένεια και αυτήν τη γλυκονερίστικη προφορά
και με τη σιγουριά της αναγγελίας του θανάτου έπεται το αυτονόητο
τα μάτια ψηλά, η στροφή του κεφαλιού, στο κοίταγμα όλες μου οι ερωτήσεις
στο κοίταγμα και το όχι και το ναι.

Κι ένα παιδί δημοτικού γονατισμένο δίπλα στο κρεβάτι λέει την προσευχή
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω τα εντόσθια απ'το λαιμό ως τ'αχαμνά
όπως κάνουν το χάραμα στα τραπέζια των νεκροτομών.
Κι ένας άντρας γυμνός και αφηνιασμένος τα ίδια και τα ίδια
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω την ψυχή.

Τα ζεστά του δάχτυλα και η τύχη τους... το δεξί χέρι του, ζεστό κι αυτό σα ζυμάρι που χωνεύει, ένα μαλτέζικο παρανήσι που αρμόζει αυστηρά στον ίδιο και σ'όσους αγαπάνε τη ζωή, μια υποτροπιάζουσα σύμπτωση που κρατάει μια στιγμή, μια διακριτική συνάντηση σημείων. Μα αντί να υπηρετήσει το δέον, ήρθε και στάθηκε πίσω μου ακριβώς και σκύβοντας για τις ανάγκες του προβλήματος το στέρνο του και το πάνω μέρος της κοιλιάς του ακούμπησαν απαλά το κεφάλι μου. Δεν κουνιέμαι καριόλη πιθαμή. Παίρνει κι αφήνει ανάσες στα μαλλιά μου, με βρίσκει η μυρωδιά του ώριμου λαιμού του, μια μυρωδιά όψιμου χειμώνα, εκείνη που αναδίδουν τα παράκτια δάση μια αποβροχάδα Κυριακή με ήλιο δειλό. Τα ζεστά του δάχτυλα σαν βηταμπλοκαρισμένα γύρω από τα δικά μου του δεξιού χεριού, τέσσερεις πόντους επί τα εκτός της μηριαίας του πάσχοντος, θέρμη περιλουσμένη στο μικρό άυπνο παγετό, το αίμα μου σα να'χει εξαφανιστεί απ'τα άκρα μου, πρώτος φόβος πρώτης φοράς κι ανάφλεξη στα σκέλια, περί αποφάσεων, περί νόσου της ιερής και πέριξ της σιωπής, δε μπορεί να είμαι σοβαρός! Ώρες ώρες με πλένει ένας ιδρώτας νευρικός πως θα χάσω την παινεμένη μου εγκράτεια και θα του αλφαδιάσω ένα φιλί και ούτε η γη δεν είναι τότε σταθερή, αυτά περί καταστροφής.