Είμαστε στο διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου στην Τορπέντοστράσε στο Φλένσμπουργκ, στους παλιούς στρατώνες. Έβαλα πενήντα χήνες μετρητά για να πάρει ο Μπέρτι το δάνειο από την Τάργκομπανκ και έχω δικά μου κλειδιά. Στο σαλόνι που βλέπει πίσω είναι στιβαγμένες οι πλάκες λινόλεουμ και λόφοι από κοπίδια και σκαρπέλα πάνω στο αρχαίο τραπέζι του τσαγιού από το μεταχειρισμενάδικο του ερυθρού σταυρού. Πιο πίσω είναι μερικά κουτιά με τα βιβλία μου που δε μπορεί να διαβάσει και περιμένουμε να δούμε πού θα τα στείλουμε. Στη μικρή ελεύθερη γωνία του τραπεζιού κάθεται το τασάκι νούμερο ένα, αυτό που κυκλοφορεί σε όλα τα δωμάτια εξόν από το υπνοδωμάτιο. Στο ντουβάρι η πινακίδα Μισελέν και λίγες δαχτυλιές. Αλλά αυτά δεν έχουν πολλή σημασία. Για το υπνοδωμάτιο θέλω να γράψω επειδή μ'αρέσει να κοιμάμαι εκεί, το δυτικό υπνοδωμάτιο με το κρεβάτι με το ανένδωτο στρώμα που ο Μπέρτι δεν ομολογεί αλλά υποψιάζομαι πως αγόρασε για να μην του τα πρήζω με τη χαλασμένη μέση μου, θέλω να γράψω για το τετράγωνο παράθυρο που φέρνει μέσα κάτι από Καντάβρια και όχι κάτι από Σλεσβιχ - Χόλστειν, και για αυτά που πηγαινοέρχονται μέσα στο κεφάλι μου με εντυπωσιακή επιμονή. Όποτε κοιμάμαι σ'εκείνο το δωμάτιο ο κόσμος κινείται αργά λες και όλο το σκηνικό είναι από κρύα μελάσα και ό,τι με κυνηγάει είναι ξαφνικά πολύ μακρυά για να μ'απασχολήσει. Το πρωί όταν ο καιρός είναι καλός μυρίζω ή φαντάζομαι πως μυρίζω τις τάρτες εγγλέζικης τεχνοτροπίας που φτιάχνουν στο ξενοδοχείο απέναντι και ξυπνάω με σμέουρα πίσω απ'τα μάτια και η ψιλή υγρασία της αυγής ραίνει τα πάντα σαν την άχνη στις τάρτες του Ντας Τζέημς. Ο Μπέρτι αγαπάει τα κομοδίνα όσο εγώ τα μισώ, είναι έτσι παραδοσιακός σ'αυτό το θέμα, θέλει να έχει μια βίβλο και τις καπότες και τα σώβρακα στο συρτάρι και να έχει πορτατήφ και το τασάκι νούμερο δύο, αυτό που μένει πάντα στο υπνοδωμάτιο, που είναι μια κινέζικη κούπα με καπάκι για λόγους υγιεινής, εγώ χτυπάω συνέχεια το χέρι στη γωνία και όταν πάω να βρω τα γυαλιά μου μόλις ξυπνήσω μια στις δυο τα ρίχνω κάτω γιατί δε μπορώ να θυμηθώ πόσο μακρυά είναι το αναθεματισμένο κομοδίνο, τελοσπάντων έχει δυο γυαλιστερά κομοδίνα εκατέρωθεν του κρεβατιού, το δεξιό προς το παράθυρο είναι το δικό του με τη βίβλο και όλα τα συμπαρομαρτούντα, το αριστερό προς την πόρτα είναι το κομοδίνο, der Nachtschrank, είναι εκεί χάριν συμμετρίας, είναι για την εκάστοτε γκόμενα, και ανά περιόδους εμφανίζονται δαντελέ σωβρακάκια και σουτιέδες που έπειτα πάλι εξαφανίζονται χωρίς να αφήσουν άλλο ίχνος, αλλά στην πραγματικότητα ο αληθινός σκοπός του κομοδίνου είναι να περιέχει τα Ζάναξ μέσα στο τσαλακωμένο κουτί που γράφει το όνομά μου, ένα κομματάκι μπλίστερ Ρυθμονόρμ ελληνικής παραγωγής, και ένα πακέτο από τον στάνταρ καπνό μου (Κορνέλλ και Ντίελ, Φθινοπωρινό Απόγευμα, γιατί είμαι και ποιητής με ευαισθησίες) που κάνει το συρτάρι να μυρίζει σαν κάβα, και φαντάζομαι ενίοτε και τα σωβρακάκια και τους σουτιέδες. Είναι μισοάδειο και τα περιεχόμενα χορεύουν πέρα δώθε όταν το ανοίγω, και ταυτόχρονα βγαίνει και η μυρωδιά, και πάντα αν το ανοίξω μες στη νύχτα ο Μπέρτι μουρμουρίζει Is all up Stee? ή κάποιες φορές Alles OK? και πριν απαντήσω ροχαλίζει πάλι.
Χαζεύω έργα Σκανδιναβών ζωγράφων που δείχνουν γυναίκες κοντά σε παράθυρα και ο κριτικός που τα παρουσιάζει στην ακριβή έκδοση με τις ιλλουστρασιόν σελίδες λέει κανείς δεν απέδωσε ποτέ το φως που έρχεται από το παράθυρο όπως οι Σκανδιναβοί, και ξεφυλλίζω, οι ζωγράφοι του Σκέην, και ο Χάμερσχοϊ και ο Χόλσοε και όλοι αυτοί που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έζησαν εδώ στην ευρύτερη περιοχή, σ'αυτόν τον μικρό κόσμο που με κάνει τόσο κτητικό, στον κόσμο που γνώρισα τα πρώτα χρόνια ως παιδί σε μια απέραντη σκονισμένη ηρεμία και έσβησε προς μια μόνιμη χειμωνιάτικη λιακάδα που λούζει ένα δωμάτιο και τις κλασσικές αιωνόβιες σανίδες που τρίζουν από μόνες τους, και όλες οι ζωγραφιές με πάνε πίσω στο νησί, στο Βυκ, στη Γκμέλινστράσσε, στο δωμάτιό μου, στη μυρωδιά που έχουν οι ακριβές ξυλομπογιές γιατί ο πατέρας δεν έκανε τσιγκουνιές, και μετά με φέρνουν εδώ, στο τετράγωνο υπνοδωμάτιο στην Τορπέντοστράσσε, και άλλοτε στέκομαι ακουμπισμένος στην κάσα της πόρτας, άλλοτε κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, άλλοτε είμαι γονατιστός στο ανένδοτο στρώμα, και βλέπω τη σκηνή που τόσο τίμησαν οι ζωγράφοι του Σκέην, την παρηγοριά της ήσυχης φιγούρας δίπλα στο παράθυρο, το φως που κυλάει απαλά και γλυκαίνει τις μετέωρες αλήθειες και τα μετέωρα ψέματα, και γινόμαστε αθάνατοι σε κορνίζα.
Στο ψυγείο κάνουν παρέλαση ένα τσούρμο κουτάκια Κάρλσμπεργκ από τα ντιούτυ φρη, από εκείνα τα χωρίς παντ, δηλαδή που δε μπορείς να τα βάλεις στο μηχάνημα με την τρύπα και να πάρεις λεφτά, αλλά πρέπει να τα ρίξεις κατευθείαν στην ανακύκλωση, Πάλι αυτό το κάτουρο θα πίνουμε; -Έχω Ντιτμάρσερ Μποκ μαζί με τα ζαρζαβατικά μωρή ντράμα κουήν, και όντως στο συρτάρι με το άησμπεργκ και τις κόκκινες πιπεριές και το ένα λεμόνι με την μυκητοαποικία στη γωνία ξαπλώνουν τρεις Μάιμποκ. Πού έβαλα τα κλειδιά μου; Όχι, γάμα το, έλα να μου την ανοίξεις με το δόντι. -Du mich auch, Mistkerl. Όταν ο φίλος μου ήταν στο Ντάλουμ και ξεκόλλησε η θήκη και έμεινε ξεδοντιάρης πήγε επειγόντως στον πρώτο διαθέσιμο οδοντίατρο της περιοχής, του είπα να τους ζητήσει να του φτιάξουν καινούρια, αλλά αυτοί είπαν, όχι, δεν αξίζει τον κόπο, θα στην ξανακολλήσουμε και θα ζήσει άλλα δέκα χρόνια. Ήταν μέσα στο καλοκαίρι, δεν έχουν περάσει ούτε δυο μήνες, και την περασμένη βδομάδα που τρώγαμε επίσημο πρωινό, δάγκωσε μια λεπτή φέτα σικαλόψωμο και έβαλε το χέρι στο στόμα σαν σοκαρισμένο κοριτσάκι, Τι έγινε; -Εσύ τι λες; Και μου έσκασε ένα θυμωμένο ξεδοντιάρικο χαμόγελο και δεν έβρισκε το κομμάτι που είχε φύγει μέσα στη μπουκιά, Το κατάπιες; Αλλά τελικά ήταν κάπου εκεί μαζί με το ψωμί και το βούτυρο. Του κοστίζει, του χαλάει τη μόστρα, και όλο πάλι αυτοαποκαλείται Suchti trailer trash και Gammler και fucking filthy bum, το κοντινότερο ραντεβού ήταν στις 23 Σεπτέμβρη για να του πάρουν τα μέτρα και 10 Οκτώβρη για να κάνουν την εγκατάσταση του καινούριου πολυμερούς και έτσι πρέπει να ανεχτεί τον ίδιο του για πάνω από ένα μήνα και το χαμόγελό είναι αλλαγμένο γιατί αρνείται να συνηθίσει στην ιδέα της ασχήμιας του και τα οδοντικά του σύμφωνα και το σίγμα είναι ξαφνικά προβληματικά, και απ'όλα εμένα αυτό με ενοχλεί που όταν καπνίζει ακούγεται αλλιώς και ώρες ώρες όταν ξεχνιέται και δεν κάνει την επιπλέον προσπάθεια για να αναπληρώνει για το δόντι που απουσιάζει μου θυμίζει σε λάητ εκδοχή τους παραγωγούς του τρίτου και τους καλλιτεχνιάρηδες που κοροϊδεύουμε όπως τον Ράσμους από τη Γκαλερί Ράσμους που όταν περνάμε απ'έξω ή βλέπουμε το βανάκι του κάνω τον γυναικωτό και λέω Γκαλεγί Γάθμουθ και το βρίσκουμε πολύ ψυχαγωγικό.
Έχω κάνει μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα το τελευταίο δεκαπενθήμερο και τα χάρηκα ένα προς ένα, ακόμα και εκείνα στο μποτιλιάρισμα έξω από τον κόμβο στο Κόλινγκ που η ντίζα του γκαζιού σκάλωσε και ήμουνα με τρεισήμισι χιλιάδες στροφές στο ρελαντί και έπρεπε να κατέβω στη μέση του δρόμου για να την ξεσκαλώσω και ο φορτηγατζής από πίσω μου φώναξε από το παράθυρο Είσαι καλά; Θέλεις να σκοτωθείς; Όχι, δε θέλω να σκοτωθώ, για πρώτη φορά εναντιώνομαι σθεναρά στο θάνατο, μερικές φορές κάμπτεται για λίγο το ηθικό και σκέφτομαι δε θα'ταν άσχημα να πέσω σε ένα χαντάκι ψόφιος τώρα, αλλά αυτό είναι καινοφανές, όχι, δε θέλω να σκοτωθώ, θέλω απλά να ξεσκαλώσω τη ντίζα για να μην ανάψει η μηχανή. Η ψυχολόγος Σίσσι που με στείλανε από τη δουλειά είπε πως είμαι στο φάσμα και όλα αυτά τα χρόνια ήμουν κακοδιαγνωσμένος, και με ρώτησε: Πώς σε κάνει να νιώθεις, το να με ακούς να λέω πως είσαι στο φάσμα; Και εγώ γελούσα γιατί δεν ήξερα πώς έπρεπε να με κάνει να νιώθω, άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, αλλά όταν έκατσα ήσυχος στην στρογγυλωπή πέτσινη πολυθρόνα και θυμήθηκα τα πάντα από τότε που θυμάμαι κατάλαβα πως η Σίσσι σα να είχε πιάσει κάποιο γρόμπο που δεν ήξερα καν πως είχα και τώρα πρέπει να πηγαίνω κάθε Πέμπτη για να μου τον ζουλάει και να με ρωτάει πώς με κάνει να νιώθω.
Στο Φυνσχόβεδ που ήμασταν το προηγούμενο Σάββατο κάποιοι πετούσαν ένα μπιζ μπιζ, ένα ντρόνε, και ξαπλώναμε στα χόρτα ψάχναμε πέτρες για να του ρίξουμε σαν άγριοι της φυλής. Τώρα που είμαι μόνος και κάνω το λογαριασμό μεταμορφώνομαι σε μπιζ μπιζ και βλέπω όλα τα ανθρωπάρια και τα ασήμαντα πάθη τους και τους ασήμαντους άθλους τους από ψηλά, μια παλλόμενη μάζα γεννημένη να υποφέρει, και τακ, τονκ, με πετυχαίνουνε οι πέτρες μας από το Φυνσχόβεδ στα ελικάκια και από τη μια στιγμή στην άλλη η διαύγεια αντικαθίσταται από τη δροσιά των χόρτων στην πλάτη και βρίσκομαι μαζί με όλους τους άλλους θαμμένος κάτω από ένα βουνό ασήμαντα πάθη και ασήμαντους άθλους, θνητός και πολύ συνηθισμένος, αλλά μες στο κεφάλι μου δε βλέπω άλλο παρά τη σκηνή των ζωγράφων του Σκέην, και η ανθρωπιάρα μάζα διαλύεται σαν κρέας σε σούπα από οξύ και το μόνο που μένει είναι κάτι αιώνιο και τόσο μοναδικό, προστατευμένο πίσω από το γυαλί του.
...