© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

MODT. 7 / Αιφνίδια δύσπνοια

25.04.21 / 

Δουλεύω τρίτο εικοσιτετράωρο σερί, είμαι στο πλατύσκαλο της ψύχωσης, είμαι άπλυτος, έχω αλάτια στο κούτελο, τα γυαλιά είναι πιτσιλισμένα με διάφορες αηδίες, έχω κοιμηθεί αποσπασματικά τέταρτα και μισάωρα και λίγα δίωρα εδώ κι εκεί, ο ήλιος που μπαίνει απ'τη τζαμαρία της γωνίας με σκοτώνει, δε μπορεί να λάμπει ήλιος μέσα σ'αυτή τη μαύρη τρύπα, είναι έγκλημα πολέμου, τα χείλια μου έχουνε ξεπετσιάσει κάτω από τις μάσκες και στη γωνία έχει ανοίξει μια μικρή πληγή, αν χτυπήσει το τηλέφωνο άλλη μια φορά θα το ρίξω στη χέστρα και θα το χέσω και θα το κατουρήσω, η ραχοκοκκαλιά μου καίει, σπρώχνω τη βαριά πόρτα και μπαίνω στο MODT. 7 σαν ζωντανός νεκρός με μάτια ανοιχτά που κοιτούν αλλά δε βλέπουν, πιάνω ένα ζευγάρι γάντια μήντιουμ από τη ραφιέρα δίπλα στο λαβομάνο, αυτόματος πιλότος, Τι έχουμε εδώ; -Αιφνίδια δύσπνοια, λέει η αρχινοσοκόμα από δίπλα από το μόνιτορ, η άλλη κάτι πασπατεύει στα ντουλάπια, τραβάω το βλέμμα από το απλανές και τότε βλέπω στο κρεβάτι του MODT. 7 τον ΑΛΜΠΕΡΤ, το ροδαλό του πρόσωπο χλωμομπλαβί, σκεπασμένο με το αναθεματισμένο κουβερτάκι των αρρώστων, από κάτω φοράει ακόμα το κωλάν της ποδηλασίας με τη διαφήμιση CASTROL, το οξύμετρο στο δείκτη, Άλμπερτ, λέω το όνομά του πολύ γερμανικά με κάθε γράμμα στη θέση του, όχι δανέζικα με το πλαγιαστό άλφα και μαλακό ταυ, Άλμπερτ, δυο φορές, χαμογελάει, δε μπορεί να πολυμιλήσει, πετάω τα γάντια και τη μάσκα στο πάτωμα, δεν τα χρειάζομαι για τον αγαπημένο μου ορθοπεδικό, οι διασώστες δίνουν αναφορά, τον βρήκε ταξιτζής πεσμένο στο Μπρανεκίλε, πονούσε πολύ, του δώσανε Κομπιβέντ και Φεντανύλ και οξυγόνο στη Χάντσον αλλά ρίχνει συνέχεια κορεσμό, υγιής κατά τα άλλα, κρίση άσθματος, έμφραγμα; Να το προνοσοκομειακό καρδιογράφημα, -Μια ηπαρινισμένη σύριγγα δώσ'τε μου, είμαι ακόμα ηγούμενος εδώ πέρα, -Τα αρχικά σου; αυτός είναι ο διασώστης ένα με το ηλεκτρονικό σημειωματάριο στο χέρι, η δεύτερη νοσοκόμα μου περνάει με μια κίνηση τη σύριγγα, μια βαμβακόμπαλα και δυο πακέτα οινοπνευματοπανάκια, διαλέγω μεριά στην τύχη, με το ένα χέρι του κρατάω την παλάμη που με εκπλήσσει τόσο κρύα που είναι, με το άλλο τη σύριγγα σαν βελάκι στην κερκιδική, το αίμα παχύ και σκούρο, την κρατάω πίσω από κεφάλι μου και κάποιο άλλο χέρι την παραλαμβάνει, -Θέλετε ακτινογραφία επί τόπου; ρωτάει η αρχινοσοκόμα έτοιμη με το τηλέφωνο για να παραγγείλει, γνέφω όχι, το οξυγόνο είναι στα 15 λίτρα αλλά ο Άλμπερτ είναι μελανής, ακροάζομαι με το πουτανιασμένο στηθοσκόπιο που έχει ακούσει πνευμόνια και καρδιές που από το πλήθος τους έχασαν την αξία τους, σιγή δεξιά, σημεία κόπωσης στο καρδιογράφημα, -Έχεις πνευμοθώρακα υπό τάση, Άλμπερτ, θα σε πονέσω αλλά όλα θα πάνε καλά, η δεύτερη νοσοκόμα έχει ήδη ετοιμάσει το κιτ για Μπυλάου, η φωνή μου στο τέλος της πρότασης σβήνει και εξαφανίζεται και κάπως εξαφανίζομαι μαζί της, ο Άλμπερτ είναι γαντζωμένος από μένα με τα μάτια, -Να μην περιμένουμε τα αέρια; ρωτάει η αρχινοσοκόμα, γνέφω πάλι όχι, σέρνω το στρογγυλό σκαμπώ με τις ροδούδες, κάθομαι και κάνει παφ, πιάνω τα πλευρά, τέταρτο και πέμπτο, μέση και οπίσθια μασχαλιαία γραμμή, πάντα από πάνω, οι τραυματιοφορείς φεύγουν, αποστειρωμένα γάντια για πρώτη φορά με μόνο νοιάξιμο για τον άρρωστο και όχι για τη σωτηρία του κορμιού μου, χλωρεξιδίνη κίτρινη λεμονιά, τρέχει εδώ κι εκεί, λερώνει τα σεντόνια, δεν έβαλα πεδίο, ποιος το γαμάει, λιδοκαΐνη για την παρηγοριά, δεν περιμένω να πιάσει, νυστεράκι γυμνό, τομή, μια σταγόνα αίμα και ένα ρυάκι ιδρώτα από το σβέρκο μου ως την οσφύ, λαβίδα Κέλλυ, λίγο ακόμα αίμα, πονάει, σφίγγει τα τρυφερά του βλέφαρα, πφφφ ξεφύσημα και ο Άλμπερτ παίρνει ήδη χρώμα, δάχτυλο στην τρύπα, ε, ναι, έχω μεγαλώσει πια και δεν ντρέπομαι να πω για τα παρά φύσιν πάθη μου, δεν είναι η πρώτη μας φορά με δάχτυλα και τρύπες, παροχέτα και κονέ στο κιβωτιάκι του Μπυλάου, φυσαλίδες όπως πρέπει, ράβω στα χείλη, κολλάω το παραθυρένιο γαζοπλάστ, έχουμε πολυτέλειες εδώ, οι σφύξεις πέφτουν, το αλάρμ το βουλώνει, βγάζω τα αποστειρωμένα γάντια και του πιάνω το χέρι, οι νοσοκόμες συμμαζεύουν γύρω, -Το ήξερα πως είσαι καλός. Είσαι καλός, λέει, δεν κολακεύομαι, θρυμματίζομαι, γκρεμίζομαι σαν αμμόπυργος, ακουμπάω το κούτελο στο στομάχι του και με ξεφτιλίζει ένα ανεπανάληπτο γοερό κλάμα με χοντρά καυτά δάκρυα που με τραντάζει ολόκληρο, μου χαϊδεύει το κεφάλι και το οξύμετρο πιάνεται στα μαλλιά μου, η αρχινοσοκόμα με πιάνει από τον ώμο και με ρωτάει αν θέλω να βγω έξω, ακούω τον Άλμπερτ που λέει Περάστε εσείς έξω, παρακαλώ, και είναι η φωνή που έχω συνηθίσει στο κάτεργο, εύθυμη και ζεστή και πάντα με λίγη αστειευτική απορία στο τέλος, οι αδυναμίες μου με έχουν περικυκλώσει στρατηγικά και δεν έχω πού να κρυφτώ, σήμερα το πρωί μπανιαρισμένος παρφουμαρισμένος με τα πολιτικά μου με ένα σακούλι σπιτικά κουλουράκια και ένα μάτσο ζουμερές μανόλιες από το μαγαζί δίπλα στο ΝΕΤΤΟ, η αρχινοσοκόμα με πετυχαίνει στο διάδρομο, Μα έπρεπε να καλέσετε άλλον αφού γνωριζόσαστε, έπρεπε να προσέξετε και τον εαυτό σας γιατρέ, με τρομάξατε πολύ. -Χε-χε, η απάντησή μου, χε-χε, ό,τι πιο έξυπνο είχα να πω, τα μάγουλά μου παίρνουν φωτιά, ντρέπομαι φυσικά, αλλά αφού μπόρεσα αυτό, μπορώ τα πάντα, πού να σου γαμήσω για συναισθήματα, τώρα μπορώ τα πάντα, έτσι λέω, και μόλις τον βλέπω στο κρεβάτι με παίρνουν πάλι τα ζουμιά.

Cape Tribulation






ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΕΜΠΟΔΙΟ ΟΥΤΕ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Όταν κάνεις δυο βήματα πίσω και σε κοιτάξεις στον καθρέφτη ξαφνικά δεν είσαι τόσο σιχαμένος, και ο καθρέφτης είναι λιγότερο σταγμένος, όσο απομακρύνεσαι οι φόβοι σου μικραίνουν και μικραίνουν ώσπου χάνονται στον ορίζοντα, κι εσύ μικραίνεις και μικραίνεις ώσπου χάνεσαι στον ορίζοντα
και δεν υπάρχεις για κανέναν, και κανένας δεν υπάρχει για σένα,
ἔσται γὰρ τότε θλίψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ' οὐ μὴ γένηται.

Η κλίμακα του χάρτη είναι η λίμα του φυλακισμένου.

x

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΠΟΔΙΟ, ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΠΑΤΙ

Το φως φτιάχνει τοπία μυθικά, το θαλάσσιο χιόνι σκόνη στις δέσμες του ήλιου ένα ήσυχο μεσημέρι, οι φυκιάδες χορεύουν πάνω στην άμμο και η μουσική του κόσμου σε βρίσκει από το έξω νερό στο μέσα νερό, 
αίμα, λέμφος, αλάτι και νερό, 
όσο βυθίζεσαι το τίποτα ολοένα ασθενεί, στον σκοτεινό πάτο γίνεσαι μυστικό, γίνεσαι τα πάντα και για πάντα, και το αίμα και η λέμφος και η ψυχή και το χούι θαλάσσιο χιόνι σκόνη σε αλάτι και νερό,
ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων.

Ακτή και ακτή και ανάμεσά τους ζωή μακρά.

'Εσω, εσώτερα, εσώτατα

 






Έξω, έσω, εσώτερα, εσώτατα

ο κόσμος και το τσόφλι του
μεμβράνες και υμένες και άλλα ζεστά υφάσματα

τα μυστικά της γύμνιας είναι στις ραφές
στα παρωνύχια στις άλω στο σιωπηλό κιννάβαρι

συν τω χρόνω τα μάτια γυρίζουνε σωστά προς τα ανοιχτά
ο φάρος σπέρνει μέρα στο ανεξερεύνητο των σπλάγχνων
 
η προπατορική ντροπή καίγεται στο φως
ναι, είσαι γυμνός
na und?

αμαρτάνοντας νερώνονται τα εγκλήματα κι αγιάζεις.

Το πρόβλημα με άντρες σαν κι εσένα είναι πως έχετε πολλά να πείτε
αλλά είστε σφιχτοχείληδες

το πρόβλημα με άντρες σαν εμένα είναι άντρες σαν εσένα
ρίζες που δε φοβούνται παγετούς, αφοσίωση και πίστη
έχει ο Θεός να δίνει

ισόβια περιπλάνηση αλλά να
τα μάγουλά σου μυρίζουν σπίτι
κι όταν παίρνω βαθιές ανάσες δίπλα τους πάντοτε επιστρέφω.

Greedy-guts

Πήρε το άδειο νεροπότηρο, ίδιο με εκείνο που είχανε στην Πρίγκηπο για τα μιλκσέκια, αρχέτυπο νεροπότηρου, και ψιθύρισε μέσα χαμογελώντας. Το γέμισε νερό, είχε ζέστη, το γυαλί ίδρωσε αμέσως, και μου το έδωσε. Ήπια μονορούφι, και κάτι μίλησε στο στόμα μου και είπε πούστης ο βασιλιάς σου. Κατάπια τις τελευταίες γουλιές, το λαρύγγι μου στένευε από οργή, και κάθε γουλιά πήγαινε κάτω πιο δύσκολα από την προηγούμενη, και το νερό γινόταν ψαρόκολλα. Τι λες; Μαλακίες λες. Όχι. Ένεψε, έδειξε με τα δάχτυλά της τα μάτια της και έπειτα εμένα, ορίστε, να δω και για τον ίδιο μου, με δούλευε.

Έφυγα τρεχάτος από την αυλή του πατρικού μου που καθόμασταν στην οδό Gmelinstraße ως τη Haidweg ούτε πέντε λεπτά δρόμος με την ψυχή στο στόμα. Η είσοδος της παλιάς μονοκατοικίας ήταν ξεκλείδωτη, έξω ο ήλιος έψηνε τα πάντα, υγρασία να πνίγεσαι, μέσα σκοτάδι, γιατί ήταν τόσο σκοτεινά; Μουσκίδης στο παλιομοδίτικο σαλόνι το ξεχασμένο από το χρόνο, ξυπόλυτος, άφηνα νωπές πατημασιές στα πορώδη σανίδια που είχαν χάσει το βερνίκι τους από πενήντα χρόνια, όλες οι χειμωνιάτικες κουρτίνες απλωμένες πάνω από τις καλοκαιρινές, ένας αέρας σαν σπηλιάς εκεί μέσα, δροσερός αλλά πυκνός, παλιωμένος, περίεργος, πού ήταν η κυρία Silke που συνήθως δούλευε τα λογιστικά της στο μεγάλο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, γιατί δε μύριζε καφές, γιατί τα βάζα ήταν άδεια και τα λουλούδια στις γλάστρες ήταν όλα μαραζωμένα, τι στην ευχή είχε συμβεί;

Συνέχιζα να ιδρώνω, έψαχνα παντού για αίμα, αλλά το σπίτι, παρ'ό,τι παρατημένο, ήταν καθαρό, το παχύ σαπιομηλί χαλί ήταν φρεσκορουφηγμένο γιατί έβλεπα τις στοματιές της σκούπας εδώ κι εκεί που του άλλαζαν την κόμμωση, ο καναπές ήταν ταχτοποιημένος με τα μαξιλαράκια χαστουκισμένα. Γύρισα εδώ κι εκεί, πουθενά η κυρία Silke, πουθενά ο Μπέρτι, ανέβηκα αργά αργά τις απότομες σκάλες, δεν έτριξαν απ' το βάρος μου όπως συνήθως, ξαφνικά είχαν γίνει πολύ στιβαρές και το χλωμό τους ξύλο ήταν μάρμαρο. Ο πάνω όροφος ήταν ακόμα πιο σκοτεινός και ακόμα πιο κρύος, είχα αλλάξει όροφο και είχε αλλάξει η εποχή.

Όταν άνοιξα την πόρτα του δωματίου, το πόμολο που ήταν πάντα ως τότε μισοξεχαρβαλωμένο είχε επισκευαστεί, η πατίνα είχε τριφτεί και ήταν λείο σαν καινούριο στην αφή, το σκοτάδι κλιμακώθηκε, χύθηκε σχεδόν στο χωλ, τα αμβλυωπικά μου μάτια με το πάσο τους, στάθηκα εκεί περιμένοντας, αβοήθητος και πολύ ενοχλημένος. Μόλις άρχισα να βλέπω, η όρασή μου με χτύπησε σαν κανονιά, ο Μπέρτι ξεβράκωτος, φορώντας όμως τη μπεζ Αμερικανίνο φούτερ με τους λιωμένους σφιγκτήρες στα μανίκια, έγλειφε επιμελώς τα αρχίδια ενός υγιώς ηλιοκαμένου άντρα με γυαλιστερά μούσκουλα, ενός κλασσικού Λατίνου εραστή όπως θα τον φανταζόταν με κάθε υπερβολή της ζήλειας ένας ξερακιανός κοκκινοτρίχης, τρομοκρατήθηκα λες και έβλεπα κάποια αβάσταχτη κτηνωδία, στεκόμουν εκεί, παραλυμένος από τη φρίκη, και παρακολούθησα το Μπέρτι να εμφανίζει το μωβ μπουκάλι Ντιούρεξ με τη μικρή ζωγραφιά της αλόης στη μια άκρη από το ντουλάπι με τα επιτραπέζια, και να αδειάζει το μισό πάνω στην πούτσα του, hvad fanden laver han? Μα τι στην ευχή κάνει; αναρωτιόμουν, και μετά η Λατίνα απειλή γύρισε μπρούμυτα και ο φίλος μου του τον έβαλε στον κώλο με φροντίδα. Αυτό δεν το άντεξα, άρχισα να φωνάζω, Όχι, τι κάνεις; Δε μπορείς να το κάνεις αυτό, σταμάτα! και η πρώιμη υστερία έδωσε τη θέση της σε ένα απελπιστικό, συνθλιπτικό αίσθημα αδικίας, τώρα έκλαιγα, Όχι, δε μπορείς να το κάνεις αυτό, είσαι δικός μου, όχι, για την ακρίβεια έλεγα μουλιασμένος στα δάκρυα Neej, dat kannst du mi neet andoon, du tohöörst mi, du tohöörst mi, δηλαδή μου ανήκεις, μάλιστα, είχα τολμήσει το απαγορευμένο, με τρομερό θράσος, χωρίς καμιά αναστολή, χωρίς ντροπές.

Ξύπνησα ταραγμένος, με την καρδιά σκαρφαλωμένη στο λαιμό μου, τα μαλλιά τσαλακωμένα, με πέρλες ιδρώτα στο κούτελο και στο σβέρκο και όπου αλλού, όλα ήταν βρεγμένα, ακόμα απελπισμένος, πάλευα μπερδεμένος με τα σκεπάσματα και δεν έβρισκα την άκρη, με ξεσκέπασες μεμιάς, Τι είδες; ρώτησες περίεργα, χοντρά δάκρυα έτρεχαν στη μούρη μου ασυγκράτητα και με ζέσταιναν περισσότερο, έψαξα βιαστικά πάνω απ'το κεφάλι μου εκεί που τελείωνε το κρεβάτι, βιβλία και βιντεοπαιχνίδια ξυλοφορτώματος γκρεμίστηκαν, Τι θες; Αυτό ψάχνεις; και μου έδωσες το κινητό που είχε παραπέσει και όπως πάντα ήξερες ακριβώς πού, ήταν πέντε το πρωί, πήρα το νούμερο χωρίς να το ανακαλέσω από τις επαφές σαν πρεζάκι σε παροξυσμό, Τι κάνεις, είναι πέντε το πρωί, εσύ, η φωνή της λογικής, το τηλέφωνο χτύπησε τρεις φορές και άκουσα τη φωνή του Μπέρτι, τον είχα ξυπνήσει, και τότε συνήρθα ακριβώς, Moin, βαθειά και καθησυχαστική σαν τον ύπνο της βενζοδιαζεπίνης, σχεδόν σαν αγκαλιά, Moin Leev, du fehlst mir, αυτός ήμουν εγώ, ψάχνοντας στο αρχείο των γλωσσών μου, ήρεμος και σταθερός αλλά με λίγη από εκείνη την τραχύτητα που κουβαλάω πάντα, το γρέζι του νευρασθενικού όπως λες.

Αυτό συνέβη το πρωί της Τετάρτης, και έτσι με συνοπτικές διαδικασίες την Πέμπτη, που έτυχε να είναι Μεγάλη Πέμπτη των προτεσταντών (skærtorsdag ή Gründonnerstag) πήγαμε και τον πήραμε από τα σύνορα στο Padborg, πάνω στην ώρα για χάροσετ και γκεφίλτε φις που το αντιπαθώ αλλά το έχει άχτι, και γελάσαμε πολύ με τον εφιάλτη μου και παραλίγο να πνιγείς με την καραμέλα αχλάδι, τα δάχτυλά μου κολλούσαν από τις μαρτσιπανένιες φράουλες που μου 'φερε από το Flensburg που τις αντιπαθεί αλλά τις έχω άχτι, και μετά έπρεπε να καθαρίζω το τιμόνι από τις ζάχαρες, και τώρα κάθομαι στην τυρκουάζ πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και λιάζομαι ενώ η παράξενη οικογένειά μου ανταλλάζει πόκεμον στον καναπέ, και τους παρατηρώ σαν κακομαθημένο μοναχοπαίδι για να βεβαιώσω πως είναι και οι δυο δικοί μου και κανενός άλλου, πως δε θα με προδώσουν για μια χούφτα μαυρισμένα αμελέτητα, και κάθε τόσο κοιτάζω πάνω απ'τον ώμο μου μήπως το γελάκι που ακούω είναι ο καριόλης ο Freud που κρύβεται στους θάμνους της αυλής, που άμα τον βρω θα τον γαμήσω με το φτυάρι της κηπουρικής.