Sie arbeitet im Fischmarkt. Sie riecht nach verdorbenem Fisch, ist warmherzig und berauscht sich schnell. Wenn ich hoch hinauswollte, stünde sie mir entgegen, aber meine Bestrebungen sind ja minderwertig. Deshalb vertragen wir uns miteinander. Ich bin mein Beruf, und genau diesen Beruf auch verachte ich: das nenne ich Kapitalismus. Sie dient ihres Vaters Ehre, er erinnert sich nicht, er lobt nur seinen Gott: das nennt sie Glaube.
Ich tue mein bestes, aber die Gesundheit der Fremden ist mir egal.
Ihre Arbeiterliteratur ist mir viel zu viel, ihr ist mein Leben das Leben des Wichtigtuers, es geht nicht um Einkommensunterschied, sie ist im hohen ölreichen Norden geboren, ihr alles ist urnorwegisch, arisch, wahr, rein, was weiß ich denn schon, ich der Jude, der Deutsche, der Grieche, der Schweinehund, wir priemen sammen, wir spucken sammen, es gibt keinen punktgenauen Vergleich, sie bezahlt, ich trinke, sie singt, ich göble, wir tanzen am Strand, sie sagt Farvel, farvel, winkt mir zum Abschied. Wir vergessen unsere eigene Heimatliebe eine Zeit lang, Verrat, Verrat, ideologischer Verrat. Es ist nichts Gesundes am Leibe.
Über die politische Lage reden wir an Bord. Der Vollmatrose aus Indien sagt:
Wir sollen ohne Gewalt leben.
Naja, ihr sollt,
-
Τριάντα μέρες βρέχει, το χώμα κατακάθεται και τα πευκοβέλονα πέφτουν λίγα λίγα στο λιμάνι
το κολυμβητήριο κλείνει έναν αιώνα στη μεριά του, και βουτάω με τα μάτια ανοιχτά είναι γλυκά
θολά και παγωμένα. Στην καρδιοοισοφαγική παλινδρομεί ένα κοπάδι ψάρια, κάτι τυλίγει το κεφάλι μου σα φούστα μέδουσας με χαίτη.
Η γυναίκα που με γνώρισε για να μ'εκτιμήσει έκανε φοιτήτρια στην πόλη της βροχής είκοσι χρόνια πριν, είκοσι χρόνια πριν! κι έμενε πίσω απ'το κολυμβητήριο, στις εστίες μες στο δασάκι. Πιο πέρα, στην άκρη του λόφου γέννησε το πρώτο της παιδί, που είναι λίγο μικρότερό μου, κι έχει πάρει τα μαλλιά της, και κάπως έτυχε να μας κληρονομήσει και τους δυο μονάχα απ'τα δικά της, ο πατέρας του ήταν μελαχροινός, ήταν γιατί ζει μισοσκοτωμένος στο κρεβάτι του κάπου στη νέα γη, και τον φροντίζει το πρώτο της παιδί κι η νέα του γυναίκα. Θέλω να σε διαβάσω, μ'αρέσει να σε διαβάζω, ναι, είναι άλλη η ιστορία όταν έρχεται σε λέξεις σαράντα και παλιές, δεν έχω τι να πω για να'χω να τα γράψω, για να'χει να διαβάζει, δέκα λεπτά σιωπή για να τη χαίρομαι στο νου μου, κι αύριο να με χαίρεται γυμνό, και τώρα να μη μπορώ να θυμηθώ το βράγχος της φωνής της, δέκα λεπτά σιωπή δεν είναι καν, δεν είναι καν,
-
Recently I've been addressing to names, it's not to make sure I remember, no, I remember all your names. That's a lie I say when you're nothing: I write to remember. Truth is I write to forget, so now I'm addressing to you, S., your belly was sticky, and I could read your child on it, my palms were peeling from the wheel and you could read my lonely nights on them, our drinks were standing in front of the fridge, the fridge was open and dripping, the city was glossy from the rain, the night lasted all day, and the day lasted all day too. You didn't even do me the favor of a moan, you just observed me from your insides like a carnal judge.
-You're a unionist.
-No, I want the land to break, I want Schleswig independent.
-You aren't in fucking Schleswig now, are you
-Eh...
Pull me by the moustache and make me stand on my toes on the feather pillow like you've done before, I'll whine the Bergen blues for you and honor a wide intergermanic union, like I've done before,
-
,,,,,