© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Κ Α Λ Υ Ψ Ω


/

Πώς απ'τον ύπνο να μ'άρπαξαν δυο άντρες και να μ'έριξαν στη θάλασσα ένα μήνα της χειμωνιάς
κι όταν άνοιξα τα πηγμένα βλέφαρα κι οι βολβοί βράχηκαν από ένα απέραντο δάκρυ

είδα να στέκομαι στη μέση του μαύρου δάσους, στον ώμο την καραμπίνα κι απέναντι ακριβώς
να με βλέπει ένα λευκό ελάφι, με μάτια σκούρα μαργαριτάρια
είδα να βουλιάζω χωρίς αναπνοή και πάνω να σηκώνεται ολόκληρος ασήκωτος ουρανός
εμπρός μου αιωρήθηκε ένα πλάσμα της Ατλαντίδας

η όρασή μου χάθηκε σε μια ζεστή διαστολή, το σώμα μου εξερράγη σε διάτομα βοημικού γυαλιού
το ζώο προχώρησε στην ομίχλη της ασφυξίας σα να κρυβόταν στο ιερό

/

παρτίδα της υπομονής αυτή η δουλειά μαζί σου
τώρα που παραδίνομαι στον πλουν, αφόρητα πιστός, αφόρητα ερωτευμένος
τώρα βρίσκεις να με χαράξεις απ'το λαιμό ως κάτω με μία ντάμα κούπα
δώδεκα μικρές μικρές πληγές, από μία προσεχτική κάθε πρωί που φτάνω στο εχάντ

η δική σου μυστήρια προσευχή. Η νύχτα που δεν έρχεται ποτέ. Δεν έτυχα καλό χέρι.
Δεν έχω άλλα λεφτά να παίξω. Εσύ δεν ξέρω καν, αν βλέπεις ή αν κρατάς. Μες στο νερό
που μ'έχει πλημμυρίσει, χύνεται κι αραιώνεται αμέσως σα ξέθωρο μελάνι η ψυχή
όπου με τιμώρησες στρατηγικά με το χαρτί θρομβώνεται
η πίκρα των δυο λιμανιών που έχω υπηρετήσει. Και αλγώ

/

στα πόδια σου γλίστρησε για χαλί ο γλυκάνισος του Παγασητικού. Αν έριχνα ένα σάλτο
απ'τη σκάλα, θα κατρακυλούσα απ'τη χασούρα σκισμένος στην έξω μεριά, τα βράχια που θα μου'σπαγαν το κεφάλι θα'ταν ντυμένα με απόκοσμα μαντώδη που θα πετάγονταν στον αέρα σαν καρφιά οξειδίων του χαλκού, χωρίς κανέναν ήχο. Θέλω να δοκιμάσω. Αν είναι να βαφτιστεί επιστροφή η στηθάγχη του Πριντσμετάλ, ας βαφτιστείς κι εσύ εξερευνητής. Στο Σιλωάμ της Ατλαντίδας η λάσπη ξεπλένει τους κωφούς. Τα χείλη εκείνων των πλασμάτων παρέμεναν σφιχτά κλειστά και πίσω τους κόχλαζε η φωτιά κι η ασθενία: ό,τι πιο όμορφο είχε καθρεφτιστεί ποτέ στο σάρκινο καθρέφτη.

/

Μπρις που δε θα θυμηθώ ποτέ, μπρις που μου'κοψε τη βιασύνη.
Πόνος βραδύς κι επιθυμία.
Το φως μου όλο αστράφτει στο απόσταγμα του κόπου των μυών σου
η μέρα αρχίζει και τελειώνει στους τένοντες, στις περιτονίες
η μέρα που δεν έρχεται ποτέ.

/

Σ'ένα χρόνο τεντώνεις τ'ακροπόδαρα κι έχεις πατήσει όλες τις ακτές. Και σε τρομάζει
ένα φτερό θαλάσσης;
Απ'την ακρώρεια ως τη σταφυλή, απ'την κλιτύν στην πυραμίδα
σε σκέφτομαι, σε νοσταλγώ
δεν είναι παρά μια λειψή, λιανή αυτοματία
που όμως μ'έχει καταβάλει.

/

Δε με νοιάζει η Θεραπευτική
με νοιάζει να γίνω ο γιατρός σου
και τελικά, δε με νοιάζεις μήτε κι εσύ
μόνο ο ωκεανός σου.

/

Vultur volans

Στην αυλή είδα τον αδερφό σου 
ολόγιομο σα φρούτο εποχής
και να'χει φαβορίτες ως του κάτω γναθικού.

Θυμήθηκα τα χέρια της μάνας σου πρησμένα σα ζυμάρια
να βουλιάζουν στη λεκανίτσα, να παίζουν τα κολοκύθια σα να'τανε
τενόντια αντανακλαστικά. Τις τούφες που'βαζε χρυσές πίσω από κάτι
αυτιά που μοιάζανε με πρώιμα κογχύλια για ν'ακούει ο Wernicke
καλύτερα το φλοίσβο

το τιμόνι είχε κάψει απ'τον ήλιο
μα έξω φύσαγε μπουγάζι απ'τις λίμνες
ο δρόμος όλος άπλωνε φουρκέτα ισιάδι νεροφάγωμα γκρεμός
τι γλώσσα θα μιλάς, τι γλώσσα θα μιλώ, πώς θα'ναι
να σου πω, φεύγει κι έρχεται η πίστη μου κι εσύ:
-Ο Θεός είναι παλιός. Τώρα έχουμε κρασί

στην πρώτη δεξιά στην κυκλική, στη δεύτερη;
δε μπορώ να θυμηθώ, μα εδώ
ξεχνιέται κι η κλωτσιά των φρενικών
-Α - α. Α - α. Α - α. Πεθαίνω, γιατρέ.
-Δεν πεθαίνεις, σε σκοτώνει το Βέλος από πάνω.
-Την αλήθεια.
-Σε σκοτώνουμε ο επιμελητής κι εγώ. Και μοιάζεις να πεθαίνεις.
Στο πρακτικό θα γράψω πως σε δρέψαμε σαθρό.
Τελικά θα ζήσεις να λησμονήσεις. Δεν έχασε κανείς.
Πήρα στην τύχη τη σωστή.

Μια ακτή βρεμένη από νύχτα για νερό, αλάτι από αστέρια
τα χέρια μου πέφτουν μαζί μου μέσα
το κρύο τα κάνει να πονάνε, Αλτάιρ στο μέσο και στο κερκιδικό
παλάμες που είναι αμφιφανείς δεν είναι για να τις πάρεις σπίτι
με τέτοια κληρονομιά βιάστηκα να γνέψω της μάνας σου πως καταλαβαίνω.

Το βαρέλι σου ξεϊδρώνει στις ραφές του μέσα στην ήσυχη κουζίνα ένα χρόνο
και το κρασί ξυνίζει
επετειακό.


der Gehenkter

-Dein Ring tut mir weh.

Weder mit Fleiß je
nach der Südländer Geschmack
noch Zuneigung. Aus Zerstreutheit, aus Versehen
entsetzlicher Gewohnheit. Dank des Südwindes, der hier fast immer bläst
der Nieselregen geht parallel zum Boden nieder - nieder
ohne Wut, ohne Sehnsucht nachm Ort, laut und klar hör ich alles was du sagst
und kehr mit Fremden heim.


///

All dead white boys say God is good




Έσβησα τη μηχανή επειδή ήταν να περιμένω για πολύ. Κάποιος εμφανίστηκε στον καθρέφτη βιαστικός, κι έπειτα έχωσε τη μούρη του που μύριζε βούτυρο και μέλι και προβατόλαδο απ'το παράθυρο για να πει Κάνε το γύρο. Δεν είμαι βιαστικός σήμερα. Τότε είσαι κι εσύ σαν το νεκρό, και γέλασε κι έδειξε δόντια βρετανικά.

Μα πήγαινα δυο σπίτια ανατολικά. Δε με περίμενε κανείς.



There has fallen a splendid tear
from the passion-flower at the gate.
She is coming, my dove, my dear;
she is coming, my life, my fate.

Tennyson

Πίνακες Bühlmann

στους πίνακες αποσυμπίεσης κρύβεται ένας πεθαμένος στο πεντάλεπτο

-



ο κάθε παραθάνατος δίνει εκατό ζωές
να γιατί κάποιος να παρακαλάει για τη θολούρα

-



περνώ τις μέρες μου μετρώντας τις σταγόνες
επάνω στην πλάτη σου ξαπλώνουν όλοι οι ωκεανοί με όλο τους το βάρος
κι έτσι δε σε ξεχνώ, κι έτσι δε με ξεχνάς. Άλλο το δέσιμο που κάνουνε τα λόγια, κι άλλο το αληθινό, εκείνο με το αίμα.

-




there's sin on every corner
pray when the time is right

-



το σημείο που ο βαλές τσακίζει είναι εκεί που τελειώνει η υπομονή
θέλω και γυρίζω στη σκατένια πόλη, κι ας μένει η αλήθεια κάποιου άλλου στο νησί.
Όταν σε δω, θα σε χτυπήσω.

-



immer dein- 
SEUFZ

Mal de debarquement









schöne Lieder laufen schnell
Zungen schmecken sauer
was hast du mal getan, warum senkst du den Blick
was hast du falsch getan, was hast du mal getan

meine Ruhe und meine holde Dame, du
das Nordseewellenrauschen,
c'est pas mal, mal de debarquement
.

You look like your father. / Maybe we both must work on our happy faces then.

The evil it spread like a fever ahead
It was night when you died, my firefly
What could I have said to raise you from the dead?
Oh could I be the sky on the fourth of July?
“Well you do enough talk
My little hawk, why do you cry?
Tell me what did you learn from the Tillamook burn?
Or the Fourth of July?
We’re all gonna die.”
Sitting at the bed with the halo at your head
Was it all a disguise, like Junior High
Where everything was fiction, future, and prediction
Now where am I? My fading supply
“Did you get enough love, my little dove
Why do you cry?
And I’m sorry I left, but it was for the best
Though it never felt right
My little Versailles.”
The hospital asked should the body be cast
Before I say goodbye, my star in the sky
Such a funny thought to wrap you up in cloth
Do you find it all right, my dragonfly?
“Shall we look at the moon, my little loon
Why do you cry?
Make the most of your life, while it is rife
While it is light
Well you do enough talk
My little hawk, why do you cry?
Tell me what did you learn from the Tillamook burn?
Or the Fourth of July?
We’re all gonna die.”

Willst du Honig zum Milch heute, Okraschötchen
warum isst du den Stuten nicht
trivialities. I forget the date each year. I forgot it this year too. A day like the rest.
-You look like your father.
-You haven't seen the other half, have you now.

Yeah, a good album.

Μηρυκασμός

Στο θάλαμο απέναντι απ'τη στάση κάποιοι που τσουλήσαν απ'τη ΜΕΘ κοιμούνται προς το τέλος
έχω βγαλμένα τα σαμπώ με τον ξυλόπατο κι οι κάλτσες πατάνε πάνω στο πετσί
στα δεξιά μου η λίμα ακούγεται σα να πριονίζει κι οι τρίχες στέκουν κάγκελο
-Δε θα μείνει νύχι στην κλινική να βρίσκει την αρχή
-Είναι μανικιούρ γιατρέ

ένας αδέσποτος καφές πήζει πάνω στα παραπεμπτικά
έχω ισορροπήσει ακριβώς ανάμεσα στο να μπρουμυτίσω και να πέσω ανάσκελος
δίπλα στο τηλέφωνο είναι τα χαρτιά για κείνους που δε θα χωρέσουν στο πρωί
κι οι δικοί μου οι παλμοί λιγοστεύουν
και της νοσοκόμας δίπλα

μέσα σ'αυτό το ξόδεμα
θα μπορούσανε οι κάλτσες να πατάνε πάνω στα χαρτιά
κι ο καφές να πήζει κάτω απ'τη μπλούζα κι η λίμα να πριονίζει δόντια
και να πεθαίνουμε εμείς κι οι άλλοι να φυλλομετράνε
δεν έχει διαφορά

/

θα θυμηθώ ξανά τα λόγια των δεκαεφτά χρονών και θα ευχαριστηθώ πού ήτανε λεπτά
ειπωμένα με φωνή χλωμή ατέλειωτου χειμώνα
θα δω το ξυρισμένο κεφάλι του αδερφού μου κρεμασμένο ανάποδα εμπρός απ'το δικό μου
δεν είχα πιάσει τόσο νεογέννητα μαλλιά ξανά για χάδι κι αν ήξερα πόσο θα θύμωνε ο Θεός
α να μην τα'βλεπα ποτέ

μένουμε ζωντανοί για να σκεφτώ και να σκεφτεί τις Πολυνήσιες γυναίκες
να χώσουμε τα βρωμόχερα στα ολοκάθαρα κορμιά τους
δεν είναι παραστράτημα και δε θα σβηστεί ποτέ είναι επιβολή
δεν υπάρχει πιο λερή χαρά


Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου (συναδερφική αλληλεγγύη)

Ω, έχω βαριεστήσει μ'αυτή τη δουλειά. Θα προτιμούσα να'μενα μαζί σου, Spurstow. Έχει κυνήγι εκεί κοντά, θα τραβάς και καμιά ντουφεκιά.

R. Kipling

Sturmtieftag (ημέρα βαθιάς καταιγίδας)

für Herrn .,

Γύρω απ'το τραπέζι ήμασταν καθισμένοι οι πιο πρόσφατοι από εφτά, δέκα οικογένειες. Οι αγκώνες όλων βρίσκονταν εκεί που δεν έπρεπε κι όπου έπιανε τη ζέστη το τραπεζομάντηλο απλώνονταν γύρω χάρτες ταννινικοί. Τα φαγητά ήταν γυαλιστερά κι από ρητίνη, μα η συνάντηση δεν ήταν για να φάει κανείς έτσι κι αλλιώς. Η κουβέντα ήταν τα βογγητά των επιτόκων στ'αυτιά του μαιευτήρα, εκεί αλλά ισχνή. Η κουβέντα ήταν από εκείνες που δεν κατάλαβα ποτέ. Η προσοχή μου είχε όλη χαριστεί στους μήνες που είχα να σε δω, γιατί μήνες και όχι χρόνια λες; γιατί οι μήνες καίνε πιο καλά. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν εφτακόσια μέτρα, πέντε λεπτά για να'ρθω στον κατήφορο κι ένα τέταρτο ιδρώτα για να φύγω. Απ'το σπίτι μου στο κελί σου δεν ήταν ούτε ένα χιλιόμετρο, ήταν όσο ν'αφήσω τις αρχές τις πατρικές για μια άλλη, κρυφή ιστορία, το μέτρημα το'παψα τότε, δεν ήταν πια γεγονότα γραμμικά, δεν ήταν εφτακόσια μέτρα, ήταν η μια φορά που έκανες εσύ τον επισκέπτη κι είχες μούσκεμα το μέτωπο κι ήταν σα να μην ήξερα τι ήταν κάματος, κι έπιανα το ζουμί ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείχτη: θαλασσόνερο.

Η γυναίκα σου στο τραπέζι ήταν κάποια που ποτέ δεν είχες, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, κάποια που τώρα ονειρευόμουν για δικιά σου. Το κρανίο της σκεπαζόταν από θαμπά παχειά μαλλιά από λευκό κριθάρι που ετοιμάζεται να σκύψει στον αγρό, και πάνω καλοκαίρι. Ήθελα να σε πιάσω, δεν ήταν πράγματα αυτά για το τραπέζι, δεν ήταν για να βλέπει η γυναίκα σου, διψούσα εκεί στον ουρανίσκο όπως μου συμβαίνει, διψούσα τόσο που μου έρχονταν λυγμοί πίσω απ'τα δόντια. Κι όταν έφτασα να μην αντέχω άλλο πια, η γυναίκα σου, η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, σηκώθηκε και με πήρε απ'το χέρι, το τραπέζι παρέμεινε απαράλλαχτο, τα φαγητά γυαλιστερά κι από ρητίνη. Με οδήγησε προς τα δυτικά, γιατί είχα τον ήλιο τον απογευματινό στο πρόσωπο, γιατί στο σβέρκο της είχε ήδη σουρουπώσει, κι η πλάτη της και τα πόδια της που μ'έβαζαν να πειθαρχήσω- περπατήσαμε για ώρα σ'ένα μονοπάτι που χωρούσε μοναχά το ένα βήμα εμπρός από το άλλο. Γύρω φύτρωναν βάτα και χορτάρι ψηλό μέχρι τη μέση των μηρών, στο χώμα παραφύλαγαν πέτρες κοφτερές στραμμένες έτσι για το σκόνταμα, και στο ένα πλαϊνό βρισκόταν πάντα η πεσιά.

Οι πέτρες αύξαιναν και έγιναν σκόρπια σκαλιά κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε κι η βλάστηση αραίωνε κι αραίωνε ώσπου φτάσαμε να στεκόμαστε στην άκρη, πιο 'κει ήταν το λιμανάκι της Αγίας Παρασκευής, πιο 'κει ήταν το δέλτα του θανάτου, εμείς στεκόμασταν αλλού και τα βλέπαμε όλα. Η γυναίκα, η γυναίκα σου, ισορροπούσε σίγουρη σαν κατσίκι με τις πατούσες μισές έξω μισές στο γκρέμι της κοψιάς.
-Δεν είναι για να φοβάσαι, η θάλασσα θα είναι μαλακιά., κι η φωνή της ήταν ο φόβος μου κι η θάλασσα μαζί. Με τράβηξε λίγο, όπως τραβά κανείς το σκοινί για να πλησιάσει η βάρκα, έκανα μια δρασκελιά με τα γόνατα λυμένα κι είδα κάτω και πέρα την ακτή ξάστερη νύχτα του Γενάρη, άπνοια, τη δύση που γυρνούσε μέσα σε μια λεπτή λευκή αχλή, η παλλαισθησία του αργού ρυθμού που έχει κι είναι πάντα εν ζωή, που σκαρφάλωνε κι έφτανα να την ακούω για φωνή. Ανοιγόκλεισε τα αυγουλένια βλέφαρά της, άνθισε ένα χαμόγελο κάτω απ'τη μύτη της που έμοιαζε με γδούπο. Έκανα ένα ακόμα βήμα, μια ώση για το σάλτο, έπεφτα και το κεφάλι θα'βρισκε πρώτο,
έπεφτα όπως στο Λιμιώνα, έπεφτα όπως στην Παναγιά, ήταν όλες αναμνήσεις του Ιονίου, τώρα που το σκέφτομαι, όλες μου τις βουτιές τις έχω κάνει σ'εκείνες τις μεριές,
κι η θάλασσα ήταν όπως είχε πει
η θάλασσα ήταν 

απ'το παράθυρο έριξα μια ματιά κι είδα το τραπέζι, κι όλη τη συντροφιά, στην αυλή, στο κέντρο της ανοιχτωσιάς. Μες στο δωμάτιο που ανάβλυζε δροσιά υπήρχε στρωμένο ένα σατζάντα προσευχής, μες στο δωμάτιο ήσουνα κι εσύ. Ήταν η ώρα των κουνουπιών, το συζητούσαν κάτω, το συζητούσε κι η γκουρλωμάτα απ'το Τρόντειμ, εσύ έκανες την κίνηση πως δε μας νοιάζει εμάς, με πήρες απ'το χέρι όπως είχε κάνει η γυναίκα σου, μα όχι για να με οδηγήσεις, με πήρες απ'το χέρι γιατί ήταν σα να στο ζητούσα, έσφιξα το στρογγυλό σου θέναρ, τα τρυφερά δάχτυλα που είχαν φουσκωτές φάλαγγες καλώς ξεχωρισμένες, να'ξερες πόσο είχα επιθυμήσει το ροδαλό δέρμα των Θεσσαλών, το αίμα που μαζεύτηκε κουβά κουβά απ'το Ληθαίο, το ήξερες, το ξέρεις. Δεν ήμουν παρά χέρια, δεν ήμουν παρά μια δουλειά από παλιά, δεν ήθελα να είμαι άλλο, τα θυμάμαι όλα κεντημένα με τη βελόνα των αγγείων, με κάθε ελάχιστη λεπτομέρεια, θυμάμαι κι όσα δεν ήταν, σε βλέπω όταν κοιμάμαι και σε θυμάμαι μόνο το πρωί, το ήξερες, το ξέρεις,
φιλώ τα μάγουλά σου, το βρέγμα, τη σφαγή,


,,,


In here you will find the answers you are looking for

I went to medical school because the doctor in Reguengos served the water crackers at mass and men took their hats off to him without his saying hello to anyone.

A. L. Antunes


There is hardly space for my hands on my desk. Sometimes I wonder how tall a tree is standing on the glass. The easels, one on each side supporting the glass, creak at the chilly wind, creak at the moving of my hands, creak at every sip coming from across the desk, they creak so often they don't, at all. A chapstick for the bastard aryan lips that disintegrate with a glimpse of the sun, with a glimpse of a bite, of a kiss, no, these I don't like, is balancing right by the outer edge of the glass, risking to fall in front of the window and melt in the summer, crystallize in winter. It tastes of woman, crushed pomegranate and olive oil, and blood at the banks of the mouth, it's only the lips, the mouth tastes jasmine tea that's gone bitter, and soft water, hard water, does it even matter, you'd know better anyway. On the other edge, there's her pocket mirror from back then, whose? they ask, äh, I give my favorite response, äh (egal, was soll's,...). On thoughtful days I'll flip it open and guide the sky inside. It's a pocket mirror with the stamp of a shoeshop, not a piece of art, it does the job though, the room fills with oceanic weather, Atlantic rain, Subsaharan heat, Red Sea drought, sky from every route she sailed, every route I thought she sailed. This makes up for the Nordsee routine, this makes up for nothing. The cup always stands on the brass coaster bearing the reminder, don't worry about perfection, yes, I'm not the competitive type, just the washed, washed out Gary Cooper type. Rulers and pencils seem to sprout from every niche. You shouldn't disrespect a book with ink, you shouldn't disrespect a book with crooked lines. The flashlight that has seen one too many throats hides in the box, no reason for the Old Spice sticker on the lid, maybe because there's the boat, maybe that's the reason for everything that is and isn't, a reason why every landlocked place treats its beasts like convicts. Swollen notepads, thin notepads, sheets in various hues of age, books I've read, books I've yet to read, yet to read again, they are piling around the illumination of the screen and it swallows them word by word and only a dozen words return from their adventure. The deck of nude cards has travelled a lot already, it's been laid on this and that airport, this and that car, this and that bed, even on the goddamn desk with no space on it, I always make space for a forty thieves.

Τάχα τεμπέ κι άστεγη νοσηλεία

Η διευθύντρια του δεύτερου ορόφου δεν ήξερε να πει φυματίωση από καρδιογενές άσθμα, κι άρχισε ν'ακούγεται εδώ κι εκεί πως είχα το χτικιό. Αν τύχαινε να βήξω περαστικός απ'το διάδρομο, γυρνούσε ολόκληρο το επιτελείο να δει ποιος είχε έρθει να τους σκοτώσει όλους. Ώσπου να μου γλιστρήσει η επιμελήτρια κλεφτά στην τσέπη της ρόμπας κάτι υπόλοιπα αντιφυματικών και μια φιλική γνωμάτευση για Rö., δεν είχα πια δουλειά στα μέρη εκείνα.

-

Με τις φτέρνες εμπρός η ακμή του σκαλοπατιού δεν κόβει κι η πλάτη μου βρίσκει την άμμο μαλακά. Έχω καιρό να δω από τ'ανάσκελα τη συννεφιά που τρέχει, κι ό,τι λιάζεται και σκιάζεται δεν είναι καλή παρηγοριά για κουρασμένα μάτια. Όταν πέφτω φαρδύς πλατύς στη γη, κάτι απ'το στέρνο μου κάνει να βγει κατά έξω, και για μια στιγμή τα πνευμόνια αδειάζουν και βαραίνουν. Η ακτή έχει τις ίδιες πατημασιές που είχε και προχτές κι εχτές. Αν κάποιος διασχίζει βιαστικός τον πεζόδρομο που σήμερα στεγνώνει, θα κάνει πως δε βλέπει και καλώς. Κλαίω δυο δάκρυα απαθής που χάνονται στη μια και στην άλλη φαβορίτα, κι έπειτα η αύρα με κρυώνει. Μια λεπτή ομίχλη σαν χνώτο του αλατιού σέρνεται πάνω στις αμμοκοιλάδες, ή είναι οι ώρες που εξαντλούνται. Ο φλοίσβος έρχεται φλεβοκομβικός, όπως κι εγώ τις μέρες της πειθαρχίας. Σα να μην έπεσα απ'το σκαλοπάτι του ξύλινου βάθρου, μα απ'τον πύργο της Βαβέλ: δε βρίσκω γλώσσα να σκεφτώ, παρά τα δέκα άσπρα του καιρού και τους σπάνιους γροιλανδικούς γλάρους.

-


Α, έτσι...

Ετοιμάζει μια διδακτορική διατριβή για το Wordsworth, αλλά απ'τα λίγα που μου είπε έχω την αίσθηση πως οι πιο χαρακτηριστικές αρετές της ποίησης του Wordsworth του διαφεύγουν. Θα ήταν καλύτερα να διαλέξει τον Tennyson. Αισθάνομαι πως το Duvieux τον χαρακτηρίζει κάτι -δεν ξέρω τι ακριβώς- το ανεπαρκές, το αφηρημένο, το ευκολόπιστο. Παίρνει πάντα τα πράγματα και τους ανθρώπους όπως του παρουσιάζονται, ίσως γιατί εκείνος παρουσιάζεται πάντα όπως ακριβώς είναι.

G.