© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μανιφέστο - ορυκτή καταστολή

ΟΡΥΚΤΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

Στις μικρές ώρες μιας ήσυχης νύχτας μισή ντουζίνα νεκροί επισκέπτονται έναν βαριά άρρωστο. Μέρες αγρυπνίας, κανονιές ενδοφλέβιας κορτιζόνης, τρύπημα και ξανατρύπημα για πάσης φύσεως βιοχημικούς ελέγχους, από κάθε οπή φυτρώνει και ένα καλώδιο, ο συνθαλαμίτης φοράει το σκάφανδρο του μη επεμβατικού αερισμού και το μηχάνημα κάνει τη φασαρία του, όλα αυτά προετοίμασαν το έδαφος για το παραλήρημα. Τώρα ο βαριά άρρωστος είναι διεγερτικός, θέλει να φύγει, δεν αντέχει να βλέπει τους νεκρούς του, τον φοβίζουν αυτά που έχουν να του πουν. Ξηλώνει τα καλώδια, ζουμιά παντού, τρέχει ξυπόλητος στο διάδρομο της κλινικής, τον προλαβαίνουν οι νοσοκόμες της δύσκολης βάρδιας, τον μοντάρουν. Αυτός τινάζεται, γρατζουνάει με τα γεροντόνυχά του, οδύρεται, προσπαθεί να πετύχει τα στόματα, τον φοβίζουν τα ακατανόητα μουρμουρητά. Μια λάμπα στον προθάλαμο των ασανσέρ μισοδουλεύει, κάθε αναλαμπή της τηγανίζει το μυαλό του αρρώστου, κάθε σβήσιμο φέρνει αιώνιο σκοτάδι και το μαρτύριο κάνει κύκλο. Τον σέρνουν στο κρεβάτι, εκεί που τον περιμένει η αγκάλη του θανάτου, τον ταχτοποιούν, πρέπει να είναι ταχτοποιημένος, αδιάβροχα μιας χρήσης πάνω στα σεντόνια, τον πλένουν όπως όπως, νέος ουροκαθετήρας, νέος φλεβοκαθετήρας, φρέσκα όλα από το ντουλάπι των αναλώσιμων, μόνο αυτός μπαγιάτικος. Απλώνουν το παραβάν ανάμεσα στο συνθαλαμίτη με το σκάφανδρο του μη επεμβατικού αερισμού για να μην ταράζεται από πραγματικότητες που δεν είναι δικές του. Ο παλιατσογιατρός κάνει την εμφάνισή του, μέρες αγρυπνίας, κανονιές ενδοφλέβιας κορτιζόνης, τρύπημα και ξανατρύπημα, λίστες χιλιομέτρων με πάσης φύσεως αποτελέσματα και φυσιολογικές τιμές, τα υπηρεσιακά τηλέφωνα παίζουν ένα ξεφτισμένο αριστούργημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ήρθε η ώρα της καταστολής, η ώρα του Αλοπεριντίν και του Στεντόν, και αν δεν πάψει η όχληση και της προποφόλης και των άλλων μαγικών ζωμών μέχρι να περάσει η φουρτούνα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Οι νύχτες είναι ήσυχες για εκείνους που κοιμούνται. Το άρβυλο του κομφορμισμού συνθλίβει τα οστά των αποκλίσεων αλλά μέσα στην έρημη γειτονιά δεν τρέχει κάστανο. Ο θάνατος ανάγεται σε αμάρτημα και σε αποτυχία, η ζωή γίνεται ταμπού και όλοι πρέπει να κρατάμε μυστικά, μη σώσει και τολμήσουμε να κοιτάξουμε την αγωνία στα μάτια. Η διδαχή του Θρασύβουλου για τη φροντίδα των χωραφιών ακολουθήθηκε πιστά, και έτσι ανθίζει ο πολιτισμός -πώς αλλιώς; Οι ηδονιστικές κοινωνίες της ραστώνης ξεριζώθηκαν με μένος στο όνομα του Θεού στις ατόλες του Ειρηνικού, η σύφιλη των εξερευνητών έσπειρε τα πρώτα ψίχουλα ενοχής στους κήπους της Καραϊβικής, η παρφουμαρισμένη δυσωδία του πολιτισμού εξαπλώθηκε με μια μικρή πνοή, ραίνοντας από άκρη σ’άκρη τον πλανήτη με τη χρυσόσκονη του ψέματος, χάρτινη διαστρωμάτωση, καθωσπρεπισμό και ενάρετες ψυχές με τις «σωστές» αξίες στον κόρφο, ευλογίες ισχυρών ανδρείκελων, δημοκρατικές διαδικασίες διά στόματος κακοήθους εξεργασίας από τη μούργα της ημιμάθειας και της παντογνωσίας στο χέρι και στην κάλπη και μέσα από τα παχάντερα της διαφθοράς αναδύονται ως αχνιστά σκατά από τα λαρύγγια των λαδωμένων φερέφωνων, παρωπίδες ραμμένες στη σάρκα των παιδιών που μεγαλώνουνε μαζί τους, το ασφυκτικό πέπλο της κατασκευασμένης φτώχειας, πλαφόν στις χαρές, πλαφόν στις λύπες, μονοπώλια ελευθερίας, δουλεύουμε το φτυάρι για να ζήσουμε, δουλεύουμε το φτυάρι και σκάβουμε τον τάφο μας.

Hope dies all the time

Ήταν μια από τις τελευταίες μου εφημερίες πριν με αποσπάσουν στο πανεπιστημιακό, συνεφημέρευα με τη Γ. Φ., μια θαρραλέα ανειδίκευτη από το Αφγανιστάν, με τα σμαραγδένια μάτια χωμένα στο σκοτάδι του προσώπου της στάμπα καταγωγής, ήμουν ηγούμενος στα ΤΕΠ κατά τα γνωστά, αβάσταχτα κουρασμένος και διψασμένος, περίμενα πώς και πώς να δείξει το ρολόι πάνω από τα τηλεμόνιτορ 0100 για να ανέβω στο εφημερείο και να κοιμηθώ καθιστός στο μπλε καναπέ ως την επόμενη ανακοπή ή το επόμενο πολυτραύμα, ο καιρός είχε ανοίξει, κόντευε καλοκαίρι, μεσάνυχτα και ακόμα ημίφως, στάνταρ κίνηση και λίγη πανούκλα για το αλάτι της ζωής. Δέκα λεπτά πριν την ευλογημένη ώρα εμφανίστηκε η Γ. Φ. με τη ραδιοφωνική φωνή της και μου είπε μπορείς να με βοηθήσεις, χωρίς ερωτηματικό. Πού; -Στην πνευμονολογική. Περπατήσαμε από τη μια στην άλλη άκρη του κτιρίου, έκανε να πάρει τις σκάλες, της έκανα νόημα να περιμένει το ασανσέρ, μου παρουσίασε εν συντομία το περιστατικό ενώ κοιταζόμασταν στο καθρεφτόκουτο και το ρομπότ έλεγε anden etage, άνοιξαν οι πόρτες, με τύφλωσε η τιτάνια επιγραφή ΟΧΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ και από κάτω ένα βάζο με ανθοδέσμη διαγραμμένο για να συνεννοούμαστε, κάπου στο βάθος σε έναν από τους πίσω μονόκλινους μπήκε η Γ. Φ. με τη ρόμπα της να θροΐζει και το στηθοσκόπιο κολιέ και στο κατόπι της εγώ ντυμένος τραυματιοφορέας, μια γυναίκα στο κρεβάτι και τρία μεγάλα παιδιά γύρω, και κάπου δίπλα ένα βάζο με ανθοδέσμη ολοζωντανό, κανόνες και αρχίδια, η Γ. Φ. με σύστησε και μου έδειξε τις εξετάσεις του τριημέρου, ήταν καλές ως χτες που η γυναίκα ήταν σπίτι της και τώρα είχε ξαφνικά νιώσει αδιαθεσία και είχε οξεία νεφρική ανεπάρκεια και από κάπου αιμορραγούσε εντός της και τα κάλια και τα νάτρια ήταν άνω κάτω, ca. πνεύμονα νεοδιαγνωσθέν, ούτε μηνός, η πρώτη έκπληξη δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει, την κοίταξα καλά και στο σβέρκο μου ένιωσα τα γνώριμα μακρυά παγωμένα δάχτυλα, πέθαινε, το έβλεπα παντού πάνω της, ένα μυστικό ανάμεσα σ'αυτήν και σ'εμένα, την εξέτασα για το τυπικό, τα παιδιά περίμεναν ν'ακούσουν στρατηγική θεραπείας, η Γ. Φ. λούφαξε στην άκρη του ματιού μου δίπλα στο λαβομάνο, Έφτασες στο τέλος της διαδρομής, θα σε βοηθήσουμε να μην πονάς, η άρρωστη με κοιτούσε τελειωμένη, έγνεψε, η κόρη έκλαψε χωρίς λυγμούς, οι γιοι ήταν βουρκωμένοι. Φεύγοντας έδωσα οδηγίες στη Γ. Φ. για tryghedskasse, ένα βαλιτσάκι για την ευκολία του προσωπικού με τα λίγα μοιραία φάρμακα που δίνουμε στους ετοιμοθάνατους, επισήμως παρηγοριά, ανεπισήμως ενίοτε και ευθανασία. Όταν κατέβηκα στο ισόγειο σταμάτησα να πάρω ένα τόνικ από τον αυτόματο πωλητή δίπλα στο κλειδωμένο κυλικείο, και ενώ το μηχάνημα γουργούριζε και κουνούσε τα εξαρτήματά του, αναλογίστηκα τι είχα κάνει, αν είχα πέσει έξω, αν δεν πέθαινε σε εύθετο χρόνο την είχα βαμμένη, πήγα να ιδρώσω, αλλά πάνω στην ώρα γεννήθηκε το αλουμινόκουτο από το μηχανικό μουνί με το τσίγκινο κλαπέτο και ήμουν πάλι ευχαριστημένος.

Η Γ. Φ. με βρήκε τα χαράματα, την είχαν πριν λίγο καλέσει να αναγγείλει ένα θάνατο στην πνευμονολογική, το θάνατο που είχα ο ίδιος μου ευλογήσει, δε νομίζεις πως έπρεπε να προσπαθήσουμε, να κάνουμε έναν απεικονιστικό, να δώσουμε μια μετάγγιση, είπε πάλι χωρίς ερωτηματικό. Στεκόμουν με την πλάτη στο ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, η τελευταία δροσιά της νύχτας και η πρώτη η πρωινή μου πάγωνε τα μαλλιά, αφού ξέρεις τι νομίζω, τι ρωτάς;

/

זה כתוב לי על המצח

Ο ήλιος απ'τα νοτιοδυτικά παράθυρα το απώγειο του μεσημεριού, ξέρω και δεν ξέρω τι θα βρω γυρνώντας σπίτι μετά από δυο βδομάδες από πόστο σε πόστο πετάλι στο λιμάνι και πήδος στο Έσβαγκτ Ντάνα, και παγετός και πατινάζ και τα αιώνια εφημερεία και τα μεταλλικά σεντόνια τους και το θείο έργο, καλβινισμός και αφοσίωση, κόμποι τίμιου ιδρώτα στους κροτάφους, μαλλιά κολλημένα στο κρανίο, αυτιά μπλαβιά από το κρύο, κι αναθέματα σ'εφτά γλώσσες, ένα για κάθε μέρα της εργατικής βδομάδας

το παράθυρο του δωματίου είναι ανοιχτό και το'χει φυσήξει το αεράκι κόντρα στο ντουβάρι και από μέσα η κοφτή κουρτίνα κάνει φουπ φουπ και πάει μέσα έξω σαν σωλήνας και χύνεται στην κοιμισμένη γειτονιά ξε-χαλέβ σελί πατουάχ και "πάκι" ντάχτιρι (εδώ στις άσπρες χώρες ό,τι έχει μυρωδιά ανατολής είναι πακιστανικό) και είναι γραφτό μόλις βάλω το κλειδί στην κλειδαριά το τραγούδι να λέει ατ αούβατι λανέτζαχ ζε κατούβ λι αλ χαμέτζαχ δηλαδή είσαι η παντοτινή μου αγάπη, το γράφει στο κούτελό μου

βγάζω τα χοντροπάπουτσα με τις σιδερένιες μύτες και το πρώτο βήμα μέσα πέρασμα σ'άλλο κόσμο η απροσδιόριστη μυρωδιά σπιτιού η ορκισμένη νότια μουσική σου ο ήλιος απ'τα νοτιοδυτικά παράθυρα και στο κέντρο εκεί που συναντιούνται οι ακτίνες εσύ τσουλοκώλι τρίβεις με τη βούρτσα το χαλί πετάω το σάκο στο χωλ τέσσερεις δρασκελιές σηκώνεσαι χορεύοντας και τραγουδάς εδώ κι εκεί τους στίχους και ανάμεσα στα εβραϊκά που δεν πολυκαταλαβαίνω στριμώνεις ένα πριν πας για μπάνιο καθάρισε πάνω απ'τα ντουλάπια, δεν ξεχνιόμαστε ποτέ κι όμως είμαστε πάντα ξεχασμένοι
ξένοι, ξενιτεμένοι, ξεγραμμένοι, 
γνωστά παιδιά της Διασποράς, που όταν κόβονται στα δυο το αίμα που κυλά αφηγείται χιλιάδες χρόνια πέρα δώθε, βρώμας και τυχοδιωκτισμού, 
και αυτές και όλες οι άλλες σκονισμένες ψηφίδες που σε κάνουνε εικόνα είναι ο μαγικός χυλός
η λάσπη η ιερή

είναι ο θρασύς εξωτισμός που μου'φερνε αμηχανία από παιδί και ρίχνει χαστούκια στο στόμα του βορρά, είναι τα σοκάκια και το διψασμένο χώμα που γίνεται ατμός, είναι η μπουγάδα που ιδρώνει κάτω απ'το αυγουστιάτικο φεγγάρι, είναι το ένωμα του εδώ και του εκεί και του τότε και του τώρα, το χάος των πληθών, τα κούτελα που γυαλίζουν, οι λιαστές ευτυχίες και δυστυχίες, οι ταφόπλακες στις αυλές και στα κατώγια, οι δέκα πύργοι της Βαβέλ και οι πάσης φύσεως κοψιές, η σκερτσόζα γεωγραφία, είναι οι αστράγαλοι του ασβεστίτη που σε οδηγάνε στη μεσογειακή ακτή, το λουλουδένιο στόμα που με φτύνει μες στο μάτι, το μέλι των μαλλιών σου, τα δάκρυα της μαρεσιάλας, η μεσημεριανή σιωπή, είναι αυτό που κρύβεται εντός μου, είναι μια λέρα ζηλευτή

σ'αντικρύζω με όλο μου το θράσος
έχω φτάσει τα χρόνια του Σταυρού, έχω προσευχηθεί απελπισμένα, δε φοβάμαι
ανοίγω το στόμα, χώνεις το χέρι στα έγκατά μου και τραβάς έξω ό,τι είναι μυστικό
τους ιδιωτικούς μου εμφυλίους, τα λεπτά της ασφυξίας, τις νυχτόβιες αγωνίες, τις παλιές ντροπές
και όλες τις άλλες φτήνιες της κασέττας
σ'αντικρύζω με όλο μου το θράσος και επιτέλους με βλέπω καθαρά
ανάσκελα στο κρεβάτι τριγυρισμένο απ'τα πλεχτά σου και πάνω μου η πείνα το κτήνος το θηρίο τα χέρια σου μου σβήνουνε το φως απ'το λαιμό αλλά εγώ είμαι εδώ για σένα, χύνεις και σου τρέχουνε τα σάλια γραμμή στη μούρη μου και γελάω θα πάρει δυο στιγμές να πάρεις πρέφα και να πεις αυτή είμαι
ναι, αυτή

Και με ρώτησε η Άλις 
Σε ποια γλώσσα ονειρεύεσαι; Η ερώτηση αυτή κρώζει, δεν έχω περάσει ποτέ κανένα σύνορο.
Αλλιώς δε θα ρωτούσε.