© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Parus major



/

-Θα πάρω τη σκέψη σου μαζί μου
ντύμα για να σου πω: αν πάω και γυρίσω αδειανός θα σε αναζητήσω πάλι
μισοψέμα, μισοϋπόσχεση, κι ο όρκος που έχω δώσει στο νησί 
ο μόνος που θα με πονέσει ν'αθετήσω.
Η γυναίκα που αναβόσβησε σαν πλάνο πολεμικό ανάσκελη στο δάσος
οι χίλιοι μικροί θάνατοι που πεθαίνει ο φίλος μου ο Μ. απ'τη δουλειά του
το δάσος της ήτανε κοντά του, κι εκείνη μόλις άφηνε πίσω την ακαμψία
-Θα σε σκέφτομαι και θα προσπαθώ να σε βοηθήσω με το δικό μου τρόπο
ντύμα για να μου πει: θα είμαι εδώ για σένα. Πάντα και στα κρυφά
η θλίψη του βραδιού είναι μια αναποδιά και ξέπλυμα του πεδίου. Βλέπω
καθαρά: δεν έχει σημασία. 
-Έχω να προσευχηθώ πολύ για τα δικά μου λάθη κι άλλου κανενός. Αυτή
ήταν η κυρία που είχε βαλθεί να ταξιδεύει από μέλλον σε μέλλον, απ'το
Φλένσμπουργκ στη Σαμοθράκη κι έπειτα στη Σητεία. Μαντεύω πως δε θα'πεφτε
στα γόνατα παρά μόνο για να δώσει αλλιώτικη μαρτυρία, πιο γερή. Μα πάλι
τι εξουσία να είχα πάνω στην προσευχή της; Ήμουν ως το λαιμό στα περασμένα.
Δε με είχε τόσο πολύ θελήσει, όσο θέλησα εγώ να την κυλήσω κάτω απ'τα σωθικά μου.
Όχι από φτώχεια, μα απ'τη συμπάθεια που κρατώ για τη βραχύβια αγωνία. 
-Σ'αγαπώ. Αυτή είσαι εσύ, τα μαργαριτάρια σου στ'αυτιά, μισόγυμνη στο
βραδύ, απόκοσμό σου σπίτι. Σε πιάνω απ'τα λαγόνια φτερά, κι από κάτω ψηλαφώ
πολύχρωμα κοράλλια στα νεφρά σου. Έξω γυρίζει τούμπα η παλίρροια, εδώ κανείς μας δε γερνά.
Αυτή είναι κι η αδικία.

/

das Meer hat Mutter umgebracht
schließlich dien ich's auch gut

eine Frage fragt er nur, beim Gebet
Seh ich die Watten wieder, Gott?

/

אוֹנָן

The sounds that lube your throat, love
S c h a n d e
S c h a d e n
v e r g i ß
v e r s c h w i n d e

the sounds that make me thirsty.

I lay clothed on the bed. Just slip out the offense. What are you going to do now, eh? What are you going to make of your parents' work? Where has the educated man been, where has he gone? I've been reduced to the sweat of my groins and this is all I know and all I tell. There are a million ways to come round, a million ways to fade too. I wear my hair as scarf to hide the bruise of pleasure. My hands are nude, they've touched you and never bore a trace of shame, they've been inside and out of your blood on purpose. 
Or should I say, how much redness there can be in a cunt? 

So thin, so easy, so cheap that it trickled all the way up to my elbow and stained my sleeve. I wouldn't give your sadness back for anything, but to discover a new way of leaving, a new way of abuse. This is what an educated motherless boy jerks off to, this is what I remember from you when I'm a hill of flesh and dust, pulsating like a glorious body of ridicule, and right when I'm about to cum, I think of death, I think of you, I think of life in foreign lands and nothing comes out, and back to the start: your blood, mine, my pain over yours. My grip can hardly clasp, my grip is more of a stroke, a revolting caress, a sin, a loss, a waste. 

Your eyes are beautiful, I'd spit twice in each.

I touch myself so rough to hurt to punish to make amends
I touch myself because I can, because your god is watching
I touch myself and say, with plattdeutschem accent
THE LAND IS SEPARATION
THE LAND IS SEPARATION

Κ Α Λ Υ Ψ Ω


/

Πώς απ'τον ύπνο να μ'άρπαξαν δυο άντρες και να μ'έριξαν στη θάλασσα ένα μήνα της χειμωνιάς
κι όταν άνοιξα τα πηγμένα βλέφαρα κι οι βολβοί βράχηκαν από ένα απέραντο δάκρυ

είδα να στέκομαι στη μέση του μαύρου δάσους, στον ώμο την καραμπίνα κι απέναντι ακριβώς
να με βλέπει ένα λευκό ελάφι, με μάτια σκούρα μαργαριτάρια
είδα να βουλιάζω χωρίς αναπνοή και πάνω να σηκώνεται ολόκληρος ασήκωτος ουρανός
εμπρός μου αιωρήθηκε ένα πλάσμα της Ατλαντίδας

η όρασή μου χάθηκε σε μια ζεστή διαστολή, το σώμα μου εξερράγη σε διάτομα βοημικού γυαλιού
το ζώο προχώρησε στην ομίχλη της ασφυξίας σα να κρυβόταν στο ιερό

/

παρτίδα της υπομονής αυτή η δουλειά μαζί σου
τώρα που παραδίνομαι στον πλουν, αφόρητα πιστός, αφόρητα ερωτευμένος
τώρα βρίσκεις να με χαράξεις απ'το λαιμό ως κάτω με μία ντάμα κούπα
δώδεκα μικρές μικρές πληγές, από μία προσεχτική κάθε πρωί που φτάνω στο εχάντ

η δική σου μυστήρια προσευχή. Η νύχτα που δεν έρχεται ποτέ. Δεν έτυχα καλό χέρι.
Δεν έχω άλλα λεφτά να παίξω. Εσύ δεν ξέρω καν, αν βλέπεις ή αν κρατάς. Μες στο νερό
που μ'έχει πλημμυρίσει, χύνεται κι αραιώνεται αμέσως σα ξέθωρο μελάνι η ψυχή
όπου με τιμώρησες στρατηγικά με το χαρτί θρομβώνεται
η πίκρα των δυο λιμανιών που έχω υπηρετήσει. Και αλγώ

/

στα πόδια σου γλίστρησε για χαλί ο γλυκάνισος του Παγασητικού. Αν έριχνα ένα σάλτο
απ'τη σκάλα, θα κατρακυλούσα απ'τη χασούρα σκισμένος στην έξω μεριά, τα βράχια που θα μου'σπαγαν το κεφάλι θα'ταν ντυμένα με απόκοσμα μαντώδη που θα πετάγονταν στον αέρα σαν καρφιά οξειδίων του χαλκού, χωρίς κανέναν ήχο. Θέλω να δοκιμάσω. Αν είναι να βαφτιστεί επιστροφή η στηθάγχη του Πριντσμετάλ, ας βαφτιστείς κι εσύ εξερευνητής. Στο Σιλωάμ της Ατλαντίδας η λάσπη ξεπλένει τους κωφούς. Τα χείλη εκείνων των πλασμάτων παρέμεναν σφιχτά κλειστά και πίσω τους κόχλαζε η φωτιά κι η ασθενία: ό,τι πιο όμορφο είχε καθρεφτιστεί ποτέ στο σάρκινο καθρέφτη.

/

Μπρις που δε θα θυμηθώ ποτέ, μπρις που μου'κοψε τη βιασύνη.
Πόνος βραδύς κι επιθυμία.
Το φως μου όλο αστράφτει στο απόσταγμα του κόπου των μυών σου
η μέρα αρχίζει και τελειώνει στους τένοντες, στις περιτονίες
η μέρα που δεν έρχεται ποτέ.

/

Σ'ένα χρόνο τεντώνεις τ'ακροπόδαρα κι έχεις πατήσει όλες τις ακτές. Και σε τρομάζει
ένα φτερό θαλάσσης;
Απ'την ακρώρεια ως τη σταφυλή, απ'την κλιτύν στην πυραμίδα
σε σκέφτομαι, σε νοσταλγώ
δεν είναι παρά μια λειψή, λιανή αυτοματία
που όμως μ'έχει καταβάλει.

/

Δε με νοιάζει η Θεραπευτική
με νοιάζει να γίνω ο γιατρός σου
και τελικά, δε με νοιάζεις μήτε κι εσύ
μόνο ο ωκεανός σου.

/

Vultur volans

Στην αυλή είδα τον αδερφό σου 
ολόγιομο σα φρούτο εποχής
και να'χει φαβορίτες ως του κάτω γναθικού.

Θυμήθηκα τα χέρια της μάνας σου πρησμένα σα ζυμάρια
να βουλιάζουν στη λεκανίτσα, να παίζουν τα κολοκύθια σα να'τανε
τενόντια αντανακλαστικά. Τις τούφες που'βαζε χρυσές πίσω από κάτι
αυτιά που μοιάζανε με πρώιμα κογχύλια για ν'ακούει ο Wernicke
καλύτερα το φλοίσβο

το τιμόνι είχε κάψει απ'τον ήλιο
μα έξω φύσαγε μπουγάζι απ'τις λίμνες
ο δρόμος όλος άπλωνε φουρκέτα ισιάδι νεροφάγωμα γκρεμός
τι γλώσσα θα μιλάς, τι γλώσσα θα μιλώ, πώς θα'ναι
να σου πω, φεύγει κι έρχεται η πίστη μου κι εσύ:
-Ο Θεός είναι παλιός. Τώρα έχουμε κρασί

στην πρώτη δεξιά στην κυκλική, στη δεύτερη;
δε μπορώ να θυμηθώ, μα εδώ
ξεχνιέται κι η κλωτσιά των φρενικών
-Α - α. Α - α. Α - α. Πεθαίνω, γιατρέ.
-Δεν πεθαίνεις, σε σκοτώνει το Βέλος από πάνω.
-Την αλήθεια.
-Σε σκοτώνουμε ο επιμελητής κι εγώ. Και μοιάζεις να πεθαίνεις.
Στο πρακτικό θα γράψω πως σε δρέψαμε σαθρό.
Τελικά θα ζήσεις να λησμονήσεις. Δεν έχασε κανείς.
Πήρα στην τύχη τη σωστή.

Μια ακτή βρεμένη από νύχτα για νερό, αλάτι από αστέρια
τα χέρια μου πέφτουν μαζί μου μέσα
το κρύο τα κάνει να πονάνε, Αλτάιρ στο μέσο και στο κερκιδικό
παλάμες που είναι αμφιφανείς δεν είναι για να τις πάρεις σπίτι
με τέτοια κληρονομιά βιάστηκα να γνέψω της μάνας σου πως καταλαβαίνω.

Το βαρέλι σου ξεϊδρώνει στις ραφές του μέσα στην ήσυχη κουζίνα ένα χρόνο
και το κρασί ξυνίζει
επετειακό.