© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Λειτουργός στο κάτεργο

 Ι Π Π Ο Κ Ρ Α Τ Η Σ


Όταν ήμουν μικρός έπεσα μέσα σε μια τρύπα στο δρόμο που με πήγε γραμμή στον κύριο οχετό του κόσμου. Από εκεί δεν υπήρχε επιστροφή. Είναι μια λούμπα πολύ βαθειά και με γλιστερά τοιχώματα που νύχι δεν υπάρχει να μπορεί να γαντζωθεί, έτσι που είναι καλυμμένα από μια πηχτή βλεννώδη λέχρα που μοιάζει να είναι φτιαγμένη από αλεσμένα χαρτονομίσματα, ανακατεμένα με κάτι άλλο που δε θέλω να ξέρω τι είναι. Στη λούμπα αυτήν είναι και άλλοι, αλλά οι περισσότεροι δε μοιάζουν να υποφέρουν. Παίρνουν τη λέχρα και την κάνουν μπριγιαντίνη για τα μαλλιά, ή κοιτάν εκείνη την τρύπα στην οροφή από την οποία κάποτε μπαίνει λίγο φως, και βλέπουν το θεό και άλλα τέτοια. Το πιο ενδιαφέρον είναι δε, πως αν κάποιος σκύψει απ'έξω και ρίξει μια ματιά στην τρύπα, πολλοί κάνουνε ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τον πείσουνε να φουντάρει μέσα.

Λίγο πριν το χάραμα ένας γέρος ξήλωσε όλα τα καλώδια και έχεσε στο περβάζι. Πριν τον προλάβουν οι αδερφές είπε να γίνει και δημιουργικός. Οι συνθαλαμίτες του είχαν την τύχη να απολαύσουν τη θέα στο φαρδύ φωταγωγό φιλτραρισμένη μέσα από σκατοβιτρώ. Τα δεσμά που με υποχρεώνει η φρουρά να φοράω στο κάτεργο / τα σαμπώ που με υποχρεώνει να φοράω ο κανονισμός του νοσοκομείου είναι σκληρά σαν πέτρα και ανένδοτα. Με κάθε βήμα μια σφυριά ξεκινάει απ'τη φτέρνα μου και φτάνει κατευθείαν στο μυαλό, όπως εκείνα τα παιχνίδια δύναμης στα πανηγύρια, που ανάλογα πόσο ισχυρό θα είναι το χτύπημα που θα ρίξεις, θα δεις ν'ανεβαίνει μια στήλη που θα σου πει το σκορ σου. Όταν είχα αρχίσει το τελευταίο μέρος του μακρού μου συμβολαίου, είχα επιστρέψει από άλλο νοσοκομείο, με άλλο κανονισμό. Ο διευθυντής μου είπε Θα ξοδευτεί η κλινική για να σου δώσει καινούρια σαμπώ, βλέπεις πόσο φροντίζουμε τους εργαζομένους μας; Ο ίδιος διευθυντής που με πήρε τηλέφωνο εκτός υπηρεσίας να μου πει, Πήρες μισθό από την κλινική, τώρα έχεις χρέος να κάνεις ό,τι σου πω. Τα μισθά είναι μια ιδιαίτερη ευεργεσία, μια δανεική ελεημοσύνη, όπως και τα υποχρεωτικά σαμπώ, και όταν έρχεται η ώρα, πρέπει να ξεχρεώσω. -Τι έγινε πάλι; -Έχουμε ντράβαλα στο θάλαμο Δ18. Ήταν ο θάλαμος στην πέρα άκρη της δυτικής πτέρυγας, ακριβώς αποφασισμένος από τη μοίρα για να χρειαστεί το μέγιστο σφυροκόπημα από τα αναθεματισμένα σαμπώ, μην τολμήσω και ξεχάσω πως εδώ πρόκειται για Κ Α Τ Ε Ρ Γ Ο. Ο γέρος ούρλιαζε ακατάληπτα και χοροπηδούσε γυμνός, πασαλειμένος αίματα, σκατά και διάφορα άλλα. Οι νοσοκόμες της νυχτερινής βάρδιας ήταν στα τελευταία μέτρα της διαδρομής τους και έσπευδαν βρίζοντας μέσα απ'τα δόντια τους να διευθετήσουν τη σκατοκατάσταση. Η προϊσταμένη μου είπε κουρασμένα: Πες να δώσω λίγο Αλοπεριντίν. -Γέμισε μια καραμπίνα με Αλοπεριντίν και Στεντόν και ρίχ'του.

Λίγο πριν το χάραμα κάποια ισόβια αλκώλα πνίγηκε στο αίμα από ανεπανόρθωτη ρήξη κιρσών οισοφάγου. Όταν έφτασα στο θάλαμο, σέρνοντας τα δεσμά, μια ντουζίνα μαλάκες στέκονταν πάνω από το κιτρινιάρικο σαμπρελιασμένο σώμα και έκαναν ΚΑΡΠΑ. Η γραμμή ανάμεσα στην ΚΑΡΠΑ και τη βεβήλωση νεκρού είναι λεπτή και οι περισσότεροι κάνουν πως δεν τη βλέπουν. -Σταματήστε ρε, δε βλέπετε πως έχει αποδημήσει εις κύριον; -Μα ο κύριος αρχίατρος Τ. Τ. είπε το μεσημέρι να κάνουμε τα πάντα! -Τα κάνατε ήδη, δεν απέδωσαν, στοπ. -Μα δεν έχουμε κλείσει 45'! Κοίταξα το ρολόι πάνω απ'την πόρτα, έλεγε 0430. -Ναι, εγώ είδα πως αρχίσατε ΚΑΡΠΑ 0340. Κλείσατε και με το παραπάνω. Μετά από 50 λεπτά μέγιστων προσπαθειών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Ώρα θανάτου, 0430. Μαζεύτε τα, δε θα στεκόμαστε εδώ μέχρι την αλλαγή.

Λίγο πριν το χάραμα κολλάω το βρωμοτηλέφωνο στο ιδρωμένο και ξεϊδρωμένο αυτί μου και περιμένω να ξυπνήσει η κόρη ή ο γαμπρός της αλκώλας για να τους σκάσω το μαντάτο. Έχω πονοκέφαλο και δεν ξέρω αν είναι από το ντάπα - ντούπα απ'τα σαμπώ, ή από εκείνο το νουμπέτι που έκανα με το κεφάλι κρεμασμένο στο στέρνο κατά τις δυο σκευρός από το κρύο στο εφημερείο, ή από το φαρμακερό αέρα  του κεντρικού κλιματισμού που ξύνει τα μέσα μου σαν γυαλόχαρτο. Τα βλέφαρά μου έχουνε τη γνωστή κόλλα του νυχτεριού, γιατί ένα νυχτέρι ποτέ δεν είναι μόνο νυχτέρι, αλλά έχει κεφάλι και ουρά, και είναι μακρύ σα φίδι. Ο γέρος καθηγητής χειρουργικής που είχε ο πατέρας μου όταν πήγαινε στη Σχολή τη δεκαετία του '70 θα έλεγε Δεν έχεις κάκκαλα, δεν κάνεις για την ιατρική, δεν είσαι λειτουργός. Κι εγώ θα έπιανα τ'αρχίδια μου και θα έλεγα Για δες πώς τα φέρνει η ζωή, μουστόγερε.

Λίγο πριν το χάραμα... κ.λπ. κ.λπ.

Οι περισσότεροι εφιάλτες ενσκύπτουν λίγο πριν το χάραμα, τις μικρές ώρες που το σκοτάδι είναι αδιαπέραστο, που ακόμα και ο θεός κοιμάται. Το κάτεργο δουλεύει πάντα, αλλά λίγο πριν το χάραμα είναι που περνάει το σωφρονιστικό του μήνυμα στους καταδικασμένους, λίγο πριν το χάραμα γίνεται η εμπέδωση, λίγο πριν το χάραμα συμβαίνουν τέρατα και σημεία που γράφονται στην άμμο και τα σβήνει το πρώτο κύμα που θα γλείψει την ακτή. Η νυχτερινή βάρδια των υφιστάμενων θα πάει να κοιμηθεί, η πρωινή βάρδια θα έρθει φρέσκια με αχνιστό καφέ στο χέρι και κουτσομπολιό από το σχολείο της κόρης της Μαλένε ή τις περιπέτειες του πατσαβουρόσκυλου της Γκίτε που κατούρησε το χαλί και τελοσπάντων, όλα μπαίνουν πάλι σε σειρά, ο κύκλος ξαναρχίζει, ο γκασμάς ανεβαίνει και κατεβαίνει όπως ένα στήθος που αναπνέει.

Τη λέχρα που καλύπτει τα τοιχώματα της λούμπας και γλιστράει σα λάδι μόνο ένα πράγμα μπορεί να της αντιταχθεί, ζεστά, στεγνά φράγκα. Λειτουργούν όπως ο χαρτοβάμβακας, ρουφάνε τα υγρά και τότε τα νύχια και τα δόντια αρχίζουνε να έχουν πρόσφυση, και ίσως μπορέσω ν'αρχίσω το σκαρφάλωμα. Αλλά τα λαμπρά μυαλά του βασιλείου σχεδίασαν τη λούμπα με προοπτική, και τα φράγκα που θα μπορούσε να δώσει οποιοδήποτε ευλογημένο συμβόλαιο για πληβείους είναι ίσως αρκετά για ν'αρχίσεις το σκαρφάλωμα, αλλά ποτέ αρκετά για να καταφέρεις να το τελειώσεις. Και έτσι φτάνεις ως ένα σημείο για να γλιστρήσεις πάλι κάτω, πίσω μαζί με τους βλαμμένους που κάνουν τη λέχρα μπριγιαντίνη, μαζί με τους βλαμμένους που γαμιούνται σαν τα κουνέλια και ξεπετάνε φυλακισμένους εκ γενετής, μαζί με τους βλαμμένους που μέσα σε όλη αυτήν τη φρίκη ασχολούνται με πληθυντικό ευγενείας, με κανονισμούς υγιεινής, με το πού βλέπουν τους εαυτούς τους μετά από πέντε χρόνια, με εθελοντισμό και σκουώς, αυτοί, η ρακέτα της απύθμενης βλακείας τους και το λεχρό ντουβάρι, για πάντα.

Όχι στην ενεργή βοήθεια για το θάνατο, ναι στην ενεργή βοήθεια για τη ζωή, λέει το νέο τσιτάτο του ιατρικού συλλόγου, επειδή ο γιατρός δεν είναι για να μοιράζει θάνατο, είναι για να χαρίζει ζωή, λέει η θεούσα μούμια που ψήφισαν οι υπόλοιποι σωτήρες για επικεφαλής. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων κι ένας μονόφθαλμος στη χώρα των τυφλών. Οι σωτήρες φοβούνται φρικτά το θάνατο, επειδή περνάνε καλά στη λούμπα, τα έχουνε ταχτοποιήσει με τους πνευματικούς τους, Arbeit macht frei, lifescript™, εκλογές, γιορτές, Πάσχατα και Χριστούγεννα, σημαίες και σταυροκόπημα, κώλοι που κουνιούνται, ψωλές, μουνιά, μωράκια, σκυλάκια, γατάκια, παπαράκια, επιστήμη και ζωή. Οι τελειωμένοι φοβούνται τον πόνο.

Με το γκασμά στον ώμο και τα πέτρινα σαμπώ, είμαι ποντίκι δεμένο στον τροχό που αψηφά κάθε νόμο της φυσικής και περιστρέφεται με μηδέν τριβή, με ατέρμονη επιτάχυνση, και ξέρω πως θα πεθάνω και ο τροχός θα συνεχίσει αυτήν την τρελή κίνηση, Έτσι είναι η ζωή, καλέ μου. Να σας γαμήσω, αυτό δεν είναι ζωή, είναι οχετός και είστε σκατά.

Juniper berries I

Lush spider plants and peace lilies were hanging from rods and shelves all over the loft. There were no rooms. As soon as you stepped inside, the entire space revealed itself to you. The area by the entrance was a few steps higher than the rest. It was humid. A few candles and some floor lamps cast a gleam over everything. He walked noiselessly in his woolen socks. His pants were rolled up at the cuffs to stay above the ankle. He greeted me timidly.

He wound up the Victrola and an old swing came on from the dusty record. He took me by the hand and started dancing. He wasn't bad, save a bit rigid, a tad shy. I was much worse, but it was fun. We weren't humans. Two lanky trees had gotten up and out from the soil and danced. Small blues fluttered around the peace lily flowers. I swear I saw fireflies in the dark corners of the loft. It was an enchanted forest, there was no loft. Through the opening between the leaves there was no ceiling to be seen, but the sky at dusk. The tune never seemed to end. We danced and danced, he kept a smile on his lips and something tender in his eyes. Then there were no lips and no eyes, there were star shakes and ridges and lizards in hiding. We became less rigid and less shy. Two tree spirits danced and it was a dance of leaf veins and fresh green branches. A soft wind, a sough, a sway.

I glanced at the Victrola; I knew it. It was identical to the one I had at home. It had the same cast handles and the same rosewood lid. The felt was even curling the same way mine was.
"Where did you get the Victrola from?"
"Jack Black's clone sold it to me for peanuts a few years back."
"In Skibhuskvarteret?"
"Yes!"
"Was it because his girl was kicking him out?"
"Yes."

The music faded, but not to the scratch of the spinning record. The music faded to the sounds of moving water and rustling leaves. He led me to the bed. We fell in it as if we were falling in a well. Our bodies never found a mattress, but warm water and a blanket of duckweed. We were weightless. We never broke the surface tension. He rested on his elbows, on top of the tiny green plants that floated on the lake.
He brought a vial before my face.
""Smell this," he said. I sniffed.
"What is it?" he asked.
"A flower," I answered.
"What flower?"
"I don't know."
"Passion flower."
He handed me the vial. Until then, he’d been playful. But now he grew serious.
"The passion of Christ became this flower. Five petals and five sepals, one for each loyal apostle. Do you know who's missing?"
"No."
"You and I."
"Are you a dream?"
"Yes."

I held on to the vial and swam up, up, up until it was morning and I was in my own bed. The tenements around the harbor were shrouded in fog. The world was real, cold and gray. The window was half-open and the fog was crawling into the room like a beastly breath. On the bonsai elm I kept on the windowsill, a small blue was resting. Where did you come from? I reached out to touch the butterfly, see if it was there at all. From my open hand fell not the vial, but a few juniper berries.

The hermit over the hanged man

 IX x XII

Cross the hermit over the hanged man
cross them to make a cross.
Then take this cross up on your back
and climb Mount Tabor.

Carry the cross and count the drops
of blood you shed on the way
to the top of Mount Tabor.

Carry the cross and keep a secret
it's tears of longing, not regret
keep a secret, I miss you so,
that all the salt of the Dead Sea

is not enough to lace these tears. 
At the end of the ascent the moon will speak:
"Sacrifice is proof of love."

And the sun will laugh:
"See how the hermit is crossed over the hanged man?
Love is the cross. The rest is lost.
Carry the cross and die on it."

Dusk and dawn will be one
time will turn into a ghost
I'll kiss you on the lips, nine no more

You'll cut my noose, twelve no more
but you and I
mere men before the cross
mere men then, now gods.


x


// Marigold Tarot Print

Gannet E

The Gannet field lay shrouded in fog for weeks on end. The grayness fed on my guts.
The world drank from my blood.

A statue, a lost man, the sentinel of sadness.

Two weeks later a husk crawled from the harbor to the tenement, up to the second floor, and entered my apartment.

---

Passepied A'

"How did you get that?" I asked, pointing at his black eye.
"That? Oh, I fell."
"Down some stairs?"
"Yes, exactly."
"Right."

---

Passepied B'

"Play," he said.
"You want to have a laugh."
"Yes."
"Okay."

[...]

I played Elgar’s Salut d’amour, the arrangement by Ciccolini. The Frenchman sat on his duvet on the floor, staying out of my vision. When I finished, there was silence. My face and ears caught fire. I was overcome with terrible shame—a sad pawn, picking at the bones of my studies, in front of an up-and-coming, bright pianist.

"You have a heavy hand, like a Russian," he said. "And this is one of the best love songs ever written."
"You were supposed to laugh."
"Ha-ha. I laughed."
"Thanks. Now your turn. Let us listen to some actual music."

---

Passepied C'

"What’s wrong with your eyes?" he asked.
"I was hit by a rod, and the pupil got paralyzed."
"Can you see me?"
"Yes."
"Normally?"
"Yes."
"How do I look?"
"Like a heron standing on still water. There are rings around your legs—they grow bigger and bigger, and then they disappear."

---

The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements. [...] It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive.

---

Passepied D'

He held both my hands and squeezed. I tensed up. He squeezed harder, until he hurt me.
"Don’t do this, please."
"Don’t leave."
"I have to."
"Please."
"The heron has large wings and flies without a rush, with slow, wide movements."
"What?"
"It’s easy to spot a heron in flight. There’s a pause between each flap of its wings, so it looks as if it’s hovering. Its way is very distinctive. I’ll find you again. Don't worry."
"Don’t you think it’s too much effort?"
"It’s some effort."
"But you’ll do it regardless?"
"I guess I might."
"Can you play Salut d’amour again? I want to record it."
"So you can laugh on demand?"
"Yes."
"Alright."

After all was said and done, he sat on his duvet again and cried.
I pulled him close and held him until it was time to go.

And then I went, as I was bound, to Gannet E.

Το βυρσοδεψείο

Κάθε τόσο ο φύλακας χτυπάει το ρόπαλο στα κάγκελα, κάθε τόσο οι καταδικασμένοι ξυπνάνε με ένα τίναγμα. Είναι πάντα σκοτεινά και μόλις τους φεύγει η τρομάρα, τους ξαναπαίρνει ο ύπνος. Τα κελιά αυτά δε γνωρίζουνε δραπέτες. Αν δε θες να αποτρελαθείς, πρέπει να βιδώσεις το βλέμμα στον ύπνο και το ελεεινό φαΐ και έτσι περνάει ο καιρός, έτσι γράφεις τα χιλιόμετρα ακίνητος μέσα στο κελί.

Σ'αυτή τη φυλακή όλοι είναι θανατοποινίτες, φυλακισμένοι και φύλακες μαζί, και όλο το υπόλοιπο προσωπικό, επιστάτες, κυρίες της καθαριότητας, γραφιάδες και χαρτογιακάδες, όλοι έχουν στο κούτελο χαραγμένη την ίδια ποινή που έρανε το χέρι του Θεού, όλοι έχουν στο σβέρκο τη μυτερή αιχμή του δρεπανιού που περιμένει, όλοι ζέχνουν απ'το λάδι που τους βάφτισε, τα μάτια τους είναι θολά και όταν φέξεις με το φακό, δε βλέπεις την αντανάκλαση της λάμψης αλλά βλέπεις την ίδια τους τη μούρη, μια ζωγραφιά μέσα στη ζωγραφιά, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι.

Αν είσαι βραδύς έρχεται η μέρα που κάθεσαι στην ηλεκτρική καρέκλα και κλαις με χοντρά, καυτά δάκρυα, κλαις απελπισμένα, σαν μωρό, γιατί δεν είσαι έτοιμος, γιατί θες άλλη μια μέρα, άλλη μια γύρα. Αν προλάβεις και εμπεδώσεις το δίδαγμα της ποινής, μετά τους σπασμούς της ηλεκτροπληξίας θα κρεμάσεις λυτρωμένοςΈτσι είναι, άσπρο - μαύρο, δεν έχει αποχρώσεις, δεν έχει διακυμάνσεις, είναι σαν το όχι και το ναι, είναι σαν την ψεύτικη νύχτα του κελιού και την ψεύτικη μέρα του φακού, ή είσαι έτοιμος ή δεν είσαι, ή πόνεσες αρκετά ή το πετσί σου θέλει κι άλλο κοπάνημα για να μαλακώσει.

Ο δικαστής που αποφασίζει πώς θα πας αποφασίζει και το πότε, πάντα με τελεσιδικία. Ο δικαστής, με το ιερό του χέρι, αυτός που βλέπει πίσω απ'την κουρτίνα των πούστικων ματιών σου, αυτός που ξέρει τι έχεις κρύψει μες στον κώλο, αυτός που σε παρακολουθούσε να ξεπηδάς σαν κακιά φύτρα από τη λέρα της μάνας σου και του πατέρα σου, ο δικαστής που αποφάσισε το πότε και το πώς για όλους όσους ήρθαν πριν από σένα και θα έρθουνε μετά, αυτός αποφασίζει και για σένα, τυφλός, κουφός, βουβός, αυτός σπέρνει, αυτός θερίζει.

---

Η κρύα λαμαρίνα ξαπλώνει κάτω απ'το μουσαμά, και πάνω απ'το μουσαμά ξαπλώνει η κρύα πλάτη μου. Το χαμηλό ταβάνι με τις πλαστικές σανίδες τρίζει, το σκοτάδι είναι μια μελανιά, το φως μια μελανιά, ο αέρας βαρύς, κρύος και υγρός με τρίβει από τα μέσα σαν βούρτσα από σύρμα, η θάλασσα μιλάει χωρίς λόγια, το έλαβα το μήνυμα γλυκιά μου, είμαστε ένας λεκές σε έναν τέλειο καμβά, μια ακίδα σάπιου ξύλου στο δάχτυλο μιας πανέμορφης μικρής, μας θέλεις όλους νεκρούς γεύμα για τα ψάρια, κάθε κορόιδο και μπουκιά. Ξέρω πως οι άλλοι εδώ πάνω δε σ'ακούνε όταν μιλάς, αλλά εγώ σ'ακούω καθαρά, επειδή το πετσί μου έχει τρυπήσει απ'το κοπάνημα, επειδή είμαι από φτηνιάρικο υλικό. Βλέπω τα σχήματα που παίρνει ο θυμός σου, έχω την πίκρα της αρμύρας σου στο στόμα. Είμαι ένα τέρας μέσα στην κοιλιά του τέρατος που όπου το πιάνεις διαλύεται προς μια λεπτή σκόνη. Μη βιαστείς να ανακουφιστείς, κοίτα τα λερωμένα χέρια σου, θα μπορούσε να είναι χώμα, αλλά κάθε κόκκος είναι ένα καινούριο τέρας, μια ατέρμονη ασχημονία, ένα άρρωστο γέλιο που σου τρυπάει τ'αυτιά, μάτια συμπαγή που σκοτώνουν κάθε φως, λιωμένη κακία σαν λιωμένο μέταλλο, το κακό μες στο κακό, σκοτάδι στο σκοτάδι. Η κοιλιά μου πάλλεται από την αορτή που σφύζει, κι αν αυτό δεν είναι η ενσάρκωση της κτηνωδίας, τότε μίλα μου και ζήτα μου συγγνώμη. Μίλα μου και πες μου πότε θα φύγω από εδώ. Πότε τελειώνει η τιμωρία!

---