© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μικροί αστοί, μεγάλοι πειρασμοί


Αργά το απόγευμα. Περιμένω να κάψει το σιδεροτήγανο. Το αλεύρι κάθεται μες στην κούπα που έπεσε και το σμάλτο έσπασε στο χείλος και έφυγε ένα κομμάτι σαν κάποιος να το δάγκωσε. Ανάπαυση εν αναμονή. Η κουβέρτα που έπλεξε η μακαρίτισσα η πεθερά είναι διπλωμένη τέσσερεις φορές πάνω στην καρέκλα για να μην κρυώνει ο κώλος μου. Το φως από το παράθυρο συναντάει το φως από το γατολαμπατέρ και εκεί στο ένωμα είναι τα σταφύλια και τ'αυγά. Το βιβλίο αντί ρολογιού. Διαβάζω μια σελίδα και η κρέπα θέλει γύρισμα. Άλλη μια και είναι έτοιμη. Σύστημα.

-Μίλησα στη Σουκριγιέ.
Τώρα δεν έχω διαφυγή. Βολεύομαι πάνω στη διπλωμένη κουβέρτα. Πιάνω τα ξερακιανά γόνατά μου. Το δέρμα είναι ελεεινό. Βλέπω σχεδόν τις ίνες των μυών μου. Μια μέρα θα γίνω ένας από εκείνους τους σαρκοπενικούς γέρους με το μικρό μπακάκι. Από το παράθυρο έξω όλα μούσκεμα. Τα χρώματα πιο έντονα μετά από τη βροχή. Μίλησα στη Σουκριγιέ, όχι Μίλησα με τη Σουκριγιέ.
-"Από πότε είσαι γκέη δηλαδή;", μιμούμενος τη Σουκριγιέ. Και μετά, με την κανονική του φωνή: Δεν είμαι γκέη.

Σηκώνομαι να βάλω την πρώτη κρέπα. Χωρίς το σύστημα πρέπει να είμαι σε εκγρήγορση. Του γυρίζω την πλάτη. Συνεχίζει να μιλάει, συνεχίζω να ακούω. Μιμείται τη Σουκριγιέ απανωτές φορές. Η φωνή του ανεβοκατεβαίνει, όπως των ψυχωσικών στα τρελάδικα που διαβουλεύονται με τους φανταστικούς τους στρατηγούς. Περιγράφει το βράδυ της Τετάρτης. Ως εδώ με το δούλεμα. Δεν το είχε πλάνο να τ'ομολογήσει. Το αποφάσισε εν θερμώ. Η Σουκριγιέ ήταν ανήσυχη, εκείνη η διαβρωτική αμφιβολία την είχε τουμπάρει. Η αμφιβολία, πιο καυστική κι από βιτριόλι. Κάτι έχει αλλάξει εδώ και δυο τρία χρόνια, δεν είναι αυτός που ήξερε. Πήρε σβάρνα τις ρητορικές ερωτήσεις, ούτε που περνούσε από το νου της πως θα ήταν κάτι τόσο πεζοδρομιακό. Την έκοψε. Βρίσκομαι με τον Φ. Έτσι μου είπε πως της είπε. Ποιον Φ.; Τον Φ. της Ν.; -Ναι. 

Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Είναι αρκετά παραδοσιακή. Ή είσαι πούστης ή δεν είσαι. Ή είσαι παντρεμένος ή δεν είσαι. Δυναμική μουσουλμάνα, αμάντηλη αλλά όχι ακριβώς. Θα μπορούσε να είναι μια Τουρκάλα απ'το Ρέγκενσμπουργκ, από αυτές που πήγαν κανονικό σχολείο και πανεπιστήμιο και κάνουνε καριέρα, αλλά στέκονται προσοχή στους πατεράδες τους που είναι μουστακαλήδες και έχουν λαμαρινάδικο ή ρεστωράν, και δύσκολα τους ξεχωρίζεις από τους άλλους, που στέλνουνε τις κόρες τους στα τούρκικα σχολεία και τις φοράνε τη μαντήλα και τις παντρεύουν στην Τουρκία με εγχώριο παπούτσι. Αντί για το Ρέγκενσμπουργκ, το σόι της Σουκριγιέ βρήκε άκρες στην Κοπεγχάγη. Πιο καλά λεφτά, πιο εκλεπτυσμένη κατάσταση, μικρότερο το γκέτο, ευοίωνες προδιαγραφές για τη Σουκριγιέ που επιβεβαιώθηκαν, διδακτορικό, καλά μισθά, επιφανής εκλεγμένη στη δανοτουρκική ένωση, πολιτικός γάμος έξω απ'τη μειονότητα, με τύποις προτεστάντη, πρόοδος. Από πότε είσαι γκέη δηλαδή; -Δεν είμαι γκέη. -Με κοροϊδεύεις; Η Σουκριγιέ δεν καταλαβαίνει. Χαστούκι από το πουθενά. ΣΛΑΤΣ. Της κόστισε στη γυναικεία της υπερηφάνεια και στη θρησκευτική της υπερηφάνεια και στην κοινωνική της υπερηφάνεια. Πλήγμα. Όλες οι υπερηφάνειες στα γόνατα. Όπως ο Άλμπερτ στη ζούλα. Τον φαντάστηκε σίγουρα, παραστατικά πίσω από τα μάτια της, τον φαντάστηκε βρώμικο και γελοίο. Τη βλέπω εμπρός μου με εκείνο το σφιχτό χαμόγελο που κρύβει τα δόντια και το λαμπερό σκουλαρίκι στη μύτη, τα στιλπνά μαύρα μαλλιά, τα αλφαδιασμένα φρύδια, ακούραστη ακόμα και μετά από νυχτέρι, με τις βαμμένες βλεφαρίδες που κάνουν μικρούς κόμπους, σα γυναίκα σε γιγαντοαφίσα, σαν γυναίκα από διαφήμιση ιδιωτικής κλινικής με το στηθοσκόπιο κολιέ και τα χέρια σταυρωμένα εμπρός από το στήθος.

Την κυρίως Σουκριγιέ την ξέρω απ'τον Άλμπερτ και απ'τη γυναίκα μου. Στο νου μου είναι χαλκομανία. Την έχω δει φευγαλέα στη δουλειά εδώ κι εκεί. Ίσως έχουμε μιλήσει στο υπηρεσιακό κάνα δυο φορές. Γνωριστήκαμε κανονικά την Πρωτοχρονιά που πήγαμε προσκεκλημένοι. Είχε φτιάξει ταβούκ κιοκσού και παπουτσάκια που τα είπε στα τούρκικα και δε θυμάμαι τη λέξη. Την ενδιέφερα, όχι επειδή είμαι και τόσο χαρισματικός. Την ενδιέφερα επειδή πίστευε πως είχα κάτι κοινό με τον Άλμπερτ, όπως αυτός, έτσι κι εγώ πλάι σε μια δυνατή γυναίκα όπως η ίδια της. Στ'αλήθεια αυτό που την κέντριζε είναι πως έχω κάτι κοινό με εκείνην, αλλά αυτό δεν ήταν δικό μου μυστικό για να τ'ομολογήσω. Την απασχολούσε γιατί δε με πέτυχε όταν ο Άλμπερτ έπαθε τον πνευμοθώρακα, ήθελε να μ'ευχαριστήσει και τα λοιπά. Όλα καλά, χωρίς εκπλήξεις. Καριερίστα με αυτοπεποίθηση, ούτε μύγα στο σπαθί της και, ανάθεμα, είναι κοφτερό σπαθί, πήρε ειδικότητα στα γρήγορα, βέβαια πριν απ'το σύζυγο, βαριά χειρουργεία, αρθροπλαστικές, πολυτραυματίες, απέραντες υπερωρίες, δε σταματάει πουθενά, ξαρχιδώνει σφίχτες στους προθαλάμους για χόμπυ, η κτηνοτρόφα με τη λάμα και το κοπάδι γουρούνια την εποχή του ευνουχισμού, μια ιστορία που λίγο πολύ την ξέρω απ'τα μέσα, τα γνωστά γερμανικά χοιροτροφεία, οι γουρουνοσχολές, αλλάζουν οι σημαίες αλλά το κρέας είναι διεθνής σταθερά. Εγώ κι ο Άλμπερτ διάχυτοι, και οι δυο με μια μισοαρχινισμένη παρατημένη ειδικότητα στην πλάτη και άλλη μια, αποπροσανατολισμένοι, ανεστίαστοι, όλα μονίμως πιο δύσκολα για μας παρά για τις γυναίκες μας, όλα κάπως λάθος, λες από κάποια εγγενή αδυναμία, έτσι φαίνεται, δε λειτούργησε καλά η φυσική επιλογή.

-Θα τον σκίσει η Σουκριγιέ, θα του διανοίξει την κωλότρυπα όπως ο μετροπόντικας διανοίγει τα λαγούμια στη Σαλονίκη, αυτή είσαι εσύ, μικρή μου, κάποιο βράδυ, ενώ ξαπλώνουμε με τα φώτα σβηστά στο ίδιο μαξιλάρι, και ακούω τη φωνή σου στ'αυτιά μου και στα κόκκαλά μου. Η Σουκριγιέ είναι γεννημένη πετυχημένη, καταλαβαίνεις;

-Τι θέλεις να γίνει τώρα;
-Δεν ξέρω.
Γυρίζω την κρέπα. Είναι ματσαλιασμένη. Πάντα η πρώτη είναι με τερατογένεση. Μετά βρίσκω τη ρέγουλα και όλες είναι όμοιες και ομαλές. Ησυχία για λίγο. Μόνο ο ήχος της εστίας τσακ, ο θερμοστάτης ανάβει και σβήνει, και το σιγανό πφφιιιιιιτ ιιιιτ της κρέπας που υποφέρει.
-Δε σου πάει η καρδιά να το πεις, ε;
-Όχι, γιατί ξέρω τι θα απαντήσεις.
Θα έπρεπε να είμαι κολακευμένος αλλά είμαι θυμωμένος. Θέλω να του πω Αφού σου είπα... αλλά η σκέψη ρίχνει λάδι στη φωτιά, με θυμώνουν οι αναδρομικοί γνωστικοί πιο πολύ απ'όσο με θυμώνει που έκανε ακριβώς αυτό που τον συμβούλεψα να μην κάνει. Μέσα στο στρογγυλό γουλένιο πλανήτη που έχει για κεφάλι τα πιατίνια δίνουνε ρεσιτάλ και τ'ακούω ως εδώ, κάτω από το δικό μου κεπέγκι, στα προάστια των Σοδόμων.

Πάλι η Σίσσι και τα κλισεδοτσιτάτα της. Έχουν περάσει πέντε μήνες από τότε που την είδα τελευταία φορά, αλλά τώρα μπορώ μόνος μου να συνθέσω κλισεδοτσιτάτα σα να τα λέει αυτή χωρίς να χρειάζεται να πληρώσω 839 κορώνες. Αυτό μάλλον δηλώνει πως η Σίσσι έκανε καλά τη δουλειά της, και η ψυχοθεραπεία λειτούργησε, ή τελοσπάντων, άναψε μια λάμπα μέσα στην κοιλιά μου και τώρα η ενδοσκόπηση είναι πιο αποδοτική, γράψε τις δικές σου μοτιβέησοναλ κλισεδιές για τη θεραπεία της θλίψης. Σύνηθες πρόβλημα, οι άνθρωποι εξαρτούμε την ευτυχία μας από τους άλλους. Δε μπορείς να περιμένεις από τους άλλους να φροντίσουν για την ευτυχία σου. Πρέπει να τη διεκδικήσεις. Κανείς άλλος δε θα φροντίσει, αυτά είναι κατάλοιπα παιδικά.

Η κουζίνα και το μπάνιο είναι απέναντι, από τις ανοιχτές πόρτες αναθυμιάσεις χλωρίνης ανακατεύονται με τους κρεπατμούς. Σειρά σου να συμμετάσχεις στην κουβέντα (στα ελληνικά γιατί είναι πολύ πριβέ το ζήτημα).
-Να σε πάρει κι εσένα και τα κωλομαλλιά σου, σαράντα λεπτά το κωλοσίφονο, είχε στουμπώσει, και τι έβγαλα από μέσα, ναι είχε και δικά μου, αλλά τι θα γίνει, θα καραφλιάσεις επιτέλους; Τρίχες μάτσα, μαλλιά του πρίγκηπα, μάτσα! Θες να'ρθεις να δεις;
-Όχι, δε θέλω, άσε με θα κάψω τις κρέπες.
-Τι γίνεται όμως πριγκηπάκο, είσαι αγχωμένος; Γιατί τόσες τρίχες για πέταμα;

Οι κολοκυθοκρέπες κάνουν πύργο. Στέκομαι με το σωρτς Τσάμπηον με την τρύπα λιωσίματος στο κωλομέρι εμπρός από την εστία, χωρίς φανέλα, δεν ξέρω πού προσγειώθηκε, κάπου πέρα στα κουτιά που μαζεύουμε για τη μετακόμιση, το παράθυρο ανοιχτό, ιδρώνω, πάντα στο τέλος της μαγειριάς ιδρώνω από τη ζέστη που φυτρώνει από τα σύνεργα, σ'αυτό το σπίτι όταν μαγειρεύουμε είμαστε γυμνοί απ'τη μέση και πάνω, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Άλμπερτ κάθεται στην καρέκλα με το ξεχαρβαλωμένο πόδι. Δε μιλάει άλλο. Τα τροφαντά κοκκινωπά του βλέφαρα είναι κατεβασμένα ρολά, ταχτοποιεί το μαγαζί του. Όλα είναι της σαρκός, και η ψυχή μαζί, αλλά κάπου σκάει το κύμα και απ'τα βρεγμένα βρίσκεσαι στα στεγνά, και σαν να έχεις μόλις φορέσει τα καλά γυαλιά σου, αποκαλύπτονται καινούρια περιγράμματα, η σάρκα εδώ, η ψυχή εκεί, σαφώς ξεχωρισμένα.

Γελάω μόνος μου πάνω από τις κρέπες, το νοικιασμένο διαμερισματάκι του ισογείου, δίπλα στο μαλακόγερο Άρνε που μας χαζεύει πίσω απ'τις κουρτίνες, οι χοντρές αδερφές του πρώτου ορόφου, τα ποδήλατα στο στέγαστρο, ο Νικολάι του υπογείου που παίρνει ντελίβερυ και πάντα τ'αφήνουνε στη δικιά μας πόρτα και πηγαίνεις με τη ρόμπα και του δίνεις το πακέτο από το σουσάδικο και σίγουρα τον παίζει για πάρτη σου, οι σκυταλοδρομίες των μετακομίσεων, τα λεξικά δίπλα στη χέστρα, τα πράγματά μου στο συρτάρι του παιδικού μου φίλου, οι μικροί και οι μεγάλοι έρωτές μου άμμος και αμμοβολή, ανθρωπάρια του Πένφηλντ, καρικατούρες που περιφέρονται από σελίδα σε σελίδα σε κιτρινισμένους άτλαντες, μαλλιά του πρίγκηπα στο σιφόνι, ο εστεμμένος, εκείνος ο ίδιος που όταν πριν χρόνια μια γκόμενα έκλαιγε στον ώμο του γελούσε βουβά σαν ψυχασθενής, ένας εγωπαθής ερημοσπίτης όπως ο πατέρας του πατέρα μου, εγώ λοιπόν, ο μεγάλος πειρασμός. Μα τι στην ευχή; 

-Γιατί γελάς;
-Γιατί είσαι ένας χαζοβιόλης. Κι εσύ και όλοι.

Ένα μουνί σε πετάει από το πουθενά στη μέση του κόσμου, και ξαφνικά αβοήθητος και άχρηστος σαν γυμνοσάλιαγκας πρέπει να παλέψεις με τη μοναξιά ώσπου να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγαλύτερό σου φόβο. 
Σκατά επινόηση.

Sit and keep talkin' about it

(απομεσήμερο στη μαρίνα, άπνοια, πρώτη ζέστη)
 

Our anchor's too big for our ship,
so we're sittin' here tryin' to think.
If we leave it behind we'll be lost.
If we haul it on board, we will sink.
If we sit and keep talkin' about it,
it will soon be too late for our trip.
It sure can be rough on a sailor
when the anchor's too big for the ship.

Shel Silverstein

Things not to be done on the Sabbath

Grübelei

03/2009

Χιονίζει, είμαι παρκαρισμένος παράνομα στη Μπίλροτστράσσε, αδυσώπητο κρύο, τα παράθυρα είναι θολά σαν να είμαι σ'εκείνο το γυμναστήριο στον Εύοσμο, είχαν προβλήματα εξαερισμού, τα παράθυρα ήταν πάντα θολά, έτσι δε σ'έβλεπαν οι γείτονες να αγκομαχάς στο διάδρομο με φουλ ανηφόρα γιατί ήσουν μνημείο αυτοπειθαρχίας. Ανοιξιάτικο χιόνι, εκείνες οι μέρες περιβάλλονται από γλυκό καιρό, και ξαφνικά πέφτει ένα δόρυ και τα καίει όλα στον παγετό, φωτιά. Έχει κίνηση, περιμένω με το αμάξι μισοκαβαλημένο στο πεζοδρόμιο, ξέρω την Άλτονα απ'έξω κι ανακατωτά, έχω περπατήσει με τα φουσκαλιάρικα πόδια μου κάθε δρομάκι, και τώρα εδώ, στη Μπίλροτστράσσε, περιμένω με τη μούρη χωμένη στο μπουφάν. Το γκρίζο Αμβούργο, το Αμβούργο χωρίς πρόσωπο, κρύο σαν τα κουφάρια στα ψυγεία της ιατροδικαστικής.

Ο κινητήρας έχει τώρα ζεσταθεί αρκετά ώστε να πάρει μπρος το καλοριφέρ, τα παράθυρα ξεθολώνουν, τα χέρια μου γίνονται λίγο λιγότερο άσπρα, και γρήγορα πολύ ροδαλά, το πετσί του κοκκινοτρίχη, το μαλακό δέρμα των αποικιοκρατικών καθικιών, σκέτη βιτρίνα, η καταγωγή και τα χαρτιά δε στηρίζουν την υψηλή μου εμφάνιση. Η Όλγα βγαίνει από το νο. 86, κοιτάζει πέρα δώθε, βλέπει το αμάξι, της γνέφω από μέσα, και με γρήγορο σίγουρο βήμα πάνω στα παλαϊκά τακούνια της παρά τη μούλτσα και τον πάγο ανοίγει και κάθεται δίπλα μου. Θα της ρίξω μια ματιά, τίποτα πάνω μου δε θα φανερώσει συγκίνηση, αλλά με κρυφή επιμονή όλα της τα μέρη μου φέρνουν σφίξιμο στο στομάχι, τα πειθήνια μαλλιά της σαν πάστα από κάστανο, το ομαλό της δέρμα από θαμπή πορσελάνη, τα μακρυά σκουλαρίκια με το σκούρο κεχριμπάρι, τα μάγουλα που κοκκινίζουν δίκην μιτροειδικού προσωπείου, τα μάτια με εκείνο το χρώμα τους σαν από σταχτόνερο με μέλι, ο περίτεχνος γιακάς και τα περίπλοκα υφάσματα με τα ακατανόητα νήματα, το ένα πάνω στο άλλο φτιάχνοντας υφές που μοιάζουν λες και ήταν ανέκαθεν κάπου στον κόσμο και δεν τις έφτιαξε ανθρώπινο χέρι.

Έχω το χέρι στο χειρόφρενο έτοιμος να ξεπαρκάρω όταν η δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου γίνεται όλη κόκκινη, βλέπω στον καθρέφτη τους δυο περαστικούς και τον κουβά αδειανό να τσουλάει προς το παρτέρι και το χιόνι και οι πλάκες να βάφονται κόκκινες, δυο στιγμές, Πού πας, είσαι τρελός; η Όλγα και η απαλή ανησυχία της, ανοίγω την πόρτα συφιλιασμένος, τους ακούω που φωνάζουνε Πίσω στα γκέττο και εβραιογούρουνα και τρέχουν προς την Ούντσερστράσσε, στο κατόπι τους, Θα σας γαμήσω, προλαβαίνω τον πιο αργό, πέφτουμε κάτω, φοράει φουσκωτό μπουφάν με διαμερίσματα, είναι χοντρομάγουλος, ίσως δεν είναι καν δεκαοχτώ, τον φτύνω στη μούρη, του ρίχνω στις μαγουλάρες και είναι γλιστερές, από το λάδι του ή τον ιδρώτα ή το χιόνι, Θα σε γαμήσω, θα σε γαμήσω, μας χωρίζουν τρεις υδραυλικοί από ένα συνεργείο που είναι με το βαν τους παραδίπλα, και ώσπου να φύγω απ'τη λαβή του ενός που μου τρυπάει την υπερκλείδιο, ο αρχίδης το έχει βάλει στα πόδια και έχει χαθεί στο πάρκο Βάλτερ Μόλλερ. Στέκομαι εκεί και βράζω, έξω φρενών, έχω ήδη βραχνιάσει, και οι υδραυλικοί με ρωτάνε τι έγινε και προσπαθώ να τους εξηγήσω αλλά δε βγάζουν νόημα.

Ξεθυμώνω όταν φεύγουμε από το συνεργείο, και τότε παίρνω είδηση πως το χέρι μου είναι σαν κακοφορμισμένη μελιτζάνα. Η Όλγα κάνει το σταυρό της και αναθεματίζει μια φορά, τα μικρά της δάχτυλα που απολήγουν σε στενά, προσεγμένα νύχια κάνουν τη θεία χειρονομία, είμαι χολωμένος και μαζί της, που κάνουμε λες και η μάνα και ο πατέρας της δεν είναι τέτοιοι κι αυτοί και δεν τους θορυβεί που η Όλγα έχει μπλέξει με έναν σαν εμένα, και σκέφτομαι την αδερφή της που με είχε ρωτήσει Εσύ είσαι όντως τώρα εβραίος; κάπως ένοχα σαν να με ρωτούσε αν είχα τατουάζ στο κωλομέρι, και όσο για την ίδια την Όλγα, είχε βάλει πρώτη φορά το χέρι της μέσα στο βρακί μου στο δωμάτιό της εκεί στην Άλτονα και είχε αρχίσει να με χαϊδολογάει για μια στιγμή πριν με κοιτάξει απορημένη, και απόρησα κι εγώ Τι; και αναρωτιόμουν αν είχα χύσει χωρίς να το καταλάβωέμοιαζε μπερδεμένη αλλά και όχι, μετά πήρα μπρος, Ναι, περιτομή, της είχα πει, το ζήτημα έμοιαζε να έχει λυθεί και συνέχισε το δειλό εργόχειρό της. Αλλά το ίδιο απόγευμα πήγαμε για Φριτς Κόλα στο καφενείο εκεί κοντά και με ρώτησε Γιατί; και της είπα Για την πίστη.

03/2022

Λασποβροχή εδώ πάνω έχω δέκα χρόνια να δω, κι όμως, πέφτει σαν αραιωμένο κακάο στο άσπρο αμάξι. Στέκομαι στο πλατύσκαλο μπροστά στο νο. 92 της Φόμποβαϊ με το φωσφορούχο παντελόνι και τη μπλε κοντομάνικη με το σήμα της Έσβακτ πάνω από το βυζί. Περιμένω τη Νάουσι να πακετάρει τα κέζεμπροτχεν. Ο Γιέσπερ από τη Ντάνσκε Φράκτμεν παρκάρει με οπισθογωνία το φορτηγό του στο στενό του εκτυπωτηρίου απέναντι. Τον χαιρετάω από το πλατύσκαλο και με χαιρετάει πίσω από το ταμπλώ του με τους χρυσούς Βούδες. Το Ντάλουμ, το επίπεδο μισοχώρι, ένα γεροντομουνίστικο παράρτημα της Όδενσε εποικισμένο από τίμιους οικογενειάρχες, τίμιους συνταξιούχους, και λίγους άτιμους εκφυλιάρηδες σαν εμάς και το Νίκολαϊ που μένει στο υπόγειο, το Ντάλουμ, μια γεωγραφική παρένθεση. Δε βλέπω την ώρα να φύγω απ'αυτό το μεγάλο συγγνώμη για νησί πίσω στη δυτική ακτή, το κλίμα με έχει χτυκιάσει.

Απασχολημένος να δω αν ο Γιέσπερ θα γκρεμίσει κι άλλο από το πλινθόκτιστο φραχτάκι, κάτι κινείται στα αριστερά, βλέπω τον τίμιο γείτονα από το νο. 90 να έχει μπει στην αυλή και να πηγαίνει προς τα αμάξια, ακούω τη Νάουσι με τη νωθρή βαυαρέζικη προφορά της από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας να λέει was glaubt er was er da tut, πηδάω από το πλατύσκαλο κάτω στο χαλίκι, κοιτιόμαστε με το γείτονα, έχει το κλειδί ανάμεσα στα δάχτυλα σαν σηκωμένη κεραία έτοιμο να χαρακώσει, είναι λες και τον έχω πιάσει να τον παίζει στην αυλή μου, Τι στην ευχή κάνεις εδώ; ο τύπος κάνει μεταστροφή, δεν είναι η πρώτη φορά. Η ιστορία ξεκίνησε το περασμένο αποκαλόκαιρο που οι άνηθοι της Νάουσι άρχισαν να εξαφανίζονται ένας ένας, ώσπου μια Κυριακή απόγευμα είδαμε τον τίμιο γείτονα από το νο. 90 από το παράθυρο του υπνοδωματίου που ξεκώλιαζε τους τελευταίους που είχαν μείνει στο παρτέρι, και τότε η Νάουσι είχε βγει έξω και τον είχε πιάσει στο πεζοδρόμιο, και της είχε πει Δεν είναι άνηθοι, είναι φυτά δηλητηριώδη και έχω παιδιά και σκύλο, αλλά ήταν άνηθοι, τους τρώγαμε και ζούμε. Τελοσπάντων, τώρα το παρτέρι είναι άδειο, οπότε άλλη έμπνευση, δυο αμάξια στην αυλή αλλά αυτός πλεύριζε το δικό μου. Τον πιάνω από το μπράτσο, πιο δυνατά απ'όσο χρειάζεται, Έχεις πρόβλημα; Ταλαντεύεται για λίγο και επιλέγει τη σύγκρουση, Σκατογερμανοί, η γειτονιά είναι για ντόπιους. Πόσο καιρό είχε αυτό το αυτοκίνητο ξένες πινακίδες; Ε; Του σφίγγω το μπράτσο, σκέφτομαι την υπηκοότητα και το μητρώο, πρέπει να έχω καθαρό μητρώο, θέλω να του ρίξω μια ίσια στο μύτο, α, γάμα το, του ρίχνω μια στο μύτο, είναι σωκαρισμένος, φαινόταν πως ήταν χαλβάς, τίμιος οικογενειάρχης, γυναικουλίστικες μαλακίες να μας ξηλώνει τους άνηθους και να'ρχεται να κλειδιάσει, Θες κι άλλο; Έλα ξανά από 'δω. -Θα σου κάνω μήνυση. -Πάρε μου και μια πίπα. 

Τρέχει στο σπίτι του και βροντάει την πόρτα με το στεφάνι από ξερό γκι. Στέκομαι στο πεζοδρόμιο δίπλα στους θάμνους, δεν είμαι τόσο θυμωμένος όσο τότε στο Αμβούργο, ίσα δυο δάχτυλα θυμωμένος, λέω είναι επειδή το αμάξι τη γλύτωσε αυτή τη φορά, ή επειδή με τα χρόνια συνηθίζεις, πάντα κάποιος θα στραβομουτσουνιάζει, πάντα θα υπάρχει ένας καλός κούφιος λόγος, αλλά πίσω από όλα κρύβεται το περιθώριο, τότε το είχα πικρή απορία, γιατί δε μ'έλεγαν Τόμας Κράουζε, γιατί δεν καθόμουν στ'αυγά μου, γιατί δε γκάστρωνα την Όλγα, γιατί δεν έμενα σε ένα μέρος, γιατί δε μπορούσα να θέλω να βλέπω ποδόσφαιρο και να ψηφίζω Ες Πε Ντε, γιατί δεν ήμουν όπως οι άλλοι, ποιοι άλλοι ρε ηλίθιε, και οι άλλοι δεν είναι όπως οι άλλοι, κανείς δεν είναι όπως οι άλλοι. Η Όλγα με ερωτεύτηκε γιατί ήμουν η λάθος επιλογή, ήμουν η ιδέα του κακού, κι αυτή αντλούσε μια αυτοκαταστροφική απόλαυση από το να υποφέρει, κι εγώ αντλούσα μια αυτοκαταστροφική απόλαυση από το να είμαι θύτης, δεν ήταν κακό ταίριασμα. Πολύ θυμωμένος, πάντα θυμωμένος και πάντα έτοιμος ν'αρπαχτώ, και το χούι ξεχούι δε γίνεται και έχω ρίξει ξυλαράκι και τις έχω φάει αρκετές φορές και ακόμα δεν έχουμε τελειώσει. Φυσικά πίσω από την ταλαιπωρία είναι το περιθώριο, αλλά όχι αυτό που νόμιζα επιπόλαια πως ήταν, μα ένα περιθώριο εντελώς δικό μου, χωρίς φυσική τοποθεσία, δεν είναι που είμαι μπασταρδεμένος, ή εβραίος, ή άρρωστος στο κεφάλι, δεν είναι τα ναζίστια στην Άλτονα και οι πατριώτες στο Ντάλουμ, δεν είναι ο προτεσταντισμός, ήμουν ανέκαθεν εγώ και η αυτοσχεδιασμένη Χαλαχά μου. Κάνει ψύχρα στη σκιά από όλα εκείνα που δεν έπρεπε να θέλω αλλά τα ήθελα σαν τρελός και ήμουν σαν σκυλί δεμένο απ'το λαιμό με κοντό σκοινί σ'ένα παλούκι σε μια ξερή κωλοαυλή. Και τώρα τι, τους γράφω στ'αρχίδια μου τους τίμιους οικογενειάρχες και όλο το συρφετό τους.

Της Όλγας όμως δεν της κρατάω κακία, η σκέψη της μου φέρνει ακόμα εκείνον τον κόμπο στο στομάχι. Σε μια άλλη ζωή θα μέναμε στην Άλτονα, και θα είχαμε κάνα δυο παιδιά, και θα με πήγαινε στα σουαρέ και θα την πήγαινα για Φριτς Κόλα, και θα τη γαμούσα κάτω από το γυάλινο εσταυρωμένο πάνω από το προσκεφάλι όπως τότε, και κάποια βράδια θα τα πέρναγα αλλού, και η Όλγα θα έκλαιγε, και θα την έκανα πολύ δυστυχισμένη, όπως και τότε. Αλλά δεν ήθελα ποτέ να την κάνω δυστυχισμένη, τι παράξενο αξίωμα, να μπορείς να κάνεις κάποιον δυστυχισμένο, τι σκατά. Τελοσπάντων, δεν είμαι περήφανος για τις κοκορομαχίες και όση κακία έχει περάσει απ'τα χέρια μου, τα χέρια που θα περίμενε κανείς τρυφερά σαν πουστρελιού από μια φυματική φυσιογνωμία μ'ευαισθησίες που κρατάει κυβερνοημερολόγιο, κι όμως κάπως είναι πολύ σκληρά, και με τα χρόνια γίνονται χειρότερα, λες και τα οστά πετρώνουν, χέρια αδιάφορα κάποιου άντρα απ'το Σλέσβιχ Χόλστειν, χέρια ενός όπως οι άλλοι, ενός που θα μπορούσε να λέγεται Τόμας Κράουζε, ασήμαντα χέρια, ασήμαντες λέξεις, ασήμαντος άντρας.

Θα μείνεις εκεί να κάνεις το δέντρο;
Η Νάουσι έχει ξεπαρκάρει και μαρσάρει δίπλα μου σαν το μικρό δαιμόνιο που είναι, το τσιγαράκι σβηστό κρεμασμένο απ'το στόμα, η δε Μαρίκα Νίνου τραγουδάει μέσα από τ'αμάξι:

Μη δακρύζεις, πάψε, πλέον φτάνει
ξέρεις πόσα για σένα έχω κάνει
ξέρεις πως υπάρχει αντιζηλία
μην ακούς ποτέ την ψεύτρα κοινωνία.

/

מצוות קידוש השבת בדברים