© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς..., καὶ διεχώρισεν...

Το ανεμούριο του καμπαναριού δείχνει πού θα πάμε όταν μας θερίσει ο Θεός (κάτω). Τις άπνοες μέρες βρέχει. Από την πόλη απέναντι δεν ξεχωρίζει τίποτα παρά η λάμπα του ψηλού φουγάρου, το φως της βιομηχανίας, το θαύμα της ανάπτυξης. Ο ύποπτος ατμός του σβήνει στην αρμυρή αχλή και λέμε ο αέρας είναι τόσο καθαρός, απάτη και αυταπάτη. Η θάλασσα στο στενό είναι το πλύμα της βρωμιάς όλου του κόσμου, πρόσεξε τις γωνίες στις προβλήτες και τα χέρια σου απ'τους κάβους. Η άμμος στα στεγνά είναι ξανθωπή, αλλά δε με γελάει, είναι το ψέμα της λασπουριάς την ώρα που τραβιούνται τα νερά.

Οι σκούρες ώρες λιγοστεύουν. Στον πάτο του πηγαδιού η μέρα με τυφλώνει: δεν έχει άλλη κατρακύλα. Ο αέρας είναι τόσο καθαρός, τι μαλακίες. Ο αέρας μας σκοτώνει. Ένα ένα τα έργα της γενέσεως προχωρούν και πίσω μένει μούργα. 

Ρίχνω βραστό νερό στην κούπα. Τα κλαδάκια του τσαγιού έχουν ταριχευτεί, δε δίνουν άλλο. Η σακούλα που έχει μέσα τις πράσινες πατάτες θροΐζει, ένα μικρό καφετί ποντίκι κάνει ανασκαφή. Θέλω να καπνίσω μια βδομάδα τώρα. Μια βδομάδα τώρα! Σε μια βδομάδα χτίστηκε ολόκληρος κόσμος δυστυχίας από τα θεμέλια ως την κορφή...

/

Ορισμένα σφάλματα δεν παλιώνουνε ποτέ: το μουστάκι μου στα γένεια, η γλώσσα σου στα χείλη, εκείνα τα αλησμόνητα μάτια του βαρισκίτη. Άφησα την πρώτη μου γυναίκα και όσες με βρήκαν έπειτα απ'αυτή, χαμογελώ, θα περιαυτολογήσω, ήταν αρκετές. Άφησα δυο πατρίδες και ανάθεμά με αν ήξερες, πώς το ν'αφήνεις σε σκίζει και σε ξαναγεννά.

Οι άγκυρες μαϊνάρονται ήσυχα, τα λιμάνια πιάνονται χωρίς πολλά πολλά. Το φυλαγμένο στένωμα και οι ήμεροι καιροί κάνουν τη γκρίνια ακριβή, το κλίμα δε σηκώνει τσιριμόνιες, παρά το γκέμι και το βήμα, απετάλωτα στις πέτρες με τα βρύα, κλιπ, κλωπ, κλιπ, κλωπ, και τις στάλες της βροχής που στραγγίζουν από το κεφάλι στα μανίκια, πλιπ, πλωπ, πλιπ, πλωπ. Οι μέρες μπαινοβγαίνουν ομαλά, και η ζωή χάνεται σαν ατμομηχανή σε ράγες που μακραίνουν.

/

Για να σε ξαναμυρίσω σπρώξε τη μούρη μου στο χώμα
και δοκίμασε να πεις: Θυμάσαι μήπως; Η γη είναι χωρισμός.
Η γη είναι οι θάνατοι, η θάλασσα οι γέννες
και στις ακτές στεκόμαστε λιγνοί σκυφτοί και προδωμένοι
ζητώντας ρέστα απ'το Θεό.

Ήμουν άπιστος, θα απαντήσω,
αλλά όχι πια.

/



the dust, the spray of the salt
the fog, the mist, the sand

the foam, the fish, the weeds
the pebbles on the shore

the clouds, the fleeting sun
the feet, the shoes, the stead

oh I know you'll make me sad
but I don't mind at all

Urd



Δακρύζω από τον αέρα. Πηγαίνω σκυφτός για να του πάω κόντρα. Ό,τι και να φορέσω το κρύο με ξεντύνει. Η δισδιάστατη γεωγραφία εξηγεί τα δυο μέτρα της ζωής. Η θάλασσα θα καταπιεί τα πάντα. Όλο της το νερό θα είναι στενοχώρια και όλο της το αλάτι, όλο της το αλάτι θα είναι το αίμα που με μύησε στο μικρό, στρογγυλωπό της σώμα.

Προχτές έκοψα την απτική επιφάνεια του δείκτη κόβοντας το ψωμί. Το επόμενο πρωί, πέρασα την πληγή πάνω από τις ρώγες της, κάτω από τα σκεπάσματα. Με αγκάλιασε από το λαιμό, τράβηξε το χέρι μου και το'βαλε στη θέση για να πιάσω αυτό που έμελλε να γεννήσει αργά και μαλακά, τη νέα ζέστη του μηνός.

Μου πήρε την ιδεολογία, μου πήρε τις αρχές. Δεν πονούσε όπως τις προηγούμενες φορές. Ήταν μια σιωπηλή εμμηναρχή, ένα γλίστρημα από τα εκεί στα εδώ.

Από γυναίκες σαν αυτή γεννιούνται μόνο απαντήσεις.

Delirium σκέτο

τρικυμία αδιαπέραστο σκοτάδι πυκνότατη βροχή
τραμπάλα σε μια σκάφη χωρίς κουπιά χωρίς φανάρι
ο Χριστός κατέβηκε και μου'δωσε φωτιά νερό κι ένα τραπέζι
-Γιατί με βοηθάς; Υπάρχουν πολλοί καλύτεροι από μένα.
-Το μόνο που έχει σημασία είναι να μετανιώνεις.
















?

Som regel

“'You have to let other people be right' was his answer to their insults. 'It consoles them for not being anything else'.” 


















Wêr wennest do dan?

ή Όταν το ομολογήσεις, παύει να είναι σύμπλεγμα

Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής περιμένοντας τη φουσκονεριά να πλύνει τα ζουμιά που καίνε τα πάντα εκτός απ'τα οστά, ποιο ταξίδι απέτυχε απ'όλα;

Το δεύτερο νησί: εκεί που η λάσπη κολλάει στις πατούσες και κάθε βήμα βεντουζώνεται στη γη, εκεί χώνοντας την παλάμη στο χυλό δεν ήξερα τι κρυβόταν από κάτω, ένα σκουλήκι, ένα φαγωμένο χτένι, μια δράκαινα, ή απλά μια σούπα σαπισμένα φύκια. Το νερό με περίκλειε σφιχτά και σκοτείνιαζε αμέσως. Η θολούρα γύρω ήταν μια πρόσοψη θανάτων. Τα ψάρια που ενδιαφέρονται μυρίζουν αν ματώνεις από δεκατέσσερα μίλια μακρυά, τα ψάρια που ενδιαφέρονται βρίσκουν γρήγορα τα κουφάρια. Από το ύψωμα η θάλασσα φαινόταν εξωτική σαν καλλαΐτης. Από κοντά ήταν όπως οι αιθέριες γυναίκες, πυκνή, αδιαπέραστη. Το σύγκρυο που μ'έπιανε μόλις μου'γλειφε το λαιμό μου έλεγε χωρίς να μου μιλήσει πως είμαι ξεχασμένος. Η ομίχλη έκοβε τον κόσμο καθαρά, και δεν υπήρχε άλλο νησί, άλλη στεριά, παρά εκείνη η σταγόνα στενοχώριας. Και δεν υπάρχει άλλο νησί, άλλη στεριά... Το χνούδι των καρπών μου και των εγγύς φαλάγγων έλαμπε όταν στεκόμουν στον ήλιο, σχεδόν σα να κόστιζε κάτι, όμως πιο ακριβό ήταν το αλάτι απ'όλα. Το μάζευα στην πετσέτα, μου το νόθευε το χώμα και λυπόμουν, και λυπόμουν.

Το πρώτο νησί: έχω άλλοτε γράψει άλλα γι'αυτό που δε θα μπορέσω ποτέ ξανά να φτάσω, που σήμερα όταν θυμάμαι δυσπιστώ, πώς βρήκα τόσες και τέτοιες λέξεις; Πού; Ποιος ήμουν τότε κι έγραψα, και είπα, και σκέφτηκα αυτά; Στη μεγάλη παραλία με τη "ζαχαρένια άμμο" (εδώ παραθέτω τον ίδιο μου τον εαυτό) ξαπλώσαμε, ο φίλος μου κι εγώ, ανάσκελοι δίπλα δίπλα, όπως κάναμε συχνά. Δεν ήταν όμως μια μέρα θλίψης, δεν είχε συννεφιά, δεν έπεφτε ψιλοβρόχι, μα φυσούσε μια ήσυχη πνοή, κι έφεγγε ένα όμορφο καλοκαιρινό φως, και ακούγαμε την άμμο που κατρακυλούσε από τους αμμολόφους, και τις φτέρες της αρμύρας, και το κύμα εκείνο το βαθύ, το κύμα της ανοιχτής θαλάσσης. Τότε μου είπε κόπηκα στη γραμμική άλγεβρα (ik hab V-Algebra nicht bestanden), η πρώτη από πολλές φορές, και τα μαλλιά σου μοιάζουν με κριθάρι την ώρα της δύσης (dein Haar sieht wie Koarn bei Sinneundergong aus). Γέλασα κοροϊδευτικά κι έκαψα μια τούφα με τον αναπτήρα, δε θα ζούσα στην παρένθεση μιας γλυκερής ταινίας. Πιο δίπλα ένα τεράστιο γλαρί έσκουζε kruwwk, kruwwk. Αν δεν κάνουν οι άνθρωποι το σπίτι, το κάνει η μαρτυρία. Η θάλασσα εκεί δεν ήταν χωρισμός. δεν ήταν τιμωρία.

Εικοσιοχτώ χρόνια ήμουν ερωτευμένος με το νησί. Εικοσιοχτώ χρόνια!

Wêr wennest do dan?
Στην κοιλιά μιας φάλαινας στην άμμο μιας ρηχής ακτής.


O, mam an aatj sat uun de blä dörnsk bi de letj trinj boosel
an iidj marig an braaset eerpler mä kniiwer, furken an skaaia...