© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι

Πέρα από τις αμμοθίνες ξαπλώνει ακίνητη η θάλασσα, μελάνι μες στη νύχτα. Προς τα πίσω είναι οι ανοιχτωσιές με τα ανθισμένα ρείκια και το κιτρινωπό χορτάρι, που απλώνονται και απλώνονται ως το τέλος του κόσμου, επίπεδες και ομαλές, αιωνίως αμέτοχες. Σ'αυτόν τον προτεσταντικό παράδεισο, ένας ερημίτης γρύλος προσεύχεται. Καλέ Θεέ, άνοιξέ μου το θώρακα όπως οι πλούσιοι με τα κρεμαστά προγούλια ανοίγουνε το θώρακα των αστακών με ένα κρακ και βγάλε από μέσα το μπόγο σκουλήκια που με τρώνε. Τα αστέρια έπεσαν από τον ουρανό και έγιναν δροσιά. Είναι η ιδανική νύχτα αν θέλεις να σε ακούσει ο Θεός.

Καθόμαστε καταγής στο γυμνωμένο χώμα εμπρός στο knæhus. Η αχυροσκεπή είναι ενωμένη με το ψηλό χορτάρι και η καλύβα είναι μέρος του τοπίου, ένας ψεύτης λόφος. Αν ήμουν αγρότης απ'το Gorlosen που δεν είχε δει σ'όλη τη ζωή του μέρος άλλο απ'την κοιλάδα του Mayenbach, θα έτρεμα σαν φύλλο. Η αρχή της λιμνοθάλασσας του Ringkøbing σημαίνει το τέλος της πάτριας ακτής μου, αλλά έχω ζήσει στη γύρα και δε φοβάμαι. Οι φάτσες που αλλάζουν δεν παύουν να είναι φάτσες φυτεμένες πάνω σε λαιμούς, οι λέξεις που ακούγονται διαφορετικές αναβλύζουν από στόματα φτιαγμένα με την ίδια τεχνική, η άμπωτη και η παλίρροια κόβουν τις ίδιες βόλτες, όλα αυτά τα κυβερνάει ο ίδιος βασιλιάς, κι εγώ κι εσύ είμαστε πάντα τυχοδιώκτες.

Ο γρύλος τελειώνει την προσευχή και τώρα είναι σειρά σου. Σηκώνεις το μπουκάλι προς τα πάνω, πίνεις μερικές γενναίες γουλιές, από κείνες τις γρήγορες που κάνει το ακβαβίτ και φωνάζεις με ζεστή φωνή: Καλέ Θεέ, κάνε αυτό το καλοκαίρι στην καρδιά μου να κρατήσει ώσπου να με ψήσει από μέσα και να γίνω κάρκανο. Ο Θεός γελάει γιατί είσαι μεθυσμένος. Ίσως και να μη σε παίρνει στα σοβαρά. Αλλά εγώ σ'ακούω όλος αυτιά. Η μάνα σου που είναι πιστή και πηγαίνει κάθε Κυριακή σ'εκείνη την εκκλησία στο ένωμα του Μπούα και του Ένα που μέσα έχει τις παλιές ζωγραφιές από την πτώση (utdrivelse), σου έλεγε όταν ήσουν παιδί να προσεύχεσαι πάντα σιγανά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε ο διάολος ακούει.

Το λερό παραθυράκι της καλύβας αφήνει το φεγγαρόφωτο να στάξει στα στρωσίδια. Ένα ξενύχτικο μερμήγκι πεζοπορεί στις τρίχες της κοιλιάς σου, σηκώνεις το χέρι για να το εκτελέσεις, αλλά σε πιάνω με τη μέγγενη απ'τον καρπό. Το μερμήγκι πείθεται να σκαρφαλώσει στο νύχι του αντίχειρα και με το χιτινικό ιπτάμενο χαλί ταξιδεύει ως τα σανίδια του πατώματος. Μου χαμογελάς θολός απ'το ποτό, κουνάς τα δάχτυλα για να σε αφήσω, σ'αφήνω. Mου χαϊδεύεις το μάγουλο προσεχτικά σαν πατέρας που χαϊδεύει ένα νεογέννητο, Πώς γίνεται να μη σ'αγαπάνε όλοι;

Κλείνω τα μάτια. Έχεις χαθεί για τα καλά. Κάτω απ'την αχυροσκεπή θα αγκαλιάσεις έναν άντρα και θα του λύσεις τα δεσμά. Δεν ήταν ποτέ άνθρωπος, ήταν πλάνη, ήταν φιγούρα από φωτιά. Όσο θα καίγεσαι θα λες πως ήταν ο Θεός που σου'κανε το κέφι. Το φεγγάρι είναι θραύσμα από εκείνο το κοχύλι που χτυπήθηκε και χτυπήθηκε στις πέτρες. Μέσα στο σκοτάδι, η ψυχή μου βγαίνει σαν σκιά απ'το κορμί μου και γλιστράει έξω στα ανθισμένα ρείκια. Είναι μια γλυκιά νύχτα, μια νύχτα που ξεκουράζεται η πλάση, μια νύχτα που δεν αρμόζει στα στοιχειά. Τρέχω αθόρυβα πάνω στη μαλακή γη, κρυμμένος απ'τον κόσμο, κρυμμένος και από το Θεό, μεγάλη αλεπού, μικρό φεγγάρι, τρέχω προς τη θάλασσα, κι όταν περνώ τις τελευταίες αμμοθίνες, το σχήμα μου διαλύεται και γίνομαι μαύρη πνοή που εξαφανίζεται στο μαύρο νερό που παραμένει αρύτιδο γυαλί.

---


Knæhus (esehus)

Τα σανίδια του πατώματος (feat. jizz)