© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ

...καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.


Ο Κνουτ δεν κοίταξε ποτέ τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ποτέ δεν αναλογίστηκε πώς στην ευχή ήταν έτσι, καμπούρης, κουτσός, αλλήθωρος, με το κρέας στον αριστερό κρόταφο και στο ζυγωματικό λιωμένο από κάποια προηγούμενη λοίμωξη των μαλακών μορίων, με τη μύξα να τρέχει σαν κλωστές, με το βλέφαρο γυρισμένο μέσα έξω επειδή το ελαστικό πετσί είχε αντικατασταθεί από ανένδοτη ουλή. Δεν τον είχε απασχολήσει ποτέ πώς είχε καταντήσει έτσι, κατουρημένος και στεγνωμένος και ξανακατουρημένος στα λιγδερά του ρούχα που είχε να αλλάξει τουλάχιστον από τετραετίας, δεν έπαιρνε καν πρέφα πως μύριζε σαν ψοφίμι μαριναρισμένο σε φτηνό κρασί. Δεν τον είχε ανακόψει η φτώχεια της αγροτικής του οικογένειας, η μισοτελειωμένη του τεχνική σχολή, η αποτυχία του στις εξετάσεις του διπλώματος οδήγησης, η χρόνια ανεργία του, η καθολική του αδεξιότητα, τα χρέη του, η μίζερη σκουπιδοζωή του. Τέτοιες ασημαντότητες δεν απασχολούσαν τον Κνουτ. Τον διασκέδαζε να λέει μαλακισμένα αστειάκια του τύπου δώσ'της μια στον πισινό από μένα, χα χα χα, και πού να σε τρώει ο κώλος σου και να μη φτάνεις να τον ξύσεις, του άρεζε να πίνει φτηνά και να καπνίζει φτηνά. Γκάστρωσε την αγελαδινή γυναίκα του που πιστεύει πως ο άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ στο φεγγάρι αλλά ήταν ένα θεατράκι που σκηνοθέτησαν κάποιοι για ακατανόητους λόγους. Τη γκάστρωσε τέσσερεις συναπτές φορές και αυτή ξεπέταξε τέσσερεις διαδόχους, δυο λιγνούς και δυο χοντρούς, ισάξιους της γοητείας του Κνουτ, τον έναν χειρότερον από τον άλλον, με τα σκατένια γονίδια του Κνουτ και τα λιαλιαδιασμένα ποντικίσια μαλλιά της μάνας τους. Κνουτ, ηλίθιε χιμπατζή, δε βλέπεις πώς είσαι; Δε βλέπεις πώς η ύπαρξή σου ευλογεί τον κόσμο; 


Το μόνο που έκανε ο Κνουτ ήταν να χύσει σε ένα σακί. Έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την παράταση της κυκλοφορίας του φανταστικού του κρεατοϋφάσματος στον κακόμοιρο πλανήτη. Έτσι ακολούθησε τις λέξεις του Κυρίου κατά γράμμα. Ποιος; Ο Κνουτ, ένας άχρηστος.

Δε θέλει σκέψη, δε θέλει δουλειά, δε θέλει τίποτα παρά ένα μουνί και μια πούτσα, όπως προέβλεψε ο Κύριος. Και ευτυχώς για το θείο πλάνο, ο κόσμος είναι γεμάτος Κνουτ. Έτσι συνεχίζεται και συνεχίζεται και συνεχίζεται το πανηγύρι της ζωής και του θανάτου, και κάθε φορά ο κάθε Κνουτ και η κάθε αγελάδα του συγκλονίζονται από το θαύμα της ζωής και από το δράμα του θανάτου, ακριβώς γιατί δε θέλει τίποτα παρά ένα μουνί και μια πούτσα, και ό,τι μπανάλ είναι μαγεία.

Διόραση

Από τον αριστερό παράμεσο
όλοι οι δρόμοι και η Ρώμη

οι στάλες τρίζουν σαν σπίθες 
οι πόρτες ανοίγουν στην ίδια χαβούζα

ανάμεσα στις δυο μείζονες πράξεις
επαιτεία και χαρτοβούνι

γεννημένος στη ζούλα τελειωμένος στη ζούλα
χωρίς τίτλους και χρόνους

αγνώστου μητρός
γνωστές ιστορίες

τι μέρες τι νύχτες τι μήνες τι χρόνια
τι μικρός που είναι ο κόσμος

κουβέρτα απλωμένη
στα πόδια του δρυΐδη

σακάτης σακάτης αλλά
βλέπει καθαρά σε μεγάλα βάθη

λερός εντός κι εκτός
μοναδικός

ίδιο πετσί σάρκα πεζή
μάτι μέσα στο στόμα
μαύρο αίμα

ούτε πρόβατο ούτε λύκος
αλλά κάτι πολύ, πολύ χειρότερο:
όχι όπως οι άλλοι

τα πόδια βουλιάζουν στη γη
ο σταυρός της διόρασης
το βάρος του να μην είσαι κανείς

άπαξ και πέσεις στο βούρκο
το μούλιασμα που κάνει το πανί!
ασήκωτος ο μανδύας του νεκρού.

Άπαξ και πέσεις στο βούρκο
το μούλιασμα που κάνει το πανί!
ασήκωτος ο μανδύας του ξεχασμένου.

Alp

Το μεγάλο παράθυρο φέρνει μέσα νύχτα μέρα-νύχτα. Ξαπλώνω ανάσκελος με το κουτάκι του καπνού στο στέρνο. Gentleman caller για την ιστορία. Ο αναπτήρας έχει μείνει από ζουμί. Το ψιλό χαλάζι βρίσκει το τζάμι. Στις σκιές στο ντουβάρι φαίνεται μια φιγούρα ψηλοκάβαλη με ξεχειλωμένα άκρα και κεφάλι σαν διαμάντι. Είναι πιο σκοτεινή από τις σκιές. Ένα υγρό σαν λιωμένος όνυχας στάζει από το ταβάνι στο ξυλοπάτωμα και φτιάχνει λίμνη. Στη λίμνη βλέπω το πρόσωπο του πλάσματος με κάθε λεπτομέρεια. Βλέπω ακόμα και πίσω από τη μάσκα. Ο πατέρας του πατέρα μου ο Ε. Λ. ήξερε πολλά γι'αυτές τις δοξασίες και διηγιόταν. Τη φιγούρα την ταΐζει ο πόνος μου. Βρίσκει δυστυχισμένους και αγκιστρώνεται πάνω τους σαν βδέλλα και πίνει το δυστυχισμένο αίμα τους. Ο δυστυχής δε μπορεί ποτέ να δει τι τον έχει τσακίσει. Είναι η φύση της κατάρας τέτοια. Αλλά εγώ τη βλέπω και όταν τη βλέπεις σημαίνει πως μπορείς να την ξεφορτωθείς με κοφτερό μαχαίρι. Στο στρόγγυλο τραπεζάκι δίπλα μου στέκεται το Τίφφανυς λαμπατέρ, τα γυαλιά μου, το πολύμπριζο και ένα ασημένιο μαχαιράκι. Βολική σκηνοθεσία, ε; Τι δουλειά έχει το μαχαιράκι στο υπνοδωμάτιο; Μη χρονοτριβείς με φιλοσοφίες. Τεντώνω το χέρι να πιάσω το εργαλείο, μόλις αγγίζω το κρύο μέταλλο με διαπερνά μια αίσθηση σαν να έχω δαγκώσει πάγο, τα δάχτυλά μου γίνονται λιωμένος όνυχας και χύνονται στο πάτωμα.

-

Η πριγκίπισσα της κοιλάδας της Ρεντίνας - μέρος Α'

Ένα παιδί έκλαιγε μες στη νύχτα. Δεν ήταν εφιάλτης, δεν κοιμόταν. Ήταν όραμα. Ήλιος που ξέβαφε τα πάντα. Μια γυναίκα το κυνηγούσε καβάλα σε ένα καστανό άλογο. Αίμα ανέμιζε σαν κάπα απ'τα μεριά του. Η γυναίκα ήταν γυμνή, το άλογο ασέλωτο.

Ένα παλικαράκι ίδρωνε μες στη νύχτα. Εφιάλτης και μέσα στον εφιάλτη το όραμα. Η γυναίκα είχε ένα βυζί μικρό κι ένα μεγάλο, σαν απατεώνισσα Αμαζόνα. Τα μαλλιά της είχαν πιαστεί στο στόμα της απ'τον αέρα και τα δόντια της έλαμπαν ανάμεσα στις τρίχες.

Ένας άντρας άγρυπνος. Ολόγιομο φεγγάρι, εκείνες οι χτυκιάρες νύχτες.

Η κοιλάδα αρπάζει μια γυναίκα απ'τα σωθικά. Ένα παιδί γεννιέται με οξύ τοκετό ανάμεσα στη λίμνη και στη θάλασσα. Οι γονείς του το κάνουνε δέμα και το στέλνουνε στο Σπαλτ. Όμως τα δάχτυλα της γης είναι μακριά και τα νύχια βαθιά μπηγμένα. Το παιδί ανήκει στην κοιλάδα.

Βλέπει τα αμπέλια πρώτη φορά εφτά χρόνια μετά. Το αίμα και το χώμα σε αρμονικές, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το παιδί έχει μια κρυφή αναπηρία: δεν ξέρει να διαβάζει. Το εξετάζουν ειδικοί, άλλοι λένε εγγενής ατέλεια, άλλοι λένε πολιτισμικός διχασμός. Το παιδί είναι της φύσης, δεν παίρνει τα γράμματα. Γροθιά στο στομάχι, οι γονείς και οι δυο σπουδαγμένοι, και το παιδί να μην τους φτάσει. Απ'την άλλη, η γη θέλει εργάτες, και το κόμμα ευλογεί. Η μάνα το έχει άχτι, πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα, αλλά όχι το δικό της το παιδί. Τρύγος και αποσταχτήρια, τα άλογα, ο ήλιος που τα ξεβάφει όλα, και τα φύκια του Στρυμονικού, το παιδί θα μείνει στο χωριό, ο πατέρας χτυπάει το χέρι στο τραπέζι από αγανάκτηση και κερατώνει τη μάνα με τις ξένες, το παιδί είναι βαριά δυσλεξικό.

Κάπου στα δεκατρία και κουρεμένο όπως όπως πηδάει το φράχτη απέναντι απ'το σπίτι. Οι πατεράδες στα τσίπουρα, οι μανάδες πίσω στρώνουνε τραπέζι. Καθαρά Δευτέρα γαρ. Ο πατέρας της στουπί. Η φοραδίτσα βόσκει αμέριμνα, το παιδί τη λύνει, την καβαλάει ασέλωτη και της αστράφτει μια στο καπούλι που ακούγεται σαν κρότος. Οι άντρες λαρυγγίζουνε και θυμίζουν χιμπατζήδες. Είναι αργά, απέταλες οπλές καλπάζουνε στο δρόμο, μην τις είδατε και παίρνουν την ανηφόρα, οι λιγότερο σουρωμένοι βάζουν να τρέξουν, πού, το παιδί και η φοραδίτσα είναι καπνός*. Ο πατέρας βάζει μπρος το ξώφτερνο, μια ντουζίνα άντρες ανεβαίνουν αιμοδιψείς στο Αγνάντι και το παιδί τρώει δυο σκαμπίλια που αφήνουνε χεριές που φαίνονται ώρες μετά.

Ένας άντρας άγρυπνος, ολόγιομο φεγγάρι, αυτές οι χτυκιάρες νύχτες. Θυμάμαι, θυμάμαι πολύ καλά. Ήμουν εκεί, με μάτια σαν χριστόψαρου, το όραμα, ο εφιάλτης, ήταν αληθινά.

Η πριγκίπισσα της κοιλάδας της Ρεντίνας με σάρκα και οστά, το αίμα και το χώμα, μια λαϊκή δοξασία, μια χούφτα γιαροσίτης, ένα παιδί και ο χείμαρρος του χρόνου. Η πριγκίπισσα της κοιλάδας της Ρεντίνας, εισπνοή κι εκπνοή, προσωρινή και διάττουσα σαν κύμα, θνητή όπως κάθε άλλη, κι όμως, το δαιμόνιο, ο χρησμός, τα σκοτεινά και φωτεινά απ'τον ήλιο που παίζει ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων, το μυστικό της δροσιάς του Ρήχιου, η οργή της μοναξιάς, οι σιωπηλές γωνίες του Σταυρού, το όπλο του Θεού να σε σημαδεύει στο κούτελο: αυτό θα πει είναι γραφτό.


*Γι'αυτό έχω ξαναγράψει κι εδώ

Το λειτούργημα

Η ποίηση είναι μαλακία. Ποιος νομίζεις ότι είσαι και γιατί να δώσει κανένας μία για ν'ασχοληθεί με τις παρλαπίπες σου, ε; Η αληθινή σου αξία έγκειται αλλού: πόσα λεφτά μπορείς να βγάλεις για τ'αφεντικό; Στη βράση κολλάει το σίδερο καριόλη. Κάτσε και παίζε την πεσμένη πούτσα σου με λυρικές παπαριές. Δε θα χύσεις ποτέ. Η γκόμενά σου θα είναι γκαστρωμένη κι εσύ ακόμα θα παίζεις το ξεκαύλωτο πουλί σου. Σε πρόλαβαν. Γάμησέ τα τώρα, δεν έχει σωτηρία. Σιγά το πράγμα, μπορείς να κάτσεις να την παίζεις δια βίου. Ό,τι έγινε έγινε.

Ευτυχώς δεν είμαι ποιητής. Τέτοια ξεφτιλίκια μακριά. Η αληθινή μου αξία έγκειται αλλού: πόσα λεφτά μπορώ να βγάλω για τ'αφεντικό; Πόσα μερμήγκια μπορώ να ράψω για να τ'αρμέξει η εταιρία στο έπακρο; Πόσα κατάγματα βραχιονίου μπορώ να ανατάξω επί τόπου; Ένα κουλό μερμήγκι είναι προτιμότερο από μερμήγκι σε αναρρωτική. Πόσες εφημερίες μπορώ να μπαλώσω, πόσες παραμονές Χριστουγέννων μπορώ να κρατήσω την ανάνηψη ενώ οι άλλοι κάνουνε τραπέζι με τα σόγια τους και πίνουνε γκλογκ; Πόσες Πρωτοχρονιές μπορώ να πιάσω αποσουρωμένος στις 5 το πρωί ενώ οι άλλοι δεν έχουνε ακόμα κόψει τη μπιρίμπα; Πόσες κωλότρυπες μπορώ να δαχτυλώσω, πόσα διεγερτικά πουρά μπορώ να καταστείλω, πόσα θανατόχαρτα μπορώ να υπογράψω; Πόσα κομμένα δάχτυλα μπορώ να περισώσω, για να γλυτώσει τ'αφεντικό τις αποζημιώσεις; Πόσες αναφορές θα μου κατεβάσουν οι συγγενείς; Πόσοι πελάτες θα πατήσουν το πράσινο χαμογελαστό κουμπί φεύγοντας; Αριθμοί, όχι ιστορίες.

Είσαι στο μπάτζετ μας για του χρόνου, μου είπε ο διευθυντής με μουφέ χαμόγελο. Περίμενε να δείξω ευγνωμοσύνη. Έβαλα τα χέρια μου στο ηλεκτρικό καλοριφεράκι. Αυτό το αναθεματισμένο κρύο το χειμώνα στο Watten. Τουλάχιστον έχει καλοριφεράκι, σκέφτεται ο νεκρός ΕΣΥτης εντός μου, αλλά αντί να με εξευμενίζει, με προκαλεί. ΟΚ, είπα, αυτό ήταν όλο, ο διευθυντής έμεινε δίπλα μου για λίγο αμήχανος και μετά άφησε τα κρύα χέρια μου κι εμένα στην ησυχία μας.

Ο διευθυντής είναι από εκείνους που ανάβουνε κεριά για το τσιτάτο Η ιατρική είναι λειτούργημα. Τους φέρνει υπερηφάνεια να το λένε, να το ακούνε, να το έχουν ταττουάζ γύρω απ'την κωλότρυπά τους. Ικανοποιείται το παραλήρημα του σωτήρα που βράζει στο στομάχι τους μέρα νύχτα. Ο Χόλγκερ είναι ένας Γερμανός που μιλάει σπαστά δανέζικα με σουηδική προφορά, ένας ακόμα Γερμανός που οργώνει τη Σκανδιναβία. Έχει πατσοκοίλι και πρώιμα άσπρα μαλλιά. Λογομαχεί με τον Ρώσο νευρολόγο γιατί θέλει να του πασάρει ένα ραμολί και ο Ρώσος έχει πεισμώσει. Ο Χόλγκερ επικαλείται το καλό του ασθενή. Ο Ρώσος λέει δεν έχει προοπτικές αποκατάστασης κι έχει δίκιο, το μισό μυαλό του αρρώστου έχει αντικατασταθεί από αιμορραγικό πουρέ. Τους παίρνει σαράντα λεπτά. Στο τέλος ο Χόλγκερ, με την υποστήριξη μιας μακρουλής γαστρεντερολόγας με κηρώδες καπελάκι, απειλεί το νευρολόγο πως θα πάρει τηλέφωνο το διευθυντή του. Ο νευρολόγος κάνει πίσω, μου έχουν ζαλίσει τ'αρχίδια στο γραφείο ενώ προσπαθώ να γράψω τα χτεσινά θανατόχαρτα. Ο Χόλγκερ κάθεται στο καρεκλί δίπλα μου και χτυπάει το κινητό του με ατμοσφαιρική μουσικούλα. Το παιδί του ουρλιάζει στα γερμανικά. Αυτός του λέει Ich muss jetzt arbeiten. Μετά το παιδί παίζει τρίγωνα-κάλαντα στο βιολί. Το βάζει στην ανοιχτή ακρόαση και μας λέει πως το παιδί του παίζει τρίγωνα-κάλαντα στο βιολί. Holger, bitte, εγώ, ξερά. Απογοητεύεται που δεν είμαι ψυχαγωγημένος. Ο Χόλγκερ που νοιάζεται για το καλό του ασθενή. Πίσω στα θανατόχαρτα. Ένας γέρος πέθανε εχτές, οι συγγενείς απαιτούσαν ''να γίνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό'', ο γέρος με μυοσάρκωμα που του είχε λιώσει το μηριαίο. Ο Χόλγκερ είχε δώσει οδηγίες σε περίπτωση ανακοπής να γίνει ανάνηψη και να πάει εντατική. Ο Χόλγκερ ο ανθρωπιστής. Αλλά όταν έγινε ανακοπή ο Χόλγκερ είχε σχολάσει, κι εγώ άφησα το γέρο να πεθάνει στο θάλαμο. Το πρωί η νοσοκόμα έπιασε το Χόλγκερ και του είπε το μαντάτο. Aber warum hast du nicht alles getan? με ρώτησε με φοβερό παράπονο. Δε με καταλαβαίνει. Δεν τον καταλαβαίνω. Αυτός είναι λειτουργός. Εγώ είμαι τεχνοκράτης. Μηχανή.

Όπως με θες.

/

Jackup rig

Lights flash on the highest points
in rotation, a well-studied step

ensuring the legs are never all dark
an idea of permanence
a lie

storms roll under the steed
an orderly struggle

we're bleeding the ground
and it's bleeding us back.

998.3 mB



Нет документа, нет и человека

it takes a lot of papers for it to make sense



"Нет документа, нет и человека," удовлетворенно говорил Коровьев. . . . 
"Вы правильно сказали," говорил мастер, пораженный чистотою работы Коровьева, "что раз нет документа, нету и человека. Вот именно меня-то и нет, у меня нет документа."  
"Я извиняюсь," вскричал Коровьев, "это именно галлюцинация, вот он, ваш документ," и Коровьев подал мастеру документ. 

М. Булгаков

Στη φόρα 11





Στο νοσοκομείο στο υπόγειο της προέκτασης έχουνε εγκαταστήσει καινούρια αποδυτήρια με όλα τα κομφώρ, ατομικές ντουζιέρες, χέστρες με νεροχύτη, παγκάκια ανάμεσα στους φωριαμούς. Τις προάλλες έπιανα να εφημερέψω, έδειξα την κάρτα στην ηλεκτρονική κλειδαριά, για να ξέρουν οι διοικητικοί και πότε έφτασα, κατευθύνθηκα προς το τέρμα του αποδυτηρίου, αλλά ξαφνικά είδα δυο κωλομέρια στρογγυλά σαν κολοκύθες και δονούμενα σαν ζελές από βιβλίο συνταγών του '70. Ήταν σαφώς αφορισμένα από ένα μπεζουλί στριγκάκι, δεν έχω ιδέα ποιανής ήταν ο κώλος, αλλά ήταν καθαρή υπερβολή. Τότε πήρα είδηση πως η αίθουσα δε μύριζε άπλυτη κάλτσα και ιδρωμένο αρχιδόσακο, αλλά οιστρογονικό μπούτι και γλυκερό αποσμητικό. Έκανα μεταστροφή και κίνησα προς τα έξω. Μια γριά εργαλειοδότρια με πέτυχε στην είσοδο: Καλημέρα. και κοντοστάθηκε, αβέβαιη κι αυτή αν ήταν εκείνη λάθος ή εγώ. Εγώ, εγώ μπήκα να πάρω μάτι. Της χαμογέλασα και βγήκα. 

Το ίδιο απόγευμα μια αγελαδινή πρώτη γραμμή με διπλό σκεμπέ και μακρουλή μούρη καθόταν στο διπλανό τραπέζι στο κυλικείο μαζί με άλλες δυο και έναν παθολόγο στα όψιμα σαράντα. Είναι καραφλός, έχει φλοκάτη στην πλάτη και κάνει μόνο upper body στο γυμναστήριο. Έλεγε βαρετές ιστορίες περιστατικών, η αγελαδινή και οι άλλες δυο τον παρακολουθούσαν γοητευμένες. Μετά η αγελαδινή άρχισε να αφηγείται πώς χτύπησε ένα παρκαρισμένο ξεπαρκάροντας επειδή είχε νεύρα που δεν είχε κοιμηθεί η κόρη της τη νύχτα, κοιτώντας με αγωνία να δει αν τα λόγια της θα έκαναν εντύπωση στον παθολόγο. Λένε για το ωραίο φύλο, αλλά το να έχεις θέση ψηλότερα στην ιεραρχία απ'το ωραίο φύλο είναι σαν να αλείφεις την πούτσα σου μέλι και το ωραίο φύλο να είναι στα πρόθυρα υπογλυκαιμικού σωκ.

Κάποιες μέρες αργότερα σε μια ενημέρωση για όλους τους τομείς η αγελαδινή ήταν πάλι με τις άλλες δυο, και αφηγιόταν πώς ο παθολόγος την είχε διώξει από το γραφείο για ν'αλλάξει ρούχα, Φυσικά και έφυγα, τι να μείνω; Να δω τον ... να αλλάζει; Όχι βέβαια, τέτοια πράγματα δεν κάνω. Δεν είναι σωστά πράγματα. Hue hue hue hue, τύποις σκανδαλισμένη, λες και δεν έχει δει γυμνό άντρα στη ζωή της, η παρθένος Μαρία με τα δυο παιδιά. Σκέφτηκα το μεικτό αποδυτήριο στο πανεπιστημιακό, το σταυρό με κομποσκοίνι στην ωμοπλάτη του Τ. που του πέθανε το παιδί και είχε αναρτήσει φωτογραφία του απ'την κάσα στην αίθουσα συναντήσεων, την απω ανατολίτικη μονοκόμματη μέση της Λβιν, τη Σούζαν που έλεγε στη Μέη για τα κοντά της πόδια, τη Μέη που με είχε πιάσει στη νεφραμιά και το είχε στο κεφάλι της σαν ιδέα για να με προσεγγίσει, τον Άλλαν που φορούσε πάντα μπλε βρακί, τον Γκ. τον Βερολινέζο με τις κάλτσες παραταίρι που ήταν το ίδιο μακρόστενος με μένα και μια μέρα δραματικής βροχής μου είχε δανείσει το αδιάβροχο παντελόνι για να ποδηλατίσω σπίτι -αυτός θα κοιμόταν στο αμάξι του έτσι κι αλλιώς. Το τηλέφωνο ήταν ακριβώς πίσω μου, δίπλα στο παράθυρο. Όταν η Ρ. το χρειαζόταν και με πετύχαινε μισόγυμνο έβγαινε αμέσως πάλι έξω σε βαθειά αμηχανία και περίμενε ώσπου να βγω αρματωμένος και να της πω εντάξει, έχω ντυθεί, το τηλέφωνο είναι πάλι προσβάσιμο, η απειλή της γυμνής μου πλάτης εξέπνευσε.

Εκείνος ο κώλος από τα γυναικεία αποδυτήρια έρχεται σαν ενοχλητικός συνειρμός όταν παραπατάω με τα ψωλαρχίδια ζαρωμένα στο σαγρέ μεταλλικό πάτωμα εμπρός από τα λαμαρινένια ντουλάπια που ανοιγοκλείνουν, μούσκεμα ως το μεδούλι, δίπλα σε κάποιον άλλον σε ανάλογη θάλλουσα κατάσταση, και όταν είναι να πιάσω πρωινή εφημερία και ο ενδοκρινολόγος με τα γκουρλωτά μάτια λούζεται Αντίντας κουλ σπρέη από την κωλοχαράδρα ως τα άκαμπτα μπουκλίδια. Μέσα στο κεφάλι μου εμπρός σε κάθε φωριαμό δεκάξι στη μια και δεκάξι στην άλλη πλευρά, και δέκα σειρές από δεκάξι και δεκάξι, στέκεται και από ένας κώλος, τα πάντα ανοξείδωτο ατσάλι, ακόμα και οι λάμπες, στη μια αίθουσα όλοι είναι σαν κολοκύθες με πανομοιότυπο στριγκάκι, στην άλλη όλοι είναι πλακέ με δασύτριχη νησίδα στον κόκκυγα όπως του ενδοκρινολόγου, η γραμμή παραγωγής, το εργοστάσιο εργασίας, το κάτεργο, η παρέλαση προς την ελευθερία, κώλοι γουρουνιών στις βιομηχανικές φάρμες, αλλεπάλληλοι, βρώμικοι, απελπιστικοί και όλοι τόσο ίδιοι.

-

Στο νοσοκομείο στο υπόγειο της προέκτασης έχουνε βάλει ρομπότ που σου δίνουν ρούχα από την ιματιοθήκη. Δείχνεις την κάρτα στην οθόνη, διαλέγεις από το μενού και μια φιξ κρεμάστρα αναδύεται από μια εγκοπή στον τοίχο με το εξάρτημα της προτίμησής σου, το ξεκρεμάς και έπειτα η κρεμάστρα εξαφανίζεται πάλι. Εκεί πετυχαίνουμε τη Σουκριγιέ σε μισοσταθερή βάση πλέον (το νοσοκομείο εδώ είναι πολύ μικρότερο από το πανεπιστημιακό) και κάθε φορά με καίει η παρόρμηση να κάνω τον ίδιο μου πλακέ σαν χαρτί και να με χώσω στην εγκοπή στον τοίχο, εκεί που αποσύρεται η κρεμάστρα του ρομπότ. Τις πρώτες δυο τρεις φορές έφυγα προς το κλιμακοστάσιο που βγάζει στην πνευμονολογική, παρατώντας τον Α. σαν γραφικός χέστης στην οργή της γυναίκας που δεν αγάπησε σωστά. Έκτοτε αυτός αναγνωρίζει τη συσπείρωση στο σώμα μου, με πιάνει απ'τον καρπό και λέει χωρίς φωνή Nej δηλαδή Όχι, σαν να είμαι σκύλος που ετοιμάζεται να ορμήσει στο τσιουάουα του γείτονα. Στεκόμαστε άβολα και ευθαρσώς στην ουρά για τα ρομπότ, και η Σουκριγιέ άλλοτε κάνει πως δε μας βλέπει, άλλοτε μας κερνάει κάποια ατάκα που μοιάζει να δούλευε στο νου της για μέρες, βγαλμένη από σαπουνόπερα θερμών χωρών.

Από την άνοιξη που της τα ξέρασε και μετακόμισε μαζί μας αναρωτιέμαι με έναν μικρό εκνευρισμό, γιατί δε μπορούσε να κάνει ντούκου όπως τον είχα συμβουλέψει; Θα ήταν πιο φτηνό. Κάνε ντούκου, θα περάσει. Δυο φορές το ίδιο σφάλμα. Λες κι αν κάνεις πως δεν έχεις αρπάξει γονόρροια, θα σταματήσει να στάζει η πούτσα σου πύο. Μα παίξαμε μια χαρά θεατράκι το '18 που είχα αποφασίσει να ζήσω προτεσταντικά με τη Σ. και ακόμα ήμουν μαλωμένος με την αλήθεια, παίξαμε μια χαρά θεατράκι την Πρωτοχρονιά, η Σουκριγιέ τον λάτρευε, οι αδερφές της Σουκριγιέ έψαχναν σύζυγο κατ' εικόνα και ομοίωσή του, οι γονείς της Σουκριγιέ τον είχανε θεό, οι νοσοκόμες δεν τον κουτσομπόλευαν, ζούσε όπως θέλει η κοινή γνώμη, κι εγώ τον γαμούσα με λύσσα με κάθε ευκαιρία. Εντάξει, ίσως τα ωραιοποιώ: παίξαμε κοπιώδες θεατράκι τραβώντας απελπισμένες μαλακίες στη ζούλα ενώ αναθεωρούσα τη στρεβλή μου ιδέα πως αυτοπειθαρχία σημαίνει ισόβιο μη, φάγαμε χώμα απ'τον τάφο του μοραλισμού του Μαρτίνου Λουθήρου, η Σουκριγιέ δοκίμαζε άλλο κρυφό ζόρι με έναν σύζυγο που έσβηνε σαν κίτρινο μελάνι στον ήλιο, ποιος να το φανταζόταν, για μένα ήταν κόκκος σκόνης. 

Από την άνοιξη που ο Α. έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που τον είχα συμβουλέψει, είναι σαν να έβγαλε μια πρόκα απ'την πατούσα του. Μπορούσε να κάνει ντούκου, αλλά δεν ήθελε. Θα ήταν πιο φτηνό, αλλά όχι γι'αυτόν. Αν άφηνε τα πράγματα στα δικά μου χέρια, θα υπέφερε μέχρι να με μισήσει, όπως έκανα με τη Ν. (που μπορεί να με μισεί χωρίς να σταματά να μ'αγαπάει). Η Σουκριγιέ τη ρώτησε με οίκτο πώς το ανέχεται όλο αυτό. Και αυτή της είπε δυο ψωλές είναι καλύτερες από μια, σίγουρα αποφθεγματικά, όπως της αρέσει να παραθέτει και το αγαπημένο της τσιτάτο Η πούτσα του πεθαμένου είναι γλυκειά. Η Σουκριγιέ ζει ένα πυρετικό παραλήρημα που σα να ξεφύτρωσε από τα φρύδια του Νικ Κέητζ. Πού πηγαίνω με την ιστορία, ε, στις βιομηχανικές φάρμες, στους κώλους των γουρουνιών, στα σωστά, στα ίδια τα γνωστά. Ο Α. ένας ροδαλός ξανθός χωρίς φρύδια και μαλλιά, με αόρατες βλεφαρίδες, άψογος ντόπιος, καλός μαθητής, καλός φοιτητής, καλός γιατρός, τέως καλός σύζυγος... γελάει που τον λέω δανέζικο γουρούνι. Τα τίναξε όλα στον αέρα για να γελάει με έναν ασθενικό Πάκη* που τον λέει δανέζικο γουρούνι. Τα πάντα για τη θεραπεία της μοναξιάς. Είναι τρυφερός και σε ξεγελάει, κάπως σαν τη φωνή του που ακούγεται χοντρού. Μη με διώξεις. Μοιάζει παράκληση από αδυναμία, ενώ στην πραγματικότητα είναι επισήμανση: Δε θα με διώξεις. 

-

Σε ένα διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία του '50 δίπλα στα άλλα τρία του ορόφου δίπλα στα πολλά της γειτονιάς σε κάποιο αποδυτήριο σε κάποιο κάτεργο σε ένα από τα κελιά μιας φάρμας κάπου μπανάλ κάτι γνωστό κάτι χιλιοκαμωμένο, δεν έχει σημασία, κόκκοι σκόνης, κώλοι παραταγμένοι - alles, was wir sind, alles, was wir haben.

-

*στη Σκανδιναβία όλοι οι ξένοι είμαστε Πάκηδες μέχρι αποδείξεως του εναντίου

lost and loved / lost and found



The art of losing isn’t hard to master;
so many things seem filled with the intent
to be lost that their loss is no disaster.

Lose something every day. Accept the fluster
of lost door keys, the hour badly spent.
The art of losing isn’t hard to master.

Then practice losing farther, losing faster:
places, and names, and where it was you meant
to travel. None of these will bring disaster.
[...]

E. Bishop

Μ03

Η Μαριέττα είχε πέσει και όλοι κάνανε μόκο. 
-Δεν κοιμάται τα βράδια, μας κρατάει όλους ξυπνούς. 
-Έπεσε, χτύπησε; 
-Όχι βέβαια, την προσέχουμε σαν τα μάτια μας. 
Μούχρα θεία με τα βρώμικα χέρια, όπως κάθε γυναίκα στο νησί πίστευε πως θα με έκανε κουμάντο όπως κάθε άντρα στο νησί. Οι γυναίκες εκεί απειλούνται μόνο από άλλες γυναίκες, τα υπόλοιπα είναι σκηνικό. Το αριστερό ισχίο της Μαριέττας ήταν σε μόνιμη έξω στροφή. Όταν έκανα να το παραβιάσω άρχισε να μου ρίχνει κάτι ψιλές στα αντιβράχια. 
-Έπεσες; Η ερώτηση ήταν υπηρεσιακή. Η Μαριέττα ήταν κρετίνα, κάπου στα εξηντακαί αλλά δεν είχε μεγαλώσει ούτε μέρα πέρα απ'τα έξι. Έκανε όχι με το κεφάλι και γυρνούσε τα μάτια της γύρω γύρω μες τους κόγχους. Παρά τα αντιψυχωσικά την άκουγα που αλυχτούσε τις νύχτες. 
-Ξέρεις πόσο τρώει; Ρουμπώνει σαν να μην την έχω ταΐσει ποτέ! 
Μούχρα θεία. Σήκωσα τους ώμους. Η Μαριέττα ήταν καχεκτική, άρπαζε ό,τι φαγώσιμο της έδινες σαν πεινασμένη μαϊμού, επειδή η θεία έκανε οικονομία στο φαΐ της, αλλά αυτό δε με αφορούσε. Η μούχρα θεία και η μούχρα κόρη της είχανε αναλάβει τη Μαριέττα για να την κληρονομήσουν. Η Μαριέττα έμενε σε ένα ρημάδι παραδίπλα, μαζί με ποντίκια, γάτες, φίδια, σαύρες και όλα τα πλάσματα του Βέρνικε. Η θεία έκανε τη βρωμοδουλειά ν'ασχολείται με την κρετίνα, τώρα που είχε μυριστεί πως κόντευε το τέλος της διαδρομής.

Μεγαλώνοντας ήμουν αφελής, πολύ. Εκεί κατάλαβα πως η ευθεία οδός δεν είναι πάντα αυτή που σε πάει εκεί που θες. Κάθισα με το σύζυγο της θείας στο καφενείο, του φύτεψα την ιδέα πως κάτι συνέβαινε με το πόδι της Μαριέττας, κι αν ήταν τίποτα μολυσματικό, ποιος ξέρει; Εγώ χωρίς δυνατότητα για πλάκες, χωρίς μικροβιολογικό, είχα τα χέρια μου δεμένα. Του έπεφτε βαρύ, δεν ήταν εύκολο πράγμα να την κατεβάσουν από εκεί πάνω μέσα απ'τα αγριόχορτα και τις καλαμιές, απ'τους πετρότοιχους και τις λακκούβες ως το λιμάνι για να την περάσουν απέναντι. Τίποτα όμως που να μη χωνεύεται με δυο τρεις Πιλάβες.

Πήρα τηλέφωνο στο νοσοκομείο, έδωσα αναφορά στο λαδιάρη απ'την ορθοπεδική για να ξέρει τι θα'ρχοταν, κανονίστηκε. Και η Μαριέττα πέρασε απέναντι, και βγάλανε ακτινογραφίες, είχε κάταγμα ισχίου, της βρήκαν και κάτι αβιταμινώσεις. Χειρουργήθηκε και επέστρεψε επισκευασμένη. Η θεία πέρασε απ'το γιατρείο για τα φάρμακα, παραπονέθηκε πως ήταν ακριβά. Η οικειότητα που έδειχνε όσο νόμιζε πως με εργαζόταν είχε λήξει.

-

Πήρα άδεια από τη σημαία και πέρασα απέναντι, η Ν. ερχόταν να με δει. Ο δήμαρχος με έπιασε από τον αγκώνα μόλις έδενε το βαποράκι.
-Θα γυρίσεις, έτσι;
-Τρεις μέρες θα λείψω.
Είχαν εμπειρίες από πριν, που ο γιατρός τα μάζευε κι εξαφανιζόταν αιφνιδίως, κι όταν μ'έβλεπε να ετοιμάζομαι να σαλπάρω τον έκοβε ιδρώτας. Ήξερε κι αυτός πως ήταν σκάρτος όπως όλοι, αλλά ήταν πέρα από τις δυνάμεις του, δε μπορούσε παρά να αφεθεί στη σκατιάρα αιμομιχτική κατασκευή του, όπως όλοι, και κοντά σ'αυτούς βάζω και τον ίδιο μου.

Έπαιρνα άδεια από τη σημαία όποτε η Ν. ερχόταν να με δει. Κι ερχόταν πότε πότε, ερχόταν να δει κι εκείνον τον χλωμό Κερκυραίο με τα μαύρα μαλλιά και το μανίκι ταττουάζ (θα γράψω σύντομα ξανά γι'αυτόν), ερχόταν να κάνει παιχνίδι με τους Ρώσους σφίχτες στο λεωφορείο για Παλιοκαστρίτσα, ερχόταν να περάσει καλά. Γυρνούσαμε πολύ. Ο κόσμος στα νησιά είναι περίκλειστος σαν κήπος. Η συνονόματή της μας έστρωνε να κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο στο Τζάβρο, γιατί εγώ που την ένοιαζα είμαι άντρας και η Ν. δεν ήταν συγγενής της. Αν ήταν, θα ήταν αδιανόητο, γιατί θα την έκαιγε τι θα έλεγε ο κόσμος άπαξ και το μυριζόταν. Αλλά την άγνωστη από τη Σαλονίκη δε θα την έκανε αυτή σωστή, αφού δεν είχε προνοήσει η μάνα της και είχε γίνει πουτάνα. Η Ν. ήξερε από επαρχία και αυτά δεν την πτοούσαν. Στο δωμάτιο που έβλεπε στην πισίνα με το δελφίνι και το 1996 γραμμένο με σκούρα πλακάκια, με καβαλούσε ακάποτα και μου έβαζε τα δάχτυλα στα χείλη για να μην ακουστώ, κι έχυνε ώσπου της τρέμανε τα γόνατα και δεν καλομπορούσε να σταθεί. Εγώ έκανα αυτό που ήμουν προπονημένος να κάνω, δηλαδή να πειθαρχώ. Έπειτα βγαίναμε πλυμένοι σένιοι για κέντρο. Η πουτάνα και ο κύριος, ο κόσμος κλειστός σαν βλέφαρο αγγειοοιδηματικού, καμία φαντασία.

-

-Ο φαρμακοποιός σε βλέπει με μια μικρούλα όταν είσαι απέναντι. Και την ίδια μικρούλα τη βλέπει με το γιο αυτούνε που έχει το μαγαζί δίπλα.
Μούχρα θεία, γιόρταζε ήδη που με πυροβολούσε με το μαντάτο. Στεκόταν εκεί απέναντι από το φτηνό γραφείο του γιατρείου, την έβλεπα με φόντο το εξεταστικό κρεβάτι και τον ξεπατωμένο ηλεκτροκαρδιογράφο, ιδανικό ντεκώρ στην παρήκμα του ΕΣΥ. Περίμενε να δει την πίκρα να με παίρνει από κάτω. Έπρεπε να πληρώσω για τη Μαριέττα. Της χαμογέλασα.
-Δεν ξέρω λες από πουτάνες;
Έφερε το χέρι εμπρός από το στόμα για να δείξει σκάνδαλο, και μετά απολογητικά
-Για καλό το είπα γιατρέ, για το καλό σου.
Μούχρα θεία, γιατί σε θυμάμαι ακόμα;

-

-Δε σε ξέρω καλά, αλλά βλέπω πως τον αγαπάς. Και γι'αυτό σε αγαπώ κι εγώ.
Αυγουστιάτικο βράδυ στην κουζίνα στο Τζάβρο, η σίτα είναι σκισμένη, της τρελής από κουνούπια, ιδρώνω στην οσφύ, η συνονόματη της Ν. δίπλα μας, μας έχει στρώσει για δείπνο, τώρα η Ν. δεν είναι μια άγνωστη από τη Σαλονίκη, είναι η γυναίκα του παιδιού της, είναι μέρος της οικογένειας, η χουπά θεραπεύει φαίνεται τα πάντα, ακόμα και το πουτανιλίκι. Παρολαυτά η τρυφερότητα με αιφνιδιάζει. Η Ν. δέχεται την αβροφροσύνη με μια χάρη που δεν ήξερα καν πως έκρυβε εντός της, η ίδια Ν. που με δοκίμαζε τότε, να δει πότε θα μ'έφτανε στα όριά μου (ποτέ, εξόν από την πρώτη μας φορά), η ίδια Ν. που όλο σα να λησμονώ πού έχει μεγαλώσει, ρίξε ένα ψάρι στο νερό και δες άμα θα κολυμπήσει...
-Η Μαριέττα ζει;
-Όχι, πέθανε πέρυσι.
-Την κληρονόμησαν εντάξει;
-Τα πήραν όλα σαν τσακάλια τα μοιράσανε αναμεταξύ τους.
-Από τι πέθανε;
-Το αφήσανε να πεθάνει το καημένο. Δεν τη φρόντιζε κανείς.

-

Hvad for en mand elsker på denne måde?

/

-Viel wird geredet. Die Klatschtanten lassen sich darüber aus, dass ihr zu eng befreundet seid. Du weißt, wie das ist. 
-Worauf willst du hinaus? 
-Spielst du gleichzeitig für beide Teams? 
-Das kann man wohl sagen, ja. 
-Aber verheiratet, auf die althergebrachte Art? 
-Was meinst du damit? Was für eine Art ist die althergebrachte Art? 
Stille. Er fühlt sich gerade unbehaglich. Ich weiß, was er andeutet. Diese Frage habe ich jedoch keine Lust zu beantworten. Eine piefige Frage, ganz überraschend aus seinem Mund, ein Gedanke der ihn verätzt. Und von der piefigen Antwort erhofft er sich, sie wäre Balsam auf seiner Haut. 
-Das gesellschaftliche moralische Empfinden ist mir Latte. 
-Du hast doch dein eigenes. 
-Weit entfernt von der althergebrachten Art. 
-So scheint es nicht. Du siehst zu sauber aus. 
-Hast du mit etwas Unanständigerem gerechnet? Mit einem geilen alten Bock? Bist du enttäuscht? 
-Nein. Neugierig darauf vielleicht, sonst nichts.

/

d.d.

Jeg låser cyklen, kigger op. A. står der på altanen i sine underdrenge, smilende, og laver et hjerte med fingrene. Badet i eftermiddagens bløde lys, han ligner en drømmeminde. Hvad for en scene, vindstille, varmt, en suværen kort stund. Det kunne sagtens være en reklame for en bank, se her, så lykkelig kan du blive, hvis du låner fra os, vi har fantastiske lortevilkår, det kommer du aldrig til at fortryde, du kommer hjem til sådan noget, det betaler du smaddergerne for, det ved vi sgu. Men det er ikke noget af den slags, det er et af mit livs fragmenter. Jeg troede jeg var klar til at dø dengang jeg ikke var mange sure sild værd. Sikke et selvbedrag. Nu er jeg klar, men gider søreme ikke. 
Op ad trappen til 2. sal, døren er allerede halvåben, han står ved min kones kattedørmåtte med bare fødder og ejer hele verden.
-Du gør mig så glad.
-En ægte eventyrshelt, hva'?
Grin. Han griner.
-Lad mig elsk' dig. Lad mig endeligt.
Det kan han godt lide at sige. Det kan jeg godt lide at høre, giver mig noget at spekulere på, når jeg sidder alene.

/

S. arbejder på sin rekreation stadigvæk. Det er en lang process. Det hjælper heller ikke, at vi ikke kan undvære at ses af og til. Vi mødes i kælderen, uden for vores nye omklædningsrum herhjemme. Hun væmmes ved os, ved ham især, mig har hun jo ikke kneppet. -Hvad for en mand elsker på denne måde? Hvad for én? Var hun ikke en rigtig karrierekvinde, ville hun have spyttet på gulvet. Hun spytter med øjnene i stedet. Vi tier stille. Ingen mening i at forevige konfrontationen, det klarer hun fint selv. Hun fortsætter med mig: -Jeg vidste nok, du ikke var helt efter bogen. Der bør være noget galt, når det går så mistænkeligt godt. -Det har du ret i, så må du køre på, så længe du kan. -Fucking opportunist. Nå, ja, det har jeg bestemt hørt før.

/

What kind of man loves like this
white gold in the sun, disappearing eyebrows
in the west coast chill, a smiling child with the most tender heart
well spoken, well carved, well cast

what kind of man loves a man like this
good for nothing mouth, glistening teeth
stained by rust, easy to bleed, quick to give up, 
quick to grab and take you down, and so good

so good at making you love 
like never before
what kind of man loves like this
what kind of man

come on then, we're out.

/

Μούφα συναγερμός

Μια στα γρήγορα: ο Μαλαισιανός ξεμπουκώνει σωλήνες διαφυγής. Λούζεται με διαλυτικό. Τον ξεβρακώνουμε άρον άρον, τον πετάμε κάτω από τη χοάνη και τρώει το κρύο της ζωής του. Το ένα του μάτι βγάζει ένα αιφνίδιο εκτρόπιο, κόκκινο σαν φραουλόζουμο. Το παστώνω με θεαλόζ και κορτιζόνες. Κρέμεται σαν χαχολιασμένη σακούλα. Γράφει για το ατύχημα και βγάζει φωτογραφίες του ίδιου του από την καλή μεριά, για να μη δει η αρραβωνιαστικιά τα χάλια του και ανησυχήσει.

Κάνω να δω την ώρα, εκείνη τη στιγμή έρχεται στο τελεγράμ jeg tror fandeme min anden lunge er punkteret. Προτιμώ να πίνω κομμένο γάλα παρά να παίρνω τηλέφωνα, αλλά κάνω να πάρω τηλέφωνο. Μετά θυμάμαι πως θα βγάλω γραμμή αλλά δε θα ακούγεται τίποτα εξόν από παράσιτα και σπασμένες φωνές ενδοεπικοινωνίας. Ήρεμες αναπνοές κατέβα στο ακτινολογικό. Χώνω το κινητό στην τσέπη. Στέκομαι, θέλω ακίνητος αλλά το μπότζι δεν αφήνει. Ξανά τα ίδια σκηνικά στην ενδοκράνια τηλεόραση, η γνωστή λο-μπάτζετ επανάληψη. Τώρα είμαι έξω απ'την κορνίζα. Κάποιου άλλου τα βρωμόχερα θα καταπιαστούν με το εργόχειρο. Οι εσωτερικές δοκιμασίες μου είναι άνευ σημασίας.

Οι ντουλάπες, οι χέστρες και η αίθουσα συναντήσεων είναι δίπλα στην πετρελαιοδεξαμενή της Q8. Η πόρτα είναι σκουριάρα και βρίσκει. Τη βοηθάμε όλοι με το πόδι, βλέπε φωτογραφία. Σκέφτομαι τον Α., είναι η σωστή στιγμή να τον σκεφτώ, ενώ είμαι με το σώβρακο με τους κάκτους και το τησέρτ με το σήμα της Έσβακτ πάνω από το αριστερό βυζί, εταιρική λατρεία στο μέρος της καρδιάς, ναι μικρή μου, ξέρω, ο καπιταλισμός βγάζει κέρδος από την αδικία. Είμαι βρώμικος και κρύος και κολλώδης, αλλά πολύ συνοφρυωμένος για νεκρός. Ο υπεύθυνος βαρδιών βάζει το χέρι του στη δεξιά μου ωμοπλάτη. Θα έρθεις την Κυριακή; -Τι ώρα; -0350. -ΟΚ.

Το ποδήλατο είναι ξαπλωμένο στο απάγκιο των μεγάλων δεξαμενών. Η σέλα έχει πετάξει ραγάδες και το αφρολέξ ρουφάει τη βροχή και όταν κάθομαι κάνει πφουίιι πφστσσ και μου βρέχει τα κωλαρχίδια. Ανηφορίζω απ'το λιμάνι, βγάζω το κινητό και βλέπω ανάμεσα στ'άλλα ένα alt vel. Ανάσα και παίρνω τηλέφωνο, να ξέρω αν είναι να πάω προς το νοσοκομείο ή προς το σπίτι. Μια γυναίκα-πέτσινος-καναπές-απ'το-σολάριουμ που καβαλάει ηλεκτρικό ποδήλατο με αναθεματίζει επειδή πηγαίνω στο ρεύμα της. -Τι έγινε; -Έκανα ακτινογραφία, δεν ήταν τίποτα. Καλά είσαι; -Εγώ γιατί να μην είμαι; Σπίτι είστε; -Ναι. -Θα φέρω λουκάνικα. -Gøl, όχι πάλι από τα φτηνά. -ΟΚ.

Ήταν επάγγελμα, τώρα είναι ίδιον του χαρακτήρα μου. Όταν τα πράγματα μοιάζουν να σκουραίνουν, το χέρι κάνει να με πιάσει, ακόμα κι αν είμαι στου διαόλου τον κώλο. Επαγγελματίας παριστάμενος. Κι όταν οι άλλοι ξεχνάνε πως είμαστε όλοι αβοήθητοι, εγώ είμαι εκεί να το θυμάμαι, και να κάνω πως βοηθάω.




Go with a bang

04/2022

Ο γέρος της Ν. θα βγει στη σύνταξη με οχτώ κατοστάρικα το μήνα και ένα διχίλιαρο εφάπαξ μετά από σαράντα χρόνια υπηρετώντας την ορθοπεδική. Μιλάνε στο τηλέφωνο και της λέει πώς θα κάνει γιορτή με κρασιά και τσίπουρα και να κατέβει να τα πιούνε παρέα γιατί το τσίπουρο δεν έχει γεύση αν δεν είναι αυτή εκεί. Είναι χαρούμενος που δε θα ξανασχοληθεί με τριμμένα ισχία και σάπια γόνατα, δε θέλει να τα ξαναδεί, τώρα είναι ώρα ν'αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου στη βουκολική ζωή.

Ξαπλώνω στο πάτωμα για να ισιώσω την πλάτη που κάνει κρακ κρουκ. Η Ν. ανάσκελη στον καναπέ. Η λάμπα υδρόγειος κάηκε και τώρα έχουμε μόνο το φως από το λιβανέζικο κατασκεύασμα με τα μικρά κομμάτια γυαλιού που είναι φτιαγμένα σαν μπάλες και το σαλονάκι είναι σαν μπιστρώ.

-Εκεί οδηγούν σαράντα χρόνια που έσπαγε τη μέση του στα χειρουργεία. Οχτώ κατοστάρικα.
-Τον γάμησε η ενοποίηση των ταμείων.
-Αν ήμουν στη θέση του θα μου'ριχνα με την καραμπίνα.
-Λοιπόν πριγκηπάκο, αυτή είναι η στάση του χαμένου. Ποιον εξυπηρετεί να σου ρίξεις μια μες στο στόμα στη μπανιέρα; Το κάνεις, εγώ πρέπει να καθαρίσω τα λιαλιά απ'το μπάνιο, και οι καριόληδες  γλυτώνουν από το να σου σκάνε το οχτακοσάρικο για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Όχι, δεν κατάλαβες. Αν έχει φτάσει εκεί το ζήτημα, και πρέπει σώνει και καλά να με ξεκάνω επειδή όλα είναι κοροϊδία, θα ζευτώ νιτρογλυκερίνες και θα πάω στην κωλοβουλή να τους γαμήσω φεύγοντας.

Immer schlechter am Morgen

X

Зорю бьют… из рук моих
Ветхий Данте выпадает,
На устах начатый стих
Недочитанный затих —
Дух далече улетает.
Звук привычный, звук живой,
Сколь ты часто раздавался
Там, где тихо развивался
[Я давнишнею порой.]

А. Пушкин 

X

Малка мома си се Богу моли:
"Дай ми, Боже, очи голубови,
Дай ми, Боже, крилца соколови.
Да си форкнам отвъд бели Дунав,
Да си найда момче според мене"

Чу я Господ.
Сътвори очи голубови,
И крилца соколови.
Та й даде крилца соколови,
Та си найде момче според нея.
Боже.

X

Ένα καράβι πάησι Θουδώρα κι τ' άλλου έρχειτι 
μαρή Θουδώρα, κι τ' άλλου έρχειτι.
Μόν' το δικό μ' καράβι Θουδώρα, πάησι δεν έρχειτι 
μαρή Θουδώρα, πάησι δεν έρχειτι.

X

Nunca foi, nunca será


And so it stays just on the edge of vision,
a small unfocused blur, a standing chill
that slows each impulse down to indecision.
Most things may never happen: this one will

P Larkin


Still wind, no rush
stand quiet for the forecast
then a few shy drops

we know where to
the deep darkness ahead
sunrise brewing abaft

here is no
justice of the doldrums
no hostages held

time has a point to make
to sail east to west
is to follow it start to end

a life within a life
a death within a death
not to be spoken of

not to be named
but to be kept
a hand we're dealt

never more than
come, suffer, go
no one will remember

Μ02


Το χαρτάκι είναι πιο εύκολο όταν κλέβεις. Η προδοσία έρχεται πάντα απ'τα μάτια. Ο αλογατζής έκλεβε στο πόκερ τα βράδια όταν μαζευόμασταν στο ταβερνάκι στην πάνω πάντα. Ο δάσκαλος, ένας εγκάρδιος χοντρός μυταρόλας, μισόκουφος από τις καταδύσεις, δε χαμπάριαζε. Είχε το παρατσούκλι επειδή είχε κάποτε υπηρετήσει στο νησί. Είχαν περάσει δεκαετίες από τότε. Ο αλογατζής που ήτανε χαρτοκαρχαρίδι, τον ξεβράκωνε συστηματικά. Οι περισσότεροι δεν παίζανε σε σταθερή βάση, το απαγόρευαν οι γυναίκες τους. Όταν έπιασα δουλειά εκεί, ο αλογατζής ήρθε ένα πρωί στο γιατρείο, είδε δυο τράπουλες δίπλα στους ληγμένους ορούς και μου'κλεισε το μάτι. Έλα στο μαγαζί το βράδυ, τι πίνεις να σ'το έχω έτοιμο. -Τόνικ. -Τζιν τόνικ; -Όχι, σκέτο τόνικ. -Δε μας τα λες καλά, γιατρέ.

Η αλήθεια είναι πως από παιδί είχα πίκα με τα παιχνίδια της τράπουλας. Η μάνα τα είχε κι αυτή αδυναμία. Όταν ήταν σπίτι πάντα είχε όρεξη να με παίξει ένα κονκιάν (κουμ καν). Αυτό ζωχάδιαζε τον πατέρα, που θεωρεί την χαρτοπαιξία ευτελή ενασχόληση. Η μάνα έλεγε πως έφταιγε πως είχε κακή μνήμη και ξεχνούσε τους κανόνες αλλά ίσως και να μη θυμόταν τους κανόνες επί τούτου. Δεν ήμουν ποτέ δεινός αριθμομνήμων, δεν είχα γρήγορα αντανακλαστικά, αλλά η γοητεία που είχαν οι τράπουλες και τα μοτίβα τους μ'έκαναν να περνώ ώρες με το χαρτάκι, και η τριβή σημαίνει εμπειρία, και όταν είσαι έμπειρος, όσο κι αν δε σκαμπάζεις, είσαι καλύτερος από έναν άπειρο. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου... Στην εφηβεία μου, μαζευόμασταν στο σπίτι του Άλεξ, πίναμε Jever και παίζαμε στρέητ πόκερ, στην αρχή με ξηροκάρπια και παλιά μάρκα που δεν είχανε αλλαχτεί από όταν η Γερμανία πέρασε στο ευρώ, κι έπειτα με τα λεφτά που βγάζαμε από τις Studentenjobs μας και τα χαρτζιλίκια. Συν τω χρόνω οι άλλοι βαρέθηκαν, τους έκαιγε πιο πολύ να λιώσουνε τη ζάχαρη στα αψεντοπότηρα που είχε αγοράσει ο Άλεξ και να γίνουνε γκωλ, εγώ δε συμπάθησα ποτέ το αψέντι και τα μεθύσια με αφήνανε με φρικτό στομαχόπονο. Σταμάτησα να τους συναντώ όταν έκοψαν το πόκερ για το ποτό και τις βόλτες απέναντι. Έτσι αυτοί γράψανε άλλη διαδρομή. Εγώ πήρα το μονοπάτι που μ'έφερε ξανά στην αρχή στα εικοσπέντε, όταν έχασα λίγα λίγα πολλά πολλά ό,τι είχα από λεφτά στο τζόγο, δηλαδή στα χαρτιά. Ένα στερεότυπο για όλους, ναι, ένα και για μένα, ένα στερεότυπο με πόδια, κανείς αδικημένος.

Τον αλογατζή τον συμπαθούσα, είχε μια γυναίκα με ξερακιανά άκρα και χοντρή κοιλιά που ανεχόταν τις κακές του συνήθειες, δηλαδή το χαρτί, τον ιππόδρομο και τη ζάχαρη στον καφέ ενώ χτυπούσε ινσουλίνες για νεανικό διαβήτη πενήντα χρόνια τώρα, και η στωϊκότητά της μου θύμιζε την Όλγα, την πιο μακρόβια γκόμενά μου. Εκείνο το βράδυ πήγα στο μαγαζί σαν σκυλί που ακούει τον ήχο της σακούλας με τα σνακάκια, είχε ζέστη, γινόταν της τρελής από κουνούπια, το σκοτάδι στο δρόμο αδιαπέραστο. Τους βρήκα, τον αλογατζή, το δάσκαλο και άλλους τρεις, να κάθονται κάτω από τα σουφρωμένα σταφύλια που τα είχε χτυπήσει κάποια αρρώστια, έξω απ'το μαγαζί, δίπλα στην αυλή της εκκλησίας του Αγ. Σπυρίδωνα. Ο αλογατζής σηκώθηκε με το μπαστούνι του και έφερε το τόνικ απ'το ψυγείο με τα παγωτά, εξτρά αβροφροσύνη. Έναν από τους άλλους τρεις λίγους μήνες πιο μετά του έχωνα ένα εικοστεσσάρι Φόλλευ στο ματσαλιασμένο πουλί, ενώ ούρλιαζε πάνω στον καναπέ του και με σπρωχνολογούσε, από το παράθυρο πίσω του στην άκρη του πεδίου μου φαίνοταν οι γείτονες που στέκονταν στην αυλή. Η γυναίκα του στεκόταν δίπλα κι έκανε τη βοηθό, όταν επιτέλους έτρεξαν τα πήγματα σαν συκώτια από το σωλήνα στο σακούλι, της ζήτησα μια καθαρή πετσέτα να σκουπίσω τον ιδρώτα απ'το μέτωπο, δεν ήταν καν αστείο.

Ο αλογατζής έβγαλε μια κακοπαθημένη τράπουλα και κάνανε καλαμπούρι, Έλληνες στην Αμερική, Έλληνες και στην Ελλάδα, σ'αυτό το μαγαζί παίζανε μόνο Greek hold' em. Έχασα κοντά στο διακοσάρι εκείνο το βράδυ, σχεδόν ξέμεινα από μετρητά, σ'ένα μέρος χωρίς εητιέμ και τέτοιες χλίδες, αλλά φυσικά θα πήγαινα και την επόμενη μέρα για τη ρέφα, και δεν ήταν ο παλιός εαυτός που με τραβούσε κάτω, ήξερα πως θα στρώσω: ο αλογατζής μαγείρευε τη ντήλια. Πίσω από την κουρτίνα της μελαγχολίας, έβλεπα πιο καλά απ'όσο λογάριαζε. Το είχα πάρει απόφαση πως θα του ζήταγα τα ρέστα, δεν είχα έρθει στην κωλότρυπα του κόσμου με εφτά κατοστάρικα το μήνα για να με κλέβουν στο χαρτί. Φεύγοντας, ο αλογατζής με έπιασε απ'τον ώμο, μ'έκανε να γείρω να με φτάσει και μου'πε χαμηλά με τη βλαχοαστοριάνικη προφορά του You gettin' yowr money back, I am not gonna cull tomorroh. But hold yowr tongue. Είχαμε αμοιβαία προδωθεί, υπαίτιος ποιος άλλος; Οι τρύπες του κρανίου, διαχρονικά σημεία διαρροής.

Φέτος στριμωγμένος στην τσάρτερ για Κέρκυρα, λαγοκοιμόμουν με τα χέρια σταυρωμένα και σκεφτόμουν πώς θ'ανέβαινα στο μαγαζί, να παίξουμε με τον αλογατζή, και όποιο κορόιδο θα ήτανε εκεί. Όταν φτάσαμε, ο δάσκαλος ήταν εκεί με το σάπιο Φίατ χωρίς νούμερα, ο πούστης ο Φάνης ήταν εκεί, σαφρακιασμένος και αιφνιδίως πολύ γέρος, το φίδι ο Χρήστος ήταν εκεί, ο τρελόπαπας ήταν εκεί, αλλά δεν είδα τον αλογατζή. Αγκαλιαστήκαμε με τον Χρήστο, που του είχα ράψει το κρανίο όταν τον είχε ροπαλιάσει ο δήμαρχος για μια διαφωνία με τη ΔΕΗ. -Ο άλλος ο Χρήστος πού είναι; Συνοφρυώθηκε και είπε πένθιμα -Να, εκεί. -Τι έπαθε; -Εγκεφαλικό, δυο μήνες αφότου έφυγες ωρέ. Ο αλογατζής ήταν στη θέση του συνοδηγού στο ξώφτερνό του, σκιάχτρο ξεδοντιασμένο, λυγισμένος περίεργα σαν να τον είχαν αδειάσει από κόκκαλα. Το ένα μάτι γκουρλωμένο και κόκκινο, το άλλο μισόκλειστο και σε απόλυτη μύση, κεντρικό σύνδρομο Χόρνερ. Στο τιμόνι ο πρέζουλας ο γιος του, περίμενε στην ουρά για να επιβιβαστούνε για απέναντι, πέρασα και τους χαιρέτησα. Έπιασα τον ώμο του αλογατζή απ'το ανοιχτό παράθυρο και τον έσφιξα, δε μιλάει πια, αλλά ήξερε ποιος είμαι, κι έκανε πως μοιράζει αόρατα χαρτιά, το μάτι δυσκολευόταν να το κλείσει. Ο γιος του είπε, κι αυτός σε μύση, αλλά πρεζομύση, αμφοτερόπλευρη, Γεια σου γιατρέ, πηγαίνω τον μπαμπά στα Γιάννενα να τον δει ο νευρολόγος.

ESVAGT לאה



הַבֹּטְחִים בַּה' כְּהַר צִיּוֹן לֹא יִמּוֹט לְעוֹלָם יֵשֵׁב.
יְרוּשָׁלַ‍ִם הָרִים סָבִיב לָהּ וַה' סָבִיב לְעַמּוֹ מֵעַתָּה וְעַד עוֹלָם.
כִּי לֹא יָנוּחַ שֵׁבֶט הָרֶשַׁע עַל גּוֹרַל הַצַּדִּיקִים 
לְמַעַן לֹא יִשְׁלְחוּ הַצַּדִּיקִים בְּעַוְלָתָה יְדֵיהֶם.
הֵיטִיבָה ה' לַטּוֹבִים וְלִישָׁרִים בְּלִבּוֹתָם.
וְהַמַּטִּים עֲקַלְקַלּוֹתָם יוֹלִיכֵם ה' אֶת פֹּעֲלֵי הָאָוֶן 






The west is a promise



 

The west is the future, it's bright and metallic
the west is a fever, it's hot and hypnotic
the west is a promise, the west is a new land
the west isn't over, the west isn't ending

D. Jackson
///

"Well, love, the sun does indeed set in the west. Why does it surprise you every time so?"

Μ01

Δίπλα στο πόδι του κρεβατιού έχει πιαστεί ένα μάτσο πορτοκαλιές τρίχες. Το πάτωμα είναι σπαρμένο με μυριόποδα που πέσαν στον αγώνα. Τα σεντόνια δεν έχουνε αλλαχτεί από τότε που τα κοιμήθηκα τελευταία. Το βαθούλωμα που άφησε το σώμα μου είναι ακόμα ορατό, ή έτσι λέω. Έχουν περάσει έξι χρόνια και το δωμάτιο άβατο λες και είχα πεθάνει εκεί. Είσαι το τρίτο μας παιδί, λέει ο Τάτσης. Έχουν περάσει έξι χρόνια αλλά αυτός είναι ανέγγιχτος, όπως το δωμάτιο, φυλαγμένοι και οι δυο τους απ'τον καιρό στην εσοχή τoυς. Κάποτε σ'αυτό το δωμάτιο ένας νεαρός ξάπλωνε σε ένα παιδικό κρεβάτι κάτω από ένα κέντημα και γινόταν άντρας. Τον γνώρισα και τον ξέχασα γρήγορα όπως γίνεται με τις διάττουσες φιλίες. Τον γνώρισα καλά· το δέρμα του ήταν λερωμένο από τα στίγματα της φωτοπάθειας που κάνει η αμιωδαρόνη και τα μάτια του είχαν τη διαύγεια των ξυλοκόπων πριν τους τουμπάρει ο πυρετός του κάστορα. Είναι φυσικά εγώ, ο ίδιος.

Ο Τάτσης είναι αργός. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, βραδύς σαν ποταμόπλοιο από τα ψυχοφάρμακα. Ο Τάτσης μπάρκαρε στα δεκαπέντε, κι εκείνη τη χρονιά η θάλασσα πρόλαβε και τον τρέλανε. Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει, αν έχεις βούρλα μέσα σου θα φανεί στο κύμα. Θυμάμαι τον πατέρα του Τάτση άρρωστο από καρκίνο το '92 στο κρεβάτι των γονιών μου και τη μάνα μου χωρίς μαξιλάρι στο πάτωμα με μια πικεδοκουβέρτα. Δεν ήξερα τι ήταν ο καρκίνος αλλά μου φαινόταν πως τον έβλεπα στις μασχάλες του. Η Ν. η συνωνόματή σου, του Τάτση η γυναίκα, ξαγρυπνούσε δίπλα στον άρρωστο και ανησυχούσε για τη μάνα μου που θα τηνε βρει πάλαι νευρίδα, και η μάνα μου κουνούσε το χέρι και έλεγε Απ'το πανιόλο πιο καλά, θυμάμαι που έκανε τις θεραπείες ώσπου είπανε από το πανεπιστημιακό πως είχαν περάσει στη Linderung, θυμάμαι πόσο βαθουλωμένα ήταν τα μάτια της Ν. και τον πατέρα του Τάτση να μου χαμογελάει κίτρινος στο αναπηρικό καρότσι στο αεροδρόμιο, θυμάμαι που μια μέρα παγετού το κρεβάτι των γονιών ήταν άδειο, και το ηλιόφωτο ζέσταινε καινούρια στρωσίδια. Θυμάμαι που ρώτησα πού είχε πάει ο κύριος Δ. και ο πατέρας μου είπε πως ο κύριος Δ. είχε πεθάνει, gestorben. Φανταζόμουν πως κάτι είχε συμβεί με τις μασχάλες του.

Όταν βρίσκεστε ο Τάτσης κι εσύ στο ίδιο μέρος, όλα ηρεμούν, έτσι λες μικρή μου, η σιωπή μου και του Τάτση είναι αρμονικές, ξέρει το πρόγραμμά μου και ξέρω το πρόγραμμά του γιατί είναι πάντοτε τα ίδια, έχουμε την ίδια εμμονή με τον καιρό και το νερό και είμαστε και οι δυο στ'αλήθεια χέστες. Ο Τάτσης φοβάται τις νεράιδες όταν πέφτει το σκοτάδι. Στο μέρος αυτό το σκοτάδι είναι γεμάτο νάζια και εύκολα σε ξεγελάει. Ξέρω πως κάποιοι αιμομίχτες εδώ νυχτοπερπατάνε, τους άκουγα έξω απ'το κλειστό παντζούρι όταν ξάπλωνα στο γιατρείο, τα χόρτα θρόιζαν στην άπνοια και το πρωί οι αγριόμεντες που κάνανε καρπέτο ήταν ποδοπατημένες, ξέρω πως άνοιγα τα μάτια στο απόγειο της νύχτας στο υπνοδωμάτιο και έβλεπα τη σκιά κάποιου μες στο φεγγαρόφωτο σαν βουβή ταινία στα ντουλαπόφυλλα, ο Τάτσης ροχάλιζε και κάποιος έκοβε βόλτες στην αυλή μας. Άπαξ κι έκανα πως άναβα το τσακμάκι, η φιγούρα έμενε ακίνητη για λίγο κι έπειτα εξαφανιζόταν προς το λιμάνι. Ίσως και να είναι όντως νεράιδες, δεν κόβω το σβέρκο μου. 

Μου αρέσει να έχω το ράδιο να παίζει, εκπέμπει ένα σύννεφο προστασίας, ξορκίζει το κακό, και όταν ήμουν εδώ, πότε βάζαμε τρίτο, πότε πρώτο πρόγραμμα για να μην αδικείται κανείς, και όταν είχε καιρό και έπιανε μόνο παράσιτα ίδρωνε λίγο το αυτί μας αλλά μόκο, καθόμασταν δίπλα δίπλα στο τραπέζι και ακούγαμε τους εαυτούς μας να μασουλάνε και τη βροχή να δέρνει τη θάλασσα και τον αέρα να μουγκρίζει. Όταν ο Τάτσης ήταν μικρός το ράδιο ήταν η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο, οι εφημερίδες δεν τους έφταναν, μεγάλωσε με το ράδιο σαν παρηγοριά, σαν μια μάνα που ήταν κάπου πέρα και αγρυπνούσε για το καλό του. Όταν ήμουν μικρός το ράδιο όριζε τις εποχές, NDR τους χειμώνες, ΕΡΑ τα καλοκαίρια, μεγάλωσα με το ράδιο σαν παρηγοριά, κι όταν έφυγε η μάνα μου, οι μνήμες από εκείνα τα ζεστά μεσημέρια που έπαιζε το σήμα του ΕΡΑ 2 κι εγώ ξάπλωνα δίπλα της στο ντιβάνι στην αυλή ήταν σαν μια μάνα που δεν έφυγε ποτέ, αυτό είναι με τον Τάτση κι εμένα, όλα στη ζωή μας μοιάζουν να εξαφανίζονται όπως αφήνει κανείς τα αστέρια πίσω σε μια διαστημική πτήση, και αυτό μας σακατεύει, γι'αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κάποια κομμάτια να σταθούν. Αφού καβάλα στο μουλάρι των θνητών τροχάζουμε χωρίς σταματημό, πώς να μη μένουν όλα πίσω; Ε;


Soap opera truths


 

I put my soap on, the tea in the enamel cup is coming up to the lip, then disappearing, then coming to the lip again. A stray pen is rolling back and forth, stopping at its holder. Late summer weather. The silhouette of the castle of Dunnottar could show any minute now, every minute now. Yet the only thing to be seen is a vague horizon, marinating in its own sweat. We'll roll and then we'll yaw, we'll dance on the water, whatever's customary, but we'll never reach the other side. The berth is fixed, the world might be moving but I'm surely not. Stonehaven will remain a ghost, and we'll stay where we must, by the oil fields.

No one can beat me at the sport of reticence, but give me a spark and I'll make you glisten with shame. Gunpowder tea with a dash of milk from the can, the moustache takes a dive, the pen rolls off the desk onto the floor, it could be easy like that, but you are so stubborn, who'd dare stand in your way? You struck me like lightning, I made you ruin your life, a man of his word. Now I'm near Gannet and you're out there in the mud, standing in my unorthodox footsteps, where the receding waters revealed the fallen crabs and jellies. I think of you in every language I know. I think of you in my flesh, there's no thought to this thinking.

Μ Ε Σ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ο

גלות

Το ικτερικό φως κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Η πόλη και το βράδυ της. Τα πετσιά μας γυαλίζουν. Η άσφαλτος είναι μαλακωμένη. Δεν κουνιέται φύλλο. Τον ακολουθώ, με οδηγεί πέρα από τον κεντρικό. Τα κτίρια πυκνώνουν, οι αποστάσεις μεταξύ τους μικραίνουν. Κάτι σοκάκια που δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις από πρασιές και πισωαύλια, με τα λεχρά ρυάκια τους στην άκρη του τσιμέντου.

Είμαστε σε ένα δωμάτιο που βλέπει το άλσος. Ο ουρανός χτυκιάρης, άναστρος, χαμηλοκώλης και βαρύς, και το άλσος σαν μελανιά μες στο σκοτάδι. Τα πόδια του κρεβατιού είναι στραμμένα στο παράθυρο. Αυτός μισοξαπλώνει πάνω στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μαξιλάρι στον τοίχο. Το στρώμα είναι αρχαίο, από εκείνα που σε καταπίνουν. Γονατίζω στην άκρη και βρίσκω τις τάβλες κατευθείαν.

Η κλεισούρα του δωματίου περνάει στο παρασκήνιο. Το ντουβάρι πίσω από το κεφάλι του είναι γκριζωπό, δεν ξέρω αν είναι από βρώμα ή επειδή δεν καλοβλέπω. Μυρίζει πευκίλα στον καύσωνα, ρετσίνι και οινόπνευμα. Μυρίζει κάτι αποστειρωμένο, όπως οι καλές γωνιές του νοσοκομείου: το γραφείο της Σάσι της νευροοφθαλμιάτρου, το παρασκευαστήριο της κλινικής, το δωματιάκι των μικροσκοπήσεων, η βιβλιοθήκη. 

-Είναι ώρα να με φιλήσεις, δε νομίζεις;
Είναι ευπροσήγορος και ήρεμος, χαμογελαστός. Το σκέφτομαι και δε διαφωνώ, ναι, είναι ώρα να την κάνουμε τη μαλακία, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
-Ναι, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Προσπαθώ να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Πιάνω το μάγουλό του αλλά δεν αφήνει καμιά αίσθηση, η αφή μου κοιμάται, φυσικά. Πρέπει να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Αλλά τα χείλια του είναι πολύ δροσερά, πολύ λεία, χαμογελάνε ακόμα, τα νιώθω με ακρίβεια, και δεν ξέρω τι σκατά παιχνίδι παίζουμε η αφή μου κι εγώ. Μετακινώ το χέρι μου, και τα μαλλιά του ακουμπάνε στα δάχτυλά μου, είναι υγρά. Φυσικά και είναι υγρά, αφού ονειρεύεσαι. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι μούσκεμα στον ιδρώτα.
 
Σκέφτομαι τους κάδους κάτω στο δρόμο, με τα τσίγκινα κεπέγκια τους ανοιχτά, κάδοι παλιού τύπου, ασήκωτοι, τις ψωριασμένες γάτες να κάνουν ανασκαφή στα σκουπίδια, σκέφτομαι το βόμβο της ησυχίας, τη γυαλισμένη άσφαλτο, το βήμα μας, και ξαφνικά δε σκέφτομαι άλλο, φούσκο στο δόξα πατρί, το άλσος μελανιά, η ζέστη του κορμιού του. Ο πυρετός του θέρους. Οι πόλεις γίνονται όλες κόρες της ίδιας μάνας τέτοιες νύχτες.

Το κρεβάτι βρίσκει στο ντουβάρι, νταπ νταπ νταπ, το στομάχι του κάνει γκλουπ γκλουπ, τα χέρια μου ιδρώνουν κόντρα και όταν τ'απομακρύνω αποκαλύπτεται πως το χρώμα είναι βρώμα που ξεβάφει στις παλάμες μου. Τα σκουπίζω απ'τη χακιά πόλο του και του ρίχνω μια στο στήθος χωρίς να το εννοώ. Είναι εύθυμος, νομίζω τον διασκεδάζω, όπως είθισται αυτός που χώνει είναι ο γελωτοποιός, αυτός που τον παίρνει είναι ο γαλαζοαίματος, μένει να φανεί αν θα νέψει στους φρουρούς να μ'αποκεφαλίσουν.

Πίσω από την πλάτη μου πάνω απ'το άλσος παίζουνε σαν σε γιγαντοοθόνη οι ταινίες της ρουτίνας, η τιμωρία μου απ'το Θεό, ο γέρος σε παροξυσμό οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λαμπόγυαλο, έχει ξηλώσει καθετήρες και ορούς και τα έχει κόψει κομματάκια, έχει διαλύσει το κρεβάτι, έχει σπάσει την αναπηρική καρότσα, γλιστράει στους ιδρώτες του, ο Λούκας κι εγώ τον αρπάζουμε, χέρια αυτός, πόδια εγώ, η Σουζάννε του καρφώνει το αλοπεριντίν στο μπούτι, Κάν'του κι άλλη μια! Άλλη μια! Η βετεράνα νοσοκόμα οπλίζει γρήγορα, ο γέρος γαυγίζει σαν μπαμπουΐνος, δυο νέοι άντρες και ίσα που τον κρατάμε ένα πουρό ενενήντα παρά, καίει την κηροζίνη της τρέλας, είναι τούρμπο, νιώθω κάτω απ'τη λαβή μου ένα κρακ, η κνήμη του σπάει, ο Λούκας με κοιτάει έντρομος, κρακ, ο γέρος ούτε που παίρνει πρέφα, τρελόγερε να σου γαμήσω, ο πυρετός του θέρους, ένα γνήσιο παραλήρημα. Απ'το διάδρομο η Ίμπεν μου κουνάει κάτι χαρτιά, πότε θα γράψετε τις συνταγές για τα εξιτήρια γιατρέ; Όταν τελειώσουμε με την ελληνορωμαϊκή πάλη. 

Τα χέρια του στ'αυτιά μου, ακινητοποιεί το κεφάλι μου, με κρατάει σταθερά.
-Πού είσαι; Ε; Εδώ! Εδώ. Εδώ είσαι. Εδώ.
Εδώ, στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μισό κώλο έξω, στηριγμένος στο στήθος του επειδή δε θέλω το ντουβάρι, εδώ στη ζέστη.
-Έτσι μπράβο. Το βλέπω στα μάτια σου όταν δεν είσαι εδώ.
Κάνω πίσω, η ζώνη μου βρίσκει στο ζυμαρόστρωμα και βγάζει ένα δειλό κλανκ. Ψαύω τα δροσερά του χείλια, τη γλώσσα του, τα δόντια του, εμφανίζεται κάτι κοροϊδευτικό στο πρόσωπό του, το βλέπω δια της αφής πριν το δω κανονικά, τραγουδάει.
-There's a lucky man who'll take you far away, so very very far away,...
Γελάω ρεγχάζοντας σαν γουρούνι και δε με ξυπνάω, άρα δεν κοιμάμαι, αυτός τραγουδάει πιο δυνατά. Δεν ήρθε οξέως η κολούμπρα. Πρώτα μας χτύπησε ένα βέλος διαμπερώς, μας χτύπησαν οι υπερωρίες, μας χτύπησε το θερμό κύμα απ'τη Βρετανία σαν καυτό σεντόνι, μας χτύπησε το υδρόμελο απ'το πανηγύρι του Οέρμπεκ, κι έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.



Ο σινεμάς της φυλακής

O λόφος κυλάει σαν διάδρομος κάτω από τα πόδια σου κι εσύ τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις. Οι ιδρώτες πιτσιλάνε τον ιμάντα, απάνω ένας ήλιος ανελέητος σαν λάμπα σε αίθουσα ανάκρισης. Τα παπούτσια έχουν ξεσολιαστεί και κρέμονται απ'τους αστραγάλους. Οι τσέπες είναι βαριές και κουδουνίζουν, τα εργαλεία της δουλειάς χορεύουν και αποδράνε, τα ακούς που τα παίρνει η κατηφόρα, αλλά δε γυρνάς να δεις, συνεχίζεις να τρέχεις.

Το πορτάκι του κουρδιστού ρολογιού είναι ανοιχτό, μέσα φαίνεται ο μηχανισμός, ένα δαχτυλίδι γράφει μισή στροφή δεξιά μισή αριστερά και χτυπάει τα δευτερόλεπτα, οι νύχτες γίνονται μέρες και πάλι νύχτες, το φυσικό λιπαντικό οξειδώνεται και γίνεται δηλητήριο. Το ρολόι χάνει πέντε λεπτά στο εικοστετράωρο, και ένα χέρι ανοίγει το πορτάκι και σπρώχνει το λεπτοδείκτη κάθε πρωί πέντε λεπτά εμπρός, και το δαχτυλίδι γράφει μισή στροφή δεξιά μισή αριστερά σαν βετεράνα μπαλαρίνα και τα δευτερόλεπτα μένουν πίσω όπως οι γραμμές στην άσφαλτο όταν οδηγάς το βραδινό Αμβούργο Βερολίνο.

Μες στο κεφάλι σου παίζει χωρίς διακοπή ο σινεμάς της φυλακής, τα φαντάσματα που στέλνει το αίμα σου για την παρηγοριά, μορφές που αλλάζουν σχήματα και χρώματα σαν πετρέλαιο στην επιφάνεια του αρμυρού νερού, έναστροι ουρανοί, το ροδομάγουλο φεγγάρι, σκυλιά με γυμνωμένα δόντια, φυλλωσιές που τουρτουρίζουν, η μουσική των σκοταδιών. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο κελί παρά εσύ που τρέχεις κόντρα στην ατέρμονη ανηφόρα. Δεν είσαι εδώ για να συνετιστείς, είσαι εδώ για να πεθάνεις.

Giltinė

You are to live this life in spite of death
and when you've known pain
you are to die this death
in pain unknown

You are to live this life ruled by the Judge
and by death's long hand
you are to be free by decree
a sentence served

From the creative process


Like taking a picture while taking a shit.
Behold.

05.07.22

“Who said that love was fire? 
I know that love is ash. 
It is the thing which remains 
when the fire is spent, 
the holy essence of experience.”

— Patience Worth

And something bland along the lines of:

Πίστη στις καρωτίδες
πίστη και στις σφαγές
πόδια λεχέμ μισνέ
το αλάτι του ιδρώτα

η καρβουνιά του κόπου
το ήσυχο βράδυ
το μόνο καταφύγιο 
η γωνία του ακρωμίου

τα σώματα άδεια σε παράταξη
ξεχασμένα απ'το θεό
ώσπου ήρθε η μεγάλη φωτιά 
κι έγιναν όλα στάχτη.

I'm a headless captain steering a sinking ship. I can't shed this feeling that I've been living on borrowed time since that summer day of 2017, when I tied a noose around my neck with a fabric belt that had been left in my apartment in a sleepy town in south-west Denmark, walked out to the hallway, picked a spot along the railing of the staircase and tied a boom hitch knot. I lowered my body as I had done many a time before. It's called partial hanging in forensics. The partiality refers to the body not losing contact with the ground, thus not being completely suspended by the neck, something I am experienced at. But this was not with intent to cum harder, it was with intent to die; and it would've done nobody any good for me to die inside an apartment, rotting in the summer heat till I be found, all too late, a vile meaty mush. No, it had to happen somewhere more public, so I'd be found fast, shipped to Germany and burned. When I relaxed my back the belt stiffened around my neck for a familiar long moment before it snapped. Funny thing I was already hard, diligently conditioned through the years. But I was not yet gone. That was not a turning point. It was a ghost death. Not because of hesitation, but of mere material failure. The belt had choked me before, of course; it was material fatigue. I sat still for a few minutes, drenched in greasy misery, a sad excuse for a man, a fucking wimp. My defiance was spent, there was nothing left in me that would make me go for it again for good, I was a lich, something more wretched than just dead. Then I got up, went back to the apartment and time evaporated until I was woken by the phone ringing the next day, first of August 2017. They had been calling from the hospital, asking whether I'd show up for the shift I was two hours late for. I said no, I was pretty hoarse, I said I was down with a bad cold. Make sure this does not turn into a repeat offense, or else you will be fired. All my days since have been on a theoretical timeline, that was not supposed to be. It is, too, part of the creative process, part of a gray biography of some man. Read on:
some man who is prince to some.

Oderint, dum metuant

You can put your strength down. I'm sitting here with you at your kitchen table. You don't need to say anything.

E. Robinson


1
2
3