© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Ρηάλιτυ τσεκ

Είμαι ζωντανός.

Ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα με τα πόδια διπλωμένα. Ο καπνός κάνει ομίχλη, δεν είναι το κατακάθι του καιρού. Βήχω. Οι στάχτες φυσιούνται κι έπειτα πέφτουν πάνω μου σα σκόνη.

Όταν σκέφτομαι το Σλέσβιχ Χόλστειν κάτι σταματάει εντός μου και ιδρώνω γύρω απ'τα νεφρά. Αυτό λέω είναι έρωτας που δεν περνάει ποτέ, όλα τα άλλα είναι χλωμάδες.

Θ'αλλάξω ένα κολλημένο λεβάην στη γριά που πέθανε πριν δεκαπέντε χρόνια, θα σκίσω με το καλώδιο τις συμφύσεις του χοντρού που πέρασε γονόρροια, θα κάνω τσαπατσούλικες αλλαγές με ένα χέρι στις κατακλίσεις των εγκεφαλικών, μακάρι να είχα νοσοκόμα δίπλα, μακάρι να είχα μια αδερφή να με σκουντήξει, αλλά θα είμαστε πριβέ στο δωματιάκι, θα είμαι λόν ρέηντζα και άντε να γαμηθείτε, εδώ παραληρώ εγώ και ο θεός μου, εγώ και ο νεκρός μου (και το φάντασμα μιας θυμωμένης προϊσταμένης: Είσαι ο πιο ανίκανος γιατρός που έχω δει στα τριάντα χρόνια που δουλεύω! -Είναι που δε φοράω σταυρό. -Δε ντρέπεσαι;). Δε ντρέπομαι σταγόνα.

Οι ενδοφλέβιες φεύγουν πιο αργά από τις ενδομυϊκές αν είσαι αγχωμένος. Πάνω στην ώρα που θα'χει δουλέψει η προνάρκωση φοβάμαι συχνά μην ακουστεί ένα σκονταμμένο σε έχω απατήσει, και πέσει παγετός στο χειρουργείο για μια στιγμή, από τα μπουτοκώλια του ασθενούς θα πω κι εγώ, κάποιος θα πει τη βάψαμε όλοι κερατάδες εδώ μέσα, κάποιος άλλος θα γελάσει, μεγαλώστε επιτέλους αυτή πρέπει να είναι η αναισθησιολόγος που έχει βαρεθεί τις μαλακίες απ'το πρωί, η ξεαποστείρωτη θα μας βάλει από μια καραμέλα στο στόμα, τα νύχια της θα είναι βαμμένα χρυσά, δέκα ώρες μετά στου ημιωρόφου για κατούρημα θα πω στον Α. μαλάκα, νομίζω θα λιποθυμήσω, κι αυτός θα με ρωτήσει θέλεις να σε κρατήσω; -Όχι, απλά ήθελα τόσο πολύ να κατουρήσω. 

Θα μου λείψετε όλοι και για πάντα
εύχομαι να σας ξαναβρώ. Στην πραγματικότητα έχω χαθεί απ'τους απανταχού ημιωρόφους. Θα μου λείψετε πολύ. Μου λείπετε πολύ. Ηλίθιε, μην ξεχνάς, δεν αξίζουνε τον κόπο. Ηλίθιε, μην ξεχνάς πόσο ηλίθιος είσαι.

Προχτές κοιμόμουν κι ήρθε ο Θεός να με βρει να μου μιλήσει
-Τώρα πρέπει να σου δέσω τα χέρια,
Του τα έδωσα υπάκουος και μου τα'δεσε χιαστί σφιχτά όπως με είχε ενημερώσει. Όταν ξύπνησα ήμουν στα σοβαρά χειροδεμένος, αυτό είχε συμβεί. Αν δεν είναι μήνυμα ξεκάθαρο αυτό, τότε τι; Ο Θεός δεν έχει ποτέ τίποτε να πει εξόν αν σε δει στη λοξοδρομία... κι αν αρχίσει να σ'αγγίζει, η κρίση σου σε έχει εγκαταλείψει, ξέρω απ'αυτά, είμαι γιος ψυχιάτρου ακόμα.
Αν λέω πως είμαι συνέχεια στην αρχή, κανένας δε θα πάρει πρέφα τι συμβαίνει (πως φεύγω από τα λογικά, πως έχω γλιστρήσει). Συνέχισε έτσι αγορίνα, παίνεμα ή ειρωνεία πάνω στο γαμήσι; Δεν ξέρω αλλά εγώ πέρασα καλά. Έφυγα απ'το σπίτι της κατά τις έντεκα το πρωί. Έσερνα τα πόδια μου και θαύμαζα τα παπούτσια μου περνώντας έξω από τις καφετέριες κρυμμένος στα μαλλιά σα μοναχός κρυμμένος στην κουκούλα, ο λαιμός μου ήταν όλος μια μελανιά, τι να πω για τις μοναχικές διαστροφές που δεν έχουν δοκιμάσει στο μοναστήρι, το σχοινί και το σαπούνι, πόσο πιο ηλίθιος είμαι τώρα; Δέκα δευτερόλεπτα σκοτάδι λιγότερο λαμπρός; Δεν είναι γεγονός, δεν έχασε κανείς, ή έτσι λένε;

Πιάστηκα για ξύλο με τον βρωμιάρη που μου'ριξε κατακέφαλα μια ψιλή επειδή γέλασα όταν η μάνα τον είπε κλεφταρά, ήθελα να του σκίσω μουνί με δυο σχισμές, αλλά πρόλαβε με τράβηξε και μου'σκισε το μανικετόκουμπο, μπορούσε να με ρίξει κάτω με δυο χτυπήματα στο στέρνο, μπορούσα να του χώσω από δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι, αυτά λέω είναι αντρικές δουλειές, το φούσκωμα του παρασαγονιού, το κόασμα και όλες οι άλλες συνήθειες των βατράχων, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που σε αντρώνει είναι η χασούρα που σου δίνεται με όποιο τρόπο αντέχεις να την πάρεις και στο τέλος σ'αφήνει ανίκανο για μήνες

γαμώ!

Skype calls

-Τα γερμανικά σας ακούγονται σαν να'στε απ'το Στέττιν του 1929... τότε που ήτανε δικό μας.
Χαμογέλασε ζεστά, χαμογελάσαμε μαζί.

Το ηλιόφωτο έπεφτε στο κούτελό μου και φαινόμουν γνωστικός. Μ'έβλεπα στην αναπαράσταση της προβολής μες στην οθόνη, κάτω από το Λαρς. Αυτός ήταν στην ώρα του παρελθόντος μου, ξερακιανός, με μάγουλα αλαβάστρου και αρχόμενη ξανθωπή καράφλα. Από το παράθυρο του γραφείου του φαίνονταν τα κολωνικά σύννεφα της ανοιξιάτικης βροχής. Από το ραδιόφωνό μου έπαιζε η βραζιλιάνα Λούσυ, αλλά έφτανε σ'αυτόν σαν νοτιοευρωπαϊκός απόηχος. Δεν ήθελα να φανώ πιεστικός. Καθάρισα όσο μπορούσα την προφορά μου, προσπάθησα να θυμάμαι να μην καταπίνω τα -e- στο τέλος των ρημάτων και ν'αφήνω τα -g- να χύνονται και να γίνονται φωνήεντα. Τα μάτια του ανάρρωναν από το θέαμα κάτω από δυο συμπονετικά φρύδια σαν σκυλιού. Αν μπορούσα να τον φτάσω θα τον έπιανα από το γαλάζιο του γιακά, θ'ακουμπούσα το λευκό μου κούτελο στον ώμο του και θα φώναζα σκυμμένος hilf mir. Ήμασταν τυχεροί που δεν μπορούσα να τον φτάσω. Τα δυο χιλιάδες χιλιόμετρα ξαφνικά αποχτούσαν νόημα. Έκανε χιούμωρ όπως συνηθίζεται στην πατρίδα, χωρίς ούτε υπόνοια γέλιου. Το δεχόμουν εξίσου σοβαρός, κι έμενε ανομολόγητο όπως πρέπει. Η ελληνική διαχυτικότητα μ'έχει πεθάνει στην αμηχανία. Κοιτούσα τα μαλλιά του, τον αδύνατο λαιμό του πάνω από τον κόμπο της γραβάττας με τις ρίγες. Αυτός μιλούσε με τις λέξεις γλιστερές και διαυγείς, όπως επιβάλλει η ομοσπονδία, κι έκρυβε επιδέξια την καταγωγή του. Του έγνεφα γιατί πρόσμενε να του γνέψω, και του έλεγα ja, ja, αλλά σκεφτόμουν εκ παραδρομής jeg, jeg. Η αντανάκλαση του ήλιου στο απέναντι ντουβάρι μου'φερνε δάκρυα εγκαυματία. Ο Λαρς είχε κόρες μυδριασμένες κι έτσι μου φαινόταν ακόμα πιο παρήγορος. Τον έβλεπα να μ'ακούει να λέω το war waaah και ν'αφήνω όλα τα -o- κλειστά, δε γαμιέται, σκέφτηκα, δε γαμιούνται και τα ορθάνοιχτα -ο- στη χώρα που μ'έχει καταπιεί. Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να μ'έχει πονέσει πιο πολύ. Ο Λαρς αντιπροσωπεύει όλα όσα δε με πάτησαν με το άρβυλο στη λάσπη. Του χρωστούσα. Ακόμα του χρωστώ. Όχι λεφτά, κάτι χειρότερο. Χάρηκε που με είδε. Υποσχέθηκε να προσπαθήσει.
-Für dich werde ich mein Bestes versuchen. 
Ναι, πέρασε παρέα με τον οίκτο του στον ενικό. Με χαιρέτησε ευχόμενος να'χω καλή υπόλοιπη ημέρα. Τον χαιρέτησα ευχόμενος εις το επανειδείν. Έπειτα το ξανασκέφτηκε, και πριν κλείσει, μου'στειλε ένα γλυκό γλυκό μελένιο wiedasehn. Δεν του είπα που ετοιμάζομαι να πάω. Η ίδια η φράση μου καίει το στόμα. Τα χέρια μου τρέμουν μόλις κουραστώ. Παίρνω μισό ιντεράλ και στρώνω, τουλάχιστον προς το παρόν. Κάθε μέρα με βρίσκει λιγότερο από χτες. Όπως ο Ροβινσώνας τις μέρες της μεγάλης βραδείας δυστυχίας του ξάπλωνε μπρούμυτος στο βούρκο, σα να'πεφτε χλιαρός σε χλιαρό νερό, έτσι ξεφτιλίζομαι κι εγώ με τα πόδια μισοχωμένα στην άμμο του ΘΕΡ - ΜΑ - Ϊ - ΚΟΥ. Κι είναι κι αυτό το κωλολάμβδα που δε φεύγει, παχύ σαν κοροϊδία.

But then it passed, as all things do

My less than skin dressed in these works
Damn your God, you said.

Bris milah of the tongue
who will wash the pride off that?

---

We've faced each other hole to hole
now play along

I'm not dry from anger behind the wall
our lands are not cascading.

---

The tail of the day is blinding
there is a never-ending death in the room.

Damn my God well then
damn yours too.

Απογραφή

Τα τραίνα το '43, ο Μίκλος με τα στρογγυλά γυαλιά, η φωτογραφία πάνω από το τζάκι,
ο Αλ-Σισανί και τα σαράντα χρόνια του στους έντεκα ανάμεσά μας μήνες, η σκόνη της ερήμου,
οι βελόνες του πλεξίματος που είναι ακόμα εκεί, το περιοδικό με τις παλαιϊκές φωτογραφίες,
η Δυτική Γερμανία, τα παράπονα για τις δίγλωσσες ταμπέλες στο Κράης ΝΦ, το τείχος, οι γιορτές

τα γαλλικά άνευ διδασκάλου, η μεταπολίτευση, οι φυγές στο Ισραήλ, τα ουέβος αμινάδος
η ανατομία του Σάββα, η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ, τα βινύλια, το Ντόκκουμ
το έγκαυμα τριβής απ'το χαλί στα γόνατα, ο ήλιος, το χιόνι στα περβάζια
ο Χέλμουτ Κολ, οι αυτονομιστές, η Ολυμπιακή, τα καλοκαίρια, η Βοσνία, οι Βόλβες, ο Σταυρός

το Όσλο τους χειμώνες, οι βαπτιστές, το ταβάνι με την τρύπα στο σοβά, το σύνθημα,
η Άμπεντμπλαττ, η Καθημερινή, το ανηφοράκι, ο θερινός σεισμός, η Επανωμή,
το φέρρυ, το Κουξχόμπεν, τα άλογα του σάντεκ, η κόρη του, τα κροκολούλουδα στο Χούζουμ,
τα ελάφια, οι καραμπίνες στη ντουλάπα, η σκοποβολή, η κρεμάλα του Σαντάμ, η πρώτη ιδέα,

η πρώτη ενοχή

οι μεμπτές πρακτικές, η μικροαστική κακονομία, η δοκιμασία των στεφανιαίων,
η ατέλειωτη συνέχεια, το όργωμα του κορμιού, οι γνωστοί από το Μπάγιερν, η αληθινή ζωή με προφορά,
όλα τα μυστικά στα ελληνικά, η συνείδηση βουβή, τα λόγια του στόματος ένα και δυο,
-Πώς είστε σήμερα;

μα ασύνετη γραφή σαν ξερατό, αναπαραστάσεις σαφείς και ζωντανές, ο τίτλος ακορνίζωτος,
-Wir sollen uns nicht wieder sehen.
-Also, auf Nimmerwiedersehen.
-Ganz ehrlich, das könnte ich nicht aushalten.

ο νέος παλιός εχθρός μας το Ισλάμ, η φλόγα του όρους στη σχολή, ο γέρων, οι πιστοί,
τα χρόνια της μοναξιάς, το καλό χέρι, το σερί, οι κοτρώνες στου Παπά Νερό,
το δάσος, η καύλα σαν τη μύτη του Πινότσου, οι κατ'ώμον που έκαιγαν φωτιά, το τάληρο,
η Βαλπουργκίσναχτ, το Σαβουότ, ο παγετός στη στροφή του Φιλύρου, η θέα το Δερβένι πιάτο,

η νύστα στις σαφηνεκτομές, τα Σωλ, τα Κροκς, τα πράσινα, τα μπλε, τα άσπρα των αδερφών,
οι εφημερίες, το εφημερείο, η ανάκλιση, το τσιγαράκι στα κλεφτά, οι κάλτσες του Αποστόλη
-Τι κάνεις ρε; Στο μαξιλάρι μου;
-Έλα ρε Φ. μην τρελαίνεσαι!

-Μ'αυτές δεν μπήκες στο πλαστρόν;
-Ναι φητ φερστ βούτηξα στην κοιλιά! Άσε με νυχτιάτικα, όρεξη έχεις.
-Κι όλη η σκόνη που μάζευες στα ΤΕΠ;
-Θα σ'αφήσω να την κοιμηθείς στο μαγουλάκι.

ο καραφλός, η νεαρή, το νταλαβέρι μεταξύ τους, η αργή δουλειά, τα αργά λεφτά, η χασούρα,
η κυρά, η αλλαγή πορείας, το χαρτομάνι, οι ώρες στα βιβλία, οι ερευνητικές απάτες,
ο Μ., η συγκατοίκηση, ο απόπλους από τη νότια προβλήτα, το δημοψήφισμα, η παγωμένη κάρτα,
οι αυγουστιάτικες βροχές, ο Α. στο μηχανοστάσιο, οι πατούσες, ο μουσαμάς, το βούτυρο το πρωί,

η φάλαινα που φάγαμε λαθραία στο Μπρύγκελοφτ & Στούενε, ο γεροπρόεδρος του ΙΤΦ,
-Siehst du das? Siehst du hä?
-Ja ja, seh ich's.
-Eine Griechin in Piräus... eine Griechin. Sie biss mich! Außergewöhnlich sind die griechischen Frauen, sie sind außergewöhnlich, du weißt es doch besser... Wie könnte ich sie nur vergessen? Ja... Piräus... in den Siebzigern. Piräus! Viele Jahre sind vorbei. Aber die Narbe bleibt für immer, bis den Tod.

η Μ.Λ., το ραντεβού στις καραβέλες, η νορμανδική ακτοπλοΐα, τα πρόσφατα, τα παλιά,
η καρδιακή λιποταξία, το ναυτόπαιδο, το πουκάμισό του, ο Χ.-Μ. Ταρρίο, το πεντακάβαλο,
το δώρο του την Κυριακή, ο καθεδρικός ναός, τα αγάλματα το βράδυ, αυτή κι αυτή η αυτοκτονία,
οι γλάροι που γελούν, η συντροφιά της αγρυπνίας, η μόνιμη φυγή

το χτες, το εχτές, το χθες, το εχθές (που δε μπορώ πάντα σωστά να πω)

ο γυναικωνίτης απέναντι από το Χαμάμ, το μαρμάρινο τραπέζι, τα ελαστικά κρόσια, το βράγχος της φωνής,
ο σουτιές από δαντέλα βραδινή, το άνοιγμα στο φουστάνι, η τυπική συνάντηση,
-Δε μπορείς να αγαπήσεις. Δεν έχεις την ικανότητα αυτή.
Με το πρώτο τέταρτο του αιώνα άρτι τελειωμένο, ακούστηκε δραματική. Ξεχείλιζα αμηχανία απ'το τέλος ως πίσω στην αρχή. Αν δεν ήταν τόσο σοβαρή, θα ακυρωνόταν ως κοπλιμέντο. Αλλά ήταν μια παρεμβολή ανάμεσα στο ένα γέλιο και στο άλλο, μια σφήνα μες στ'αυτί. Με λυπόταν. Μου φάνηκα θλιβερός για λίγο, αλλά μετά το ξανασκέφτηκα. Δε γίνεται να τα μπορεί κάποιος όλα, και είναι τόσα πολλά αυτά που δε μπορώ, ανάμεσα κι αυτό.