Η Μαριέττα είχε πέσει και όλοι κάνανε μόκο.
-Δεν κοιμάται τα βράδια, μας κρατάει όλους ξυπνούς.
-Έπεσε, χτύπησε;
-Όχι βέβαια, την προσέχουμε σαν τα μάτια μας.
Μούχρα θεία με τα βρώμικα χέρια, όπως κάθε γυναίκα στο νησί πίστευε πως θα με έκανε κουμάντο όπως κάθε άντρα στο νησί. Οι γυναίκες εκεί απειλούνται μόνο από άλλες γυναίκες, τα υπόλοιπα είναι σκηνικό. Το αριστερό ισχίο της Μαριέττας ήταν σε μόνιμη έξω στροφή. Όταν έκανα να το παραβιάσω άρχισε να μου ρίχνει κάτι ψιλές στα αντιβράχια.
-Έπεσες; Η ερώτηση ήταν υπηρεσιακή. Η Μαριέττα ήταν κρετίνα, κάπου στα εξηντακαί αλλά δεν είχε μεγαλώσει ούτε μέρα πέρα απ'τα έξι. Έκανε όχι με το κεφάλι και γυρνούσε τα μάτια της γύρω γύρω μες τους κόγχους. Παρά τα αντιψυχωσικά την άκουγα που αλυχτούσε τις νύχτες.
-Ξέρεις πόσο τρώει; Ρουμπώνει σαν να μην την έχω ταΐσει ποτέ!
Μούχρα θεία. Σήκωσα τους ώμους. Η Μαριέττα ήταν καχεκτική, άρπαζε ό,τι φαγώσιμο της έδινες σαν πεινασμένη μαϊμού, επειδή η θεία έκανε οικονομία στο φαΐ της, αλλά αυτό δε με αφορούσε. Η μούχρα θεία και η μούχρα κόρη της είχανε αναλάβει τη Μαριέττα για να την κληρονομήσουν. Η Μαριέττα έμενε σε ένα ρημάδι παραδίπλα, μαζί με ποντίκια, γάτες, φίδια, σαύρες και όλα τα πλάσματα του Βέρνικε. Η θεία έκανε τη βρωμοδουλειά ν'ασχολείται με την κρετίνα, τώρα που είχε μυριστεί πως κόντευε το τέλος της διαδρομής.
Μεγαλώνοντας ήμουν αφελής, πολύ. Εκεί κατάλαβα πως η ευθεία οδός δεν είναι πάντα αυτή που σε πάει εκεί που θες. Κάθισα με το σύζυγο της θείας στο καφενείο, του φύτεψα την ιδέα πως κάτι συνέβαινε με το πόδι της Μαριέττας, κι αν ήταν τίποτα μολυσματικό, ποιος ξέρει; Εγώ χωρίς δυνατότητα για πλάκες, χωρίς μικροβιολογικό, είχα τα χέρια μου δεμένα. Του έπεφτε βαρύ, δεν ήταν εύκολο πράγμα να την κατεβάσουν από εκεί πάνω μέσα απ'τα αγριόχορτα και τις καλαμιές, απ'τους πετρότοιχους και τις λακκούβες ως το λιμάνι για να την περάσουν απέναντι. Τίποτα όμως που να μη χωνεύεται με δυο τρεις Πιλάβες.
Πήρα τηλέφωνο στο νοσοκομείο, έδωσα αναφορά στο λαδιάρη απ'την ορθοπεδική για να ξέρει τι θα'ρχοταν, κανονίστηκε. Και η Μαριέττα πέρασε απέναντι, και βγάλανε ακτινογραφίες, είχε κάταγμα ισχίου, της βρήκαν και κάτι αβιταμινώσεις. Χειρουργήθηκε και επέστρεψε επισκευασμένη. Η θεία πέρασε απ'το γιατρείο για τα φάρμακα, παραπονέθηκε πως ήταν ακριβά. Η οικειότητα που έδειχνε όσο νόμιζε πως με εργαζόταν είχε λήξει.
-
Πήρα άδεια από τη σημαία και πέρασα απέναντι, η Ν. ερχόταν να με δει. Ο δήμαρχος με έπιασε από τον αγκώνα μόλις έδενε το βαποράκι.
-Θα γυρίσεις, έτσι;
-Τρεις μέρες θα λείψω.
Είχαν εμπειρίες από πριν, που ο γιατρός τα μάζευε κι εξαφανιζόταν αιφνιδίως, κι όταν μ'έβλεπε να ετοιμάζομαι να σαλπάρω τον έκοβε ιδρώτας. Ήξερε κι αυτός πως ήταν σκάρτος όπως όλοι, αλλά ήταν πέρα από τις δυνάμεις του, δε μπορούσε παρά να αφεθεί στη σκατιάρα αιμομιχτική κατασκευή του, όπως όλοι, και κοντά σ'αυτούς βάζω και τον ίδιο μου.
Έπαιρνα άδεια από τη σημαία όποτε η Ν. ερχόταν να με δει. Κι ερχόταν πότε πότε, ερχόταν να δει κι εκείνον τον χλωμό Κερκυραίο με τα μαύρα μαλλιά και το μανίκι ταττουάζ (θα γράψω σύντομα ξανά γι'αυτόν), ερχόταν να κάνει παιχνίδι με τους Ρώσους σφίχτες στο λεωφορείο για Παλιοκαστρίτσα, ερχόταν να περάσει καλά. Γυρνούσαμε πολύ. Ο κόσμος στα νησιά είναι περίκλειστος σαν κήπος. Η συνονόματή της μας έστρωνε να κοιμηθούμε στο ίδιο δωμάτιο στο Τζάβρο, γιατί εγώ που την ένοιαζα είμαι άντρας και η Ν. δεν ήταν συγγενής της. Αν ήταν, θα ήταν αδιανόητο, γιατί θα την έκαιγε τι θα έλεγε ο κόσμος άπαξ και το μυριζόταν. Αλλά την άγνωστη από τη Σαλονίκη δε θα την έκανε αυτή σωστή, αφού δεν είχε προνοήσει η μάνα της και είχε γίνει πουτάνα. Η Ν. ήξερε από επαρχία και αυτά δεν την πτοούσαν. Στο δωμάτιο που έβλεπε στην πισίνα με το δελφίνι και το 1996 γραμμένο με σκούρα πλακάκια, με καβαλούσε ακάποτα και μου έβαζε τα δάχτυλα στα χείλη για να μην ακουστώ, κι έχυνε ώσπου της τρέμανε τα γόνατα και δεν καλομπορούσε να σταθεί. Εγώ έκανα αυτό που ήμουν προπονημένος να κάνω, δηλαδή να πειθαρχώ. Έπειτα βγαίναμε πλυμένοι σένιοι για κέντρο. Η πουτάνα και ο κύριος, ο κόσμος κλειστός σαν βλέφαρο αγγειοοιδηματικού, καμία φαντασία.
-
-Ο φαρμακοποιός σε βλέπει με μια μικρούλα όταν είσαι απέναντι. Και την ίδια μικρούλα τη βλέπει με το γιο αυτούνε που έχει το μαγαζί δίπλα.
Μούχρα θεία, γιόρταζε ήδη που με πυροβολούσε με το μαντάτο. Στεκόταν εκεί απέναντι από το φτηνό γραφείο του γιατρείου, την έβλεπα με φόντο το εξεταστικό κρεβάτι και τον ξεπατωμένο ηλεκτροκαρδιογράφο, ιδανικό ντεκώρ στην παρήκμα του ΕΣΥ. Περίμενε να δει την πίκρα να με παίρνει από κάτω. Έπρεπε να πληρώσω για τη Μαριέττα. Της χαμογέλασα.
-Δεν ξέρω λες από πουτάνες;
Έφερε το χέρι εμπρός από το στόμα για να δείξει σκάνδαλο, και μετά απολογητικά
-Για καλό το είπα γιατρέ, για το καλό σου.
Μούχρα θεία, γιατί σε θυμάμαι ακόμα;
-
-Δε σε ξέρω καλά, αλλά βλέπω πως τον αγαπάς. Και γι'αυτό σε αγαπώ κι εγώ.
Αυγουστιάτικο βράδυ στην κουζίνα στο Τζάβρο, η σίτα είναι σκισμένη, της τρελής από κουνούπια, ιδρώνω στην οσφύ, η συνονόματη της Ν. δίπλα μας, μας έχει στρώσει για δείπνο, τώρα η Ν. δεν είναι μια άγνωστη από τη Σαλονίκη, είναι η γυναίκα του παιδιού της, είναι μέρος της οικογένειας, η χουπά θεραπεύει φαίνεται τα πάντα, ακόμα και το πουτανιλίκι. Παρολαυτά η τρυφερότητα με αιφνιδιάζει. Η Ν. δέχεται την αβροφροσύνη με μια χάρη που δεν ήξερα καν πως έκρυβε εντός της, η ίδια Ν. που με δοκίμαζε τότε, να δει πότε θα μ'έφτανε στα όριά μου (ποτέ, εξόν από την πρώτη μας φορά), η ίδια Ν. που όλο σα να λησμονώ πού έχει μεγαλώσει, ρίξε ένα ψάρι στο νερό και δες άμα θα κολυμπήσει...
-Η Μαριέττα ζει;
-Όχι, πέθανε πέρυσι.
-Την κληρονόμησαν εντάξει;
-Τα πήραν όλα σαν τσακάλια τα μοιράσανε αναμεταξύ τους.
-Από τι πέθανε;
-Το αφήσανε να πεθάνει το καημένο. Δεν τη φρόντιζε κανείς.
-