1956 σωτήριον έτος μεσοχείμωνο στον Αρίλλα Κέρκυρας γεννιέται η μάνα μου από μάνα Ισπανοεβραία και πατέρα αιμομιγμένο Παρακερκυραίο. Σπουδάζει μηχανικός στον Ασπρόπυργο. Το '80, αφού έχει μαζέψει άγνωστο αριθμό εραστών, γνωρίζει τον στοϊκό πατέρα μου σ'ένα σάπιο στέκι στην Άλτονα. Είναι η πρώτη και τελευταία της αγάπη. Παντρεύονται εβραϊκό γάμο στο Αμβούργο με δυο καλεσμένους. Δουλεύει 9 μήνες το χρόνο κάθε χρόνο και καπνίζει μαλμπουριά αρειμανίως. Το '87 ανάμεσα σε δυο συμβόλαια με πετάει στο νησί και φεύγει. Ο πατέρας μου κι εγώ μεγαλωνόμαστε μεταξύ μας εν τη απουσία της προσμένοντας τα τρίμηνα και ζούμε μια μικροεπαρχιώτικη ζωή που μυρίζει προτεσταντίλα. Το Μάρτη του '96 μια Τετάρτη απόγευμα πηδάει απ'το κατάστρωμα του αλιευτικού στ'ανοιχτά του Σταβάνγκερ και δεν την ξαναβλέπουμε. Αφήνει σημείωμα στον πατέρα μου πως τον αγαπάει.
6.6.19
Στιγματικός
Θέλω μια φορά να μου φερθεί κάποιος όπως μου αξίζει. Και όπως ξέρεις, δεν είναι επειδή με πουλώ κοψοχρονιά. Έχουν περάσει από τα χέρια μου πολλοί, στρατιές. Αυτό το πέρασμα με ζει. Κανείς όμως δε μου φέρθηκε όπως μου αξίζει. Εγώ φέρθηκα σε αρκετούς καλύτερα απ'όσο τους άξιζε -τόσο πολύ καλύτερα, που ορισμένοι με κοιτούσαν με απορία, κοιτούσαν και τον εαυτό τους στον καθρέφτη και προσπαθούσαν να χωνέψουν αυτό που συνέβαινε, κι εγώ τους τιμούσα σα να είχαν μια ζωή πράξει αγαθοεργήματα, σα μια ζωή να είχαν σκεφτεί μόνον ευγενικές σκέψεις. Έτσι σταμάτησα να πιστεύω στη δικαίωση και την τιμωρία. Αυτά είναι για τους θεούσους. Δεν περιμένω αντάλλαγμα. Φέρομαι έτσι επειδή δε μπορώ να προδώσω την ιδεολογία μου. Δεν έχω πίστη κι όμως ευλαβικά περιμένω να εκτιμηθεί το νόστιμο αίμα μου, κι ας είναι ποταπό. Επιθυμώ μια αιφνίδια, τυχαία παρηγορία στη μοναξιά μου. Θέλω, όπως παραστέκεται κανείς σιωπηλά στον ετοιμοθάνατο, να παρασταθεί και στο ζωντανό.
Αυτό όμως δε θα συμβεί ποτέ, γιατί λείπει το καλό από τον κόσμο.
20.5.19
fēlix, felicis
Κυριακή απόγεμα στο Γιένερουπ στη σκάλα
παλίρροια ως τα μπούνια
μια απαλή πνοή απ'το δέλτα και
ηλιόλουσμα σαν ροδακινοζούμι.
Ένας κούκος κρυμμένος στις καλαμιές
πλάτη στέρνο ζέστα ζωής
μάγουλα χείλη βλέφαρα μαλλιά μαλλιά
σταθήκαμε άκρη άκρη
και τσέπωσα την παρηγοριά
που θα με ξεπροβοδίσει όταν η ώρα έρθει.
5.3.19
Ο θάνατος είναι δωρεάν
Τη συνάντησα σ'ένα χωράφι έξω απ'το Τόντερ ίδια κι απαράλλαχτη φαρμακερή κυρία
άφησα τ'αμάξι και μπήκα στο δικό της τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά θα βλέπαμε
το ηλιοβασίλεμα πίσω απ'τα ψηλά χόρτα και τις καλαμποκιές άπνοια κι υγρασία
μέσα χτίστηκε γρήγορα ομίχλη από Σιλκάτ κι όταν έσβησαν τα ρεμπέτικα κατάλαβα
πως τα πράγματα ήταν σοβαρά
έκλεισα τα μάτια ακούμπησα πίσω απλώθηκα ώσπου τα γόνατά μου βρήκαν στο ταμπλώ
μέσα στο αίμα της βρήκα την αληθινή πατρίδα μέσα στο αίμα της βούλιαξε ολόκληρο νησί
μεγάλο ρημαδιό, η μάνα μου πεθαίνοντας άφησε όλα της τα μισθά της ναυτοσύνης κι εγώ
μέσα σε λίγα χρόνια ψυχασθένειας τα έπαιξα λίγα λίγα στα χαρτιά ώσπου έφτασε η ιστορία
στο αμήν
τώρα από μήνα σε μήνα, νοίκι σε νοίκι, θυμό σε θυμό, δε μετανιώνω
μαζί σε όλα τα σκοτάδια
ο θάνατος είναι δωρεάν
.
1.3.19
Never read, never written
1. Wheel of fortune
The hourglass blood-letter
ruby dust stained linen
soft lively leather of Mediterranean mist
hammered thin as a bat's wing
a head full of pine honey hair
sea in the flesh
weeping sores, innocent folds
lips suture them shut
relentless keeper
of time waning quietly like
a flowing moon on a snow melt stream
so she turns, the wheel of fortune
and there goes the blood
drip, drop
drip, drop.
1. Temperance
Steady stead words mouthed as
surely woven arpeggios
ionic order planted in northern marsh
magnificent lanky neck
so frail in frail hands yet
never giving on the watch
butter made of gold to love and to not
as the boreal knight awakens
the shine of his tears
dawns a distant day in midwinter
estuary eyes
where all the waters even
mortal beauty, timeless poise
now the blood (in these thirsty veins of cold)
now the fiery temperance.
2.
Two
wings spread, the mythical creature of
everything in nothing
only love and death change all things.
19.2.19
ΜΕΤΑΞΑ 5
Άδειο σούρσιμο στους διαδρόμους
το σούρουπο μ'όλη του τη γλύκα
η ανάμνηση της σκούρης θάλασσας
ο ξινός αέρας του βουνού
το πρωινό κερκυραϊκό στάλαγμα
τα κυπαρίσσια
το ΚΤΕΛ
δέκα μποφώρ στα στενά της Ηγουμενίτσας
οι αργές αργές Δευτέρες
λούφα στο νοσοκομείο
η φούστα η χαλκιδικιώτικη και το μικρούλι χιόνι
χωρίς πολλά πολλά
άδειο σούρσιμο χωρίς την αυταπάτη
το απόσταγμα του ανθρώπου
26.11.18
Το μάτι της βελόνας
Θαλασσομίχλη και τα τζάμια όλα της φάτσας έχουνε γίνει φιμέ. Κουκουλώνομαι με το γερμανικό μου επενδύτη, παίρνω τη σάκα που λέει Κέντρο Ναυτιλιακής Ιατρικής και ένα πράσινο μήλο στην τσέπη και κατεβαίνω τις σκάλες σκοτωτός, έχω αργήσει. Οι λαβές του τιμονιού του ποδηλάτου είναι γλιτσερές, το ίδιο και η σέλα. Δέκα αποφασιστικές πεταλιές, χννχ, χννχ, και βγαίνω στον πεζόδρομο. Απαγορεύεται η ποδηλασία οχτώ μ'έξι. Είναι οχτώ παρά λίγο παράνομος, τι σκάνδαλο. Στο τέλος της ανηφόρας το ξημέρωμα, ένα φανταστικό καυτό τριανταφυλλί. Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Στη μια τσέπη η κάρτα που λέει Φ. Λ. Λ. - γιατρός με μια μικροσκοπική πιξελιάρα φωτογραφία μου που μειδιώ δυσκοίλια, στην άλλη η τρέχουσα κλειδαρμαθιά, όλα κι όλα δυο μικρά κλειδιά, ποδήλατο και νοίκι. Δεν έχω καπνίσει μήνες, τα πούλησα όλα, τα καπνά στα κονσερβάκια, τρεις πίπες από ένα εκατόμπαλο τη μια, κράτησα μόνο εκείνη την κοντή που μου'κανε δώρο ο Μ. όταν τελειώσαμε το λύκειο, και ξέρω πού κοιμάται, αλλά δεν την επισκέπτομαι καθόλου. Λέω δεν έχω καπνίσει και από μέσα έρχεται ένα χαχανητό, οι τράκες απ'τον τραυματιοφορέα Λαρς πίσω από το νεκροτομείο δε λογιούνται, ό,τι γίνεται στη βάρδια δε γίνεται ποτέ, έτσι κι αλλιώς ως το σχόλασμα το στόμα μου μυρίζει μόνο πείνα. Που λες, κοιτούσα τα μπούτια μου εχτές. Θα'θελα να πω πως είναι απαράλλαχτα την τελευταία δεκαετία, αλλά εχτές, εχτές την ανακάλυψα, τη βρήκα μες στα μπούτια μου, μια ολόκληρη δεκαετία. Έχω γεμίσει μικροσκοπικά αιμαγγειώματα, σαν κεφαλές καρφίτσας, απ'τα γόνατα και πάνω, πόσο πάνω; τ'ακολούθησα υπομονετικά και έφτασα ως τους ώμους. Το δέρμα φθίνει λίγο λίγο, ο τόνος δεν είναι αυτός που ήταν τότε, οι τρίχες μαλακώνουν, τα μπουτομούσκουλα είναι κάπως πιο σκληρά, δέκα χρόνια μπούτια.
Άλμα στο σούρουπο που κρυφοχαζεύω απ'το παράθυρο τρώγοντας μπαγιάτικο πλιγούρι με κιμά, παλ γαλάζια, ροδαλά, επιμήκεις συννεφιές σε στρώσεις, παλ αρχίδια, παλ μουνιά, και σβήνω άλλη μια μέρα, και σβήνω γι'άλλη μια μέρα. Το πυρετώδες ζόρι του πρώτου καιρού μετατράπηκε σιγά σιγά σε μια ολόκορμη παραίτηση, σε μια παρατεταμένη σιωπή. Εκείνα τα τηλεφωνήματα του άλλοτε, τότε που σε ξυπνούσα από το βαθύ σου ύπνο σε παροξυσμό και φώναζα σαν τρελός με το τσεύδισμα του τσιγάρου που κρεμόταν σπαστικά απ'το στόμα, με τα πράσινα του χειρουργείου έξω απ'την κεντρική είσοδο, πάνε τώρα, ήσουν τόσο γλυκός, και σ'αγαπούσα τόσο... Τώρα βγαίνω στον ακάλυπτο του πίσω κλιμακοστασίου με τ'άσπρα σαν κέρινο ομοίωμα, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, καταπίνω το τρακαρισμένο Πρινς σα χλιδοτζάνκης, και πάλι μέσα. Το ξεδίπλωμα της δυστυχίας συν τω χρόνω μαλλιά στιλπνά που χύνονται στο μαξιλάρι, στα σεντόνια, στο πάτωμα, το ταβάνι, το λαρύγγι. Δεν είναι πως δεν έχω να σου πω. Όλα καταπίνονται απ'το άπατο στομάχι, γκλαπ γκλουπ γκλιπ. Πενήντα λέξεις τη μέρα, πενήντα φορές βοήθεια, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου, τι να συμπεράνεις; Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν τρίχες, θραύσμα ανθρώπου σιδέρωνε γιακά ντάλα μεσάνυχτα απάνω στη νωπή πετσέτα του κορμιού, πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν πρώτες ρυτίδες τριαντάρας, τοξοβολία τρία δάχτυλα αριστερά του στέρνου, δυο δάχτυλα απ'τη ρώγα. Ιδού ο αυτοτοξότης, εμπρός θεριό, τ'όνομά μου στο πιατόνερο της γλάστρας, το δέρμα αυτό το παράξενο σκισμένο, ένα καρύμπαλο απ'το κεφαλοχτύπημα στον τοίχο, μαλλιά ξηλωμένα απ'του κρανίου τον κουντεπιέ μπλεγμένα σε δάχτυλα που τρέμουν από οργή, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, άλλοι το λένε ύπνο.
Το μακρύ ταξίδι εν πλω στο Φαύλο Κύκλο, ισόβιος μαθητευόμενος, μια φωτεινή σκιά εκπνέεται σαν υδράργυρος απ'τα ρουθούνια μου, μια ασημένια άλκη, βαριά, χαζή, πεθυμημένη, καλπάζει ώσπου χάνεται στο μαύρο δάσος ποδοπατώντας ολοκόκκινα αστραφτερά σμέουρα που της βάφουνε τα πόδια και πιτσιλάνε την ολόλευκη μαγική κοιλιά. Την ακολουθώ όπως όπως, κουβαριάζομαι σκοντάφτοντας στα γυμνά ριζά, τα χνάρια της φαίνονται απ'τις λίμνες χυμού εδώ κι εκεί στο χαλί από πευκοβέλονα, κολλάνε σοροπιασμένα στις γάμπες μου, το σκοτάδι πυκνώνει και βαθαίνει, τα δέντρα χοντραίνουν και ψηλώνουν, να'σου χιόνι, να'σου ξέφωτο, στο κέντρο η άλκη, παίρνω μια βαθιά ανάσα, και διαλύεται αργά σα ρυάκι υδραργύρου που κυλάει στα ρουθούνια μου, ώσπου σώνεται εντός μου. Ακούγονται γαυγίσματα κι αρβυλιές να πλησιάζουν. Και τώρα οι κυνηγοί... Τους τα'χω μαζεμένα, άρρωστοι, συγγενείς, νοσοκόμες και κορόιδα συνάδερφοι γιατροί, πατρίδες, νησιά, χερσόνησοι και εθνικές οδοί, πιο πολύ όμως σου τα'χω εσένα μαζεμένα κακιώστρα μου μικρή. Γυρόφερμα όρνιου πάνω απ'το κουφάρι μιας αυτοκτονίας, γυρόφερμα πληγή ζουμί, εξίδρωμα ζουμί πάνω απ'όλες τις ψιλές μου δυστυχίες, αυτές που βλέπουνε με τον καφέ τους οι θεοί και σκάνε ένα μικρό γελάκι χι χι χι. Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Δε σέρνω άλλο τα σαμπώ, τώρα πήρα μαύρα σπωρτέκς με χριτσχράτς γιατί με πονούσαν οι αστραγάλοι, και είμαι νίντζα στους διαδρόμους, και χώνομαι αθόρυβα στους τελευταίους θαλάμους της ομάδας τέσσερα των παθολογικών που απ'το κρεβάτι δεν έχουν ορατότητα στην πόρτα, και οι γριές χέζονται στο βρακί τους μόλις γρυλίζω Γκοντέη φρου, και φανερά γελώ. Αγγαρεία μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, σταυροκόπημα τιπ τοπ ταπ τιπ πατήρ υιός και αγία λάντζα, τηλέφωνο στ'αυτί, στηθοσκόπιο τριανταδυό χρονών στην τσέπη, μια κόλλα χαρτί διπλωμένη στα τέσσερα το κατάστιχο της βάρδιας, κι ένα στυλό που βρήκα τις προάλλες στο πάτωμα του γραφείου, γητευτής των φυσημάτων, πρώτος κωλοδαχτυλωτής, σπουδαίος διαγνώστης και ευσεβής θεραπευτής. Γνέφεις δυο φορές και πίνεις δυο ηχηρές γουλιές ουζάκι απ'την κούπα του τσαγιού. Είναι αλήθεια αυτό που λένε, είσαι σπάνιο πλάσμα -και το πιο σπάνιο πάνω σου είναι η ανίατή σου τύφλα να το δεις. Απέναντί σου οι σκέψεις μου είναι παλιωμένες σα μπαγιάτικο ψωμί. Έχεις όμως κι εσύ φτέρνα, κι αυτή είμαι εγώ, ο Φ. Λ. Λ., ο σταθερός σου ξένος, ο ανώνυμος χαζογιατρός, του αίματός σου ο μόνος βουτηχτής. Α! μια σύντομη φλόγα στο βλέμμα. Σα να με ξέρεις τώρα.
Σκυλιά ξυπόλυτα και σκυλιά παπουτσωμένα έφτασαν πια κοντά, δυο δέντρα, δυο δρασκελιές από το ξέφωτό μου, στέκομαι ήρεμος, αργός, τα μάτια πάνω, βράδυ παγωμένο και κοκκινίλα στον ουρανό, χιονιάς, κι άλλος χιονιάς, τ'αστέρια κροταλλίζουν σα μεταλλικά ρινίσματα, τα μάτια μου με βλέπουν μες στα μάτια, κι η ζωή μου το σκάει απ'τα ρουθούνια μου, η άλκη απομακρύνεται νωχελικά προς τ'ασημένια θρύψαλά της.
Το νοσοκομείο ακτινοβολεί ζόφο σ'όλη τη γειτονιά. Εκείνος ο γέρος που έφτασε με μια κοιλιά στραβοξεχειλισμένη απ'το δεξί υποχόνδριο τα μεσάνυχτα κι ένα κλασσικό προσωπείο ιπποκρατικό, σκέτο κομψοτέχνημα, εκείνος ο γέρος δεν ήρθε για να μείνει. Ακούμπησα το γαντωμένο χέρι μου πάνω στο ξερό πετσί, τα κωλάντερα ένα πόντο μέσα ακίνητα σα παλιοσωλήνες. Το αίμα στο φυαλίδιο της αιμοληψίας σχεδόν κατρακυλούσε πηχτό σα παχειά λάσπη με χαλίκια, χους ει και εις χουν απελεύσει. Η ανάσα του μύριζε ψοφίμι, έζησα μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Υπαγόρευση στο ντικταφόν, διάταση εντερικών ελίκων, τοιχωματική ακινησία. Ώρα του η τρίτη ώρα της Κυριακής. Βγαίνοντας απ'την αίθουσα της ανάνηψης πέταξα τα γάντια στον κάδο του διαδρόμου, τράβηξα έξω το πράσινο μήλο και το'κανα μια χαψιά, πεινασμένος και πολύ ζωντανός. Προσπάθησε να θυμηθείς, ρίξε μια ματιά στ'ασημικά του ακάθρεφτου ασανσέρ για την εντατική, εκείνη η άσπρη θολούρα θα σε βοηθήσει. Το δεξί μου βλέφαρο είναι τούμπανο, το μαύρο του ματιού είναι παραλυμένο, οι θεραπευτικές σταγόνες είναι λιπαρές και οι βλεφαρίδες κολλάνε μεταξύ τους, όψιμα δαμάσκηνα και όψιμα κεράσια. Είναι Αύγουστος στον ημιώροφο, νεκροί σε κάθε γωνιά, νεκροί σε όλα τα κρεβάτια, κι ανάμεσά τους δαρμένες και γυμνές και εξίσου απόλυτα νεκρές οι νοσοκόμες, το καλό μου μάτι αδιαφορεί, έζησαν μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Στο μάτι του κακού, στο μάτι της βελόνας είναι που σπάει η κλωστή, απ'την ποδιά μου ανθίζει σαν τουλίπα το αγκυροβόλιο του ζόφου, το δίκοπο μαχαίρι του λευκοντυμένου νεκροθάφτη, να'σαι, χαμογελάς, με ξέρεις, ναι, εγώ είμαι, πέρασα απέναντι τελικά.
Το μακρύ ταξίδι εν πλω στο Φαύλο Κύκλο, ισόβιος μαθητευόμενος, μια φωτεινή σκιά εκπνέεται σαν υδράργυρος απ'τα ρουθούνια μου, μια ασημένια άλκη, βαριά, χαζή, πεθυμημένη, καλπάζει ώσπου χάνεται στο μαύρο δάσος ποδοπατώντας ολοκόκκινα αστραφτερά σμέουρα που της βάφουνε τα πόδια και πιτσιλάνε την ολόλευκη μαγική κοιλιά. Την ακολουθώ όπως όπως, κουβαριάζομαι σκοντάφτοντας στα γυμνά ριζά, τα χνάρια της φαίνονται απ'τις λίμνες χυμού εδώ κι εκεί στο χαλί από πευκοβέλονα, κολλάνε σοροπιασμένα στις γάμπες μου, το σκοτάδι πυκνώνει και βαθαίνει, τα δέντρα χοντραίνουν και ψηλώνουν, να'σου χιόνι, να'σου ξέφωτο, στο κέντρο η άλκη, παίρνω μια βαθιά ανάσα, και διαλύεται αργά σα ρυάκι υδραργύρου που κυλάει στα ρουθούνια μου, ώσπου σώνεται εντός μου. Ακούγονται γαυγίσματα κι αρβυλιές να πλησιάζουν. Και τώρα οι κυνηγοί... Τους τα'χω μαζεμένα, άρρωστοι, συγγενείς, νοσοκόμες και κορόιδα συνάδερφοι γιατροί, πατρίδες, νησιά, χερσόνησοι και εθνικές οδοί, πιο πολύ όμως σου τα'χω εσένα μαζεμένα κακιώστρα μου μικρή. Γυρόφερμα όρνιου πάνω απ'το κουφάρι μιας αυτοκτονίας, γυρόφερμα πληγή ζουμί, εξίδρωμα ζουμί πάνω απ'όλες τις ψιλές μου δυστυχίες, αυτές που βλέπουνε με τον καφέ τους οι θεοί και σκάνε ένα μικρό γελάκι χι χι χι. Δεν ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δες. Δε σέρνω άλλο τα σαμπώ, τώρα πήρα μαύρα σπωρτέκς με χριτσχράτς γιατί με πονούσαν οι αστραγάλοι, και είμαι νίντζα στους διαδρόμους, και χώνομαι αθόρυβα στους τελευταίους θαλάμους της ομάδας τέσσερα των παθολογικών που απ'το κρεβάτι δεν έχουν ορατότητα στην πόρτα, και οι γριές χέζονται στο βρακί τους μόλις γρυλίζω Γκοντέη φρου, και φανερά γελώ. Αγγαρεία μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, σταυροκόπημα τιπ τοπ ταπ τιπ πατήρ υιός και αγία λάντζα, τηλέφωνο στ'αυτί, στηθοσκόπιο τριανταδυό χρονών στην τσέπη, μια κόλλα χαρτί διπλωμένη στα τέσσερα το κατάστιχο της βάρδιας, κι ένα στυλό που βρήκα τις προάλλες στο πάτωμα του γραφείου, γητευτής των φυσημάτων, πρώτος κωλοδαχτυλωτής, σπουδαίος διαγνώστης και ευσεβής θεραπευτής. Γνέφεις δυο φορές και πίνεις δυο ηχηρές γουλιές ουζάκι απ'την κούπα του τσαγιού. Είναι αλήθεια αυτό που λένε, είσαι σπάνιο πλάσμα -και το πιο σπάνιο πάνω σου είναι η ανίατή σου τύφλα να το δεις. Απέναντί σου οι σκέψεις μου είναι παλιωμένες σα μπαγιάτικο ψωμί. Έχεις όμως κι εσύ φτέρνα, κι αυτή είμαι εγώ, ο Φ. Λ. Λ., ο σταθερός σου ξένος, ο ανώνυμος χαζογιατρός, του αίματός σου ο μόνος βουτηχτής. Α! μια σύντομη φλόγα στο βλέμμα. Σα να με ξέρεις τώρα.
Σκυλιά ξυπόλυτα και σκυλιά παπουτσωμένα έφτασαν πια κοντά, δυο δέντρα, δυο δρασκελιές από το ξέφωτό μου, στέκομαι ήρεμος, αργός, τα μάτια πάνω, βράδυ παγωμένο και κοκκινίλα στον ουρανό, χιονιάς, κι άλλος χιονιάς, τ'αστέρια κροταλλίζουν σα μεταλλικά ρινίσματα, τα μάτια μου με βλέπουν μες στα μάτια, κι η ζωή μου το σκάει απ'τα ρουθούνια μου, η άλκη απομακρύνεται νωχελικά προς τ'ασημένια θρύψαλά της.
Το νοσοκομείο ακτινοβολεί ζόφο σ'όλη τη γειτονιά. Εκείνος ο γέρος που έφτασε με μια κοιλιά στραβοξεχειλισμένη απ'το δεξί υποχόνδριο τα μεσάνυχτα κι ένα κλασσικό προσωπείο ιπποκρατικό, σκέτο κομψοτέχνημα, εκείνος ο γέρος δεν ήρθε για να μείνει. Ακούμπησα το γαντωμένο χέρι μου πάνω στο ξερό πετσί, τα κωλάντερα ένα πόντο μέσα ακίνητα σα παλιοσωλήνες. Το αίμα στο φυαλίδιο της αιμοληψίας σχεδόν κατρακυλούσε πηχτό σα παχειά λάσπη με χαλίκια, χους ει και εις χουν απελεύσει. Η ανάσα του μύριζε ψοφίμι, έζησα μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Υπαγόρευση στο ντικταφόν, διάταση εντερικών ελίκων, τοιχωματική ακινησία. Ώρα του η τρίτη ώρα της Κυριακής. Βγαίνοντας απ'την αίθουσα της ανάνηψης πέταξα τα γάντια στον κάδο του διαδρόμου, τράβηξα έξω το πράσινο μήλο και το'κανα μια χαψιά, πεινασμένος και πολύ ζωντανός. Προσπάθησε να θυμηθείς, ρίξε μια ματιά στ'ασημικά του ακάθρεφτου ασανσέρ για την εντατική, εκείνη η άσπρη θολούρα θα σε βοηθήσει. Το δεξί μου βλέφαρο είναι τούμπανο, το μαύρο του ματιού είναι παραλυμένο, οι θεραπευτικές σταγόνες είναι λιπαρές και οι βλεφαρίδες κολλάνε μεταξύ τους, όψιμα δαμάσκηνα και όψιμα κεράσια. Είναι Αύγουστος στον ημιώροφο, νεκροί σε κάθε γωνιά, νεκροί σε όλα τα κρεβάτια, κι ανάμεσά τους δαρμένες και γυμνές και εξίσου απόλυτα νεκρές οι νοσοκόμες, το καλό μου μάτι αδιαφορεί, έζησαν μια γεμάτη, όμορφη ζωή. Στο μάτι του κακού, στο μάτι της βελόνας είναι που σπάει η κλωστή, απ'την ποδιά μου ανθίζει σαν τουλίπα το αγκυροβόλιο του ζόφου, το δίκοπο μαχαίρι του λευκοντυμένου νεκροθάφτη, να'σαι, χαμογελάς, με ξέρεις, ναι, εγώ είμαι, πέρασα απέναντι τελικά.
24.11.18
Τήζερ
Πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν τρίχες, θραύσμα ανθρώπου σιδέρωνε γιακά ντάλα μεσάνυχτα απάνω στη νωπή πετσέτα του κορμιού, πουκάμισο μαύρο με ρίγες λεπτές σαν πρώτες ρυτίδες τριαντάρας, τοξοβολία τρία δάχτυλα αριστερά του στέρνου, δυο δάχτυλα απ'τη ρώγα.
Ιδού ο αυτοτοξότης, εμπρός θεριό, τ'όνομά μου στο πιατόνερο της γλάστρας, το δέρμα αυτό το παράξενο σκισμένο, ένα καρύμπαλο απ'το χτύπημα στον τοίχο, μαλλιά ξηλωμένα απ'του κρανίου τον κουντεπιέ μπλεγμένα σε δάχτυλα τρεμάμενα οργής, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, άλλοι το λένε ύπνο.
Ιδού ο αυτοτοξότης, εμπρός θεριό, τ'όνομά μου στο πιατόνερο της γλάστρας, το δέρμα αυτό το παράξενο σκισμένο, ένα καρύμπαλο απ'το χτύπημα στον τοίχο, μαλλιά ξηλωμένα απ'του κρανίου τον κουντεπιέ μπλεγμένα σε δάχτυλα τρεμάμενα οργής, δέκα λεπτά νεκρού ματιά, άλλοι το λένε ύπνο.
1.9.18
Present / Present
μια μέρα συναντηθήκαμε
στα πλακόστρωτα της αδειανής πλατείας
Μπρίστολ παμπ σόδα μπύρα
περασμένοι κοινοί παρονομαστές
μώλωπες και ναυσιπλοΐα
κωλοδάχτυλα στα υπέρ πατρίδος
πρώτο χαρτί
ο τροχός της τύχης
ένας μισός μισός
μισός δειλός
δυο ακτές εντός εκτός κι επί τα αυτά
δεύτερο χαρτί καπάκι
η εγκράτεια
μια θάλασσα λιμνίσια
βουβή επανάσταση και κονφορμισμός
γλώσσα μια, θρησκεία μια, αλήθεια μια
στο ένωμα καλά κατάλαβες πέσαν οι εραστές
24.8.18
Mea culpa
Πρωί και πυροβολισμός
μπούτια καυτά να τα βλέπεις να ιδρώνουν
και οι στάλες οι αρμυρές να κυλούν στις αγκύλες του αχιλλείου
βήμα βήμα παρέλαση του μονοκύτταρου στρατού
ταπ ταπ αρβύλα πλακόστρωτο βροχή
πέρσι τέτοιον καιρό
ημερήσια διάταξη πολέμου
οι μάχες του τετάρτου
καταφύγιο απ'τη νύχτα δεν υπάρχει
παρά το σκάμμα εκείνο το κωλοτρυπίσιο στην ακτή
αίμα κι άμμος έτσι ακριβώς τα'χουμε ξαναπεί
το μόνο αδιάβρωτο αιωνίως
είναι η ρημάδα η ψυχή
κακώς κείμενη πεθύμια αρπαγμένη σαν καβούρι απ'τους ιστούς
τ'αυτονόητα τρίχες ραγάδες και δέρμα καταρρέον
το ηλιόκαμα έχει τη λάμψη που με τύφλωνε
τότε στο σπίτι του ελαφιού
τα χρόνια μου που πέρασα όρθιος στο αίμα
ένα σακάτεμα ύπουλο και βραδύ
τα χρόνια που τα μάτια μου τα τυφλοποντικού
δακρύζουν άγρυπνα εμπρός στην οθόνη του υπερήχου
εφημερία κι αρετή. Υπέγραψα, γι'αυτό.
Όσα σκούπισε η ξαφνική φουσκονεριά
κι όσα αποκαλύφτηκαν τρομερά σαν ξαναμάζεψε η θάλασσα τη φούστα
φέρ'τα, τα θέλω πίσω.
21.7.18
Λήξη
Αυτές τις σειρές τις γράφω με μεγάλο ζόρι.
Το γράψιμο έφυγε. Όχι άλλη αυταπάτη λογοτεχνίας και ποίησης.
Έδιωξα το ελάφι μου και τελείωσε κι αυτή η ιστορία.
Είμαι τεχνοκράτης δεν είμαι καλλιτέχνης.
Αναχωρώ παρέα με τις λέξεις.
Τα σωθικά μου λιώνουν.
Το basslauf τέλειωσε.
.
Το γράψιμο έφυγε. Όχι άλλη αυταπάτη λογοτεχνίας και ποίησης.
Έδιωξα το ελάφι μου και τελείωσε κι αυτή η ιστορία.
Είμαι τεχνοκράτης δεν είμαι καλλιτέχνης.
Αναχωρώ παρέα με τις λέξεις.
Τα σωθικά μου λιώνουν.
Το basslauf τέλειωσε.
.
18.6.18
Για όταν γυρίσει ο Θεός τ'αυτί
τα δάκρυα ικεσίας μ'έχουνε σκάψει ως το αίμα
η απελπισία η νησιωτική δε μπορεί να ξεπλυθεί
μη μ'εγκαταλείπεις.
Περί φόβου Θεού
Το πένθος έχει αραιώσει όπως αρμόζει στα πένθη τα ανεπίπλεκτα, τώρα σε
συλλογιέμαι μόνο περιστασιακά, όταν τύχει και μείνω μόνος ή πέσω στραβά για
ύπνο. Η παραίτησή σου στα συνθετικά αμερικάνικα φλωράλ σεντόνια, τα μαλλιά σου
ξερά απ'το γλειφό γυψονέρι, η μυρωδιά σου μετά από τη θαλάσσια διπλοβάρδια, το
δέρμα σου δαγκωμένο απ'το ηλιόκαμα, ο λεπτός ευαίσθητος λαιμός σου, τα
πορσελάνινα δάχτυλά σου που θα πέσουν απ'την οστεοαρθρίτιδα πρωΐμως, το
μελαγχολικό χαμόγελό σου, τα ακούραστα μικρά σου πόδια, η μέση σου που
κατάφερνα να τη δαχτυλιδώσω με το ένα μου χέρι, τα ψιθυριστά σου λάμδα, το
γυναικείο ιερό, μνεία όπως αρμόζει στους αναχωρήσαντες. Η πνιγηρή κερκυραϊκή
υγρασία, το τσίμπημα της ψύχρας, τα σκυλιά που δεν έβγαζαν το σκασμό κάθε
νύχτα, οι κρεουργημένοι σκατζόχοιροι ανάμεσα στα φύλλα της κολοκυθιάς, η τρύπια
σίτα, οι μεταξωτές κουρτίνες που έκαναν όλη τη μέρα ηλιοβασίλεμα, ο γυαλιστερός
γρανίτης, οι άδειες βιβλιοθήκες, μια θρομβωμένη νοσταλγία, η μυρωδιά της
φρέσκιας πρικαλίδας, οι στάλες του λαδιού σα δάκρυα πενθούντος, η αργή, επίμονη
ζωή, μέρα μέσα, μέρα έξω, το νεκροταφείο των αναχωρησάντων (δὲ αὐτῶν οἱ Ἀθηναῖοι φυλακὰς κατεστήσαντο κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν). Η χρυσή άμμος στο Αλωνάκι
μ’έτριβε στις πατούσες. Τα νερά ήταν ρηχά, ο πάτος υπόσγουρος, οι γόνοι
γυάλινοι στη φανταστική μεσημεριανή λαμπράδα, κι εκείνη η βαθειά, ζεστή αγκαλιά
της ησυχίας, η διάλυση του κόσμου σε παύση.
Φτάνει κι η μέρα που το πένθος αραιώνει όπως αρμόζει στα πένθη τα
ανεπίπλεκτα, η πρώτη μέρα της σειράς που δε σ’έφερα στο νου μου, η αρχή της
λησμονιάς. Είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Ένας φιλόλογος από τα γυμνασιακά μου
χρόνια είχε πει, όταν γράφετε εκθέσεις να προσέχετε να μην αρχίζει καμιά
περίοδος με έψιλον. Κόβομαι στο δύστυχο. Ο Ινδιάνος σαμάνος στο διπλανό ταμπ
πάγωσε στο χρόνο πάνω που μουρμούριζε, έχασες τη σκιά σου - κι αυτό σημαίνει
πως δεν έχεις τίποτε άλλο να χάσεις. Ψιλός ιδρώτας με θυμάται στην οσφύ. Δεν
είμαι άρρωστος αλλά δε φαίνομαι ν'αναρρώνω κιόλας. Η ξενιτιά δεν είναι για
όλους, Θ. Καλλιφατίδης. Καπνίζει την πίπα του νωχελικά στις φωτογραφίες.
Καπνίζω την πίπα μου εν μέσω υπαρξιακής αγωνίας στο πάτωμα του σαλονιού ενώ μια
άγνωστη γυναίκα με κοιτάζει λατρευτικά αφ’υψηλού. Τον Καλλιφατίδη κι εμένα μας
χωρίζουν κάπου πενήντα χρόνια αλέσματος μεταξύ σφύρας και άκμονος. Είναι μια
απάντηση που δεν αντιστοιχεί σε καμιά ερώτηση, είμαι μια ερώτηση που δεν έχει
απάντηση. Οι πόλοι γυρνάνε τούμπα τόσο αργά που δεν τους παίρνεις πρέφα, και
μόλις συνειδητοποιήσεις πως έπαψες να ρωτάς, όλα έχουν απαντηθεί - αλλά ποια
ήταν η ερώτηση;
Στο νοτιοανατολικό διαμπερές διαμέρισμα της συμβολής των οδών ... και ...,
τα φώτα του λιμανιού γλυκαίνουν το βραχύβιο σκοτάδι. Στηρίζομαι με τα χέρια στο
περβάζι, στ'αριστερά το σιλό του Σαν-Βιαμύλ, στα δεξιά τα κτίρια των
ασφαλιστικών, ευθεία εμπρός τα εργαλεία για τις πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου,
κι απάνω ένας άναστρος ουρανός. Η νύχτα παραμονές της ισημερίας είναι κοντή και
δεν την προλαβαίνεις. Αν μετακομίσεις αρκετές απανωτές φορές, γίνεσαι
φιλοξενούμενος του εαυτού σου. -Θα θέλατε μια κούπα τσάι; -Ναι, ευχαριστώ, αφού
ξέρετε πόσο μ’αρέσει το τσάι. Βάζω την τσαγιέρα να βράσει και ρίχνω μια αρπαξιά
νταρτζήλινγκ στο τσίγκινο κιούπι που έχει κάνει γλίτσα στα χείλη απ’το στόμα
μου. -Πότε πλύνατε την κούπα σας τελευταία φορά, φίλε μου; -Πάει καιρός.
Η συνάρτηση της παρουσίας μου στην όποια χώρα με την εργασιακή μου
κατάσταση με έχει παραδώσει ψυχή τε και σώματι στην έμμισθη δουλεία. Ανήκειν; Ανήκειν όπου χρήμα. Το συλλογικό ένστικτο της ομοιογένειας ταράζεται με τους
μετανάστες, ιδού οι μύγες, ιδού το γάλα. -Γιατί είσαι εδώ; -Για να δουλέψω.
Γιατί είμαι εδώ; Για να δουλ... όχι, στάσου. Για να ξεφύγω. Μα αγόρι μου ξεφεύγει κανείς απ’το εδώ του; αυτή ήσουν εσύ, μικρή
μου πικροχόλα, αυτή ήταν η διδαχτική σου απορία που με βρήκε σα βέλος στο
αριστερό αυτί μέσω του τηλεφώνου, σπαρμένη διακριτικά σαν οχιά ανάμεσα σ’αυτήν
και την άλλη καθημερινότητα. Πιάνω την πεθύμια σου και με βρέχει ως το μεδούλι
μέσα στα δυο λεπτά των τηλεφωνημάτων που αραιώνουν κι αυτά όπως το πένθος της
φυγής μου, Ναυσικά αλάτι της πληγής μου, αλλά τα λόγια σου γίνονται ολοένα και πιο στοχευτικά, πιο
ακριβή και πιο πονετικά, κι έτσι όσο πάει χρειαζόμαστε πιο λίγα ώσπου να παραδοθούμε
στη διακρατική σιωπή.
Τα νομικά σύνορα είναι τεντωμένες πετονιές που κόβουν σα νυστέρι. Φυσικά
σύνορα, πού; Το σύνορο της θάλασσας και της ακτής, το σύνορο του
κορμιού και του έξω κόσμου, το σύνορο του ύπνου και του ξύπνιου, το σύνορο της
ζωής και του θανάτου, το σύνορο της λάσπης και της ρίζας, το σύνορο της λάμας
και του κρέατος, και το όνομα αυτών μεταβάσεις, γλιστρήματα, γκλισσάντο. Δε με
συντροφεύει η σκιά μου, την ήπιαν οι σελίδες του διαβατηρίου. Η ζωή μου διαλύεται προς κόκκους σαν αλεύρι που φυσιέται. Στηρίζομαι με τα
χέρια στο περβάζι, ξένα χέρια, ξένο περβάζι, άγνωστες αναπνοές, περαστικοί που
όλο λένε κάτι, δεν καταλαβαίνεις τι λένε; Όχι, είναι η βαρηκοΐα της γλωσσικής
μοναξιάς. Ο φιλοξενούμενός μου αιωρείται έξω από την πρόσοψη του κτιρίου του
19ου αιώνα και κοιτάζει μέσα στο διαμπερές διαμέρισμα. Ώρα για φτηνή
λογοτεχνία, δηλαδή την παρουσίαση του ήρωα μέσα από τη μαρτυρία του ενώ
κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη: ψηλοτάβανο παλαϊκό σπίτι με γύψινες
ροζέττες γύρω από τα κρεμαστήρια των φωτιστικών, σανίδια που έχουν συσταλεί κι
ανάμεσά τους αποκαλύφθηκε σε λωρίδες το υπόγειο σκοτάδι, μια βιαστική
ταχτοποιησιά, ένα πουκάμισο πεταμένο δίπλα στο τυρκουάζ υποπόδιο της
πολυθρόνας, το ρολό κωλόχαρτο της μαλακίας στην άκρη του τραπεζιού που
ξετυλίγεται απ’την αύρα, καθαρό σουηδικό χαλί, ένα μπουρζουά γούστο για τέχνη
στα ντουβάρια, ακούρτινα παράθυρα, λερωμένα τζάμια, και στο νοτιότερο όλων ένας
χλωμός άντρας με απολογητικά φρύδια, ξυρισμένος στρατιωτικά, γυμνός απ'τη μέση και πάνω, τρεις σημαδιακές σταξιές χλωρίνης στο
παντελόνι, τη ζώνη δυο γύρες και περασμένη όπως όπως στα θηλύκια, ανάφαγος αλλά μουσκουλιάρης με φλέβες που ξεχειλώνουν και προβλέπω σύντομα κιρσούς, ένας άντρας που δεν έχω ξαναδεί και δεν αναγνωρίζω.
Σε τι πιστεύεις; ρώτησε η γυναίκα. Δεν απάντησα. Δε νομίζω πως πιστεύεις. Γιατί το φοράς
αυτό; κι έπιασε το χρυσό σταυρό. Για
να κρατάει το σκοτάδι μακρυά. Τον πασπάτευε, είχα τα μάτια μου κλειστά. Δεν τον χρειάζεσαι άλλο. Η αλυσίδα ξεγλίστρησε.
Την τράβηξε μαλακά και την άφησε δίπλα στο μαξιλάρι. Ένιωσα σα να μ’έσκισε στην
κοιλιά. Ό,τι με χώριζε από την κατακλυσμιαία μοναξιά ξεκόλλησε από πάνω μου
μαζί με το σταυρό. Αυτός είμαι εγώ, αυτός είναι ο φιλοξενούμενός μου, αυτός
είναι ο άντρας στο παράθυρο, ένας ισόβιος ξένος.
τα δάκρυα ικεσίας μ'έχουνε σκάψει ως το αίμα
η απελπισία η νησιωτική δε μπορεί να ξεπλυθεί
μη μ'εγκαταλείπεις.
9.6.18
And in the endless pause there came the sound of bees
Blood, departing
cheap soured bordeaux
the noise of the world but a hush
life hanging on to a corpse
corpse hanging on to a man
Cheyne - Stokes in arms
glistening rain as sweat
an honest, laboring forehead
an honest, laboring man
still seas, still sands
devouring blindness
the wheeze of the right heart failure
the shiver of the motionless tide
as in, we
are.
cheap soured bordeaux
the noise of the world but a hush
life hanging on to a corpse
corpse hanging on to a man
Cheyne - Stokes in arms
glistening rain as sweat
an honest, laboring forehead
an honest, laboring man
still seas, still sands
devouring blindness
the wheeze of the right heart failure
the shiver of the motionless tide
as in, we
are.
27.4.18
γῆν καί ὕδωρ
Del amor y otros demonios
Φοβάμαι πολύ να γράψω. Οι λέξεις σημαίνουν βαρύτερα τη νύχτα. Στέκομαι αμαρτωλά στο ιερό, χείλη σφιγμένα, μάτια σφαλιστά. Από τις βαθειές κόγχες των βιτρώ ο Θεός έχει φανερωθεί στο απόγειο του βασανιστηρίου. Οι εντολές τυπώνονται παροδικά σα μαλακωμένα χρωματιστά σχήματα στο δέρμα και με θάλπουν. Τα μάτια ξαλληθώρισαν και το σώμα που έβλεπα διπλό μαζεύτηκε κι ενώθηκε με το φάντασμά του: εγώ. Στα γόνατα δωσμένη αίμα και σκουριά, στο στόμα διήθημα κορμιού, η αρχή του μυστηρίου. Ο άντρας με το καθαρό βλέμμα και την απρόσμενα βαριά φωνή, ο μόνος άντρας πια. Η γυναίκα κλεψύδρα από στοργή, αυτάρκης, μακρινή, Νηρηίδα στην αδιαπέραστη θολούρα της οκτωβριανής φουρτούνας, γεμάτη απ'τα σκοτάδια του Ιονίου, η Κέρκυρα ούτε να φανεί, και μας ξεχνούν κι οι Ωθωνοί, η μόνη γυναίκα πια. Στα πόδια της στερεοτυπίας κρυσταλλιάζει απαλά ένα μαντολίνο κι αυτός που το χτυπά σα να τραγουδά αμάν αμάν και προσευχή στον Άη Νικόλα, κι η βάρκα τραμπαλίζεται μισό μίλι απ'το μόλο, ποιον; Τα βάθη αυτά τα άπατα νερά της Κατάρας η σκιά ένα ναυάγιο που αιώνια αιωρείται με το κεφάλι καρφί για το ποτέ, το πουθενά. Η ζεστή σου αγαπησιάρικη παλάμη πίνει τις ώρες μου γουλιά γουλιά καθώς η βαρύτητα της γης μας παίρνει αγκαλιά με τα ιχθυόσπλαγχνά της. Είμαι έτοιμος, ο τρόμος στα χέρια του θανάτου είναι τρόμος οικογενής, τρόμος κληρονομικός, κι εγώ είμαι έτοιμος τώρα, τώρα που ανάσκελα με τα ματόμπαλα γυρισμένα ανάποδα οι μόνες λέξεις που μετά βίας ξεστομίζω είναι κάνε με ό,τι θες. Ο Θεός μου έχει φανερωθεί, πιστός και λατρευτής, η αυστηρή του θεϊκή λαιμολαβή, η αγνή σωματική απελπισία του πνιγμού, η υποταγή. Η θάλασσα μας αφαιμάζει απαλά, μας ξεντύνει από πνοή, βουλιάζουμε στη νύχτα, καμιά φωνή, κανένα πάθος, καμιά πληγή, παρά ένα τέλος βραδυνό.
Φοβάμαι πολύ να γράψω. Οι λέξεις σημαίνουν βαρύτερα τη νύχτα. Στέκομαι αμαρτωλά στο ιερό, χείλη σφιγμένα, μάτια σφαλιστά. Από τις βαθειές κόγχες των βιτρώ ο Θεός έχει φανερωθεί στο απόγειο του βασανιστηρίου. Οι εντολές τυπώνονται παροδικά σα μαλακωμένα χρωματιστά σχήματα στο δέρμα και με θάλπουν. Τα μάτια ξαλληθώρισαν και το σώμα που έβλεπα διπλό μαζεύτηκε κι ενώθηκε με το φάντασμά του: εγώ. Στα γόνατα δωσμένη αίμα και σκουριά, στο στόμα διήθημα κορμιού, η αρχή του μυστηρίου. Ο άντρας με το καθαρό βλέμμα και την απρόσμενα βαριά φωνή, ο μόνος άντρας πια. Η γυναίκα κλεψύδρα από στοργή, αυτάρκης, μακρινή, Νηρηίδα στην αδιαπέραστη θολούρα της οκτωβριανής φουρτούνας, γεμάτη απ'τα σκοτάδια του Ιονίου, η Κέρκυρα ούτε να φανεί, και μας ξεχνούν κι οι Ωθωνοί, η μόνη γυναίκα πια. Στα πόδια της στερεοτυπίας κρυσταλλιάζει απαλά ένα μαντολίνο κι αυτός που το χτυπά σα να τραγουδά αμάν αμάν και προσευχή στον Άη Νικόλα, κι η βάρκα τραμπαλίζεται μισό μίλι απ'το μόλο, ποιον; Τα βάθη αυτά τα άπατα νερά της Κατάρας η σκιά ένα ναυάγιο που αιώνια αιωρείται με το κεφάλι καρφί για το ποτέ, το πουθενά. Η ζεστή σου αγαπησιάρικη παλάμη πίνει τις ώρες μου γουλιά γουλιά καθώς η βαρύτητα της γης μας παίρνει αγκαλιά με τα ιχθυόσπλαγχνά της. Είμαι έτοιμος, ο τρόμος στα χέρια του θανάτου είναι τρόμος οικογενής, τρόμος κληρονομικός, κι εγώ είμαι έτοιμος τώρα, τώρα που ανάσκελα με τα ματόμπαλα γυρισμένα ανάποδα οι μόνες λέξεις που μετά βίας ξεστομίζω είναι κάνε με ό,τι θες. Ο Θεός μου έχει φανερωθεί, πιστός και λατρευτής, η αυστηρή του θεϊκή λαιμολαβή, η αγνή σωματική απελπισία του πνιγμού, η υποταγή. Η θάλασσα μας αφαιμάζει απαλά, μας ξεντύνει από πνοή, βουλιάζουμε στη νύχτα, καμιά φωνή, κανένα πάθος, καμιά πληγή, παρά ένα τέλος βραδυνό.
- η αληθινή τρομοκρατία είναι μην και χαθείς -





