© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Κοντή ενδοσκόπηση


Ώρα χέσε μας το πρωί η αναστήλωση της πλάτης από το μικρούλη λήθαργο της νύχτας. Τρώω γουήταμπηξ με ξινόγαλο ρομποτικά, σαπουνίζω τα κρουστιασμένα βλέφαρά μου, βουρτσίζω την κώμη και περνάω πέντε λάστιχα για να μη φεύγει τρίχα. Ντυμένος εισέρχομαι στα φωσφορούχα ποδοβράκια, αμπαρώνω το μπουφάν και φορτώνω τις γαλότσες. Πιο έτοιμος από ποτέ κατηφορίζω τα διακόσια μέτρα απ'το σπίτι στην προβλήτα. Με παίρνει το S&S για Γκορμ. Στο καμπούνι διαβάζω το δελτίο καιρού. Τέσσερεις με δώδεκα, σποραδικές βροχές, εφτά οχτώ μποφώρ Δ-ΒΔ, στανταριές. Το ξέρω πως δε γράφω όπως παλιά. Η νιότη μου έδινε μια φανταστική πολυχρωμία στις σκέψεις. Τώρα γύρω στο ζενίθ μου οι μπογιές έχουν ξεπλυθεί. Δεν τα έχω δει όλα, η γραφική παράσταση αυτής της διαδικασίας είναι ασύμπτωτη, αλλά πλησιάζω και θα πλησιάζω και θα πλησιάζω χωρίς ποτέ να αγγίξω τα όλα αυτά, τελεολογικά και πάντα προλαβαίνει ο θάνατος. Ο περιέχτης μου λικνιέται δώθε κείθε μες στο πλεούμενο και τα γόνατά μου βρίσκουν στα γόνατα του Σόφους του αυτοματιστή που κάθεται αντίκρυ και παίζει ποδοσφαιράκι στο κινητό του. Πίσω μας χαράζει, εμπρός ομιχλοσκόταδο. Τρεις μέρες στη μεταλλοσημαδούρα με το βραδύ της βόμβο, με τον ύπουλο σφυγμό της, με το μόνιμο τικ τοκ τακ τικ τοκ τακ της πινγκπονγκιέρας και το σσσσσς των αυτόματων πωλητών Μαρς, Σνίκερς και πατατακίων. Υπηρετώ απρόθυμα τους πάντες απ'τα δεκαοχτώ τους και μετά, μετέφηβα πρεζούλια, δύστυχα λιγνά δράματα, καθωσπρέπει κύριους και κυρίες, γηραλέα κατάλοιπα, επισκόπηση, ακρόαση, επίκρουση, ψηλάφηση, διάγνωση και θεραπεία ή διάγνωση και αναγγελία, η δουλειά μου είναι να υπηρετώ όποιον κακοτύχησε τη μέρα της υπηρεσίας μου, αλλά η εξειδίκευσή μου είναι αυτή: ο άτυχος εργάτης. Πρόκειται περί πολιτικής δήλωσης, η διαιώνιση του είδους μου είναι μια ιδέα απορριπτέα - ο έντιμος θάνατος και η εν ζωή παρηγορία όμως είναι μια άλλη ιστορία, και η συμπόνια μου αφορά αποκλειστικά τα μπλε κολάρα και το χειρονάκτη, όπου και εκεί εξαντλείται. Μεγαλώνοντας μεγάλωσε και η αποστροφή μου για τη διανόηση, τους σοσιετέδες και τους μαξιλαρωμένους κώλους, ως εκπρόσωποι της κάστας του συμβιβασμένου γλείφτη του συστήματος μου είναι αηδείς. Ναι, διακρίνω βάσει επαγγέλματος, δυο άλλωστε κατάρες σε βρίσκουν κατάσβερκα, κάποιος που σε πετάει στη ζωή απ'το πουθενά και μετά κάποιος που σου ζητάει νοίκι ώσπου να γίνεις σκόνη. Οι τυχεροί που τους γέννησε μουνί λουσάτο είναι χωριστή κατηγορία και απογειώνονται αλλιώς, οι μακρογλώσσηδες σκαρφαλώνουν χρησιμοποιώντας το φτύμα τους για κόλλα, κάτω μένουν αυτοί που πάνε μήνα μήνα, και θέλω να σου πω, δε φταις εσύ που είσαι εδώ, δε φταίω εγώ που είμαι εδώ, αλλά ανάθεμά με φταίμε για όλα τα υπόλοιπα. Κάπου στο βάθος κρύβεται ένας σαδομαζοχισμός. Η ζωή που σώζω με όρεξη είναι μονάχα η ζωή της βιοπάλης, η ζωή στο ζόρι, και όταν αδειάζει η αίθουσα της ανάνηψης και μένω μόνος με τον κύριο της καθαριότητας και τα μηχανήματα ρεύομαι μια πίκρα, έζησε άλλη μια μέρα για να δουλέψει άλλη μια μέρα, γιατί; Και με πιάνω απ'το γιακά-αγιακά του Μάο και με ταρακουνάω: έζησε άλλη μια μέρα για να χαρεί άλλη μια μέρα, κάποια μέρα, ίσως, όπως εσύ όταν ξυπνάς δίπλα μου ένα Σάββατο πρωί με ένα χαμόγελο απ'το ένα στο άλλο αυτί. Ίσα που έφυγα και δε βλέπω την ώρα να γυρίσω. Τα γνωστά.

Dagmars mand

Πήγαμε στην εκκλησία την προτεσταντική όπως μας είχαν διατάξει, κανείς μας δεν ήξερε τι με περίμενε. Ήμουν ντυμένος κυριακάτικα, πουκάμισο ριγέ και μάλλινο πουλόβερ και καλό πανταλόνι, από κάτω κρυμμένες οι κάλτσες με τις μπυρίτσες, φαίνονταν μόνο όταν καθόμουν και κόνταινε το μπατζάκι. Η εκκλησία από τα χίλια εξακόσα τόσα, και μέσα έμοιαζε ολόκληρη σαν κιβωτός από υπερώριμο μελωμένο ξύλο, αλλά ήταν στ'αλήθεια μαυσωλείο. Τα ντουβάρια όλα είχαν ράφια ράφια και στις εσοχές κοιμόντουσαν αιωνίως χίλιοι πεθαμένοι. Ο παπάς, μια παραδοσιακή στιβαρή Σκανδιναβή ντυμένη με λευκά πλεχτά, μας υποδέχτηκε σε παλιομοδίτικα νοτιοδανέζικα - βορειογερμανικά. Με οδήγησε ενώπιον ενός ξύπνιου νεκρού που είχε τα μάτια ανοιχτά και παρακολουθούσε. Ήταν καλυμμένος ως τη μέση του στήθους με ένα βαθύ κόκκινο βελούδο. Όλα τα μαλακά μέρη του προσώπου ήταν φύλλα χρυσού, και τα μαλλιά ήταν συστάδες ιξού σε πλήρη  εντυπωσιακή ζουμερή καρποφορία. Τα μάτια ήταν μάτια νεκρού, το στόμα ήταν στόμα νεκρού, το σώμα, υποψιαζόμουν, ήταν σώμα νεκρού. Εξηγούσε ο παπάς, εκτελούσα εγώ. Κρύος πηλός απ'τον κουβά, βουλιαγμένα τα πόδια μου ως τους μηρούς, ένα απόγευμα άμφω φλαμίνγκο να στεγνώσει το μείγμα, κι έπειτα με το βαρύ εκείνο εξάρτημα, ξάπλωσα ανάσκελα πάνω στο νεκρό, με προσοχή να μη μετακινήσω το βελούδο, κι ο νεκρός δεν κουνήθηκε τρίχα, μα έβγαλε έναν αναστεναγμό που με πάγωσε ολόκληρον, και ένα, μόνο ένα καρδιοχτύπι, με πέταξε βίαια στο λιωμένο μάρμαρο, και το εκμαγείο έσπασε σε τέσσερα - πέντε μεγάλα αδρά κομμάτια, και τα πόδια μου από μέσα χωρίς δέρμα πια πότισαν τους πόρους και τα χαραγμένα ονόματα και ημερομηνίες από τις ταφόπλακες του πατώματος με αίμα εβραϊκό, με αίμα μακρυνό. Ο παπάς στάθηκε από πάνω μου, μια τεράστια Σκανδιναβή με το έμφυτο θάρρος της φυλής της να πέφτει σαν ηλιόπεπλο στο πρόσωπό μου που ακουμπούσε καταγής, και τότε ο νεκρός μίλησε από τη μόνιμή του κλίνη, και είπε, σε βαφτίζω τώρα, σε χρήζω τώρα, άντρα της Ντάγκμαρ. Σήκω! 
Και σηκώθηκα.
Η Ντάγκμαρ στεκόταν στο κέντρο του ιερού, το πρωινό χειμωνιάτικο φως αναδείκνυε κάθε κόκκο αρχαίας σκόνης στον αέρα, η ανάσα της καπνός μέσα στο κρύο του ναού, φόρεμα λευκό με κεντήματα αιματιά, η αυθόρμητη, φυσική θέρμη του κορμιού που φυτρώνει σε άδεντρα, επίπεδα, χαμηλά λιβάδια που τα ξυρίζει η παγωνιά, η φλόγα τυλιγμένη στον ατέλειωτο Δεκέμβρη, τα παγερά μάτια, τα χλωμόχρυσα μαλλιά, το λείο, ήπια στάχυνο δέρμα, το πιο απαλό δέρμα που φτιάχτηκε ποτέ. Άπλωσε το χέρι, με τράβηξε μαλακά, πλησίασα, το μουσούδι της μύριζε ζεστό βούτυρο, ολόκληρο το σώμα της κέρας της Αμάλθειας, μου'πε στ'αυτί κάτι που δεν αφορά κανέναν παρά εμάς, με την κομψή, σταθερή φωνή της, και δάκρυα σαν από λιωμένο χιόνι κύλησαν στα μάγουλά της, και από τα δάκρυα αυτά ήπια κι έπαψα να αιμορραγώ-

24-08-19