© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Soap opera truths


 

I put my soap on, the tea in the enamel cup is coming up to the lip, then disappearing, then coming to the lip again. A stray pen is rolling back and forth, stopping at its holder. Late summer weather. The silhouette of the castle of Dunnottar could show any minute now, every minute now. Yet the only thing to be seen is a vague horizon, marinating in its own sweat. We'll roll and then we'll yaw, we'll dance on the water, whatever's customary, but we'll never reach the other side. The berth is fixed, the world might be moving but I'm surely not. Stonehaven will remain a ghost, and we'll stay where we must, by the oil fields.

No one can beat me at the sport of reticence, but give me a spark and I'll make you glisten with shame. Gunpowder tea with a dash of milk from the can, the moustache takes a dive, the pen rolls off the desk onto the floor, it could be easy like that, but you are so stubborn, who'd dare stand in your way? You struck me like lightning, I made you ruin your life, a man of his word. Now I'm near Gannet and you're out there in the mud, standing in my unorthodox footsteps, where the receding waters revealed the fallen crabs and jellies. I think of you in every language I know. I think of you in my flesh, there's no thought to this thinking.

Μ Ε Σ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ο

גלות

Το ικτερικό φως κάνει τα μαλλιά του να μοιάζουν με φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Η πόλη και το βράδυ της. Τα πετσιά μας γυαλίζουν. Η άσφαλτος είναι μαλακωμένη. Δεν κουνιέται φύλλο. Τον ακολουθώ, με οδηγεί πέρα από τον κεντρικό. Τα κτίρια πυκνώνουν, οι αποστάσεις μεταξύ τους μικραίνουν. Κάτι σοκάκια που δε μπορείς να τα ξεχωρίσεις από πρασιές και πισωαύλια, με τα λεχρά ρυάκια τους στην άκρη του τσιμέντου.

Είμαστε σε ένα δωμάτιο που βλέπει το άλσος. Ο ουρανός χτυκιάρης, άναστρος, χαμηλοκώλης και βαρύς, και το άλσος σαν μελανιά μες στο σκοτάδι. Τα πόδια του κρεβατιού είναι στραμμένα στο παράθυρο. Αυτός μισοξαπλώνει πάνω στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μαξιλάρι στον τοίχο. Το στρώμα είναι αρχαίο, από εκείνα που σε καταπίνουν. Γονατίζω στην άκρη και βρίσκω τις τάβλες κατευθείαν.

Η κλεισούρα του δωματίου περνάει στο παρασκήνιο. Το ντουβάρι πίσω από το κεφάλι του είναι γκριζωπό, δεν ξέρω αν είναι από βρώμα ή επειδή δεν καλοβλέπω. Μυρίζει πευκίλα στον καύσωνα, ρετσίνι και οινόπνευμα. Μυρίζει κάτι αποστειρωμένο, όπως οι καλές γωνιές του νοσοκομείου: το γραφείο της Σάσι της νευροοφθαλμιάτρου, το παρασκευαστήριο της κλινικής, το δωματιάκι των μικροσκοπήσεων, η βιβλιοθήκη. 

-Είναι ώρα να με φιλήσεις, δε νομίζεις;
Είναι ευπροσήγορος και ήρεμος, χαμογελαστός. Το σκέφτομαι και δε διαφωνώ, ναι, είναι ώρα να την κάνουμε τη μαλακία, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
-Ναι, αφού φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Προσπαθώ να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Πιάνω το μάγουλό του αλλά δεν αφήνει καμιά αίσθηση, η αφή μου κοιμάται, φυσικά. Πρέπει να μου θυμίζω πως ονειρεύομαι. Αλλά τα χείλια του είναι πολύ δροσερά, πολύ λεία, χαμογελάνε ακόμα, τα νιώθω με ακρίβεια, και δεν ξέρω τι σκατά παιχνίδι παίζουμε η αφή μου κι εγώ. Μετακινώ το χέρι μου, και τα μαλλιά του ακουμπάνε στα δάχτυλά μου, είναι υγρά. Φυσικά και είναι υγρά, αφού ονειρεύεσαι. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι φυκιάδα λιμνοθάλασσας. Φυσικά και είναι υγρά, αφού είναι μούσκεμα στον ιδρώτα.
 
Σκέφτομαι τους κάδους κάτω στο δρόμο, με τα τσίγκινα κεπέγκια τους ανοιχτά, κάδοι παλιού τύπου, ασήκωτοι, τις ψωριασμένες γάτες να κάνουν ανασκαφή στα σκουπίδια, σκέφτομαι το βόμβο της ησυχίας, τη γυαλισμένη άσφαλτο, το βήμα μας, και ξαφνικά δε σκέφτομαι άλλο, φούσκο στο δόξα πατρί, το άλσος μελανιά, η ζέστη του κορμιού του. Ο πυρετός του θέρους. Οι πόλεις γίνονται όλες κόρες της ίδιας μάνας τέτοιες νύχτες.

Το κρεβάτι βρίσκει στο ντουβάρι, νταπ νταπ νταπ, το στομάχι του κάνει γκλουπ γκλουπ, τα χέρια μου ιδρώνουν κόντρα και όταν τ'απομακρύνω αποκαλύπτεται πως το χρώμα είναι βρώμα που ξεβάφει στις παλάμες μου. Τα σκουπίζω απ'τη χακιά πόλο του και του ρίχνω μια στο στήθος χωρίς να το εννοώ. Είναι εύθυμος, νομίζω τον διασκεδάζω, όπως είθισται αυτός που χώνει είναι ο γελωτοποιός, αυτός που τον παίρνει είναι ο γαλαζοαίματος, μένει να φανεί αν θα νέψει στους φρουρούς να μ'αποκεφαλίσουν.

Πίσω από την πλάτη μου πάνω απ'το άλσος παίζουνε σαν σε γιγαντοοθόνη οι ταινίες της ρουτίνας, η τιμωρία μου απ'το Θεό, ο γέρος σε παροξυσμό οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λαμπόγυαλο, έχει ξηλώσει καθετήρες και ορούς και τα έχει κόψει κομματάκια, έχει διαλύσει το κρεβάτι, έχει σπάσει την αναπηρική καρότσα, γλιστράει στους ιδρώτες του, ο Λούκας κι εγώ τον αρπάζουμε, χέρια αυτός, πόδια εγώ, η Σουζάννε του καρφώνει το αλοπεριντίν στο μπούτι, Κάν'του κι άλλη μια! Άλλη μια! Η βετεράνα νοσοκόμα οπλίζει γρήγορα, ο γέρος γαυγίζει σαν μπαμπουΐνος, δυο νέοι άντρες και ίσα που τον κρατάμε ένα πουρό ενενήντα παρά, καίει την κηροζίνη της τρέλας, είναι τούρμπο, νιώθω κάτω απ'τη λαβή μου ένα κρακ, η κνήμη του σπάει, ο Λούκας με κοιτάει έντρομος, κρακ, ο γέρος ούτε που παίρνει πρέφα, τρελόγερε να σου γαμήσω, ο πυρετός του θέρους, ένα γνήσιο παραλήρημα. Απ'το διάδρομο η Ίμπεν μου κουνάει κάτι χαρτιά, πότε θα γράψετε τις συνταγές για τα εξιτήρια γιατρέ; Όταν τελειώσουμε με την ελληνορωμαϊκή πάλη. 

Τα χέρια του στ'αυτιά μου, ακινητοποιεί το κεφάλι μου, με κρατάει σταθερά.
-Πού είσαι; Ε; Εδώ! Εδώ. Εδώ είσαι. Εδώ.
Εδώ, στα εμπριμέ σκεπάσματα, με το μισό κώλο έξω, στηριγμένος στο στήθος του επειδή δε θέλω το ντουβάρι, εδώ στη ζέστη.
-Έτσι μπράβο. Το βλέπω στα μάτια σου όταν δεν είσαι εδώ.
Κάνω πίσω, η ζώνη μου βρίσκει στο ζυμαρόστρωμα και βγάζει ένα δειλό κλανκ. Ψαύω τα δροσερά του χείλια, τη γλώσσα του, τα δόντια του, εμφανίζεται κάτι κοροϊδευτικό στο πρόσωπό του, το βλέπω δια της αφής πριν το δω κανονικά, τραγουδάει.
-There's a lucky man who'll take you far away, so very very far away,...
Γελάω ρεγχάζοντας σαν γουρούνι και δε με ξυπνάω, άρα δεν κοιμάμαι, αυτός τραγουδάει πιο δυνατά. Δεν ήρθε οξέως η κολούμπρα. Πρώτα μας χτύπησε ένα βέλος διαμπερώς, μας χτύπησαν οι υπερωρίες, μας χτύπησε το θερμό κύμα απ'τη Βρετανία σαν καυτό σεντόνι, μας χτύπησε το υδρόμελο απ'το πανηγύρι του Οέρμπεκ, κι έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.



Ο σινεμάς της φυλακής

O λόφος κυλάει σαν διάδρομος κάτω από τα πόδια σου κι εσύ τρέχεις, τρέχεις, τρέχεις. Οι ιδρώτες πιτσιλάνε τον ιμάντα, απάνω ένας ήλιος ανελέητος σαν λάμπα σε αίθουσα ανάκρισης. Τα παπούτσια έχουν ξεσολιαστεί και κρέμονται απ'τους αστραγάλους. Οι τσέπες είναι βαριές και κουδουνίζουν, τα εργαλεία της δουλειάς χορεύουν και αποδράνε, τα ακούς που τα παίρνει η κατηφόρα, αλλά δε γυρνάς να δεις, συνεχίζεις να τρέχεις.

Το πορτάκι του κουρδιστού ρολογιού είναι ανοιχτό, μέσα φαίνεται ο μηχανισμός, ένα δαχτυλίδι γράφει μισή στροφή δεξιά μισή αριστερά και χτυπάει τα δευτερόλεπτα, οι νύχτες γίνονται μέρες και πάλι νύχτες, το φυσικό λιπαντικό οξειδώνεται και γίνεται δηλητήριο. Το ρολόι χάνει πέντε λεπτά στο εικοστετράωρο, και ένα χέρι ανοίγει το πορτάκι και σπρώχνει το λεπτοδείκτη κάθε πρωί πέντε λεπτά εμπρός, και το δαχτυλίδι γράφει μισή στροφή δεξιά μισή αριστερά σαν βετεράνα μπαλαρίνα και τα δευτερόλεπτα μένουν πίσω όπως οι γραμμές στην άσφαλτο όταν οδηγάς το βραδινό Αμβούργο Βερολίνο.

Μες στο κεφάλι σου παίζει χωρίς διακοπή ο σινεμάς της φυλακής, τα φαντάσματα που στέλνει το αίμα σου για την παρηγοριά, μορφές που αλλάζουν σχήματα και χρώματα σαν πετρέλαιο στην επιφάνεια του αρμυρού νερού, έναστροι ουρανοί, το ροδομάγουλο φεγγάρι, σκυλιά με γυμνωμένα δόντια, φυλλωσιές που τουρτουρίζουν, η μουσική των σκοταδιών. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο κελί παρά εσύ που τρέχεις κόντρα στην ατέρμονη ανηφόρα. Δεν είσαι εδώ για να συνετιστείς, είσαι εδώ για να πεθάνεις.

Giltinė

You are to live this life in spite of death
and when you've known pain
you are to die this death
in pain unknown

You are to live this life ruled by the Judge
and by death's long hand
you are to be free by decree
a sentence served

From the creative process


Like taking a picture while taking a shit.
Behold.

05.07.22

“Who said that love was fire? 
I know that love is ash. 
It is the thing which remains 
when the fire is spent, 
the holy essence of experience.”

— Patience Worth

And something bland along the lines of:

Πίστη στις καρωτίδες
πίστη και στις σφαγές
πόδια λεχέμ μισνέ
το αλάτι του ιδρώτα

η καρβουνιά του κόπου
το ήσυχο βράδυ
το μόνο καταφύγιο 
η γωνία του ακρωμίου

τα σώματα άδεια σε παράταξη
ξεχασμένα απ'το θεό
ώσπου ήρθε η μεγάλη φωτιά 
κι έγιναν όλα στάχτη.

I'm a headless captain steering a sinking ship. I can't shed this feeling that I've been living on borrowed time since that summer day of 2017, when I tied a noose around my neck with a fabric belt that had been left in my apartment in a sleepy town in south-west Denmark, walked out to the hallway, picked a spot along the railing of the staircase and tied a boom hitch knot. I lowered my body as I had done many a time before. It's called partial hanging in forensics. The partiality refers to the body not losing contact with the ground, thus not being completely suspended by the neck, something I am experienced at. But this was not with intent to cum harder, it was with intent to die; and it would've done nobody any good for me to die inside an apartment, rotting in the summer heat till I be found, all too late, a vile meaty mush. No, it had to happen somewhere more public, so I'd be found fast, shipped to Germany and burned. When I relaxed my back the belt stiffened around my neck for a familiar long moment before it snapped. Funny thing I was already hard, diligently conditioned through the years. But I was not yet gone. That was not a turning point. It was a ghost death. Not because of hesitation, but of mere material failure. The belt had choked me before, of course; it was material fatigue. I sat still for a few minutes, drenched in greasy misery, a sad excuse for a man, a fucking wimp. My defiance was spent, there was nothing left in me that would make me go for it again for good, I was a lich, something more wretched than just dead. Then I got up, went back to the apartment and time evaporated until I was woken by the phone ringing the next day, first of August 2017. They had been calling from the hospital, asking whether I'd show up for the shift I was two hours late for. I said no, I was pretty hoarse, I said I was down with a bad cold. Make sure this does not turn into a repeat offense, or else you will be fired. All my days since have been on a theoretical timeline, that was not supposed to be. It is, too, part of the creative process, part of a gray biography of some man. Read on:
some man who is prince to some.

Oderint, dum metuant

You can put your strength down. I'm sitting here with you at your kitchen table. You don't need to say anything.

E. Robinson


1
2
3

Στη φόρα 10

“THE BODY was found
      haloed by flies—& I looked beautiful

in their thousands of eyes.
             Didn’t I?”
 
M. Wasson


Ο Μίκαελ Σ. έχει περάσει τρεις φορές σύφιλη και πέρσυ είχε γονόρροια στον κώλο. Έχει τη γυαλάδα της πολύχρονης οροθετικότητας στο πετσί και η μύτη του στάζει λεπτό ζουμί. Το κασκώλ είναι προσεχτικά διαλεγμένο για να ταιριάζει με το σακάκι και τις κάλτσες, τα παπούτσια είναι βερνικωμένα, είναι καλοντυμένος. Δεν έχει την αγελαδινή έκφραση που έχουν οι περισσότεροι, είναι εύγλωττος και αυτοκαταστροφικός. Ανάταση εκατέρωθεν.

Η μούρη μου στην κάρτα του εργαζόμενου που κρέμεται απ'τη βυζοτσέπη είναι σβησμένη από μίσος. Από κάτω φαίνεται το άσπρο πλαστικό. Ένας ανίκητος εχθρός. Μισοαναίσθητος στον καναπέ και τα σάλια σε σταθερή ροή, είμαι ξύπνιος αλλά με ακούω που ροχαλίζω, οι τραγωδίες ρουτίνας. Φαινοβαρβιτάλη και ουησκάκι σαν καλός αστός. Ο Άλμπερτ πιάνει τη λαιμόκοψη του τησέρτ. Οι μετακαρπιοφαλαγγικές και οι εγγύς φαλαγγοφαλαγγικές του μου ζουλάνε το μήλο του προπάτορος. -Γιατί; με ειλικρινή απορία. Και η γυναίκα θα του πει: -Τα ήθελες και τα'παθες κι εσύ.

Ο Μπεντ Ν. αγωνίζεται λοξά στο κρεβάτι. Αν η κατάντια είχε πρόσωπο, θα ήταν το δικό του. Τα μαλλιά και η γενειάδα γνώριμο κόκκινο σύννεφο και στη μέση ένα χαντάκι απελπισίας. Τι βλέπεις; -Ποντίκια. Παντού. Και τώρα έρχονται κι άλλοι δυο. -Τους ξέρεις; -Όχι. Τρέμει από μέσα ως τα νύχια. Γύρω το σκοτάδι γραμμές από σινική μελάνη και στο κέντρο η σκηνή από εγχειρίδιο του 1800. Σε όλες τις προηγούμενες ζωές μας ήμουν ο γιατρός του και ήταν άρρωστος απ'το ποτό.

Στο σχόλασμα βγαίνω απ'την οφθαλμολογική. Είναι πιο κοντά στα αποδυτήρια. Καπνίζω στο πλατύσκαλο. Από κάτω σέρνει το ηλεκτρικό ποδήλατό της η διευθύντρια. -Σοβαρά τώρα, καπνίζεις; -Έτσι φαίνεται. Καλό απόγευμα. -Καλό απόγευμα. Με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να πυροβοληθώ. Εδώ έγκειται και το βραχυκύκλωμα. Θα έπρεπε να είναι: με αηδιάζει τόσο που με κάνει να θέλω να την πυροβολήσω. Το σφάλμα είναι δομικό.

Μια μαύρη τρύπα που τα εξαφανίζει όλα, ein schwarzes Loch. Ένα απίστευτο κενό, ένα πεινασμένο στόμα, μια πριαπισμένη πούτσα, ένα απλωμένο χέρι, χρεία και επιθυμία. Ο άνθρωπος σε όλη τη σκατένια δόξα του. Το αίμα σαν μικρό ξερατό από τη μύτη ίσα που προλαβαίνω το χαλί. -Κι άλλο. -Όχι άλλο. -Κι άλλο, ανάθεμα! Η γυναίκα με πιάνει απ'τη γενειάδα και μου τραντάζει το κεφάλι. Η λύσσα αραιώνει και ξαφνικά θυμάμαι, υπάρχει και κόσμος έξω από εδώ, έξω από το κρανίο, ο κόσμος: ο απογευματινός ήλιος, η ανθισμένη πασχαλιά, η αύρα από τα δυτικά, ο λαιμός της, οι ώμοι της, τα βυζιά της, τα σεντόνια, το χαλί, τα ρούχα βουνό, η θέση που μέχρι προχτές στεκόταν η ντουλάπα.

Οι γκόμενες βλέπουν τα ωραία μαλλιά και το μηρυκασμό για τέχνη και σκέφτονται θα είμαστε όπως στα βιπεράκια. Η αλήθεια είναι πάντα φανερή, αλλά το μάτι συχνά την παρακάμπτει. Η αλήθεια είναι σκουπιδερή, μελανιασμένη, βαμμένη στη γλίτσα απ'το αίμα, και με τρίχες παντού, τρίχες στο πάτωμα, σε κάθε γωνία, στο φαγητό, στις οδοντόβουρτσες, με πολλά γονατίσματα, με απουσίες και εμμονές, με τις μέρες της καταστολής που τις ακολουθούνε οι μέρες του αποπάτου. Gekauft wie besichtigt.

Την επομένη οι νευροδιαβιβαστές είναι πάντα ζαρωμένοι. Τελευταία ακούω μόνιμα το σφυγμό μου στη μια μεριά. Κάποια απ'όλες τις μικρές κρεμάλες χάλασε τη ροή στη σφαγίτιδα δια παντός. Να θυμάμαι πως είμαι ζωντανός. Τικ, τοκ, το ρολόι της καρδιάς, και χουυ το φύσημα, και τα λεπτά περνάνε, και η ποινή κονταίνει.

Διαβάζω σέρβικες συνταγές από το βιβλίο που έφερε ο Μπέρτι από το ταξίδι του, το εξώφυλλο είναι σκληρό και ματ, με στρογγυλές γωνίες, σαν να αφήνει ταλκ στα ξερά χέρια. Το ψωμί του Αγίου, η συνταγή ζητάει ένα ντεσιλίτρ wholly water, ρωτάω τη γυναίκα μου, τι πάει να πει wholly water, -Αγιασμός, λέει, όταν πιστεύεις ποιος τη γαμάει την ορθογραφία

Δεν έχω ούτε έναν λεκέ, είμαι ανθεκτικός στη λάσπη, με διατηρούνε λαμπίκο τα πλυσίματα, ο μυστικισμός του επαγγέλματος, η ιερή ενδοσκόπηση, γάντια λάτεξ και γάντια νιτριλίου, η στολή και τα ελεεινά της λάστιχα, το ύφασμα που είναι πάντα τόσο αψύ. Η ιστορία του παλιού κτιρίου, ο ξερός αέρας του χειρουργικού τομέα, το κατακάθι του υπογείου, οι φαρμακοκλέφτες και οι φαρμακαστυνόμοι, οι συγγενείς, οι ασθενείς, οι αδερφές, οι προϊσταμένες, το σινάφι το κακοσίναφο, οι τραυματιοφορείς, οι κυρίες της καθαριότητας, η μιζέρια, αυτή η διαβρωτική στάμπα της δουλειάς κρυμμένη μέσα στα καθαρά.

Είμαι κουρελιασμένος, αλλά όχι απ'έξω. Απ'έξω παίζει ακόμα βιπεράκι. Η Ίρμελιν κάθεται απέναντί μου με το μεσημεριανό της χωρίς να με ρωτήσει. Όταν με πετυχαίνει μόνο πάντα έρχεται να κάτσει κοντά. Αν έρθει και τρίτος, παίρνει το πιάτο με τα σαλατικά της και εξαφανίζεται. Την έχω δει που με κοιτάει. Έχει χαμογελαστά μάτια και τους αρέσει να ψάχνουν τα δικά μου. Έχει ψωρίαση, είναι εκείνος ο φαινότυπος με τις συρρέουσες νομισματοειδείς αλλοιώσεις που πάει πακέτο με κάποια υποκλινική ιδρωταδενίτιδα και μαλλιά που δεν ξέρουν αν θέλουν να είναι λιγδερά ή αχυρένια. Δεν έχω δει την πλάτη της αλλά εμφανίζεται σαν φωτογραφία από άτλαντα δερματολογίας στο νου μου, θέλω δε θέλω να τη δω. Είσαι πολύ ανοιχτόχρωμος για μισός Έλληνας. -Υπάρχουν και χλωμιάρηδες στο Nότο. -Σου λείπει φως, λέει, το βλέμμα αμετακίνητο, αντλεί κάποια εφηβική ευχαρίστηση από το θέαμα. Τι λόγος μου πέφτει; Δεν απαγορεύεται να χαζεύει κάποιος τις βιτρίνες.

Περνάμε τα σύνορα και ο δρόμος αλλάζει. Δεν υπάρχει φυλάκιο από Πάττμπουργκ προς Χάντεβιττ, αλλά ξέρω ακριβώς πότε δεν είναι πια Δανία ακόμα και με κλειστά μάτια. Η άσφαλτος έχει αλλιώτικη αίσθηση. Ετοιμάζεται μπόρα. Ο Μπέρτι με αφήνει έξω από την κλινική. Ώρες μετά με παραλαμβάνει εκεί που με άφησε με μπανταρισμένο αυτί. Όταν κουνάω το κεφάλι μου ακούω το αίμα που έχει λιμνάσει πίσω απ'τα γαζοταμπόνια. Du blutest, du blutest unendlich και Wie manches Blut! έλεγε ο Κριστόφ ο ωριλάς και γυρίζοντας στην άλλη μεριά με αγνώριστη φωνή Bitte absaugen, Schwester, weiter, weiter κι όσο αυτός πασπάτευε επικίνδυνα κοντά στο μυαλό μου και η νοσοκόμα έβαζε κι έβγαζε την αναρρόφηση, εμένα ίδρωνε το χέρι μου που ακουμπούσε στο πετσί του τραπεζιού, και προσπαθούσα να θυμηθώ αν ήταν μπλε ή πράσινο ή γκρι και δε γινόταν.

Ο Κριστόφ μου έδειξε το ματσαλιασμένο αυτί στο βίντεο, με ρώτησε αν ζαλίζομαι, μου έγραψε δυο συνταγές και η βλάβη επισκευάστηκε. Πήγα στο dm και μύρισα τα φτηνά αφρόλουτρα, μετά πήγα στο φαρμακείο, όταν βγήκα έξω μύριζε βροχή και όλα ήταν μούσκεμα αλλά ήταν πάλι καλοκαίρι. Στην Τορπέντοστράσε ξάπλωσα ανακουφισμένος, έστω προσωρινά. Πονούσα σαν να είχα φάει κλωτσιά μέσα στο στόμα και από την ευσταγχιανή άκουγα, μύριζα και γευόμουνα το αίμα. Η μούρη αγκριμάτσιαστη και τα ρούχα σιδερωμένα και στεγνά, η αγκράφα της ζώνης γυαλιστερή, μαλλιά χτενισμένα και βουρτσισμένα ενδελεχώς, Encre Noire και αλυσίδα στο λαιμό, βέρα χρυσή και σεβαλιές, what a catch! Μέσα το μαγαζί μπορεί να είναι άνω κάτω, αλλά η μόστρα μόστρα.

Σαβουώτ στο πατρικό

Η πίστη είναι συνειδητή. Μπαίνω στο σπίτι, χαστούκι σε αργή κίνηση η γνωστή μυρωδιά
η σκόνη στα νησιώτικα σπίτια είναι πυκνή γλυκειά και νωπή
τα ντουβάρια το ταβάνι μέσα καινούριο και έξω παλιό
οι πλάκες στο ισόγειο τα σανίδια πάνω
φωτιά στην εστία την οικογενειακή
το βάρος του χρόνου

Ο πατέρας καπνίζει στην αυλή, οι γείτονες τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt
το νησί είναι καταπράσινο κάθε αρμός και ευχή. Χαμηλό αεράκι
η ένθεη επαρχία η φασαρία της σιωπής η ασπίδα του νερού
κρατάω την ψυχή με τα δόντια παντού παρά εδώ
εδώ βουλιάζει στα σπλάγχνα μου
όφις ουροβόρος, τέλος, αρχή
κοινό μυστικό

Ο έξω κόσμος σταματάει στο πορθμείο. Στο νησί φτάνει μόνο μια αχλή
παλιά γερμανικά στο βιβλίο μαγειρικής μια διακριτική μενορά
τα αρχικά της μάνας μου στις πετσέτες αθώο ανάθεμα
το φάντασμά μου απ'το τότε μωρό η ματιά πονηρή
άντρας διάττων, ζενίθ και ναδίρ
ο κυνηγός σημαδεύει
ώρα για προσευχή.








Du Häuschen dort am Bergesrand,
Wo einstmals meine Wiege stand.
So jugendlich und unbeschwert,
Hier lebt‘ ich an des Vaters Herd.

Heut lauter Stimmen fremder Klang,
Wo damals mir die Mutter sang.
Ein‘ feste Burg für mich erbaut,
Wie bist du mir noch so vertraut.

Vor feindlich Welt den Schutz ich fand,
Du meine Heimat – Vaterland.
Oh Elternhaus geliebtes Heim,
Wirst nie mehr meine Zuflucht sein.

H. R. Menzel




Η πίστη είναι συνειδητή. Τη θυμάσαι όταν γονατίζεις. Η μυρωδιά του πατρικού μου με βρίσκει μόνο μια στιγμή όταν επιστρέφω και αστράφει σαν λάμα πριν τη σφαγή. Έπειτα εξαφανίζεται ως την επόμενη επιστροφή. Ο Μπέρτι είχε πει πως όλα μου τα πράγματα μυρίζουν ευγενική παλιατζούρα, ακόμα και αυτά που απέκτησα μακρυά απ'το νησί. Δεν τη μυρίζω ποτέ, μάλλον επειδή τη μυρίζω πάντα. Κάποτε ήμουν καθαρός, αυτό δεν κρατάει πολύ. Σε βρίσκει ο θάνατος και σε σημαδεύει με πυρωμένη στάμπα στο κούτελο. Τη λέρα αυτή θα την κουβαλήσεις δια βίου. Το σώμα πλένεται αλλά το σημάδι επιμένει. 1898, τα ντουβάρια με τα αόρατα αυτιά έχουν ακούσει ιστορίες κι ιστορίες. Ο αέρας αραιώνεται από τότε σταθερά με νέο αέρα, όπως το αίμα αραιώνεται με νέο αίμα σε κάθε γενιά. Η ράτσα ξεθωριάζει. Η τιμωρία είναι διαχρονική, περασμένη σαν σκυτάλη από τον έναν στον άλλον. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή πίσω και καπνίζει. Η μούρη και το στέρνο του είναι ντοματιά απ'τον ήλιο. 

Εχτές έκανα διάλειμμα στη δουλειά και βγήκα να καπνίσω. Καθόμουν στο παγκάκι του πικνίκ εμπρός απ'την καντίνα. Είχε τέτοια όμορφη λιακάδα. Ο Πήτερ ο Αυστριακός, ένας αναισθησιολόγος που δουλεύει μόνιμα στα επείγοντα, ήρθε και έκατσε απέναντί μου. Άναψε τσιγάρο. Είναι απ'αυτούς που κάνουν πάντα καλαμπουράκι με τις νοσοκόμες, αλλά όχι απ'το πεσιματικό, το άλλο, του οικογενειάρχη. Έχει κίτρινα νύχια και λίγα κατσιασμένα σγουρά μαλλιά και λίγη κατσιασμένη σγουρή γενειαδίτσα. Είναι βαρύς αλλά όχι χοντρός ακριβώς. -Ήσουν στο τμήμα όταν πέθανε ο Νταν; τον ρώτησα. -Ναι. Ο ήλιος τον τύφλωνε. Εμένα με έκαιγε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. -Τώρα βλέπω τα πρακτικά του και δεν υπάρχει πια. Αυτό είναι, σκέφτομαι, μια μέρα πεθαίνεις και αυτό είναι. Το χειρότερο όμως είναι άλλο. Δυο βδομάδες πριν το περιστατικό είχαμε το καλοκαιρινό σουαρέ. Ο Νταν μας είπε πως ήταν χωρισμένος με δυο παιδιά. Όταν πέθανε, έπρεπε να πάρω τηλέφωνο τους δικούς του, σωστά; Λοιπόν, δεν ήταν ούτε χωρισμένος, ούτε είχε παιδιά. Είχε μια αδερφή στην Κοπεγχάγη με την οποία δε βλέπονταν συχνά. Αυτή μου είπε πως ήταν πολύ μόνος. Δούλευε, και όταν δε δούλευε έμενε σπίτι και έβλεπε βίντεο για ενδοσκοπήσεις. -Ο φουκαράς, είπα, γιατί δεν ήθελα να είμαι αντιδραστικός. -Ναι. Γι'αυτό εγώ έχω παιδιά. Λες θα έκανε διαφορά; Ο Νταν θα πέθαινε σαν το σκυλί στ'αμπέλι έτσι κι αλλιώς. Ήταν γραφτό.

Οι τουρίστες μαζεύονται γύρω από το εποχιακό παγωτατζίδικο στο βαγονάκι. Μια φωτογραφία στο φάρο και μια στην ακτή, το χρέος πληρώθηκε. Τους ακούω να περνάνε έξω απ'το πατρικό γελαστοί όπως τους άκουγα όταν ήμουν παιδί. Στέκομαι στο σαλόνι και προσπαθώ εις μάτην να δω το μέρος σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μνήμη έχει βελόνες μπηγμένες τόσο βαθειά στο μυαλό μου που έχουν θαφτεί στον πουρέ, πλέον αδύνατο να τις βρω χωρίς να με σπάσω σαν αυγό. Ο πατέρας μου κάθεται στην αυλή και βλεπόμαστε από τα παράθυρα. Καπνίζει την πίπα του έξω και καπνίζω την πίπα μου μέσα. Ο πατέρας κι εγώ, στο σπίτι, στο νησί. Δε θέλω να είμαι πουθενά αλλού παρά εδώ, πάντα, για πάντα. Το μόνο μέρος που ανήκω, το μόνο μέρος που θυμάμαι καθαρός. Κι όμως χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα, εβραίος κοσμοπολίτης, στ'αλήθεια ένας σφιχτόκωλος νομάς. Και χρόνια τώρα τα χρόνια περνούν, και χρόνια τώρα από χώρα σε χώρα ταΐζω τη νοσταλγία μου αίμα. Αυτό που με σπρώχνει να φεύγω είναι ο φόβος του θανάτου.

Οι μεγάλες μέρες, ο γενναιόδωρος ήλιος του Σαβουώτ, το φέρρυ, η θάλασσα σ'ένα κέφι ασυνήθιστο, η άμμος ζεστή, οι παπαρούνες δίπλα στο δρόμο, η βλάστηση φουντωμένη, το αμάξι στο χαλίκι του στάβλου με τις αγελάδες, οι γείτονες που τρέχουν το πριβέ τους Flohmarkt, ο φάρος, οι γλάροι, η άμπωτη, η λάσπη, το νησί, το σπίτι, ο πατέρας κι εγώ, κανένα σπουδαίο γεγονός, καμιά καταστροφή. Όλα κυλάνε όπως κυλάνε, θα φάμε μπαγιάτικο ψωμί και θα πιούμε μπύρα και θα έρθει η νύχτα και θα ακούσω τα κουτσομπολιά της γειτονιάς και θα ακούσει τα νέα του πέρα κόσμου και θα μου πει πως σε δέκα μήνες θα βγει στη σύνταξη κι αυτός, εμπνευσμένος από τον συμπέθερό του (που τον λέει έτσι με χαρά), και θα κατέβει όλο το καλοκαίρι στο Σταυρό να το περάσουνε μαζί, και θα καπνίσουμε πολύ και μετά θα κοιμηθώ στο αρχαίο μου κρεβάτι και όταν ξυπνήσω θα είναι Δευτέρα και θα βρέχει.

Erwartungsgemäß


Because you were foolish enough to love one place,
now you are homeless, an orphan
in a succession of shelters.

L. Glück 

 

Τα άπλυτα υπό μάλης



    Έχω τα άπλυτα υπό μάλης. Πηγαίνω στο κτίριο 100 της πνευμονολογικής για να τα ρίξω στο καρότσι. Το δικό μας καρότσι δεν ξέρω τι απέγινε, λείπει από τη θέση του εδώ και βδομάδες. Η χοντρή κυρία της καθαριότητας δεν είχε πληροφορίες. Ένας ταρίφας κορνάρει μια γριά που περιμένει στη γωνία και δεν τον έχει δει. Κουνάω το χέρι εμπρός από την κλειδαριά αφής. Την εγκατέστησαν όταν οργίαζε η πανούκλα για να μη χουφτώνουμε την παραδοσιακή κλειδαριά, αλλά επειδή την πιάνει η βροχή συχνά δε σε βλέπει με την πρώτη. Στέκομαι σαν σκιάχτρο και αερομαλακίζω την κλειδαριά. Η τζαμόπορτα ανοίγει, τρεχάτα βήματα. Μπαίνω στον προθάλαμο των εξωτερικών της πνευμονολογικής και μαζί μου μπαίνει και η Σουκριγιέ. Καλημεριζόμαστε τύποις ευγενικά. Με βρίσκει η ίδια αίσθηση όπως όταν βγαίνω στο διάδρομο στη δουλειά και βλέπω μια θυμωμένη ασθενή με τη θυμωμένη μάνα της και δίπλα μια απολογητική γραμματέα που με πιέζει με το βλέμμα, μόνο που τώρα φοράω ήδη πολιτικά και η Σουκριγιέ τρώει τις θυμωμένες ασθενείς και τις θυμωμένες μάνες τους για πρωινό. Κατεβαίνω τις σκάλες προς το υπόγειο, το καρότσι στέκεται ανάμεσα στις δυο πόρτες πριν το τούνελ. 
    -Θέλω ν'ακούσω γιατί το έκανες. Γιατί;
    -Εδώ;
    -Τώρα σε νοιάζει η ιερότητα του χώρου;
    -Να πετάξω τα βρώμικα τουλάχιστον.
    Τραβολογάει τα ρούχα τα ξεμπογώνει και κρέμονται σαν πατσαβούρια. Μια μπλούζα πέφτει κάτω. Τη μαζεύω, πηδάω τα τέσσερα σκαλιά που έχουν μείνει, ανοίγω την πόρτα, να το καρότσι, ξεφορτώνομαι τη μάζα και το υφασμάτινο κλαπέτο μένει ανοιχτό. Το κούτελο της Σουκριγιέ φτάνει στο επιγάστριό μου, αλλά είναι τόσο θυμωμένη που έχει γίνει τεράστια, δεν τη χωράει το μέρος, και όσο με βλέπει θυμώνει πιο πολύ και βουρκώνει από την ΑΔΙΚΙΑ. Ξέρω πως έβραζε στη σκέψη της αναμέτρησής μας όλη νύχτα, ενώ εγώ περίμενα να έρθει το πρωί να πάρω το ποδήλατο για να πάω στο φούρνο, όχι επειδή είμαι απλός αλλά επειδή είμαι πολύ απασχολημένος με τον εαυτό μου, χαμένο κορμί. 
    -Γιατί; Γιατί; Γιατί;
    Το έχει ανάγκη. Όπως έχει ανάγκη η θυμωμένη ασθενής και η θυμωμένη μάνα της να αναθεματίσουν την κλινική και το νοσοκομείο και εμένα και τις νοσοκόμες και τα φάρμακα και ό,τι άλλο βρεθεί στο δρόμο της αγανάκτησής τους. Ο Κ. Σ., ο σφίχτης ορθοπεδικός που γαμούσε η γυναίκα μου όταν ήμουν στη Νορβηγία και δεν ήταν ακόμα γυναίκα μου, μου είχε μεταδώσει τη σοφία του πριν χρόνια. Είχα αρπαχτεί με έναν επιχειρηματία άρρωστο, μια μαλακία που είχε κρατήσει βδομάδες, μας είχε μάθει όλος ο χειρουργικός τομέας. Ο Κ. Σ. έκανε κωπηλασία και ήταν η επιτομή της πραότητας. Τον είχα πετύχει να ξαπλώνει στο εξεταστικό κρεβάτι στο γιατρείο και να χαλαρώνει, πιάσαμε την κουβέντα και επί του θέματος της κόντρας με τον επιχειρηματία μου είπε: Όταν έρχονται θυμωμένοι ασθενείς, εγώ ξαπλώνω κάτω και τους αφήνω να με πατήσουν. Μετά ξεθυμαίνουν και κάνεις τη δουλειά σου.
    Πρώτα θα μου κοπεί ο κώλος και μετά θα τους αφήσω να με πατήσουν, σκεφτόμουν τότε που έπαιρνα τα πάντα κατάκαρδα. Ο καιρός αυτός έχει παρέλθει, είμαι η νέα βελτιωμένη έκδοση, παίρνω τα πάντα κατάκαρδα χωρίς διαμαρτυρία, προπονήθηκα στη γκίνια. Τότε που έχανα ό,τι είχα κληρονομήσει απ'τη μάνα μου στο χαρτάκι κάπου στο Κορδελιό ήταν ακόμα φρέσκο το τραγούδι Ο χαμένος τα παίρνει όλα, μου έσπαγε τις μπάλες και το απέφευγα, είδα το έργο και γελούσα υποτιμητικά, τι μαλακία ε; Δεν είναι για μας αυτές οι δηθενιές. Το χαρτάκι και το πλουσιόπαιδο και μια αργή πτώση, και μετά μόνος με τα σπασμένα, μόκο. Ο χαμένος παίρνει τ'αρχίδια του και ιδρώνει με το μάγουλο στα πλακάκια του μπάνιου του διαμερίσματος της οδού Β.
    -Γιατί; Γιατί; Γιατί; Ξέρεις τι έκανες; Έχεις ιδέα τι έκανες; 
και άλλες παραλλαγές στο θέμα. Δεν την πειράζει που δε μιλάω. Συνήθως πειράζει περισσότερο αν μιλήσεις, γιατί ό,τι και να πεις είναι λάδι στη φωτιά. Ξαπλώνω κάτω και την αφήνω να με πατήσει, όπως έλεγε ο Κ. Σ.. Δεν το παίρνω κατάκαρδα. Θα προτιμούσα να το είχα γλιτώσει. Είμαι κουρασμένος. Δε θα προλάβω ζεστά κρουασάν στο φούρνο. Με είχα καθησυχάσει πως αν συναντιόμασταν σε κάποιο διάδρομο, δε θα αξιωνόταν να μου μιλήσει, έπεσα έξω, δε γαμείς. Δεν είμαι εγκρατής, αυτό είναι κακό ελάττωμα. Το έγκλημα είναι άλλο. Δε χορεύω μόνος μου σ'αυτό το πανηγύρι. Η ζήλεια αφήνει ουλές και αν μαζέψεις αρκετές μετά δε φυτρώνει άλλη, όπως δε φυτρώνουνε τρίχες στο πετσί που έχει καεί. Η επιθυμία σου δεν είναι αυτό που κάνει κάποιον να σου ανήκει. Η επιθυμία του άλλου είναι που τον κάνει να σου ανήκει. Αυτό είναι το δίδαγμα της ιστορίας, αλλά η Σουκριγιέ είναι πολύ θυμωμένη για να το ακούσει, κι εγώ που το βλέπω πάει στράφι, είμαι αρχίδης εγωιστής, και πώς στην ευχή συνέβη ο Άλμπερτ να πει ψέματα, ο πατρικός Άλμπερτ που ήταν το γέλιο της ζωής της Σουκριγιέ, ο Άλμπερτ που φύτευε πανσέδες, ο Άλμπερτ και τα ροδαλά του βλέφαρα, ο Άλμπερτ που είναι τόσο καλός με τα παιδιά, δε μπορεί παρά να είναι καταστροφή, κάποιου τύπου απάτη, μια χτυκιασμένη πλεκτάνη, δε μπορεί παρά να μολύνθηκε από δόντια κοφτερά μια νύχτα που έκανε το σφάλμα να μου δείξει το λαιμό του, ΧΡΑΠ.
    Ο Άλμπερτ για μένα είναι άλλος ένας στη λίστα, αλλά της Σουκριγιέ ήταν όλος της ο κόσμος. Το '16 όταν πρωτοπάτησα στο νοσοκομείο ξεκίνησα απ'την ορθοπεδική, ακόμα δε μου είχαν δώσει κλειδί για την ιματιοθήκη, ήμουν με τα πολιτικά, ο Άλμπερτ ήταν εκεί, είχανε μια ημερίδα για τις ηγετικές προσωπικότητες και μας μοίρασαν ένα χαρτί που απαντούσες δέκα παπαριές ερωτήσεις και έβγαζες το σκορ να δεις τι κουμάσι είσαι. 
    -Τι είσαι; με είχε ρωτήσει. 
    -Μηχανή. Εσύ; 
    -Άνθρωπος.
   Σκηνή από τη βιομηχανική επανάσταση, ασπρόμαυρη ταινία, χρρ-χρρ-χρρ το ρολό και οι θεατές σιωπηλοί. Η μηχανή δουλεύει, βάρδια απογευματινή, ο εργάτης κλείνει τα μάτια μια στιγμή, αρκεί. Τα δάχτυλα στο γρανάζι, ΧΡΑΠ.
    Ο χαμένος τα παίρνει όλα.

x

Κάθομαι στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Είμαι ξεφούσκωτος σαν τρύπιος μπαλονένιος κούκλος. Χάνω την όραση από το δεξί μου μάτι. Ο χρόνος σαν ατμομηχανή. Πέφτει μια ήσυχη βροχή και τα πουλιά κελαηδούνε απ'τον κήπο. Τα πόδια μου απλωμένα, το ένα στο ξύλο το άλλο στο χαλί. Τα μαλλιά μου έχουνε μισοξαναγίνει. Η φωνή μου δε φαίνεται συχνά, αλλά ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΥΝΩΣΤΙΖΟΝΤΑΙ.

Το χώλαιμα μια μέρα τη φορά, το μουλάρι που σήμερα δε θέλει και το καρότσι κολλημένο στη λάσπη του Σλέσβιχ. Εκεί κείται το αίμα μου, στη λάσπη αυτή, και η λάσπη αυτή περιμένει και το κορμί μου, άλλος κανείς παρά αυτή. Σκοτεινιάζει. Είναι η καταδίκη που κονταίνει, περίεργη τιμωρία η ζωή, ασυγχώρητη η μάνα. Γιατί; Δόντια κοφτερά, ένα στόμα πηγάδι σκατοπήγαδο, δηλητήριο, το πεινασμένο στόμα, το αρπαχτικό, το αποφασισμένο χέρι στο λαιμό και μια τραχεία κομμάτια, θ'αποφανθεί ο δικαστής: ο χρόνος σαν ατμομηχανή, τα σώματα εκπίπτουν. Χάνω την όραση από το δεξί μάτι αλλά το φως μου επιμένει, το φως που είναι μέσα σου. Τα πόδια εργάζονται σκληρά, το κυνηγητό συνεχίζεται, κοίτα μπροστά, τη νύχτα στο στόμα και τρέχα. Παλάμη στον κρόταφο παρωπίδα από δω κι από κει, φίδια ποτάμια κατεβαίνουν απ'τις πλαγιές, μαλλιά σκουριά και πέντε άσπρες κλωστές μισό μέτρο μακριές, ο χαλκός οξειδώνεται, μάθε να μην περιμένεις, το τραίνο δε σταματάει πουθενά.

Βήματα στη λάσπη, πορεία μέσα στην ψιλή βροχή, σε ένα αιώνιο ξημέρωμα, σε μια μόνιμη άμπωτη, τα όστρακα κόβουν γυαλί, το αίμα μου κι η λάσπη. Μια στιγμή να πέσω στα γόνατα και να μου ευχηθώ το θάνατο, ένα μαστίγιο με βρίσκει από μέσα σαν αστροπελέκι και πάλι πάνω, το αίμα μου λάσπη. Όρθιος και προχώρα. Τα νυχτοπούλια βλέπουν από ψηλά, μια φιγούρα λασπερή που περπατάει πάνω στην ίδια της τη σάρκα, το W A T T E N από ορίζοντα σε ορίζοντα, δεν υπάρχει νησί, δεν υπάρχει ούτε πίσω ούτε μπρος παρά μόνο λάσπη και οι προσεκβολές της, το έλος ανατριχιάζει. Στρατός λασποστρατός πηγαίνει και πηγαίνει, δεν είμαι μόνος, εκατέρωθεν οι συμπολεμιστές μου πεθαίνουν το δικό τους μυστήριο μαρτύριο, και όλοι εμπρός μαρς ορδή από σκατά.

Εντός μου καίει μια φλόγα πιο δυνατή από ό,τι άλλο έχω, μια φλόγα που με λιώνει. Σώμα από ξεραμένο ξύλο, στάχτη από μέσα προς τα έξω. Τέτοια φλόγα έκαιγε και μέσα στη γυναίκα που με έφερε στον κόσμο, και όταν πήδηξε στην κρύα θάλασσα φούντωσε για λίγο σαν γιγάντια τουλίπα πριν σβήσει για πάντα αφήνοντας τους εραστές της τσουρουφλισμένους να κουβαλάνε το σημάδι είκοσι έξι χρόνια μετά, η παροδική φύση της φωτιάς και η ανθεκτική σκιά της. Μπουρλότο στα κωλολεφτά που μ'άφησε για προίκα για συγγνώμη. Ήταν πολλά και τα έπαιξα όλα, μήπως και απαλλαχτώ απ'την κληρονομιά.  Ασυγχώρητη, να με φυτέψει στην ίδια τιμωρία. Ασυγχώρητη όπως κάθε επίτοκος και κάθε μια λεχώνα. Ηλίθιο παιδί, ο μελαγχολικός κρετίνος, ένα κεφάλι όλο μαλλιά, ένα λεπτό περίεργο κρανίο, το ίδιο χαμόγελο, η ίδια απελπισία, και όπως φαίνεται μια παρόμοια γοητεία, από έρωτες παράπονο κανένα, όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη, ναι, δε θα κάνω πως δεν το ξέρω από μετριοφροσύνη, η ίδια φλόγα που με λιώνει λιώνει και αυτούς που πιάνονται στο γρανάζι, ΧΡΑΠ. Στη βράση κολλάει το σίδερο, όταν με κοιτάς με μάτια ονειροπόλα, μάτια τόσο τρυφερά, και λες Άσε με να σ'αγαπήσω η χασούρα είναι δικιά σου, εγώ είμαι μηχανή. Ξέρω έτσι πως δε θα με ξεχάσεις ως το δικό σου τέλος, και θα ζήσω σαν παράσιτο παράταση ζωής μέσα στη δική σου. Αλλά προς το παρόν πάρε ό,τι θέλεις από μένα, παρ'τα όλα, σαν καλός χαμένος. 

Dinestrup Strand

Your gods in my hands
totems of salt and the end

your keen eye behind my lens
jealous of my women but never of my men

the wind lingers by the foredune at Dinestrup Strand
a sheltered little patch of sand

your boiling blood, your seeking heart
your brave lungs, your patient guard

my freediving muse
up for a breath
down for a glance
hell, what a dance

I stand by your can't-leave-behinds
you stand by my can't-press-forwards

a still war that will never be won
but don't say it hasn't been fair

give me your crabs
I'll pass them along.



Es liegt im Blute



A bow-shot from her bower-eaves,
he rode between the barley-sheaves,
the sun came dazzling thro' the leaves,
and flam'd upon the brazen greaves
       of bold Sir Lancelot.
A red-cross knight for ever kneel'd
to a lady in his shield,
that sparkled on the yellow field,
       beside remote Shalott.

Tennyson

+

 I am in blood
stepp'd in so far, that, should I wade no more
returning were as tedious as go o'er

Shakespeare

Angles morts

Ο θάνατος είναι αδιάκριτος. Βήμα ταχύ και ιδρωμένα μαξιλάρια, από θάλαμο σε θάλαμο, το φίδι του οξυγόνου απ'τα ντουβάρια και η κάπνα σε όλες τις γωνίες. Τα παραβάν της συμφοράς με τις ροδούδες που τσιρίζουν, τα κυριακάτικα καλά των πεθαμένων και η ανθοδέσμη στο χέρι αφότου υποχωρήσει η νεκρική ακαμψία. Οι ρυτίδες έρχονται να προσευχηθούνε γύρω από τα μάτια, οι σημαδεμένοι της ετοιμότητας. Στην κλειστή κάστα των εξεταστηρίων ανθίζουν οι κοινοτοπίες, οι συνάδερφοί μου κρέμονται από μια κλωστή θρησκείας και μια κλωστή τεκνογονίας που έχουν δεθεί σε εύθραυστο κόμπο, και ο αέρας που μας φυσάει όλους είναι ο αέρας του θανάτου, οι κλανιές της σάπιας κωλότρυπας, και η βροχή που μας ραίνει είναι τα ζουμιά από τις άδειες κόγχες και τα ρουθούνια με τις κρούστες. Όλα είναι αμφιθεατρικά στην ιατρική, τα αγκομαχητά, τα κλάματα και τις λιτανείες τις ακούμε ανεξαιρέτως όλοι, απ'την υπόγα ως τα παρκεταρισμένα γραφεία των γιάπηδων που το παρακάνουν με το αφτερσέηβ, όλα είναι αμφιθεατρικά στην ιατρική, όλοι βλέπουμε πάνω από τον ώμο του αλλουνού, ουδέν κρυπτόν, ουδέν μεμπτόν, κι όμως κάθε σκαλί και μυστικό, κάθε πόρτα και ιστορία με χαμηλή φωνή, κουτσομπολιό και λοξές ματιές, μην και δεν είναι όλοι πανομοιότυπα ψωμάκια στη γραμμή παραγωγής, γιατί στο τέλος του ιμάντα περιμένουν οι σακούλες και είναι όλες κομμένες ίδιες με τη στάμπα του Schulstad ή του Kohlberg.

Η φύση δεν είναι αξιοπρεπής. Οι σκηνές επαναλαμβάνονται σε παραλλαγές. Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον εμπρός από τους ανοιχτούς φωριαμούς. Δε θα αποφοιτήσουμε ποτέ, η παθολογία είναι ισόβιο αντικείμενο. Στη μέσα μεριά της πόρτας του φωριαμού του είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά ενός σπιτιού με stråtag και η φωτογραφία του ακριβού του Pinarello. Κουμπώνω το πουκάμισο από κάτω προς τα πάνω, όλη τη διαδρομή ως το γιακά που είναι αφετηρία και τέρμα, βούρτσα στα μαλλιά και χτένα στη γενειάδα, καθαρά μάγουλα, μάτια χωρίς τσίμπλες, αλλά η σάρκα είναι αδιάκριτη, τα χείλια είναι ξεπετσιασμένα, το στόμα η πρόσθια κωλότρυπα η πόρτα της νυχτός, δεν ξεγελιόμαστε, δεν παίζουμε κρυφτό, τα δόντια μου βρίσκουνε στα δόντια του και ακούγονται μικρά τακ, η σάρκα δεν ξέρει από ντροπές και τη σφίγγουνε τα σκοινιά της σχολής του καθωσπρέπει και τα βυζιά της ζουλιούνται και μελανιάζουν και οι ευκοινώνητοι τον παίζουνε πυρετωδώς με αυτό το γελοίο μποντάζ, η επιταγή είναι σαφής, η κτηνωδία, το σκάνδαλο, όλα χορεύουν γύρω απ'τις αρμονικές της πείνας και της δίψας, λέει Σ'ευχαριστώ σαν να ονειροπολεί, δεν καταλαβαίνω γιατί μ'ευχαριστεί, το λέει συχνά τελευταία, με πλησιάζει να με φιλήσει, γυμνώνω τα δόντια μου σαν σκύλος και τα χτυπώ στα χείλια του, στα δόντια του, δαγκώνω το στόμα του, η αρμύρα του αίματος είναι ρεύμα, τα νεύρα είναι χαλκός, από το αγγείο στο μυαλό με το σούσουρο της απώλειας της παλιάς τηλεφωνογραμμής, αγκαλιά, μπουνίδι, τράβηγμα και σπρώξιμο, λέω Θέλω να σε λιώσω, είμαστε πίθηκοι, τα πουκάμισα είναι για τη μόστρα, θέλω να τον πονέσω, να χώσω τα δάχτυλά μου στην καρδιά του και ν'ανακατέψω το αίμα του, ξυρισμένος ευλαβικά σε κάθε ίντσα της μούρης του, νύχια κομμένα βαθιά, όπως τον βλέπω δια της αφής με γυρίζει μέσα έξω, ντύνομαι τις σκέψεις μου, τα αρχίδια σκαρφαλωμένα στην πύελο, η πούτσα μου παλεύει με τη ζώνη, δεν ξεχωρίζω το σάλιο μου απ'το σάλιο του, τώρα γνωριζόμαστε αρκετά καλά.

Κοιτάζω τον κόσμο αφ'υψηλού όταν το μουλάρι της υπέρβασης καταφέρνει να σταθεί στα καλαμένια ποδαράκια του. Κάτω η μούργα ανάγαπη κι εγώ χρισμένος γίγαντας στη βερνικωμένη σέλα με ένα μάτσο χαίτη ανάμεσα στα δάχτυλα, velvidende πως η σάρκα μου δουλεύει ακούραστα εναντίον μου, οπλισμένη με ένα γκασμαδάκι αρχαιολόγου με σκοτώνει λίγο λίγο, το λερό κορμί είναι πατσαβούρι εξόν από όταν στήνεται με τα ρεγκάλια του έρωτα απάνω στο μουλάρι που το έχουνε λαδώσει και το έχουν πεταλώσει τα ένστικτα, και από αυτό το λιγδοπατσάβουρο φυτρώνει ένα λεπτό φως σαν ηλιαχτίδες μέσα στο νερό πριν τις καταπιούν τα βάθη, έτσι γίνεσαι θεός, έτσι ακριβώς. Όλα τα άλλα είναι σκατά: ο Γκέοργκ ο Βερολινέζος που δίπλα μου στο διατμηματικό για τους καρκινοπαθείς είπε χαλαρά Το θέμα με τη θεραπεία του καρκίνου είναι πως πρέπει να εκτιμούμε εάν ο ασθενής αξίζει τα λεφτά της θεραπείας, και να αποφασίζουμε για μη θεραπεία όταν δεν τα αξίζει, γιατί αλλιώς πάνε χαμένα, είναι πολλά λεφτά, ο τσευδός Χένρικ που είχε πάει με τη μαλτεζογυναίκα του στην κλινική υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μόνο και μόνο για να τους ενημερώσουν πως η γυναίκα ήταν ήδη γκαστρωμένη με το τέταρτο που τόσο είχε αργήσει και είχαν πιστέψει πως είχε πάθει υπογονιμότητα μετά από τα τρία πρώτα, ο Άλλαν με τις αρχές καράφλας που κυκλοφορεί περήφανος σαν καρδινάλιος και συζητάει με τη Σούζαν με τη φιδίσια μούρη για τους ταλαντούχους γιους τους με τα σπάνια ονόματα, η Χέλλε ο πατσάς και οι τίτλοι της, σκατά, σκατά, σκατά. Έτσι παίζεις το θεό, και αν είσαι τυχερός, ο Θεός σε βλέπει και γελάει, όπως και να'χει μένεις εκεί πατσαβουριάρης και ασήμαντος στον πάτο, αυτάρεσκος, ηλίθιος και άδειος, να παραφυλάς σαν κατινούλα πίσω από τους φωριαμούς για να δεις αν ισχύουν αυτά που λένε στα ΤΕΠ για τον υπεύθυνο της ανάνηψης και τον υπεύθυνο του τραύματος, το σημείο τομής, medicina e chirurgia, ποτέ σου δε θα καταλάβεις, ποτέ.

Η φωτιά των ζωντανών μπορεί να είναι τόσο πολύ κομψή, η μελέτη της παθολογίας γίνεται αλλωστε στη σιωπή. Τα κουμπιά κάπως ζεστά σαν φιλντισένια και τα πουκάμισα σφαλίζουν, τα ρούχα φρεσκοπλυμένα ντύνουν με το σάβανο της δυτικής υπεροχής ό,τι θα θύμιζε απολίτιστους αγρίους, και είμαστε οι δόκτωρ και δόκτωρ τάδε, και όταν κλείνει πίσω μας η βαριά πόρτα της εισόδου 136 είμαστε περαστικοί στη Σόνρε Μπουλεβάρ και μετά δεν είμαστε κανένας για κανέναν παρά για εμάς, ο κόσμος γυρίζει πλευρό και δε φάνηκε ούτε σπίθα, ο Θεός κρύβεται στο ρουμπινί αυγό στη μοναχική φωλιά στο θάμνο μες στο χιόνι, ο Θεός κρύβεται στο λάπις των ματιών σου όταν χύνεις, ο Θεός κρύβεται στη μια σταγόνα αραιό αίμα που ανατέλλει από τα χάρτινα χείλια μόλις με κάνεις να χαμογελάσω, ο Θεός κρύβεται στην ανάσα που κρατάς, στο φαλάγγι που αρνείσαι να σκοτώσεις, σε ό,τι δεν ομολογείς, σ'εκείνα που πονάνε ταυτόχρονα και όχι, ο Θεός κρύβεται στο μου λείπεις, Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΦΟΣ. Οι αγωνίες με κάλτσες και τα πρόσωπα που δεν ομολογούν, ήσυχα βήματα στο σαλονάκι την πιο μικρή μας ώρα, επίμονοι επισκέπτες επίμονοι εφιάλτες, πάλι δίπλα σ'εκείνο το καταραμένο κρεβάτι στα επείγοντα στο MODT. 7 και τα πάντα σίγουρα χέρια μου να τρέμουν γύρω από ένα νυστεράκι που πέφτει και ξαναπέφτει και ξαναπέφτει, πάλι μια τρίχα απ'την Αννουντσιάτα και εκείνο το φιλί που μου πήρε την ψυχή και μετά τα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα να τρέχουν σε ένα λογαριθμικό κοντέρ κι ο κόσμος να απλώνει και ν'απλώνει και ν'απλώνει, η δοκιμασία είναι εδώ, δεν υπάρχει άλλη κόλαση, δε θα'ρθει άλλη κρίση: η φάρσα της αγάπης που είναι σαν κοφτερή πέτρα του νεφρού, κατουροδιαμάντι, αθάνατη και ανένδοτη και εγκλωβισμένη μέσα σε θνητά κορμιά που τα γαζώνει η δειλία, ο κόσμος γυρίζει πλευρό και δεν έγινε και κάτι, κάποιος ξαπλώνει ήσυχος σα να κοιμάται, αόρατοι επισκέπτες, αόρατοι εφιάλτες, και φτάνει ανεξαιρέτως το πρωί και το κατρακύλι προχωράει, η κατουρόπετρα γρανάζι γυρνάει και σκίζει τα πάντα από μέσα, κανείς δε θα μπορούσε να μαντέψει, μια φωτιά ήσυχη, κομψή και αβαρής, όπως ο θάνατος που έρχεται με τα αραχνοδάχτυλά του και τσεπώνει τον γέρο στον τετράκλινο και δεν το παίρνει κανείς πρέφα ως την ώρα της επίσκεψης την επομένη, αλλά το κακό έχει γίνει.

Θυμήσου τις νεκρές γωνίες
εκεί συμβαίνουν ιστορίες στα κρυφά
κι ώσπου να τις δεις είναι πολύ πολύ αργά

ξυπνάς είσαι εκτελεσμένος κι αγαπάς
κι ο θάνατος είναι καταστροφή.

ANGLES MORTS 


(to be continued)

Νangiarneq

Καρδιά από νήμα 
βόμβος των μεδουσών
πλοκάμια παλλόμενο φως

στη μνήμη αυτών
αίμα σαν ρεύμα στα γυάλινα παρασόλ
περαστικοί, αδύναμοι και ήδη ξεχασμένοι

λάδι με λάδι, δόντια οχυρό
στην ουρά της αρρώστιας το όραμα
το ανελέητο χέρι του χρόνου

στη μνήμη αυτών
που διάλεξαν τη θάλασσα
καρδιά από νήμα

κρικόδεσμος στο κέντρο
όσο φερμάρει η ομίχλη
τόσο σφίγγει η θηλιά