Πάνω που πάει να με πάρει ο ύπνος χτυπάει το κωλοτηλέφωνο και κάθε φορά η καρδιά μου δίνει μια ριπή μαρμαρυγής, όλα μαυρίζουν, η ακοή μου σβήνει, περιμένω υπομονετικά, και έπειτα σαν η βιντεοκασέτα να ξαναπαίζει, το λευκό φως επιστρέφει, το κωλοτηλέφωνο χτυπάει, απλώνω το χέρι, απαντώ, και ούτω καθ'εξής ώσπου έχω παραπάνω από εμπεδώσει το βασανιστήριο και μπορώ να μετανιώσω για τα πάντα, ακόμα και για όσα δεν έχω κάνει καν.
Βρίζω μια άρτι ορκισμένη πρώτη γραμμή που με ξυπνάει 0145 για να με ρωτήσει μια μαλακία, ξέρω δεν πρέπει να τη βρίσω, θα το θυμάται για χρόνια, αλλά ανάθεμά το, και ξανακοιμάμαι τάχιστα με το τηλέφωνο δίπλα στο μάγουλο.
Όταν ξυπνάω έχει βγει ο ήλιος, οι κουρτίνες είναι ανοιγμένες πέρα πέρα, το αναρριχώμενο φυτό στις παρυφές των τζαμιών κάνει το φως να πεταρίζει, κάθομαι στην πολυθρόνα, εμπρός μου το ασορτί σκαμπώ και είμαι σκυμμένος εμπρός και πάνω στο σκαμπώ διαβάζω το ίδιο εθνολόγιο που διάβαζα παιδί, όταν φτάνω στο τέλος της σελίδας κάνω να γυρίσω και αντί για το εφημεριδόχαρτο πιάνω ένα χέρι, το οποίο περιστρέφεται μερικώς, και πάνω του είναι σκαλισμένο το εξώφυλλο του εθνολογίου. Με διαπερνάει ένας κρύος ιδρώτας, εκεί ακριβώς πάνω από την οσφύ, ξέρω το χέρι, φυσικά. Η φωνή είναι παρήγορη όπως πάντα, Θέλεις να διαβάσεις, ε; Πολύ μ'αρέσει να σε βλέπω να διαβάζεις, είναι αστείο που κοιτάς το βιβλίο υπό γωνία λες και σε τυφλώνει. -Αφού ξέρεις πως δεν έχω γερά μάτια. -Νωρίς για τέτοια, νωρίς. -Ο πατέρας μου χειρουργήθηκε για καταρράχτη στα 35. -Το θυμάμαι. Έλα, γύρνα το χέρι, αφού δε βλέπεις. Όντως δε βλέπω, ο ήλιος πέφτει στις σελίδες και τις κάνει πολύ φωτεινές και οι χαρακτήρες δεν ξεχωρίζουν πια, προσπαθώ να γυρίσω το χέρι αλλά δε μπορεί να περιστραφεί αρκετά ώστε να βλέπω, ψηλαφώ και ψηλαφώ το αντιβράχιο, τις τρίχες, το δέρμα, τα αόρατα αγγεία, και χωρίς να βλέπω, βλέπω την επιθυμία απέναντί μου, τώρα ξέρω πως δεν έχω ξυπνήσει, βλέπω το παιχνιδιάρικο χαμόγελο, ακούω τη φωνή, αλλά το εθνολόγιο άφαντο, το δωμάτιο χωρίς όρια, με την περιφέρεια να λιώνει σαν καμένη πόλαροηντ. -Δεν είσαι εδώ. -Είμαι εδώ, ακριβώς εδώ. Το χέρι χτυπάει το στήθος, μια υπέροχη αίσθηση και μια ανησυχία, φυσικά, όλα είναι σκηνοθετημένα από την πεμπτουσία μου.
Όταν ξυπνάω είναι ακόμα σκοτεινά, φοράω ακόμα τη στολή, έχω ακόμα αλλεργία από το χαρχαλολάστιχο, τα χάπια μου έχουν πέσει από την τσέπη, το τηλέφωνο παρακεί, δεν υπάρχει εθνολόγιο, τα μόνα χέρια τα δικά μου, το στόμα μου είναι μια πληγή, έχω πονοκέφαλο, αν κοιταχτώ στον καθρέφτη θα'χω μαλλιά σαν χιόνι, δεν αξίζει τον κόπο αυτή η τρέλα
(-Δεν αξίζει τον κόπο αυτή η τρέλα.
-Εντάξει, αυτός είμαι εγώ, τελείως ήρεμος. Τίποτα δε με αγγίζει, όλα γλιστράνε γύρω μου, είμαι γρασαρισμένος, είμαι γυμνοσάλιαγκας σε ένα βαρέλι μύξα, είμαι φρικαλέα ευάλωτος και φρικαλέα ανήμπορος. Στα μάτια του που είναι σαν ουρανός το καλοκαίρι σπεύδουν δάκρυα.
-Τι εντάξει;
-Μόλις είπες-
-Δεν το εννοούσα γαμώ το κέρατό μου. Δε μπορείς να πεις κάτι σωστό;
-Έχω σάντουητς με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα στο τάπερ. Μαρμελάδα σμέουρο.
Η κατάσταση είναι σοβαρή. Η Σουκριγιέ ακόμα δεν έχει ιδέα.)
αλλά είναι τα λεφτά στη μέση, και το καθήκον, και αυτό το χρέος που έχω στον Ασκληπιό, γιατί χωρίς αυτά τα γυμνάσια δε θα είχα βάλει το Μπυλάου, ίσως το είχε κάνει κάποιος άλλος, ίσως και να μην είχε προλάβει κανείς, ποιος ξέρει, η Σίσσι είπε πριν λήξει την τελευταία μας συνεδρία πως η σχέση αυτή περιπλέκεται από στοιχεία εξουσίας, -Μα αυτό ήρθε μετά. -Αυτό σου έδωσε μυθικές διαστάσεις στο νου του. -Ωραία. -Μιλάς εσύ ή ο εγωισμός σου; και σώπασα, γιατί δεν είχα κουράγιο να της πω πως εκείνο το επεισόδιο με στοιχειώνει, με πληγώνει, με τρομοκρατεί, με κάνει τόσο μικροσκοπικό, και όταν κατά λάθος ακουμπήσω τη μικρή ουλή πάντα τραβάω το χέρι μου σα να με χτυπάει ρεύμα, αλλά είναι εντυπωμένη στο μυαλό μου σαν σιδερόσταμπα σε μπούτι αγελάδας, η δουλειά με έχει τσαλακώσει με τρόπους που δε χωράνε σε καμία συνεδρία, η Σίσσι δε μπορεί να καταλάβει. -Δεν έχεις ιδέα για αυτή τη σχέση. -Σε θυμώνει η τοποθέτησή μου; Γιατί;
144 ώρες βάζω αυτή τη βδομάδα, έχουν μείνει 7,5, είμαι κομμάτια, η αϋπνία κάνει τις σκέψεις να μου οργώνουν το κεφάλι, οι κοντοί ύπνοι είναι γεμάτοι όνειρα, και μετά τις πρώτες δυο τρεις μέρες τα όνειρα και η πραγματικότητα αρχίζουν να μοιάζουν ύποπτα μεταξύ τους, τώρα θα πέσω να κοιμηθώ αλλιώς θα μου στρίψει, και αύριο θα φορέσω το γκρι πουκάμισο και θα συναντηθούμε για πρωινό στο φούρνο BRØD που σημαίνει ψωμί και θα πάρω βιεννέζικο κρουασάν και ίσως να κάνει και καλό καιρό και θα γυρίσουμε να κοιμηθούμε στον καναπέ και η μέρα θα κρατήσει για πάντα.