© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Από χέρι σε χέρι

Τι ψόφος το πρωί, το χαζό βιολί του ταχυμέτρου, το ισιάδι το ρουφούσε πουτσοστραγγίχτρα η ομίχλη, έκλεινα τα μάτια μου δυο ανάσες τη φορά, το χέρι του με χάιδευε στο μπούτι μια στις τόσες και με ξυπνούσε, κανείς δεν πήγαινε, κανένας δε γυρνούσε, χαράματα Σαββάτου, σε ένα τέταρτο έπιανα δουλειά, κι όλα μου έκαναν τη χάρη και τεντώνονταν και σα να μη φτάναμε ποτέ, ένα χιόνι έπεσε ξερό σα ροκανίδι, στάση στην εκκλησία, είχα το πόδι στο φρένο, έβγαλε τη ζώνη και με φίλησε, έβγαλα τα γάντια και τον έπιασα ακάποτα και ήταν σαν γερή γουλιά ποτό, τι κρύα χέρια! είπε, κι εσύ πόσο ζεστός.

Το παρατημένο σώμα μέσα στην ένδοξη στολή, από το φεγγίτη της υπόγας οι πλάκες του πεζοδρομίου ψηλότερα απ'το κεφάλι μου, πάνω τους στροβιλίζεται το χιόνι, ο νεκροθάλαμος είναι παγωμένος, κλείνω το μουχάνι του ψυγείου απ'τον πίνακα, ανάποδα τώρα, σε άλλο ημισφαίριο, σε άλλη εποχή, αυτό είναι αγόρι μου το τίμημα, μια ισόβια αγωνία, μια επίμονη φθίση, το χέρι μου δυο δάχτυλα κάτωθεν της αριστερής κλείδας, τικ, τικ, τικ. Στο νεκροτομείο εκατοντάδες βηματοδότες μέσα στο κουτί της ανακύκλωσης συνεχίζουν τη δουλειά τους, όταν με βρίσκουν οι άτοποι σφυγμοί μέσα στην ησυχία, θυμάμαι τον παρασκευαστή που γελούσε λέγοντας αν είχαμε και μια ντουλάπα με γυαλιά θα ήμασταν Νταχάου.

Στρίβεται η ψυχή μου. Το αφώτιστο σκοτάδι, οι φανταστικοί ήλιοι, τα φανταστικά καλοκαίρια, τα φανταστικά φιλιά, τον σφίγγω απ'το λαιμό και θέλω να τον σκοτώσω, πόσο εύκολο είναι, και η κάψα στους ώμους μου κυλάει ως τ'ακροδάχτυλα παρέα με το αίμα, γιατί; ρωτώ, κι αντί απάντησης κουνάει μόνο τα ματόμπαλά του, ζώο.

Σέρνω τα μπλε σαμπώ στο διάδρομο όπως πάντα. Η Νίνα μου στέλνει ένα βλέμμα μητρικό πίσω απ'το διαχωριστικό και επιστρέφει στη φαρμακαπογραφή. Τα φροντισμένα απαλά της ποδοδάχτυλα συγκεντρώνονται κάτω από το τραπέζι μέσα στις παντούφλες. Έχει στιλπνά λεπτά ίσια μαλλιά βορειοευρωπαϊκού τύπου βαμμένα βυσσινιά, καθαρό δέρμα, μια άχαρη κορμοστασιά, κι αναδίδει μια ζέστη μαγική, φιλόξενη, μια αγκαλιά για τους πάσχοντες και τους κρεβατωμένους, η αγία νοσοκόμα.

Η γριά μου σφίγγει το χέρι μόλις αγγίζω τα δάχτυλά της για το τριχοειδικό τσεκ, και δάκρυα καυτά παίρνουν το δρόμο για το λαιμό της, τη σφίγγω όπως με σφίγγει, το στόμα της είναι παρετικό, κανείς από τους δυο μας δε φοβάται, η αλήθεια φάτσα φόρα.

Κοιμόμουν στον καναπέ του γραφείου με το καλοριφέρ πάνω από το κεφάλι μου στο τέρμα κι ονειρευόμουν πως στεκόμουν στα πόδια του κρεβατιού σ'ένα θάλαμο χωρίς αριθμό, με ένα φαρδύ παράθυρο και ένα εκτυφλωτικό πρωινό θάμβος, κι όπως ήμουν γυρισμένος, μια σταθερή σπρωξιά στον ώμο με έκανε να παραπατήσω, η ουρά της ρόμπας ανέμισε, έστρεψα το κεφάλι και τον είδα, ήταν εκεί, όχι για μένα, αλλά με μένα, ναι σου λέω, ο θάνατος ήταν ασθενής.

Δεν έχει ηρωισμό η ξεφτίλα της στενοχώριας
μικρά άνθη λευκά ο φόβος του χειμώνα
μήπως η νύχτα ποτέ δεν ξεκολλήσει από τον κάμπο

στέρνο φτηνό πλακέ που υποχωρεί
ένα σκουπίδι με στολή σφίγγεται η γροθιά μου
όταν με συναντάω στον καθρέφτη

καθιστός στο ξυλοπάτωμα με τη χοντρή θηλιά
χαλαρώνω τη μέση μου και δοκιμάζω να ξαπλώσω
η θέρμη βρίσκει πρώτα το μυαλό το πρόσωπο κατόπιν

έτσι είναι το σωστό να πηγαίνεις για τ'αγγεία
η τραχεία φέρνει βήχα κι ανίκητη αγωνία. Φύλαγέ την
κι αυτό το πετυχαίνεις με τη θηλιά κάτω από το σαγόνι. Όχι πιο χαμηλά

είμαι ντυμένος, δεν έχω το καυλί στο χέρι
απλώς χαίρομαι τη ζέστη στο κεφάλι
μόλις η όρασή μου κοκκινίζει ανακάθομαι ξανά

κι έτσι περνάει το απόγευμα.


2 x 2

Υπόσχομαι να μείνω αλλά ξέρεις πώς είναι οι υποσχέσεις μου, λιανές σαν κάρτα για το πάρκην που μπήκε στο πλυντήριο.

Με παίρνει τηλέφωνο και δε μιλάει. Παίζει η Άτακτη στο τέρμα, και μάλλον μ'αφήνει ν'απολαύσω το θείο έργο. Από το στόμα μου στ'αυτί της είναι δρόμος πολύ μακρύς για λόγια. Κι έτσι κάθομαι κι ακούω, κι ακούει, και λέμε κι οι δυο μας ψέματα δίχως μισή κουβέντα.

Μισή ώρα πριν σχολάσω ψηλάφησα μια χοντρή κοιλιά στα πεταχτά, ροδαλή, μαλακή, αθώα. Ο ιδιοκτήτης της με κοίταξε στα μάτια και μουρμούριζε για τα περασμένα και τότε σα σκοτοδίνη σα ζάλη ξαφνική χάθηκε από εμπρός μου και στη θέση του στάθηκε ο θάνατος. Φεύγοντας απ'τα ΤΕΠ στις 1530 ούτε λεπτό αργότερα άκουσα τη μαλακισμένη σειρήνα της ανακοπής και είδα τους γαλαζοντυμένους αναισθησιολόγους να τρέχουν με τα σαμπώ, και πίσω ακολουθούσε ο καρδιολόγος σπρώχνοντας τον απινιδωτή. Κοντοστάθηκα για να τους κρατήσω την πόρτα ανοιχτή, και τους κατάπιε αμάσητους ο νεκρός και η κοιλιά του. Το συννεφιασμένο πρόσωπο που είδε τελευταίο ήταν το άτιμο το δικό μου, κι εγώ δε θα θυμηθώ ποτέ τα τελευταία του λόγια.

Βοήθεια, της είπε, ο σπλήνας πουρές πασαλειμμένος ως τον ώμο, τους φώναξε για επείγουσα λαπαροτομή, σε τριάντα αφήνω τον Κ. να κλείσει τη γαστρεκτομή, σε σαράντα κατεβαίνω, δεν έχει χειρουργείο - πρώτο ανοίγει στις δυο το πρωί, πες σε μια ώρα, κράτα τον ζωντανό, ανάμεσα στις λέξεις της ακούω βιαστικές ανάσες λες και πνίγεται, τον έτρεξε στον αξονικό, έριχνε πίεση, έριχνε γαμωπίεση ρε Φ., και τι να κάνω, τον φλάσαρα ορούς, αιμορραγούσε απ'την κωλότρυπα πάνω στην ξαπλώστρα του αξονικού, ο ακτινοτεχνολόγος δάγκωνε τα χείλη του, τον κατέβασε στην ανάνηψη, πέρασε για λαβάζ, κι έτρεχε, και έτρεχε, και έτρεχε και έτρεχε το αίμα, κι ακούω το στόμα της στ'αυτί μου, και έτρεχε, κι όλα τα σύμφωνα χαϊδεύονται στον ουρανίσκο της, δέκα λεπτά μετά πέθανε στα δεκαεννιά, της πέθανε στα χέρια.

Όταν διπλώσω την Ευρώπη τα δυο τσουνιά θα πέσουν το ένα πάνω στ'άλλο και θα τη βρω και θα με βρει και η Βόρεια θάλασσα θα πέσει να χυθεί στο λύσσα το Αιγαίο, κι όλα αυτά θα έχουν ξεχαστεί, κι όπως τώρα, κι όπως πάντα, τίποτε δε θα'χει σημασία, όλοι πεθαίνουμε μαζί, κι οι εν ζωή όλοι ετοιμοθάνατοι - μη θυμώνεις μικρό μου, μη με λες μικρό σου, και μην κρατιέσαι από κανέναν κερατά, ούτε από σένα; Και γελώ γιατί αυτό σημαίνει πως είμαι κερατάς, και δεν έχω πια ενστάσεις, είμαι απελπισμένος.