© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

D → C

 First step: major second

The sun, the winter sun, distance, patience
the coldest stream, a turquoise vein, barely blood, mostly tears
the haze of dreams, the first spring dew

a man is fire, a man is earth
a quiet unison. The fire, as it does, lunges and spreads
until the earth's command:
"Here fire stands."

The sun, the winter sun, king to all but not to us
distance, patience, his devout daughters, have finally met
a prince, a prince to carry the crown when death
sweeps the sky. Hold your applause.

"A two-month long knife in my heart."
"Two months I burned and turned 
to ash."

The streets weep, a golden glaze, a turn, a change
of pace, quick steps, we're in a rush, cut through
the crowds, street after street, the big city, a prince,
a prince, and in the dusty shade of the building's hall
apostates

what a monster of a thirst, how desperate the hands
to take the longing stair, major second, going down
like a sigh.

Λειτουργός στο κάτεργο

 Ι Π Π Ο Κ Ρ Α Τ Η Σ


Όταν ήμουν μικρός έπεσα μέσα σε μια τρύπα στο δρόμο που με πήγε γραμμή στον κύριο οχετό του κόσμου. Από εκεί δεν υπήρχε επιστροφή. Είναι μια λούμπα πολύ βαθειά και με γλιστερά τοιχώματα που νύχι δεν υπάρχει να μπορεί να γαντζωθεί, έτσι που είναι καλυμμένα από μια πηχτή βλεννώδη λέχρα που μοιάζει να είναι φτιαγμένη από αλεσμένα χαρτονομίσματα, ανακατεμένα με κάτι άλλο που δε θέλω να ξέρω τι είναι. Στη λούμπα αυτήν είναι και άλλοι, αλλά οι περισσότεροι δε μοιάζουν να υποφέρουν. Παίρνουν τη λέχρα και την κάνουν μπριγιαντίνη για τα μαλλιά, ή κοιτάν εκείνη την τρύπα στην οροφή από την οποία κάποτε μπαίνει λίγο φως, και βλέπουν το θεό και άλλα τέτοια. Το πιο ενδιαφέρον είναι δε, πως αν κάποιος σκύψει απ'έξω και ρίξει μια ματιά στην τρύπα, πολλοί κάνουνε ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τον πείσουνε να φουντάρει μέσα.

Λίγο πριν το χάραμα ένας γέρος ξήλωσε όλα τα καλώδια και έχεσε στο περβάζι. Πριν τον προλάβουν οι αδερφές είπε να γίνει και δημιουργικός. Οι συνθαλαμίτες του είχαν την τύχη να απολαύσουν τη θέα στο φαρδύ φωταγωγό φιλτραρισμένη μέσα από σκατοβιτρώ. Τα δεσμά που με υποχρεώνει η φρουρά να φοράω στο κάτεργο / τα σαμπώ που με υποχρεώνει να φοράω ο κανονισμός του νοσοκομείου είναι σκληρά σαν πέτρα και ανένδοτα. Με κάθε βήμα μια σφυριά ξεκινάει απ'τη φτέρνα μου και φτάνει κατευθείαν στο μυαλό, όπως εκείνα τα παιχνίδια δύναμης στα πανηγύρια, που ανάλογα πόσο ισχυρό θα είναι το χτύπημα που θα ρίξεις, θα δεις ν'ανεβαίνει μια στήλη που θα σου πει το σκορ σου. Όταν είχα αρχίσει το τελευταίο μέρος του μακρού μου συμβολαίου, είχα επιστρέψει από άλλο νοσοκομείο, με άλλο κανονισμό. Ο διευθυντής μου είπε Θα ξοδευτεί η κλινική για να σου δώσει καινούρια σαμπώ, βλέπεις πόσο φροντίζουμε τους εργαζομένους μας; Ο ίδιος διευθυντής που με πήρε τηλέφωνο εκτός υπηρεσίας να μου πει, Πήρες μισθό από την κλινική, τώρα έχεις χρέος να κάνεις ό,τι σου πω. Τα μισθά είναι μια ιδιαίτερη ευεργεσία, μια δανεική ελεημοσύνη, όπως και τα υποχρεωτικά σαμπώ, και όταν έρχεται η ώρα, πρέπει να ξεχρεώσω. -Τι έγινε πάλι; -Έχουμε ντράβαλα στο θάλαμο Δ18. Ήταν ο θάλαμος στην πέρα άκρη της δυτικής πτέρυγας, ακριβώς αποφασισμένος από τη μοίρα για να χρειαστεί το μέγιστο σφυροκόπημα από τα αναθεματισμένα σαμπώ, μην τολμήσω και ξεχάσω πως εδώ πρόκειται για Κ Α Τ Ε Ρ Γ Ο. Ο γέρος ούρλιαζε ακατάληπτα και χοροπηδούσε γυμνός, πασαλειμένος αίματα, σκατά και διάφορα άλλα. Οι νοσοκόμες της νυχτερινής βάρδιας ήταν στα τελευταία μέτρα της διαδρομής τους και έσπευδαν βρίζοντας μέσα απ'τα δόντια τους να διευθετήσουν τη σκατοκατάσταση. Η προϊσταμένη μου είπε κουρασμένα: Πες να δώσω λίγο Αλοπεριντίν. -Γέμισε μια καραμπίνα με Αλοπεριντίν και Στεντόν και ρίχ'του.

Λίγο πριν το χάραμα κάποια ισόβια αλκώλα πνίγηκε στο αίμα από ανεπανόρθωτη ρήξη κιρσών οισοφάγου. Όταν έφτασα στο θάλαμο, σέρνοντας τα δεσμά, μια ντουζίνα μαλάκες στέκονταν πάνω από το κιτρινιάρικο σαμπρελιασμένο σώμα και έκαναν ΚΑΡΠΑ. Η γραμμή ανάμεσα στην ΚΑΡΠΑ και τη βεβήλωση νεκρού είναι λεπτή και οι περισσότεροι κάνουν πως δεν τη βλέπουν. -Σταματήστε ρε, δε βλέπετε πως έχει αποδημήσει εις κύριον; -Μα ο κύριος αρχίατρος Τ. Τ. είπε το μεσημέρι να κάνουμε τα πάντα! -Τα κάνατε ήδη, δεν απέδωσαν, στοπ. -Μα δεν έχουμε κλείσει 45'! Κοίταξα το ρολόι πάνω απ'την πόρτα, έλεγε 0430. -Ναι, εγώ είδα πως αρχίσατε ΚΑΡΠΑ 0340. Κλείσατε και με το παραπάνω. Μετά από 50 λεπτά μέγιστων προσπαθειών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Ώρα θανάτου, 0430. Μαζεύτε τα, δε θα στεκόμαστε εδώ μέχρι την αλλαγή.

Λίγο πριν το χάραμα κολλάω το βρωμοτηλέφωνο στο ιδρωμένο και ξεϊδρωμένο αυτί μου και περιμένω να ξυπνήσει η κόρη ή ο γαμπρός της αλκώλας για να τους σκάσω το μαντάτο. Έχω πονοκέφαλο και δεν ξέρω αν είναι από το ντάπα - ντούπα απ'τα σαμπώ, ή από εκείνο το νουμπέτι που έκανα με το κεφάλι κρεμασμένο στο στέρνο κατά τις δυο σκευρός από το κρύο στο εφημερείο, ή από το φαρμακερό αέρα  του κεντρικού κλιματισμού που ξύνει τα μέσα μου σαν γυαλόχαρτο. Τα βλέφαρά μου έχουνε τη γνωστή κόλλα του νυχτεριού, γιατί ένα νυχτέρι ποτέ δεν είναι μόνο νυχτέρι, αλλά έχει κεφάλι και ουρά, και είναι μακρύ σα φίδι. Ο γέρος καθηγητής χειρουργικής που είχε ο πατέρας μου όταν πήγαινε στη Σχολή τη δεκαετία του '70 θα έλεγε Δεν έχεις κάκκαλα, δεν κάνεις για την ιατρική, δεν είσαι λειτουργός. Κι εγώ θα έπιανα τ'αρχίδια μου και θα έλεγα Για δες πώς τα φέρνει η ζωή, μουστόγερε.

Λίγο πριν το χάραμα... κ.λπ. κ.λπ.

Οι περισσότεροι εφιάλτες ενσκύπτουν λίγο πριν το χάραμα, τις μικρές ώρες που το σκοτάδι είναι αδιαπέραστο, που ακόμα και ο θεός κοιμάται. Το κάτεργο δουλεύει πάντα, αλλά λίγο πριν το χάραμα είναι που περνάει το σωφρονιστικό του μήνυμα στους καταδικασμένους, λίγο πριν το χάραμα γίνεται η εμπέδωση, λίγο πριν το χάραμα συμβαίνουν τέρατα και σημεία που γράφονται στην άμμο και τα σβήνει το πρώτο κύμα που θα γλείψει την ακτή. Η νυχτερινή βάρδια των υφιστάμενων θα πάει να κοιμηθεί, η πρωινή βάρδια θα έρθει φρέσκια με αχνιστό καφέ στο χέρι και κουτσομπολιό από το σχολείο της κόρης της Μαλένε ή τις περιπέτειες του πατσαβουρόσκυλου της Γκίτε που κατούρησε το χαλί και τελοσπάντων, όλα μπαίνουν πάλι σε σειρά, ο κύκλος ξαναρχίζει, ο γκασμάς ανεβαίνει και κατεβαίνει όπως ένα στήθος που αναπνέει.

Τη λέχρα που καλύπτει τα τοιχώματα της λούμπας και γλιστράει σα λάδι μόνο ένα πράγμα μπορεί να της αντιταχθεί, ζεστά, στεγνά φράγκα. Λειτουργούν όπως ο χαρτοβάμβακας, ρουφάνε τα υγρά και τότε τα νύχια και τα δόντια αρχίζουνε να έχουν πρόσφυση, και ίσως μπορέσω ν'αρχίσω το σκαρφάλωμα. Αλλά τα λαμπρά μυαλά του βασιλείου σχεδίασαν τη λούμπα με προοπτική, και τα φράγκα που θα μπορούσε να δώσει οποιοδήποτε ευλογημένο συμβόλαιο για πληβείους είναι ίσως αρκετά για ν'αρχίσεις το σκαρφάλωμα, αλλά ποτέ αρκετά για να καταφέρεις να το τελειώσεις. Και έτσι φτάνεις ως ένα σημείο για να γλιστρήσεις πάλι κάτω, πίσω μαζί με τους βλαμμένους που κάνουν τη λέχρα μπριγιαντίνη, μαζί με τους βλαμμένους που γαμιούνται σαν τα κουνέλια και ξεπετάνε φυλακισμένους εκ γενετής, μαζί με τους βλαμμένους που μέσα σε όλη αυτήν τη φρίκη ασχολούνται με πληθυντικό ευγενείας, με κανονισμούς υγιεινής, με το πού βλέπουν τους εαυτούς τους μετά από πέντε χρόνια, με εθελοντισμό και σκουώς, αυτοί, η ρακέτα της απύθμενης βλακείας τους και το λεχρό ντουβάρι, για πάντα.

Όχι στην ενεργή βοήθεια για το θάνατο, ναι στην ενεργή βοήθεια για τη ζωή, λέει το νέο τσιτάτο του ιατρικού συλλόγου, επειδή ο γιατρός δεν είναι για να μοιράζει θάνατο, είναι για να χαρίζει ζωή, λέει η θεούσα μούμια που ψήφισαν οι υπόλοιποι σωτήρες για επικεφαλής. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων κι ένας μονόφθαλμος στη χώρα των τυφλών. Οι σωτήρες φοβούνται φρικτά το θάνατο, επειδή περνάνε καλά στη λούμπα, τα έχουνε ταχτοποιήσει με τους πνευματικούς τους, Arbeit macht frei, lifescript™, εκλογές, γιορτές, Πάσχατα και Χριστούγεννα, σημαίες και σταυροκόπημα, κώλοι που κουνιούνται, ψωλές, μουνιά, μωράκια, σκυλάκια, γατάκια, παπαράκια, επιστήμη και ζωή. Οι τελειωμένοι φοβούνται τον πόνο.

Με το γκασμά στον ώμο και τα πέτρινα σαμπώ, είμαι ποντίκι δεμένο στον τροχό που αψηφά κάθε νόμο της φυσικής και περιστρέφεται με μηδέν τριβή, με ατέρμονη επιτάχυνση, και ξέρω πως θα πεθάνω και ο τροχός θα συνεχίσει αυτήν την τρελή κίνηση, Έτσι είναι η ζωή, καλέ μου. Να σας γαμήσω, αυτό δεν είναι ζωή, είναι οχετός και είστε σκατά.

Juniper berries I

Lush spider plants and peace lilies were hanging from rods and shelves all over the loft. There were no rooms. As soon as you stepped inside, the entire space revealed itself to you. The area by the entrance was a few steps higher than the rest. It was humid. A few candles and some floor lamps cast a gleam over everything. He walked noiselessly in his woolen socks. His pants were rolled up at the cuffs to stay above the ankle. He greeted me timidly.

He wound up the Victrola and an old swing came on from the dusty record. He took me by the hand and started dancing. He wasn't bad, save a bit rigid, a tad shy. I was much worse, but it was fun. We weren't humans. Two lanky trees had gotten up and out from the soil and danced. Small blues fluttered around the peace lily flowers. I swear I saw fireflies in the dark corners of the loft. It was an enchanted forest, there was no loft. Through the opening between the leaves there was no ceiling to be seen, but the sky at dusk. The tune never seemed to end. We danced and danced, he kept a smile on his lips and something tender in his eyes. Then there were no lips and no eyes, there were star shakes and ridges and lizards in hiding. We became less rigid and less shy. Two tree spirits danced and it was a dance of leaf veins and fresh green branches. A soft wind, a sough, a sway.

I glanced at the Victrola; I knew it. It was identical to the one I had at home. It had the same cast handles and the same rosewood lid. The felt was even curling the same way mine was.
"Where did you get the Victrola from?"
"Jack Black's clone sold it to me for peanuts a few years back."
"In Skibhuskvarteret?"
"Yes!"
"Was it because his girl was kicking him out?"
"Yes."

The music faded, but not to the scratch of the spinning record. The music faded to the sounds of moving water and rustling leaves. He led me to the bed. We fell in it as if we were falling in a well. Our bodies never found a mattress, but warm water and a blanket of duckweed. We were weightless. We never broke the surface tension. He rested on his elbows, on top of the tiny green plants that floated on the lake.
He brought a vial before my face.
""Smell this," he said. I sniffed.
"What is it?" he asked.
"A flower," I answered.
"What flower?"
"I don't know."
"Passion flower."
He handed me the vial. Until then, he’d been playful. But now he grew serious.
"The passion of Christ became this flower. Five petals and five sepals, one for each loyal apostle. Do you know who's missing?"
"No."
"You and I."
"Are you a dream?"
"Yes."

I held on to the vial and swam up, up, up until it was morning and I was in my own bed. The tenements around the harbor were shrouded in fog. The world was real, cold and gray. The window was half-open and the fog was crawling into the room like a beastly breath. On the bonsai elm I kept on the windowsill, a small blue was resting. Where did you come from? I reached out to touch the butterfly, see if it was there at all. From my open hand fell not the vial, but a few juniper berries.

The hermit over the hanged man

 IX x XII

Cross the hermit over the hanged man
cross them to make a cross.
Then take this cross up on your back
and climb Mount Tabor.

Carry the cross and count the drops
of blood you shed on the way
to the top of Mount Tabor.

Carry the cross and keep a secret
it's tears of longing, not regret
keep a secret, I miss you so,
that all the salt of the Dead Sea

is not enough to lace these tears. 
At the end of the ascent the moon will speak:
"Sacrifice is proof of love."

And the sun will laugh:
"See how the hermit is crossed over the hanged man?
Love is the cross. The rest is lost.
Carry the cross and die on it."

Dusk and dawn will be one
time will turn into a ghost
I'll kiss you on the lips, nine no more

You'll cut my noose, twelve no more
but you and I
mere men before the cross
mere men then, now gods.


x


// Marigold Tarot Print

Gannet E

The Gannet field lay shrouded in fog for weeks on end. The grayness fed on my guts.
The world drank from my blood.

A statue, a lost man, the sentinel of sadness.

Two weeks later a husk crawled from the harbor to the tenement, up to the second floor, and entered my apartment.

---

Passepied A'

"How did you get that?" I asked, pointing at his black eye.
"That? Oh, I fell."
"Down some stairs?"
"Yes, exactly."
"Right."

---

Passepied B'

"Play," he said.
"You want to have a laugh."
"Yes."
"Okay."

[...]

I played Elgar’s Salut d’amour, the arrangement by Ciccolini. The Frenchman sat on his duvet on the floor, staying out of my vision. When I finished, there was silence. My face and ears caught fire. I was overcome with terrible shame—a sad pawn, picking at the bones of my studies, in front of an up-and-coming, bright pianist.

"You have a heavy hand, like a Russian," he said. "And this is one of the best love songs ever written."
"You were supposed to laugh."
"Ha-ha. I laughed."
"Thanks. Now your turn. Let us listen to some actual music."

---

Passepied C'

"What’s wrong with your eyes?" he asked.
"I was hit by a rod, and the pupil got paralyzed."
"Can you see me?"
"Yes."
"Normally?"
"Yes."
"How do I look?"
"Like a heron standing on still water. There are rings around your legs—they grow bigger and bigger, and then they disappear."

---

The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements. [...] It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive.

---

Passepied D'

He held both my hands and squeezed. I tensed up. He squeezed harder, until he hurt me.
"Don’t do this, please."
"Don’t leave."
"I have to."
"Please."
"The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements."
"What?"
"It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive. I’ll find you again. Don't worry."
"Don’t you think it’s too much effort?"
"It’s some effort."
"But you’ll do it regardless?"
"I guess I might."
"Can you play Salut d’amour again? I want to record it."
"So you can laugh on demand?"
"Yes."
"Alright."

After all was said and done, he sat on his duvet again and cried.
I pulled him close and held him until it was time to go.

And then I went, as I was bound, to Gannet E.

Το βυρσοδεψείο

Κάθε τόσο ο φύλακας χτυπάει το ρόπαλο στα κάγκελα, κάθε τόσο οι καταδικασμένοι ξυπνάνε με ένα τίναγμα. Είναι πάντα σκοτεινά και μόλις τους φεύγει η τρομάρα, τους ξαναπαίρνει ο ύπνος. Τα κελιά αυτά δε γνωρίζουνε δραπέτες. Αν δε θες να αποτρελαθείς, πρέπει να βιδώσεις το βλέμμα στον ύπνο και το ελεεινό φαΐ και έτσι περνάει ο καιρός, έτσι γράφεις τα χιλιόμετρα ακίνητος μέσα στο κελί.

Σ'αυτή τη φυλακή όλοι είναι θανατοποινίτες, φυλακισμένοι και φύλακες μαζί, και όλο το υπόλοιπο προσωπικό, επιστάτες, κυρίες της καθαριότητας, γραφιάδες και χαρτογιακάδες, όλοι έχουν στο κούτελο χαραγμένη την ίδια ποινή που έρανε το χέρι του Θεού, όλοι έχουν στο σβέρκο τη μυτερή αιχμή του δρεπανιού που περιμένει, όλοι ζέχνουν απ'το λάδι που τους βάφτισε, τα μάτια τους είναι θολά και όταν φέξεις με το φακό, δε βλέπεις την αντανάκλαση της λάμψης αλλά βλέπεις την ίδια τους τη μούρη, μια ζωγραφιά μέσα στη ζωγραφιά, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι.

Αν είσαι βραδύς έρχεται η μέρα που κάθεσαι στην ηλεκτρική καρέκλα και κλαις με χοντρά, καυτά δάκρυα, κλαις απελπισμένα, σαν μωρό, γιατί δεν είσαι έτοιμος, γιατί θες άλλη μια μέρα, άλλη μια γύρα. Αν προλάβεις και εμπεδώσεις το δίδαγμα της ποινής, μετά τους σπασμούς της ηλεκτροπληξίας θα κρεμάσεις λυτρωμένοςΈτσι είναι, άσπρο - μαύρο, δεν έχει αποχρώσεις, δεν έχει διακυμάνσεις, είναι σαν το όχι και το ναι, είναι σαν την ψεύτικη νύχτα του κελιού και την ψεύτικη μέρα του φακού, ή είσαι έτοιμος ή δεν είσαι, ή πόνεσες αρκετά ή το πετσί σου θέλει κι άλλο κοπάνημα για να μαλακώσει.

Ο δικαστής που αποφασίζει πώς θα πας αποφασίζει και το πότε, πάντα με τελεσιδικία. Ο δικαστής, με το ιερό του χέρι, αυτός που βλέπει πίσω απ'την κουρτίνα των πούστικων ματιών σου, αυτός που ξέρει τι έχεις κρύψει μες στον κώλο, αυτός που σε παρακολουθούσε να ξεπηδάς σαν κακιά φύτρα από τη λέρα της μάνας σου και του πατέρα σου, ο δικαστής που αποφάσισε το πότε και το πώς για όλους όσους ήρθαν πριν από σένα και θα έρθουνε μετά, αυτός αποφασίζει και για σένα, τυφλός, κουφός, βουβός, αυτός σπέρνει, αυτός θερίζει.

---

Η κρύα λαμαρίνα ξαπλώνει κάτω απ'το μουσαμά, και πάνω απ'το μουσαμά ξαπλώνει η κρύα πλάτη μου. Το χαμηλό ταβάνι με τις πλαστικές σανίδες τρίζει, το σκοτάδι είναι μια μελανιά, το φως μια μελανιά, ο αέρας βαρύς, κρύος και υγρός με τρίβει από τα μέσα σαν βούρτσα από σύρμα, η θάλασσα μιλάει χωρίς λόγια, το έλαβα το μήνυμα γλυκιά μου, είμαστε ένας λεκές σε έναν τέλειο καμβά, μια ακίδα σάπιου ξύλου στο δάχτυλο μιας πανέμορφης μικρής, μας θέλεις όλους νεκρούς γεύμα για τα ψάρια, κάθε κορόιδο και μπουκιά. Ξέρω πως οι άλλοι εδώ πάνω δε σ'ακούνε όταν μιλάς, αλλά εγώ σ'ακούω καθαρά, επειδή το πετσί μου έχει τρυπήσει απ'το κοπάνημα, επειδή είμαι από φτηνιάρικο υλικό. Βλέπω τα σχήματα που παίρνει ο θυμός σου, έχω την πίκρα της αρμύρας σου στο στόμα. Είμαι ένα τέρας μέσα στην κοιλιά του τέρατος που όπου το πιάνεις διαλύεται προς μια λεπτή σκόνη. Μη βιαστείς να ανακουφιστείς, κοίτα τα λερωμένα χέρια σου, θα μπορούσε να είναι χώμα, αλλά κάθε κόκκος είναι ένα καινούριο τέρας, μια ατέρμονη ασχημονία, ένα άρρωστο γέλιο που σου τρυπάει τ'αυτιά, μάτια συμπαγή που σκοτώνουν κάθε φως, λιωμένη κακία σαν λιωμένο μέταλλο, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι. Η κοιλιά μου πάλλεται από την αορτή που σφύζει, κι αν αυτό δεν είναι η ενσάρκωση της κτηνωδίας, τότε μίλα μου και ζήτα μου συγγνώμη. Μίλα μου και πες μου πότε θα φύγω από εδώ. Πότε τελειώνει η τιμωρία!

---

Sterbensmüde

Όταν ήμουν μικρός και πηγαίναμε να δούμε τον παππού στο Ούτερζουμ στο σπίτι του που ήταν δίπλα στου φωτογράφου, και τύχαινε να είναι αργά, δηλαδή μετά τις τέσσερις πέντε, τον βρίσκαμε να κάθεται κάτω από το στέγαστρο της βεράντας, στον πάγκο, ακίνητος σαν άγαλμα, και να κοιτάζει το κενό. -Πατέρα, γιατί ο παππούς δεν κάνει τίποτα; -Γιατί είναι κουρασμένος.

Αλλά μόλις μας έπαιρνε πρέφα με την άκρη του ματιού του μεταμορφωνόταν σαν γκαργκόυλ και θα ορκιζόμουν πως άλλαζε και χρώμα, σηκωνόταν και έσπευδε να μας προϋπαντήσει, αιφνιδίως αναστημένος, θεραπευμένος από εκείνη την ανυπέρβλητη προηγούμενη κούραση που τον μαρμάρωνε.

Είναι Οκτώβρης στο νησί και οι ομίχλες σέρνονται από τη μια στην άλλη μέρα. Βιάζεται να νυχτώσει. Αν σκύψω και φέρω τη μούρη κοντά στη χλόη, είναι σπαρμένη με δροσιά, τα τελευταία λουλούδια είναι διακοσμημένα με ολοστρόγγυλες σταγόνες. Μυρίζει η βρεγμένη γη, μυρίζει ο βρεγμένος αέρας, μυρίζει εκείνη η αιώνια μυρωδιά που έχει το νησί, που έχουν όλα τα νησιά με τη μικρή παραλλαγή τους, σκόνη αλμυρή και μούχλα, και ο ουρανός και η θάλασσα είναι μια ενιαία κουβέρτα που πίσω της κρύβονται όλα τα τερατουργήματα του πέρα κόσμου.

Δε βρέχει, αλλά η ομίχλη είναι βαριά και κατακρημνίζεται λίγη λίγη, ψιλή σαν κοροϊδία. Κάθομαι μαζί με τον πατέρα στην πίσω αυλή, με τα χέρια στα γόνατα και μια μισοαρχινημένη μπύρα στο τραπεζάκι. Είμαστε και οι δυο ακίνητοι σαν αγάλματα και κοιτάζουμε το κενό. Τα μαλλιά μου έχουν νωτίσει. Το κρύο δεν έχει σφίξει ακόμα, δε μας πιάνει τρέμουλο παρά την ακινησία. Έχω τα μάτια ανοιχτά αλλά δε βλέπω. Είμαι τόσο αβάσταχτα κουρασμένος, που δεν ξέρω τι θα μπορούσε να με θεραπεύσει.

Το νήμα που έφτασε σε μένα φίδι επίμονο από γενιά σε γενιά έφτασε και στο τέλος του. Αν ακουμπήσω τον αντίχειρα με το δείκτη θα βρω ανάμεσά τους την ξεφτισμένη άκρη. Έχει αρχίσει να ξεστρίβει. Το ντόμινο των κουρασμένων σταματάει κάπου εδώ, σ'αυτά τα χέρια που ακουμπάνε σ'αυτά τα γόνατα.

---



Άλογα, αλογάκια, αλογότριχες

Τα άλογα πάντα του φαίνονταν κωμικά: ένα βαρέλι που ισορροπεί πάνω σε τέσσερα αδύνατα ποδαράκια σαν μπαμπού. Και πάντα έβλεπε με δέος πώς το βαρέλι κατάφερνε να ισορροπεί σ'εκείνα τα μπαμπού. Όταν μπήκε στη Σχολή και διάβασε ανατομία έμαθε πως τα άλογα περπατάνε πάνω στο μοναδικό νύχι του καθενός από τα τέσσερα άκρα τους. Αυτό δε βελτίωσε την ιδέα που είχε για τα άλογα. Ούτε βελτίωσε και την έλλειψη της πίστης του. Αν όλα φτιάχτηκαν σύμφωνα με το θείο πλάνο, τότε ο θείος ήταν ηλίθιος. Αν δεν ήταν ηλίθιος, δε μπορεί παρά να ήταν διεστραμμένος. Τι μιζέρια, να είσαι καταδικασμένος να περπατάς στο γαμημένο νύχι σου με όλα τα πεντακόσια σου κιλά. Τι μιζέρια, που το νύχι εύκολα ξεκολλάει από τα γύρω υφάσματά του και κουτσαίνεσαι. Και τι μιζέρια να είσαι κουτσάλογο, που ως γνωστόν κάνει μόνο για κιμά. 

Προφανώς και δεν υπήρχε θείο πλάνο. Τόση αρρώστια δεν υπάρχει στον κόσμο ολόκληρο, ακόμα κι αν μαζέψεις όλες τις αρρώστιες μαζί και τις ζυμώσεις και τις κάνεις μια στρόγγυλη μπάλα, έναν πλανήτη σκέτη αρρώστια. Όχι, όλα αυτά έχουν προκύψει κατά τύχη. Έτσι μπορούσε να κοιμάται τα βράδια. Αν διάλεγε άλλο παραμύθι θα έμενε άγρυπνος να βασανίζεται. Βασανιζόταν αρκετά τη μέρα, τι χρωστούσε να υποφέρει και τη νύχτα; Δεν έφταιγε αυτός που ήταν φτιαγμένος όπως ήταν φτιαγμένος, μαλακισμένα, σαν άλογο, και μάλιστα κουτσό. Για τη φκιάξη του δε φταίει κανείς, αλλά τιμωρείται σαν να φταίει. Ένα περίεργο πράγμα, που όταν το καλοσκεφτόταν, τον έκανε να αναρωτιέται αν τελικά όντως υπήρχε τόση αρρώστια στον κόσμο.

Ήταν και εκείνη η άλλη ιστορία, για τα σκουλήκια αλογότριχες. Όσο το πατρόν των αλόγων τον απομάκρυνε από την πίστη, τόσο τα σκουλήκια αλογότριχες του έσπερναν αμφιβολίες. Τα σκουλήκια αλογότριχες λέγονται έτσι επειδή όταν τα δεις μοιάζουν με αλογότριχες. Είναι παράσιτα που ζούνε το μεγαλύτερο μέρος της αρρωστημένης ύπαρξής τους μέσα στα αλογάκια της Παναγίας. Το αλογάκι της Παναγίας τρώει ένα μαμούνι που είναι μολυσμένο με τις νύμφες του σκουληκιού. Μέσα στο στομάχι του, η νύμφη βγαίνει από το μαμούνι που λιώνει από τη διαδικασία της πέψης, σαν ένα δώρο που βγαίνει από το περιτύλιγμα, και εγκαθίσταται στο αλογάκι της Παναγίας. Σαν τον Ιώβ αν γλύτωνε από τη φάλαινα για να ξυπνήσει μέσα σε μια μεγαλύτερη φάλαινα. Εκεί τρώει αυτά που τρώει το αλογάκι της Παναγίας και το ίδιο το αλογάκι της Παναγίας και γίνεται αλογότριχα. Εξαφανίζει το αλογάκι της Παναγίας από τα μέσα και του κάνει κουμάντο. Όταν έρθει η ώρα να γαμήσει το σκουλήκι, διατάζει το αλογάκι της Παναγίας-όχημα μέσα από χημικές εντολές στο νευρικό του σύστημα να πάει εκεί που το φως πολώνεται οριζόντια, δηλαδή το νερό. Το αδειασμένο αλογάκι της Παναγίας βουτάει αυτοκτονικά στο νερό και το σκουλήκι αλογότριχα σκίζει το τσόφλι και βγαίνει στο νερό, ελεύθερο να πάει να χαρεί το θαύμα της ζωής ή θαύμα της δημιουργίας ή θαύμα της μητρότητας και της πατρότητας ή όποιον άλλο ευφημισμό αρέσει σε όποιον ντρέπεται να πει γαμήσι και τα μεθεόρτιά του. Ο απόλυτος σκοπός είναι να ξεπετάξει περισσότερα σκουλήκια αλογότριχες. Αυτά τα σκουλήκια αλογότριχες είναι συμπυκνωμένη διαστροφή, κάπως όπως οι άνθρωποι. Το ότι μετατρέπουν τα αλογάκια της Παναγίας σε Δούρειους Ίππους μοιάζει με ηλίθιο αστείο, είναι όμως γεγονός. Σίγουρα δε μπορεί τέτοια αρρώστια να είναι καθαρά αποκύημα της τύχης; Τέτοια διαστροφή θέλει κάποιος βαθιά διεστραμμένος να κάτσει επισταμένα και με αφοσίωση να ασχοληθεί με το έργο του, και να καταστρώσει τις λιγδερές πτυχές του σιχαμερού σχεδίου του. Ίσως δηλαδή και να υπάρχει θείο πλάνο, και ο θείος να είναι πιο άρρωστος από όσο θα μπορούσε ποτέ κανείς να φανταστεί, πιο άρρωστος και από όλους τους άρρωστους του κόσμου ζυμωμένους: να είναι ένας κρύσταλλος καθαρής, πυρωμένης, βαρύτατης αρρώστιας. Ίσως η πίστη ολόκληρη να είναι ένας ευφημισμός, σαν το παραμυθάκι που λένε στις παρθένες για να μην ενίστανται όταν έρχεται η ώρα να φάνε κρέας.

Γι'αυτόν περισσότερη σημασία απ'όλα είχε να υποφέρει όσο το δυνατόν λιγότερο. Έπρεπε να κοιμάται τα βράδια. Και αν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει ήταν η απιστία, ε, θα την πλήρωνε και θα την ξαναπλήρωνε χωρίς διαμαρτυρία. Όταν είσαι μόνος σου σε μια κατασκότεινη σπηλιά, δε φοβάσαι πως είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Φοβάσαι μήπως δεν είσαι μόνος σου στην κατασκότεινη σπηλιά. Ήταν πολύ πιο καθησυχαστική η σκέψη πως όλο αυτό το μαρτύριο, όλη αυτή η αηδία, όλη αυτή η ανωμαλία είχαν απλά προκύψει. Το ενδεχόμενο να υπήρχε κάτι πίσω από όλα αυτά τον κοτοπούλιαζε.

Στη φόρα 14



 Das Glück ist kein Geschenk Gottes, es ist nur ein Darlehen.

T Fontane

Στη φόρα 13

...to be loved and found magical, like a secret


A. Sexton 

Στη φόρα 12

02/2024

Χτυπάει το τηλέφωνο κάπου πέρα. Με σκουντάς, το τηλέφωνό σου ρε. Το σηκώνω, είναι ο Μ. και το μόνο που λέει είναι Χμμμ. Χμμμ. -Τι στην ευχή; Τι ώρα είναι; -Χμμμ. -Είσαι σουρωμένος, άντε γαμήσου. -Χμμμμ. Του το κλείνω και ξαναπέφτω για ύπνο. Ξέρω πως σε λίγο θα ξυπνήσω με εκείνο το καρφί στο στομάχι και θα περάσω το επόμενο δίωρο χαζεύοντας το αίμα μου στο νεροχύτη.

Το μεσημέρι της επομένης χτυπάει πάλι το τηλέφωνο. Είναι ο Μ. 
-Ξεσούρωσες; 
-Ναι. 
-Τι έγινε; 
-Η Κουασιμόδα θέλει παιδί. 
-Δεν το είχατε συζητήσει στην αρχή αυτό;
-Ναι... της είχα ξεκαθαρίσει πως δεν είναι για μένα αυτά. Και είπε εντάξει, δεν την ενδιέφερε. Αλλά τώρα λέει πως πίστευε πως δεν το εννοούσα. Θα άλλαζα γνώμη με τον καιρό.
-Και;
-Της είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση. Και μου είπε, δε χρειάζεται να μένουμε μαζί. Θα το μεγαλώνει αυτή, κι εγώ θα πηγαίνω δυο φορές το μήνα για να τρώμε σαν οικογένεια. Της είπα πως δεν υπάρχει περίπτωση. Και γίναμε κώλος. Είναι 36 και δεν έχει καιρό για χάσιμο, είπε. Αλλά θέλει να κάνει παιδί μαζί μου.
-Πρόσεχε με τις καπότες.
-Προσέχω. Δε χύνω καν μέσα. Και μετά τις βάζω στη βρύση.
-Καλύτερα να μην τη γαμάς καθόλου, τώρα που το σκέφτομαι.
-Το ήξερα. Το ήξερα πως θα υπήρχε κάποιο Sackgasse στην υπόθεση. Βρίσκω μια καλή γκόμενα και ορίστε. 
-Το σκέφτηκες καθόλου;
-Ναι. Το σκέφτηκα. Όλο το πρωί έχεζα, δε σου κάνω πλάκα. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πληρώνω γαμησιάτικα για 18 χρόνια. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση γενικά. Τελειώσαμε.
-Της το είπες;
-Όχι. Δε μου λες, μπορείς να κατέβεις;
-Όχι, δε θέλω να οδηγήσω τόσα χιλιόμετρα έτσι όπως είμαι.
-Θα ανέβω εγώ. Θα τη χωρίσω και θα ανέβω.
-ΟΚ. Να ξέρεις το αερόστρωμα τρύπησε.
-Τρύπησε;! Πώς;
-Δεν ξέρω, μέσα στο κουτί.
-Να φέρω τον υπνόσακο;
-Αν δε θες να κοιμηθείς στον καναπέ.

---

-Άρρωστε καριόλη, πάμε στο Γyσκ.
-Τι θες από το Γyσκ;
-Να πάρουμε αερόστρωμα.
-Δεν έφερες τον υπνόσακο;
-Όχι, δεν έχω όρεξη για κάμπινγκ. 
-Κοιμήσου στον καναπέ.
-Μην είσαι τεμπέλης, πάμε στο Γyσκ.

Στο Γyσκ αγοράζουμε ένα καινούριο αερόστρωμα, ίδιο με το προηγούμενο. Υποδύεται τον φυσιολογικό αλλά είναι άνω κάτω. Γι'αυτό και η ιστορία με το αερόστρωμα. Είναι η παρηγοριά του οικείου. Θέλει τα πράγματα να είναι όπως τα ξέρει. Σκέφτηκα αρκετά την Κουασιμόδα αυτές τις μέρες. Έφερα στη μνήμη μου τις προσεγμένες κινήσεις της, εκείνη τη μελετημένη χορογραφία για να κρύβει τη νευρολογική της βλάβη, την ξεθυμασμένη ματιά της, τα πολύ γυαλιστερά της νύχια. Κοίταξα και ξανακοίταξα τις φωτογραφίες που μου έχει στείλει ο Μ. μαζί της, όπως εκείνη που ήταν σ'εκείνο το συνέδριο αρχιτεκτονικής στη Στοκχόλμη, που όταν την είχα πρωτοδεί είχα σκεφτεί, ανάθεμα, μοιάζει με όλες τις μαλτέζες βορειοευρωπαίες αγελάδες, καλά που είναι μόνο συμπτωματική ομοιότητα. Προσπαθούσα να δω αν υπήρχε κάποιο σημείο ηλιθιότητας πάνω της, κάπου που να φαινόταν πως θα του ξηγιόταν έτσι. Αλλά με ξεγέλασε, επειδή ξεγέλασε τον Μ. Ίσως αυτό που μας ξεγέλασε και τους δυο ήταν ο ευσεβής του πόθος, ότι τα είχε καταφέρει, είχε βρει τη χαμένη του άγκυρα, κάτι που σε αυτούς τους λασπερούς βυθούς δε θα συμβεί ποτέ.

Napoleon at St. Helena

Στον Άλμπερτ. Είσαι το φως του σκοτεινού μου κόσμου
ALBERT, DU ER MIN DUNKLE VERDENS LYS.

Είμαι μόνος.
Είναι η ώρα που απέναντι μυρίζει το βρεγμένο χώμα,
η ώρα που πέφτει η καλοκαιρινή βροχή,
η ώρα που δε βγαίνει το χαρτί, η σκαλωμένη ώρα.

Υπάρχει ένα εύκολο τερτίπι για να βγει: να κλέψω.
Ο κόμπος που βρίσκει στη χτένα του θανάτου κόβεται αν κλέψεις
κι ανάμεσα απ'τα δόντια περνάνε σαν μετάξι τα μαλλιά
Aχ, γιατρέ! Κάτι πρέπει να κρατάς και μυστικό.

Ο Ναπολέων στην Αγία Ελένη και το ταξίδι της υπομονής
οι θάλασσες που θα ξαπλώσουνε πουτάνες ανάμεσά μας
δε κάνουν σε κανέναν χάρη. Θέλουν τύχη
το μόνο συνάλλαγμα που περνάει στα μέρη αυτά

αλλά εγώ θα κλέψω.
Όχι από αφραγκιά, από απληστία.
Ιστορία με όλα τα ποικίλματα και τις αποτζιατούρες
ο Θεός, ο θησαυρός, ο κλέφτης

μια παρτίδα βγαίνοντας να βγάζει όλα τα χούγια
το χέρι είναι κακό, κρύο και ιδρωμένο. Χέρι ερωτευμένου.
Η ώρα κάνει κόνξες, γι'αυτό θα σκοτωθεί
ώσπου να σε ξαναδώ θα πέφτει σαν άτυχος στρατιώτης 

που ζει το τέλος του σαν επίμονο εφιάλτη
θα πέφτει και θα πέφτει
μαζί με το δύσκολο χαρτί
από ένα χέρι που δεν το'βαζε το μάτι σου πως το'λεγε η ψυχή του.

Σταυρός, άγκυρα, καρδιά

DO YOU UNDERSTAND THE VIOLENCE IT TOOK TO BECOME THIS GENTLE?
N Prakash

Στη Γροιλανδική Πρεσβεία ζει ανάμεσα σε όλους τους άλλους η Ανίρλαρτουκ. Η Γροιλανδική Πρεσβεία δεν είναι πρεσβεία, είναι γειτονιά, και αυτό δεν είναι το επίσημό της όνομα, αλλά όλοι εδώ τη λέμε έτσι μισοσοβαρά μισοαστεία. Εκεί είναι οι μεγάλες πολυκατοικίες της κοινωνικής στέγασης, δηλαδή τα μπαούλα που μέσα χώνει το καλό κράτος τους καγιακόνεγρους μαζί με ναφθαλίνη και παρολαυτά όταν θυμάται να τους βγάλει έξω είναι γεμάτοι τρύπες, φαγωμένοι απ'το αλκώλ, τη φυματίωση και την ψώρα. Η Γροιλανδική Πρεσβεία είναι γκέττο. Από την πρόσοψη της πολυκατοικίας της Ανίρλαρτουκ κρέμονται μεγάλα πλακάτ με ζωγραφιές. Κάποια σπουδαία μυαλά με ταγιέρ και κοστουμάκι σε μια μοντέρνα αίθουσα συναντήσεων με αστραφτερό γυάλινο τραπέζι και ψεύτικα βρύα σε κάδρο έκριναν πως κάτι έπρεπε να κόψει τη μιζέρια των κτιρίων. Η ιδέα που επικράτησε ήταν τα μεγάλα πλακάτ με τις ζωγραφιές, να δείχνουν πως κανείς εδώ δεν πιστεύει πως υπάρχουν κατώτερες φυλές, πως η χώρα μας φροντίζει όλους, πως ο κόκκινος ήλιος που βυθίζεται στους παγετώνες εκείνης της ανελέητης γης είναι ένα παιδικό παιχνίδι, πως αντί για τη μαϊμού που δεν ακούει, που δε βλέπει, που δε μιλά, είναι τιμητική η αλλαγή με έναν Γροιλανδό που δεν ακούει, που δε βλέπει, που δε μιλά. Δίπλα στα παράθυρα του διαμερίσματος της Ανίρλαρτουκ κρέμεται το πλακάτ που δείχνει τον προτεσταντικό σταυρό, την άγκυρα και την καρδιά, τις τρεις ιερές αξίες χιασμένες.

Η Ανίρλαρτουκ γεννήθηκε σε έναν μικρό οικισμό που βλέπει στον κόλπο του Μπάφφιν. Κατέβηκε νότια με τη μάνα της που την περνούσε δεκατέσσερα χρόνια. Πριν πεθάνει απ'το ποτό της άφησε μισή ντουζίνα ετεροθαλή αδέρφια, και πριν προλάβει η Ανίρλαρτουκ να μεγαλώσει η ίδια, τα έμπλεξε με κάποιον που της έκανε δυο δικά της παιδιά στα γρήγορα και της μαύριζε τα μάτια. Η καταδίκη βιάζεται να προχωρήσει, από γενιά σε γενιά σαν καταρράχτης. Στα είκοσι ένα είχε υποφέρει αρκετά στην κουρασμένη χώρα της. Ήρθε εδώ να βρει δουλειά. Έκανε δυο χρόνια σε μια τεχνική σχολή, έμεινε άνεργη καιρό, δεν την προτιμούσαν, είχε δύσκολο όνομα, μαύρα μαλλιά και λάθος δέρμα, η κομμούνα την έστελνε εδώ κι εκεί να δουλεύει απλήρωτα σε αδιέξοδες πρακτικές κατά τα συμφωνημένα τα παρασκηνιακά. Άρχισε να συστήνεται Άνι, έκανε τα μαλλιά της χαλαρές μπούκλες στο κομμωτήριο, ζύμωσε τη μούρη της ώσπου εκείνο το σφίξιμο της ταλαιπωρίας γύρω απ'το στόμα έγινε δυο αδιόρατες γραμμές, και τελοσπάντων μ'αυτά και μ'εκείνα τα κατάφερε, βρήκε μια σταθερή δουλειά, ελευθερώθηκε από τη σκυλοτροφή της πρόνοιας και μετακόμισε σε ένα διαμέρισμα με τρεις Δανέζες στο Νορρεμπρό.

Αυτό δε θα κρατούσε. Η μάνα της Ανίρλαρτουκ της είχε αφήσει κειμήλιο τη χρόνια ηπατίτιδα Β που την έσκαβε σαν φυλακισμένος που σκάβει με ένα κουταλάκι του τσαγιού το πάτωμα του κελιού του. Χτυπήθηκε από οζώδη πολυαρτηρίτιδα, και όταν αρρώστησε, αρρώστησε πολύ, με έναν επίμονο πυρετό που την ξόδευε, το ίδιο της το σώμα έτρωγε τ'αγγεία του όπως οι τερμίτες τρων το ξύλο, το δέρμα χαρτί, οι αρθρώσεις χοντρές σαν πορτοκάλια, άχρηστα πόδια, άχρηστα χέρια. Έχασε όλο το βάρος που την έκανε ενήλικη και ξαναγύρισε στα χρόνια τα παιδικά, ένα ισχνό χλωμό πλάσμα που συνοψιζόταν σε δυο αεικίνητα μάτια, δυο χοντρές σταγόνες μαύρης χολής ανακατεμένης με σπερματσέτο. Γρήγορα την ξεφορτώθηκαν απ'τη δουλειά, γρήγορα ξέμεινε από λεφτά, γρήγορα οι τρεις Δανέζες την ξωπέταξαν απ'το διαμέρισμα στο Νορρεμπρό, γρήγορα η κομμούνα την έκανε πακέτο και την έστειλε στη Γροιλανδική Πρεσβεία, υπήρχε χώρος και γι'αυτήν μες στο μπαούλο.

Μπαινόβγαινε στο νοσοκομείο, παιγμένη σαν μαριονέττα από κάθε λογής ανίκανους, αλαζόνες, πολύτεκνους, θεούσους, φιλάνθρωπους, αθλητικούς, χοντρούς, πλούσιους, φτωχούς, μετανάστες, ντόπιους, φοβισμένους, θυμωμένους, κουρασμένους, ακούραστους, κοκάκηδες, συντηρητικούς, στωικούς, τεμπέληδες γιατρούς. Μας είχε γνωρίσει όλους, κάθε φάτσα, κάθε λαβή, κάθε ανάσα και κάθε βλέμμα, ώσπου λιώσαμε όπως οι πολλές γεύσεις παγωτό λιώνουν προς μια σκατιά σούπα. Η Ανίρλαρτουκ δε σήμαινε τίποτα για το σύστημα και το σύστημα δε σήμαινε τίποτα γι'αυτήν. Και αν ο Θεός το άφηνε στο σύστημα, η Ανίρλαρτουκ θα πέθαινε χωρίς ν'αφήσει ίχνος, αλλά ο Θεός το άφησε στην Ανίρλαρτουκ, και αυτή κρεμάστηκε απ'τη ζωή με τα δόντια ώσπου άρχισε σιγά σιγά και με όλα τα δηλητήρια στο αίμα να καλυτερεύει, να καλυτερεύει. Το σώμα άρχισε να ξεθυμώνει, τα αγγεία σταμάτησαν την κόντρα, οι αρθρώσεις ξεπρήστηκαν, ο πυρετός υποχώρησε. Έπινε γάλα ανακατεμένο με κρέμα για να αναλάβει, έτρωγε με το ζόρι ό,τι αηδία της έφερνε η γειτόνισσα, εξόν από τις μέρες που ήταν αναίσθητη από το ποτό, τότε δεν ερχόταν για προφανείς λόγους, και η Ανίρλαρτουκ έπινε περισσότερο γάλα ανακατεμένο με κρέμα.

Ένα πρωί περνούσα απ'τις πολυκατοικίες με τα πλακάτ, και από το χαμηλό πρώτο όροφο, δίπλα στη ζωγραφιά με τον προτεσταντικό σταυρό, την άγκυρα και την καρδιά, από το ανοιχτό παράθυρο, με φώναξε μια φωνή βραχνή σαν βατραχίσια: ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα με σφιχτό στόμα και μακριά γυαλιστερά μαλλιά. Κρατούσε ένα τσιγάρο και μια κούπα. 
-Με θυμάσαι;
-Όχι.
-Έλα πάνω, θα με θυμηθείς.

Κοντοστάθηκα για λίγο, προσπαθώντας να θυμηθώ τις φορές που δε γύρισα σπίτι. Όχι. Άρχισα να περπατάω ξανά.
-Κλινική 262. Έλα πάνω, έχω καφέ.
-Ήσουν ασθενής μου;
-Ναι.

Όταν μπήκα στο διαμέρισμα και την είδα από κοντά, με καλωσόρισαν εκείνα τα αεικίνητα μάτια και θυμήθηκα αμέσως. 
-Α-νγκερ-λαρ-τοκ!
Γέλασε ευχαριστημένη που επιβεβαιώθηκε. Την είχα γνωρίσει σκελετό με λίγες ξερές τούφες σαν νεκρό κλεμμένο από τα νησιά των ανθρωποφάγων, τυλιγμένη με το άσπρο σάβανο, τόσο αφυδατωμένη που έκλαιγε χωρίς δάκρυα, να επιστρατεύει όλη της τη δύναμη για να μου σφίγγει το χέρι σ'εκείνο το ζοφερό κρεβάτι του τετράκλινου θαλάμου. Τώρα τα μάγουλά της ήταν στρογγυλά, το δέρμα εύρωστο σαν παγωμένο λάδι, τα μαλλιά πλούσια, κατάμαυρα, σαν ρευστό μολύβι, τα χέρια ήταν όμορφα, τα νύχια αστραφτερά, τώρα τη γνώριζα γυναίκα. Με πήρε αγκαλιά, μύριζε καπνό και πασχαλιά, τι θεραπευτική μυρωδιά, με ταξίδευε αμέσως στο Μούρβικ ένα μαγιάτικο μεσημέρι, μου έλεγε όλα θα πάνε καλά, αν δε φοβόταν αυτή, δεν υπήρχε φόβος στον κόσμο.
-Θα πιεις καφέ;
-Δεν πίνω καφέ.
-Κάτι πιο δυνατό τότε.

Μου σέρβιρε ένα ποτηράκι σναπς, ήταν οχτώ το πρωί, ήμουν χειρουργημένος στο στομάχι. Δεν ήθελα να της εξηγήσω, δεν ήθελα να χάσει το χρόνο της με μένα, ήθελα ν'ακούσω τι είχε να πει, το ήπια μονορούφι και με έκαψε, μικρή τιμωρία, μικρό το κακό. 
-Σε βλέπω από το παράθυρο κάθε πρωί, πού πηγαίνεις;
-Περπατάω.

Το διαμέρισμα ήταν φτωχικό με παρήγορη διακόσμηση. Πάνω από τον καναπέ κρέμονταν μικρές ξύλινες αρκούδες, ένας προτεσταντικός σταυρός, φώκιες, φάλαινες και βάρκες. Είχε φρέσκα λουλούδια σε ένα βάζο με κινέζικο μοτίβ, πλεχτά μαξιλαράκια, κουρτίνες με κεντήματα. Ξεχνούσα πως στο υπόγειο σαράντα διαμερίσματα μοιράζονταν δυο χέστρες, ξεχνούσα πως οι γείτονες σούρωναν, πετούσαν τα μπουκάλια απ'τα κλειστά παράθυρα και έσπαγαν τα τζάμια, ξεχνούσα πού βρισκόμουν, ήταν μια γλυκιά γυάλα, να πήγαινε ο κόσμος να γαμηθεί.

Μου είπε πώς της δώσανε αισίως την αναπηρική σύνταξη, μου είπε για τις φυσιοθεραπείες και τη μαγειρική, μου είπε πως έπαιζε βελάκια στην παμπ "Η λιμανόγατα", μου είπε για το γάλα με την κρέμα. Όταν αποφάσισε πως είπε αρκετά, έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι μου. Έγειρε και με φίλησε. Μισόβγαλε τη μπλούζα της, τραβήχτηκα πίσω έκπληκτος, γέλασε καθησυχαστικά, μου έδειξε ένα τατουάζ καρδιά πάνω στο δεξιό δελτοειδή και την ξανάστρωσε. Σήκωσα το μανίκι και της έδειξα την άγκυρα στον αριστερό δελτοειδή. Κατέβασε τον ξύλινο σταυρό απ'το ντουβάρι, κόλλησε τον ώμο της στον ώμο μου και έβαλε το σταυρό ανάμεσά μας.
-Όπως στο πλακάτ.
-Όπως στο πλακάτ.

Μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι

Πέρα από τις αμμοθίνες ξαπλώνει ακίνητη η θάλασσα, μελάνι μες στη νύχτα. Προς τα πίσω είναι οι ανοιχτωσιές με τα ανθισμένα ρείκια και το κιτρινωπό χορτάρι, που απλώνονται και απλώνονται ως το τέλος του κόσμου, επίπεδες και ομαλές, αιωνίως αμέτοχες. Σ'αυτόν τον προτεσταντικό παράδεισο, ένας ερημίτης γρύλος προσεύχεται. Καλέ Θεέ, άνοιξέ μου το θώρακα όπως οι πλούσιοι με τα κρεμαστά προγούλια ανοίγουνε το θώρακα των αστακών με ένα κρακ και βγάλε από μέσα το μπόγο σκουλήκια που με τρώνε. Τα αστέρια έπεσαν από τον ουρανό και έγιναν δροσιά. Είναι η ιδανική νύχτα αν θέλεις να σε ακούσει ο Θεός.

Καθόμαστε καταγής στο γυμνωμένο χώμα εμπρός στο knæhus. Η αχυροσκεπή είναι ενωμένη με το ψηλό χορτάρι και η καλύβα είναι μέρος του τοπίου, ένας ψεύτης λόφος. Αν ήμουν αγρότης απ'το Gorlosen που δεν είχε δει σ'όλη τη ζωή του μέρος άλλο απ'την κοιλάδα του Mayenbach, θα έτρεμα σαν φύλλο. Η αρχή της λιμνοθάλασσας του Ringkøbing σημαίνει το τέλος της πάτριας ακτής μου, αλλά έχω ζήσει στη γύρα και δε φοβάμαι. Οι φάτσες που αλλάζουν δεν παύουν να είναι φάτσες φυτεμένες πάνω σε λαιμούς, οι λέξεις που ακούγονται διαφορετικές αναβλύζουν από στόματα φτιαγμένα με την ίδια τεχνική, η άμπωτη και η παλίρροια κόβουν τις ίδιες βόλτες, όλα αυτά τα κυβερνάει ο ίδιος βασιλιάς, κι εγώ κι εσύ είμαστε πάντα τυχοδιώκτες.

Ο γρύλος τελειώνει την προσευχή και τώρα είναι σειρά σου. Σηκώνεις το μπουκάλι προς τα πάνω, πίνεις μερικές γενναίες γουλιές, από κείνες τις γρήγορες που κάνει το ακβαβίτ και φωνάζεις με ζεστή φωνή: Καλέ Θεέ, κάνε αυτό το καλοκαίρι στην καρδιά μου να κρατήσει ώσπου να με ψήσει από μέσα και να γίνω κάρκανο. Ο Θεός γελάει γιατί είσαι μεθυσμένος. Ίσως και να μη σε παίρνει στα σοβαρά. Αλλά εγώ σ'ακούω όλος αυτιά. Η μάνα σου που είναι πιστή και πηγαίνει κάθε Κυριακή σ'εκείνη την εκκλησία στο ένωμα του Μπούα και του Ένα που μέσα έχει τις παλιές ζωγραφιές από την πτώση (utdrivelse), σου έλεγε όταν ήσουν παιδί να προσεύχεσαι πάντα σιγανά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε ο διάολος ακούει.

Το λερό παραθυράκι της καλύβας αφήνει το φεγγαρόφωτο να στάξει στα στρωσίδια. Ένα ξενύχτικο μερμήγκι πεζοπορεί στις τρίχες της κοιλιάς σου, σηκώνεις το χέρι για να το εκτελέσεις, αλλά σε πιάνω με τη μέγγενη απ'τον καρπό. Το μερμήγκι πείθεται να σκαρφαλώσει στο νύχι του αντίχειρα και με το χιτινικό ιπτάμενο χαλί ταξιδεύει ως τα σανίδια του πατώματος. Μου χαμογελάς θολός απ'το ποτό, κουνάς τα δάχτυλα για να σε αφήσω, σ'αφήνω. Mου χαϊδεύεις το μάγουλο προσεχτικά σαν πατέρας που χαϊδεύει ένα νεογέννητο, Πώς γίνεται να μη σ'αγαπάνε όλοι;

Κλείνω τα μάτια. Έχεις χαθεί για τα καλά. Κάτω απ'την αχυροσκεπή θα αγκαλιάσεις έναν άντρα και θα του λύσεις τα δεσμά. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος, ήταν πλάνη, ήταν φιγούρα από φωτιά. Όσο θα καίγεσαι θα λες πως ήταν ο Θεός που σου'κανε το κέφι. Το φεγγάρι είναι θραύσμα από εκείνο το κοχύλι που χτυπήθηκε και χτυπήθηκε στις πέτρες. Μέσα στο σκοτάδι, η ψυχή μου βγαίνει σαν σκιά απ'το κορμί μου και γλιστράει έξω στα ανθισμένα ρείκια. Είναι μια γλυκιά νύχτα, μια νύχτα που ξεκουράζεται η πλάση, μια νύχτα που δεν αρμόζει στα στοιχειά. Τρέχω αθόρυβα πάνω στη μαλακή γη, κρυμμένος απ'τον κόσμο, κρυμμένος και από το Θεό, μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι, τρέχω προς τη θάλασσα, κι όταν περνώ τις τελευταίες αμμοθίνες, το σχήμα μου διαλύεται και γίνομαι μαύρη πνοή που εξαφανίζεται στο μαύρο νερό που παραμένει αρύτιδο γυαλί.

---


Knæhus (esehus)

Τα σανίδια του πατώματος (feat. jizz)













Παλιοδιάβολοι

Σε κάθε σκαλί το αίμα με μια άλλη αραίωσή του, απ'το βέλο το τριανταφυλλί μέχρι το μελάνι της σουπιάς. Έχεις τη βελόνα της πυξίδας στη φτέρνα σαν καρφί, δε θα χαθείς θέλεις δε θέλεις. Ανεβαίνεις κι ας σου κόβεται η ανάσα, κι ας σου τρέμουνε τα γόνατα, θα συνεχίσεις ν'ανεβαίνεις, και σε κάθε σκαλί το αίμα θα σου γνέφει.

Τα σύννεφα κάθονται το ένα πάνω στο άλλο και γίνονται πυργί, κι εκεί στην κορυφή κάθεται θρονιασμένη η μοίρα σου και σε παρακολουθεί. Κι εσύ... εσύ συνεχίζεις ν'ανεβαίνεις, με τον ιδρώτα σαν δαντέλα από λιωμένο κερί.

Όσο προχωράς το αίμα πυκνώνει και παλιώνει και θυμίζει πίσσα ολοένα. Κάθε σκαλί που αφήνεις, το σηκώνει σκόνη ο αέρας και εξαφανίζεται. Δεν έχει γυρισμό. Εμπρός σταλιά σταλιά ξεδιπλώνεται η καταστροφή, αυτό που ξέρεις καλύτερα από καθετί.

Από το πηχτό σκοτάδι από της μάνας σου το μουνί γλίστρησες σαν από λάθος στην ταλαίπωρη γη. Σε είδε ο ήλιος μια μέρα που δε σκόπευε να βγει. Στο στέρνο σου είχες το στόμα μιας σπηλιάς, και μέσα έκρυβες ένα νυχτόβιο θηρίο.

Η γριά μαμή έσμιξε τα φρύδια. Το μύριζε αλλά δε μπορούσε να το δει. Το κτήνος κούρνιαζε στο βάθος. Κανένας δεν είχε τα κότσια να βάλει το χέρι στη σπηλιά. Οι σκιές ήταν δόλιες κι επικίνδυνες. Σ'άφησαν κι έζησες, όχι από έλεος αλλά από ατολμία. Οι δειλοί είναι αυτοί που τρέφουν το κακό.

Μεγαλώνοντας μεγάλωνε και το μυστικό. Τα βράδια που οι αναμάρτητοι κοιμούνταν έβγαινε παγανιά. Με τα δυνατά σαγόνια του άρπαζε και έσκιζε τις αθώες σάρκες και όταν επέστρεφε χορτασμένο είχε στη γούνα του αιμάτινη εσάρπα. Χωνόταν στη σπηλιά λίγο πριν το πρώτο φως. Κι εσύ... εσύ έτριβες μακάριος το στέρνο και άλλαζες πλευρό.

Το κακό ψήλωσε και χόντρυνε τόσο που δε χωρούσε πια μες στη σπηλιά. Ένα χάραμα δεν κατάφερε να χωθεί στη στενεμένη τρύπα. Όταν ξύπνησες το είδες που στεκόταν με τη μουσούδα του κολλημένη στη δικιά σου. Περίμενε υπομονετικά. Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Είχε έρθει η ώρα ν'αρχίσει η ανάβαση. Εχτές ήσουν παιδί, σήμερα ήσουν άντρας. Έβαλες τα χέρια σου στο στόμα και σε άνοιξες πέρα πέρα. Το κτήνος σε φόρεσε σαν κάπα.

Δεν υπήρχες και δεν υπήρχε πια. Υπήρχατε μαζί, παλιοδιάβολοι.