Στην αυλή είδα τον αδερφό σου
ολόγιομο σα φρούτο εποχής
και να'χει φαβορίτες ως του κάτω γναθικού.
Θυμήθηκα τα χέρια της μάνας σου πρησμένα σα ζυμάρια
να βουλιάζουν στη λεκανίτσα, να παίζουν τα κολοκύθια σα να'τανε
τενόντια αντανακλαστικά. Τις τούφες που'βαζε χρυσές πίσω από κάτι
αυτιά που μοιάζανε με πρώιμα κογχύλια για ν'ακούει ο Wernicke
καλύτερα το φλοίσβο
το τιμόνι είχε κάψει απ'τον ήλιο
μα έξω φύσαγε μπουγάζι απ'τις λίμνες
ο δρόμος όλος άπλωνε φουρκέτα ισιάδι νεροφάγωμα γκρεμός
τι γλώσσα θα μιλάς, τι γλώσσα θα μιλώ, πώς θα'ναι
να σου πω, φεύγει κι έρχεται η πίστη μου κι εσύ:
-Ο Θεός είναι παλιός. Τώρα έχουμε κρασί
στην πρώτη δεξιά στην κυκλική, στη δεύτερη;
δε μπορώ να θυμηθώ, μα εδώ
ξεχνιέται κι η κλωτσιά των φρενικών
-Α - α. Α - α. Α - α. Πεθαίνω, γιατρέ.
-Δεν πεθαίνεις, σε σκοτώνει το Βέλος από πάνω.
-Την αλήθεια.
-Σε σκοτώνουμε ο επιμελητής κι εγώ. Και μοιάζεις να πεθαίνεις.
Στο πρακτικό θα γράψω πως σε δρέψαμε σαθρό.
Τελικά θα ζήσεις να λησμονήσεις. Δεν έχασε κανείς.
Πήρα στην τύχη τη σωστή.
Μια ακτή βρεμένη από νύχτα για νερό, αλάτι από αστέρια
τα χέρια μου πέφτουν μαζί μου μέσα
το κρύο τα κάνει να πονάνε, Αλτάιρ στο μέσο και στο κερκιδικό
παλάμες που είναι αμφιφανείς δεν είναι για να τις πάρεις σπίτι
με τέτοια κληρονομιά βιάστηκα να γνέψω της μάνας σου πως καταλαβαίνω.
Το βαρέλι σου ξεϊδρώνει στις ραφές του μέσα στην ήσυχη κουζίνα ένα χρόνο
και το κρασί ξυνίζει
επετειακό.