Το χαρτάκι είναι πιο εύκολο όταν κλέβεις. Η προδοσία έρχεται πάντα απ'τα μάτια. Ο αλογατζής έκλεβε στο πόκερ τα βράδια όταν μαζευόμασταν στο ταβερνάκι στην πάνω πάντα. Ο δάσκαλος, ένας εγκάρδιος χοντρός μυταρόλας, μισόκουφος από τις καταδύσεις, δε χαμπάριαζε. Είχε το παρατσούκλι επειδή είχε κάποτε υπηρετήσει στο νησί. Είχαν περάσει δεκαετίες από τότε. Ο αλογατζής που ήτανε χαρτοκαρχαρίδι, τον ξεβράκωνε συστηματικά. Οι περισσότεροι δεν παίζανε σε σταθερή βάση, το απαγόρευαν οι γυναίκες τους. Όταν έπιασα δουλειά εκεί, ο αλογατζής ήρθε ένα πρωί στο γιατρείο, είδε δυο τράπουλες δίπλα στους ληγμένους ορούς και μου'κλεισε το μάτι. Έλα στο μαγαζί το βράδυ, τι πίνεις να σ'το έχω έτοιμο. -Τόνικ. -Τζιν τόνικ; -Όχι, σκέτο τόνικ. -Δε μας τα λες καλά, γιατρέ.
Η αλήθεια είναι πως από παιδί είχα πίκα με τα παιχνίδια της τράπουλας. Η μάνα τα είχε κι αυτή αδυναμία. Όταν ήταν σπίτι πάντα είχε όρεξη να με παίξει ένα κονκιάν (κουμ καν). Αυτό ζωχάδιαζε τον πατέρα, που θεωρεί την χαρτοπαιξία ευτελή ενασχόληση. Η μάνα έλεγε πως έφταιγε πως είχε κακή μνήμη και ξεχνούσε τους κανόνες αλλά ίσως και να μη θυμόταν τους κανόνες επί τούτου. Δεν ήμουν ποτέ δεινός αριθμομνήμων, δεν είχα γρήγορα αντανακλαστικά, αλλά η γοητεία που είχαν οι τράπουλες και τα μοτίβα τους μ'έκαναν να περνώ ώρες με το χαρτάκι, και η τριβή σημαίνει εμπειρία, και όταν είσαι έμπειρος, όσο κι αν δε σκαμπάζεις, είσαι καλύτερος από έναν άπειρο. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου... Στην εφηβεία μου, μαζευόμασταν στο σπίτι του Άλεξ, πίναμε Jever και παίζαμε στρέητ πόκερ, στην αρχή με ξηροκάρπια και παλιά μάρκα που δεν είχανε αλλαχτεί από όταν η Γερμανία πέρασε στο ευρώ, κι έπειτα με τα λεφτά που βγάζαμε από τις Studentenjobs μας και τα χαρτζιλίκια. Συν τω χρόνω οι άλλοι βαρέθηκαν, τους έκαιγε πιο πολύ να λιώσουνε τη ζάχαρη στα αψεντοπότηρα που είχε αγοράσει ο Άλεξ και να γίνουνε γκωλ, εγώ δε συμπάθησα ποτέ το αψέντι και τα μεθύσια με αφήνανε με φρικτό στομαχόπονο. Σταμάτησα να τους συναντώ όταν έκοψαν το πόκερ για το ποτό και τις βόλτες απέναντι. Έτσι αυτοί γράψανε άλλη διαδρομή. Εγώ πήρα το μονοπάτι που μ'έφερε ξανά στην αρχή στα εικοσπέντε, όταν έχασα λίγα λίγα πολλά πολλά ό,τι είχα από λεφτά στο τζόγο, δηλαδή στα χαρτιά. Ένα στερεότυπο για όλους, ναι, ένα και για μένα, ένα στερεότυπο με πόδια, κανείς αδικημένος.
Τον αλογατζή τον συμπαθούσα, είχε μια γυναίκα με ξερακιανά άκρα και χοντρή κοιλιά που ανεχόταν τις κακές του συνήθειες, δηλαδή το χαρτί, τον ιππόδρομο και τη ζάχαρη στον καφέ ενώ χτυπούσε ινσουλίνες για νεανικό διαβήτη πενήντα χρόνια τώρα, και η στωϊκότητά της μου θύμιζε την Όλγα, την πιο μακρόβια γκόμενά μου. Εκείνο το βράδυ πήγα στο μαγαζί σαν σκυλί που ακούει τον ήχο της σακούλας με τα σνακάκια, είχε ζέστη, γινόταν της τρελής από κουνούπια, το σκοτάδι στο δρόμο αδιαπέραστο. Τους βρήκα, τον αλογατζή, το δάσκαλο και άλλους τρεις, να κάθονται κάτω από τα σουφρωμένα σταφύλια που τα είχε χτυπήσει κάποια αρρώστια, έξω απ'το μαγαζί, δίπλα στην αυλή της εκκλησίας του Αγ. Σπυρίδωνα. Ο αλογατζής σηκώθηκε με το μπαστούνι του και έφερε το τόνικ απ'το ψυγείο με τα παγωτά, εξτρά αβροφροσύνη. Έναν από τους άλλους τρεις λίγους μήνες πιο μετά του έχωνα ένα εικοστεσσάρι Φόλλευ στο ματσαλιασμένο πουλί, ενώ ούρλιαζε πάνω στον καναπέ του και με σπρωχνολογούσε, από το παράθυρο πίσω του στην άκρη του πεδίου μου φαίνοταν οι γείτονες που στέκονταν στην αυλή. Η γυναίκα του στεκόταν δίπλα κι έκανε τη βοηθό, όταν επιτέλους έτρεξαν τα πήγματα σαν συκώτια από το σωλήνα στο σακούλι, της ζήτησα μια καθαρή πετσέτα να σκουπίσω τον ιδρώτα απ'το μέτωπο, δεν ήταν καν αστείο.
Ο αλογατζής έβγαλε μια κακοπαθημένη τράπουλα και κάνανε καλαμπούρι, Έλληνες στην Αμερική, Έλληνες και στην Ελλάδα, σ'αυτό το μαγαζί παίζανε μόνο Greek hold' em. Έχασα κοντά στο διακοσάρι εκείνο το βράδυ, σχεδόν ξέμεινα από μετρητά, σ'ένα μέρος χωρίς εητιέμ και τέτοιες χλίδες, αλλά φυσικά θα πήγαινα και την επόμενη μέρα για τη ρέφα, και δεν ήταν ο παλιός εαυτός που με τραβούσε κάτω, ήξερα πως θα στρώσω: ο αλογατζής μαγείρευε τη ντήλια. Πίσω από την κουρτίνα της μελαγχολίας, έβλεπα πιο καλά απ'όσο λογάριαζε. Το είχα πάρει απόφαση πως θα του ζήταγα τα ρέστα, δεν είχα έρθει στην κωλότρυπα του κόσμου με εφτά κατοστάρικα το μήνα για να με κλέβουν στο χαρτί. Φεύγοντας, ο αλογατζής με έπιασε απ'τον ώμο, μ'έκανε να γείρω να με φτάσει και μου'πε χαμηλά με τη βλαχοαστοριάνικη προφορά του You gettin' yowr money back, I am not gonna cull tomorroh. But hold yowr tongue. Είχαμε αμοιβαία προδωθεί, υπαίτιος ποιος άλλος; Οι τρύπες του κρανίου, διαχρονικά σημεία διαρροής.
Φέτος στριμωγμένος στην τσάρτερ για Κέρκυρα, λαγοκοιμόμουν με τα χέρια σταυρωμένα και σκεφτόμουν πώς θ'ανέβαινα στο μαγαζί, να παίξουμε με τον αλογατζή, και όποιο κορόιδο θα ήτανε εκεί. Όταν φτάσαμε, ο δάσκαλος ήταν εκεί με το σάπιο Φίατ χωρίς νούμερα, ο πούστης ο Φάνης ήταν εκεί, σαφρακιασμένος και αιφνιδίως πολύ γέρος, το φίδι ο Χρήστος ήταν εκεί, ο τρελόπαπας ήταν εκεί, αλλά δεν είδα τον αλογατζή. Αγκαλιαστήκαμε με τον Χρήστο, που του είχα ράψει το κρανίο όταν τον είχε ροπαλιάσει ο δήμαρχος για μια διαφωνία με τη ΔΕΗ. -Ο άλλος ο Χρήστος πού είναι; Συνοφρυώθηκε και είπε πένθιμα -Να, εκεί. -Τι έπαθε; -Εγκεφαλικό, δυο μήνες αφότου έφυγες ωρέ. Ο αλογατζής ήταν στη θέση του συνοδηγού στο ξώφτερνό του, σκιάχτρο ξεδοντιασμένο, λυγισμένος περίεργα σαν να τον είχαν αδειάσει από κόκκαλα. Το ένα μάτι γκουρλωμένο και κόκκινο, το άλλο μισόκλειστο και σε απόλυτη μύση, κεντρικό σύνδρομο Χόρνερ. Στο τιμόνι ο πρέζουλας ο γιος του, περίμενε στην ουρά για να επιβιβαστούνε για απέναντι, πέρασα και τους χαιρέτησα. Έπιασα τον ώμο του αλογατζή απ'το ανοιχτό παράθυρο και τον έσφιξα, δε μιλάει πια, αλλά ήξερε ποιος είμαι, κι έκανε πως μοιράζει αόρατα χαρτιά, το μάτι δυσκολευόταν να το κλείσει. Ο γιος του είπε, κι αυτός σε μύση, αλλά πρεζομύση, αμφοτερόπλευρη, Γεια σου γιατρέ, πηγαίνω τον μπαμπά στα Γιάννενα να τον δει ο νευρολόγος.