© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Νangiarneq

Καρδιά από νήμα 
βόμβος των μεδουσών
πλοκάμια παλλόμενο φως

στη μνήμη αυτών
αίμα σαν ρεύμα στα γυάλινα παρασόλ
περαστικοί, αδύναμοι και ήδη ξεχασμένοι

λάδι με λάδι, δόντια οχυρό
στην ουρά της αρρώστιας το όραμα
το ανελέητο χέρι του χρόνου

στη μνήμη αυτών
που διάλεξαν τη θάλασσα
καρδιά από νήμα

κρικόδεσμος στο κέντρο
όσο φερμάρει η ομίχλη
τόσο σφίγγει η θηλιά








היפה בנשים

Είναι η ώρα αυτή η μυστική
το φως ψιλό ψιλό τριμμένο
κε σοσανά μπεΐν αχοχίμ
κεν ραγιατί

μάτια στα φτερά της πεταλούδας
σκιά μεσογειακή στους κόγχους
αγιόκλημα και χώμα

πένα οστού χορδές του ταμπουρά
καρπός καρπός σφυγμός 
σφυγμός και τύμπανο 

μόνο σύνορο η ακτή
αίματα μπερδεμένα

οι δώδεκα φυλές οι δώδεκα πληγές του Ισραήλ.

//

Τα χρόνια χιλιάδες χρόνια τ'ακούει κανείς στην προφορά, 
τα χρόνια χιλιάδες χρόνια τ'ακούει στην κάθε εισπνοή, στην κάθε εκπνοή, 
ιστορία σκαλί και ο ήλιος ανελέητος

από τη μάνα στον πόνο και από τον πόνο σε σένα, σε μένα
οι άντρες ασήμαντοι πατεράδες και γιοι
η πίστη πληρώνεται έτσι και μόνο: δια πυρός 

και σιδήρου, το όνομα είναι γραμμένο στα χείλη
στα δόντια, στο δέρμα, στα νύχια, η καταγωγή
κόμποι σε ένα υφαντό από δροσιά

είναι η ώρα αυτή η μυστική
το τριημιτόνιο της νύχτας
η άμμος χορεύει

το φως
κε σοσανά μπεΐν αχοχίμ
κεν ραγιατί

///

Σ'ακούω που κυλάς απ'τα ισπανικά στα ελληνικά στα εβραϊκά μονοκοντυλιά και το δέος μου δεν παλιώνει, είναι λες και το λαρύγγι σου ράφτηκε από σεφαραδίτα ράφτρα, πάμε ξανά, οι εβραίες όταν είναι όμορφες είναι αδύνατο να τις αντισταθείς, στέκονται στην κόψη μιας λάμας παράξενης, απ'τη μια πέτρα και από την άλλη λάδι. Ναι, στις γλώσσες του βορρά επιμένει η παιχνιδιάρα προφορά σου, όπως επιμένει η στέγνα μου στις γλώσσες τις δικές σου, όλα έχουν το τίμημα, όταν σε διαβάζω βλέπω το γερμανισμό σου σαν στοιχεία ανάμεσα στα στοιχεία, όταν σε σκέφτομαι ακούω το αηδόνι στο Σταυρό ένα βράδυ μαγιάτικο, Σιρ Χασσιρίμ των φαντασμάτων.

מים רבים לא יוכלו לכבות 
את האהבה

John the gentle

11/2021

Στη βιβλιοθήκη του νοσοκομείου έχουν τη συλλογή από παλιές εικόνες ιατρικού ενδιαφέροντος, αποκόμματα από εφημερίδες και άτλαντες και περιοδικά, κάθε εικόνα στο δικό της γυαλί, και όλες οι γυάλινες πλάκες δεμένες σαν ένα χοντρό βιβλίο, και σ'εκείνο το τμήμα υπάρχουν αρκετά από αυτά τα γυάλινα βιβλία πάνω σε μικρά βάθρα ανάμεσα στα ράφια. Εκεί συναντιέται το κορίτσι με το γηραιότερο του τμήματος, τον Τζων, και κάνουν απογραφή των γεγονότων του μήνα.

Το τμήμα με τα γυάλινα βιβλία είναι στο υπόγειο και λίγοι το επισκέπτονται. Οι βιβλιοθηκάριοι κάθονται στους πάνω ορόφους και δεν είναι κοντά να απαιτήσουν ησυχία. Ο Τζων δεν έχει ανάγκη έτσι κι αλλιώς. Μιλάει πάντα πολύ σιγά. Και πριν αρχίσει να μιλάει εισπνέει σα μικρό σκυλί, αυτό σημαίνει πως σκέφτεται. Ο Τζων δε μιλάει ποτέ χωρίς να σκεφτεί. Ο Τζων είναι επιδέξιος στα χέρια και στα λόγια. Είναι από εκείνους τους παλιούς χειρουργούς που ήταν και κουρείς και γιατροί και εξομολογητές, τελευταίος πια στο είδος του. Έψαχνε απεγνωσμένα σχεδόν διάδοχο ενώ η σύνταξη τον έχει στο κατόπι. Τα πιστά μάτια του κυκλώνονται από βλέφαρα οιδηματώδη σαν την άκρη ενός βραστού λουκάνικου που είναι έτοιμο να σκάσει, από την ισόβια αγρύπνια και το βάρβαρο εξαερισμό των χειρουργείων, είναι υπερβολικά υγρά και οι επιπεφυκότες υπεραιμικοί, αυτοί οι φτηνοί σκυλίσιοι βολβοί του δίνουν οξεία ενόραση, και είναι σα λαδερός, κοντός, τσιμπλιάρικος δρυΐδης με μια μικρή κοιλίτσα, αρτσωμένα μαλλιά και πάντα πέντε μέρες αξυρισιά. Φοράει τη ρόμπα πάνω από τα πολιτικά ενώ ο κανονισμός λέει πράσινα και μπλε και ιστορίες, ο Τζων παραείναι θαλασσοδαρμένος για όλα αυτά. Ο κανονισμός είναι για να ξεπαρθενέψει τους νεόκοπους, να τους σπάσει το τουπέ, να τους ξεβρακώσει για να τους κάνει μέρος του ιδρύματος, οι βετεράνοι τον γράφουν στ'αρχίδια τους, οι βετεράνοι είναι το ίδρυμα.

Το κορίτσι θα μπορούσε να είναι κόρη του, ένα μικροκαμωμένο πλάσμα που δεν κάνει ιδιαίτερη εντύπωση εκ πρώτης όψεως, στις διατμηματικές συνεδριάσεις με τους ακτινολόγους δουλεύει πυρετωδώς το βελονάκι στο σκοτάδι, λες ίσως δεν την κόβει τη μικρή, χαζονοικοκυρούλα, αλλά όσο περνάνε οι όψεις ανακαλύπτεις κάτι διακριτικά γοητευτικό που σιγά σιγά αναδύεται από την ομίχλη σαν κτήνος επιθυμίας, ένα σαρκικό θηρίο, λυσσαλέο και όμως τόσο τρυφερό, το κορίτσι είναι χαρισματικό, τα χεράκια που χωράνε με άνεση στο εξάρι γάντι έχουν τρομακτική μυϊκή μνήμη και ακρίβεια. Μαζεύει υποστηρικτές των χειρουργικών ειδικοτήτων σαν εντομοσυλλέκτης, και νομίζω, παρότι αλλαξοπίστησα στην πορεία, κάτι με δένει ακόμα με την αγέλη, και εν μέρει είναι αυτή η κοινή μας αδυναμία. Το βλέμμα, αθώο και περίεργο, που όμως μοιάζει μονίμως να σε τσακώνει να κάνεις κάτι που δεν πρέπει, εδώ ξιφομαχεί ήσυχα με την απλανή, νυσταγμένη, εσωστρεφή ματιά του Τζων, παρασκήνιο τα γυάλινα βιβλία στα βάθρα τους και το ημίφως του υπογείου. Εκεί ξετυλίγεται ένα νήμα που έχουμε μαζέψει και ξαναμαζέψει σε μπόγο, ένα νήμα που έχουμε σίγουρα ξαναδεί κάπου στο πάτωμα δίπλα στην κουνιστή πολυθρόνα. Ο Τζων γίνεται πάλι εικοσάρης, η σιγουριά του βετεράνου τρεμοπαίζει, μερικές φορές χαμογελάει στο κορίτσι ντροπαλά, και χαμογελάνε και τα κουρασμένα μάτια του, το κορίτσι ηλιοτρόπιο τον παρακολουθεί, είναι ένας χορός εξωτικών πτηνών, και γύρω το δάσος σκοτωμένο και βιβλιοδετημένο και κομμένο και ραμμένο και θαμμένο κάτω από βουνά του πυριτίου.

Τους είδα στο χειρουργείο για Γουήπλ μαζί με τους άλλους από το αμφιθεατράκι, το κορίτσι επικεφαλής, ο Τζων βοηθός και υποβολεύς και ο πηγουνιάρης άγκιστρα, τα χέρια τους ήταν φτερά, το πεδίο αλφαδιά και καθαρό, το χειρουργείο ήσυχο σαν μοναστήρι, κανείς δεν άκουγε τις συνεννοήσεις τους, ίσως να μη μιλούσαν καθόλου παρά με τα μάτια, η αναισθησιολόγος πίσω από το ντρέπι στα σουντόκου, δεν ίδρωσε κανείς σ'εκείνη τη Γουήπλ παρά ο θεατής, ήταν σημαδιακή εκείνη η Γουήπλ, η διαδοχή, το σκήπτρο, όσοι παρακολουθήσαμε απ'έξω και η εργαλειοδότρια και ο πηγουνιάρης και η αναισθησιολόγος εντός, όλοι ξέραμε πως είχαμε γίνει μάρτυρες ενός ιερού μυστηρίου, ενός σπάνιου φυσικού φαινομένου, ήταν μια τελετή στέψης, και ο Τζων στα γόνατα και το κορίτσι αιφνιδίως με άσπρα μεταξωτά μαλλιά και χείλη νεκρικά, Θεέ μου πόσο ζήλεψαν οι άλλοι που περίμεναν χρόνια στημένοι στην ουρά και ο Τζων τους πρόδωσε για τη θετή του κόρη που ήρθε σφήνα και λοξά απ'το Σταυρό.

Στη βιβλιοθήκη κοντά στην απογραφή ο Τζων και το κορίτσι συζητάνε και θέματα όπως οι μικρές διαπλοκές της κλινικής και τα αγαπημένα άρθρα του Τζων απ'τα περιοδικά του '80, και φυσικά το φετίχ του, τα ιατρικά φαντάσματα, εκείνα τα case reports που περιγράφουν σύνδρομα και οντότητες σαν θρύλους και παραμύθια για γιατρούς, ο Τζων και το κορίτσι Χένζελ και Γκρέτελ και ένας κύκνος από γραφές τους περνάει απέναντι σαν βάρκα, ανθρωπάρια κάτω από τον ψηλό θόλο της επισταμένης γνώσης, οι μέρες φεύγουν και ρίχνουν τις σκιές τους σαν δαχτυλιές στις παλιές σελίδες, κάποιος φτύνει τα δάχτυλα, επόμενο κεφάλαιο, επόμενο κεφάλαιο, και έτσι η μελέτη προχωράει.

Είναι βράδυ Δευτέρας και εφημερεύουμε και οι δυο ανακλητοί. Όταν η ώρα είναι στρογγυλές οχτώ ο Τζων και το κορίτσι τηλεφωνιούνται, του δίνει την αναφορά της κλινικής για να κλείσει για τη μέρα, και είναι ο χείμαρρος που ξέρω, και ο Τζων είναι η ίδια υπομονετική γη που είμαι κι εγώ, και πάνω του πέφτουν αθρόες ποσότητες ολόφρεσκου νερού, αλλά είναι διαβρωμένος ως το μεδούλι, δεν έχει μείνει τίποτα για να ξεπλυθεί, απαράλλαχτος πια και σταθερός, παλλάδιο κάτω απ'το γαλαζοπράσινο τζάμι της βάθρας, εισπνέει σαν μικρό σκυλί και της δίνει το οκέη, ο ήλιος δύει και το φεγγάρι ανατέλλει, και για ένα διάστημα είναι αμφότεροι στον ουρανό, η πίπα μου ζεσταίνει την παλάμη, η κουζίνα μυρίζει γλυκό καπνό και φρέσκο ψωμί, το τραπέζι είναι άσπρο και καθαρό, αλλά βλέπω τις πληγίτσες που του'χουν μαζευτεί απ'αυτά και από εκείνα, η άσπρη πετσέτα κρέμεται από την πιάστρα του φούρνου, το φως πορτοκαλί από τη γάτα-Τίφφανυς, ο Πούτιν σαν Χριστός μας βλέπει αγία μητέρα και πατέρας από ψηλά, ειρωνεία και νοικοκυροσύνη, οι στενές της φτέρνες ξεκουράζονται πάνω στα γόνατά μου, γέρνω το κεφάλι για να τη δω καλά και κρατώ τα βλέφαρα ανοιχτά με το ζόρι, μήπως και αποτυπωθεί η εικόνα της στους κερατοειδείς μου σαν αμμοβολή στο φως, και όταν πεθάνω μείνει το πορτραίτο της στους γυάλινους βολβούς μου σαν το αγαπημένο πρόσωπο μέσα στο κρύσταλλο σ'εκείνο το αρχαίο δαχτυλίδι από τον οικογενειακό τάφο του Τίτου Καρβίλιου.



(φωτογραφία από τα ευρήματα των ανασκαφών στη νεκρόπολη της Γκροτταφερράτα)

Στη φόρα 9

 



auf und ab

///

There's a certain slant of light,
winter afternoons – 
that oppresses, like the heft
of cathedral tunes – 

heavenly hurt, it gives us – 
we can find no scar,
but internal difference,
where the meanings, are – 

none may teach it – any – 
'tis the seal despair – 
an imperial affliction
sent us of the air – 

when it comes, the landscape listens – 
shadows – hold their breath – 
when it goes, 'tis like the distance
on the look of death – 

E. Dickinson

Pone me ut signaculum super cor tuum




Give other coasts a chance
they'll reward your infidelity
you have but a flash

stray pleasures all over the map
why stick to a few
when you can roll in a seaful.

-

Empty your pockets
fall on your knees
by the end of the day

you'll always go back
no shame in that.
Many can cut you

-

but your blood belongs to one.





0 2  /  2 0 2 2
H E L N Æ S  /  F Ö H R



---

 True Love in this differs from gold and clay,
that to divide is not to take away.
Love is like understanding, that grows bright,
gazing on many truths; ’tis like thy light,
Imagination! which from earth and sky,
and from the depths of human phantasy,
as from a thousand prisms and mirrors, fills
the Universe with glorious beams, and kills
Error, the worm, with many a sun-like arrow
of its reverberated lightning. Narrow
the heart that loves, the brain that contemplates,
the life that wears, the spirit that creates
one object, and one form, and builds thereby
a sepulchre for its eternity.

from Epipsychidion, P. Shelley

Μικροί αστοί, μεγάλοι πειρασμοί


Αργά το απόγευμα. Περιμένω να κάψει το σιδεροτήγανο. Το αλεύρι κάθεται μες στην κούπα που έπεσε και το σμάλτο έσπασε στο χείλος και έφυγε ένα κομμάτι σαν κάποιος να το δάγκωσε. Ανάπαυση εν αναμονή. Η κουβέρτα που έπλεξε η μακαρίτισσα η πεθερά είναι διπλωμένη τέσσερεις φορές πάνω στην καρέκλα για να μην κρυώνει ο κώλος μου. Το φως από το παράθυρο συναντάει το φως από το γατολαμπατέρ και εκεί στο ένωμα είναι τα σταφύλια και τ'αυγά. Το βιβλίο αντί ρολογιού. Διαβάζω μια σελίδα και η κρέπα θέλει γύρισμα. Άλλη μια και είναι έτοιμη. Σύστημα.

-Μίλησα στη Σουκριγιέ.
Τώρα δεν έχω διαφυγή. Βολεύομαι πάνω στη διπλωμένη κουβέρτα. Πιάνω τα ξερακιανά γόνατά μου. Το δέρμα είναι ελεεινό. Βλέπω σχεδόν τις ίνες των μυών μου. Μια μέρα θα γίνω ένας από εκείνους τους σαρκοπενικούς γέρους με το μικρό μπακάκι. Από το παράθυρο έξω όλα μούσκεμα. Τα χρώματα πιο έντονα μετά από τη βροχή. Μίλησα στη Σουκριγιέ, όχι Μίλησα με τη Σουκριγιέ.
-"Από πότε είσαι γκέη δηλαδή;", μιμούμενος τη Σουκριγιέ. Και μετά, με την κανονική του φωνή: Δεν είμαι γκέη.

Σηκώνομαι να βάλω την πρώτη κρέπα. Χωρίς το σύστημα πρέπει να είμαι σε εκγρήγορση. Του γυρίζω την πλάτη. Συνεχίζει να μιλάει, συνεχίζω να ακούω. Μιμείται τη Σουκριγιέ απανωτές φορές. Η φωνή του ανεβοκατεβαίνει, όπως των ψυχωσικών στα τρελάδικα που διαβουλεύονται με τους φανταστικούς τους στρατηγούς. Περιγράφει το βράδυ της Τετάρτης. Ως εδώ με το δούλεμα. Δεν το είχε πλάνο να τ'ομολογήσει. Το αποφάσισε εν θερμώ. Η Σουκριγιέ ήταν ανήσυχη, εκείνη η διαβρωτική αμφιβολία την είχε τουμπάρει. Η αμφιβολία, πιο καυστική κι από βιτριόλι. Κάτι έχει αλλάξει εδώ και δυο τρία χρόνια, δεν είναι αυτός που ήξερε. Πήρε σβάρνα τις ρητορικές ερωτήσεις, ούτε που περνούσε από το νου της πως θα ήταν κάτι τόσο πεζοδρομιακό. Την έκοψε. Βρίσκομαι με τον Φ. Έτσι μου είπε πως της είπε. Ποιον Φ.; Τον Φ. της Ν.; -Ναι. 

Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Είναι αρκετά παραδοσιακή. Ή είσαι πούστης ή δεν είσαι. Ή είσαι παντρεμένος ή δεν είσαι. Δυναμική μουσουλμάνα, αμάντηλη αλλά όχι ακριβώς. Θα μπορούσε να είναι μια Τουρκάλα απ'το Ρέγκενσμπουργκ, από αυτές που πήγαν κανονικό σχολείο και πανεπιστήμιο και κάνουνε καριέρα, αλλά στέκονται προσοχή στους πατεράδες τους που είναι μουστακαλήδες και έχουν λαμαρινάδικο ή ρεστωράν, και δύσκολα τους ξεχωρίζεις από τους άλλους, που στέλνουνε τις κόρες τους στα τούρκικα σχολεία και τις φοράνε τη μαντήλα και τις παντρεύουν στην Τουρκία με εγχώριο παπούτσι. Αντί για το Ρέγκενσμπουργκ, το σόι της Σουκριγιέ βρήκε άκρες στην Κοπεγχάγη. Πιο καλά λεφτά, πιο εκλεπτυσμένη κατάσταση, μικρότερο το γκέτο, ευοίωνες προδιαγραφές για τη Σουκριγιέ που επιβεβαιώθηκαν, διδακτορικό, καλά μισθά, επιφανής εκλεγμένη στη δανοτουρκική ένωση, πολιτικός γάμος έξω απ'τη μειονότητα, με τύποις προτεστάντη, πρόοδος. Από πότε είσαι γκέη δηλαδή; -Δεν είμαι γκέη. -Με κοροϊδεύεις; Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Χαστούκι από το πουθενά. ΣΛΑΤΣ. Της κόστισε στη γυναικεία της υπερηφάνεια και στη θρησκευτική της υπερηφάνεια και στην κοινωνική της υπερηφάνεια. Πλήγμα. Όλες οι υπερηφάνειες στα γόνατα. Όπως ο Άλμπερτ στη ζούλα. Τον φαντάστηκε σίγουρα, παραστατικά πίσω από τα μάτια της, τον φαντάστηκε βρώμικο και γελοίο. Τη βλέπω εμπρός μου με εκείνο το σφιχτό χαμόγελο που κρύβει τα δόντια και το λαμπερό σκουλαρίκι στη μύτη, τα στιλπνά μαύρα μαλλιά, τα αλφαδιασμένα φρύδια, ακούραστη ακόμα και μετά από νυχτέρι, με τις βαμμένες βλεφαρίδες που κάνουν μικρούς κόμπους, σα γυναίκα σε γιγαντοαφίσα, σαν γυναίκα από διαφήμιση ιδιωτικής κλινικής με το στηθοσκόπιο κολιέ και τα χέρια σταυρωμένα εμπρός από το στήθος.

Την κυρίως Σουκριγιέ την ξέρω απ'τον Άλμπερτ και απ'τη γυναίκα μου. Στο νου μου είναι χαλκομανία. Την έχω δει φευγαλέα στη δουλειά εδώ κι εκεί. Ίσως έχουμε μιλήσει στο υπηρεσιακό κάνα δυο φορές. Γνωριστήκαμε κανονικά την Πρωτοχρονιά που πήγαμε προσκεκλημένοι. Είχε φτιάξει ταβούκ κιοκσού και παπουτσάκια που τα είπε στα τούρκικα και δε θυμάμαι τη λέξη. Την ενδιέφερα, όχι επειδή είμαι και τόσο χαρισματικός. Την ενδιέφερα επειδή πίστευε πως είχα κάτι κοινό με τον Άλμπερτ, όπως αυτός, έτσι κι εγώ πλάι σε μια δυνατή γυναίκα όπως η ίδια της. Στ'αλήθεια αυτό που την κέντριζε είναι πως έχω κάτι κοινό με εκείνην, αλλά αυτό δεν ήταν δικό μου μυστικό για να τ'ομολογήσω. Την απασχολούσε γιατί δε με πέτυχε όταν ο Άλμπερτ έπαθε τον πνευμοθώρακα, ήθελε να μ'ευχαριστήσει και τα λοιπά. Όλα καλά, χωρίς εκπλήξεις. Καριερίστα με αυτοπεποίθηση, ούτε μύγα στο σπαθί της και, ανάθεμα, είναι κοφτερό σπαθί, πήρε ειδικότητα στα γρήγορα, βέβαια πριν απ'το σύζυγο, βαριά χειρουργεία, αρθροπλαστικές, πολυτραυματίες, απέραντες υπερωρίες, δε σταματάει πουθενά, ξαρχιδώνει σφίχτες στους προθαλάμους για χόμπυ, η κτηνοτρόφα με τη λάμα και το κοπάδι γουρούνια την εποχή του ευνουχισμού, μια ιστορία που λίγο πολύ την ξέρω απ'τα μέσα, τα γνωστά γερμανικά χοιροτροφεία, οι γουρουνοσχολές, αλλάζουν οι σημαίες αλλά το κρέας είναι διεθνής σταθερά. Εγώ κι ο Άλμπερτ διάχυτοι, και οι δυο με μια μισοαρχινισμένη παρατημένη ειδικότητα στην πλάτη και άλλη μια, αποπροσανατολισμένοι, ανεστίαστοι, όλα μονίμως πιο δύσκολα για μας παρά για τις γυναίκες μας, όλα κάπως λάθος, λες από κάποια εγγενή αδυναμία, έτσι φαίνεται, δε λειτούργησε καλά η φυσική επιλογή.

-Θα τον σκίσει η Σουκριγιέ, θα του διανοίξει την κωλότρυπα όπως ο μετροπόντικας διανοίγει τα λαγούμια στη Σαλονίκη, αυτή είσαι εσύ, μικρή μου, κάποιο βράδυ, ενώ ξαπλώνουμε με τα φώτα σβηστά στο ίδιο μαξιλάρι, και ακούω τη φωνή σου στ'αυτιά μου και στα κόκκαλά μου. Η Σουκριγιέ είναι γεννημένη πετυχημένη, καταλαβαίνεις;

-Τι θέλεις να γίνει τώρα;
-Δεν ξέρω.
Γυρίζω την κρέπα. Είναι ματσαλιασμένη. Πάντα η πρώτη είναι με τερατογένεση. Μετά βρίσκω τη ρέγουλα και όλες είναι όμοιες και ομαλές. Ησυχία για λίγο. Μόνο ο ήχος της εστίας τσακ, ο θερμοστάτης ανάβει και σβήνει, και το σιγανό πφφιιιιιιτ ιιιιτ της κρέπας που υποφέρει.
-Δε σου πάει η καρδιά να το πεις, ε;
-Όχι, γιατί ξέρω τι θα απαντήσεις.
Θα έπρεπε να είμαι κολακευμένος αλλά είμαι θυμωμένος. Θέλω να του πω Αφού σου είπα... αλλά η σκέψη ρίχνει λάδι στη φωτιά, με θυμώνουν οι αναδρομικοί γνωστικοί πιο πολύ απ'όσο με θυμώνει που έκανε ακριβώς αυτό που τον συμβούλεψα να μην κάνει. Μέσα στο στρογγυλό γουλένιο πλανήτη που έχει για κεφάλι τα πιατίνια δίνουνε ρεσιτάλ και τ'ακούω ως εδώ, κάτω από το δικό μου κεπέγκι, στα προάστια των Σοδόμων.

Πάλι η Σίσσι και τα κλισεδοτσιτάτα της. Έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που την είδα τελευταία φορά, αλλά τώρα μπορώ μόνος μου να συνθέσω κλισεδοτσιτάτα σα να τα λέει αυτή χωρίς να χρειάζεται να πληρώσω 839 κορώνες. Αυτό μάλλον δηλώνει πως η Σίσσι έκανε καλά τη δουλειά της, και η ψυχοθεραπεία λειτούργησε, ή τελοσπάντων, άναψε μια λάμπα μέσα στην κοιλιά μου και τώρα η ενδοσκόπηση είναι πιο αποδοτική, γράψε τις δικές σου μοτιβέησοναλ κλισεδιές για τη θεραπεία της θλίψης. Σύνηθες πρόβλημα, οι άνθρωποι εξαρτούμε την ευτυχία μας από τους άλλους. Δε μπορείς να περιμένεις από τους άλλους να φροντίσουν για την ευτυχία σου. Πρέπει να τη διεκδικήσεις. Κανείς άλλος δε θα φροντίσει, αυτά είναι κατάλοιπα παιδικά.

Η κουζίνα και το μπάνιο είναι απέναντι, από τις ανοιχτές πόρτες αναθυμιάσεις χλωρίνης ανακατεύονται με τους κρεπατμούς. Σειρά σου να συμμετάσχεις στην κουβέντα (στα ελληνικά γιατί είναι πολύ πριβέ το ζήτημα).
-Να σε πάρει κι εσένα και τα κωλομαλλιά σου, σαράντα λεπτά το κωλοσίφονο, είχε στουμπώσει, και τι έβγαλα από μέσα, ναι είχε και δικά μου, αλλά τι θα γίνει, θα καραφλιάσεις επιτέλους; Τρίχες μάτσα, μαλλιά του πρίγκηπα, μάτσα! Θες να'ρθεις να δεις;
-Όχι, δε θέλω, άσε με θα κάψω τις κρέπες.
-Τι γίνεται όμως πριγκηπάκο, είσαι αγχωμένος; Γιατί τόσες τρίχες για πέταμα;

Οι κολοκυθοκρέπες κάνουν πύργο. Στέκομαι με το σωρτς Τσάμπηον με την τρύπα λιωσίματος στο κωλομέρι εμπρός από την εστία, χωρίς φανέλα, δεν ξέρω πού προσγειώθηκε, κάπου πέρα στα κουτιά που μαζεύουμε για τη μετακόμιση, το παράθυρο ανοιχτό, ιδρώνω, πάντα στο τέλος της μαγειριάς ιδρώνω από τη ζέστη που φυτρώνει από τα σύνεργα, σ'αυτό το σπίτι όταν μαγειρεύουμε είμαστε γυμνοί απ'τη μέση και πάνω, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Άλμπερτ κάθεται στην καρέκλα με το ξεχαρβαλωμένο πόδι. Δε μιλάει άλλο. Τα τροφαντά κοκκινωπά του βλέφαρα είναι κατεβασμένα ρολά, ταχτοποιεί το μαγαζί του. Όλα είναι της σαρκός, και η ψυχή μαζί, αλλά κάπου σκάει το κύμα και απ'τα βρεγμένα βρίσκεσαι στα στεγνά, και σαν να έχεις μόλις φορέσει τα καλά γυαλιά σου, αποκαλύπτονται καινούρια περιγράμματα, η σάρκα εδώ, η ψυχή εκεί, σαφώς ξεχωρισμένα.

Γελάω μόνος μου πάνω από τις κρέπες, το νοικιασμένο διαμερισματάκι του ισογείου, δίπλα στο μαλακόγερο Άρνε που μας χαζεύει πίσω απ'τις κουρτίνες, οι χοντρές αδερφές του πρώτου ορόφου, τα ποδήλατα στο στέγαστρο, ο Νικολάι του υπογείου που παίρνει ντελίβερυ και πάντα τ'αφήνουνε στη δικιά μας πόρτα και πηγαίνεις με τη ρόμπα και του δίνεις το πακέτο από το σουσάδικο και σίγουρα τον παίζει για πάρτη σου, οι σκυταλοδρομίες των μετακομίσεων, τα λεξικά δίπλα στη χέστρα, τα πράγματά μου στο συρτάρι του παιδικού μου φίλου, οι μικροί και οι μεγάλοι έρωτές μου άμμος και αμμοβολή, ανθρωπάρια του Πένφηλντ, καρικατούρες που περιφέρονται από σελίδα σε σελίδα σε κιτρινισμένους άτλαντες, μαλλιά του πρίγκηπα στο σιφόνι, ο εστεμμένος, εκείνος ο ίδιος που όταν πριν χρόνια μια γκόμενα έκλαιγε στον ώμο του γελούσε βουβά σαν ψυχασθενής, ένας εγωπαθής ερημοσπίτης όπως ο πατέρας του πατέρα μου, εγώ λοιπόν, ο μεγάλος πειρασμός. Μα τι στην ευχή; 

-Γιατί γελάς;
-Γιατί είσαι ένας χαζοβιόλης. Κι εσύ και όλοι.

Ένα μουνί σε πετάει από το πουθενά στη μέση του κόσμου, και ξαφνικά αβοήθητος και άχρηστος σαν γυμνοσάλιαγκας πρέπει να παλέψεις με τη μοναξιά ώσπου να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγαλύτερό σου φόβο. 
Σκατά επινόηση.