© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

(selbst)

You useless cup of pulp in the skullbox
there's no need for this now.

Delayed ignition

Kein Unterschied -
sprich dein Leiden durch
niemand guckt


class Primzahl {
public static void main(String[] args) throws Exception{
int i;
BufferedReader bf = new BufferedReader(
new InputStreamReader(System.in));
System.out.println("Gib Nummer ein du schwül:");
int num = Integer.parseInt(bf.readLine());
System.out.println("Primzahl: ");
for (i=1; i < num; i++ ){
int j;
for (j=2; j
int n = i%j;
if (n==0){
break;
}
}
if(i == j){
System.out.print(" "+i);
}
}
}
}




du
ich auch nich

Μείζων σήψη

Το σημείο βρασμού στις πεδιάδες;
οι νάυλον χορδές
το ξύσιμο του δέρματος σε κάθε λύση
x
αδιαφοροποίητα κύτταρα σε πυρήνες υψηλής εξειδίκευσης
пол
пол
пол
полαπλασιασμός
значит: 
Οι πεδιάδες τήκονται Οι πεδιάδες  έ λ η  το δέρμα της αφής πασαλειμένο
σε πολωμένα άτονα βήματα.
Ο προσανατολισμός του πεδίου είναι κάθετος στα (πράγματα) Ο προσανατολισμός του πεδίου 
δεξιά γυρτός.
Η εντροπία
τυρώδης και νεκρωτική, νυσταλέα
η έκρηξη ΠΑΥΣΗ
⁞ ⁞
⁞ ⁞
το κεφάλι πίσω τραβηγμένο και γυμνό για να νιώθει καλύτερα πάνω στο χέρι
φτήνια όσο γίνεται καταπώς μωβ κι επίθεση
οι λερωνιές κατακτημένες
το όχι-ουσιαστικό δεν είναι / πλεξιγκλάς φλέβες γεμισμένες με αλκοολικό διάλυμα που διώχνει τη BmajπBmaj
Ο προσανατολισμός του πεδίου εκτός γωνίας εκτός συνδυασμού Ο προσανατολισμός επισκοπεί το κίνητρο του κυρίου αντικειμένου στροφής
ζεχνηρό, το δάχτυλο άκαμπτο έτοιμο να καταδυθεί στο μάτι
τρίχινα τέκνα διαρροϊκά Οι πεδιάδες ξέρα το δέρμα της αφής καρβουνιασμένο απ'το τροχάδι των κυνηγημένων σωματιδίων
σκέτο ψωμί.
Σφυριά στο παγωμένο χέρι σχάση
δίδυμος γένεση πόνου όλο το βράδυ την πάλευε η Μαλτέζα και
με το φως εξαϋλώθηκαν τα δεύτερα λευκά αίματα

#3

Η ασφάλεια του χρόνου είναι μια μυθιστορία. Η ασφάλεια του χρόνου είναι μια μυθιστορία. Τέρας βρώσιμο από κάθε μεριά του παλιού χαρακτήρα και των μολυσμένων κυριών της Ιερουσαλήμ. Προσβάλλει το βελούδο που αγκαλιάζει την ουσία του εαυτού σου μια καλπάζουσα τριταία επίθεση μια καλπάζουσα αργία τα κύματα συμπιέζονται και τα συναντάς περισσότερα και μετά ομοιοπολικές απώσεις τα σπρώχνουν στην τσέπη κάτω από το τραπέζι πάνω πίνουμε σπιτικό κρασί σπιτικό κρασί της οικογένειας της αποκτηθείσας απο κτισθείσας οικογένειας της δόξας του ενός και τ'αλλουνού τα μοιρασμένα. Τέτοιο νόσημα δεν τελευτεί σε σέρνει κι απ'τα μάτια σου μόνο γραμμές φωτός και θόλωση κυλάνε. Το τρέξιμο αυτό είναι μέρος του όλου και το όλο τόσο στρογγυλό, ένας τέλειος κύκλος ένας τέλειος πυροβολισμός. Δε θέλει αφοσιωμένους δημίους η ασφάλεια του χρόνου θέλει όπως μου είπανε αυτοί που γαμάν πολύ και άσχημα την παγωμάρα να κρατάει τις τρύπες που προλαβαίνουν να ξεσκιστούν ενδελεχώς. Έτσι κάπως στη θέρμη των νυχτερινών/εμμονικών
νυχτερινών/εμμονικών
νυχτερινών/εμμονικών
νυχτερινών/εμμονικών
νυχτερινών/εμμονικών
δις αρμονικών
εναγκαλισμών και των στοιχειακών επαναλήψεων ρύγνηνται τα έλκη, λαοί και άμμοι από βρώσιμα τέρατα από κάθε μεριά του παλιού χαρακτήρα πετιώνται σηπτικά γύρω απ'τις μολυσμένες κυρίες -ποιος τις σκέφτηκε
αλήθεια ποιος σκατά τις σκέφτηκε έτσι γδαρμένες ως το κόκκαλο χοντρές και με τις φλύκταινες της γνωστής ερωτικής κατάρας στρογγυλές, τέλειους κύκλους τέλειους πυροβολισμούς ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΟΡΤΑ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΜΙΟΣ ένας δήμιος, άκουσες; για πάντα; Ναι. Ναι, φυσικά. Η γήινη παρουσία της ασφάλειας και το χρονικό ασύμβατο της υποτροπιάζουσας λατρείας για πάντα σου λέω μην ανησυχείς για μένα που βαλτώνω η γήινη παρουσία της λάσπης στις γόνιμες πεδιάδες της μολυσμένης λάσπης στις γόνιμες πεδιάδες της Ιερουσαλήμ δε φεύγω ποτέ από σένα. Στοιχειακές επαναλήψεις και ακατάσχετη αιμορραγία και τραύματα που γίνονται σφαγή επειδή ακούμπησε λίγο το εύθριπτο δέρμα της διάρκειας και έφυγε όπως το συνηθίζουν οι πιστοί προδότες ο παλιός χαρακτήρας ο παλιός χαρακτήρας ὁ παληός χαρακτήρας ὁ παληός χαρακτήρας στο μόνο που διέφερε ήταν πού'γερνε λάθως όπως μου είπανε αυτοί που γαμάν πολύ και αρρωσταίνουν απ'την καθαρότητα του οπτικού πεδίου ο παλιός χαρακτήρας ελλείπεται των επίπεδων συνεννοήσεων. Οι εκπομπές μας εποικίζουν τους τυμπανικούς υμένες και σιγά σιγά χτίζονται η μια πάνω στις άλλες και δεν είναι ν'απορεί κανείς που είμαστε κουφοί ή στην καλύτερη ευχή βαρήκοοι βαρήκοοοοοοοοοοι κάποιος
βαρήκοοοοοοοοοοοοοοοοοι κάποιος φωνάζει απ'τα έγκατα των σπλάγχνων πεινάω. Θα φάμε; δεν ξέρω τη γλώσσα που μιλάς ξέρω μόνο τη γλώσσα που φιλάω εκεί τελειώνει η Αμάλθειά μου. Η ασφάλεια του χρόνου είναι μια μυθιστορία τώρα με στρατιές από τέρατα μέσα στο στομάχι και νερό και τσάι να πιούμε τσάι να σου πω για πτωτικές πτωματικές πωματισμένες θυμηδίες να μην καταλαβαίνεις να μη νοείς γλώσσα ξένη ή δική
μόνο την αναμεταξύ των
χειλέων σου μια δυο που είναι μια και πηγαινοέρχονται η ασφάλεια του χρόνου η ασφάλεια του χρόνου η ασφάλεια του χρόνου ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΟΡΤΑ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΜΙΟΣ η ασφάλεια είναι στα ανακατεμένα αίματά μας που αφρίζουν η ασφάλεια
του παρελθόντος χρόνου είναι té
τε τε λε σμε νη  τετελεσμένη εργασία συγκεντρωτικής πειθαρχημένης θλίψης η ασφάλεια είναι
στον τέλειο πυροβολισμό

Στανταράκι

New abandonments
repeating TASTE
new forgetful lovers
repeating SNUFF
TASTE, TASTE, TASTE - SNUFF, SNUFF, SNUFF
in support of every uplifting essence
claiming to bring the frame to undiscovered fields
then frame their grounds, then burn them up
what the frame does
what the disposition-
love good a back-up plan
for when the mains blow their intestines through their eyes to your mouth then you quiver
a back-up plan is always needed to keep you on your feet one, two times
trust kicks in
and the plan collapses
love me good, your back-up plan
-
Obligations become old
repeating TASTE
demands rot the eardrums
repeating SNUFF
TASTE, TASTE, TASTE - SNUFF, SNUFF, SNUFF
ceasing this system of attachments will cure me,
finally
from any incurable bullshit
-
Disdain from your worthy comrade
with all due respect with all the love you have for uselessness
you're one of the rest
repeating waste
repeating waste
repeating... I've seen that again
TASTE, TASTE, TASTE - SNUFF, SNUFF, SNUFF
your back-up plan.

Δίptico

Cómo rápido los dedos felices acaban! Cómo rápido se desvanece esta dicha...
...y cómo hermosamente la pena nos calienta. No creemos en el odio y el agua con sal
pero ambos nos ahogan bien.

-

Και τι ενθουσιασμός αμπωτικός
νύχια κακώς κομμένα
πώς μπήγονται στους ώμους των μετέωρων θαυμάτων
αυτό το κασμιρένιο φούντωμα πάνω στο μαξιλάρι
και τα εν επαφή εν κρούση πλαστική αστραφτερά υγρά!

Συμμαχικά

Δόντια που φαίνονται καλά μέσα στη νύχτα
ξεγυμνωμένα άγρια τουφέκια των νοθρών πολεμιστών
οι σάρκες κρέμονται ανοιγμένες σα πορτάκια
-Δεν είχαμε επισκέπτες σήμερα.

Η ευτυχία πιο πρόσκαιρη απ’όλα εδώ γύρω
χτίζουμε θερμοκήπια και φως για να γλιτώσει
και πάλι σάπια το επόμενο πρωί
τη βρίσκω στο κατώι.

Οι τοίχοι είναι οι ίδιοι οι γνωστοί
της διχρωμίας διάδοχοι Ισκαριώτες
και το πρησμένο κεφάλι είναι κι αυτό
μια φτυσιά στο μάτι της ζωής.

Δόντια που φαίνονται καλά μέσα στη νύχτα
όπως βυθίζονται στο αίμα και στην πίκρα των ματιών
-Πάψε πια να κοιτάς συνέχεια έξω απ’την πόρτα
δε θα’ρθει κανείς σήμερα
ή αύριο ή ποτέ ξανά.

Μα εγώ κρεμιέμαι απ'το πλατύσκαλο
τα πόδια αγκιστρωμένα στο γρανίτη
κοιτάζοντας για σκόνη και γι'αγαπημένους εκβιαστές.

Τεμπελχανείο

Η συγγενής αυτή μολυσμένη λάσπη είναι το μόνο συστατικό που περιέχει αυτό το σώμα πέρα από τα ιστικά παράγωγα.


Anständige Beziehungen

Concrete in synovial bursae: newfound permanence
distance may vary time as well though
every question returns
nothing after the first answer.

Dieses Volk der Festigkeit; they put their hands in the resonators and their fingers drown in fecund sedimentary mud. The strings tremble and shake at their own beliefs. Heavy keys, nonchalant to touch, sign of blood in the abdomen. A lake of blood in the abdomen. The skin that maintains the wealth inside is coruscant, distended. It moves massively when pressed, it crawls when examined. Void filled with death and thick black vomit. Double the morphine, let them swing their bones deep in the pillows. If the pain insists, this therapy is cursed in its ways. The pain insists, some dared to give advice about controlling the gaping wounds of congenital defects. Blinded by complex ignorant fecund sedimentary mud. Keep them out of this hospital room. Dieses Volk der Festigkeit

sie gehen mit Beton zu Fuß
kein Wort keine Stimme sie sprechen nicht
dieses Meer aus Blut
zieht Unheil an uns.


As contract work

This is not business
none of this is business
There is no method
to cure oneself

years might run I remain the same

the same treated customer.
Texts turn to monotone, yells turn their heads away. So stand up to greet another new hormonal salvation. Reflects, rambling, senseless movements senseless movements are the walks you took and they took you back to singularity from the alike states; and they've got their borders open and we cross the customs with our presents and pay a drop of blood without sugar starved to coma stares and twinkles make apathetic diseases responsive to whatever comes second there is no answer to what comes first every time definitive fact is not me, not you but the suffering self. Years might run and I'm past the parental beating, rude is under my tongue.

Bericht von Frau Immer

Late day
no one waits for any bus
how come? The sun
is sweet, the street quiet
and dry
I leave and I don't hear the door closing so the mirage of a standing fleshy feeling remains / pendant hands / it comes in gradient circular surfaces this
non numerical rope

the bridge shuts and collapses as the kingdom of the lamb
savory sparks running through the
neural wires
sinewaves so copious, they reach the small ears as well.

Dense time past noon
not a single electron going away
swales
striding swales
months steady
stable routes bite the knuckles of our / pendant hands / I plan my blessings in this uncountable exit this hanging we always glance at amidst its happening
our voices shed
casting castles on our corneas, love
raising the atmosphere over the cloudy minds,

deine
Immer.

#2

Leerraum löscht
die lachende Anschläge
cresc.
decresc.
cresc.
decresc.
cresc.
decresc.
cresc.
decresc.
Leerraum verschlingt
das lachende Ende

spiel und sing
sei vertan
schlaf im
Leerraum
schön

Erysipelas

He blushes when we glance at each other -a really lively Rosenrot
reaching deeper than the shipwreck did breathing comes through rough
an accordion of poverty and the mechanical sound of a massacre
how the skins tear apart how the blood waters the fabrics
ignis sacer a capite ad calcem
will he die of this?

-

Pages made of something heavy, could be lead under malachite green
and the backbone of the book is shattered say from reading up
or left open on the bed sipping from the warm lake of alcohol
this vomit of phenol and formaldehyde was from my heart, I would have told him
if he asked of course how the sores erupt shooting spores and toxic
drops straight at the faces of the infirmières? A finger's touch and they explode
as if the infirmières were in a carnal dream of an educated bore
my insoluble substance of affection
settles down in his head.

-

A vocal sediment of a promised future
epic bouquets distributed? Tell me, he shouted
Indeed. These empty hands now this empty mouth now
they bring the self since the rest is given
what was ever the rest was there ever any? I did
tell him, a wide surface of sunburn reminiscences an inflammation
of sorts shined upon my plead as he offered a nation of postponements
I shouted but my skin tore apart
will I die of this, doctor?

Diseases are getting old

Slow? Slow.
Repeating the self.

Take a step, take another, omit the next, and the ground bolts back
thought the earth waits and thrives with loyalty? It does not.

It has been engraved and sickled for three consecutive summers
keep your threshers in, or you'll lose your hands.

Slow, slow.
Repeating the self.









Repeating the self
slicing the insides when going short of breath...

Solemn mass of astroglia

Pestilential concentration
indeed a vast weal a niche of lead sets
sense of perception this beauty eats
up
the rest agree on that crooked mirror lens
again, the rest
I consume them in every violent way
pain she says she's showing off the  e n v y  fibrillates

when I gripped the grips were long miasmic
she and she they threw their tongues
out
pulled everything inside
astroglia minus the glory
comparative pain
comparative pain
comparative pain
pick strings strike chords
dumb the pure contact of no distance

the positive pragmatic contact of zero distance (ϵR, >0)

ever begged ever pleased not an instance of weakness not one grateful shiver
flesh fed by hands
of this individual history never existed
never existed, not denial
how the body progressed after an even number of failures
sharp steps in cold blood last breath in
despair of a designed loss

history? Disappeared drunk to
the last drop
untouched, clean, vivid, mine
untouched, clean, vivid, mine
FUSED SKINS FUSED CIRCULATIONS

not the greatest finding, nor the most pleasing to the eye
still combined, it's giving this ability
to
drag the body
out of comparison
comparative pain comparative pain comparative pain so
FUSED SKINS FUSED CIRCULATIONS
you focused, you lost


the continuity of the skin broke / the lips of each break cleaved to
untouched clean vivid
cleaved to mine.

Dolor vulgaris

Μισός στον ήλιο μισός στη σκιά καίγομαι και δεν καίγομαι. Απ'τα πόδια μου απάνω βλέπω τον ορίζοντα ένα οροπέδιο υδρογονικών δεσμών γλιστερό όπως τα στόματα ν'ανοίγεται αθώα κι ένοχα όπως στο κάτω τεταρτημόριο εκτός εστίας τα θολωμένα πόδια μου. Οι τοίχοι σταλάζουν ακόμα τον γκρίζο ορό τους μια λευκόρροια δυσοίωνη όπως αυτή της εγγύου που ποτίζει με το αίμα της ένα κύκλωπα και την επόμενη εποχή τον γεννάει σε πυρετό μπροστά στα κιτρινισμένα μάτια της μαίας. Ακουμπιστός στο μαξιλάρι, η πλάτη μου κοκκινισμένη απ'τις επαφές. Τέτοια ησυχία είχα από τότε που πέθανε η γυναίκα μου να συναντήσω, εκείνο το βράδυ που ήτανε άσφυγμη, άπνους, ψυχρή και ωχρή στον καναπέ. Το θανατόχαρτο υπογεγραμμένο διευθετημένη νόμιμη και σαφής.



Όταν έφυγε ο γιατρός κάθισα στην πολυθρόνα και ο υπέρηχος βόμβος της τηλεόρασης με πονούσε και με τρόμαζε. Κάθισα στην πολυθρόνα από υφασμένο άργιλο. Μούδιαζαν τ'ακροδάχτυλά μου μούδιαζε η μέση μου όπως πριν ξεσπάσει ο έρπης ζωστήρας που με είχε τυλίξει σφιχτά λίγο πριν Χαιρετήσει η γυναίκα μου εν μέσω μανιακής ευφορίας. Μούδιαζαν τ'ακροδάχτυλα μούδιαζαν και δε μπορούσα να στρέψω το βλέμμα αλλού πέρα απ'τον ακλόνητο λαιμό της ένας λαιμός που δεν έτρεμε ένας ολοκάθαρος λαιμός ανέγγιχτος διαπερασμένος από κάθε υποατομικό σωματίδιο που είχα εκπνεύσει κοντά του και μακρυά του. Παραπάτησα μέχρι την κουζίνα έβρασα νερό γέμισα την κόκκινη θερμοφόρα για την κοιλιά της επέστρεψα στην πολυθρόνα την έβαλα κάτω απ'την αμασκάλη μου. Η κραυγή νυχτερίδας της τηλεόρασης με πονούσε και με τρόμαζε λες και το αίμα μου θα έφευγε απ'τις οπές μου και θα γινόταν αέρας και θα ανέπνεα χωρίς πνευμόνια θα έκανα μόνο τις απόπειρες θα κινούνταν το στήθος μου ρυθμικά και μέσα ο εμπρηστής θα μ'έγδερνε θα μ'ελευθέρωνε απ'τις περιτονίες θα τις έκαιγε ο αέρας θα μ'έκαιγε ζωντανό πάνω στο χέρι. Την έσβησα. Στην άκρη της μαλακής υπερώας ένα πορτοκάλι Βορείου Αφρικής ένας λαιμός ακλόνητος παγερός στιλβωμένος και λειασμένος. Το κεφάλι μου χυμένο στο προσκέφαλο ξυρισμένο αστραφτερό πένθιμο και επίσημο. Απέναντι στο τραπεζάκι το ίχνος απ'τον ιδρώτα που μ'έπνιξε στο τηλέφωνο είχε ξεραθεί και είχε αφήσει αλάτι στην αλυκή του πλαστικού.

Οι ριγέ κουρτίνες έκρυβαν τους ζωντανούς. Το διαμέρισμα ήταν ολοκάθαρο και με λέρωνε όσο το ακουμπούσα. Μερικές φορές που αποκοιμιόμουν με την τηλεόραση έβλεπα με μισάνοιχτα μάτια το δέρμα μου λιωμένο να κάνει ίνες κασεριού με της γυναίκας μου και δεν πονούσαμε καθόλου αλλά για όλα έφταιγε η τηλεόραση που με τρόμαζε τώρα μόνο που την έβλεπα έτσι κοιμισμένη σκοτεινή.
 
Απ'το δέρμα που ζεσταίνεται το αίμα μου φεύγει γλυκό.

-
Δυο μήνες τα πρώτα έλκη
τώρα γίνανε νερό
σαπρόφυτα κάτω απ'τον ήλιο
πρωτέας στη σκιά
μυρίζω πεθαμένος και μ'αναγνωρίζει από ένα στρατό νεκρούς
κι από πιο πριν κι από πιο πριν
χωρίς καν μισή μικρή γουλιά απ'τις φωνές μέσα στο ήπαρ.
Μετά από μια ιδιοπεριστροφή και ένα σωρό υποταχτικές των γειτόνων πλανητών
θα'χει αδειάσει το πεδίο και θα βρισκόμαστε πανεύκολα.
:)

All-nighters


A change of route to
the children who start these wars
a player of the definite guitar
clearly slides in every gun's barrel

these rooms aren't empty anymore
I stand by the window
with another standing behind
whiffing out gunpowder on the glass
the children who start these wars
shoot themselves

they build up
our own, we are
say speak for two repeatedly
respond never before but now
the fingers dipped in brandy kissed the rifle

them claim to foresee and realize
sad victims I wouldn't spare them
acceptance
them they are remains, moldy and outside these
rooms as

WE TWO FEED ON BRASS.

#1

Big wide impressions
to sleep away
from them

vast ideas
soft hands
soft hands

-

What hair of silk
to pull apart
plain terror

not so dark this time
not so
not so violent

-

Succumb to solid and fluid
Mechanics

vast ideas, vast ideas, soft hands how come your hands are such
right here
for hours
eh?

-

Scarecrow scaring birds

I have a head of foam
it's driven by the wind
the fires make even for the ease.

My legs are sods
how it hurts to walk and stand.

My arms are like snakes
don't you mind holding them
...

Παπίτσα

Το ποδαράκι τεντωμένο κάτω απ'το νερό
πράσινο νερό και κόκκινα έντομα
τα φτερά φυσιώνται απ'τον αέρα
η παπίτσα επιπλέει
είμαι άρρωστος.

Στο βάλτο τη φίλησα πρώτη φορά
δεν ξεκίνησε και τόσο ωραία
έμεινα ρέστος
κοιτούσα την παπίτσα
τα μάτια μου έτσουζαν και γέμιζε ο λαιμός με αυτά που'θελα να της πω και 
τα κατάπινα.

Να είσαι αισιόδοξο παιδί
σέρνω τα πόδια μου και φεύγω και δε φεύγω
η παπίτσα σκέτη αρρώστια.

Μην πεθάνεις

Βάλ'τα χέρια σου. Χώσ'τα μέχρι τον ώμο, στεκόταν και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο ανάσαινε το τσιγάρο του και μέσα έξω οι αναπνοές και δε μιλούσε μόνο μέσα στην ησυχία τ'άκουγα όλα. Βούλιαζε ο κώλος μου στο μαξιλάρι του καναπέ και ίδρωνα κλαίγοντας νέο απόκτημα αυτό της ενήλικης ζωής να τρέχουν οι ιδρώτες στάλες στάλες ρυάκια ρυάκια ποτάμια στο δέρμα. Το δέρμα κοίταζα πίσω στο μυαλό μου τα μωρά τα νεογέννητα και πόσο εύκολα γερνάνε πασαλειμμένα με λάδι η παρακμή περνάει και τα ξεπερνάει χωρίς να πονάνε καν και τώρα το δέρμα μου ιδρώνει χωρίς πολλές πολλές τσακίσεις αλλά ετοιμάζεται να σπάσει. Η ζάχαρη στους τοίχους και τα σάλια και τα χύσια που τη λιώνουνε, η ζάχαρη στους τοίχους έχει πέραση σε κάτι αξιοπρεπείς οικογένειες τους ζεσταίνει τις μοναξιές. Η ζάχαρη στους τοίχους και εγώ μέσα στη νύχτα να στριφογυρνάω γιατί τις νύχτες δεν κοιμάμαι καλά επειδή δε μου πιάνει το χέρι και με τραβάει το πάτωμα και οι γωνίες του κομοδίνου. Η ζάχαρη μέσα στη νύχτα να στριφογυρνάει στους τοίχους γιατί έκλεινα τα παράθυρα και νόμιζα θα συρθεί η γκόμενα απ'το βενζινάδικο με τους βύζους και θα τους γαμήσω και μετά δε θα ξεπλυθώ ποτέ θα κολλήσουμε ο ένας πάνω στην άλλη θ'αρρωστήσουμε. Η γειτονιά ήταν απ'αυτές που σβουρίζουν μέσα στ'αυτιά. Γύρω γύρω τα ίδια κάθε πρωί η γριά στην πόρτα να κοιτάει μ'ενδιαφέρον το πλακόστρωτο ήθελα να'ξερα τι λέγανε μεταξύ τους ήθελα να'ξερα γιατί ο ναυτικός γύρισε στης μάνας του συφιλιασμένος και φτωχός και γιατί κάθε πρωί της έφερνε ντομάτες σάμπως κολυμπούσαν στις ντομάτες. Όταν έριχνα ένα βλέμμα στα πόδια μου μ'έκαιγε κάτι ανάμεσα το κεφάλι ψηλότερα και τα μάτια κάτω να κοιτάνε το στήθος που ξεκουράζεται πάνω στο τραπέζι όπως σκύβω και τα πόδια απλώνανε σαν αποτυχημένη ζύμη για σκατά. Είχαν περάσει λίγοι μήνες και το δέρμα είχε βαρύνει τόσο που τα βραδινά μεθύσια και μετά τα χέρια αγκίστρι στο τιμόνι και στο δρόμο για τα ξερόχορτα ξεμάκρυναν. Είχαν περάσει λίγοι μήνες και ό,τι έμπαινε στο στόμα μου ήταν σπασμός για το στομάχι κι έπεφτε κι άλλη υγρασία στη ζάχαρη στους τοίχους και τρυπούσε τρυπούσε το ντουβάρι σύντομα σύντομα, στεκόταν και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο γούλιαζε το κονιάκ του και δε μιλούσε μόνο μέσα στη νέκρα με χτυπούσανε όλα σύντομα σύντομα έλεγε και γούλιαζε. Όσο τον θυμόμουνα έπινε καλά δεν το σιχάθηκε στιγμή εμένα δεν ξέρω τι μ'είχε πιάσει τότε και δεν πήγαινε κάτω ή θα κατέβαινε μαζί με τη γλώσσα μου και θα πνιγόμουνα με τον κώλο βουλιαγμένο και το σβέρκο να μυρίζει από μακρινά όργανα ευτυχώς φλύκταινες δε φανήκανε ποτέ. Έσκαζαν τα εγκαύματα όμως όταν πολυτριβόμασταν αλλά σύντομα, η υγρασία τα'τρωγε όλα τα'τρωγε τ'αφάνιζε γενοκτόνα υγρασία μούχλα καριόλα καριόλα μούχλα η ζάχαρη τρυπούσε το ντουβάρι και θα βλέπαμε στο διπλανό δωμάτιο εμάς με τα βιβλία ανοιχτά και τα μάτια ο ένας στον άλλον και μετά πάλι πίσω τους βύζους να κρέμονται και να χορεύουν πέρα δώθε σκέτος εμετός για μένα σκέτο ξερατό παντού στους τοίχους μαζί με τη γλύκα κι όλα. Είχαν περάσει λίγοι μήνες που μ'αφήσαν απ'το νοσοκομείο μόνο λίγοι μήνες μέσα στο νοσοκομείο. Μέσα λίγοι μήνες που μ'αφήσαν το κεφάλι στις πατούσες τα σεντόνια σοβάς σεντόνια σοβάς ολόλευκα ανεξερεύνητα σα μικρούλα. Θυμόμουν με το κεφάλι χωμένο στις κάλτσες η γριά έπιανε τα έλκη του ναυτικού κι έλεγε οι πουτάνες είναι καθαρές οι μικρούλες σε σταυρώνουν κι όσο πιο αγνή τόσο μεγαλύτερες οι πρόκες στα χέρια και στα πόδια και στο ξύλο. Νόμιζε ο γιόκας είχε φεσωθεί την τρέλα του θύμα κάποιας δαιμονικής αστής. Νόμιζε. Μέσα το κεφάλι στις πατούσες τα κορδόνια τσίτα κόμπος ομίχλες όλες οι μέρες ήταν ομίχλες. Μου άνοιγαν το στόμα και ρίχνανε μέσα τις βόμβες μου έκλειναν το στόμα και ρίχνανε μέσα τις βόμβες εκρήξεις ομίχλες εκρήξεις ομίχλες οι μέρες νύχτες μεσημέρια ώρες μια και μια ίδιες και όλες καμία εξαφανισμένες. Μέσα στο κεφάλι οι πατούσες πηδούσανε αγκαθωτά αρμυρίκια και παραδίπλα έσκαγε το κύμα σαν το τρυπημένο ντουβάρι που θυμόμουν να έβγαινε κατευθείαν στη θάλασσα. Είχαν περάσει λίγοι μήνες γύρισα και μου άνοιξε το στόμα χωρίς να πει κουβέντα μόνο μου ψάρεψε από μέσα κάλτσες και φίδια και ένα ψαροντούφεκο. Ξεφούσκωσε η κοιλιά μου που βγήκανε όλα αυτά από μέσα μου ξεφούσκωσε και αυτός μου έλεγε να ξεράσω καλύτερα κι έπινε κι εγώ τόση ζάχαρη το στομάχι οξύ για βέλη δηλητήριο μισό ποτηράκι έπεφτε μέσα και καίγονταν τα κρέατα καίγονταν όλα τα δέντρα και τα σπίτια.

Όσο ήμουν μέσα δεν ξέρω τι έκανε αυτός. Ερχόταν να μ'επισκεφτεί κάθε τέσσερις μέρες πριν ή μετά το μεσημεριανό που κουτσότρωγα γιατί γαμιόντανε οι μάγειρες με σκουλήκια σαπισμένα φαγιά απ'τον πόλεμο μας είχανε για πέταμα ερχόταν να μ'επισκεφτεί κάθε τέσσερις μέρες κάποιες φορές το ξέχναγε δεν ξέρω τι έκανε και το ξέχναγε ή μπορεί να μην το ξέχναγε και να πίστευε πως το'χα ανάγκη να ηρεμώ. Καθόμασταν στο περβάζι τα μάρμαρα ν'αστράφτουν σαν το Μέγαρο τότε που ο άλλος είχε δυο πεταμένες στ'αυτοκίνητο και νόμιζε πως τις κανόνιζε τα φώτα ν'αστράφτουν σαν πεφταστέρια μέσα Αυγούστου πιάναμε λίγο ο ένας τον άλλον πιανόμασταν λίγο με πονούσε τον πονούσα κι έφευγε. Οι υπόλοιποι σκιές οι υπόλοιποι γύρω γύρω τα ίδια κάθε πρωί η γριά να κοιτάει το πλακόστρωτο ήθελα να'ξερα τι λέγανε μεταξύ τους ήθελα να'ξερα τόσο πολύ που την άκουσα ένα ξημέρωμα να λέει σήμερα γιόκα μου δε θέλω ντομάτες σήμερα είναι γιορτή και το μεσημέρι πέθανε ζούσε απ'τις ντομάτες. Τρέλα χωρίς μύτες όπου γυρνούσες σε καμιά καρέκλα στο δωμάτιο κι έβλεπες τρέλα χωρίς μύτες ήταν η χειρότερη ήταν πηχτά τα δάκρυα που βγαίνανε απ'τα μάτια με ζόρι σα να γεννούσανε τα μάτια αυγά ή ελεφαντάκια και κολλούσανε μεταξύ τους τα βλέφαρα και μένανε τυφλοί τρέλα χωρίς μύτες όπου γυρνούσες σε καμιά καρέκλα στο δωμάτιο φοβόσουνα ν'ακουμπήσεις μήπως σε πάρουν κι εσένα τα σκάγια εγώ φοβόμουνα και δεν ακουμπούσα ούτε λίγο ούτε γι'αστείο. Τα βράδια δεν περνούσανε τα βράδια πρωινά ώρες μια και μια ίδιες και όλες καμία εξαφανισμένες νεκρές σκοτωμένες δε ροχάλιζε κανείς ήταν αρρωστημένο τα βράδια οι βόμβες είχαν χύσει ζουμιά ένα σωρό και αναθυμιάσεις ώρες μια και μια ίδιες και όλες νεκρές ναρκωμένες ύπνος κώμα ύπνος κώμα ύπνος τίποτα κενό. Δεν κοιμόμουνα καλά δεν κοιμόμουνα γιατί με ξέσερναν οι ιερές νόσοι επειδή δε μου'πιανε το χέρι και γλιστρούσα σαπουνιάρα γραμμή για τους εφιάλτες και το πάτωμα και τις γωνίες του κομοδίνου. Συνέχεια τον μισούσα γιατί σα προσευχή κάθε μέρα με το ξύπνημα κάθε μέρα με τον ύπνο μουρμουριζόταν μέσα μου μέσα ήμουν μέσα δεν ξέρω τι έκανε αυτός δεν ξέρω τι έκανε έλεγε διάφορα έλεγε ερχόταν κάθε τέσσερις μέρες κι αγαπιόμασταν αλλά αγαπούσε κι άλλους αγαπούσε τον κόσμο αγαπούσε. Συνέχεια τον μισούσα γιατί με τέτοια πίστη κάθε Κυριακή υμνούνταν οι ευτυχίες και οι χάρες της ζωής έξω μέσα εκεί που ήμουνα και ο παπάς έλεγε κάνε αυτό που κάνεις είναι σωστό μα σε σκοτώνει είναι σωστό είναι αρρώστια. Κι όσο εγώ ήμουν μέσα δεν ήξερα τι έκανε αυτός τόσο τον μισούσα και τον σκότωνα και τον ξαναμαχαίρωνα ξανά στο στήθος στην πλάτη στα πλευρά στο πρόσωπο στο πρόσωπο γαμημένο πρόσωπο έσφιγγα τα δόντια μου όταν λαγοκοιμόμουν και έπαιζαν εικόνες που τις χόρευε αυτός καλά και γελούσαν όλες γελούσε κι αυτός έπαιζαν εικόνες που έπινε καλά τις ευτυχίες και τις χάρες της ζωής τις ανταλλάζανε στα στόματά τους κι εγώ τους λυπόμουνα και τους ζήλευα και τους σκότωνα κάθε λεπτό ένα ένα ίδια και όλα κανένα.

Ανέβηκα σκαλί και ομολογία πέντε όροφοι σκαλί και ιδρώτας πεντακάθαρος λευκός ολόλευκος σαν τα σεντόνια τιναζόταν στους τοίχους ζαχαρένιους τοίχους και τα δάκρυα ρευστά σαν τον ιδρώτα και το νερό και τα κρασιά ανέβηκα σκαλί και παραπάτημα κι αυτός ένα βήμα πίσω βαρυγκομούσε που καθυστερούσα μα δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο έτοιμα κράταγε τα χέρια του μήπως το παραπάτημα γινόταν πόλεμος κι ο πόλεμος σκατά μπήκαμε μέσα με ξέντυσε υπομονετικά το'χε αυτό ήταν υπομονετικός ήταν πλούσιος και δεν το'ξερε τα'χε όλα κάτι ιδιότροπα κουμπιά της διαστροφής μήπως και πριν αρπάξεις τον ίκτερο προλάβαινες να το ξανασκεφτείς μα πού, τα ρούχα στο πάτωμα γρήγορα δάχτυλα και νύχια μέσα ίδρωνα κλαίγοντας στάλες στάλες ρυάκια ρυάκια ποτάμια θάλασσες κόσμος αγαπούσε τον κόσμο πώς μπορούσε ν'αγαπάει τον κόσμο εγώ δεν ήμουν ο κόσμος η ζάχαρη στη γλώσσα η ζάχαρη. Η ζάχαρη στους τοίχους χύσια τρύπες απ'τα χέρια μας απ'τ'ανάμεσα των ποδιών μας στη ζάχαρη των τοίχων τρύπες σπίτι τιποτένιο ανοιχτό ουρανός τα σύννεφα που φεύγανε βαλ'τα μου είπε. Βάλ'τα χέρια σου. Χώσ'τα μέχρι τον ώμο, κι έτσι όπως στεκότανε και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε κι έτσι όπως στεκόμουνα και δε μιλούσα μόνο ανάσαινα το τσιγάρο του και μέσα έξω οι αναπνοές άνοιξε ένα στόμα δόντια παντού ένα στόμα σα πληγή ήταν αρκούδα ήταν ένα στόμα υπερώα με δοκάρια. Έβαλα τα χέρια μου μέσα όλα και τα πετσόκοψε η προπέλλα τα'χωσα βαθιά όσο γινόταν και με κατάπιε ζωντανό.

Raging out of every house we're dying in

"
Beware the preachers
Beware the knowers
Beware those who are always reading books
Beware those who either detest poverty
or are proud of it
Beware those quick to praise
for they need praise in return
Beware those who are quick to censure
they are afraid of what they do not know
Beware those who seek constant crowds for
they are nothing alone
Beware the average man the average woman
Beware their love, their love is average
seeks average

but there is genius in their hatred
there is enough genius in their hatred to kill you
to kill anybody
not wanting solitude
not understanding solitude
they will attempt to destroy anything
that differs from their own
not being able to create art
they will not understand art
they will consider their failure as creators
only as a failure of the world
not being able to love fully
they will believe your love incomplete
and then they will hate you
and their hatred will be perfect 
"
(B.)

Samarkand

This bad weather circles us this bad blood strikes us ugly
let them undo let them undress
they would either way abandon us
we would either way split in two, in three, in millions
so shatters our skin so break our bones with this heat this love this zest
let them widen their views stare at every floor
violently as it storms and rages this bad weather this bad blood
they strike us down.
Tell me now am I good enough
are my hands harsh enough
to steal you off your pretty skin
to turn you into solid dust in tiles.

The religious microbiologist

Raise the hands, they can be stretched forever. This is a room with no ceiling. This is a monastery. She lives here alone. She wakes up before the alarm sets off, or the coma is unstoppable. She eats. She eats. She eats, all these denatured substances fill the void. She keeps her maker calm. Him and the rest are too kind to ask or take the lead. She brings them in. They soften with formic acid. Once they are soft, the muscles lax, the skin tears at the touch of the air. Nothing makes them easier. They fuck and confess their eternal vows. They are easy. It only takes a drop to dissolve their sham of pride. An offender is never asked, conviction to a never-ending lack of manners. Then they invite her over. Unclean sheets, unclean pillows, unclean people sleeping on insecurity. They fuck and their sweat is grime. Then she returns and prays. They get their diagnosis in no time and they cope to keep it hidden. This is a room with no floor. There is nothing dirt has ever kissed here. She burns everything on the two edges of each interval. Burn everything, rebuild everything, bear everything. Raise the hands, now he sees clearly the documentation of our eighteen months. Here, a grain of pepper on his tongue. Please, disappear. For a second she clasps his hand with the madness of every elementary point without him. This will never stop, this has not ended years now. This is a serious mistake and will cost her slide out of the coma every morning. He thought she forgets, she burns herself. She never touches herself, she never destroys herself. Whatever viruses he left here, will remain. This makes him ache more. They fuck and he weeps on her chest. She says he should see his savior. Deeper knowledge, thorough touch and thorough listen. The savior holds the cure. She drains them and pushes them to the saviors. She fucks because he's easy. She beats his back and he stares with agony. He stays because she's unfamiliar. We fuck and raise our hands. We reach god. Do not expect to leave her with anything new in your pockets but a referral to your next savior.

We are taught to be the void. It is written on our diplomas.

Någon gång

I am withdrawing myself.
I only keep the good character never given never to be 
for a distant figure

blond hair blue eyes white skin
a little of human a tiny fly I'd smile to
in exchange to this lot of quiet hyperventilation
anything from consolation to self-ridicule
share a drink and eat hjortron jam with ice cream
cook together
slight painless contact
always more always only


occasional talkers.

Ο ιδιοκτήτης

Δεν έχει να την πιάσεις από πουθενά. Δεν έχει να την πιάσεις από πουθενά για να τη δικαιολογήσεις, να της βρεις να της δώσεις ένα απαλλακτικό. Εγώ ο ίδιος, παρών, για δυο δεκαετίες, κουράστηκα να παρακολουθώ την ενηλικίωση μιας πολύ κακής συγκυρίας. Θα ήθελα κάτι να γίνει για να με ελευθερώσει από αυτήν την κηδεμονία. Δεν έχει πολύ καιρό που τα όριά μου ξεπεράστηκαν, αλλα από τη στιγμή που αυτό συνέβη, είναι γεγονός αμετάκλητο. Και ναι, υπάρχει ένα συγκεκριμένο σημείο που τα όρια ξεπερνιώνται, η χαλαρή θεώρηση της πραγματικής υλικής προόδου χαίρομαι που έφυγε μαζί με τον προηγούμενο και ελπίζω να μη χρειαστεί να την αντιμετωπίσω ξανά. Θα αρκούσε να πλησιάσει αρκετά και να δει καλύτερα πώς το ένα επιθήλιο μεταπίπτει στο άλλο, αλλά δε μπήκε στον κόπο γιατί ήταν άπιστος με όλη του τη δύναμη. Δεν έχει πολύ καιρό, αλλά από τη στιγμή που αυτό συνέβη, ευχόμουν κάποιον σαν εσένα. Εσύ ακούς. Είναι πολύ επικίνδυνο για σένα που ακούς και αυτά όλα σε διαπερνάνε. Γνώρισα και άλλους, κάποιους που ήταν τοίχοι μ'αυτιά και κάποιους που δεν είχαν καμιά υπόσταση για να λάβει τους ήχους ή να διαπεραστεί από ο,τιδήποτε. Δεν έχει να την πιάσεις από πουθενά και δεν υπάρχει μεγάλη χαρά σ'αυτό το παράδοξο ή σε οποιοδήποτε άλλο κοινό στοιχείο φέρει. Μπορείς να είσαι καλοπροαίρετος μέχρι να φτάσει ο περαστικός να γυαλίσει το σκαρπίνι του με το μάγουλό σου, δε θα σου αποφέρει πολλά γιατί τώρα ετοιμάζεσαι να πηδήξεις σε ένα λούκι που τα τοιχώματά του είναι μηδενικής τριβής. Και αν θες να την κατηγορήσεις για κάτι, έχεις να διαλέξεις, να χορταίνει το βουλιμικό μάτι και το ξεχειλωμένο στομάχι, επιλογές για κατηγόρια. Πάντα μου άρεζε να τους βλέπω, έβρισκαν αυτό το κόλπο που φαινότανε αποτελεσματικό: πιάνονταν από τις εσοχές που δημιουργούσε αυτή στραβοπατώντας και εγκληματώντας. Επιδίδονταν σε μια φρενιτική μάχη εαυτών για μια πολύ ασφαλή κατάληξη: να τη γκρεμίσουν επιτέλους. Πάνω που νόμιζαν ότι είχε έρθει η ώρα να ηρεμήσουν, αυτή εξανεμιζόταν. Τους άφηνε ξεραμένους με πρησμένο εγωισμό. Τώρα ετοιμάζεσαι να πηδηξεις σε ένα λούκι άπατο. Λες δεν έχει γυρισμό αυτό που κάνω, γιατί δε θέλω να έχει γυρισμό. Φοβούμαι πως θα απεγκεφαλίσεις τον εαυτό σου με τα χέρια σου ή θα κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι να πνιγείς. Έτσι θα έχουμε ξαναγυρίσει στην αρχή ή θα έχουμε διανύσει ένα διάστημα ίδιο με το τελευταίο. Θέλεις να είσαι ξεχωριστό διάστημα. Θέλεις να είσαι ξεχωριστό διάστημα γιατί χορταίνει κανείς με το να είναι ξεχωριστό διάστημα. Θα με τρέλαινε να δεχτώ ότι θέλεις να είσαι ανοιχτό προς τα δεξιά διάστημα επειδή απλώς θέλεις να τα παροχετεύσεις όλα σ'αυτήν. Θα σε λυπόμουν. Και τώρα σε λυπάμαι γιατί με φοβίζεις. Είναι μεγάλη αμαρτία να φοβίζεις κάποιον που δεν εντυπωσιάζεται από τίποτα. Σε σώζει κάπως από τη μετριότητα. Η συγκριτική μετριότητα είναι ξαπλωμένη σαν ομίχλη πάνω σε άσφαλτο με παγετό. Δεν αφήνει ούτε έναν απ'έξω. Πάνω σε ένα τμήμα της επιφάνειας του οποίου το εμβαδό κοντεύει το τίποτα, η συγκριτική μετριότητα έχει τόση αξία όση έχει η ομίχλη πάνω σε άσφαλτο με παγετό, ή η ομίχλη οπουδήποτε. Είναι μια κατάργηση της μετριότητας γελοία, γίνεσαι ο καλύτερος εραστής μέσα σε ένα στεγανό κελί που χωνεύει μόνο σένα μέσα στο στομάχι του. Τώρα ήρθες εσύ και μου λες ότι θες να αναλάβεις. Ν'αναλάβω, είπες. Εκείνο το βράδυ, τι υπέροχος ξάστερος ουρανός, εσύ ξαπλωμένος δήλωνες ότι ήθελες ν'αναλάβεις. Η δήλωση ήταν παράτολμη αυτή καθ'αυτή αλλά η φωνή σου κατάχλωμη και σχεδόν πεθαμένη, φωνή κάποιου που δεν είχε ποτέ υγιάνει στη ζωή του και τώρα απλώς τελείωνε παραδομένος στους κάβουρες. Αυτή σε μόλυνε, αυτή δεν είχε παρά να σε μιάνει, και εσύ ήδη πάσχων πια άπλωσες το χέρι λες και τη μόλυνες εσύ, και εγώ σφιγγόμουν να μη γελάσω με τη συναινετική αποκοτιά σου που την έκανες τρεμάμενος κι έχασε τη μισή της αξία για καύχημα. Ν'αναλάβεις, φυσικά ν'αναλάβεις, σου παρέδωσα τα ηνία εκείνη τη βραδιά και πήδηξες μέσα. Τώρα ακόμα είναι αρχή, και ο αέρας της πτώσης σε δροσίζει απ'τον ιδρώτα σου. Για λίγο αστράφτει και βλέπεις όλα τα νύχια της να είναι δόντια. Το σκοτάδι όμως έχει μια γλύκα χορταστικιά. Βρέχει συνεχώς και έχει καταραμένη πνιγηρή ζέστη. Η βροχή σου καίει το δέρμα σταδιακά. Η ζέστη τώρα δε σε νοιάζει αλλά τα πλαδαρά της μπούτια να σφίγγουν τη μέση σου σύντομα θα σου ανοίξουν γδαρμένα εκζέματα. Μ'έφτυσες στο πρόσωπο γιατί νομίζω είμαι Κάλχας. Ευτυχώς βρέχει και ξεπλύθηκε. Μακάρι να ζήσεις για πάντα. Εγώ άντεξα περισσότερο απ'όλους. Τώρα που έφυγα θα σκιστούνε τα ράμματα και θα εκραγεί πάνω σου. Τα πήγματα από αίμα θα είναι τόσα που θα βουλώσουνε οι δακρυϊκοί σου πόροι. Όταν με είδες με ρώτησες, τι σε σακάτεψε έτσι. Θυμάσαι. Μια πολύ κακή συγκυρία.

The butter

Half a bar of butter in the mouth.
The waterglass full on the counter
next to the pans and pots.
I inhale the dust from the floor.
One ought to clean up sometimes
but only if they can't find excuses not to
which is rather impossible, I reckon.
The fan is standing behind me
placed on a strategical point.
A family across this tight strip of street
they are having lunch
right behind their lace curtains.

-

Immobile in my underwear
sweat is dripping from behind my knees.
Tongue buried in fat voice can't come up.
There is smoke of majestic statements
because they burn when they're spoken.
It would be good to take a turn at last
but only if they can't stand it anymore
which I doubt, since the sweet nausea
of immurement is ravishing.
Every sound hitting the wall avows
the waste of all this.

-

Half a bar of butter in the mouth.
I'll do my best to take it down
while sipping from the waterglass
that's standing full on the counter.
Soon I will be out of consciousness.

Υποτροπή

βλέπω φωτογραφίες
φαγητών
κάνα δυο ώρες τώρα
θα έβρεχε
φαίνεται πως θα έβρεχε μόνο
επειδή κάποιος δεν ήθελε
να τον
πετάξουν έξω

ξαστεριά
έχει ξαστεριά
τελικώς
άλλο ένα μεσημέρι
επιστροφή στα
γνώριμα βαριά
στομάχια
ρομαντικά απόβραδα με ένα τέταρτο ταινίας και βουλιμικά δείπνα κι επιδόρπια στην ίδια ακριβώς θέση όπως τα λαμπρά πρωινά και τα ζεστά μεσημέρια στην ίδια ακριβώς θέση στην ίδια
ακριβώς
θέση
κάθε λεπτό στην ίδια ακριβώς
στις ίδιες γραμμές που ξεχάσανε
απ'το σταθμαρχείο
να τις στρέψουνε
για ν'αλλάξουμε πορεία με τόση
με τόση φόρα τόση πολλή φόρα τόση πολλή
μένει ένα μεσημέρι
η αρρώστεια στο λαιμό μου και στις βαλβίδες

κάτω απ'τον ήλιο στη στεριά
ναυτία
κάτω απ'τον ήλιο
κουβέρτες και κρύος ιδρώτας
ανώνυμες ημέρες
αποθεραπεία και ίαση διάρκειας ενός μηνός
μετά παιδί που σπρώχνει την
κατρακύλα στα
γνώριμα βαριά
χέρια
μικρές ώρες μέσα στο απόγειο της διαύγειας βήχας φυματικός μέσα στο κατακαλόκαιρο κάτουρα στο λαβομάνο
αυτές οι μικρές ώρες κρατάνε ίσα να κυλήσουν οι φτυσιές από τα μάτια
στις παρειές στα
γνώριμα βαριά
χέρια που δε γράφουνε δεν πιάνουνε δε χαϊδολογούνε μόνο χτυπάνε και μετά κρέμονται

τόσες νοσοκόμες λακίσανε τις έφαγε η σκουριά των παραπόνων
στέγνωσαν παντού να υπόσχονται μέρες χωρίς φτώχεια
αυτά και άλλα φαρμακευτικά ψέματα
των συναδέλφων λύκων
ασθενής χωρίς πρόσωπο χωρίς
πρόσωπο το πρόσωπο κομμάτια

ψάχνω τρύπες γι'αυτόν το λοιμό
θα προσβληθείτε
ανεξαιρέτως με μια αδυναμία πυρετού τυφοειδούς με μια ύπουλη μεταστροφή έτσι
η ευτυχία σας θα γεμίσει ζάχαρες θα
σαλαμοποιηθεί όπως τα κολοβώματα των μεταχειρουργημένων παρηγορητών μας
τρύπες θύματα γι'αυτόν το λοιμό ως
πιστός φορέας
στα διαλείμματα
κοιτάω τον πράσινο τοίχο
κι έπειτα ξανά στη δουλειά
ξανά τον άσπρο

το κρασί δεν είχε τέτοια στυφίλα πριν ο αέρας κουβαλούσε
ευφορικά μόρια πόση ειδέχθεια αγαπημένη μου μικρή
για κάτι τέτοιους ξωπεταμένους χτίστες.
νοσείτε;
νοσείστε

Dedication these days


She was ripe. Blossoms sprouting from her hair, eyebrows of expression. She consisted of spheres. An integrated sum of curves, circles, spheres. Her points would never shape an angle. She did not fit in corners, her points would never tear, would never injure. She rolled on the x-axis. She rolled, full of seeds. The seeds rolled too. She was dark mud. She did create, she did. Wide open legs far apart. How she'd command another birth. How she'd demand another glass. Almonds to see them face, an infinite strike of curves, circles, spheres to touch them skin. One time, maybe two, maybe a bunch of times that could fit in one month, maybe two. Maybe more, free to slip off to the next. Anytime free, them agreed on that without talking over. Vague scenes that have been cut as never spoken of. She did hop from the landing to the following step, or the landing threw her up, vague, never spoken of. Gaps have been filled with fiction. Her, naked brought sweat to the back from afar. Brought sweat to the back from them hands from them legs from them genitals. Her naked beneath them, a literate dish after weeks of hunger. Her naked beneath them, a literate body to picture. Thought it would be an image of relief. It was an image of revolt. Such beauty monstrous. Such impression swallowed as was. Them did mention her placing the dedicated sentence in a pile of indifferent sentences. Them who laid their hands on her earth, them laid their hands on the dead valley of ours. Them flew from the cloud to the triangle. Them same did moan inside, them same now moaned outside. Them cold, them sweaty, them we would fight over. She did not reach her end. Us shall outlive our death only, only to see them mourn. Dedication these days. Them moved to an abandoned country. Them turned from the light, them lost in angles angles lost in them. Skin torn, skin flattered, skin sent back to its primordial threads. When us shatters, them are to walk away scarred. She was ripe and taken and devoured. She is, us, them. She is a number of speculations.

I saw my hand in the edge of the field. My legs collapsed, oh, I shook with terror.

Grand mal

I put my head to sleep
on these arms nailed
against the floor

told my mother
take note of the
bet one day
awake drowned
eyeless
she hacked she
drank

a while now, a while
now this
foundering mass you call by
my name
rests on
you

fifty seconds apart
fingers clasp and fingers ret

cringe
cringe
cringe.

Rabies

Speaking of travels,
there is a specific warmth I recall oozing from yourself all the times I bleared against you. A resolute transfer of defeat: to get back to the point of loss, to accept whilst they talk about maturity coming along when it is only the most primitive impulse, to have my skin fuse with your nails, to devote and offer my ulcers not to my very own fingers, to devote and offer and the remorse, to get back and get back and get back and get back to the point when the void flashes
to ask you pain
and the eyes to water
like a mouth by a mouthful
like a cunt
beneath you.

Αρνήσεις

Μου έγλειψε τα χείλια, χασκογέλασε και παραπάτησε.
"Θα χορέψουμε;" με ρώτησε.
"Δε μπορείς να σταθείς." της είπα.
Ξεφώνισε βρισιές και βάρεσε το χέρι της στον τοίχο.
Πήγε πίσω δυο - τρία βήματα, μόρφασε.
"Πονάει;"
"Δεν πονάει. Όχι. Είναι ευφραντικό.
Τώρα ένας κόσμος αίμα κάτω απ'το δέρμα

γιορτάζει.
Μια γαμημένη ευτυχία!"

Speculation of an inane lover

And let me ask you another question
is the theory of uniformitarianism
which means that nothing in what happens but
happened in the past
could have happened if it doesn't happen today
on this is built the modern geology
on this is built the modern astronomy
on this is built
the modern
biology and theory of evolution
and so
it is
only
wishful thinking
that we are living in a safe
never perdurable
solar system?

They're always so quick to judge

Half an hour later we got on. A smell of mud in the back of the throat. A smiling woman in front of me. And an eerie face on the other side. Sudden hint of soap on my tongue. The smiling woman wasn't really smiling. Her expression was stuck. Dirty hands, heavy hands. I only hurt with my hands.
Cramming my mouth with mud,

I'm preparing myself for the month of the cracked.

Fanfare for the common man

Nothing makes me alive, you say.
I've left my life.

I can hear your heart
beat

I can hear your heartbeat

I will thank the rest, thank the others;
that's how you leave your life.

That's how (I suppose)
I'm leaving mine
for yours

-the great fanfaron
-

Angst

I bash the wall and the wall stays the same. I bash the wall and my hands bruise.
All I am is now!
I resent at things set and accept things changeable
I cannot come to agreements
they're out of reach.
My hands slap, strangle, rise, move, drop, rise, strangle, hit
My hands slap, strangle, rise, move, drop, rise, strangle, coy
I create and recreate
and never let you speak and never listen and never understand and never unwind
I jerk off in your living room.

So you think you can stop me and spit in my eyes?

Some of these days, you'll miss me honey

Τώρα δε σκέφτομαι πια για κανένα, μήτε νοιάζομαι πια ν'αναζητώ τις λέξεις. Κάτι κυλάει μέσα μου, λιγότερο ή πιότερο γρήγορα, δεν προσκολλιέμαι σε τίποτα, αφήνομαι έτσι. Τον περισσότερο καιρό, με το να μη προσηλώνομαι στις λέξεις, οι σκέψεις μου γίνονται ομίχλες.

J. P. S.