© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

מכות מצרים

το νερό εξοιδαίνεται ζεστό
από τα αγγεία στην κοιλιά των πνευμονιών

παλιόχαρτα πέφτουν δίπλα στο υγρό κρεβάτι
δίπλα σ'εκείνον που κάνει πως κοιμάται
οι μύγες πηγαίνουν πρώτα για τα μάτια των νεκρών

η απελπισία κρύβεται πίσω από το παραβάν
τι χείλη αγοριών, τι χείλη κοριτσιών

όλα περιφρουρούν τα ίδια άδεια λόγια
-

9/2012
ο καρδιογράφος μαρτυρά τα μυστικά μου
ξαπλώνω στο τραπέζι με τις απαγωγές βεντουζωμένες
δεν έχω ξανανιώσει τόσο αβοήθητος και τόσο ευτυχισμένος
-

9/2016
το ρολόι του πάνω στον κλιβανάκο μετράει το χρόνο που μας μένει
και πάνω του μετρώ πόσες αναπνοές απ'τον κουβά χάνει στο λεπτό

οι μέρες στενεύουν σαν κορσές
κράτα το κεφάλι σου ψηλά
κάνε υπομονή
καλωσήρθες στον πραγματικό κόσμο
είναι αργά για να μετανοήσεις τώρα
τι σόι νησιώτης είσαι που δεν αντέχεις έτσι

κάτω απ'τη γλώσσα λιώνει ένα πενσορντίλ
πάνω απ'τη γλώσσα διέρχεται η μπύρα
ένα σκουπίδι για γιατρός σε ένα σκουπίδι τόπο
αλλά ο Θεός θα ΔΩΣΕΙ
ό,τι είναι να δώσει


Basslauf goes long (δείγμα)


Οι εικοστέσσερεις της παραμονής ήταν μέρα ηλιόλουστη και κρύα. Μια μέρα αρκετά καλή. Ολόκληρη η περιοχή ήσυχη σα νεκροταφείο. Στάθηκα εμπρός στην πόρτα της αποθήκης. Την κλώτσησα δυο φορές. Άνοιξε ένας άντρας υποψιασμένος. Είχε πέσει το σύρμα πως κάποιος θα’ρχόταν να τον βρει. Το είδα στο διαλεγμένο άδειασμα της αποθήκης. Τίποτε δικό του δεν έστεκε στα ράφια, τίποτε στο τραπέζι. Το κρεβάτι δεν είχε στρώμα. Πόδια και τάβλες μόνο κι ένα γυμνό μαξιλάρι πάνω. Το πρόσωπο του άντρα ούτε που σφίχτηκε μόλις με είδε. Ήταν έτοιμος και δασκαλεμένος.
Προτού προλάβω να κόψω μέσα μέσα, έβαλε το χέρι πάνω στον αγκώνα μου και τον λύγισε απ’τα έξω. Είχε στραβώσει η δουλειά. Α, το κατάλαβα αμέσως. Μα δε μπορούσα να το βάλω και στα πόδια, να σωθώ και να σωθεί κι αυτός. Έκανε να μου ξηλώσει το μαχαίρι από τη χούφτα αλλά ήταν σα να προσπαθούσε να μου ξηλώσει το άντερο. Πρώτα θ’άφηνα την ψυχή μου κι έπειτα το μαχαίρι. Έτσι με άρχισε στο ξύλο, όσο προλάβαινε έτσι που κυνηγιόμασταν σκυφτοί. Στο πρόσωπο, στο στομάχι, στ’αχαμνά, στο σβέρκο, στα βυζιά. Του κατάφερνα από καμιά με το ελεύθερο χέρι. Το άλλο του μαχαιριού το φύλαγα γιατί το είχε στο μάτι. Το’πιασε να το στρίψει να το σπάσει. Τον κλώτσησα στο γόνατο. Πήρε φόρα. Ο κρότος στο κεφάλι μου έφερε κουφαμάρα. Νύχιασε τα σκυλομάγουλά μου. Με πήρε απ’το λαιμό. Με πήγε στο ξυλοντούβαρο. Μου έτριψε τη μούρη στις ακίδες. Δεύτερη μες στο μάτι. Η γροθιά εκείνη ήταν αρβυλιά, εκατό πονοκέφαλοι μαζί. Πέσαμε στη γη. Νόμισε πως η λαβή μου θα ενδώσει. Γυρίσαμε τρεις τούμπες. Απλώθηκε να πάρει μια τάβλα απ’το κρεβάτι. Αν την έφτανε θα είχε φύγει σώος. Δεν την έφτασε. Τον γύρισα άλλη μια. Σήκωσε το χέρι με τα δάχτυλα καρφιά. Σκόπευε να τα μπήξει στις κόγχες των ματιών μου. Τότε είδα τη λάμα που λύγισε μια στιγμή πριν βγει από την άλλη μεριά της παλάμης του. Τράβηξα το μαχαίρι πίσω. Δεν είχε φτάσει η ώρα μου ακόμα. Η δική του όμως είχε ‘ρθεί.
Του έσκισα το λαιμό πέντε γύρες δώθε πέρα για να σιγουρευτώ. Η μύτη και το στόμα μου έσταζαν αίμα πάνω στο αίμα του. Ήταν αξεχώριστα στο μάτι, εκείνου όμως ήταν αίμα του πεθαμένου κι εμένα του ζωντανού. Με το ζόρι έβαλα κόντρα στα δάχτυλα να σηκωθώ. Κοίταξα τριγύρω για θεατές. Άλλος στην αποθήκη δεν υπήρχε. Πέταξα το μαχαίρι. Βγήκα ξανά έξω στο φως.
Μόλις έστριψα να πάρω το χωματόδρομο προς τη Ζυρόνα, είδα και το φυγά. Απομακρυνόταν τρεχάτος, ένα σκίτσο από κάρβουνο κόντρα στη λιακάδα. Εμένα το χαρτί μου είχε ένα όνομα. Εδώ τα νέα είχαν φτάσει ζεστά και περίμεναν απ’οίκω δυο.
Οι σόλες του τρίβονταν στο χιόνι και το χώμα.
Κρρρκ. Κρρκ. Κρρρκ. Κρρκ. 
Κρρρκ κρρκ κρρρκ κρρκ.
Παρέλαση βιασύνης.
Απομακρυνόταν όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κράδαινε ένα τουφέκι. Δεν κοιτούσε πίσω. Ήξερε τι θα έβρισκε να δει. Βλαστήμησα όλους τους Αποστόλους του Χριστού. Ξαναμπήκα στην αποθήκη. Έψαξα τα ρούχα του νεκρού. Μισό ψωμί στη μια τσέπη. Ένα φλασκί στην άλλη αδειανό. Πιστόλι δεν είχε. Στάθηκα και παρατήρησα το εσωτερικό της αποθήκης: ξυλοκιβώτια, καπάκια σε στοίβα χωριστή, σακιά με αλεύρι, σακιά με φασόλια, ένας κουβάς, χαλί από παλιό άχυρο και στεγνωμένη λάσπη, λίγη αλογοκοπριά. Δυο άντρες, μια καραμπίνα. Αυτός ήταν ο όρος του παιχνιδιού; Δεν είχα περιθώριο για άλλο χασομέρι. Μάζεψα το μαχαίρι από κάτω. Έτρεξα προς τους λόφους με όλη μου τη δύναμη.
Ο άλλος δεν είχε πάει μακριά. Είχε διαλέξει να τρέχει μέσα στα χωράφια, εκεί που ήταν απάτητο το χιόνι, για να με δυσκολέψει. Τα βήματα βαθούλωναν και γλιστροκοπούσαν. Έβγαζα χνώτα σαν αλόγου σκαρφαλώνοντας την ανεβασιά. Το αίμα μου έσταζε δραματικό έτσι που ζοριζόμουν. Ζεστό όπως ήταν, το χιόνι κάτω από τις σταξιές γινότανε νερό.
Ο άντρας έτρεχε κι αυτός όπως μπορούσε. Ήταν τροφαντεμένος. Ποιος ξέρει πόσο πιο νωρίς είχε πάρει να τρέχει και δεν τον είχα δει. Η καραμπίνα κουνιόταν σα ραβδί δεξιά κι αριστερά. Είχα λαχανιάσει τόσο να τον προλάβω που με άκουσε. Γύρισε να με δει. Μας χώριζαν πενήντα μέτρα. Πενήντα μέτρα το πολύ. Επιτάχυνε βογγώντας. Το σώβρακό του ξεκουμπώθηκε. Ξεκρεμάστηκε. Πια κυνηγούσα δυο κωλομέρια μέσα στην παγωνιά.
Σε λίγο θα περνούσαμε τον κίτρινο φράχτη. Μισό χιλιόμετρο από εκεί βρίσκονταν τα πρώτα σπίτια. Έπρεπε να λύσω το πρόβλημα μέσα σε λίγες δρασκελιές, αλλιώς θα φανερωνόμασταν στους κατοίκους των σπιτιών, κι εκείνος θα ήταν ένας ολοκαίνουριος μπελάς που χρειαζόταν άλλου είδους μέτρα.
Έβγαλα μια φωνή. Τα μπούτια μου είχαν πάρει φωτιά. Κόντευαν να μαγκώσουν. Έβγαλα μια φωνή για να μπορέσω να τα αγνοήσω. Ο άντρας σταμάτησε και με σημάδεψε. Έδωσα ένα σάλτο. Έπεσα πάνω του. Τη στιγμή εκείνη το τουφέκι εκπυρσοκροτούσε διαγράφοντας μια καμπύλη πορεία προς τον ουρανό. Έκανε να στρέψει την κάννη στη μεριά μου ουρλιάζοντας αλλά την είχα κάτω απ’την κνήμη μου και το σίδερο με έκοβε καθώς έβαζε κόντρα. Κάρφωσα το μαχαίρι μια φορά στη λακκούβα του λαιμού να μη φωνάζει. Μετά άλλες δυο φορές στις καρωτίδες. Το αίμα του σαν συντριβάνι της στιγμής πήγε προς το δρόμο που είχαν χαράξει τα σκάγια από πριν κι επέστρεψε βροχή του μελανιού πάνω μας και στο χιόνι.
Κοιτούσα παρανοϊκά τους λόφους του λευκού και του πρασίνου. Δεν υπήρχε κανείς. Τις αποθήκες τις είχαμε αφήσει πίσω. Δυο σπουργίτια σε χαμηλή πτήση έξυσαν το περίγραμμα του αγρού. Τινάχτηκα σαν κουνέλι.

Έπρεπε να εξαφανιστώ το γρηγορότερο.

Ψιλολόγια

Μας πήρε το ΚΤΕΛ της Παλιοκαστρίτσας. Στεκόμασταν μια ώρα σχεδόν δίπλα στο σπίτι του πατέρα που έχει μια εγγονιά που του είναι και κόρη επειδή δεν ξέρει τι και τι δεν πρέπει να γαμάει. Κάηκα σύσαρκα, ρώτησα πολλές φορές γιατί, ενώ τα είχα όλα απαντημένα. Δεν ήθελα να κάτσω τον κώλο μου στις θέσεις με το χνουδοκάλυμμα που είχε ποτίσει ιδρώτα ρωσικό και ιόνιο νερό, γι'αυτό χρονοτριβούσα. Ο εισπράχτορας ο δέκα χρόνια μικρότερός μου απορούσε.

Από το σταθμό πήγαμε γραμμή για το Σαρόκκο. Εκεί αγόρασε δυο φουστάνια, σύνολο κοντά στο διακοσάρι. Δεν είχαμε κάνει ούτε εκατό μέτρα και την έπιασε ανησυχία.
-Τι;
-Είμαι εμφανίσιμη μ'αυτό το παλιό;
-Καλή είσαι.
-Πάμε κάπου να αλλάξω. Να βάλω ένα από τα καινούρια.

Ήπια μια μπύρα μονορούφι σε έναν παρηκμοκαφενέ αντί να διαφωνήσω, δικά της τα χιλιόμετρα, δικός της και ο γαμωκερκυραίος. Αυτή χώθηκε στα έγκατα και επέστρεψε πιο σένια, με την ταμπέλα να κρέμεται από τα πίσω της λαιμόκοψης.
-Μπορείς να το κόψεις;
-Δε μπορώ. Θα στο κρύψω από μέσα.

Στον καθεδρικό γιόρταζαν έναν γάμο. Το μαγαζί του άντρα απέναντι ήταν κλειστό για την ημέρα του Κυρίου (την Κυριακή, όχι το Σαμπάτ). Αυτή ήρθε πέντε και δυο ώρες δρόμο μήπως και τον δει ξανά. Ο μόνος λόγος που ήρθε. Ατύχησε στη μέρα. Εγώ όμως τον είδα μόλις την περασμένη και ήταν καλά και ζωντανός και μόνος. Πρόλαβε και με έβρεξε το σύγκρυο του ανταμώματος στα δευτερόλεπτά μας. Μπήκα στο φαρμακείο σα να μην έτρεχε κάστανο, έκανα τη δουλειά μου και έφυγα από την άλλη πόρτα. Δεν ξέρω αν με θυμήθηκε.

Καθίσαμε στο πλατύσκαλο με τους βασιλικούς που τελευτούν αυτήν την εποχή. Τα μαλλιά μας ενώνονταν πίσω από τις πλάτες μας και έφτιαχναν μαξιλάρι που θύμιζε μαζική ανώδυνη ορθορραγία. Άνοιγε το σακούλι του καπνού, ρουθούνιζε, το έκλεινε μετά.
-Μια γυναίκα πήδηξε απ'το φρούριο προχτές.
-Και;

Χάζευε έναν πούστη ξανθό ξυρισμένο πεζοναύτη με γενειάδα που είναι της μοδός. Αυτός έπαιζε ξερή -ξερή- με μια γυναίκα αλογίσια που έβλεπε τη μικρή με ζήλεια ή με γούστο. Μου ανέβαινε η ψυχή ολόκληρη στο στόμα όσο τη σκεφτόμουν φθαρτή, θνητή, διάττουσα σαν πλακούντα. Έπινα εναλλάξ μια γουλιά από το τζην τόνικ και μια γουλιά από τον εσπρέσσο της με τα προσδιοριστικά που ήταν σκέτη μπαρούτη για όποιον δεν είναι συνηθισμένος. Κάπου πιο πέρα μια από τις χίλιες μπάντες του νησιού τρόμπαρε τα χάλκινα και έπαιζε μουσικές. Οι τουρίστες που περνούσαν από το σημείο μύριζαν καρύδα, απελπισία και άφτερ σαν.

Στο λεωφορείο της επιστροφής έπαιξε έναν ψηλό Ρώσο με τα μάτια. Η γυναίκα του ήταν απασχολημένη με τις στάσεις και έχασε την παράσταση. Η άσφαλτος ήταν μαλακωμένη. Περάσαμε από το νοσοκομείο και νόμισα πως με είδα στην πιάτσα των ταξί με τη ρόμπα, τα μπλε και τις παντόφλες, αλλά ήταν μια παρειδωλία. Μετά τα Γουβιά, έβαλε το χεράκι της πάνω στο γόνατό μου, είπε Θα μου λείψεις, και συνέχισε τη μαλακία με το Ρώσο και τα πεταχτά αυτιά του ώσπου να κατεβούμε.

-

Έχω δυο παλούκια ξεβρασμένα από τη δυτική μεριά πάνω στο τραπέζι που πήρα από το σπίτι του παπά. Τα έχω τρίψει στο σαγρέ γιατί δεν έχω γυαλόχαρτο εδώ, τα έχω πλύνει και στεγνώσει. Η Ο. με ρώτησε δικαίως σχετικά: Was tust du nun mit d'n? Τα πόδια μου τα έχω επάνω στη διπλανή καρέκλα γιατί κάτω από το τραπέζι είναι τα εμφιαλωμένα και δεν υπάρχει χώρος. Η πορνοτράπουλα και το ποτήρι κάθονται πάνω σε ένα τεφτεράκι με τίτλο Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο, εικοσπέντε σελίδες με τυπογραφία για πρεσβύωπες. Ευλογημένοι είναι αυτοί που μαρτυρούν αλλά σωπαίνουν. Το τραπεζομάντηλο μουλιάζει από τα μυξόχαρτα. Τώρα που νύχτωσε θα γίνω πάλι σκύλος. Θα βγω να κατουρήσω στις βατομουριές. Θα πάω στο μέρος μου να φάω από τη ζωοτροφή. Ο ιδρώτας ξερνιέται από το σπανό στομάχι μου και τα χλωμά πλευρά όπως ξερνάει το νερό της μια αποτυχημένη ζύμη για ψωμί.

Στο άλλο χωριό είναι ο Τ. με τον οποίο έχουμε μερικά κοινά. Φοράει δαχτυλίδι στο ίδιο δάχτυλο που το φορώ κι εγώ, έχασε ένα βουνό λεφτά στην τύχη, κάθεται σκυφτός με τα βλέφαρα πρησμένα και δε μιλάει πολύ (και όταν μιλάει, θα είναι για να πει κάποια κοινοτοπία, όπως κι εγώ). Πριν δυο χρόνια, ο Τ. θα είχε πεθάνει. Τον βρήκε η γυναίκα του κρυψίνοο και ισχαιμικό κλεισμένο στη ντουλάπα του ξενώνα στο σπίτι τους στη Γαρίτσα. Τον πήρε συρτό, τον τσουβάλιασε στο αμάξι, παραβίασε όλα τα φανάρια και τον διακόμισε νεκρό. Κάποιος συνάδερφος που αισθανόταν ηρωικός τον απινίδωσε, και του ήταν γραφτό να ξαναζήσει. Έτσι ο Τ. δεν κατάφερε να αποδράσει. Η γυναίκα του είναι από εκείνες τις πανέξυπνες, στοϊκές κυρίες που κάπως καταλήγουν με άντρες τελείως ανάξιούς τους. Και τώρα που πέρασε η εποχή του Τ. του αλογατζή και του δυνάστη, τώρα ήρθε η ώρα της να λάμψει. Την περασμένη Τετάρτη το πρωί με είδε στην ταβέρνα και μου έδωσε ό,τι ντομάτα είχε μαζέψει από το χωράφι με τα φίδια. Ο Τ. καθόταν δίπλα μου στον πάγκο, διπλωμένος με τις τιράντες του σαν δώρο ή σα δέμα. Η γυναίκα άδειασε την ποδιά της και κάθισε ανάμεσά μας, ανάμεσα σε ένα παρελθόν και ένα μέλλον αμφότερα ημιτελή και τελειωμένα.

Πίσω στην αρτοποιία. Βγήκε η βρώμα στα άλλα χωριά πως ο γιατρός είναι τεμπελαράς. Μέσα από την ομίχλη του Υπνοσεντόν και του Ζυπρέξα, κάποια πράγματα απαυγάζουν εντυπωσιακά. Είμαι όντως τεμπελαράς. Τους τελευταίους μήνες έμενα νηστικός γι'αυτό το λόγο. Τώρα τρώω τέσσερα γεύματα τη μέρα θεραπευτικά, συνήθως με το ζόρι. Όχι επειδή μου είπαν πως δε θα μπορώ να παντρευτώ αν μοιάζω με φυματικός, μα επειδή αν είναι να με βρει κάποια γυναίκα πολύ καλή για μένα πεθαμένο, προτιμώ να με βρει γεροδεμένο παρά ψευτοασκητικό. Ανεβάζω την πατούσα στο κάθισμα της καρέκλας και χώνω το γόνατο εμπρός από τη μασχάλη. Κολλάνε μεταξύ τους όπως τα δάχτυλα και το ζυμάρι. Αλεύρι και αίμα ξινισμένο μες στη ζέστη είναι η συνταγή του ζυμωτή που μας ζυμώνει όλους. Και όταν πέφτει το γουδί, κανείς δεν ομολογεί πως τα πράγματα σκουραίνουν για να μην τον πούνε χέστη. ΕΓΩ όμως που έχω τώρα ξεμείνει, δε ντρέπομαι να το παραδεχτώ: η δυσκολία σφίγγει όταν σφίγγω τη θηλιά και κάνω δεύτερες σκέψεις. 

Ja

Το μπλωγκ αυτό πνέει τα λοίσθια
όλοι οι ήρωες έχουν συνοψισθεί.

-

Έβρεχε δυο μήνες στη σειρά. Στο σπίτι τα ντουβάρια είχαν μουλιάσει στις γωνίες των κουφωμάτων. Το δικό τους είχε μπάσει νερά. Οι πατεράδες μας έστυβαν τα πατσαβούρια στην αυλή ενώ η μάνα του τραγουδούσε Nimm mich so wie ich bin. Εμείς είχαμε λασπωθεί ως τον κώλο. Κυνηγιόμασταν μαζί με τους άλλους του Φ-Βεστ στη γειτονιά. Ήμασταν μικρά παιδιά.

-

Τη νύχτα που έκαιγαν οι φωτιές στα νησιά και στα αγελαδοχώρια, όλη η ένατη τάξη πήγαμε φορτωμένοι μπυροκαφάσια και στρώσαμε κουβέρτες καταγής. Κάποιες συμμαθήτριες είχαν φέρει και πτυσσόμενα σκαμπώ. Δεν ήθελα να πάω γιατί έκλεινα δέκα χρόνια δούλεμα και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί κάποιος να θέλει να ανακατεύει το σχολείο με την υπόλοιπη ζωή του. Ήρθε και με πήρε απ'το σπίτι. Εμπρός από τη φωτιά φαινόταν ένα περίγραμμα κάποιου που θα γνώριζα μετά.

-

Παραμονή Χριστουγέννων έβαλε τα κλάματα μπροστά μου επειδή η μάνα του τσάκισε άθελά της το παζλ με την έρημο της Αριζόνα. Στο γραφείο του δεν είχε χώρο για τίποτε άλλο. Το δωμάτιό του ήταν πάντα σκοτεινό. Η μοκέτα ήταν σκούρη μπλε με γυαλιστερές μωβ τρίχες. Τον παρακολουθούσα που έκλαιγε και δεν ήξερα τι να κάνω, τι να πω.

-

Δυο χρόνια πριν την από την αποφοίτησή μας τον φίλησα στο προαύλιο του σχολείου και ο μαθηματικός της ειδίκευσης ειδοποίησε τον πατέρα του και τον δικό του. Στο σπίτι του έγινε σαματάς και του απαγόρεψαν για δυο μήνες τις νυχτερινές εξόδους. Στο σπίτι μου ο πατέρας με ρώτησε γιατί και σήκωσα τους ώμους.

-

Όταν πήδηξε την Κ. δεν άφησε σημείο της που να μη μου περιγράψει. Μετά φύγαμε για σπουδές. Όταν έμαθε πως πήδηξα τη Χ., μου κράτησε κακία. Του πέρασε σιγά σιγά. Τον περίμενα με όλη μου την υπομονή να ξεθυμώσει. Από τη δεύτερή του κόλλησε κάτι που δεν ήξερε τι ήταν. Στείλε μου φωτογραφία να σου πω, και μου έστειλε μια σηκωμένη και μια λιώμα για να μη μπορώ να αποφασίσω αν θα τον παρεξηγήσω. Του είπα ποια κρέμα πόσες φορές για πόσες μέρες.

-

Πώς είσαι σήμερα; κάθε μέρα για βδομάδες, κατόπιν σιωπή για μήνες. Μαζεύαμε εμπειρίες ο καθένας χωριστά. Έχουν τόσο μπερδευτεί, που τις έχουμε ανταλλάξει έξω από μοιραστεί.

-

Στο Όσλο κάναμε τους πούστηδες.

-

Δεν πίστευα πως θα το πω, pass auf daß du sie nicht schwängerst, κι όμως το είπα. Δεν πίστευα πως θα το πει, ich würde lieber sterben, κι όμως το είπε.

-

Στο Φλένσμπουργκ ο χρόνος τρέχει κανονικά
κι εδώ, εδώ όλες οι μέρες είναι μια.

-

Έφτασε η εποχή να μετανιώσω... αλλά δεν το έχω σκοπό.
Γράφω εσεμές στα ελληνικά θα σε σκίσω από το στόμα ως τα αυτιά και γελάω μόνος μου μέσα στο γιατρείο.

Όλοι οι έρωτες είναι αδυναμίες του κορμιού, δηλαδή παθολογίες.

-

Μεσοβδόμαδο

telefonen
den ringer og ringer
jeg tager den ikke
jeg ved det er dig

ville gerne
høre din stemme
men jeg har ikke noget at sige

/

allein ist es mir leichter dich und dich zu ehren
meine Geliebte linke ich in Gedanken ebenso
nun warten wir gespannt
bis wir uns ein Paar verklemmte hej und wie gädz und vielleicht lad mig røre dig austauschen
(deine neue Sprache kann ich noch nicht so gut)
kann ich? Darf ich? Du kannst. Du darfst. Das kennen wir durch unseren Neid schon

/

τη Δευτέρα το μεσημέρι η χτένα μου έπεσε στη χέστρα. Όλο λέω θα κουρευτώ γουλί
κι όλο μου λέει, όχι σε παρακαλώ
μα έχω κουραστεί από αυτή την ιστορία

Staub

Für B.



Ist es dunkel in diesem sinnlosen Kopf zu leben?












Die Weisheit ist schon belanglos, unsere Entstehung in Zeit, Raum, Geschicht' und Blut verloren, bei mir zuhause gibt's nur Schlaf und Tod zum Einen, beste beste Grüße aus dem Dresdner Elbtal aber die besten besten Grüße sehen so kläglich aus, so verschollen, daß es nicht lohnt. Die Explosion bringt eine Getöse mit, alle Städte verlieren ihres Licht im Sommer. Er sagte, Gott beobachtet uns nicht. Ich wurde wütend, das Recht hat er nicht über Gott zu reden, vor meiner Praxis, vor meinem Haus. Es wäre ihm bequem, wenn Gott blind wäre aber Gerechtigkeit ist etwas völlig anderes. Die Morde, die hier statt gefunden haben, gelten als schlimme jedoch verzeihliche Fehler. Meine Insel wächst im Rahmen von Salz und Meer, sie wachste immer so -dies hier Pünktchen ist die ganze Welt und schluckt all das Wasser der Erde und hat noch Durst. Die Frau aus dem Osten hat dünne Augenbrauen, helles Haar und starken Akzent. Wir verstehen uns doch kaum, der Blick bedeutet nichts außer dem Genuss. Die Bewunderung ist seicht da tief im Körper, dauert wenig und ebbt bald ab wie Regenfälle im Spätoktober. Am Ende kehr ich mal nur heim, in meiner schmutzigen Kleider, mit meinen sauberen Händen, und biete meine Scheißdienste mit allem Respekt an. Susa lächelt, veranlasst daß ihr Mann mir Essen bringt (Hast du das gehört? Ihr Mann ist tot und lässt sie grüßen. Ihr Mann ist tot und lässt sie grüßen.), pflegt ihre Blumen trotz der Dürre, verständlich, sie wohnt ganz oben, an der Spitze, hat einen traumhaften Blick auf die Meerenge die brennt, vor ihr die Nacht, das Volk, der Wald, das Schlechtwetter, alle treiben geräuschlooos auf der Straße von Otranto, vor ihren Augen die ganze Insel vergeht, das Festland verzehrt ihre Erwartung peu à peu, böse von Küste zu Küste.
Der jammernde Mann, Gott er selbst, die Russin, Susa, die Leiche, der Bürgermeister, mein Beruf, meine Bildung, Tiere, Schlangen und Natur... nun bringen sie mir die Flötentöne bei.
Aber ich
bin
T A U B

Don't worry about me baby.




///

Hvis bare jeg kunne hænge i min mors skørter

Σε ορισμένα μέρη, ορισμένες ώρες, όταν κοιτάς τη θάλασσα είναι σα να πίνεις δηλητήριο.

V. H.


Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις Τ. 2

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ο ήλιος με βρίσκει κατάφατσα κάθε πρωί στις έξη. Το νησί είναι τόσο μικρό που μοιάζει με καράβι. Η υγρασία γλείφει τα πάντα. Η πετσέτα η χτεσινή κάνει δυο μεσημέρια να στεγνώσει. Οι ασθενείς τα ξέρουν όλα. Δεν έχω τίποτε καινούριο να τους πω, ούτε και θέλω. Κουβαλώ το ηλίθιο κεφάλι μου στο σπίτι εδώ, στο σπίτι εκεί και παίζω την παράσταση του μικρού καθηγητή. Μετρώ σφυγμούς, μετρώ αναπνοές, μετρώ τις μέρες που απομένουν, και με ακρίβεια λεπτού χάνω το λογαριασμό. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, είμαι σίγουρος πως κάποιος πάλι ψευτοπεθαίνει. Σπάνια σπαρμένη στους κατά φαντασίαν ασθενείς όμως είσαι εσύ, ή ο πατέρας που καλεί ανάμεσα στο ένα και στο άλλο πολιτισμένο περιστατικό (βλέπει τριάντα στο οχτάωρο, βλέπω εφτά). Ξαφνικά η χάλκινη γραμμή έχει χωρέσει όλη τη Γερμανία διπλωμένη σαν το πανάκι που καθαρίζεις τα γυαλιά. Η τάση φυγής με ακολουθεί ακόμα και όταν φεύγω, και τώρα τουλάχιστον έχω καταλάβει: η θεραπεία είναι η επιστροφή.

ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Η λάμψη των ματιών της Ν. όταν με καλημερίζει την κάνει να μοιάζει με παιδούλα. Μου φέρνει λουλούδια κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Τα πετάω από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Έχει χτιστεί ένα νεκρό βουνό από γαρύφαλλα και ορτανσίες που σαπίζουν πάνω στα άγρια χόρτα. Τα κύματα γυρίζουν σαν κορδέλες όταν τα βλέπω κάτω από το νερό. Ο ήλιος σκεδάζεται στους μικρούς στροβιλισμούς της άμμου. Αν από τα εφτά μέτρα αργήσω να ανεβώ για αναπνοή, η καρδιά μου βραδυπορεί, βραδυπορεί ώσπου αρχίζω να ξεπλένομαι από τα δάχτυλα προς το κέντρο. Οι καπεταναίοι της περιοχής είναι πρώτοι στο κέρατο και στο κακό τιμόνι. Τα μισά βράδια φεύγουν ήσυχα παρέα με ανθρώπους που φυτρώνουν απ'το χώμα. Η μία γάτα πέθανε έναν αιφνίδιο θάνατο. Την πέταξα στην τάφρο με τα φύκια. Το βιβλίο που είχε αφήσει η γκόμενα του Δ. δίπλα στο κρεβάτι που της πήρε την παρθενιά είναι το μοναδικό που ακόμα μπορεί να με δακρύσει. Τώρα κάθε τρίτη νύχτα κοιμάμαι σ'εκείνο το στρώμα το αιμομειχτικό. Πότε θα έρθεις πάλι για να σε συνοδέψω στα καντούνια να κοιταχτείς με τον άντρα που αρέσει και στους δυο; Πότε θα πιω μια σόδα απέναντι από το μαγαζί; Πότε θα ξαναφύγω; Είδα ένα πεφταστέρι κι έκανα μια ευχή. Τις Τετάρτες προσεύχομαι. Τα Σάββατα δουλεύω. Ο Θεός να συγχωρεί.

When you live a long way out, you make your own fun

Κάθε απόγεμα κάθομαι στο γραφείο, κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, πίσω από την ψευτοσίτα που φυσιέται σα σκισμένο πανί ιστιοφόρου, και βάζω καθολικούς κανόνες να παίζουν δυνατά. Η καρέκλα μου είναι η φτηνότερη που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη της ευμάρειας, αναρωτιέμαι σε τι επενδύθηκε η διαφορά. Στο ντουβάρι που είναι βαμμένο με κάτουρο αραιό ξεκουράζονται σιφωνόμυγες και κουνούπια τρισδιάστατη ταπετσαρία. Η σκοτώστρα κρέμεται από ένα καρφί πάνω από το διακόπτη των φωτιστικών, αλλά έχω παραιτηθεί απ'το κυνήγι. Είμαι ήδη γελοία ηλιοκαμένος και τσιμπημένος σε όση σάρκα περισσεύει από τα ρούχα που δεν έχω πλύνει από τα μέσα του Μαΐου.

Μερικές φορές ο τεμπέλης γιος του προέδρου της κοινότητας έρχεται με το δεξιοτίμονο βαν, παρκάρει πάνω στο δρόμο και ψαχουλεύει στην πετρόχτιστη αποθήκη που είναι απέναντι από το παράθυρό μου. Η γυναίκα του καπνίζει κρακ ή κάποια άλλη αμερικανόφερτη μαλακία και είναι σαν ισχνό ρακούν που δύσκολα το ξεχωρίζεις από τις σκουπιδοσακούλες. Έχουν παντρευτεί και οι δυο τους δυο φορές κι έχουν αθροίσει δέκα ή δώδεκα παιδιά. Είναι πρώτα ξαδέρφια. Τις πρώτες μέρες όταν άκουγα βήματα στα χόρτα έκλεινα τους ψαλμούς και έσκυβα το κεφάλι για να μη με βλέπει απ'έξω ο γιος του προέδρου. Αλλά μόλις αναλογίστηκα πόσες νύχτες θα περάσω με τη μούρη χωμένη στα κωλομέρια του χωριού, παραιτήθηκα και από τις ντροπές.

Σήμερα μόλις έκλεισα το μαγαζί ακούμπησα τον κώλο στο ξεμπριζωμένο πλυντήριο Άλτους που έχει βουλωμένη τη θυρίδα του μαλαχτικού. Απέναντι είναι ένας θολός καθρέφτης με δυο λάμπες που δεν έχουν παροχή και ένα λαβομάνο που έχει καταθαμπώσει από το υφάρμυρο νερό. Κάπνισα με το παράθυρο κλειστό και την πόρτα κλειδωμένη στο πλυσταριό το ένα επί δύο ώσπου έγινα μέσα ένα με την ομίχλη που μυρίζει καραμέλες. Στον καθρέφτη που έχει κλίση πένθους, έβλεπα τις κλείδες μου σαν σκαλοπατιές να οδηγούν στους ώμους που δεν ομολογούν και με πανικόβαλε η σκέψη πως αυτά ακριβώς είδαν ανάσκελοι ή μπρούμυτοι όσοι έχω αγκαλιάσει. Κωλόκατσα στα άσπρα πλακάκια και μέτρησα πόσες φορές έχω κάνει λάθος. Για να παρηγορηθώ, έπαιξα το πουλί μου και έχυσα στις πέντε παιξιές σα να ήμουν δεκαεφτά, με τη μέση να στέλνει σουβλιές ως την κνήμη για να μην αυταπατώμαι. Μετά θυμήθηκα πως είχα ένα τέταρτο πεπόνι στο ψυγείο.

Το έβγαλα, το έφαγα άκοφτο με τα ζουμιά να τρέχουν στους αγκώνες, στο νεροχύτη, στο πάτωμα, στις παντόφλες, κι έπειτα έπιασα με δάχτυλα που κολλούσαν να ανεβάσω το σώβρακο και το ρουμπινί μήντιουμ Τσάμπηον σωρτς. Η βρύση δεν έσταζε σταγόνα. Έμεινα για λίγο δίπλα στο πλυσταριό, μέσα στο κουζινάκι, σκεφτικός, πασαλειμμένος με δυο ειδών... τελοσπάντων, αυτό είναι σαφές. Όταν ξεμπέρδεψα με την κατάρρευσή μου, άνοιξα το παράθυρο πάνω από το γραφείο, και έβαλα πάλι τους καθολικούς κανόνες.

Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις T. 1

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Το σκυλί με τα θλιμμένα μάτια σύμφωνο με το είδος
το σπίτι τα γκρέμια η σκόνη η μεσανατολική
το φυσίγγι στο χώμα η αρκούδα χαλί το αρκουδάκι ακόμα στο βυζί
οι αιωνόβιοι στην πλαγιά που κρεμιούνται ρίζα ρίζα

τα κουφάρια που επιπλέουν και ξεβράζονται
οι βόλτες στις πρωτεύουσες
τα ψάρια που τρώνε τους νεκρούς που τρώνε οι ζωντανοί απ'τα θολά νερά του ποταμού
άστυ, βουνό, πολιτισμός

ο έρωτας που αντέχει σε όλες τις φθορές ραμολιά που πάνε αγκαζέ
οι κόποι του βαθύτατα ακαδημαϊκού η σκόνη της κιμωλίας που έχει παρωχυθεί
η μητέρα που έρχεται σε όλα δεύτερη όπως πρέπει
και πρώτο το παιδί

η ιστορία και τα κυλήσματά της
το κλάμα που σπανίζει
το σάλιο κορδόνι του γιου του μεγαλογιατρού
η προσπάθεια που δεν καρποφορεί

ο τζάνκης που ξαιματώνει στη γαλαρία και όλοι μαζεύονται μπροστά
η γυναίκα που χάνεται ολομόναχη στα ΤΕΠ
.
.
.

το χαμόγελό μου στον καθρέφτη


ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ένας κόκκος άμμου μες στο μάτι
το είμαι πάντα εδώ για σένα
η Β. Όλγας
o Achtzehnruthengraben

η μυρωδιά της μούχλας στο χωλ της πολυκατοικίας
το αυτοκίνητο του μακαρίτη που ρημάζει στη γωνία
οι επιβεβλημένοι χωρισμοί
τα νιάτα στο ημιυπόγειο

τα ποντίκια στα σκουπίδια
εκείνη η αρθρίτιδα στο γόνυ που σε άφησε κουτσό
όσα δεν έχουν ειπωθεί
όσα δίνει ο τυφλός για να αγοράσει την όρασή του και μια θέα στην ακτή

το παλούκι, το σκοινί
ένα καθαρό ανένδοτο στρώμα στο κρεβάτι
η σωτηρία της ψυχής και του κορμιού
τα ιερά βιβλία

το φιλοδώρημα στο ντελιβερά τις νύχτες που βρέχει, τις νύχτες που δε βρέχει
οι αρμονικές στα πρίμα της κιθάρας
το Mohnkuchen, η τελευταία γουλιά της Jever
το πάτωμα του Ζύθου
.
.
.

όσα ξεχνιούνται κρυφά μέσα στα σπίτια

CFU

Ένας σπιρτόζος στο Μαντούκι στα στενά σταμάτησε το αμάξι και την έκανε χάζι, ε, ναι, όπως έχω ξαναπεί, όταν οι εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς. Πήραμε τη Θεοτόκη απ'την αρχή της στο λιμάνι και περπατήσαμε ως απάνω στο μουσείο των χαρτονομισμάτων. Είχα και λίγη περηφάνια που μας είχε έτσι τύχει να είμαστε συντροφιά. Ο ήλιος έδυε όλο του το φως στην πλάτη, στα μαλλιά της. Φορούσε το τριάντα χρονών φουστάνι, το άσπρο με τα λουλούδια της ασκληπιάδας, το ζωντανό νεότερο από το καύκαλό του. Οι γάμπες της γάλα και μέλι πεύκου, τα οστεώδη δάχτυλα ελεύθερα κι έτοιμα να αρπάξουν, να ξηλώσουν, να δείξουν πως δεν έπρεπε να τη βλέπω με τέτοια μάτια απελπισμένος. Κι εκεί στην ανηφόρα μετά την πλατεία Βραχλιώτη, γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και κοντοστάθηκε απέναντι στον άντρα με τα αυτιά που έμοιαζαν με μισά από πολύτιμα κογχύλια. 

Φύσηξε νοτιαδάκι μια χεριά και σκόρπισαν τα στολίδια της γιακαράντα σαν βώλοι που φεύγουν από την τσέπη ενός παιδιού. Μια γάτα φαγωμένη από παράσιτο και σημαδεμένη σα λεπρή με κοίταξε με νόημα. Μέσα ήμουν άπνους, άσφυγμος και ψυχρός, έξω έλεγα πως ζούσα ακόμα. Ο άντρας είχε το χέρι το αριστερό ως τον ώμο βουτηγμένο σε μαύρο μελάνι της σουπιάς. Πίσω από τα καλόσχημα αυτιά είχε βαλμένα τα μαλλιά του ίσια και στιλπνά σαν ξύλο καρυδιάς λιωμένο σε χυλό. Ένας άντρας του ντορβά, λίγος και περιττός, όπως είμαστε όλοι εξόν από την ώρα των θανάτων. Σκέφτηκα με θυμό: μια γυναίκα σαν αυτήν άξιζε μόνο στην ισόβια παρθενία. Τα χείλη της δεν ήταν για να φιληθούν από το στόμα του αντρός που τραγουδάει και βρίζει ασθενικά στα ιταλικά, τα στήθη της δεν ήταν για να χαϊδέψουν το αδύνατο ανήλιαγό του στέρνο, ούτε αυτού, ούτε κανενός. Το σκίρτημά της ήταν εκχώρηση, ήταν καμένη γη.

Από την υπόσχεσή του ο άντρας μπορούσε μόνο την πίκρα να τηρήσει, και από το ίδιον των ημερών αυτών, η αδερφή δεν είχε παρά να λησμονήσει. Θα ήταν ο ένατος, ένατος, ένατος προσκυνητής, θα ήταν ο βωμός, ο θύτης, το σφαχτάρι. Ήθελα να μουσκέψω τα βλέφαρά του με τη γλώσσα, να τον πιάσω από τον έναν και τον άλλο κρόταφο και να του στρέψω το κεφάλι στη μεριά της. Εδώ βλέπε. Εδώ, εδώ, σε μένα. Πίσω από την ταυτότητά μου του συλλόγου κρυβόταν ένα αληθινό σκυλί, πίσω από την ψεύτικη εξουσία κρεμόταν μια ουρά ανάμεσα στα σκέλια, ποιος ήταν αυτός που αρνιόταν να ενδώσει, ποιος ήμουν εγώ που ήθελα τόσο να τον μεταπείσω, ποια ήταν η γυναίκα; Και πώς είχε συμβεί και είχαμε γνωριστεί οι τρεις μας μουσούδι με μουσούδι;

Ο άντρας ψηλός, λιγνός και Κερκυραίος, διαλύθηκε σαν δάκρυ μες στο αίμα της μικρής. Το βράδυ τον ζήλεψα, το βράδυ τον ζήλεψα πολύ. Κι εκείνη, γέννημα θρέμμα των ελών, ξάπλωσε στρωματσάδα στο δωμάτιό μου κι έχυσε γι'αυτόν.
Σφιχτά τυλιγμένος με το μάλλινο σαν φάσκια, έκανα το ρίγος μου υπομονή ώσπου να το ξεχάσω.

Το ελάφι ακυνήγητο πάει χαραμισμένο.

Μααρίβ

Το βράδυ φέρνει τόση σκοτεινιά που εκεί που τελειώνουν τα φώτα αρχίζουν πάλι τα ίδια τα χτεσινά.

Ο επιμελητής της άλφα πι μετράει τρεις εφημερεύοντες για δυο. Αύριο θα με διώξει απέναντι και θα λυτρωθεί.
Η γυναίκα που δουλεύει στο εργατικό σωματείο του Σταβάνγκερ ενδιαφέρεται. Πόσες ώρες δουλεύεις; Σαράντα. Σαράντα; Και καμιά.

Κοιτάζω τον Π. και ξέρω πως η ράχη του συσπάται και ξέρει πως τον έχω καταλάβει. Ο ένας μας καπνίζει στα δεξιά κι ο άλλος στ'αριστερά της πιάτσας των ταξί. Με το ξημέρωμα βήχω λάσπη.

Η θέση μου είναι στα κωλιά τα πύα και τα πατσά. Δεν είναι στην επιστήμη.

Ο Θεός που βλέπει από εκεί που μας κοιτά ξέρει πόσοι και ποιοι έχουν ζητήσει να τους πάρει
οι άρρωστοι οι πάσχοντες οι πεθαμένοι οι τωρινοί
κι ένα σκουπίδι κουλοχέρης.

Γεια σου απ'τη μεσόγειο του ποτέ.

2008 - 2016

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες

Στις μονές του Ειρηνικού

.

Το αίμα στάζει απ'το μουνί στο πλακάκι
στα εντός των μηρών έχει ήδη νυχτώσει

η πλάτη είναι χλωμή και λειψή σα φεγγάρι
τα μαλλιά λεπτά σαν δευτερόλεπτα

οι φλέβες δε μιλούν, δεν ενδίδουν
δυο σειρές στραβά δόντια χωρίζουν τα κρυφά από τα μη

γδυτό σε λυπάμαι που μένεις σκυφτός στα καπνά και ντροπιάρης
αναδίδοντας ζέστη και ζωή

θέλω να ακουμπήσω το μέτωπο στα μικρά μαλακά σου ποδάρια
μόνος αιρετικός και ασεβής

αλλά αποκοιμιέμαι με μία παρήγορη σκέψη
στην τάφρο της πορείας, της προόδου

και μέσα στην ερημιά του κρανίου
μια Αλκυονίδα θανάτου μαγιάτικη

σε φέρνει θαυμάσιο εμπρός μου.
Γελαστό παραδείσιο πουλί

αέρας θαλάσσης και φως στο κλουβί σου
ένα φίλημα τρυφερό και αψύ σαν ισόβιας αγάπης

ενώ είναι ίσα ίσα νεογνή.

.


Κάνε με στάχτη όπως έκανε η Άννα τον Κώστα. Όλοι θα δουν στο νησί πώς το δηλητήριο που μυρίζει γιασεμί γκρεμίζει γιατρούς και ασθενείς αδιακρίτως. Ένας ταγγός τρελαμένος θα βρέχει τα ποδοδάχτυλα στην ακτή με τα μαλλιά κετσέ απ'το αλάτι. Πίσω οι άλλοι θα βλέπουν το θέαμα διασκεδασμένοι.
Με ένα πενηντάρι θα βγάλω το μήνα. Δε θα παίξω άλλο... όλο χάνω κι έχω χάσει ό,τι είχα. Είμαι ντυμένος για καλοκαίρι. Έχει κρύο, δεν έχω φέρει άλλα ρούχα. Τι απέραντη που είναι η νύχτα αν δεν τρίβεις τις πατούσες σου τη μια με την άλλη. Και πόσο γνώριμη η ησυχία της μονής. 


Γ. Κ., σε φιλώ.

Himmel Arsch und Zwirn

Χνωτίζω μες στη μπλούζα και η ανάσα μου μυρίζει από το σνους που λιάστηκε δυο μέρες στο ταμπλώ του αυτοκινήτου. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Το στόμα μου έχει δυο πληγές, εκεί κι εκεί που κάθεται η συνήθεια. Τα σάλια που τρέχουν σε αφθονία είναι ξινά. Φοράω τα ίδια ρούχα από τη μέρα που φυσούσε, ποια απ'όλες; Όλες όλες εκείνες του νησιού που ο αέρας ίσιωνε και νέγρικα μαλλιά. Το παντελόνι από μαλακό ύφασμα είναι ελάχιστα λερωμένο από μια; δυο; τρεις; σύντομες χαρές. Είμαι σύσσωμος αδειανός αλλά μπορώ πάλι και χύνω, έτσι παίζει η φύση και γελάει χα - χα. Δέκα μέρες μετά στάθηκα στη μπανιέρα, τα γόνατά μου έτρεμαν, το νερό άφησε δυο σημαίες στα μπούτια, ξύρισα τ'αχαμνά με ένα ξυράφι εφτά μηνών, το αίμα έτρεξε, το αίμα μου έτρεξε και μύρισε όπως το αίμα ολωνών, τι περίμενες; Φάνηκε για δυο στιγμές ένας χάρτης της ρευστομηχανικής, το αίμα στο νερό και πάνω όλο το φάσμα στον αφρό λες κι ήτανε πετρέλαιο σε λιμάνι. Μετά ξεπλύθηκαν τα πάντα και τα ήπιε το σιφώνι. Βρεγμένος όπως ήμουν, έχωσα τα σημεία μου στο βρώμικο παντελόνι και φόρεσα απ'τα άπλυτα τη μπλούζα των σαλαμικών ΤΟΥΛΙΠ από το χασάπη μας στο Τόντερν, την ίδια μπλούζα που φορούσε και ο φίλος μου ο Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη, και φορώντας την πηδούσε την Άγκνες που έκλαψε έξη ώρες σε ώσεις του τετάρτου όταν τον έπιασε να μου φωνάζει στο τηλέφωνο mein Herz brennt für dich du Drecksack. Αν ξεχνούσα τόσο εύκολα όσο λέω, δε θα θυμόμουν λέξη, αλλά είμαι ψευταράς. Στέκομαι απέναντι απ'τον καθρέφτη. Έχω τα βλέφαρα μισόκλειστα γιατί με πονάει το φως από τη μια λάμπα, η άλλη είναι καμένη. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Στα πλακάκια μ'έχουν επισκεφτεί οι λίμνες της Μιννεσότα. Βλέπω αυτές, βλέπω τα μέρη που δε μ'έχουν δει ποτέ, αλλά στον καθρέφτη δε μπορώ να δω κανέναν.

Το πρωί βγήκα να περπατήσω ως το Ρώσο, όχι πάνω από τριακόσια μέτρα. Στα μισά της διαδρομής κάθισα σε μια είσοδο, κρέμασα το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, και καθώς με ζέσταινε ο ήλιος με πήρε και ο ύπνος. Μια πενηντάρα επιστρέφοντας από την αγορά χαμήλωσε με τις σακούλες της δίπλα μου, με ακούμπησε μ'ένα ιδρωμένο χέρι στην ωμοπλάτη και ρώτησε, είσαι καλά; Της είπα γρήγορα entschuldigenSiebitte και την άφησα με την απάντηση που είχε κι είχα φοβηθεί. Στο μπαλκόνι της κουζίνας έφαγα μια χούφτα πατατάκια με γεύση κρέμας και μασουλώντας χριπ χραπ χριπ χραπ έλεγα στον εαυτό μου πως όλα έχουν τελειώσει τώρα, τώρα και τώρα και τώρα, τόσο μακρυά απ'το νησί, τόσο μακρυά από το φίλο μου το Μ., τόσο μακρυά από σένα, τόσο μακρυά από ό,τι μου'δινε αξία. Αλλά να, σύννεφα χαμηλά, πυκνά και αδιαπέραστα, ήλιος βροχερός πίσω από τις τρύπες του υφαντού, καπέλο της προόδου, και γύρω οι πέντε και πέντε και έξι και πέντε και πέντε και πέντε όροφοι, και στη μέση το κελί, τίποτα δεν έχει τελειώσει, μένει ακόμα μισό σακούλι πατατάκια.

Το Μέγα Σάββατο στη γωνία του κρεβατιού μ'ένα λεπτό χαδιού ο κόσμος χάθηκε τονικοκλονικός, από μένα κατέληξα σε μένα. Είχα ονόματα αρκετά να επικαλεστώ, ανάθεμά με αλλά δεν ήξερα ποιο να διαλέξω, κι έτσι έχυνα σιωπηλός, σκεφτόμενος το φίλο μου το Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη και είχα πάει να τον βρω και είχαμε αγαπηθεί απελπισμένα στο δωμάτιο του Λορντ Νέλσον δίπλα στο πορτατίφ και το καρτόνι με το mjölk, σκεφτόμενος κι εσένα, την αδύναμη ζέστα σου και το μικρό κορμί σου που μ'έκαναν να σου πω φτηνά με τη μούρη στο μάγουλό σου oj oj esisoschööön, και γέλασες χα - χα, και το γέλιο εκείνο το'νιωσα απ'τους μύες της πυέλου, ήταν το πώς θα σε θυμόμουν, πώς θα σε θυμάμαι όταν είμαι δυστυχισμένος, χλωμή και γελαστή χαμένη στα όνειρά σου.

Έχω επιτυχώς συνοψιστεί στα βρώμικά μου ρούχα. Αν σου ζητούσα να περιγράψεις τον εαυτό σου με τρεις λέξεις...; Χαζογέλασα γιατί αυτή η ερώτηση δεν είναι ιατρική, αλλά αυτός ήταν σοβαρός. Τελικά του είπα την εξυπνάδα άδειος τρεις φορές. Το σημείωσε στο χαρτί που είχε γράψει την ιστορία μου. Ποια ιστορία; Μια λέξη αρκεί. Μα όποιος εμπλέκεται με την ψυχιατρική, μαθαίνει να πολυλογεί. Ήθελα να τον χτυπήσω στο λαιμό και να του χώσω το χαρτί βαθιά στον κώλο. Όμως πιστεύω στη συναδερφική αλληλεγγύη σχεδόν πιο πολύ απ'ό,τι πιστεύω στην ανοιχτή χειρουργική, γι'αυτό τη γλίτωσε.

Himmel Arsch und Zwirn
ich habe meinen Pass zwischen Büchern verloren. Das Haus ist eine Schweinerei,
ich bin Pack und über beide Ohren angelogen
haltlos, übel, hohl, geschlagen und besiegt
der Tod is leichter wenn er gezwungen ist
TOD IS LEICHTER ALS SEHNSUCHT

immer treu
immer falsch
X

Funny current

(If)

It was nothing of carnal importance. It was nothing you or I could touch
it's the current that paces the heart
it's the potential.

*

If the sea could fold
if the sea could fold, our harbors would marry twice. Once for the south, once for the north, twice.
Somehow they don't care to seek closure for twenty, twenty years of gain decay
but for one moment of loss.

The signal is disciplined in the way it hops from
sinoatrial to atrial to junctional to ventricular island da capo al fine

S1 S2
S1 S2
S1 S2
self-flagellation by and by.
I am the ragged breaths. You are the blood that laces the forehead.

*

Beneath the glass there is a definite number of beats and desperations, descending
some leaps of consciousness, fleeting angers and weaknesses, a slow spark of constant attenuation
and my death in repeat.

*

A woman has her seeping secrets. Her soft, her rough masks.
But a man? What is there to love in a man?

Μετοίκηση (φεύγω)

η γυαλάδα της τρέλας στους κερατοειδείς
οι κοιλάδες και οι λόφοι των χεριών που εναλλάσσονται σαν μεσογειακό τοπίο
οι
κόκκινες
σπίθες
στα
μαλλιά
σου
όταν σε βλέπω μέσα απ'τα σκοτεινά γυαλιά
μου λένε τι πρόκειται να'ρθεί:

η μοναξιά του δύτη, ο θάνατος
και η αρχή του κόσμου

/

Περιμένω τον Κουστώ με τη μούρη χωμένη στις φυκιάδες.
Η θάλασσα της περιοχής έχει καταπιεί τη μέρα κι επιστρέφει
ένα δροσερό σκοτάδι στο βλέμμα. Από το υψηλότερο σημείο του νησιού
ξεχωρίζουν στις απέναντι ακτές τα χνάρια που με οδήγησαν στις αμαρτίες των γονέων.

Με ξεσέρνει στα ρηχά. Οι αμμόκοκκοι λικνιούνται, ψιθυρίζουν
το νερό διορθώνει την όραση και την ακοή μου. Ο ίλιγγος με γυρίζει τούμπα.
Ένας γλάρος νωθρός κολυμπάει από πάνω μου σαν πάπια, η αγκάλη των δυο μέτρων
μου θυμίζει το βάρος σου όταν ξαπλώνουμε ο ένας πάνω στον άλλο.

Οι Εγγλέζοι θα περιφέρονται καψαλισμένοι σα χοιρινά τα βράδια.
Θα περνούν έξω από το μαγαζί. Μέσα θα κρατώ συντροφιά στον άντρα
με τα μάτια του ελαφιού, τρώγοντας από το μέτριο παγωτό του.
Η υγρασία θα είναι αγχόνη τιμωρίας όχι αρκετά σφιχτή.

Περιμένω τον Κουστώ σχεδόν νεκρός όπως κι αυτός.
Στα μάτια των μελανουριών καθρεφτίζεται ιόνια η απάτη
αιώνια η απάτη. Περιμένω υπομονετικά την ησυχία του αντλιοστασίου.
Το στέρνο και οι βουλές του.

Το στέρνο και οι βουλές του... πλήμμη της δυστυχίας.



Μάθε να χάνεις

Φορτώθηκα στραβά χαρτιά. Κουνάω τα πόδια νευρικά κάτω από το τραπέζι. Η μπύρα τρέμει. Πίνω μια γουλιά, πίνουν μια γουλιά. Όλοι καπνίζουν από λίγο, κι εγώ καπνίζω πολύ. Έχω ένα τάληρο στο πορτοφόλι
ένα.
Απομεσήμερο Παρασκευής.
Περιμένω να γυρίσει.

Περίμενα να γυρίσει.

Αυτοαναρρίχηση

Ανάμεσα στη μια σταγόνα και στην άλλη απλώνεται μια χώρα όλη γυαλί
τα φανάρια σπάνε σε δυο και δυο επίμονες ματιές

στο άνοιγμα του κόλπου στη χοάνη το χέρι του Θεού μου δείχνει
εδώ θα πέσεις να πνιγείς, εδώ η μέρα θα τελειώσει και θ'αρχίσει

όταν στέκομαι στην άκρη του νησιού πάντοτε ρωτώ: γιατί όχι εδώ;
και ο ιππότης του φτερού με κρατάει στη σιωπή απ'το λαιμό.

Το αίμα είναι πηχτό νερό. Στις κοίτες των αγγείων
κολυμπάει εναιώρημα ὁ ἅλς, ὁ χοῦς και ἡ πνοή

δέκα πληγές δέκα παραλλαγές προσευχητές
τα λόγια ίδια από χείλια απαλά κρυμμένα στο μουστάκι

η ζάλη η σαρκική είναι λιποταξία
καθώς τα χέρια πιάνονται κι αφήνονται απ'τα χέρια

κι η ίδια η γη φέρνει το χωρισμό
(THE LAND IS SEPARATION. THE SEA?)
.

Ρηάλιτυ τσεκ

Είμαι ζωντανός.

Ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα με τα πόδια διπλωμένα. Ο καπνός κάνει ομίχλη, δεν είναι το κατακάθι του καιρού. Βήχω. Οι στάχτες φυσιούνται κι έπειτα πέφτουν πάνω μου σα σκόνη.

Όταν σκέφτομαι το Σλέσβιχ Χόλστειν κάτι σταματάει εντός μου και ιδρώνω γύρω απ'τα νεφρά. Αυτό λέω είναι έρωτας που δεν περνάει ποτέ, όλα τα άλλα είναι χλωμάδες.

Θ'αλλάξω ένα κολλημένο λεβάην στη γριά που πέθανε πριν δεκαπέντε χρόνια, θα σκίσω με το καλώδιο τις συμφύσεις του χοντρού που πέρασε γονόρροια, θα κάνω τσαπατσούλικες αλλαγές με ένα χέρι στις κατακλίσεις των εγκεφαλικών, μακάρι να είχα νοσοκόμα δίπλα, μακάρι να είχα μια αδερφή να με σκουντήξει, αλλά θα είμαστε πριβέ στο δωματιάκι, θα είμαι λόν ρέηντζα και άντε να γαμηθείτε, εδώ παραληρώ εγώ και ο θεός μου, εγώ και ο νεκρός μου (και το φάντασμα μιας θυμωμένης προϊσταμένης: Είσαι ο πιο ανίκανος γιατρός που έχω δει στα τριάντα χρόνια που δουλεύω! -Είναι που δε φοράω σταυρό. -Δε ντρέπεσαι;). Δε ντρέπομαι σταγόνα.

Οι ενδοφλέβιες φεύγουν πιο αργά από τις ενδομυϊκές αν είσαι αγχωμένος. Πάνω στην ώρα που θα'χει δουλέψει η προνάρκωση φοβάμαι συχνά μην ακουστεί ένα σκονταμμένο σε έχω απατήσει, και πέσει παγετός στο χειρουργείο για μια στιγμή, από τα μπουτοκώλια του ασθενούς θα πω κι εγώ, κάποιος θα πει τη βάψαμε όλοι κερατάδες εδώ μέσα, κάποιος άλλος θα γελάσει, μεγαλώστε επιτέλους αυτή πρέπει να είναι η αναισθησιολόγος που έχει βαρεθεί τις μαλακίες απ'το πρωί, η ξεαποστείρωτη θα μας βάλει από μια καραμέλα στο στόμα, τα νύχια της θα είναι βαμμένα χρυσά, δέκα ώρες μετά στου ημιωρόφου για κατούρημα θα πω στον Α. μαλάκα, νομίζω θα λιποθυμήσω, κι αυτός θα με ρωτήσει θέλεις να σε κρατήσω; -Όχι, απλά ήθελα τόσο πολύ να κατουρήσω. 

Θα μου λείψετε όλοι και για πάντα
εύχομαι να σας ξαναβρώ. Στην πραγματικότητα έχω χαθεί απ'τους απανταχού ημιωρόφους. Θα μου λείψετε πολύ. Μου λείπετε πολύ. Ηλίθιε, μην ξεχνάς, δεν αξίζουνε τον κόπο. Ηλίθιε, μην ξεχνάς πόσο ηλίθιος είσαι.

Προχτές κοιμόμουν κι ήρθε ο Θεός να με βρει να μου μιλήσει
-Τώρα πρέπει να σου δέσω τα χέρια,
Του τα έδωσα υπάκουος και μου τα'δεσε χιαστί σφιχτά όπως με είχε ενημερώσει. Όταν ξύπνησα ήμουν στα σοβαρά χειροδεμένος, αυτό είχε συμβεί. Αν δεν είναι μήνυμα ξεκάθαρο αυτό, τότε τι; Ο Θεός δεν έχει ποτέ τίποτε να πει εξόν αν σε δει στη λοξοδρομία... κι αν αρχίσει να σ'αγγίζει, η κρίση σου σε έχει εγκαταλείψει, ξέρω απ'αυτά, είμαι γιος ψυχιάτρου ακόμα.
Αν λέω πως είμαι συνέχεια στην αρχή, κανένας δε θα πάρει πρέφα τι συμβαίνει (πως φεύγω από τα λογικά, πως έχω γλιστρήσει). Συνέχισε έτσι αγορίνα, παίνεμα ή ειρωνεία πάνω στο γαμήσι; Δεν ξέρω αλλά εγώ πέρασα καλά. Έφυγα απ'το σπίτι της κατά τις έντεκα το πρωί. Έσερνα τα πόδια μου και θαύμαζα τα παπούτσια μου περνώντας έξω από τις καφετέριες κρυμμένος στα μαλλιά σα μοναχός κρυμμένος στην κουκούλα, ο λαιμός μου ήταν όλος μια μελανιά, τι να πω για τις μοναχικές διαστροφές που δεν έχουν δοκιμάσει στο μοναστήρι, το σχοινί και το σαπούνι, πόσο πιο ηλίθιος είμαι τώρα; Δέκα δευτερόλεπτα σκοτάδι λιγότερο λαμπρός; Δεν είναι γεγονός, δεν έχασε κανείς, ή έτσι λένε;

Πιάστηκα για ξύλο με τον βρωμιάρη που μου'ριξε κατακέφαλα μια ψιλή επειδή γέλασα όταν η μάνα τον είπε κλεφταρά, ήθελα να του σκίσω μουνί με δυο σχισμές, αλλά πρόλαβε με τράβηξε και μου'σκισε το μανικετόκουμπο, μπορούσε να με ρίξει κάτω με δυο χτυπήματα στο στέρνο, μπορούσα να του χώσω από δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι, αυτά λέω είναι αντρικές δουλειές, το φούσκωμα του παρασαγονιού, το κόασμα και όλες οι άλλες συνήθειες των βατράχων, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που σε αντρώνει είναι η χασούρα που σου δίνεται με όποιο τρόπο αντέχεις να την πάρεις και στο τέλος σ'αφήνει ανίκανο για μήνες

γαμώ!

Skype calls

-Τα γερμανικά σας ακούγονται σαν να'στε απ'το Στέττιν του 1929... τότε που ήτανε δικό μας.
Χαμογέλασε ζεστά, χαμογελάσαμε μαζί.

Το ηλιόφωτο έπεφτε στο κούτελό μου και φαινόμουν γνωστικός. Μ'έβλεπα στην αναπαράσταση της προβολής μες στην οθόνη, κάτω από το Λαρς. Αυτός ήταν στην ώρα του παρελθόντος μου, ξερακιανός, με μάγουλα αλαβάστρου και αρχόμενη ξανθωπή καράφλα. Από το παράθυρο του γραφείου του φαίνονταν τα κολωνικά σύννεφα της ανοιξιάτικης βροχής. Από το ραδιόφωνό μου έπαιζε η βραζιλιάνα Λούσυ, αλλά έφτανε σ'αυτόν σαν νοτιοευρωπαϊκός απόηχος. Δεν ήθελα να φανώ πιεστικός. Καθάρισα όσο μπορούσα την προφορά μου, προσπάθησα να θυμάμαι να μην καταπίνω τα -e- στο τέλος των ρημάτων και ν'αφήνω τα -g- να χύνονται και να γίνονται φωνήεντα. Τα μάτια του ανάρρωναν από το θέαμα κάτω από δυο συμπονετικά φρύδια σαν σκυλιού. Αν μπορούσα να τον φτάσω θα τον έπιανα από το γαλάζιο του γιακά, θ'ακουμπούσα το λευκό μου κούτελο στον ώμο του και θα φώναζα σκυμμένος hilf mir. Ήμασταν τυχεροί που δεν μπορούσα να τον φτάσω. Τα δυο χιλιάδες χιλιόμετρα ξαφνικά αποχτούσαν νόημα. Έκανε χιούμωρ όπως συνηθίζεται στην πατρίδα, χωρίς ούτε υπόνοια γέλιου. Το δεχόμουν εξίσου σοβαρός, κι έμενε ανομολόγητο όπως πρέπει. Η ελληνική διαχυτικότητα μ'έχει πεθάνει στην αμηχανία. Κοιτούσα τα μαλλιά του, τον αδύνατο λαιμό του πάνω από τον κόμπο της γραβάττας με τις ρίγες. Αυτός μιλούσε με τις λέξεις γλιστερές και διαυγείς, όπως επιβάλλει η ομοσπονδία, κι έκρυβε επιδέξια την καταγωγή του. Του έγνεφα γιατί πρόσμενε να του γνέψω, και του έλεγα ja, ja, αλλά σκεφτόμουν εκ παραδρομής jeg, jeg. Η αντανάκλαση του ήλιου στο απέναντι ντουβάρι μου'φερνε δάκρυα εγκαυματία. Ο Λαρς είχε κόρες μυδριασμένες κι έτσι μου φαινόταν ακόμα πιο παρήγορος. Τον έβλεπα να μ'ακούει να λέω το war waaah και ν'αφήνω όλα τα -o- κλειστά, δε γαμιέται, σκέφτηκα, δε γαμιούνται και τα ορθάνοιχτα -ο- στη χώρα που μ'έχει καταπιεί. Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να μ'έχει πονέσει πιο πολύ. Ο Λαρς αντιπροσωπεύει όλα όσα δε με πάτησαν με το άρβυλο στη λάσπη. Του χρωστούσα. Ακόμα του χρωστώ. Όχι λεφτά, κάτι χειρότερο. Χάρηκε που με είδε. Υποσχέθηκε να προσπαθήσει.
-Für dich werde ich mein Bestes versuchen. 
Ναι, πέρασε παρέα με τον οίκτο του στον ενικό. Με χαιρέτησε ευχόμενος να'χω καλή υπόλοιπη ημέρα. Τον χαιρέτησα ευχόμενος εις το επανειδείν. Έπειτα το ξανασκέφτηκε, και πριν κλείσει, μου'στειλε ένα γλυκό γλυκό μελένιο wiedasehn. Δεν του είπα που ετοιμάζομαι να πάω. Η ίδια η φράση μου καίει το στόμα. Τα χέρια μου τρέμουν μόλις κουραστώ. Παίρνω μισό ιντεράλ και στρώνω, τουλάχιστον προς το παρόν. Κάθε μέρα με βρίσκει λιγότερο από χτες. Όπως ο Ροβινσώνας τις μέρες της μεγάλης βραδείας δυστυχίας του ξάπλωνε μπρούμυτος στο βούρκο, σα να'πεφτε χλιαρός σε χλιαρό νερό, έτσι ξεφτιλίζομαι κι εγώ με τα πόδια μισοχωμένα στην άμμο του ΘΕΡ - ΜΑ - Ϊ - ΚΟΥ. Κι είναι κι αυτό το κωλολάμβδα που δε φεύγει, παχύ σαν κοροϊδία.

But then it passed, as all things do

My less than skin dressed in these works
Damn your God, you said.

Bris milah of the tongue
who will wash the pride off that?

---

We've faced each other hole to hole
now play along

I'm not dry from anger behind the wall
our lands are not cascading.

---

The tail of the day is blinding
there is a never-ending death in the room.

Damn my God well then
damn yours too.

Απογραφή

Τα τραίνα το '43, ο Μίκλος με τα στρογγυλά γυαλιά, η φωτογραφία πάνω από το τζάκι,
ο Αλ-Σισανί και τα σαράντα χρόνια του στους έντεκα ανάμεσά μας μήνες, η σκόνη της ερήμου,
οι βελόνες του πλεξίματος που είναι ακόμα εκεί, το περιοδικό με τις παλαιϊκές φωτογραφίες,
η Δυτική Γερμανία, τα παράπονα για τις δίγλωσσες ταμπέλες στο Κράης ΝΦ, το τείχος, οι γιορτές

τα γαλλικά άνευ διδασκάλου, η μεταπολίτευση, οι φυγές στο Ισραήλ, τα ουέβος αμινάδος
η ανατομία του Σάββα, η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ, τα βινύλια, το Ντόκκουμ
το έγκαυμα τριβής απ'το χαλί στα γόνατα, ο ήλιος, το χιόνι στα περβάζια
ο Χέλμουτ Κολ, οι αυτονομιστές, η Ολυμπιακή, τα καλοκαίρια, η Βοσνία, οι Βόλβες, ο Σταυρός

το Όσλο τους χειμώνες, οι βαπτιστές, το ταβάνι με την τρύπα στο σοβά, το σύνθημα,
η Άμπεντμπλαττ, η Καθημερινή, το ανηφοράκι, ο θερινός σεισμός, η Επανωμή,
το φέρρυ, το Κουξχόμπεν, τα άλογα του σάντεκ, η κόρη του, τα κροκολούλουδα στο Χούζουμ,
τα ελάφια, οι καραμπίνες στη ντουλάπα, η σκοποβολή, η κρεμάλα του Σαντάμ, η πρώτη ιδέα,

η πρώτη ενοχή

οι μεμπτές πρακτικές, η μικροαστική κακονομία, η δοκιμασία των στεφανιαίων,
η ατέλειωτη συνέχεια, το όργωμα του κορμιού, οι γνωστοί από το Μπάγιερν, η αληθινή ζωή με προφορά,
όλα τα μυστικά στα ελληνικά, η συνείδηση βουβή, τα λόγια του στόματος ένα και δυο,
-Πώς είστε σήμερα;

μα ασύνετη γραφή σαν ξερατό, αναπαραστάσεις σαφείς και ζωντανές, ο τίτλος ακορνίζωτος,
-Wir sollen uns nicht wieder sehen.
-Also, auf Nimmerwiedersehen.
-Ganz ehrlich, das könnte ich nicht aushalten.

ο νέος παλιός εχθρός μας το Ισλάμ, η φλόγα του όρους στη σχολή, ο γέρων, οι πιστοί,
τα χρόνια της μοναξιάς, το καλό χέρι, το σερί, οι κοτρώνες στου Παπά Νερό,
το δάσος, η καύλα σαν τη μύτη του Πινότσου, οι κατ'ώμον που έκαιγαν φωτιά, το τάληρο,
η Βαλπουργκίσναχτ, το Σαβουότ, ο παγετός στη στροφή του Φιλύρου, η θέα το Δερβένι πιάτο,

η νύστα στις σαφηνεκτομές, τα Σωλ, τα Κροκς, τα πράσινα, τα μπλε, τα άσπρα των αδερφών,
οι εφημερίες, το εφημερείο, η ανάκλιση, το τσιγαράκι στα κλεφτά, οι κάλτσες του Αποστόλη
-Τι κάνεις ρε; Στο μαξιλάρι μου;
-Έλα ρε Φ. μην τρελαίνεσαι!

-Μ'αυτές δεν μπήκες στο πλαστρόν;
-Ναι φητ φερστ βούτηξα στην κοιλιά! Άσε με νυχτιάτικα, όρεξη έχεις.
-Κι όλη η σκόνη που μάζευες στα ΤΕΠ;
-Θα σ'αφήσω να την κοιμηθείς στο μαγουλάκι.

ο καραφλός, η νεαρή, το νταλαβέρι μεταξύ τους, η αργή δουλειά, τα αργά λεφτά, η χασούρα,
η κυρά, η αλλαγή πορείας, το χαρτομάνι, οι ώρες στα βιβλία, οι ερευνητικές απάτες,
ο Μ., η συγκατοίκηση, ο απόπλους από τη νότια προβλήτα, το δημοψήφισμα, η παγωμένη κάρτα,
οι αυγουστιάτικες βροχές, ο Α. στο μηχανοστάσιο, οι πατούσες, ο μουσαμάς, το βούτυρο το πρωί,

η φάλαινα που φάγαμε λαθραία στο Μπρύγκελοφτ & Στούενε, ο γεροπρόεδρος του ΙΤΦ,
-Siehst du das? Siehst du hä?
-Ja ja, seh ich's.
-Eine Griechin in Piräus... eine Griechin. Sie biss mich! Außergewöhnlich sind die griechischen Frauen, sie sind außergewöhnlich, du weißt es doch besser... Wie könnte ich sie nur vergessen? Ja... Piräus... in den Siebzigern. Piräus! Viele Jahre sind vorbei. Aber die Narbe bleibt für immer, bis den Tod.

η Μ.Λ., το ραντεβού στις καραβέλες, η νορμανδική ακτοπλοΐα, τα πρόσφατα, τα παλιά,
η καρδιακή λιποταξία, το ναυτόπαιδο, το πουκάμισό του, ο Χ.-Μ. Ταρρίο, το πεντακάβαλο,
το δώρο του την Κυριακή, ο καθεδρικός ναός, τα αγάλματα το βράδυ, αυτή κι αυτή η αυτοκτονία,
οι γλάροι που γελούν, η συντροφιά της αγρυπνίας, η μόνιμη φυγή

το χτες, το εχτές, το χθες, το εχθές (που δε μπορώ πάντα σωστά να πω)

ο γυναικωνίτης απέναντι από το Χαμάμ, το μαρμάρινο τραπέζι, τα ελαστικά κρόσια, το βράγχος της φωνής,
ο σουτιές από δαντέλα βραδινή, το άνοιγμα στο φουστάνι, η τυπική συνάντηση,
-Δε μπορείς να αγαπήσεις. Δεν έχεις την ικανότητα αυτή.
Με το πρώτο τέταρτο του αιώνα άρτι τελειωμένο, ακούστηκε δραματική. Ξεχείλιζα αμηχανία απ'το τέλος ως πίσω στην αρχή. Αν δεν ήταν τόσο σοβαρή, θα ακυρωνόταν ως κοπλιμέντο. Αλλά ήταν μια παρεμβολή ανάμεσα στο ένα γέλιο και στο άλλο, μια σφήνα μες στ'αυτί. Με λυπόταν. Μου φάνηκα θλιβερός για λίγο, αλλά μετά το ξανασκέφτηκα. Δε γίνεται να τα μπορεί κάποιος όλα, και είναι τόσα πολλά αυτά που δε μπορώ, ανάμεσα κι αυτό.

Before I whack him, I just wanna fuck him in the ass one more time

Μερικές φορές ακόμα στη ζέστη αυτής της γενειάδας, αυτής της ρυπαρότητας, σα να τυλιγόμουνα μ'αυτόν που μπορούσα να είμαι. Μ'αυτόν που μπορώ να είμαι όταν μου το προτείνω.

de Azúa


Ό,τι συμβαίνει είναι για καλό. Το λαζαρόφυτο έμεινε απότιστο κοντά στις δυο βδομάδες, και τώρα που του'κανα το χατήρι να το δω, το βρήκα ανθισμένο. Τα τοιχώματα του ασημένιου ποτηριού πάνω στο γραφείο έχουν πιάσει γλίτσα. Το κρεβάτι μου έγινε μπανιέρα γεμάτη ως τα χείλια με ιδρώτα. Τα σεντόνια μαλάκωσαν, ξεστρώθηκαν, τσακίστηκαν πλισέ, τα'πιασα πριν και μου φάνηκαν πάλι μούσκεμα. Το μεσημέρι κοιμήθηκα με το μάγουλο στο βιβλίο, τυλιγμένος στο κουβερτάκι για να μην ακουμπάω τα βρεμένα που δεν είναι. Σε κατάλαβα που μ'έθαψες κάτω απ'το πάπλωμα. Μόλις ξύπνησα φώναξα τ'όνομά σου. Αμέσως αισθάνθηκα ηλίθιος. Βγήκα με το βρακί στο ανατολικό μπαλκόνι. Το μισοφώς ξεχλώμιαζε το συρφετό των ασήμαντων παθών, σα μεγάλη μικρή Ιερουσαλήμ πνιγμένη στο χαμσίνι. Πλατσούρισα πέρα δώθε με τις κάλτσες. Σκέφτηκα το σάλτο ως συνήθως. Η μπουγάδα ήπιε όλη τη λασποβροχή. Με είχε ανάγκη να την απλώσω στο καλοριφέρ. Το σπίτι έκλαψε απ'την αναθυμίαση του απορρυπαντικού. Ο λαιμός μου είναι πνιγμένος στη μελάσσα. Σκατά. Την αλήθεια; Νομίζω πως κολυμπώ σύσσωμος στη μελάσσα, με τη γλύκα της, την ασφυξία, το σκοτάδι της και όλα. Τίποτα δεν κουνιέται. Δεν έχω μελάσσα μόνο μέσα στο λαιμό, μ'έχει ποτίσει από το στόμα ως τον κώλο, τα τύμπανά μου ισορροπούν ανάμεσα σε δυο τελειώματά της. Σημειώνω μέσα στο ζουμί που έχει πλημμυρίσει το κεφάλι μου ό,τι λες και ό,τι μ'αφήνεις σαν πούστης που είσαι και δεν είσαι να μαντεύω. Αυτός δεν είμαι εγώ, είναι κάποιος που δε θα παραδεχτώ ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο μ'εμένα, δε θα παραδεχτώ ποτέ. Η αδυναμία που ομολογείς απ'το ανοιχτό σου στόμα γυρίζει και σου τρώει τη μούρη. Η επιδιδυμίδα έκατσε ανάμεσα στα δάχτυλά μου για να παραπονεθεί. Θα ακούσω ό,τι έχει να πει αλλά σύντομα θα ξεχάσω. Έτυχε η μνήμη μου να είναι κι αυτή μυωπική. Έχει όμως σύντομες διαύγειες. Η μάνα μου πεθαίνει κάθε φορά που στρίβω απόγευμα στο γκαράζ του πατρικού. Ακόμα με πιάνει απ'το γιακά ο εφιάλτης της νευροανατομίας. Για θλιβερά πεντάλεπτα της νύχτας χάνω την πίστη που με κάνει αυτόν και όχι εκείνον. Σαν τώρα βλέπω τον ποιμένα πάνω απ'το κρεβάτι της, και πώς με κοίταζε σαν λύκο χωμένο στο κοπάδι. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που μαύρισε η πλάτη σου από τη σκοτοδίνη που μου'φερε το αίμα με το αίμα. Η καρδιά μου χοροπηδάει στη σκέψη. Όποτε θέλω τη βάζω και χορεύει. Όποτε θέλει με βάζει στη θέση μου, μπρούμυτο καταγής. Δε σε χρειάζομαι για τη σωτηρία της ψυχής μου, σου είχα γράψει πίσω απ'τη φωτογραφία του Ράζλογκ. Το ταχυδρομείο δε φέρνει πίσω ό,τι έχει πέσει στο κουτί. Την είδα μήνες μετά στο σκίαστρο του αυτοκινήτου σου, πίσω απ'την κάρτα της ασφαλιστικής, και Θεέ μου αν το έχω μετανιώσει. Η Ρωσίδα από απέναντι πέταξε ένα ένα όλα τα μέρη του σερβίτσιου στον πατέρα των παιδιών της τον καιρό που ήμουν στην άλφα χει. Κάποια βρήκαν στόχο, άλλα όχι. Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Ο περιφερειακός ήταν ακόμη σούζα κόντρα απ'της Ευκαρπίας στης Ηλιούπολης στου Ευόσμου στου Κορδελιού. Στο μεταξύ, τα παιδιά της έμαθαν να μιλούν φαρσί και σύντομα θα ψηφίζουν ΠΑΟΚ.
Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι είναι χυμένος κι απλωμένος σα χαλί ο Ριζοσπάστης σου. Μαζεύω τη χαρτούρα, και μες στη μοναξιά μου λέει με τη φωνή σου:
-Τα χέρια σου είναι κρύα σα νεκρού. Φέρε να τα ζεστάνω.
-Αφού είναι απ'τα χάπια, σου'χω πει. 
Έτσι απαντώ, ενώ ταχτοποιώ τις σελίδες στη σειρά. Θα τις διαβάσω πίνοντας τσάι απ'το ξύλινο κουτί. Ο βιασμός ανάμεσά μας μυρίζει σκατά και ιδρωμένους άντρες, και τον βαφτίζουμε κρυφό, και δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει την αλήθεια, ούτε καν εμείς. Πόσο μάλλον το κόμμα.

 Ό,τι συμβαίνει είναι για καλό. 

Warterei

ihre Stimme am Telefon mein Zittern im tiefen Süden Zoten, Scherze, Versprechen der Gegenwart des Hier-und-jetzts (-Denkst du nach mir? -Ja, klar. -Jä oder Jaaa? Was ist mit deinem Jä und deinem Jo heutzutage? Was ist mit dir mal los? -Alles in Ordnung, fit im Schritt. -Mit jedem Tag ändert sich die Ordnung. -Doch schon aber ich komme zurecht. -Versprochen?) der Betrug im Spiegel am Morgen (nun bloß Moin) der helle Sonnenschein des Tiefes die neuen Schuhe und die Flaute, nach Jahren der Flaute, die Pechsträhne der anderen Spieler am Tisch, am Tisch, nur Gerede, Gerede und Warterei aber worauf, worauf, man kann bis zum Schluss schlafen, bis ans Ende zu Fuß, man kann sagen, sagen und sagen, daß Leben lebenslanges Sterben ist, auch Gerede, Reise und Fortschritt, gerade Rejse Zug um Zug um Zug, Lebensgeröll, was ist der Unterschied, was wir der Zukunft hinterlassen, Durcheinander zu jedermanns Zufriedenheit alle Lieben Liebende, alle miteinander, und das Blut gefriert mir in den Adern

x

There's that man who died sitting by the radio and sailed adrift for seven years, he became a statue of dust honoring his silent death. Last summer I dived with my eyes open in front of the Nordnes Sjøbad, was it cold, it was, and all I heard was... and all I saw was...
and all I heard, and all I saw, it lent me to that man who died sitting by the radio and sailed adrift for seven years. The dead do not give back and they do not return.

Surrealisme

Alle puderne hjemme hos os er deprimerede. Jeg ved, det i sandhed er en underlig observation, men jeg kan understøtte den med eksempler fra livet i dagligdagen. Puden på min kusines stol er lyserød og rund. Hver gang hun rejser sig op, bliver puden blå og trekantet, som om den ikke kan få luft. Ja, dens farve forandrer sig. Hvordan kan det lade sig gøre? På grund af en alvorlig tristhed eller psykisk rædsel måske. Puden kan være ramt af frygt for adskillelse ligesom en hund eller en huskat. Når min kusine skal på arbejde, falder puden altid omkuld. Hun kommer tilbage om aftenen og finder den på gulvet, lige ved at græde.

Vedrørende puden på min seng er situationen hverken bedre eller enklere. Nogle gange vækker den mig midt om natten med dens stønnen. Det kan være, at mit hoved er for tungt for den. Tit er mit hoved også for tungt for mig. Alligevel klager jeg ikke over det. Jeg forsøger at være sympatisk indstillet over for pudens lidelse. Derfor  sover jeg de fleste nætter med hovedet ved siden af puden og ikke på den. I fredags talte vi, mig og min kusine, med puden om problemet. Den undskyldte meget, men en løsning kunne vi ikke finde. Min kusine sagde: "Ligger man, som man har redt, så ligger man..."

Den tredje og sidste pude hjemme hos os bor på sofaen. Den er klemt og ikke så snaksom. Den siger en gang imellem, at den hellere vil være en dyne, men uanset hvad accepterer den sin skæbne. Det er det eneste, den kan gøre. Så vidt jeg ved, er den så klemt og så flad, at den godt kan være en dyne uden dens viden. Da fjernsynet ikke virkede for et par uger siden, sagde den klemte pude til mig: "Hvis du ikke snart reparerer det, skal jeg nok forlade dig, din kæreste, vores sofa og mit liv."
Det er derfor, jeg siger, at puderne nok er deprimerede.

Two on the house


Good riding at two anchors, men have told, for if the one fails, the other may hold.
/

Then God said
love thy neighbor, you loveless fuck
and I took it to heart.
/

What do you think I am, a fag?

Στο σκαμπώ στα δεξιά μου καθόταν ο πρώην βουλευτής. Δεν τον ήξερα, όταν ζούσε τις δόξες του ερχόμουν στη χώρα μόνο για δυο βδομάδες κάθε χρόνο, και ήταν αρκετές. Μου τον είπανε μετά. Δίπλα σου καθόταν ο ...! Φορούσε μάλλινη καμπαρντίνα. Προσπαθούσε απ'το ύψος του να δει τι διάβαζα (Kipling). Η ηθοποιός, η χορεύτρια, ο σιτεμένος σκηνοθέτης, αφηγούνταν αποσπάσματα από τη μαλακία που μας είχε φέρει όλους στο μαγαζί. Κάθε τόσο μια γυναίκα από τις τολμηρές τις κοντοκουρεμένες έβαζε συγκινητική μουσική, σαν χύσια αραιωμένα με ζαχαρόνερο, για να μπούμε στο πνεύμα του λογοτεχνικού δράματος. Μοιραζόμουν το τραπέζι με δυο ανοιχτόμυαλες σαραντάρες που κάπνιζαν σλιμς και μου έτσουζαν τα μάτια. Δεν τις ήξερα, αλλά δεν υπήρχε άδειο μέρος όταν έφτασα ένα τέταρτο αργοπορημένος. Αυτή που καθόταν ακριβώς δίπλα μου στον πάγκο της γωνίας φρόντιζε ν'αποφεύγει να με βλέπει, και είχε μαζευτεί όσο μπορούσε πέρα. Ο χρυσός σελιδοδείχτης μου, ναι, έχω επίχρυσο μεταλλικό σελιδοδείχτη, ξάπλωνε πάνω στο κινητό μου δίπλα στο κρασί της, και της έκανε εντύπωση. Τα σπίρτα μου ήταν κολλητά με τον αναπτήρα της. Η φίλη της κι αυτή κοιτάζονταν μεταξύ τους με συμπάθεια, ιδίως όταν η μουσική δυνάμωνε. Είχαν ήδη πιει από έναν καφέ και βρίσκονταν στο δεύτερο κρασοπότηρο.

Στην άλλη πλευρά, στις δυο πέρα καρέκλες ήρθαν ένας στρογγυλοκέφαλος και η γκόμενά του που μύριζε κολώνια του κιλού, γνωστοί του συγγραφέα. Δε φαίνονταν πολύ διαβαστεροί. Είχαν έρθει να στηρίξουν το θάρρος της αποκάλυψης των τρόπων των ερώτων. Είναι σπουδαίο, να δημοσιεύεις μια τέτοια ιστορία με τ'όνομά σου, θα'λεγε ύστερα ο πάτρωνας του δημιουργού. Είναι σπουδαίο, ο καθένας να μπορεί να δημοσιεύει ό,τι ονομάζει έργο, σου ψιθύρισα μετά, έξω απ'το οπτικάδικο, και μου είπες Μην είσαι φασίστας. Εμπρός μου, έτσι όπως καθόμουν με το ένα πόδι επί τα εντός και το άλλο επί τα εκτός του τραπεζιού, ήταν ένα ισχνό αγοράκι, όχι πάνω από είκοσι. Το γόνατό μου έβρισκε στα έξω του μηρού του. Είχε παραγγείλει μια γαβάθα τσάι. Έβαλε τρεις κουταλιές μέλι απ'το μπωλ. Άφησε το κουτάλι να ξεκουραστεί. Αυτό βούλιαξε αργά μέσα στο σκούρο μέλι. Έγλειψε τα δάχτυλά του χωρίς να βιάζεται καθόλου, λες κι έγλειφε τα δάχτυλα αλλουνού, με το βλέμμα αφηρημένο, ή επίτηδες αφηρημένο. Η γλώσσα του ήταν υπεραιμική, λεία σαν της γλωσσίτιδας σε Biermer. Σκούπισε τα χέρια του από το παντελόνι, ταχτοποίησε το πουλλόβερ. Μαζεύτηκα όσο μπορούσα πέρα για να μη με ακουμπά, κι επέστρεψα στον Άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς.

Η αναμετάδοση (laks)

Στο μαγαζί με τους κόκκινους τοίχους
ο σκοτεινός σερβιτόρος δείχνει δυο σειρές γκρίζα δόντια για να πει σε θυμάμαι.
Αφήνω τα γυαλιά στο τραπέζι. Έξω από το παράθυρο τα ερείπια κοιμούνται μέσα στην ιστορία τους.
Το οθωμανικό ντεκόρ χάνεται στη θολούρα, οι θαμώνες, το χάδι του Côte d'Ivoire, τα ξέφτια στο ταβάνι.

Η κούπα είναι χτυπημένη στα χείλη. Το ρόφημα αφήνει κονιάκ και ζάχαρη πάνω στο κέρασμα
και το κέρασμα αφήνει την κάψα στο στόμα.
Το τραπέζι είναι άδειο από αγκώνες.
El hombre sentimental es el libro triste sobre la mesa.

Ohne die Brille sind deine Augen klarer, würde sie sagen,
denn du verlierst deine ständige Enttäuschung.
Und es wäre allerdings wahr.

Το πρωί έχασα ένα πενηντάρικο στο λανσκενέ.
Δεν έχω ξεμείνει, μένουν κι άλλα να διώξω.
Ο λαστιχάς θα χαρεί να με δει κι άλλη φορά, γιατί έμαθε πως το στράφι δε με πληγώνει.
Αν ξέρει σωστά ή δεν ξέρει, δε μπορώ ούτε ο ίδιος να πω.

Δεν είμαι ο αμίλητος ξένος στην πόλη, δεν έχω
τα πιο μικρά νύχια που έχεις δει. Δεν είμαι μισός σου αδερφός,
δεν ξέχασα όσα δεν πρέπει κι όσα πρέπει, αλλά τα'χω αφήσει.
Οι μέρες θα γίνονται νύχτες είτε εμείς..., είτε όχι.

Οι φευγαλαίες αμαρτίες δεν αξίζουν ούτε ανοιγοκλείσιμο βλεφάρου
εμπρός σ'αυτή την αργή ησυχία.
Η χοντρή τηγάνισε κρέας και ο αέρας έγινε ομίχλη.
Ξεκουμπώνω δυο κουμπιά απ'το γιακά, σκουπίζω το γάλα που έχει στάξει στα γένεια.

Η ώρα προχωράει, αλλά προς πού, αυτό δε φαίνεται καλά.

Μικροαστισμός

Ο πατέρας παίρνει εκατό τη συνεδρία. Η λογική κοστίζει των τρελών περισσότερο απ'όσο πάει η τρέλα ή ένα σάλτο απ'την Köhlbrandbrücke. Στο τέλος κάποιοι φεύγουν έτσι κι αλλιώς κλεμμένοι. 

/

Χωρίς την προδωμένη να μου κάνει πλάτες, θα ήμουν ένα λάθος του φακού
και κάποιος θα με είχε διαβάσει μια φορά νεκρολογία στην τοπική εφημερίδα
ανάμεσα στον έναν και στον άλλον.
Γλυκειά μου Ο., σ'ευχαριστώ.

/

Η μάνα κορόιδευε ολόκληρο τον κόσμο και πιο πολύ τη στραβοχυσιά που έκανε για παιδί. Έφτιαχνε τη φωνή αθώα κι έλεγε ό,τι ήτανε να πει. Κι έπειτα κοίταζε με αγιότητα ίσα μέσα στα μάτια, για να δει αν είχε κάτσει μέσα στον πουρέ το μήνυμά της ή είχε μείνει στον αφρό των πρόσθιων θαλάμων.

/

Η ταμίας είδε εχτές έναν μελαμψό
αλλά ευτυχώς που ήταν ξυρισμένος.
Ο γέρος παινεύεται. Τα μαραφέτια για τις πιστωτικές
ήταν δική μου υπόδειξη. Γιατί είμαι πρακτικός.
Δική μου υπόδειξη.

Έχετε κάρτα-κλαμπ;
νεύω αρνητικά
περνάει ένα βούτυρο και τα ξυράφια
Έφτασε ο καιρός ε; Χεχ-χεχ

Όχι, αυτά δε φεύγουν.
Χεχ-χεχ, χεχ-χεχ
τουλάχιστον δεν είσαι μελαμψός.

/

Η θεία στο τηλέφωνο, ανάθεμά με αν έχει γνωρίσει ποτέ της την τιμή της θλάσης του ήπατος
μου είπε από την υπεραστική γραμμή
Δε λέω πως δε σε θέλουμε εδώ, μα θα προτιμούσαμε να μην προσπαθήσεις να πάρεις τη θέση της κοπέλας. Είναι πολύ καλή, την αγαπάνε και όλοι στα χωριά. Όχι πως αν έρθεις εδώ θα σε κακομεταχειριστούμε, αλλά σε παρακαλώ να το ξανασκεφτείς.
Κάποιος ασθενικός συνάδερφος που δέρνει τις γυναίκες του, 
της χρωστάει κλωτσιές για μια εφημερία. Η πρόθεση μετράει!

/

Δυσκολεύομαι να θυμηθώ το σούρουπο εκείνο στο διαμέρισμα της οδού ... . Είναι επειδή έμενα πετρωμένος για να μη δακρύσω απέναντι στη γνήσια μητέρα μας που χανόταν από επιληψία σ'επιληψία. Ίσα που με γλίτωσε η περηφάνεια του γιατρού. Τ'αδέρφια σου κι εσύ ήσασταν γύρω της σα ζωγραφιά από δυο τρεις αιώνες πριν. Ο πατέρας σου της κράταγε το χέρι αλλά το στάτους δεν αφήνει χώρο για να καταλάβει ο φυγάς από συμπαράσταση. 

Η μνήμη μου είναι όλη γεμάτη με θολά, μαζί κι αυτό. Τώρα ο πατέρας σου έχει σβήσει στο ποτό. Όταν τον είδα έξω απ'την εκκλησία, τότε που παντρευόταν η Μ., η χειραψία του ήταν τρεμουλιαστή και με το ζόρι κατάφερε να φέρει στο στόμα τ'όνομά μου. Την άλλη μέρα ήρθε η Μ. αυτοπροσώπως πικραμένη και με βρήκε: Γιατί δεν ήρθες στο γάμο; Σε περίμενα. Της είπα την αλήθεια, πως είχα έρθει κι είχα φύγει.

/

Η φωνή μου πνίγεται στις κρύπτες των αμυγδαλών. Μες στο κεφάλι κολυμπούν οι γλώσσες που μ'έχουνε προλάβει και θα τις πάρω όλες κτέρισμα. Πριν χάσω τα λόγια μου ξανά θα σου το πω, δεν είναι προσόν. Είναι μια μαλακία. 

Η δυσπιστία (o mar não é um obstáculo é um caminho)

Το είδα ενώ ετοιμαζόμουν να δρασκελίσω το τοιχάκι της μπανιέρας
το γράφει εκεί που θα καθόταν μια ουλή δεξιάς νεφρεκτομής.

Στραβολαίμιασα και δεύτερη φορά για να βεβαιωθώ πως έβλεπα σωστά,
το σβέρκο μου έκανε κρωωκ.
Μονόνεφρη δεν είσαι, δεν έχεις τίποτε να κρύψεις.
Έγινε από γούστο.

Το μελάνι της παράδοσης της Παπεέτε είναι μισοαδρανές στις υποδερμικές σπηλιές του.
Μαζί διαβάσαμε πως η λέμφος θα το μασήσει λίγο λίγο
μέχρι να θολώσουν τα όριά του και ν'αρχίσουν να μιλούν για γήρας.

Κόκκος κόκκος θα επικαθήσει στο σφουγγάρι του μυαλού σου,
στα αγγεία των αγγείων και ποιος ξέρει σε ποιες άλλες γωνίες
που δε μπορώ τώρα να σκεφτώ. Κι έτσι θα γίνετε ένα,
το προφανές κι εσύ.

/

דָם

Πάνω στο στέρνο της φάνηκαν δυο σταγόνες που ενώθηκαν σε μια 
ώσπου να καταλάβω τι είχε συμβεί, κυμάτισε η σημαία με τον ήλιο που ανατέλλει
κι έπειτα η ζέστα μου κύλησε και λίμνασε ανάμεσα στις στερνικές εκφύσεις των ΣΚΜ

πιάστηκε απ'τους ώμους μου σα για να σηκωθεί ή σα για να με σπρώξει κάτω
τα μαλλιά μου που κρέμονταν εμπρός, έλιωναν στις άκρες και της λέρωναν το δέρμα
καὶ ἦν τὸ αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.



Det er mine skridt, der holder dig gående



det snavsethændede gerningsmand
det forsvindende dyr
den velhavende teknokrat
den målløse taler

alt du kan ikke føle, alt du aldrig glemmer
jeg, levende, jeg, døende, jeg, din

x

der großmäulige Stummer
die flüchtige Erinnerung, die dir so nichtig und häufig wie der Wind auf der Insel ist
schädlich ebenso (wie betest du ruhigen Gewissens, wie stehst du deine Eltern nach'm Essen gegenüber, wie wirst du nun beichten, wie kann's dein Pastor schon verkraften. Sie lacht und sagt:
-Keine Sorge, macht dir keine Sorgen, er hat viel Schlimmers gehört.) Ich weiß aber soviel, dem Rabbi ist es völlig egal denn Gott wird unsere Sauerei aufräumen, wenn es hart auf hart kommt. Vielleicht treffen wir uns alle drei in der Hölle, vielleicht auch nicht,
vielleicht brenne ich allein ein, kurz und gut
ihr und dein
oh
ihr und dein
dein blutsverwandter Mann, zweimal geteilt

x

Τα εικοσιοχτώ κι οι Πέμπτες τους

Το μουχάνι του οδοντογιατρού στο απέναντι μπαλκόνι είναι στα τελευταία του. Όλη μέρα ακούγεται ένα σφύριγμα σα ρούφηγμα μέσα από χωνί. Στο μπαλκόνι που κείται το μουχάνι κείτεται κι ένα περιστέρι που δυο χρόνια τώρα όποτε επιστρέφω το βρίσκω στον ίδιο θάνατο που είχε πεθάνει τότε. 

Πίσω απ'το τζάμι με περιμένει κι εμένα η αιώνια ζωή, μη με διορθώνεις γιατί θα σε χτυπήσω. Η αιώνια ζωή.
Αν κουκουλωθώ με το ταλλίτ μέσα απ'τις ραφές του βλέπω τα λάθη που μ'αφήνουν. Το τέλος που προβλέπει το παράθυρο γίνεται ήσυχο θολό χιόνι.

Ο γιακάς του μανδαρίνου με πνίγει σαν κολάρο πούστη κληρικού. Κι αυτή είναι η στιγμή που θα πιω μια γουλιά νερό και θα σκύψω στο στέρνο μου ακούγοντας το Μυστικό Δείπνο. 

/