© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Scarecrow scaring birds

I have a head of foam
it's driven by the wind
the fires make even for the ease.

My legs are sods
how it hurts to walk and stand.

My arms are like snakes
don't you mind holding them
...

Παπίτσα

Το ποδαράκι τεντωμένο κάτω απ'το νερό
πράσινο νερό και κόκκινα έντομα
τα φτερά φυσιώνται απ'τον αέρα
η παπίτσα επιπλέει
είμαι άρρωστος.

Στο βάλτο τη φίλησα πρώτη φορά
δεν ξεκίνησε και τόσο ωραία
έμεινα ρέστος
κοιτούσα την παπίτσα
τα μάτια μου έτσουζαν και γέμιζε ο λαιμός με αυτά που'θελα να της πω και 
τα κατάπινα.

Να είσαι αισιόδοξο παιδί
σέρνω τα πόδια μου και φεύγω και δε φεύγω
η παπίτσα σκέτη αρρώστια.

Μην πεθάνεις

Βάλ'τα χέρια σου. Χώσ'τα μέχρι τον ώμο, στεκόταν και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο ανάσαινε το τσιγάρο του και μέσα έξω οι αναπνοές και δε μιλούσε μόνο μέσα στην ησυχία τ'άκουγα όλα. Βούλιαζε ο κώλος μου στο μαξιλάρι του καναπέ και ίδρωνα κλαίγοντας νέο απόκτημα αυτό της ενήλικης ζωής να τρέχουν οι ιδρώτες στάλες στάλες ρυάκια ρυάκια ποτάμια στο δέρμα. Το δέρμα κοίταζα πίσω στο μυαλό μου τα μωρά τα νεογέννητα και πόσο εύκολα γερνάνε πασαλειμμένα με λάδι η παρακμή περνάει και τα ξεπερνάει χωρίς να πονάνε καν και τώρα το δέρμα μου ιδρώνει χωρίς πολλές πολλές τσακίσεις αλλά ετοιμάζεται να σπάσει. Η ζάχαρη στους τοίχους και τα σάλια και τα χύσια που τη λιώνουνε, η ζάχαρη στους τοίχους έχει πέραση σε κάτι αξιοπρεπείς οικογένειες τους ζεσταίνει τις μοναξιές. Η ζάχαρη στους τοίχους και εγώ μέσα στη νύχτα να στριφογυρνάω γιατί τις νύχτες δεν κοιμάμαι καλά επειδή δε μου πιάνει το χέρι και με τραβάει το πάτωμα και οι γωνίες του κομοδίνου. Η ζάχαρη μέσα στη νύχτα να στριφογυρνάει στους τοίχους γιατί έκλεινα τα παράθυρα και νόμιζα θα συρθεί η γκόμενα απ'το βενζινάδικο με τους βύζους και θα τους γαμήσω και μετά δε θα ξεπλυθώ ποτέ θα κολλήσουμε ο ένας πάνω στην άλλη θ'αρρωστήσουμε. Η γειτονιά ήταν απ'αυτές που σβουρίζουν μέσα στ'αυτιά. Γύρω γύρω τα ίδια κάθε πρωί η γριά στην πόρτα να κοιτάει μ'ενδιαφέρον το πλακόστρωτο ήθελα να'ξερα τι λέγανε μεταξύ τους ήθελα να'ξερα γιατί ο ναυτικός γύρισε στης μάνας του συφιλιασμένος και φτωχός και γιατί κάθε πρωί της έφερνε ντομάτες σάμπως κολυμπούσαν στις ντομάτες. Όταν έριχνα ένα βλέμμα στα πόδια μου μ'έκαιγε κάτι ανάμεσα το κεφάλι ψηλότερα και τα μάτια κάτω να κοιτάνε το στήθος που ξεκουράζεται πάνω στο τραπέζι όπως σκύβω και τα πόδια απλώνανε σαν αποτυχημένη ζύμη για σκατά. Είχαν περάσει λίγοι μήνες και το δέρμα είχε βαρύνει τόσο που τα βραδινά μεθύσια και μετά τα χέρια αγκίστρι στο τιμόνι και στο δρόμο για τα ξερόχορτα ξεμάκρυναν. Είχαν περάσει λίγοι μήνες και ό,τι έμπαινε στο στόμα μου ήταν σπασμός για το στομάχι κι έπεφτε κι άλλη υγρασία στη ζάχαρη στους τοίχους και τρυπούσε τρυπούσε το ντουβάρι σύντομα σύντομα, στεκόταν και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο γούλιαζε το κονιάκ του και δε μιλούσε μόνο μέσα στη νέκρα με χτυπούσανε όλα σύντομα σύντομα έλεγε και γούλιαζε. Όσο τον θυμόμουνα έπινε καλά δεν το σιχάθηκε στιγμή εμένα δεν ξέρω τι μ'είχε πιάσει τότε και δεν πήγαινε κάτω ή θα κατέβαινε μαζί με τη γλώσσα μου και θα πνιγόμουνα με τον κώλο βουλιαγμένο και το σβέρκο να μυρίζει από μακρινά όργανα ευτυχώς φλύκταινες δε φανήκανε ποτέ. Έσκαζαν τα εγκαύματα όμως όταν πολυτριβόμασταν αλλά σύντομα, η υγρασία τα'τρωγε όλα τα'τρωγε τ'αφάνιζε γενοκτόνα υγρασία μούχλα καριόλα καριόλα μούχλα η ζάχαρη τρυπούσε το ντουβάρι και θα βλέπαμε στο διπλανό δωμάτιο εμάς με τα βιβλία ανοιχτά και τα μάτια ο ένας στον άλλον και μετά πάλι πίσω τους βύζους να κρέμονται και να χορεύουν πέρα δώθε σκέτος εμετός για μένα σκέτο ξερατό παντού στους τοίχους μαζί με τη γλύκα κι όλα. Είχαν περάσει λίγοι μήνες που μ'αφήσαν απ'το νοσοκομείο μόνο λίγοι μήνες μέσα στο νοσοκομείο. Μέσα λίγοι μήνες που μ'αφήσαν το κεφάλι στις πατούσες τα σεντόνια σοβάς σεντόνια σοβάς ολόλευκα ανεξερεύνητα σα μικρούλα. Θυμόμουν με το κεφάλι χωμένο στις κάλτσες η γριά έπιανε τα έλκη του ναυτικού κι έλεγε οι πουτάνες είναι καθαρές οι μικρούλες σε σταυρώνουν κι όσο πιο αγνή τόσο μεγαλύτερες οι πρόκες στα χέρια και στα πόδια και στο ξύλο. Νόμιζε ο γιόκας είχε φεσωθεί την τρέλα του θύμα κάποιας δαιμονικής αστής. Νόμιζε. Μέσα το κεφάλι στις πατούσες τα κορδόνια τσίτα κόμπος ομίχλες όλες οι μέρες ήταν ομίχλες. Μου άνοιγαν το στόμα και ρίχνανε μέσα τις βόμβες μου έκλειναν το στόμα και ρίχνανε μέσα τις βόμβες εκρήξεις ομίχλες εκρήξεις ομίχλες οι μέρες νύχτες μεσημέρια ώρες μια και μια ίδιες και όλες καμία εξαφανισμένες. Μέσα στο κεφάλι οι πατούσες πηδούσανε αγκαθωτά αρμυρίκια και παραδίπλα έσκαγε το κύμα σαν το τρυπημένο ντουβάρι που θυμόμουν να έβγαινε κατευθείαν στη θάλασσα. Είχαν περάσει λίγοι μήνες γύρισα και μου άνοιξε το στόμα χωρίς να πει κουβέντα μόνο μου ψάρεψε από μέσα κάλτσες και φίδια και ένα ψαροντούφεκο. Ξεφούσκωσε η κοιλιά μου που βγήκανε όλα αυτά από μέσα μου ξεφούσκωσε και αυτός μου έλεγε να ξεράσω καλύτερα κι έπινε κι εγώ τόση ζάχαρη το στομάχι οξύ για βέλη δηλητήριο μισό ποτηράκι έπεφτε μέσα και καίγονταν τα κρέατα καίγονταν όλα τα δέντρα και τα σπίτια.

Όσο ήμουν μέσα δεν ξέρω τι έκανε αυτός. Ερχόταν να μ'επισκεφτεί κάθε τέσσερις μέρες πριν ή μετά το μεσημεριανό που κουτσότρωγα γιατί γαμιόντανε οι μάγειρες με σκουλήκια σαπισμένα φαγιά απ'τον πόλεμο μας είχανε για πέταμα ερχόταν να μ'επισκεφτεί κάθε τέσσερις μέρες κάποιες φορές το ξέχναγε δεν ξέρω τι έκανε και το ξέχναγε ή μπορεί να μην το ξέχναγε και να πίστευε πως το'χα ανάγκη να ηρεμώ. Καθόμασταν στο περβάζι τα μάρμαρα ν'αστράφτουν σαν το Μέγαρο τότε που ο άλλος είχε δυο πεταμένες στ'αυτοκίνητο και νόμιζε πως τις κανόνιζε τα φώτα ν'αστράφτουν σαν πεφταστέρια μέσα Αυγούστου πιάναμε λίγο ο ένας τον άλλον πιανόμασταν λίγο με πονούσε τον πονούσα κι έφευγε. Οι υπόλοιποι σκιές οι υπόλοιποι γύρω γύρω τα ίδια κάθε πρωί η γριά να κοιτάει το πλακόστρωτο ήθελα να'ξερα τι λέγανε μεταξύ τους ήθελα να'ξερα τόσο πολύ που την άκουσα ένα ξημέρωμα να λέει σήμερα γιόκα μου δε θέλω ντομάτες σήμερα είναι γιορτή και το μεσημέρι πέθανε ζούσε απ'τις ντομάτες. Τρέλα χωρίς μύτες όπου γυρνούσες σε καμιά καρέκλα στο δωμάτιο κι έβλεπες τρέλα χωρίς μύτες ήταν η χειρότερη ήταν πηχτά τα δάκρυα που βγαίνανε απ'τα μάτια με ζόρι σα να γεννούσανε τα μάτια αυγά ή ελεφαντάκια και κολλούσανε μεταξύ τους τα βλέφαρα και μένανε τυφλοί τρέλα χωρίς μύτες όπου γυρνούσες σε καμιά καρέκλα στο δωμάτιο φοβόσουνα ν'ακουμπήσεις μήπως σε πάρουν κι εσένα τα σκάγια εγώ φοβόμουνα και δεν ακουμπούσα ούτε λίγο ούτε γι'αστείο. Τα βράδια δεν περνούσανε τα βράδια πρωινά ώρες μια και μια ίδιες και όλες καμία εξαφανισμένες νεκρές σκοτωμένες δε ροχάλιζε κανείς ήταν αρρωστημένο τα βράδια οι βόμβες είχαν χύσει ζουμιά ένα σωρό και αναθυμιάσεις ώρες μια και μια ίδιες και όλες νεκρές ναρκωμένες ύπνος κώμα ύπνος κώμα ύπνος τίποτα κενό. Δεν κοιμόμουνα καλά δεν κοιμόμουνα γιατί με ξέσερναν οι ιερές νόσοι επειδή δε μου'πιανε το χέρι και γλιστρούσα σαπουνιάρα γραμμή για τους εφιάλτες και το πάτωμα και τις γωνίες του κομοδίνου. Συνέχεια τον μισούσα γιατί σα προσευχή κάθε μέρα με το ξύπνημα κάθε μέρα με τον ύπνο μουρμουριζόταν μέσα μου μέσα ήμουν μέσα δεν ξέρω τι έκανε αυτός δεν ξέρω τι έκανε έλεγε διάφορα έλεγε ερχόταν κάθε τέσσερις μέρες κι αγαπιόμασταν αλλά αγαπούσε κι άλλους αγαπούσε τον κόσμο αγαπούσε. Συνέχεια τον μισούσα γιατί με τέτοια πίστη κάθε Κυριακή υμνούνταν οι ευτυχίες και οι χάρες της ζωής έξω μέσα εκεί που ήμουνα και ο παπάς έλεγε κάνε αυτό που κάνεις είναι σωστό μα σε σκοτώνει είναι σωστό είναι αρρώστια. Κι όσο εγώ ήμουν μέσα δεν ήξερα τι έκανε αυτός τόσο τον μισούσα και τον σκότωνα και τον ξαναμαχαίρωνα ξανά στο στήθος στην πλάτη στα πλευρά στο πρόσωπο στο πρόσωπο γαμημένο πρόσωπο έσφιγγα τα δόντια μου όταν λαγοκοιμόμουν και έπαιζαν εικόνες που τις χόρευε αυτός καλά και γελούσαν όλες γελούσε κι αυτός έπαιζαν εικόνες που έπινε καλά τις ευτυχίες και τις χάρες της ζωής τις ανταλλάζανε στα στόματά τους κι εγώ τους λυπόμουνα και τους ζήλευα και τους σκότωνα κάθε λεπτό ένα ένα ίδια και όλα κανένα.

Ανέβηκα σκαλί και ομολογία πέντε όροφοι σκαλί και ιδρώτας πεντακάθαρος λευκός ολόλευκος σαν τα σεντόνια τιναζόταν στους τοίχους ζαχαρένιους τοίχους και τα δάκρυα ρευστά σαν τον ιδρώτα και το νερό και τα κρασιά ανέβηκα σκαλί και παραπάτημα κι αυτός ένα βήμα πίσω βαρυγκομούσε που καθυστερούσα μα δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο έτοιμα κράταγε τα χέρια του μήπως το παραπάτημα γινόταν πόλεμος κι ο πόλεμος σκατά μπήκαμε μέσα με ξέντυσε υπομονετικά το'χε αυτό ήταν υπομονετικός ήταν πλούσιος και δεν το'ξερε τα'χε όλα κάτι ιδιότροπα κουμπιά της διαστροφής μήπως και πριν αρπάξεις τον ίκτερο προλάβαινες να το ξανασκεφτείς μα πού, τα ρούχα στο πάτωμα γρήγορα δάχτυλα και νύχια μέσα ίδρωνα κλαίγοντας στάλες στάλες ρυάκια ρυάκια ποτάμια θάλασσες κόσμος αγαπούσε τον κόσμο πώς μπορούσε ν'αγαπάει τον κόσμο εγώ δεν ήμουν ο κόσμος η ζάχαρη στη γλώσσα η ζάχαρη. Η ζάχαρη στους τοίχους χύσια τρύπες απ'τα χέρια μας απ'τ'ανάμεσα των ποδιών μας στη ζάχαρη των τοίχων τρύπες σπίτι τιποτένιο ανοιχτό ουρανός τα σύννεφα που φεύγανε βαλ'τα μου είπε. Βάλ'τα χέρια σου. Χώσ'τα μέχρι τον ώμο, κι έτσι όπως στεκότανε και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε κι έτσι όπως στεκόμουνα και δε μιλούσα μόνο ανάσαινα το τσιγάρο του και μέσα έξω οι αναπνοές άνοιξε ένα στόμα δόντια παντού ένα στόμα σα πληγή ήταν αρκούδα ήταν ένα στόμα υπερώα με δοκάρια. Έβαλα τα χέρια μου μέσα όλα και τα πετσόκοψε η προπέλλα τα'χωσα βαθιά όσο γινόταν και με κατάπιε ζωντανό.