© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Πρεστήζ

I'm on drugs and I'm hanging on for dear life
can't go to the hospital and I can't tell my wife

απ'τις πασιέντζες όλης της νυχτός
δε βγήκε ούτε μία

κάποιος που ξέρει από λάθη
κατουρούσε αίμα και ζελέ στο νεροχύτη

οι στάλες της διαρροής
έπεφταν στο κέντρο του λεκέ

και τον ξημέρωναν σαν ήλιοι.


Η υποκριτική φιλοσοφία παίζει στο ραδιόφωνο κουλτούρα και διανόηση
ποια να'ναι πάλι αυτή η πουστοφωνή που ρεμβάζει με σπουδή, να μ'ένοιαζε
έστω λίγο. Δε με νοιάζει. Η ζωή εδώ σφίγγει και ξεσφίγγει, κι όταν λείπω
το ξεχνώ. Έχουμε περπατήσει την Αποστόλου Παύλου κάποια κρύα νύχτα σουρωμένοι,
έχω ξεράσει έξω απ'την εκκλησία, δε λέω πως κι εσύ. Θα'ταν ωμό για μια κυρία,
που λες πως θα'σαι τέτοια που θα'κανες την Αγνή τη Φράγκα να φωνάζει από καύλα,
μα τους εξευτελισμούς τους φυλάς για όταν λύνεις γόνατα που σ'έχουνε βωμό.
Αν μ'άκουγες να μιλώ, θα κορόιδευες πως περιφέρω την υπερηφάνεια των Τιράνων.
Όχι, είμαι πολύ πιο ευτελής, καλός απόσκλαβος του κώλου, ένας Αγγελάκας με
όλο τον τοπικισμό, χωρίς την ιστορία. Μα ξέρω απ'όλα πιο καλά 
να κρατάω το στόμα μου κλειστό.
Δε σ'έχω δει, κι αν στεκόσουνα εμπρός μου
θα'κλεινα τα μάτια με τις παλάμες για να μην κλέψω και σ'αγγίξω
αν σ'έχω για μια μελαχροινή Σπανιόλα με ολοστρόγγυλα αυτιά και βλεφαρίδες
που χορεύουν είναι η ίδια αυταπάτη με το αν σου'λεγα τι έχω θελήσει να σου κάνω
Ευτυχώς δεν έχω κολλήσει ποτέ τίποτα., το άκουσα απ'το στόμα ενός παίχτη, ε
γέλασα, δε θα γελούσα; Κλείνω τα παράθυρα στη Νίκης, πίσω απ'τα σκούρα γυαλιά
μετράω τους περαστικούς, κι έχει ήδη σουρουπώσει. Έχω το σήμα του συλλόγου,
φοράω ακριβό πουκάμισο που μου'χουν σιδερώσει, χρυσό δαχτυλίδι καμάρι της θρησκείας,
ανάθεμά με έχω περάσει ΚΤΕΟ, τα κορδόνια μου είναι συμμετρικά δεμένα,
παίζω με το συμπλέχτη, πνίγομαι χωρίς να'χει τελειώσει ο αέρας, μέσα δεν κοιτάει
ευτυχώς κανείς, δε βλέπω να κοιτάει,
ανάμεσα στις λέξεις δε φαίνεται ψυχή, κάτι νησιωτικά λοξό έχω μες στο κεφάλι,
η τρέλα είναι κληρονομική, και θα βρω ένα βουνό άλλες εξηγήσεις για να μην είναι αυτή.
Τι κάνει τον καλό γιατρό, τι κάνει τον ξωφλημένο, η φθίνουσα πορεία...

Η αποτυχία της βιβλιογραφικής ανασκόπησης

Στα δεξιά σωρεύονται τα χαρτιά που έχουνε πιει βροχή από τεσσάρων χωρών τους ουρανούς. Η δουλειά έχει τελειώσει. Αποδειχτικό είναι που απάνω τους κάθονται οι περιπέτειες του πλοιάρχου Γκρηφ με τρεις φουσκωμένες ρυτίδες στη ράχη, διαβασμένες από δυο. Ένας συνδετήρας που με ξαναβρήκε από το πρώτο έτος κρύβεται κάτω απ'τον πέτσινο χαρτοφύλακα. Το τζάμι του γραφείου είναι το ίδιο κι εδώ κι εκεί, ήταν μια φαεινή ιδέα, για να γίνεται η μελέτη το ίδιο αποδοτική για έναν χωριάτη του προπερασμένου αιώνα που τυχαίνει να'χει φυτρώσει ράμφος μεταναστευτικού πτηνού. Στ'αριστερά ένα σακκούλι με αμύγδαλα, το σνους και η πεννσαίηντ. Δώρο της εξ'αίματος ερωμένης μου πίσω απ'όλα αυτά είναι ο γυάλινος σωλήνας με το χνουδωτό κλαδί που έρχεται όταν είναι στις καλές της και τ'αλλάζει μ'ένα φρέσκο. Σκεπασμένα από ένα κομμάτι χασαπόχαρτο καιροφυλαχτούν κουτιά με χάπια τριών ειδικοτήτων, κι η μισοαρχινισμένη δικιά μου δε φαίνεται πουθενά μετά απ'όλες αυτές τις ομίχλες και συννεφιές του τελευταίου χρόνου, για τον αντακαταστάτη της δε γράφουνε και πολλοί, παρά μόνο άλλων εποχών, των οποίων έχω εκπέσει σε ξεμαλλιασμένος νοσταλγός. Η μουντάδα ξέρει ν'απλώνεται διηπειρωτικά, για κάθε αναχώρηση και κάθε επιστροφή έχω από ένα φόβο στη μασχάλη μα καμία ενοχή. Η χτένα με τα αραιά δόντια ήρθε στη θέση της βούρτσας, κι έμαθα πώς να φροντίζομαι σαν εκείνη τη μικρή που είχα δει όταν ξεκινούσα το δεύτερο, το αδικιολόγητο πένθος, στο τραίνο απ'τη Στοκχόλμη για το Γιοερν, καθόμασταν απένατι δίπλα στο παράθυρο κι είχε την ίδια μουντάδα τη σημερινή, ή ίσως και όχι, πρώτα πέρασαν τα δάχτυλα μες από ξεχωρισμένες τούφες, έπειτα η χτένα, έπειτα η βούρτσα και δεν είχε πια μαλλιά, είχε μέλια στο κεφάλι, το ήξερα από τότε, είχε προσπαθήσει να με διδάξει, ήταν φυσικό να μην το θυμηθώ, αφού δεν είχα λαχανιάσει αρκετά, δεν είχα λαχανιάσει καθόλου, και γι'αυτήν την πρωτόγονη εμμονή έπρεπε να φύγουν κάποια χρόνια κάνοντας τις συντροφιές μου ν'ανατριχιάζουν και να γελούν, οι τρίχες έσπαζαν σα φτηνοσύρματα, κι έβγαζαν εκείνον το ρηχό ήχο, ώσπου έφτασε το προχτές, ή το πιο πριν, πρόλαβε και θόλωσε όπως συμβαίνει. Τα λάθη πρέπει να τα μετρώ μόνο όταν πέφτουν στην πλάτη αλλωνών, δε φτάνω να σκεφτώ έξω από μένα, κι έτσι κάπως πάντα φταίμε όλοι μαζί. Σας είδε η ..., Και;, Οι ώρες της ησυχίας μπλέκονται με τις ώρες της τιμωρίας. Δεν είναι παραδοξολογία, είναι μια τρύπα του φασισμού της πειθαρχίας, το τζάμι του γραφείου να'ναι το ίδιο κι εδώ κι εκεί, η φάτσα μου να είναι στραμμένη στο παράθυρο, η πλάτη μου στην πόρτα, εκεί ν'ακούω το ράδιο το εδώ κι εδώ το εκεί, και κάτω απ'τα ρούχα μου να λουφάζει ένα ζώο που δεν ανήκει σε κανένα είδος, δεν έχει όνομα, δεν έχει ιστορία, κι ο Θεός ξέρει ούτε ψυχή. Το γραφείο όμως, και τα βιβλία πάνω στο γραφείο, ο χάρακας, οι έρευνες και τα ιατρικά περιοδικά με στήνουν από τετράποδο στον πολιτισμό, κι αν ο γείτονάς μου σκύψει και δει απ'το παράθυρο, θα δει το γείτονά του, όπως βλέπω κι εγώ, τα λάθη είναι λάθη του ενστίκτου, ο καθένας θα καταλάβαινε.

EESTI #2

/

Ο Χάννες έχει τα απαλά χρώματα του Έλβα
χώμα σα λερωμένο γάλα, βλέμμα σχεδόν διαφανές

διαλέγει πάντα τις βελόνες των δεκάξι κι οι φλέβες δοκιμάζονται
κάνει τις πιο σκληρές αιμοληψίες στην ομάδα

τα νύχια του είναι στρογγυλά, σα να μην έχουν άκρες
τ'ακρώμιά του δεν ξεχωρίζουν, η πλάτη του είναι αμυγδαλόψυχα

αλλά οι κλείδες φτιάχνουν βαθιές βολικές λαβές
οι μώλωπες εν σειρά μικρές διάττουσες σκιές εκεί που εχθές

κάποιος αρπάχτηκε σα για να σκαρφαλώσει σ'εστονικό σκαμνί
ποιος ξέρει τι κατάφερε να δει από ψηλά

στρίβοντας βορειοδυτικά στη Σότρα, η θάλασσα αλλάζει
η αύρα είναι σκέτη παγωνιά, οι ακτές λένε

εμπρός σου ο ωκεανός και πίσω σου η λίμνη. Σκέψου καλά
πώς θέλεις να πεθάνεις.

Ο Χάννες γεννήθηκε στα πόδια της Ρωσίας
από γονείς που έμειναν γονατιστοί

ώσπου έλιωσαν οι επιγονατίδες και τ'άλλα σησαμοειδή
όμως δε μίλησαν ποτέ τη γλώσσα της αυτοκρατορίας

το λάμβδα τους έμεινε χυλός, κι εκείνος μου συστήθηκε
Χαν, νες,  σα γέφυρα. Σαν τόξο.

Το αίμα που κουβαλώ είναι ζουμί χαώδους επιμειξίας
άλλο δεν έχω για να δώσω, μόνο αυτό

μαζί φέρει τη μιγάδα εντροπία, τις ευχές για
το ναι της ευγενικής καταγωγής

πώς θα λασπωθεί βουβά, πώς οι απροσδιόριστες φυλές
έχουν γι'αυτήν μια ωραία γοητεία, μια απαίνευτη ηδονή

ο αχροΐτης εχθές βάφτηκε από νόθες σταγόνες
οι φωνές μας έμειναν το ίδιο χαμηλές

η καθαρότητα των Φίννων κάνει το ύφασμά τους τόσο λεπτό
η καθαρότητα είναι αδυναμία

/

the finnish summers without the finnish dirt

/


J-J 2015

Παροξυσμός γνήσιας γερμανικής λύπης

Παροξυσμός γνήσιας γερμανικής λύπης κυρίεψε το Βάλλενστάιν. Από τα μάτια του ανάβρυσαν δάκρυα και το στήθος του το τρικύμισαν λυγμοί, αλλά γρήγορα το κλάμα του μετάλλαξε σε εξίσου γνωστές γερμανικές βλαστήμιες κι όταν φλεγόμενος ολόκληρος από οργή έκανε ν'αρπάξει το κυνηγετικό τουφέκι του Γουώρθ, στα χείλη του γυάλιζαν φούσκες αφρού.

J. London

F32.1

///

die
verbleibenden
Jahre
das
geligende
Leben
dahingesiecht
alles
,
du
hast
alles
verjagt
was
soll's
diese
endlose
JAGD
is
ja
aussichtslos
geworden
ich
meinerseits
bin
ebenso
verloren
,
schon
lange
fort, oj
FORT
mit mir
fort
mit dir auch

///

Das selbstgerechte Leiden und das anspruchsvolle gesellschaftspolitische Mitleid verkaufen sich gut.

///

Το χωριό είναι σ'ένα χαντάκι. Το μπαλκόνι που μου'χουν δώσει το βλέπει απ'τη μια του άκρη, κι απ'το παράθυρο ακούω το φλοίσβο, τις μηχανές και τις κουβέντες που γίνονται το σούρουπο και το χάραμα στους μώλους. Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού με τα κυάλια και βάζω να δω, είναι άσπρη ή κίτρινη η ομπρέλλα που'χει ο χοντρός στη βάρκα, έχει δυο ή τρεις πάνω Αιγύπτιους το Αλέξανδρος, η γριά του καϊκά ήρθε απόψε με το μηχανάκι ή με το ξώφτερνο, ποιανής είναι τα μωρά που φωνάζουν απ'το πρωί και σηκώνουνε ντουμάνι γύρω απ'τη βρύση, γύρισαν τα μεγάλα αλιευτικά, δε γύρισαν, ποιος φεύγει σήμερα τελευταίος, ποιος σέρνει έξω τη βάρκα του στη γλίστρα, πόσοι μαλτέζοι ήρθαν να προσκυνήσουν, πόσοι απ'αυτούς γαμάνε παναγίες. Όπως τους βλέπω από πάνω κρυμμένος σα Φατμέ πίσω απ'τη σίτα, έτσι με βλέπουνε κι αυτοί απ'τ'ανοιχτά όταν κατεβαίνω με το βρακί το μονοπάτι, ανάμεσα στα σχίνα και τα θάμνα, με τα μάτια ιδρωμένα πίσω απ'τα γυαλιά, στο ένα χέρι τα βατραχοπέδιλα και στο άλλο ένα σκουριάρικο ψαροντούφεκο που δεν είναι δικό μου.

Το περασμένο απόγευμα, στην ησυχία του αποφαγιού, ένας άσπρος κώλος και μια πλάτη σταγμένη πιτσιλιές από καστανοκόκκινο συρόπι, αυτά μαντεύω έβλεπαν απ'το χαντάκι τους, να φεγγίζουν μες απ'τις κουρτίνες, το δωμάτιο είναι διαμπερές, η μέρα μέσα είναι αληθινή. Κι εμπρός από εκείνο τον κώλο κι εκείνη την πλάτη έβλεπα εγώ αφού δε μπορούσανε οι άλλοι, δεν ξέρω αν μου'κανε καλό που δεν ήμουν γυμνός στο ηθικό σκοτάδι, κι έκανα πράγματα που ανήκουνε παραδοσιακά στο βράδυ, στις τέσσερεις το μεσημέρι, έβλεπα το πρόσθιο μισό μου, τις μισοϊδρωμένες πτυχές στους αγκωνιαίους βόθρους, τα πετσοκομμένα νύχια, τις φλέβες μου που είναι βαθειά θαμμένες, κι εμπρός μου ήταν το μαξιλάρι που όταν ξαπλώνεις το κεφάλι σου ξεφουσκώνει σαν αστείο αερόστατο, φφφφφφφ, κι έπειτα δεν έχεις πια μαξιλάρι, και πάνω του ήταν διπλωμένα τα μαλλιά σου που τα'χες χτενίσει πριν με λάδι από μύρρο που έχεις μάθει να το λες καλά και δε σε παίρνουν πρέφα, και πάνω στα μαλλιά σου ξάπλωνε το πρόσωπό σου που είχα κάπου δυο μήνες να το πιάσω, κι αντί γι'αυτό έπιανα τα βυζιά σου σα να'μασταν έντεκα το πρωί Δευτέρας στα εξωτερικά, κι εσύ κάτι είχες παρεξηγήσει και χαιρόσουν. Όλα μες στο δωμάτιο με το σκληρό φως, μες στη χνοή των πεύκων, ήταν παραδομένα, το καθένα στη δική του απελπισία.

Στο μπάνιο έβαλα το νερό να τρέχει, κι αυτό έρχεται από κάτω απ'το χωριό μ'ένα σπασμωδικό πιεστικό, και ρέει με ώσεις σα να βγαίνει από χειροκίνητη αντλία, μες στη μπανιέρα στάθηκα κάτω απ'το φεγγίτη που φέρνει μέσα μόνο δάσος, αν σφίξω αρκετά τη λαβή θυμούνται κι εμφανίζονται απ'τα έγκατα της σάρκας οι φλέβες, στενές, λειψές, αψηλάφητες, έτσι για να ομολογούν και το λάθος της βαλβίδας, την έσφιξα αρκετά, μ'έχεις δει κι άλλη φορά, την έσφιξα πολύ, τα δάχτυλά μου άρχισαν να μοιάζουν πιο πολύ με παιδικά, κι εγώ στραγγαλισμένος. Το νερό που έπεφτε στα πόδια μου άρχισε να με καίει, ακούμπησα την πλάτη στα πλακάκια για να πάψει να φέγγει ως το χωριό και να με διασύρει, αρκούσε αυτό που είχανε προλάβει, κράτησα την αναπνοή μου ώσπου να μουδιάσουνε τα χείλη, στην κούρσα με το πιεστικό πηγαίναμε πέντε εγώ και μια αυτό, ένα δυστυχισμένο σώμα, ένας μαλάκας που δε χύνει, τα ποδοδάχτυλα κι οι κουντεπιέδες κοκκινισμένοι σα φέτες σολωμού, είκοσι μπάτσες στη μια, είκοσι στην άλλη μεριά, γιατί είκοσι; Γιατί με ζαλίζουνε καλά

Τώρα χαζογελώ, 
χα
χα
χα
χα

μέρα παρά μέρα πέφτω απ'το μπαλκόνι στο χαντάκι κι η κατηφόρα με τσουλάει στην ακτή, κι εκεί βρίσκω θαλασσινά λουλούδια, ψαροκόπαδα, χταπόδια, λάλες κι όλα τα άλλα που μ'αρέσουν
μετά σκαρφαλώνω ξανά το μονοπάτι πάνω φορώντας το βρακί, τα γυαλιά θολά απ'το αλάτι και την πάστα για τους της ξανθής φυλής, γαμώ, με τα βατραχοπέδιλα στο ένα χέρι και το σκουριάρικο ψαροντούφεκο στο άλλο

da capo
///

UNIONIST (Bergen blues)

Sie arbeitet im Fischmarkt. Sie riecht nach verdorbenem Fisch, ist warmherzig und berauscht sich schnell. Wenn ich hoch hinauswollte, stünde sie mir entgegen, aber meine Bestrebungen sind ja minderwertig. Deshalb vertragen wir uns miteinander. Ich bin mein Beruf, und genau diesen Beruf auch verachte ich: das nenne ich Kapitalismus. Sie dient ihres Vaters Ehre, er erinnert sich nicht, er lobt nur seinen Gott: das nennt sie Glaube.
Ich tue mein bestes, aber die Gesundheit der Fremden ist mir egal.
Ihre Arbeiterliteratur ist mir viel zu viel, ihr ist mein Leben das Leben des Wichtigtuers, es geht nicht um Einkommensunterschied, sie ist im hohen ölreichen Norden geboren, ihr alles ist urnorwegisch, arisch, wahr, rein, was weiß ich denn schon, ich der Jude, der Deutsche, der Grieche, der Schweinehund, wir priemen sammen, wir spucken sammen, es gibt keinen punktgenauen Vergleich, sie bezahlt, ich trinke, sie singt, ich göble, wir tanzen am Strand, sie sagt Farvel, farvel, winkt mir zum Abschied. Wir vergessen unsere eigene Heimatliebe eine Zeit lang, Verrat, Verrat, ideologischer Verrat. Es ist nichts Gesundes am Leibe.

Über die politische Lage reden wir an Bord. Der Vollmatrose aus Indien sagt:
Wir sollen ohne Gewalt leben.
Naja, ihr sollt,

-

Τριάντα μέρες βρέχει, το χώμα κατακάθεται και τα πευκοβέλονα πέφτουν λίγα λίγα στο λιμάνι
το κολυμβητήριο κλείνει έναν αιώνα στη μεριά του, και βουτάω με τα μάτια ανοιχτά είναι γλυκά
θολά και παγωμένα. Στην καρδιοοισοφαγική παλινδρομεί ένα κοπάδι ψάρια, κάτι τυλίγει το κεφάλι μου σα φούστα μέδουσας με χαίτη.

Η γυναίκα που με γνώρισε για να μ'εκτιμήσει έκανε φοιτήτρια στην πόλη της βροχής είκοσι χρόνια πριν, είκοσι χρόνια πριν! κι έμενε πίσω απ'το κολυμβητήριο, στις εστίες μες στο δασάκι. Πιο πέρα, στην άκρη του λόφου γέννησε το πρώτο της παιδί, που είναι λίγο μικρότερό μου, κι έχει πάρει τα μαλλιά της, και κάπως έτυχε να μας κληρονομήσει και τους δυο μονάχα απ'τα δικά της, ο πατέρας του ήταν μελαχροινός, ήταν γιατί ζει μισοσκοτωμένος στο κρεβάτι του κάπου στη νέα γη, και τον φροντίζει το πρώτο της παιδί κι η νέα του γυναίκα. Θέλω να σε διαβάσω, μ'αρέσει να σε διαβάζω, ναι, είναι άλλη η ιστορία όταν έρχεται σε λέξεις σαράντα και παλιές, δεν έχω τι να πω για να'χω να τα γράψω, για να'χει να διαβάζει, δέκα λεπτά σιωπή για να τη χαίρομαι στο νου μου, κι αύριο να με χαίρεται γυμνό, και τώρα να μη μπορώ να θυμηθώ το βράγχος της φωνής της, δέκα λεπτά σιωπή δεν είναι καν, δεν είναι καν,

-

Recently I've been addressing to names, it's not to make sure I remember, no, I remember all your names. That's a lie I say when you're nothing: I write to remember. Truth is I write to forget, so now I'm addressing to you, S., your belly was sticky, and I could read your child on it, my palms were peeling from the wheel and you could read my lonely nights on them, our drinks were standing in front of the fridge, the fridge was open and dripping, the city was glossy from the rain, the night lasted all day, and the day lasted all day too. You didn't even do me the favor of a moan, you just observed me from your insides like a carnal judge.
-You're a unionist.
-No, I want the land to break, I want Schleswig independent.
-You aren't in fucking Schleswig now, are you
-Eh...

Pull me by the moustache and make me stand on my toes on the feather pillow like you've done before, I'll whine the Bergen blues for you and honor a wide intergermanic union, like I've done before,

-

,,,,,

View from our table και κώλος φινιστρίνι




lie to me if you will
tell me anything you want, any old lie will do


///


jeg te/ænker på dig i høst/efteråret
auf Wiedersehn und denk an mich zurück

///

General

Hastu was dagegen wenn ich rauch? Varför? Svåra dagar

The slits of your eyes are like wounds filled with glass
they see us fucking until we bleed into each other
I see us too

a pleasure to hear you gargle gå
that tongue play you do with the ah, the oh.
I'll always tell you're a foreigner
yes, you'll always do

the water from your rivers has a heavy sweetness in it
the neighbor sure did hear me moan some incomprehensible name,
was it yours? was it hers? This man is a wreck, a useless expression of something unimportant
I have no use for myself
after all this body is a heartbeat more than a corpse
why, then?

gi meg litt snus, while I think of an answer, takk
but I'll spit on the ground and the answer will still be in another place

so we fuck until we bleed into each other now
leave and leave me laying on the bed. Tomorrow you'll be
in your warm cage, and I'll be where I should
my hands are hooves. I'd never even think to catch you




Mirèio! Voudriéu estrema dins moun sang
toun alen que lou vènt me raubo!
Mistral



Καρτ-ποστάλ

Η Φακίστρα έχει μια ασπρίλα που σε καίει να τη βλέπεις
στο δρόμο σταματήσαμε να πλυθούμε κάτω απ'το σωλήνα που είχε σπάσει
φωνάζαμε απ'το κρύο που είχε το νερό κι οι περαστικοί γελούσανε τουρίστες!
απ'τα αυτοκίνητα ενώ παίρναν τη μια ή την άλλη της διχάλας για το Βόλο

κάπνιζα τσιγάρα μονοπωλίου απ'το μαγαζάκι, το σπιρτόκουτο
είχε επάνω κόκκινες τουλίπες και πρασινάδα για ζωγραφιά ξεθωριασμένο
το χέρι που κρεμούσα απ'το παράθυρο είχε γίνει παραταίρι με το σώμα
έπειτα το κορίτσι που έμενε στο 32 μου έδωσε ένα σα μεταξωτό φουλάρι

με ακατανόητα σχέδια να τυλίγω για μανίκι. Το'χω ακόμα τσαλακωμένο
το βράδυ είχε μια ύποπτη ησυχία, τα δέντρα κατηφόριζαν τις πλαγιές
για να τα βρίσκουμε το πρωί φρακαρισμένοι σε κάποια φουρκέτα για
μια από τις ακτές. Επάνω είχε δροσιά κι οι νύχτες ήταν νύχτες

οι αντισκηνίτες χτυπούσαν τύμπανα σαν άρρυθμοι Αφρικανοί, ο χαβάς
ήταν χαβάς του αμφιθεάτρου. Κατάφερναν κάποια επανάσταση κι εκεί
μετρούσαν άλλες καινούριες ελευθερίες, οι πατρίκιοι της ντροπής
δεν είχαμε δίκιο στα δικά τους.

Θυμάμαι που η μπουκαδούρα χάλασε την παρτίδα
κι οι τράπουλες σκορπίστηκαν με μέλια στα πόδια μας και στις πέτρες
σκύψαμε να μαζέψουμε ό,τι ήταν και κάτω απ'το τραπέζι για σκυλί
είδα τις πρώτες κνήμες ανάμεσα στις οποίες είχα σταθεί

δε σήμαιναν τίποτα ποτέ, κι ανάθεμά με αν από τότε και μετά άλλαξε
ίντσα αυτής της ακολουθίας. Όχι
τα τσίπουρα και οι κολοκυθανθοί μας έκαναν αργούς και φωτισμένους
η ασπρίλα της Φακίστρας κατάπινε όλες τις σκιές και όλες τις φιγούρες

έκανα πως δεν ξέρω. Στο δωμάτιο κοιμόμασταν εκ περιτροπής στο
διπλό. Όταν έφτασε η σειρά μου και του Α. οι άλλοι δυο φώναζαν
βρισιές στην τηλεόραση απ'τους χτιστούς πάγκους, στο σκαμνί δίπλα
στην πόρτα στέγνωναν μεθύστρες και σκαφλιάδες

ο Α. μου γύριζε ανάποδα τα δάχτυλα κι εγώ γέμιζα στάχτες το σεντόνι
στα γόνατα είχαμε το χάρτη για κουβέρτα
απ'τα μέρη είχε σβήσει τα πιο πολλά
και έμενε το Τρίκερι, η Αγία Κυριακή κι ο φάρος

NORMAND PROSPER

MO REPORTING
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΝΙ ΧΤΕΝΙΖΕΤΑΙ
200 ΚΟΡΩΝΕΣ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΟΥ ΜΑΛΑΚΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΔΙΝΕΙ

/


Parus major



/

-Θα πάρω τη σκέψη σου μαζί μου
ντύμα για να σου πω: αν πάω και γυρίσω αδειανός θα σε αναζητήσω πάλι
μισοψέμα, μισοϋπόσχεση, κι ο όρκος που έχω δώσει στο νησί 
ο μόνος που θα με πονέσει ν'αθετήσω.
Η γυναίκα που αναβόσβησε σαν πλάνο πολεμικό ανάσκελη στο δάσος
οι χίλιοι μικροί θάνατοι που πεθαίνει ο φίλος μου ο Μ. απ'τη δουλειά του
το δάσος της ήτανε κοντά του, κι εκείνη μόλις άφηνε πίσω την ακαμψία
-Θα σε σκέφτομαι και θα προσπαθώ να σε βοηθήσω με το δικό μου τρόπο
ντύμα για να μου πει: θα είμαι εδώ για σένα. Πάντα και στα κρυφά
η θλίψη του βραδιού είναι μια αναποδιά και ξέπλυμα του πεδίου. Βλέπω
καθαρά: δεν έχει σημασία. 
-Έχω να προσευχηθώ πολύ για τα δικά μου λάθη κι άλλου κανενός. Αυτή
ήταν η κυρία που είχε βαλθεί να ταξιδεύει από μέλλον σε μέλλον, απ'το
Φλένσμπουργκ στη Σαμοθράκη κι έπειτα στη Σητεία. Μαντεύω πως δε θα'πεφτε
στα γόνατα παρά μόνο για να δώσει αλλιώτικη μαρτυρία, πιο γερή. Μα πάλι
τι εξουσία να είχα πάνω στην προσευχή της; Ήμουν ως το λαιμό στα περασμένα.
Δε με είχε τόσο πολύ θελήσει, όσο θέλησα εγώ να την κυλήσω κάτω απ'τα σωθικά μου.
Όχι από φτώχεια, μα απ'τη συμπάθεια που κρατώ για τη βραχύβια αγωνία. 
-Σ'αγαπώ. Αυτή είσαι εσύ, τα μαργαριτάρια σου στ'αυτιά, μισόγυμνη στο
βραδύ, απόκοσμό σου σπίτι. Σε πιάνω απ'τα λαγόνια φτερά, κι από κάτω ψηλαφώ
πολύχρωμα κοράλλια στα νεφρά σου. Έξω γυρίζει τούμπα η παλίρροια, εδώ κανείς μας δε γερνά.
Αυτή είναι κι η αδικία.

/

das Meer hat Mutter umgebracht
schließlich dien ich's auch gut

eine Frage fragt er nur, beim Gebet
Seh ich die Watten wieder, Gott?

/

אוֹנָן

The sounds that lube your throat, love
S c h a n d e
S c h a d e n
v e r g i ß
v e r s c h w i n d e

the sounds that make me thirsty.

I lay clothed on the bed. Just slip out the offense. What are you going to do now, eh? What are you going to make of your parents' work? Where has the educated man been, where has he gone? I've been reduced to the sweat of my groins and this is all I know and all I tell. There are a million ways to come round, a million ways to fade too. I wear my hair as scarf to hide the bruise of pleasure. My hands are nude, they've touched you and never bore a trace of shame, they've been inside and out of your blood on purpose. 
Or should I say, how much redness there can be in a cunt? 

So thin, so easy, so cheap that it trickled all the way up to my elbow and stained my sleeve. I wouldn't give your sadness back for anything, but to discover a new way of leaving, a new way of abuse. This is what an educated motherless boy jerks off to, this is what I remember from you when I'm a hill of flesh and dust, pulsating like a glorious body of ridicule, and right when I'm about to cum, I think of death, I think of you, I think of life in foreign lands and nothing comes out, and back to the start: your blood, mine, my pain over yours. My grip can hardly clasp, my grip is more of a stroke, a revolting caress, a sin, a loss, a waste. 

Your eyes are beautiful, I'd spit twice in each.

I touch myself so rough to hurt to punish to make amends
I touch myself because I can, because your god is watching
I touch myself and say, with plattdeutschem accent
THE LAND IS SEPARATION
THE LAND IS SEPARATION

Tache

There's not much left by this time above deck for the sea to take away - unless you or me.

J. Conrad