14.02.23
Ο Γ. Α. πέθανε ήσυχα το πρωί της Τρίτης από αναπνευστική ανεπάρκεια ενώ μια τροφαντή νοσοκόμα του κρατούσε το χέρι. Πήρα τηλέφωνο τον αδερφό του. Έχω άσχημα νέα. Ο Γ. μας άφησε. -Μα πώς; Αφού εχτές το βράδυ μιλήσαμε. Δεν του απάντησα πώς, δεν τον ενδιέφερε. Είπε να'ρθει να δει το νεκρό. Τον προειδοποίησα πως τα μπιλιέτα είναι ακριβά και δυσεύρετα. Αργότερα ανακάλυψε πως είχε προβλήματα με το διαβατήριο. Αυτό που χρειάζεται για το ταξίδι είναι λεφτά, το σωστό διαβατήριο, και αυτό δύσκολα το βγάζεις από τη μια μέρα στην άλλη, πόσο μάλλον αν είσαι ένας πληβείος επαρχιώτης.
Το κοράκι ήρθε και πήρε το πτώμα. Θα μπει στο φούρνο μια απ'αυτές τις μέρες και θα γίνει σκόνη, αλλά για την πατρίδα του είναι ζωντανός ώσπου να ταχτοποιηθούν τα διαδικαστικά, και ο γνωστός του από το Χελσινιόρ που του υποσχέθηκε να πάρει τις στάχτες πίσω στο χωριό του έχει τα χέρια του δεμένα. Πρέπει πρώτα ο μεταθανάτιος επαναπατρισμός να επιτραπεί από την ελληνική πρεσβεία και το δανέζικο υπουργείο εξωτερικών. Μια τυπική διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει μερικές μέρες ή μερικούς μήνες. Πάνω νεκρός και κάτω ζωντανός, βορράς και νότος, πατρίς και εξορία.
Ο Γ. Α. δεν πέθανε λοιπόν.
Ο Γ. Α. δεν πεθαίνει πριν τον σκοτώσει η γραφειοκρατία.