© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Τεχνολογία και ανάπτυξη

Μην ανησυχείς, εδώ είμαι εγώ
Μην ανησυχείς, εδώ είμαι εγώ
Μην ανησυχείς, εδώ είμαι εγώ
Μην ανησυχείς, εδώ είμαι εγώ


η φωνή σου φουσκώνει και κυλάει μες στ'αυτί μου ζεστή σαν αίμα


---

Überlauf

Wir sind
etwa
2100km
voneinander
entfernt

du fehlst mir gewiss
du
immer

mein Sonntag im Winter
mein Tau und Qual
//


t h e   l a n d   i s   s e p a r a t i o n


//
last time we met I played with your kneecaps
they floated like they ought to
boats in the synovial seas

I should have drained you and drunk until you were just a desert of a man
I had you empty my body of my נשמה instead
there wasn't enough space in the hours for our words to stand

dawns are what they are
dusks are worse than that. I stay home, mourning my mind away
keep the windows shut. The smog is thick as mud. I can't die in this godforsaken place, wouldn't you know, it's all I ever talk about.
//

Innenschau









dann
kuckte ich an Es, und Es kuckt' auch an mich
in Wirklichkeit sind wir gegengleiche Liebhaber von vornherein gewesen

000

you lived because I favored you, It said
now I'll take you by force and make you mine

000

da kam der Fluch
Es taufte mich auf den Namen
Geisel der Gewalt am Land

Η κλειστοφοβία

Ένα κούτελο μου καλύπτει το πεδίο κι ένας καταρράχτης μαλλιά μου φέρνει φαγούρα. 
-Άλλαξες κολώνια;
-Τι σε νοιάζει; Τι ώρα είναι;
-Εννιά.
-Μμ.

Απ'το κρεβάτι φαίνεται η κουρτίνα και πίσω απ'αυτήν φαίνεται η άλλη κουρτίνα. Βλέπω και τα πόδια μου που εξέχουν απ'το σκέπασμα που με ίδρωνε όλη νύχτα. Όλα είναι θολά. Στο σπίτι που πέρασα αρκετά χρόνια ησυχίας μένει τώρα η συναδερφή. Διαβάζει τα βιβλία μου, κόβει απάνω στον πάγκο με τις φράουλες ψωμί με το μαχαίρι του τυριού, καθαρίζει το σιφώνι απ'τα μάτσα, καπνίζει Καρέλια πάνω στη χέστρα με την πόρτα ανοιχτή, κατεβάζει τα παντζούρια στο υπνοδωμάτιο κάθε βράδυ και τα ανεβάζει κάθε πρωί. Φτιάχνει καφέ σαν πάστα στο κόκκινο μαραφέτι κι έπειτα τον αραιώνει με γάλα από κατσίκα. Οδηγάει το αυτοκίνητό μου και το παρκάρει χειρουργικά πάντα με τρεις συνεχείς τιμονιές. Ο μπουκλιάρης στο βενζινάδικο ξέρει τ'όνομά της και ρώτησε τα νέα της προχτές. Του'πιασε την κουβέντα και μιλήσανε για τα σκουλήκια στα κάστανα. Όταν της έδωσε τα ρέστα αγγίχτηκαν τα χέρια τους. Βρίζει τους γείτονες στο φωταγωγό για να την ακούνε. Βάζει ράδιο και βρίζει τους εκφωνητές. Μιλάει φωναχτά, γελάει φωναχτά, φτερνίζεται φωναχτά, και πιο φωναχτά απ'όλα μένει σιωπηλή. Καβαλάει ένα κινέζικο παιδικό ποδήλατο γιατί ποιανού του πάει η καρδιά να κλέψει ένα παιδικό ποδήλατο; Ή ίσως γιατί είναι πολύ κοντή για τα ποδήλατα των μεγάλων. Θέλει να γίνει πρωκτολόγα. Γιατί; Γιατί μ'αρέσουν οι κωλότρυπες. Μιλάει σα να'χει πουρέ στο στόμα,  μιλάει πολύ, παραπονιέται πως ξεραίνεται ο λαιμός της άμα δε σταλάζουνε τα τζάμια απ'την υγρασία. Είναι η Θεσσαλονίκη ενσαρκωμένη. Καλύτερα που τόσα χρόνια δεν την ήξερα πολύ παραπάνω απ'όσο επιτάσσει το τραπέζι του Ρος Ασανά στον έκτο όροφο εκείνης της πολυκατοικίας που είναι δεύτερη στον πισσοπόταμο της Β. Όλγας. Θα με είχε αντικαταστήσει από νωρίς, και δε θα υπήρχα πια παρά για ν'αλλάζουμε ντροπιάρες ματιές και κοκκινίσματα ως τ'αυτιά, και μετά θα με βαριόταν, και θα τη βαριόμουνα κι εγώ. Μα γίνεται να βαρεθείς το αίμα;

Ξυπνάω μες στο βράδυ με τον εκκωφαντικό κρότο μες στο κεφάλι μου, κάθε βράδυ, και μια και δυο φορές, μα τουλάχιστον δε λιποθυμώ. Όποτε μ'ακούει να τσαλακώνω το ασημόχαρτο του μπλίστερ με ρωτάει από μέσα αν είμαι καλά. Βάζω ένα χάπι στο στόμα. Μένω ξυπνητός ώσπου να λιώσει κι έπειτα γυρνώ στο δεξιό πλευρό, και νιώθω το βάρος του συκωτιού να γλιστράει μαλακά κάτω απ'τα πλευρά. Πάνω στο στρώμα γίνομαι τόσο μικρός, γίνομαι τέσσερα χρονών, γίνομαι ένας λεκές από λάσπη στο ξυλοπλατύσκαλο του πατρικού σπιτιού, κι έπειτα πιάνει μια σιγανή βροχή και κανείς δεν ξέρει πια αν ήμουν, αν δεν ήμουν, κανείς δε μπορεί να θυμηθεί με σιγουριά, καλύτερα για μένα, καλύτερα για όλους.

Μια φορά που σηκώθηκα για κατούρημα, άναψα τη λάμπα και τη βρήκα να κάθεται στη χέστρα με το βρακί και να πίνει σόδα μαγειρική διαλυμένη σε νερό στην κούπα του καφέ. Στο σαλόνι η τηλεόραση ήταν αναμμένη και το τελεμάρκετην έπαιζε στα βουβά. Καθίσαμε ο καθένας σ'έναν καναπέ και είδαμε τον κόφτη και το μίξερ. Μια άλλη φορά μου σκούπισε τις μύξες με την πετσέτα για τα πιάτα που μύριζε μούχλα. Ένα Σάββατο τράβηξε το κουρτίνι της μπανιέρας την ώρα που πλενόμουν και με σκαμπίλωσε στο κωλομέρι. Κάποτε ίσως και να τη φίλησα. Όταν οι Εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς.

-

Τα αστικά τοπία με πιάνουν απ'το πόδι και όταν περπατάω τα σέρνω με όλο τους το τσιμέντο μαζί μου. Η πόλη μαραίνεται στα χνώτα της, μετράω τα πλοία που πλέουν στον ουρανό, οι γερανοί δε φαίνονται απ'τη σάπια ταβέρνα της γωνίας, κι αυτό που αναδίδει εκείνη η μικρή παραλιούλα με τις γλιτσιασμένες σκάλες με αναγουλιάζει, δεν είναι θάνατος, είναι κάτι χειρότερο, κάτι που δεν έχω συνηθίσει, είναι τα αποφάγια της πρόχειρης ζωής. Πηγαινοέρχομαι κατά μήκος της ακτής, δεν έχω πού να πάω! Δεν έχω πού να πάω. Δεν ξέρω πού να πάω. Οι συνταξιούχοι κάνουν τσούρμα απ'το παλιό κολλέγιο ως τον πύργο. Σκυλιά που πάνε για μισό χιλιάρικο το κεφάλι περπατάνε πάνω στα νύχια τους, πάνω στο τσιμεντοχάλικο, πάνω στις επιχωματώσεις, τσακ τσακ τσακ τσακ, και πίσω κάνουν βάδην τ'αφεντικά. Με φαντάζομαι να κάνω τρία μεγάλα βήματα και να βουτάω με τις πατούσες πρώτες στο Θερμαϊκό. Ίσως να είναι που έχει καεί το σκαλπ από τον ήλιο και θα'θελα να δροσιστώ για λίγο. Από πάνω ευθυγραμμίζονται τα αεροπλάνα για να προσγειωθούν. Με τη μακρυνή ομίχλη που σηκώνεται απ'τη ζέστη και τη νηνεμία, ακούγεται μόνο η φασαρία τους. Στα δεξιά στέκει το τείχος των κτιρίων, κάτω η γη, και πάνω κι αριστερά η αδιαπέραστη αχλή.

-

Ανάσκελος, χωρίς τα γυαλιά, πιάνω τα γρέζια του υδροχρώματος. Τη μικρή ζέστα του κορμιού της δεν την καταλαβαίνω, σα να'τανε δική μου, ίσως και να'ναι, ίσως και να μην είμαστε δυο μα ένας, ίσως και να μην είμαστε ποτέ, κανείς. Χαμογελάει με μια βαθειά ευτυχία, σα να'ναι ξένη του εαυτού της, μια ευτυχία από εκείνες που αστράφτουνε στιγμιαία, όπως τα πλάγια των ψαριών κάτω απ'το νερό τις μέρες της λιακάδας. Κάθεται πάνω μου και τα ισχία της μουδιάζουνε τα πόδια μου απ'τους μηρούς εμπρός στις γαστροκνημίες πίσω. Τα μαξιλάρια μ'έχουνε κατακλύσει, το πρόσωπό μου έχει γίνει σχέδιο της μαξιλαροθήκης. Όλα είναι θολά. Τα κτίρια, ο υποτροπικός χειμώνας, το μέλλον μου, το μέλλον της, οι δρόμοι με τις λακκούβες, οι αμαρτίες, το χώλαιμα της ψυχής, ο πάσσαλος του ανασκολοπισμού, άλλο ένα πρωί που τα'χω καταφέρει με δόξες και τιμές.
-Άντε, σήκω! Σήκω να μου κάνεις πρωινό.
-Τώρα.

-

κακάο και ψιλό κουτσομπολιό στο Βόσπορο
δυο πασιέντζες στο τρίγωνο τραπέζι
μια ροπαλιά στο δόξα πατρί για ό,τι έχω κάνει
κι άλλη μια γι'αυτά που γράφω τώρα

-

Εκείνο το βράδυ του Γενάρη που έμενα στην Άνω Πόλη και καβάλησα το περβάζι, ξαναμπήκα μέσα και τρέμοντας της έγραψα και μου'πιασε κουβέντα για κάντρυ και πυγμαίους, και το επόμενο πρωί έδινε φυσική κι έδινα βιοχημεία, κι έδωσε φυσική, κι έδωσα βιοχημεία.

-

Τα κτίρια ψηλώνουν και ψηλώνουν κι είναι σα να φυτρώνουν απ'το στέρνο μου
η πυκνοκατοίκηση της σκατένιας πόλης, όλος ο ακατανόητος συνωστισμός της
μου λένε να σε πάρω μαζί όταν θα φύγω, κι εσύ λες:
Τ'αρχίδια μου θα πάρεις, εγώ θα πάω όπου μ'αρέσει.
Και πού σ'αρέσει;
Εκεί που θα πας γιατί δεν έχει πολυκατοικίες και στενά,
και όχι βέβαια γιατί θα είσαι εσύ.

-

ΧΧ ΧΧ ΧΧ

DU ER INGENTING

Αυτή τη φορά ήταν ένα σκόνταμα στο ισιάδι, ήμουν αναίσθητος πριν φτάσω στο μάρμαρο
ξυπνώντας αρπάχτηκα απ'το αντιβράχιο του υπαλλήλου που είχε γονατίσει δίπλα με τα δυο χέρια, γύρω του θα ορκιζόμουν πετούσαν όλοι μου οι θάνατοι αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν κανείς

η αυστηρή μου λογική έχει μαραγκουλιάσει σαν πλαστικό στο φούρνο
όταν με ρωτήσαν στο τριάζ δεν ήξερα να πω: μ'άφησε η ψυχή για μ'άφησε το σώμα
τώρα το χαρτί λέει πως θέλουν και δε θέλουν να μ'αφήσουν και τα δυο 
τίποτα δεν έχει αλλάξει
η πόλη είναι μια γλύκα όπως κι εχθές όπως και πριν τη μάθω
όλες μου οι ώρες είναι παρατατικές
κι όταν δε θα'ναι πια δικές μου, δε θα είναι κανενός

...
δε γαμείς

Also gut, sagte er

a man's smoking facing the wall
my shadow's drowning in the trash

---

''Du schreibst schon wieder? Was, du Snacker?"
''Das Buch des Tinnefs."

---

"Und sag ma', wie geht's?"
"Teils teils."
"'ss mich's lesen."

---

"Du, geht's um uns?"
"Neee..."
"Also gut."

---

At the Jolly Roger's

Mein Mund wird kleiner und kleiner, meine Augenlider werden enger und enger bis ich schlafe blind ein, meine Nase schnupft mein Gesicht ein, die fortschreitenden Zeit trocknet die Süßigkeiten auf dem Tisch bis sie sauermürrisch sind, genau wie der Mann der sie nie, niemals verschlingt. Es scheint, daß du mit einem Sammler zu tun hast, der Sammler der Welt, der Sammler der Gebete. Gib Ihm alles hin, los, los, denn er bleibt mit dir, die Winternächte bleiben mit euch beiden. Ich wird mit dem Fußboden eins, das Gebäude stürzt ein, wir fallen zusammen auseinander, bei Dunkelwerden ist mein Stolz verschollen. Was fordert mal der Anstand nicht, fordert der Fortschritt:
one foot in front of the other
one foot in front of the other
one foot in front of the other
to
our
death
der Winter geht und geht
und siegt
voller Wehmut
Gott hat mir fallen gelassen!
Schneid mir die Kehle durch
lass mich nach dir trauern
sobald ich kann

my desire has gone a long way
on top of its degeneration now
both our ends lay in the valley

how can you tell when I hurt you for the kink and when I hurt you out of spite
I cut, I deal

right, love?

Τι προηγείται μιας καρδιογενούς συγκοπής

Ωρίστε, στο σπίτι της. Στέκεται απέναντί μου και τα ρούχα της την τριγυρίζουν σα μεσανατολίτικη μυρωδιά. Το δέρμα της, τα υφάσματα, η σκοτεινιά του μέρους, όλα είναι ποτισμένα μ'ένα μπαχαρικό που'χει το χρώμα του αίματος του τραύματος διά νύσσοντος. Ακόμα και τα φανάρια απ'το δρόμο στέλνουν μέσα ακτίνες με κόκκους πάπρικας να χορεύουν επάνω στα κβάντα. Η σκόνη αυτή η κεραμμυδιά έχει κάτσει και στα τζάμια και στις βαρειές κουρτίνες και στην τρύπα του τζακιού, και τη φαντάζομαι και σε όλες τις κοιλότητες να φτιάχνει πηχτή, άλικη πάστα.

Ανάβει ένα δειλό λαμπατέρ. Κάνει βήματα πίσω, και χαμηλώνει, ώσπου σβήνει προς μια μισογυμνή ξαπλωμένη στο πάτωμα, επάνω στο πατάκι. Την πλησιάζω, όχι γιατί με καλεί, μα γιατί με διατάζει ένα ένστικτο που δε μου ανήκει, να την πιάσω, και να τη χαϊδέψω, και να τη σφίξω, και να-
Αυτή έχει καταλάβει, αυτή καταλαβαίνει τα πάντα, κι όπως με σπρώχνει η παράδοξη λύσσα μου προς τη μεριά της, με πιάνει προπατορική ντροπή που μ'έχει πάρει είδηση έτσι εύκολα κι αμέσως, και στρέφω το κεφάλι στο πλάι, για να μη συναντιέται το λεμφοκυτταρικό τουπέ της με τη συμφορητική ανεπάρκειά μου. Γονατίζω ανάμεσα στα πόδια της, που είναι μαλακά, ανόστεα, και τα χέρια μου δε φτάνουν για να τα βουτήξουν ολόκληρα, η δύναμή μου δε φτάνει, το θάρρος μου δε φτάνει. Το σώμα της αναδίδει τη ζέστα που αναδίδουνε τα μεγάλα ζώα, αλλά είναι σαν βούτυρο να'χει λιώσει πάνω σε παντεσπάνι, γυαλιστερό χωρίς να γυαλίζει, γλυκό, πορώδες, σχεδόν σα να'ναι μέσα έξω φτιαγμένη από ενδομήτριο. Το κεφάλι μου πονάει πίσω ακριβώς απ'το κούτελο, ο ιδρώτας με χαράζει στους κροτάφους και σουρώνει στα φρύδια και στα γένεια. Είναι παραδομένη, βαριεστημένη, είναι απαξιωτική, είναι που δεν έχω ο ίδιος μου τιμή. Σπρώχνω το σεντόνι το διαφανές που'χει για να την κρατάει ενάρετη απάνω, ως το σαγόνι της, το τέλειωμα των νυχιών μου αγγίζει τα ξεδιψασμένα χείλια της, τα μάγουλα, τη μύτη, κι η εντύπωση που μου φέρνουν τα κεντρομόλα είναι βλεννογονική ακόμα και στα μέρη που συνήθως βρίσκει κάποιος δέρμα. Δεν έχει φαβορίτες, έχει μια μπούκλα στη μια και μια στην άλλη πλευρά, σαν αντέννες για τους τράγους των αυτιών ή σύνορα των ζυγωματικών που ζυμώνονται κι εκείνα χωρίς πολλά πολλά, τα μαλλιά της είναι σκονισμένα κι αυτά με την άμμο των μπαχαρικών της αριστερής πλευράς του φάσματος που δε θα τη δω ποτέ με καλό μάτι γιατί είμαι μύωπας. Τα βυζιά της είναι τρεις χούφτες το ένα, πυκνά, συμπαγή, δύσκολα, το μόνο μέρος του σώματός της που δεν υποχωρεί. Αυτό το πλησίασμα είναι παρεμβολή, το σώμα μου δε συμμερίζεται την ξένη επιθυμία: το πουλί μου είναι λιώμα και μ'ενοχλεί η αλλοδυνία, σα να το γδέρνει ο ακίνητος αέρας, αλλά είμαι αφόρητα καυλωμένος απ'την ηβική σύμφυση ως τη λαβή του στέρνου, μια ανυπόφορη αίσθηση, σα ρίζες που μεγαλώνουν κάτω απ'την άσφαλτο. Κάνω τα δέοντα για να'ρθουν στα ίσα η εντολή και το όργανο, και βλέπω ανάμεσα απ'τα δάχτυλά μου αμέτρητα έλκη που ορορροούν και λαμπυρίζουν μικρές αιμοσταλίδες, απ'τη βάλανο ως δυο δάχτυλα κάτω από εκεί που κόβουμε για Pfannenstiel, τι σκατά; Παγώνω από μέσα προς τα έξω σαν κάχτος το Νοέμβρη ξεχασμένος στο περβάζι, αλλά το παίξιμο δε θα το σταματήσω παρά όταν έρθει η ώρα. Μόλις αραιωθεί αργά αργά η σάρκα μου μες στο τσάκισμα της μικρής της πυέλου, αρχίζω να δακρύζω, το στόμα μου γεμίζει σάλια, αυτό είναι το παρασυμπαθητικό που θα με κουβαλήσει ώσπου ν'αρχίσουν τα δέκα δευτερόλεπτα του αυτοσκοπού που έχω παραμελήσει. Είναι ελαστικιά και απαλή και γλιστερή, είναι ένα μουνί που με είχε περιμένει, παρά το τι με είχε αφήσει να πιστεύω. Το ξυδάλατο που εξιδρώνει απ'όλες τις ζάρες και τις δίπλες της κάνει μια μια κάθε μικρή και μεγαλύτερη πληγή μου να ξυπνά. Έχω κλείσει σφιχτά τα μάτια, το στόμα μου είναι έτοιμο να με μαρτυρήσει που μου'ρχεται να κλαψουρίσω σαν παιδί.
-Δε θέλεις να με δεις;, ρωτάει πνιχτά, ή την ακούω απ'το βάθος του πηγαδιού που μ'έχει καταπιεί. Και απαντά στον εαυτό της: Όπως καταλαβαίνεις.

Η γλώσσα μου ακουμπάει αθόρυβα τα ούλα για ν'αρθρώσει το nej, nej, nej, ο Broca μου υπαγορεύει όχι, όχι, όχι, σπουδαίος αντιρρησίας. Τα ερυθρά που χάνω μέσα της τα νιώθω ένα ένα να μ'αποχαιρετούν, τι σόι γαμήσι είναι αυτό που μου φέρνει την ίδια ναυτία που μου'φερε η σκέψη των σπλάγχνων που έχουνε κοπεί, καεί, ραφτεί, διασπαστεί, τηχθεί, ξεραφτεί, ξανακοπεί, ξανακαεί, ξαναραφτεί..., ήταν η κοιλιοπερινεϊκή που βάλαμε παρέα με τον Καθηγητή τρίτη φορά με διπλά γάντια κι έχοντας προσκυνήσει ο καθένας τα ιερά του κι έκανε τρεις μήνες να πεθάνει, κι έχωνα το χέρι ως τη μέση για τις αλλαγές κι ανάδευα τα ζουμιά του νεκρού μέσα στη ζωντανή που της είχαμε ξηλώσει τα πάντα απ'τ'αχαμνά ως τα κωλάντερα, οι φοιτητές μαζεύονταν να δουν, ο Καθηγητής έκανε υστερίες στο διάδρομο, με ζώνει ο πανικός της αμαρτίας, με ισιώνει το χέρι του Θεού, ένας ύπνος πυρετώδης κι εχθρικός σ'ένα κρεβάτι σκέτο λάκκο, τινάχτηκα όρθιος, ταχυπνοϊκός, αγωνιώδης σαν ετοιμοθάνατος, πιέζοντας απελπισμένος το στέρνο μήπως και συνέτιζα την καρδιά μου που έστελνε αψηλάφητο σφυγμό, άδειασα απ'το κεφάλι κάτω και λιποθύμησα.

Το ινίο μου βρήκε στο στρώμα, κάτω είναι χοντρή μοκέτα, δε χτύπησα πουθενά. Έμεινα ποιος ξέρει πόσο με το σβέρκο στις παντόφλες, πέφτοντας είχα ρίξει και το καλώδιο, τα γυαλιά και το σοκολατάκι απ'το κομοδίνο που τα φόρεσα για στέμμα την ώρα της συγκοπής. Όταν συνήλθα ήταν πρωί, και δεν είχα κουράγιο ν'αντικρύσω τη ζωή μου.

La Catedral (morgens)



Staubstrahlen stöhnen träumend zuzweit Arm unter Arm zur Arbeit hin, qualmen, in silbernem Sude gebadet, spöttisch über die Plakate, branden ins Meer der Naturen unendliche Helle, bevor sie still in Bild- und Bau-: in Menschenwerk versinken. Stadt starrt aus den eingefallenen Kuppeln; schwarze Brücken hängen schwer vom Himmel, im Morgen ducken Dächer sich bestürzt.

Georg Kulka

Εν συντομία

Ο Θεός φύσηξε μια πνοή φθινοπωρινή απ'το στόμα στην τραχεία κάτω κι αν ήμουν με το βρογχοσκόπιο θα'βλεπα τη σωστή ανατομία, φλέγμα λεπτό και διαφανές, ενδότερα ροδαλά, γυαλιστερά, όπως τα γράφουν τα βιβλία. Μα ανάθεμά με αν ήξερα τι λογής ποτό έχυσε εντός της και την έκανε τόσο πολύ να μοιάζει με κολιμπρί στ'αλήθεια. Τις τιμές τις κατ'ιδίαν τις υποψιάστηκε αμέσως, αποφάσισε εν θερμώ όταν με ξαναείδε πως θα μου'κανε τη χάρη να επιτρέψει ό,τι ήταν να επιτρέψει, και το χούι είναι το τελευταίο που θα βγει, κι αν ήτανε καλή σ'αυτό που τόλμησε να κάνει. Με γελοίες λεπτές κινήσεις έκατσα και της ζωγράφισα τη χαρά του ταξιδιώτη, και σκιτσάροντας τη γύρη, άρχισα να γίνομαι βιαστικός. Η φασαρία απ'το δωμάτιο δίπλα είχε ενταθεί και το κρεβάτι μου είναι κολλημένο στο ντουβάρι που μας χωρίζει απ'το παιδί που κλαίει μαζί με την τηλεόραση.

Έτσι άφησα το ξενοδοχείο για να σκεφτώ. 
Η μάνα μοίρασε στο τραπέζι και μου'πεσε μια μέτρια χεριά, η συντροφιά ήτανε στο κέφι που είναι όλοι στην περιοχή, κι έτρωγαν απ'τα μικρά πιατάκια τυρί με αντζούγιες και μπαγκέτα. Τι δουλειά είχα να καταπιάνομαι με τις ζωγραφιές; Πώς θα μου φαινόταν να σ'έβρισκα στο φωτεινό σου σπίτι να ράβεις μαιανδρορραφή σ'ένα χοιρινό μπούτι; Χα, χα. Αυτό αναρωτιόμουν και γελούσα με τα τριακόσια πενήντα που πήγαιναν για χάσιμο. Όταν θα'φευγε το βάρος εκείνο από πάνω μου, θα πήγαινα να τη βρω και να της δώσω αυτό που είχα φτιάξει, ένα φτηνό αντίγραφο της σελίδας που έκλεψες απ'τα βιβλία που είχες να φροντίσεις και την έχεις κάνει κάδρο πάνω απ'το τραπέζι, μαζί με τις μεταξοτυπίες με τους κοκκινολαίμηδες στο χιόνι, απ'τον καιρό που σπούδαζες στο Άμστερνταμ.

Με συνάντησε στην αποβάθρα με τις καραβέλες,
κάτι ήξερε κι εκείνη ή δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει. Οι γλάροι έκαναν σκιά τόσοι πολλοί που πέταξαν μαζί απ'την πλαγιά, τα μονοπάτια γλιστροκοπούσαν απ'την υγρασία, οι θάμνοι ήτανε λυγισμένοι απ'το νερό. Μιλήσαμε δυο ώρες και καθόλου, το παγκάκι που'βλεπε στη θάλασσα δεν ήταν σωστή επιλογή αν επρόκειτο να'χει την ηλίθια προσοχή μου, κι έμεινε να σπρώχνει την κουβέντα. Σηκώθηκα όταν μούδιασαν τα πόδια μου απ'τα ισχία, είχα πεινάσει και τα ρούχα μου ήταν παγωμένα, μούσκεμα, για να την αποχαιρετήσω. Έπιασα τα μάγουλά της που κολλούσανε όπως ήταν φυσικό, και μύρισα γραμμή τα δικά σου. Πίστεψε πως θα'μαστε μόνο εγώ κι αυτή, κι αν ήταν άλλος θα την τράβαγε απ'το μπράτσο και θα της έλεγε πως θέλει να την έχει για δική του και για πάντα, αλλά δεν ήταν άλλος παρά ένας τυχάρπαστος απ'του διαόλου τον κώλο.

Ακόμα κι αν δεν ήξερα να διαβάζω, την προσμονή στο κούτελό της θα την είχα καταλάβει.
Κι αντί να τη σκουπίσω με τα χείλια όπως θα'κανα με μια στρώση της αλμύρας, χρέωσα στο στόμα μου μια άλλη αποστολή, γιατί αναλογιζόμουν τα σαράντα λεπτά που είχα να περπατήσω για την επιστροφή.
-Δεν έχω τέτοια βλέψη,
της πέρασα το δέμα, το πήρε και το πέταξε. Το άκουσα να κουτρουβαλάει την πλαγιά για λίγο κι έπειτα σώπασε απ'το φλοίσβο. Αυτή γύρισε την πλάτη θυμωμένη κι έφυγε. Κι έφυγα κι εγώ.

5 år (sammen)

Όλες οι κοπέλες και οι γυναίκες φύλαγαν μέσα τους κάτι για το οποίο δε μιλούσαν ποτέ. Η μητέρα του φύλαγε τρομερά μυστικά για τα μπισκότα και έκλαιγε καμιά φορά χωρίς λόγο. Οι γυναίκες ζούσαν μιαν άλλη ζωή μέσα τους -μερικές γυναίκες, δηλαδή- και η ζωή αυτή έτρεχε παράλληλα προς τις φανερές ζωές τους χωρίς όμως να διασταυρώνεται ποτέ μαζί τους.

Steinbeck

La provincia más bonita de España

Όχι! Δε μπορώ να παραδεχτώ ότι ένας χημικός, ένας επιστήμονας, ακόμη και εκατό φορές Γερμανός, είναι ικανός για κάτι τέτοιο!
Verne

Πίσω απ'το τζάμι κάθεται ένας άπιστος γυμνός στην πολυθρόνα
το μόνο που κουνιέται πάνω του είναι τα δάκρυα που ξεκολλούν
τα μάτια απ'τη γυαλάδα μοιάζουνε με κουμπιά ταριχευτή

buenos días Cantabria
ο δόκιμος έρχεται να τον πάρει απ'το ναυτικό σταθμό
σφυρίζει κι ακούγεται απ'το δρόμο, έξι οι ώρες της ημέρας

οι σκουπιδιαραίοι φορτώνουνε μπουκάλια στο φορτηγό
όλα τους τα γυαλιά τσιρίζουν
buenos días Cantabria

είναι φλοίσβος ο πάταγος των κυμάτων
στα πλευρά; Ή είναι κακή ναυσιπλοΐα; Τα σύννεφα είναι ήδη
φωτεινά. Πρώτα ξημερώνει εκεί ψηλά και μετά στη θάλασσα.

Ο θώρακας είναι κατηφορικός και το πρωί ομολογεί
ροδάκινα που πέφτουν
το χνούδι τους αφήνει μια μικρή πατημασιά στο μάρμαρο
κι η οσμή μιας δόξας αλλοτινής ανακατεύει των δυο ειδών αλάτια

στο χτύπημα της πόρτας κλοπ, ο γυμνός είναι ντυμένος
κλοπ, κι έχει αναστηθεί.
Ανοίγει στο δόκιμο χαμογελαστός και
στα πόδια του κυλούν όσα ροδάκινα πλήγιασαν για την ιστορία.