© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

#25

.

bald kenne ich dich besser als jeder andere
und auch gar nicht


meine eigenen Fingerabdrücke werden sich ergeben gleich nachdem
deine Blutflecken an der Wand trocken werden


.

soon I'll know you better than anyone
and not at all

my fingerprints will appear as the stains of your blood
dry out on the wall


yes they did
yes they did

.











2/5

Sous les rosiers qui t'émerveillent
j'ai planté le goena-goena
mon herbe maléfique

bientôt dans le thé d'or
tu boiras une goutte rouge
une goutte du sang lunaire

ta lèvre oubliera tous les autres noms
tes pieds ne pourront plus courir
ta tête croulera sur mon épaule
tu m'aimeras
malgré toi

---

Υvan Goll - 26

Dixit dominus domino

Bow at your high motives pay your respects
your dirty clammy skin under the flat-ironed suit

the tender touch, the compassionate glimpse
camouflaged in their suffering they riddle your weaknesses

for each under your thumb, I get
your head under mine and crushed

I take pleasure in your deft moves
a taste for the able, a taste for the best

but at the end of the corridor
you melt at my feet, drip and trickle

beg to touch me, marble blood


ah our arteries refract as they leave me and enter you and vice versa and we become, we become, we become
---

Torsades de pointes

Οι σκάλες μου κόβουν την ανάσα
απ'τη στάση του πρώτου ορόφου αλλάζω μια ματιά με την αναμονή του ακτινολογικού
επάνω ο αέρας είναι μήνες στατικός
τα περιστατικά σαν ηλεκτρόνια απ'την καρδιολογική απέναντι

στην κλινική οι διάδρομοι δεν έχουνε σκοπό
τα κρεβάτια στη μονάδα είναι στις τρεις τυφλές γωνίες
κι όλοι τους καρφώνουνε το βλέμμα στις οθόνες
η κυρία της καθαριότητας στραγγίζει το πανί
-Άνοιξε το παράθυρο.

Ο καρδιολόγος σκύβει δίπλα στις απαγωγές
ελαφρά κυφωτικός μα τόσο νέος, κόντρα ξυρισμένος
μέσα στη ζέστη τα λόγια του τ'ακούω θολωμένα
τα χείλη του αγγίζουν τον κρόταφό μου
πλημμυρίζω στον ιδρώτα

κι όπως ξεκολλάει το κόκκινο μετάξι του από μένα
βγάζει ένα χνώτο καυτό που τρέμει ψιθυρίζοντας για
το χορό των σπαθιών

Η προϊσταμένη κρύβεται απ'το διαχωριστικό
κάποια άλλη στιγμή θα ντραπώ τη συνωμοτική της σιωπή
τώρα έχω τυφλωθεί, πνίγομαι λίγο πιο πάνω απ'το λαιμό
μια θάλασσα από μέλι.

Οι άνθρωποι είναι μικροί, και τα πάθη βραχύβια

Βούτηξα το κεφάλι στο στρώμα τα φώτα απ'το δρόμο σκέτη φασαρία το λειψό χιόνι κι η πάχνη κύλησα κάτω τρεις ορόφους πήρα να τρέχω στα πλακόστρωτα από Κυριακή σε Κυριακή οι βδομάδες να γεμίζουν το κρεβάτι το πρόσωπό σου του ρουφιάνου δεν κράτησε πολύ πάνω στην αλλαγή της ηγεσίας σ'αλλάξαν πόστο κι οι επόμενοι έπαιζαν σα να μην είχες συμβεί ποτέ μα όταν τους κοίταζα στα μάτια στους γυαλιστερούς τους κερατοειδείς έβλεπα την αντανάκλασή σου.

Big clumsy porcelain lady

.
I am
someone else. Soft hair,
cold hands.
An empty chest

since
I saw you, maybe not the
best of charm for them but-
Bringing a smile

upon our dull, dull,
dull lives
big clumsy porcelain lady
you and your
uniform man.

How you deserve
your joy. I cried
my face burned.
God, I wish you well.
God, I wish you well!

1/5

Το πρώτο μου όραμα της γης σκιαζόταν από πέπλα νερού. Ανήκω στη ράτσα των ανδρών και των γυναικών που βλέπουν όλα τα πράγματα μέσα από αυτό το παραπέτασμα θάλασσας, και τα μάτια μου έχουν το χρώμα του νερού.

Anaϊs Nin



2001

"
Ich höre das Geräusch, das der Körper hervorbringt, wenn er unterfällt
den Regen, der das Blut aus die Straße abschwemmt




Ακούω τον ήχο που κάνει το σώμα όταν σωριάζεται στη γη
τη βροχή που ξεπλένει το αίμα στο δρόμο
"

(Sep 2001, aus meinem Schulheft / Σεπ 2001, από το μαθητικό μου τετράδιο)

---

PAST IS PAST. PAST IS PAST
NOW IS NOW. NOW IS PAST

Sc.

-how we disallow ourselves
touching is how our
health improves
our health
shines

his small fingers are clean
fresh cut nails, fleshy tips
but
he'd be threatened by this

I'll keep my voice down
muffle your shiver it's
creaking against the bed now
shave him from head to toe, wash him in the tiled hall
then we'll walk him bare
or carry him, if he can't-

A nurse will roll the film. The actors step in.


Στα διπλανά δωμάτια άλλοι ιδρώνουνε αλλιώς και έτσι σπέρνεται ο επταετής κνησμός από βουβώνα σε βουβώνα τα σεντόνια το επόμενο πρωί κοροϊδεύουν καθαρά κι όλοι αυτοί που στις 1100 στο φουαγιέ προσπερνιούνται βιαστικοί ήταν αγκαλιασμένοι και μιεροί στο δρόμο για το σπίτι η άσφαλτος στρέφει τούμπα μια σκηνή σουρρεαλιστική μια ταινία του Möbius

μην κάνετε πολιτική κύριε καθηγητά,
μόνο μάθημα.

#24

Τα περιστέρια γουργουρίζουν σ'όλα τα περβάζια την ίδια γλώσσα
τα εμπορικά περιστρέφονται γύρω απ'τον εαυτό τους

ο κούτσαυλος κύριος που γνώρισε η συμπαθέστατη δεσποινίδα
τρέφει γι'αυτήν ό,τι κι αυτή γι'αυτόν

ένα κοπάδι πέστροφες

το χτένι της μαγδαληνής δεν άφησε καρπό για καρπό αχάραχτο
ακόμα και τώρα, μέρες που δεν έχει πια καμιά σημασία, καμία

τα πλοιάρια του λιμενικού, το φέρρυ
η αδειανή προβλήτα απέναντι που κρύβεται απ'την ομίχλη

τα ψάρια του γλυκού νερού είναι παχειά στο δηλητήριο

---

κι εκείνη η μάνα τα μαγείρευε παρολαυτά
κι εκείνα τα παιδιά τα τρώγανε και ζούσαν

warum um Gottes Willen,
warum bin ich davongezogen? 

Komm ich zeig dir einen schöneren Traum

Ich sitze hier bei meinem Feuer
der neue Tag ist noch so weit.
Die Stunden meiner Lust sind teuer
sie sind aus einer anderen Zeit.

(cough, cough)

Φίλυρο

Τα βελανίδια θρυψαλιάζονταν στην αυλή. Πατούσαμε επίτηδες με δύναμη χαιρόμασταν τον ήχο, αυτή έτρεξε ανάμεσα στα δέντρα. Μείναμε πίσω και τη βλέπαμε που χόρευε αβαρής που κυνηγούσε καρδερίνες που σκιαζε τα έντομα
από δίπλα μου ο άλλος αναστέναξε απαλά ίσα να βγει λίγη φωνή μαζί
όταν τον κοίταξα μου είπε ότι πονούσε. Χάιδεψα το λαιμό του, κάθυγρος από λεπτό ζουμί χωρίς σπαργή
η λάσπη παχειά παγωμένη και πάνω αφράτοι σωροί τα φύλλα απ'τα πλατάνια τον τράβηξαν κάτω και γονάτισε
κι αυτή εκεί στην άκρη του πεδίου ξαπλώθηκε στη γη
η χλωμάδα και τα τεράστια μάτια και τα δάχτυλά της που τελειώνανε σε στρογγυλά ρηχά νύχια και η κάπα της μάλλινη που άρπαξε ξεφτίδια τι ευτυχία που της ήταν, ένα γλυκό παιδί
πετσοκομμένος απ'το ξύρισμα το αμφημερινό θαμπός μέσα στο κρύο δεν τον λυπήθηκα άλλο
στάθηκα πιο πέρα
κράτησα τον καπνό στο στόμα εκατομμύρια σημειακές γεύσεις
η πάχνη που αιωρούνταν διαθλούσε το φως σε χοντρές δέσμες, το δασικό τρεμούλιασμα έκανε τις εικόνες ασταθείς τα μόρια της δροσιάς και του αέρα μεγάλα σα νιφάδες
η ησυχία, η ησυχία







...

το βράδυ το βουβοθάλασσο ήταν πάστα από κάρβουνα
ξεκολλούσε απ'τις ξύλινες παρυφές της προβλήτας σα να'ταν λαδωμένες
τα παπούτσια μου βγάζαν το βήμα του φασίστα
ταπ ταπ ταπ ταπ ταπ ταπ
ταπ

Ενάμιση

Τα σεντόνια είχανε διπλώσει στο κέντρο του κρεβατιού, η ραχοκοκκαλιά μου έπεφτε μες στην τρύπα και πονούσε είχε πιάσει παγετός κι είχαν κολλήσει τα παράθυρα το διαμέρισμα έβλεπε βοριοανατολικά λευκό φως γυάλινες ίνες στις γωνίες των τζαμιών το βλέμμα μου γλιστρούσε απ'τα σημαντικά στα χέρια της ήταν μες στην ένταση οι κερκιδικές αύλακες ζεστές λαβές έδιναν μια βαθιά ανησυχία μια προσμονή διαφορετική απ'την ευτελή συγκινημένος σαν ζώο δεν εμπιστευόμουν και την κρίση μου ακίνητος τα νερά της διάθλασης απ'το χειμώνα στο δωμάτιο έπαιξε λίγο το στόμα της σαν σε χαμόγελο άρπαξε το λαιμό μου όπως

τα σεντόνια είχανε διπλώσει στο κέντρο του κρεβατιού τη ρούφαγε η τρύπα ιδρώτας λέρωνε τον τοίχο είχε διασταλεί είχε καταπιεί τα όριά της σχεδόν κοιμόταν αθόρυβη κι απαξιωτική αλλά δεν έκρυβε που παλλόταν ολόσωμη καρδιά πήρα φόρα απ'το στέρνο και τη χτύπησα, ξύπνησε πριν προλάβει- -άρπαξα το λαιμό της άνοιξε τα μάτια ν'αναπνεύσει απ'τους βολβούς άνοιξε το στόμα κατάπιε βουβά τα χέρια της ήταν μες στην ένταση αιωρούνταν εκατέρωθεν ετοιμάστηκε να κλάψει τη χαραμισμένη της ζωή την άφησα κι η νέα τριβή απ'το ξέπλυμα του αίματος συσπάστηκε μισή από ενθουσιασμό μισή από θυμό μισή από 'μένα δε μ'άφησε να φύγω

ακριβώς εκείνη τη φορά τα φροντισμένα νύχια της έσπασαν πάνω στη βιάση ο πανικός μου της πρόσφερε καλύτερη θηλιά σφίχτηκε γερά τεντώθηκα, βόγγηξε, ρέγχασα κρατήθηκα απ'τη μέση της την έσπρωξα δεν έκανε διαφορά νύχτωσε μεμιάς ιριδισμός του πετρελαίου στο ταβάνι στα σεντόνια αυτή υπηρεσιακή διακριτικά ικανοποιημένη τι θλίψη η τραχεία, και δόξα ο υπόλοιπος

θα μείνουν μελανιασμένες δαχτυλιές δεν έχω να εξηγήσω θα δει ο πρώτος που θα'ρθει για το κουφάρι.

#23

-

στο σπίτι του ελαφιού
οι τοίχοι είναι φως

-

κι εκτός 
οι σκιές των ποντικών γλιστράνε στα κράσπεδα / ο βόμβος του ρεύματος στα χάλκινα καλώδια ένας ψιλός τρόμος και λίγα απροσδιόριστα φωνήεντα χωμένα σε μια καθορισμένη γλώσσα τα χαλίκια που εκτοπίζονται πηχτή υγρασία ίκτερος του δαγγείου η αφθονία δίκτυο στους σκληρούς το φανάρι αναβοσβήνει πετάω τη ζωή μου στα τυφλά απέναντι / κομπολόι τα κλειδιά χέρια στις τσέπες δακρύζει ο καιρός κι οι σταγόνες δίσκοι στις πλάκες πάνω στη λάμπα του γραφείου των ειδικών / στο εφημερείο κάποιος στέκεται εμπρός της τηλεόρασης και σιγοτραγουδάει την ενοχή του καθαρός και τυπικός, σ'έχω ξανασυναντήσει / δυο λεφτά στο διπλανό κρεβάτι να χάνεις δυο βάρδιες, κι η νέα άρρωστη σκιρτούσε δίπλα σου / τα κουνούπια σκαλωμένα στις σίτες ο άκαφτος καπνός που όλα τα ψαχνά μυρίζαν έτσι έντεκα στον ενδιάμεσο σταθμό ο κύκλος του 19 οι θέσεις της παρηγοριάς το απόβραδο έκλαιγε σιωπηλά στην πλατειούλα / δε θα, και θα...

-

ο μόνος ένοικος έχει σπασμένα πόδια
περιμένει το γιατρό του κάβουρα

-

L'ebbrezza già si fa marea

One day, walking by the sea,
I heard a sweet voice calling me
I looked -but nothing could I see;
I listened -but no more I heard;
only the sea and the sea-bird
and the blue sky were there with me.
S. Stilwell

Feel the void

come in the gaping mouth
don't hit and run
don't hit and run

make yourself at me
tear your eyelids apart. Examine
carefully / bruised

slightly icteric, under the cloth
the nervure shines tense
well-deserved. Well-deserved

the last kiss on your forehead tastes of
disease, my fingers dipped in you

let me stay and
share some love
make a good sentence

let me stay and
watch me
feel the void

---

invent a new torment
throw me the guilt
no, no
you never
hit and run
hit and run

delicate as medieval silk
dissolving in my hands

---

Allzu früh, oder

Wie augenblicklich stellt das Herzjagen sich ein und
sitzt fest

der Tag ist sonnenreich wie alle draußen
aber im Raum meist bewölkt. Ich versuche das Leiden
mit einer Brotschnitte und Glass Milch zu heilen
es geht

zitternde Gefäße / ruhige Hand. Immer wenn du vor Angst wie gelähmt bist, schau
ich bin auch
egal
trotzdem halte ich meinen Griff konstant
wie lauernd macht langsamer, der Schlag
kurz danach kommt der Schlaf 
an.





Mit Seiferesten kann man seine Sünde nicht wegspülen.

#22 και.

Σουρουπώνει / σε κάθε φανάρι μια καινούρια δύση
πέφτουν οι στροφές και συντονίζεται ο σκελετός / πατάω λίγο γκάζι για να στρώσει
η όπερα του Γκλίνκα απ'το γραμμόφωνο στο ράδιο / η κάπνα μελωμένη

το φεύγα, το φεύγα είναι χάδι / το φεύγα, το φεύγα είναι χάδι
τα μαλλιά μου πιάνονται στη ζώνη / τα μαλλιά μου πλημμυρίζουνε τ'αμάξι
ευγενικό άγαλμα δίχως στόμα / φωνή βραχνή

σε βλέπω στον καθρέφτη / δεν κοιτάς
ένας από πόσους επιβάτες; / είκοσι χρόνια, δυο οδηγοί
τα κέρματα του ξενυχτισμένου συρφετού. Σε σκέφτομαι
συχνά / θα σου πω πώς θα

βγάζω το χέρι απ'το παράθυρο / χαϊδεύω το σαγρέ της σκόνης
τα μαλλιά ξεχειλίζουν ολόγυρα / χώνονται στους αεραγωγούς
τυλίγουν το λαιμό, τι ζέστη! / τα φώτα φαίνονται κι αυτά
φιλτραρισμένα ξανθωπά / τα μαλλιά είναι τα ίδια με τα νύχια

μες στις κυψελίδες σκουριάζουν οι βελόνες / απ'τη μια ο αέρας
απ'την άλλη / κάναμε ό,τι μπορούσαμε

---

(Wir atmen Eigenblut ein / von unseren Pflichten befreit 
die Schönheit der Form / lass davon 
kein Wort / verlauten)

#21

---

das hätte, das hätte besser sein können
das hätte, das hätte besser sein können

bloß rein

---

doch-

mein Blut, mein Blut ist überall geronnen
mein Blut, mein Blut ist überall geronnen

---

Ο λεπτός ιδρώτας της νέας γης




Η ταινία περιστρέφεται, οι τροχαλίες γυρνάνε
βουλιάζω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ή ό,τι έχει απομείνει
τα χέρια και τα πόδια μου προσαρτημένα και κάτι που δε βλέπω
διάσπαρτο γύρω και πάνω στο στρώμα

στρογγυλές κηλίδες διαστέλλονται, σβήνουν
γύρω από κάθε νύχι έχω σκάψει ενδελεχώς τον εαυτό μου
στο μεταμεσονύκτιο δωμάτιο φεγγίζουνε γλυκά
τα ντοκουμέντα
κι όταν πέφτει το δέρμα σου στους μαγνήτες, ξημερώνει

αρμύρα στις παρυφές των χειλέων
δεν υπάρχει παρά το κατακάθι της μανίας

η αγρύπνια της τέταρτης νύχτας και μέρας
τα λαμπιόνια που'ναι σβηστά απ'το Δεκέμβρη
τα κίτρινα άνθη που ξεραίνονται κρεμασμένα ανάποδα στο ντουλάπι

τα επιθήλια γίνονται γαλαξίες στο μεσοκυττάριο σκοτάδι
η πύελος ξεχωρίζει άχρηστος οστέινος κλωβός

γυαλίζω βερνικωμένος με το λεπτό ιδρώτα της νέας γης
μου είσαι μακρυά και τίποτα και το νέο στοίχημα
καθώς πέφτουν τα χαρτιά, εστιάζω αργά, εκλιπαρώ κι αποκαλύπτεται η τύχη


..........;;

Espenlaub

.
balde fahren wir nach-
aber wer weiß? vielleicht ist dieses Mal das erste und letzte

schenk mir deine Augen und deine Hände bitte
lass mich wieder und wieder, je und je an deine Haut riechen

bei günstiger Witterung
balde fahren wir nach-
ach, alles scheitert
.

ΑΚΟΥΩ

Η αναζήτηση του ενός θεού
τα φωτόνια που ανακλώνται
κομψά στα σώματα και στα πράσινα
τα καταπίνει απευθείας ο ινιακός λοβός
χωρίς περιστροφές, η νωπή δροσιά του
κλιματισμένου χώρου χαϊδολογάει τη
ληστεμένη προσοχή τους προσευχή
το δέρμα της παλάμης ίπταται ως
φωσφολιπιδικό αιολικό με τέχνη υφασμένο
γεύση κι οσμή στο ρινοφάρυγγα
δακρύζω απ'τις τρεις πλευρές πνιχτά απ'την ευγένεια;

#20

Οι λεπτές χορδές ακούγονται σα στάλες
πλιπ πλοπ πλιπ πλοπ



περιμένω διακριτικά στη χαρούμενη γωνία
κάτι άλλο, κάτι άλλο (που δεν έρχεται ποτέ)

πλιπ πλοπ πλιπ πλοπ
πλιπ πλοπ πλιπ πλοπ




ο εκφωνητής στο ραδιόφωνο περιμένει να παίξουν οι ειδήσεις
Berlin: Stuttgart: Damaskus: Madrid: Athen:

πλιπ πλοπ πλιπ πλοπ
πλιπ πλοπ πλιπ πλοπ
όσες στάλες και να πέσουν το μέρος δε νωτίζει...

GABA

καθισμένοι στο πεζούλι απέναντι απ'το αναγνωστήριο
καταιγιστικοί, θερμοί σαν Αύγουστοι

ο σκάρτος ηλεκτρισμός, η ήπια αγχόλυση
μ'έχουν ακίνητο πλημμυρισμένο από φόβο

ημιξαπλωτό στο κρεβάτι με το κεφάλι ακουμπισμένο στον πράσινο τοίχο
οι βολβοί γυρνάνε ράθυμα, η αναπνοή είναι ρηχή

ληθαργικό, χωρίς να νιώθω τα μέλη μου
και δεν είναι μόνο αυτά το σημαντικότερο είναι

πως μ'ενοχλεί ο χρόνος που φεύγει για όλους
και που για μένα φεύγει λευκός.

Όνειρο άλφα δύο

.
το συμπαθητικό μαστιγώνει την καρδιά, το αίμα χτυπιέται στις αρτηρίες
όμως οι κόρες μυδριατικές καταπίνουν το φως

3 ερωτήσεις
η αυτοματία,
η συζυγία,
η νόσος

τα μάτια ολάνοιχτα πίσω απ'τα κλειστά βλέφαρα
τα μάτια δεν κλείνουν ποτέ μόνο όταν τα κόψεις απ'τη ρίζα

3 ερωτήσεις
η αυτοματία,
η συζυγία,
η νόσος

κάποιο κρύο απομεσήμερο, περισσότερο κίτρινο παρά γκρι, φιλτραρισμένο
χάρτινο και πορώδες κι η άσφαλτος βαμμένη απ'το χώμα κι οι άλλοι ήταν εκεί
εν μέσω μιας προϊούσας ευημερίας, το πρόσωπο, η καρωτίδα που έσφυζε κι ανέδιδε
βρέθηκα εκτός του σκουπιδένιου κορμιού που ίδρωνε, μακρυά απ'το μουσκεμένο κρεβάτι.

3 ερωτήσεις
η αυτοματία,
η συζυγία,
η νόσος
.

Όνειρο άλφα

Θα περιμένουμε ακόμα ένα δεκάλεφτο, αν δεν έρθουν θα φύγουμε-
ναι
έξω έχει μαλακό καιρό του όψιμου χειμώνα, το φως γλείφει τα πάντα
μυρίζουν οι εκατομμύριες ακίδες των πεύκων κι η Εξοχή γιατρεύει τους φθισικούς
η γη είναι αφράτη απ'τα λιωμένα χιόνια και βαθυχρωματική
Πάμε στο μεταξύ μια βόλτα στον αυλόγυρο-
ναι
κι πέρα απ'το κτίριο της αιμοδοσίας στο δασάκι που'ναι αδειανό όταν δεν έχει εφημερία
τα παπούτσια μας βουλιάζουν σε κάθε βήμα ως το υποδόριο
στο τέλος της ανηφοριάς φτάνουμε στη χτιστή βρύση μ'εμβόλιμα σχέδια ολλανδικής πορσελάνης
οι εκφυλισμένες οσφρητικές ταινίες παίρνουν φωτιά
πέριξ της βρύσης το πλατώ στικτό απ'τις ακτίνες του ήλιου πότε λευκό πότε πράσινο
απ'τους θαλάμους δε μας βλέπει κανείς
κωλοκαθίζουμε δίπλα δίπλα ή και περισσότερο
λύνομαι
ξεχύνονται τα οστά κι ο ερειστικός ιστός απ'το στόμα μου σιωπηλά, το μόνο που συγκρατεί το αίμα είναι το δέρμα
ροδαλό λερό μετάξι
οι επιπολής φλέβες οι ράγες των δαχτύλων το θέναρ πηχτό ζεστό γάλα με μέλι
τι ευγένεια μέσα σ'όλο τον εξευτελισμό
η γλώσσα η γλώσσα
όπως χωράω ανάμεσα στα χείλη και τα δόντια ένζυμο κι υπόστρωμα
μουρμουρίζεις κάτι τρυφερό, πότε λευκό πότε πράσινο
ακούω
=
τα φανάρια κάτω στην είσοδο
ιδρώνω πάλι μετά τη λησμονιά σ'όλες τις δίπλες του κορμιού
λίγος ορός νωτίζει το κάθισμα,
διαχωρισμένος απ'τα έμμορφα.

Η ταχύτητα του ήχου

Οι νάυλον χορδές οι νάυλον χορδές λιωμένη ζάχαρη στον υδρωπικό κοχλία
ο ήχος ταξιδεύει γρήγορα κατά μήκος της ηπειρωτικής πεδιάδας.
Καθιστός μ'εγκαύματα λεκέδες όπου δεν έκρυβε το ύφασμα το δέρμα ίσα που φθείρεται
τα νύχια βαθιά κομμένα καθαρά πώς νύχτωσε δεν πήρα πρέφα μόνο τον ολοκάθαρο ουρανό του μεσημεριού έχω στο νου μου και γύρω ο χρόνος ακολουθεί τους ευτυχείς, κανέναν που υποφέρει. Το λικέρ από αγριοφράουλες
θυμάσαι το λικέρ από αγριοφράουλες, επιθεωρητή;
εκείνη η βραδιά γιατρεύει την παραφροσύνη των ρυζοκαλλιεργειών, μ'όλα εκείνα τα κουνούπια μες στην κούραση του δρεπανιού που αστράφτει όλη μέρα τη μια να ξεγεννά την άλλη να σκοτώνει. Σταμάτα ν'αναβοσβήνεις τη μέρα από εμπρός μου εσύ και τα μαλλιά σου, της είπα, σταμάτα να μουσκεύεις τα ντουβάρια δεν τους φτάνει η εντόπια υγρασία;

-

Έγειρα πίσω στα δυο μαξιλάρια, έκανα να ηρεμήσω τεντωμένος την ένιωσα που σηκώθηκε απότομα μόλις άνοιξα τα μάτια να δω πού πήγαινε άστραψε ο σπασμός της κι η μέρα κι η νύχτα από εμπρός μου
η λάμα του μαχαιριού της χλιαρή στη ζέστη την υπόλοιπη του σώματος μια - δυο - τρεις
φώναξε αααα έναν απηυδισμένο στεναγμό σκούπισε τη λαβή με το σεντόνι πήρε την πετσέτα της κουζίνας κι έφυγε πιάνοντας τα πόμολα εμμέσως και τότε άκουσα
γκλουγκ
γκλουγκ
γκλουγκ
όπως χυνόμουν έξω μου
ο ήχος ταξιδεύει γρήγορα κατά μήκος της ηπειρωτικής πεδιάδας τα κουνούπια γαντζωμένα στη σίτα κι άλλοι περίεργα ντυμένοι που μύριζαν το αίμα,
γουργούρισα τ'όνομά της λικέρ από αγριοφράουλες πλημμύρισε πηχτό χυλό το στόμα κι η μύτη μου
δεν είχα ανάγκη γι'αέρα κι άλλες αδυναμίες των ζωντανών
γκλουγκ
με θυμάσαι, επιθεωρητή, παγωμένο όταν έπιασες την παλάμη μου και κόλλησε στο γάντι; Είχα υπάρξει και φλογερός γεμάτος τρυφερότητα
παλιότερα αλλά ενέσκυψες αργά.

-

Η ταχύτητα του ήχου δεν εξαρτάται απ'τη συχνότητα.

Ρηάλιτυ

Τι κάθεσαι έτσι; Τι κάθομαι έτσι. Πώς κάθομαι. Δεν αλλάζει απ'τη μια μέρα στην άλλη, πάντα κάθομαι. Κι όταν στέκομαι πετιώνται οι αιμορροΐδες. Η δροσιά κι η θάλπη κολλάνε στο δέρμα μου σα φιλμ και γίνομαι βρωμιάρης. Τα μαλλιά, όχι δεν είμαι φαλακρός καθόλου ακόμα, ένα τραχύ λεπτοφκιαγμένο κεπέγκι που κρύβει το κροταφοβρεγματικά πιττωμένο μου κρανίο. Κάθομαι μες στα ίδια ρούχα που κάθομαι παντού, είμαι σε μια καρέκλα πακτωμένος κι αλλάζουνε οι πίστες από εμπρός των ματιών μου, πότε τ'αυτοκίνητο, πότε η αίθουσα, πότε το γραφείο με το'να ή τ'άλλο βιβλίο, πότε ο θάλαμος, πότε το τραπέζι, πότε ο νεροχύτης με αίματ'απ'τη μύτη, κι εγώ σα βασιλιάς τα βλέπω όλα να εναλλάσσονται σε συναυλία για τις μάζες. Καταπίνω αλλά έχει στενέψει ο οισοφάγος και το κάθε πράμα αργεί να πάει κάτω, κι όλα τα γεύομαι περισσότερη ώρα απ'όση πρέπει ώσπου να φανεί η άσχημή τους φάτσα. Χώνω το δάχτυλο στο ρουθούνι γι'ανασκαφές μέχρι να βγει ο κόκκινος χρυσός, κι έχω ίσα με 5 λίτρα μέσα μου και πάλι είμαι φτωχός και τιποτένιος. Τα χάπια αστράφτουνε κι αυτά σαν τα κοσμήματα μες στ'ασημόχαρτά τους όπως τα φωτίζει τώρα το μεγάλο πορτατίφ. Στην άλλη οθόνη κάποια πασαλειμμένη με γλιστερά μαντζούνια παίρνει γκριμάτσες κάθε λογής δαγκώνεται ξεδαγκώνεται ανοίγει κλείνει το στόμα ντεμέκ ηδονικά και κάποια ψωλή με πόδια εκλύει το συναίσθημα αλλά δεν τους ακούω είναι βωβοί γιατί περισσότερο απ'όλα η ταλαιπώρια μου είναι στ'αυτιά. Οκλαδόν ανεβαίνει λίγο η πίεση αλλά η ζάλη μου είναι η ίδια η χτεσινή απ'το πρωί που ξύπνησα τα μάτια κλειστά κι όμως το γνώριμο δωμάτιο να περιστρέφεται σ'έναν ήπιο γλυκό ίλιγγο της ψυχικής σκουριάς. Άλλο κρεβάτι απ'αυτό δε με φαντάζεται νεκρό κι ούτε άλλο πάτωμα ματωμένο κι είναι γεμάτα φροντίδα ο κόμπος στο λαιμό με πνίγει κι οι γουλιές γυρνάνε στα πνευμόνια ζωντανές. Τα ροδαλά μου χέρια, ο μενεξεδένιος ουρανός του απογέματος, το παντοτινό ημίφως στους κοινόχρηστους, τα πράσινα και μπλε των διαδρόμων, τα χείλη της κάθε νοσοκόμας, είναι όλα σκυλίσια όραση εικόνα από παλιά τηλεόραση. Μόνο το βαθύ φλεβικό άλικο της εσωτερικής μου αφθονίας ξεχωρίζει. Έχω υποσχέσεις να ξεχειλίζουν απ'το στόμα κι απ'τ'αυτιά, δε θα αυτό και θα εκείνο, μα κάθε βράδυ ο ύπνος με παίρνει καθιστόν και ψεύτη και κάθε πρωί με βρίσκει καθιστόν και ψεύτη. Κι ο ύπνος έξι, εφτά ώρες έχει γίνει ισότιμος της μέρας που απομένει. Στην άλλη οθόνη πολλά παραθυράκια γεμάτα όργανα όλων των κατηγοριών περιμένουν ν'αρχίσω ξανά τη μαλακία αλλά έχω πονέσει και δε βγάζει πουθενά.

Νωτιάδα φθίση

Το λινό σκέπασμα είναι γδαρτικό. Το στρώμα καταπιόνας. Η πρώτη πληγή έχει ξεθωριάσει στη μνήμη κι ούτε που ανακαλώ την όψη της, πώς μίλαγε, πώς ήταν παρά μόνο η αμυδρή της δυσαισθησία σαν ιδέα στους βουβώνες ξορκίζει το κακό. Οι νύχτες είναι νύχτες νεκρών κι οι μέρες, οι μέρες είναι χιλιάδες λινά σκεπάσματα. Απ'το σκοτάδι καταχωνιασμένος στο στρώμα βλέπω τ'αγγεία των βλεφάρων μου, μέσα μου κι απ'έξω μου το αίμα μου 0.9%. Δεν αλλάζουν τα τοπία ούτε επί του ενός ούτε επί του άλλου τοίχου που'ναι πάντα πράσινος ή λευκός.

Όταν ενώνονται τα φορεία μαζεύονται πολλοί ξαπλωμένοι στους διαδρόμους και σπέρνουνε τον πανικό. Κι είναι φτιαγμένα για να'ναι ενωμένα αλλά ξεκολλάνε αμέσως άμα τ'αφήσεις. Στα πόδια μου που τα'χω βγάλει απ'το σκέπασμα για να μην ιδρώνουνε γλείφει το ρεύμα απ'το παράθυρο της ανοιξιάτικης ψύχρας. Οι γωνιές του ταβανιού επαλειμμένες με σκιές των προηγούμενων ενοίκων. Δίπλα πάνω στα ροδάκια στέκεται το πρωινό ψωμί και γάλα. Οι ώμοι παγώνουνε, η πλάτη έχει μαρμαρώσει.

Θα'ρθει να πάρει πίσω τα φαγιά, θα τα πετάξει κρίμα. Το κέντημα στην οσφύ μου έχει γίνει λουλουδένιο. Το μαξιλάρι ευθυγραμμισμένο με το στρώμα όλα μαζί τα περιεχόμενα του κρεβατιού κολυμπάμε σ'ένα αχανές λαρύγγι. Οι σάρκες μακρυνές κι οι μύες όλοι χαλαροί πλαδαρεμένοι και το κοκκινωπό σκοτάδι δεν είναι απ'αυτές μα απ'τ'αγγεία των βλεφάρων μου. Πάνω στον αμφιβληστροειδή συγκεντρώνονται λευκές ριπές απ'τα βρασμένα βαμβακερά και πίσω στο μυαλό εκλογικεύονται σε κόκκινες και μαύρες.

Ακούω χλωμές τις ομιλίες κι ασυνάρτητες όπως το κεντρικό μούδιασμα τις χωνεύει όλες. Το χέρι του νοσηλευτή είναι δροσερό και μετακινεί το δικό μου ώστε ν'ακουμπάει στην κοιλιά του πάνω απ'τα πράσινα. Τα δάχτυλά του απ'το ίδιο ύφασμα του δέρματός μου συγχέονται οι δυο δουλειές συχνά μα τη βελόνη δεν τη χάνουμε ποτέ ανάμεσά μας. Νοσηλευτής δεν υπάρχει, μόνο χέρι και τα πράσινα. Η άδικη αισθητικότητα πεταμένη στο φλοιό λυγάει τις παλάμες και τα χείλια αλλά δεν κινείται τίποτα. Κοιμάμαι εν μέσω εναγκαλισμών και συντροφιάς κι όταν ξυπνώ,
ξυπνώ θεραπευμένος.

κι όταν ξυπνώ,
ξυπνώ κάτω απ'το λινό σκέπασμα ρουφηγμένος απ'το στρώμα.

Η πορεία είναι απ'το ένα στο αυτό σημείο, μια μισή ταλάντωση. Απ'το κράσπεδο στο σβέρκο ή στη θάλασσα που στα δέκα μέτρα γίνεται τσιμέντο παρηγορώ τον εαυτό μου με το άδειασμα στο στέρνο ώσπου ν'αγγιχτούνε. Κατάκοιτος ήσυχος στο Δ με τους άλλους τρεις στα προηγούμενα γράμματα και πιασμένος με το χέρι του νοσηλευτή φαντάζομαι τη μεγαλύτερή μου δόξα την πιο διαυγή μου ευτυχία πριν το ένωμα πριν την έκρηξη του σπλήνα. Μόνος καθώς βρίσκομαι παντού δεν έχει καλύτερη παρηγοριά μα στη σκέψη του θανάτου.

Το βλέμμα μου είναι καθηλωμένο πια, τα πόδια μυρμηγκοφωλιές
αγαλματένιος, πανέμορφος που είμαι
αγκιστρώνω το λινό στον καθαρό λαιμό του, εκπνέει μια ζωντανή ανάσα
τα κροκοδείλια δάκρυα του Bell μουλιάζουνε τα μάτια μου
το αίμα πηχτό ζουμί
θ'αραιωθεί στη θάλασσα.

Κι όταν ξυπνώ, ξυπνώ κάτω απ'το λινό
σκέπασμα ρουφηγμένος απ'το στρώμα
λίγο πιο άρρωστος ακόμα, 
λίγο πιο άρρωστος ακόμα.

Don't be sad I know you will, don't give up until

My two years' summer left me
I don't know what to do now

I listen for the express line
wait at the station, 30°C raining

wait at
wait

what
-

the car's windows got filmy
my head evaporated

so I did too.
-

Δουγλάσσειος

-

μες στην κοιλιά γυαλίζει το ιωδέλαιο
οι σάλπιγγες βατές

στάθηκα παγωμένος δίπλα στο πλυντήριο
σκεφτόμουν την εξομολόγησή της

κατάπινα τις ώσεις που ανεβαίναν απ'το στομάχι
στην παραζάλη της δευτεριάτικης αργίας

κι όταν προσκυνούσα, κι όταν ξάπλωνε ανέκφραστη
μες στην κοιλιά της λαμπύριζε η γονόρροια

καμιά τους δεν είναι στεγανή
βάζω το χέρι μου στο σβέρκο της και βγαίνει απ'τη μέση

ό,τι έπιασα με τα δάχτυλα από χθες
τώρα ρέει στ'αγγεία της

κι όπως προσκυνάει, κι όπως γονατίζει
μες στην κοιλιά της αστράφτει λευκό το αίμα

-

Συνεντευξιαζόμενος

-
κοιμισμένος ξυπνητός σαν το κουνέλι τα βήτα κύματα είναι για ν'απορείς
εσύ όταν ονειρεύεσαι πώς; κυλάει απ'τα χείλη σου σιρόπι ρεβανιού
μονταρισμένο σε κάποια απ'τις λίγες γνωστές μου γειτονιές σε κάποια
απ'τις λίγες γνωστές μου παραεκκλησιαστικές γυναικείες τσαγιερί
-
το πρώτο πικρό σάλιο του πρωιού σε θεραπεύει έλεγε χθες στο ράδιο
κι η φωνή ενώθηκε εσύ όταν ονειρεύεσαι πώς; σπασμένη και βαριά
τα βλέφαρα συγκολλημένα απ'τη λήμη οι επιπεφυκότες γυαλιστεροί ξεκουρασμένοι
το κεφάλι μου βαρύ: ο ύπνος των μικρών ωρών
-
το γιασεμί που βγαίνει απ'το σώμα σου ο κέδρος απ'τα ξύλα
το κακόχρονο θέρος η πρώιμη πείνα τα φώτα που αστράφτανε στην περιφέρεια
οι στάλες η διάχυση οι λευκοί τοίχοι το χλιαρό πάτωμα η λάσπη στις λακκούβες
η αφή της μαλακιάς σου παλάμης κάτω απ'τις ράγες των δαχτύλων μου
-
εσύ όταν ονειρεύεσαι πώς; παραμιλώ. Έπινα μια τσάι μια ξέπλενα το κουλουράκι
ταραγμένος με τη γλύκα που βγήκε απ'το στόμα σου το νου μου
ένα εικοσάλεπτο κι η προέκταση της υπνικής ευτυχίας ρουφιέται
χωρίς κανένα θόρυβο, μες στο σημείο κηλαϊδίτη.
-

#19

Το στόμα του μυρίζει τα πέντε στάδια του πένθους
διαστρωματωμένα, δυσδιάκριτα
το'να χωμένο μέσα στ'άλλο

είναι κέρινος παραλυμένος στο βάθος του θαλάμου
δίπλα στο παράθυρο κάτω απ'τις ρωγμές
απ'το διάδρομο που πηγαινοέρχομαι

Σε βλέπω!
το πρωί όταν ανοίγει η αδερφή να σας ξυπνήσει
από μένα ως τον Cotard δεν υπάρχει διαδοχή

κάνει ρεύμα κι εδώ στην εξοχή φέρνει τα πεύκα μέσα
η βροχή τα'χει μουλιάσει μα πάλι ξεκουνιούνται
η ανάσα του είναι ζωντανή

μόνο το φίδι γεύομαι τ'αρώματα
στην άκρη της γλώσσας
χτυπώ την κάρτα θα κάνω δεκαπέντε μέρες να ξανάρθω

θα χαθεί μαζί με τ'άλλα εξιτήρια; ποιος ξέρει
κι η προϊσταμένη δε θα θυμάται πια...

22.-23.03

-
Κι η θάλασσα φύτρωσε καλάμια και περπατάει προς τα μέσα ο σύλλογος ερασιτεχνών κι επαγγελματιών ξέγινε παράπηγμα τα κωλόσκυλα γίνανε καπνός
και δυο μέρες σερί στέκομαι κάτω απ'τον ανοιγμένο μάρτη μέσα στην πάχνη των φυκιών
το πτώμα της χελώνας κομματιασμένο στην ακτή, η εικοσαετής μπόχα των νεκρών
ο χοντρός με το παλιό αυτοκίνητο με καφάσια στη σχάρα οροφής στη διπλανή μαρίνα
με βασανίζει η Αθήνα, πώς ποτέ δε θα λυτρώσει την ξερική της τιμωρία
και με κάνει να διψώ
μ'αρρωσταίνει το γκριζωπό μου αίμα ο ανεξέλεγκτος καιρός που αλλαξοπίστησε
μεσημεριάτικη σιωπή απογευματινή αργία, η εικοσαετής μοίρα των αγαλμάτων
απ'τα επιφανειακότερά μου αγγεία, αναδύονται ρυάκια από τσιμέντο τώρα ξέρω
μ'ένα διάλειμμα ωρών προλάβαν να ρουφηχτούνε χρόνια κι όλη η παλαιά δόξα
στη σκιά της πεσιάς με τ'άρωμα των λουλουδιών της ροδιάς στο χέρι
εκατέρωθεν των παπουτσιών μου στάγδην χορηγώ στην άμμο τη σύμπνοια μου
όπως πηγάζει γνήσια και καθαρή από ψηλά στο πρόσωπό μου της ντροπής
κι η άμμος έκανε γούβες και στις δυο μεριές κι είπε ναι, σ'ακούω, πάρε ένα βήμα μπρος
κι εγώ υπάκουσα κι ο σύλλογος ερασιτεχνών κι επαγγελματιών πήγε ένα βήμα πίσω
κι άρχισε να ζωγραφίζεται η διαδρομή μου δίπλα στο κουφάρι
κι η θάλασσα έπνιξε τα καλάμια περπάτησε προς τα έξω κι ενωθήκαμε
-


Ώντρυ Χορν

Η καρέκλα ήταν η συμπάθειά μου κι ας έσταζε λιωμένη η σάρκα απ'την άκρη δίπλα στο εμπρός δεξί πόδι της τα πόδια της λιγνά ψηλά καταπώς τους πρέπει το φουστάνι φαρδύ κάτω κατακαλόκαιρο μέσα Απρίλη τις νύχτες πέφτει ψύχρα έτσι είθισται στις ηπειρωτικές περιοχές τις νύχτες τα φώτα τα σεινάμενα έχουν δεν έχουν περάσει χρόνια κι όμως τα θυμάμαι σα να'ταν χθες -δεν ήταν- να σπάζουν την πήχτρα του καπνού το μάγκωμα της νεογνικής αντίδρασης οι αγκώνες πιασμένοι στο μπαρ με τη μέση σπασμένη η καρέκλα ήταν η συμπάθειά μου κι έτσι έθρεψα εαυτόν ο εαυτός της βελούδινος στην αριστερή μεριά του φάσματος κι αντανακλούσε το παγωμένο μου αίμα βρασμένο σε αιματμούς τα δάχτυλά της μακρυά μ'ακρόνυχα αιχμές η σκέψη τους μονάχα έπινα άλλη μια γουλιά γινόμουν λίγο περισσότερο άνθρωπος όσο χόρευε χόρευε καθιστή κι όρθια μαζί στο άκουσμα των συντονισμένων μας γοητευμένων αναπνοών τα χείλια μου ξερά κολλημένα τα χείλια της χυμοί το στόμα της πληγή περισσότερο απ'των άλλων στο σπίτι με περίμενε η πίστη τρυφερή και μαλακιά ξαπλωμένη στα λουλούδια των λινών αλλά όχι όχι Πάψε να μιλάς έπαψα να σκέφτομαι το βρωμιάρικο στερέωμα δεν είχε ούτ'ένα άστρο κι ο αέρας ρουφιότανε μέσα στο μαγαζί όσο άσθμαινε το ίχνος απ'το κερασμένο μου νερό την άσβεστή μου δίψα τα νώτα στις παλάμες στους βουβώνες όπως μουλιάζουν τα σημεία επαφής οι παρέες με το σκύλο πρωτεύουσες γραμμές ωωω τι παγωμένο πρωινό ξημέρωσε μετά
τι παγωμένο πρωινό ξημέρωσε μετά,
ακίνητος απ'τον πόνο και τη μοναξιά
-


Hospital yard

-
shiver, shiver
shiver, shiver
sweat, sweat
the mouth glows the vessels dilate
watch how they hardly remember
so every next is first
hands nervously clasp
shiver, shiver
shiver, shiver
sweat, sweat
avoid in a timely fashion, manners that is
request, respond, request, respond
but never in reverse
so that doubt remains proud as you stand
expecting the victim
shiver, sweat
shiver, sweat
shiver, shiver
-

Καρφολογίες;

Απ'το θολό παράθυρο και μες απ'τις σταγόνες είδα ένα καβούρι γυαλιστερό μουσκίδι μεγάλο ίσα μ'ένα σπίτι. Το σταμάτα-ξεκίνα των στάσεων το'κανε να πλησιάζει εύκολα. Κι όλο και περισσότεροι βρεγμένοι με καμπαρντίνες ανεβαίναν και όλο και περισσότερο κολλούσαν οι υδρατμοί των ρούχων τους και της αναπνοής μου. Έφτασα να μη βλέπω τίποτα έξω πέραν των χρωμάτων και το ξεκάθαρο πλαίσιο του χρησιμοποιημένου μέσου που όμως ήταν τόσο καθαρό, κοφτερό σαν το πλυμένο μου μαχαίρι. Το πλάσμα με τις κεραίες σε αργή κυματοειδή κίνηση μας αισθανόταν παστωμένους στο κουβούκλιο. Κάποιος πήρε την ευκαιρία ν'ακουμπήσει κάποιον που δεν του αναλογούσε, η ανάσα μιας σταμάτησε για λίγο, άλλος μουρμούρισε αργκωτικά για πρέζες, κάποιος ψέλλισε το φόβο του κι ο οδηγός είπε με συγχωρείς αλλά το φανάρι είναι κόκκινο, δε βλέπεις; Τι μπορώ να κάνω εγώ υπάρχουν και κανόνες. Κι έτσι στεκόμασταν όλοι μέσα στο χαμάμ της τελευταίας μας στιγμής. Αυτή η βρώμικη ζωή μου είναι σκέτη ευτυχία και τώρα την αφήνω δεν είναι θλιβερό δεν είναι θλιβερό σκεφτόμουν μόνο όσο το καβούρι αποφάσιζε. Τα γοργά του πόδια πανοπλίας το'φεραν ολόδιπλα άπλωσε τα χέρια με μια λατρεία πνιγηρή εμείς ρουφήξαμε όλη την υγρασία από μέσα, μέσα μας

το επόμενο πράγμα
έπεσε το φανάρι και φύγαμε απ'τη Λαγκαδά.
-

Correcto, incorrecto, sé aprender todo al respecto

Χτυκιό όπως έχω συνηθίσει κρεβατωμένος διακριτικά ή στο πόδι και σκυφτός δεν έχω δει έξω μέρες τώρα απ'ό,τι περνά διαμέσου της κουρτίνας μαντεύω συννεφιές τίποτα ενδιαφέρον μόνο μέσα στο κρανίο ό,τι πλέει και αποφορτίζεται. Κάτω απ'τα νύχια έχει μαζευτεί παλιά βρωμιά πρώτη φορά συμβαίνει; ε όχι. Το σπίτι αστραφτερό ευφημισμός καλά θεμελιωμένος η δροσιά της νιότης σου η ξεκούραστη ματιά λυγίζουν τα χέρια μου αλλά δε φτουράς.

Τα λεωφορεία φεύγουν απ'το αμαξοστάσιο η άσφαλτος λιώμα αριστερά και δεξιά που κυλά το βάρος τους τα καλοκαίρια διασταυρώνονται σε σημεία όσα αρθρώνονται οι σπόνδυλοι. Οι ανάπηροι των φαναριών και οι λάμπες αλλάζουν κλίμακα ρυθμισμένοι όλοι περιοδικά ανεξαρτήτως μετεωρολογικού δελτίου κι απεργίας. Το γκρι το εθνικό μας χρώμα, αρχή ή τέλος της κάθε εποχής και μέση πάλι γκρι. Οι ίριδες που έλαβα κληρονομιά κι αυτές γκρι και μια μεγάλη αγάπη για την πατρίδα κάθε φορά που αγγίζει το κεφάλι το προσκεφάλι να ξεκουράσω τη μέση συσπασμένη στις βάρδιες εναλλάξ και βραδιές.

Η θέρμη της μεσομήνιας συγκίνησης κρατάει ίσα μ'ένα παραπάτημα και το δια βίου φέσι εγώ δεν ξέρω απ'αυτά προσωπικά μόνο παρατηρώ και ταράζομαι αλλά δε μαρτυράω και δεν καθοδηγώ, ας τη δω να σκονταύει στο κράσπεδο καταλαβαίνω μόνο από ζωντανούς και νεκρούς αναμεταξύ των επιμέρους δεν υπάρχει διάκριση κι ας τη δω να σκονταύει στο κράσπεδο θα περάσω από δίπλα με την ίδια βιασύνη του δευτεριάτικου πρωιού ούτε η άκρη απ'το άνορακ δε θα τη σκουπίσει τόση στειρότητα και τη χαίρομαι τριάντα μέρες στον κύκλο του φεγγαριού ακόμα κι αν έχω χωθεί στα σκεπάσματα και τρέμω και ιδρωκοπάω και δε βλέπω αν είναι μηνίσκος ή δίσκος όπως το κρύβουν οι κουρτίνες.

Το φως της πηγής με κρατάει προσηλωμένο η μέρα έξω έρχεται και φεύγει όμως εγώ μ'ευλάβεια προσκυνώ και πιάνομαι σ'όλους τους ραχιαίους κι ωμοπλατιαίους ακίνητος όπως διατάζει η πίστη μου για να φτάνουν τ'ακροδάχτυλα στ'αυτιά των παρηγορητών μου που είναι πολλοί αλλά δεν τους έχω δει, δεν τους έχω ακούσει, δεν τους έχω φανταστεί ούτε στον ύπνο. Δε μου'χουν πει να καθαρίζω τα νύχια αλλιώς να τα κόβω απ'τη ρίζα; και μια και δυο και τώρα η τιμωρία δε φαίνεται στην αξονική όπως κι αν το κόψω η στροφή δε χωράει την ευθειασμένη μου βλακεία.

Κι έτσι η σκέψη συνεχίζεται στη σπείρα της αρρώστειας πόσο κρίμα είναι που'ναι τμήμα με σημειακές άγκυρες όλα τα ενδιάμεσα είναι ενοχικά κι εγκλήματα που τα ντύνεσαι περήφανα κι άμα σε γεράσουν αρκετά ή σε σκοτώσουν παραγράφονται, αναρωτιέμαι θα βγάλω τη νύχτα ως το πρωί;

#18

Safe in the hearth the sisters sleep despite the discreet scramble
the big bed the roseate sheets the flowers laid flat under the skins
wrong and round ending and start I hardly anymore really tell apart.
-
Four blocks away behind the glass screen there stands history of itself an instrument
through which the wind goes through untouched but every now and then I'd hear a word or two
mouth best remain shut than agape before the sin our worth is even less than this
-
no, four blocks away behind the glass screen there drives by a train thrice a day thrice a night
not each time the same, of course; seasons command the destinations. The guards at every crossing
survive through the hours of their spell they drain by the rails all crossings are dark, that too.
-
A playful thought, vision that runs faster than the feet would ever. When the year opens and closes
when the one slides to the other the innards follow the shift
safe in the hearth we sleep despite their discreet scramble, never had we any sisters never did we get to know the flavor the touch the big bed the roseate sheets gardens laid flat under our skins not one would ever dare to sneak inside make us bleed disrupt our peace. I slip through the hours and they don't exist and we don't get old we exhaust our remaining beats invested in this interlaced speech
every now and then you'd hear a word or two, you'd better shut
you know about your worth and this,
that's how we are, not how we last.

The land is separation

-
at sea the anchors hold us still
lie, the waters will move worlds around us while we stay

the waves bring in a piece from everywhere take away then
the sand burries itself
-

#17

Dann hat der Exot mir gesagt:
willkommen, wir
haben dies das und jenes
jeden Tag bemühen wir uns um unsere Leben würdig zu machen
aber niemand besucht, niemand kommt mal an.
Daran dachte ich wir
nehmen dies das und jenes weg
jeden Tag bemühen wir uns um unsere Leben mehr zu leben
der Nebbich besucht, der Nebbich kommt mal immer an
aber der Hunger bleibt nicht still.

Εάν λοιπόν προέχη το άλας εν τω ανθρώπω

Ανεβαίνει κάθεται δίπλα μονολογεί μοτέρ σα μοναχός σε κάθε φανάρι ακούω το τρίξιμο τα έντερα τέρμα τεντωμένα πότε θα σπάσουνε τα ράμματα και θα μας μπουν στο μάτι
πότε θα σπάσουνε τα ράμματα και θα μας μπουν στο μάτι
πανέμορφη παγωνιά πανέμορφα λασπόνερα
η μόνη σκόνη που σηκώνεται είναι η αχλή της αναπνοής
οι άπλυτοι το χειμώνα ξεπλένονται ενώ η ζέστα μας μολύνει όλους
κι άλλες λυμφατικές φυσιογνωμίες δίπλα του κι απέναντι
ολισθαίνουν πάνω στον εαυτό τους γλοιώδεις καθώς είναι απ'τη φύση τους
κι εμείς αιματώδεις κατά τα Ιπποκρατικά αναρωτιόμαστε κάθε φορά που ανάγεται η χθεσινή γιορτή πότε θα σπάσουνε τα ράμματα και θα μας μπουν στο μάτι
κάπου στο βάθος κάπου παλιά το είχα ακούσει
όχι υπό τάση, όχι υπό τάση
τώρα θα ζούμε με το φόβο.

Trailer trash

that so be black behind the page
especially leading the horde, chasing the prey

a belly full of life, no more than sticky mud
they stand on dirt, consume, inhale the same

and this and only this they contain, too
yes -when they bleed, it's black like that.