25.7.17
Περί ποιητικής
Το basslauf είναι το αποτέλεσμα μιας ανθεκτικής παθολογίας. Δεν είναι ποίηση. Είναι η απορροή ενός νευρασθενικού. Ήταν ένα από τα σκοινιά που με συνέδεαν με τη βάρκα. Έκλεισε 9 χρόνια, όσα και η ψυχασθένειά μου. Μια πρόποση. Εις ίασιν ψυχής και σώματος.
22.7.17
Правда не зависит от вашей воли
Του έπιασα το χέρι ενώ ακροαζόμουν την αορτική. Ο άχρηστος καρπός του με βρήκε απροετοίμαστο. Έσκυψα από πάνω του επίορκος και τον ρώτησα φοβάσαι; και είπε όχι.
Αυτό έγινε το χάραμα.
Το πρωί με φώναξαν στο 3-69 για σπασμούς. Μπήκα μέσα κι ήταν στα λογικά του αλλά το σώμα τον γελούσε. Το στόμα του δεν άνοιγε αλλά μέσα απ'το σάρκινο χαντάκι μούγκριζε πονάω, πονάω, τα μάτια του δεν άνοιγαν αλλά έκλαιγε ολόκληρος άντρας ολόκληρο ερείπιο. Έσκυψα από πάνω του επίορκος και του είπα μη φοβάσαι εγώ είμαι εδώ. Σε μισό λεφτό δούλεψε το στεντόν κι έμεινε σέκος. Είχα σχολάσει από μισή ώρα. Τον άφησα στους επόμενους, φόρεσα τα πολιτικά, άναψα τσιγάρο και έφυγα για το σπίτι.
11.7.17
Για αυτούς που μένουν
φεύγω πρώτος για να μην προλαβαίνει κανένας να με παρατήσει
κανένας κανείς
1/3
με δυο φγιορδ στ'όνομά μας
και το 7-11 στην Χόλμπεργκσπλαςς
το τρέμουλο του κομοδίνου απ'το τραμ
το πάρκο με τ'αγάλματα
τα παγωμένα γάντια
έτριβες τις βλεφαρίδες σου στις δικές μου
κι αυτό ήταν ένα κάτι ψιλό απ'όλο το τρίψιμο που ρίξαμε εκείνη την εποχή
οι γκόμενές μας ζηλεύουν ακόμα
2/3
τι που δεν έχω πει και θα'ρθει τώρα
σ'έπιασα κορόιδο στο μπλατζά κι έκανες το σταυρό σου
αν ο Θεός έδινε μια θα μου'κοβε τα χέρια αλλά για δες
μόκο
και τώρα δεν ξέρεις αν πιστεύεις
3/3
το αλάτι στο δέρμα σου τρίμμα γυαλί
οι στάλες στα μάγουλά σου νάζια στο μαντολίνο
το είπες όπως το είπε ο Galeano miedo de morir / miedo de vivir
από το στόμα σου στο αίμα μου
ανήκεις σε όλες μου τις αισθήσεις
1.7.17
Περί αλυπίας
Πτερόεσσες ψυχές
οι δέκα κράσεις της δυστυχίας
βοήθεια θα πει ένα άσπιλο στόμα
ένα παραπάτημα και μπλουμ στη μούργα του καλοκαιριού
όλο το δηλητήριο όλη η στάχτη των νεκρών
αδειάζει σ'εκείνο το πηγάδι
και τώρα
ανάσκελα γυμνός και στο μαρτύριό σου
χαζεύεις τα παροδικά σκοτάδια τα σμήνη τα μεταναστευτικά ώσπου να κοιμηθείς.
Η πονηριά στο πρόσωπό σου το εξομολογητήριο των ματιών σου τα δάχτυλα των χεριών σου τα δέκα ακρωτήρια του πάθους οι πρώτες ύλες του κορμιού αναχωρούν για άλλα μέρη, αναχωρούν για τη σιωπή. Από τον πάτο του ωκεανού και την αμμώδη κρέμα το μόνο που με φτάνει είναι το σσσσ-σσσσ, σσσσ-σσσσ των σπλάγχνων των ναυτίλων. Μια αιώνια αναίμακτη ηρεμία πέρα από τις αγωνίες της ζωής και του θανάτου, πέρα από την απελπισία στο καρδιοχτύπι, πέρα απ'ό,τι δένει τα πλάσματα στον κόσμο από τους αστραγάλους. Με τις βροχές σε πίνει ένα κρυφό σιφώνι στο πηγάδι και από Σεπτέμβρη δε σε είδα, δε σ'έπιασα, δε σε φίλησα ποτέ. Να μην ξαναγυρίσεις.
22.6.17
Να σκάψεις τον τάφο σου
Δέκα λεπτά στο ιερό μες στο γιατρείο δε θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά, ό,τι συμβαίνει με βρίσκει στο ψαχνό. Το πρόσωπό μου δεν έχει μυστικά, κάθε πρωί έρχομαι στον κόσμο και ξανά, κάθε πρωί γεννιέμαι. Τα μάτια μου γίνονται τεράστια όταν μου μιλούν, σα να'μαι ένα μικρό μωρό, σα ν'ακούω τα πιο σπουδαία λόγια. Το φως της μέρας δεν είναι αρκετό για να ξημερώσει στο κεφάλι, χρειάζομαι έναν ήλιο πιο πολύ, πιο δυνατό για να με φέρει πίσω, θα περιμένω τον Προμηθέα. Η τιμωρία συνοψίζεται στο -θέ-. Μένω σιωπηλός αλλιώς το ξέρω το'χω πάθει απ'τα έγκατά μου ξεχύνεται το -θέ-, στάζει στα ρούχα μου, βρέχει τα παπούτσια μου, με λιώνει και με ξεφτιλά, και γίνομαι άφτερος νεοσσός πεσμένος κάτω απ'τη φωλιά ίσα εκεί στις χοντρές ρίζες του νορβηγικού σφενδάμου, και απροσμέτρητες ομολογίες μου έχουν έτσι αποσπάσει, αμάρτησα, έχω αμαρτήσει, αμάρτω, και δάκρυα χοντρά και στρογγυλά σαν μεγάλες σταγόνες μέλι. Κρεμώ το κεφάλι το άντρο του βραδιού πάνω απ'τον αριστερό μου ώμο, οι αλήθειες μένουν πίσω, κι εμπρός τραβάει μια πνοή το δώρο του Θεού το έλεός του η ψυχή ενός ζωντανού. Στο στόμα μου περπατάνε οι λέξεις Μίλησέ μου για την Κέρκυρα και Σσσς, μη! και αυτές είναι οι αρχές του έρωτα που σου'χω φυλαγμένο, ακολουθούν τα νύχια των δαχτύλων μου κάτω απ'τα νύχια των δαχτύλων σου και οχτώ κουκκίδες κοινό αίμα. Ένα αδύναμο χτυκιάρικο κορμί, φτηνό δέρμα, τα πόδια διπλωμένα, τα χέρια σταυρωμένα, τα βλέφαρα κλειστά, το κεφάλι σκυμμένο, όλη η δυστυχία του κόσμου μου στα χείλια, και μέσα αναμμένη καρβουνιά σε βαμβακερό σακί και η μυρωδιά... για να πνιγώ λέγκε άρτις προς τιμήν σου πρέπει να βουτήξω στο ζεστό σου κεχριμπάρι, το γκρίζο των ματιών μου θα βρει το καλοκαίρι των δικών σου, ό,τι προηγουμένως κατάφερνε και κυλούσε θα γίνει στερεό, κι ό,τι είμαστε θα είναι το πήγμα των Ηλιάδων του μεσημεριού στο κυματάκι των Ερμόνων.
Άλλη μια ψιχάλα και ξέχνα τη θάλασσα, ορίστε η άπατη λίμνη
θέλω να σε ζήσω ως το μεδούλι θέλω να σκάψεις τον τάφο σου.
ΝΑ ΣΚΑΨΕΙΣ ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΣΟΥ
14.6.17
Έχεις χάσει τη λάμψη των ματιών σου, μου είπε στο αεροδρόμιο, θέλω να σε βλέπω ζωντανό. Χαμογέλασα και της έπιασα το κεφάλι. Δεν το πήρα και κατάκαρδα. Αργότερα στο ενοικιαζόμενο στο πουθενά άνοιξα το επικλινές παράθυρο της οροφής. Με θέρισε το κρύο. Όλη η κακία του χειμώνα τρύπωσε από τα μάτια μου εντός μου. Σχεδόν τριάντα χρόνια που έριξαν το Τείχος και τώρα μόλις μπήκαν όλα σε σειρά.
/
Λείπω. Έχω εγκαταλείψει το κορμί. Δεν υπάρχει αίμα παρά μέλαινα χολή. Το ρολόι του Πολυκάστρου δείχνει ώρα στάχτη και νερό.
Περπέτουα
/
Μια απαλή πνοή χαϊδεύει το τοπίο, τα λιόφυλλα τα ασημιά, τα δύσκολα σπαρτά. Στέκομαι στη μικρή βεράντα με το σωρτς. Καπνίζω έναν Άσσο που θα κρατήσει όλο το καλοκαίρι. Απέναντι το φάντασμα του Γρίβα μια σταλίδα. Η Άγια Κυριακή, τα τσιμέντα στη γωνία. Η θάλασσα που ενώνει τα δυο μεριά είναι μολύβι. Στον πάτο βότσαλα και γύρω κοπάδια από μέδουσες καφετιές. Την έχω κολυμπήσει και μ'έχει κατακτήσει. Το πρώτο σούρουπο εκεί έπεσα ανάσκελος κι άνοιξα τα μάτια κι επάνω στον ουρανό απλώνονταν οι νύχτες βελούδινες, η φεγγαράδα, η δροσιά. Κάπου κάπου ακουμπιόμουν με μια μέδουσα απαλά. Απ'τα λιμνία μου εξατμίστηκε η ψυχή αλλά είμαι ακόμα στη ζωή να καπνίζω αυτόν τον Άσσο τον τριμηνίτη. Φτύνω τα τρίμματα του καπνού στα κεραμίδια. Η κουρτίνα σέρνεται μέσα έξω.
/
Μια απαλή πνοή χαϊδεύει το τοπίο, τα λιόφυλλα τα ασημιά, τα δύσκολα σπαρτά. Στέκομαι στη μικρή βεράντα με το σωρτς. Καπνίζω έναν Άσσο που θα κρατήσει όλο το καλοκαίρι. Απέναντι το φάντασμα του Γρίβα μια σταλίδα. Η Άγια Κυριακή, τα τσιμέντα στη γωνία. Η θάλασσα που ενώνει τα δυο μεριά είναι μολύβι. Στον πάτο βότσαλα και γύρω κοπάδια από μέδουσες καφετιές. Την έχω κολυμπήσει και μ'έχει κατακτήσει. Το πρώτο σούρουπο εκεί έπεσα ανάσκελος κι άνοιξα τα μάτια κι επάνω στον ουρανό απλώνονταν οι νύχτες βελούδινες, η φεγγαράδα, η δροσιά. Κάπου κάπου ακουμπιόμουν με μια μέδουσα απαλά. Απ'τα λιμνία μου εξατμίστηκε η ψυχή αλλά είμαι ακόμα στη ζωή να καπνίζω αυτόν τον Άσσο τον τριμηνίτη. Φτύνω τα τρίμματα του καπνού στα κεραμίδια. Η κουρτίνα σέρνεται μέσα έξω.
/
Έχεις χάσει τη λάμψη των ματιών σου, μου είπε στο αεροδρόμιο, θέλω να σε βλέπω ζωντανό. Χαμογέλασα και της έπιασα το κεφάλι. Δεν το πήρα και κατάκαρδα. Αργότερα στο ενοικιαζόμενο στο πουθενά άνοιξα το επικλινές παράθυρο της οροφής. Με θέρισε το κρύο. Όλη η κακία του χειμώνα τρύπωσε από τα μάτια μου εντός μου. Σχεδόν τριάντα χρόνια που έριξαν το Τείχος και τώρα μόλις μπήκαν όλα σε σειρά.
/
Λείπω. Έχω εγκαταλείψει το κορμί. Δεν υπάρχει αίμα παρά μέλαινα χολή. Το ρολόι του Πολυκάστρου δείχνει ώρα στάχτη και νερό.
7.6.17
Θυγάτηρ σύζυγος μήτηρ πατρίς
¿Sabes de donde vienes? Una sílaba viajó de los labios de tu madre a los de tu padre, así llegaste a este mundo.
ΘΥΓΑΤΗΡ
Σφίξε με στην αγκαλιά σου άσε με ν'ακουμπήσω το αυτί μου στην καρδιά σου
εσύ κοίτα μπροστά πάτα γερά στην ξένη γη
τα στρόγγυλα χρόνια της ερημιάς σου η παρένθετη ζωή σου το ασήμαντό της τέλος
η αδυναμία σου στα μάτια πανάκριβα πανάρχαια τοπάζια
σ'αγγίζω και σε πιάνω να πεθαίνεις
πάρε τα αργά δάκρυα και άλειψε τα χείλη σου
κράτα το μαλακό ροδάκινο κορμί πρώτα απαλά κι έπειτα λιώσ'το
το ζουμί που θα σε βρέξει είναι γλυκό και μοσχοβολάει σαν καλοκαίρι
πάρε ό,τι έχω.
ΣΥΖΥΓΟΣ
Απόσταγμα Δαμασκού στα λεπτά σου χέρια στάλες μεγάλες και μαργαριταρένιες
σαν τις πρώτες σταγόνες της πρώτης μπόρας
με το πλύμα της ψυχής μου στο στόμα στην κοιλιά σου
σε βαφτίζω γυναίκα μου για πάντα και σε παίρνω
από τρεις μικρές πληγές πίνω όλη σου τη ζωή γουλιά γουλιά
κι όσο πεθαίνεις θα πεθαίνω για σένα.
ΜΗΤΗΡ ΠΑΤΡΙΣ
Από τη σκόνη της Συρίας σκιές της ιστορίας έφτιαξαν τον άντρα
αγνό με ώμους δυνατούς και αφοσιωμένους πιστόν σ'αυτήν και το Ισλάμ
και από το κύμα εκείνο το βουβό το αιγαιοπελαγίτικο στο τέλειωμα των μελτεμιών
γεννήθηκε με αίμα απ'το δάχτυλο της μοδίστρας στην περίτεχνη δαντέλα της Ελλάδας η γυναίκα
το λάδι το κρασί το αλάτι της ζωής
και
βουλιάζοντας οι δυο τους έφτιαξαν εσένα
καμάρι της ορεινής Χαλκιδικής
σε φιλώ
σε νοσταλγώ
σου υπόσχομαι
άλλη δε μ'έχει πονέσει έτσι.
3.6.17
Tienes que sacarlo desde la raíz
Tienes que sacarlo desde la raíz.
Sé firme, y tienes que decir "sufrimos".
—Sufrimos.
Το σούρουπο δεν προχωρά δε μετανιώνει. Η ελαιογραφία που κρέμεται πάνω από το γραφείο, το καλοκαίρι του βορρά τα καταπράσινα μαλλιά των λόφων η ανίατη υγρασία οι πνευμονίες οι φθισικοί. Ο χειμώνας είναι ισοβίτης στα παλιά σπίτια. Όλοι από το 1890 πίσω από τα χοντρά ντουβάρια, οι πνιγμένοι στ'ανοιχτά. οι χαμένοι στις Αμερικές, οι τελειωμένοι, οι χρεωμένοι, οι τυχεροί.
Νεκρή φύση: ένα χέρι κρέμεται από το πλάι της καρέκλας. Τα δάχτυλα είναι σε ελαφριά κάμψη. Μια βδομάδα έτσι και το ρολόι δεν εδέησε να πάψει και ο χρόνος του δε χορταίνει να τελειώνει. Το παράθυρο είναι ανοιχτό και μανταλωμένο στο σκουριασμένο ποδαράκι, και απ'το ποδαράκι στο περβάζι πρόλαβε και κρέμασε ένας ιστός αράχνινος σαν τριχωτό σεντόνι. Τώρα θα φύγω, ετοιμάζει και βροχή.
Η γη ανακατεύεται, αλλού θεοσκότεινη, κολλώδης και υγρή, κι αλλού λεπτή, πανάλαφρη, ξανθή, κάπου πάντα της γκαστρωμένη, κάπου πάντα της στείρα. Διώχνω μια τούφα που έχει πιαστεί στο στόμα. Έχω ψηλώσει τριάντα μέτρα έχω ψηλώσει τριάντα χρόνια. Τρέχω. Τα δέντρα στο νεκροταφείο τρώνε τις στάχτες του έθνους και ψηλώνουνε κι αυτά. Το επιτύμβιο είναι για όλους ίδιο ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Πέφτουν οι πρώτες στάλες πέφτουν οι πρώτες στάλες δηλητήριο απ'το λαβούρνο που έχει φούντωση. Τα νερά γύρω του ποταμού και των παραποτάμων τα υπόγλυκα τα υφάλμυρα τα σάπια τα νερά χύνονται στην αμμουδιά, τρέχω λίγο ακόμα και τώρα που έχω φύγει θα σταθώ.
Ωπ! ο κόλπος της Εσπεράντζας ανοιχτός ευθύς εκτεθειμένος στους δυτικούς καιρούς ο τόσο λίγο κόλπος, το σύνορο του σύμπαντος.
Από ψηλά εκεί που έχω ανεβεί από τα αγκίστρια που αναρτώνται απ'το σβέρκο τους τα κυνήγια στρέφω το βλέμμα κάτω. Στην άμμο γράφονται μια, τρεις, πέντε, εφτά μικρές λερωματιές και η άμμος τις εξαφανίζει στη στιγμή κι έτσι κανείς μας δε ματώνει. Ένα κύμα αφρίζει παραδίπλα και ανασταίνει ό,τι έχει ξεβραστεί. Πέθανα κάποτε στο νησί, ακόμα με ψάχνουν τα σκουλήκια, α, και θα με βρουν, έχε υπομονή.
17.5.17
Τι τρέχει
Η λόξα στο μυαλό
καθαρό κούτελο ούτε τύψη
λαιμός εκχυμωμένος δουλειά ή αναψυχή
γιακάδες Μάο Παναγία Φανερωμένη
πεθαίνω πεθαίνεις κάθε πρωί
πτήσεις πλεύσεις
κινούμενη άμμος λάσπη κόλλα
σούρσιμο στο μουσαμά πέντε και χάραξε
στο πλάι το βάρος των βημάτων σε χρυσό
δε βγαίνει το χαρτί δε βγαίνει το χούι
συννεφόκαμα νησί για νησί χώρα για χώρα
αυτή η άλλη η ανελέητη επαρχία αυτή η απομεριά
καρφί κέφι στο κέρατο
εμπύρετα μάγουλα του Γκόττρον οι κηλίδες
φτερά της πεταλούδας ηλιοτρόπια
φθίση και ζωή αυτή είσαι εσύ
σκοτάδι και χαίνει πάντα μισό
ούτε μία ντροπή στον κόσμο δεν είχα ποτέ
αφέγγαρες θλίψεις ανάλατες χαρές
και ίσιος και στραβός και πούστης και σωστός
το χέρι μου ψηνόταν κάτω απ'τη φούστα σου τα μάγουλά μου στις φλόγες σαν εφημερίδες σε ρωτούσα αφελής Τι τρέχει γυναικάκι; για να με χτυπήσεις με την ανάποδη του χεριού στο παραλαίμι και να μου πεις να μη σε ξαναπώ έτσι.
13.5.17
Εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη
11 Μαΐου
Κάθεται με το γυμνό κωλί της στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Απ'το παράθυρο έρχεται και βρίσκει τον ώμο και την κλείδα της το φως της μέρας του βραδιού. Τα φρύδια της έχουν σμίξει σαν ταξιδιώτες στο Βαρδάρη, κι ανάμεσά τους στενεύει άδεια η Λαγκαδά. Τα δάκρυά της βρίσκουν δρόμο και γλείφουν το λαιμό της. Οι λεπτές της φαβορίτες έχουν κολλήσει στα μάγουλα κι έχουνε σγουρύνει. Κάθομαι με το σώβρακο στην κουνιστή καρέκλα της απεναντινής γωνίας και πάω μπρος πίσω. Έχω πιάσει τα μαλλιά μου παραμάσχαλα. Σφίγγω τα χείλη, δαγκώνω το μουστάκι, ρίχνω ένα βλέμμα στα ποδοδάχτυλά μου πάνω στο χαλί, κι έπειτα πίσω σ'αυτήν, στα πόδια της τα διπλωμένα και χωμένα στο ύφασμα και στο ίδιο το κορμί της. Στο δέρμα της που μαρμαρώνει φαίνονται οι φυλλωσιές φαντάσματα σαν της λιακάδας στους εξάκλινους του Παπανικολάου, οι εφημερίες έχουν κι αυτές το τίμημά τους. Όλοι οι νεκροί της στις μυστικές πτυχές της, κι όλοι οι ζωντανοί στο διάολο. Στον άλλο ώμο που δε φωτίζεται βλέπω το βάρος των αγκίστρων και το παπαγαλάκι των εξωτερικών. Κανείς απ'όσους τη δοκίμασαν δε μπόρεσε να την ξεχάσει, ούτε εγώ. Καμιά απ'όσες με δοκίμασαν δε μπόρεσε να με ξεχάσει, ούτε αυτή. Κι έτσι γελαστήκαμε, χα - χα. Ρωτάω, πόσο μπορεί η ηλίθιά μου σάρκα να κοστολογηθεί; Στη δημοπρασία είχε ερημιά, αλλά έπεσε ένα χιλιάρικο και τρεις μέρες αναρρωτική, και να, και να! Ο γιατρός της ζεστός και ζωντανός και έκπληκτος εμπρός της. Τα πράματα έχουν έρθει τούμπα, είναι δύσκολο να πω ποιος είναι ο πάτρονας και ποιος η παλλακίδα, στο ράδιο Δεκέμβρη στη Σαλονίκη έπεσε εκ προμελέτης Από τις άκρες των δακτύλων της... και αυτή έπιασε εκείνον τον αργό χορό που μύριζε όπως η γη του Ισραήλ στη ντάλα του μεσημεριού μ'ένα χαμσίνι, και πίσω της έλαμπε ένας ήλιος περίλαμπρος κι αυτή ήταν σκιά. Τώρα το απέραντο ανέλπιδο σκοτάδι με τυφλώνει, διάσπαρτα ανάμεσα σ'εκείνα και σ'αυτά δε βλέπω παρά μόνο τους θανάτους, τους θανάτους, στο τραπέζι της νεκροτομής κάτω απ'το παρεκκλήσι ένας τριών ημερών σβηστός, το αίμα του έχει πήξει κι έχει βάψει τη μύτη και το στόμα, τα μάτια του ορθάνοιχτα ακόμα αγωνιούν κι έχουν αρχίσει να μαυρίζουν, ψηλαφώ τα παραστερνικά μην έχει βηματοδότη, και παίρνω πάνω μου λίγο απ'το θάνατό του, πέθανε ασφυκτιώντας μόνος του σε ένα άδειο σπίτι, όπως η σχιστομάτα με τα σκουλαρίκια μικρά τριαντάφυλλα, που όταν την έπιασα ήταν ακόμα μαλακή, στον κουβά με ρόδες γι'ασθενοφόρο το παιδί και η φρέσκια θωρακοτομή του υποχωρούν κάτω απ'τα χέρια μου και η ψυχή του θα φύγει σαν κομμάτι ξύλου που ξεφεύγει από την καρότσα φορτηγού, ο δύστροπος ο Ζ. και οι εστενωμένες του καρωτίδες που δεν υπάρχουν πια, τον έχω βάρος στη συνείδηση σα να τον έστειλα εγώ, ενώ πέθανε μήνες αφότου άφησα το πόστο, ο κολυμβηταράς μύριζε χλωρίνη και η καρδιά του παραδόθηκε μια στιγμή που είχα στρέψει το βλέμμα αλλού κι έμεινα με την απορία Από τι;, η μάνα του σπάραζε δίπλα στην πόρτα, η μάνα της χώθηκε σε μια σχισμή ανάμεσα στη μια και την άλλη επιληψία και εξαφανίστηκε, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα κάποτε στωικά της μάτια τότε με το σημείο του δύοντος ηλίου, τι σκεφτόμουν όταν πήγα να τη δω; η μάνα μου σύρθηκε δυόμισι μέτρα με το μισό σπλαγχνικό κρανίο της ζουμί, οι θάνατοι είναι όλοι τιμωρητικοί, το παλιό αίμα έχει στάξει κι έχει βάψει την άσπρη μου στολή. Κάθε κοκκίνισμα ντροπής είναι υποστάσεις, κάθε πείσμα είναι ακαμψία, και μερικές φορές από τη μυστήρια σιωπή τους είναι λες και όλοι αυτοί οι χαμένοι μουρμουρίζουν εξιστορώντας θανάτους που δεν έχω ακόμα δει αλλά είναι γραφτό και σίγουρο να δω, κι όλοι τριγύρω μου οι εν ζωή γράφουν στα μάτια μου μελλοθάνατοι. Το δέρμα των γοφών της το απαλό σαν ανθοπέταλο, τα δυο χαλίκια του νεφρίτη, το ύφασμα που τη φτιάχνει όπως τη φτιάχνει, όλα θα φθίνουν από τη θάλλη και θα φυλλοβολήσουν στη μέλαινα γη της ορεινής Χαλκιδικής. Αν τη σκότωνα τώρα δα θα τη μάζευε αχάλαστη το δρεπάνι, θα'πεφτε σαν εξωτικός καρπός στις ξανθωπές ακτές του Σλέσβιχ, και το αίμα της θα μ'έπλενε, θα με βάφτιζε και θα σούρωνε στις πλαγιές των αμμοθινών, ποτίζοντας τις δυνατές ρίζες της αρενάρια... και δε θα την ξανάβλεπα και δε θα με ξανάβλεπε ποτέ.
Κάθεται με το γυμνό κωλί της στην τυρκουάζ πολυθρόνα. Απ'το παράθυρο έρχεται και βρίσκει τον ώμο και την κλείδα της το φως της μέρας του βραδιού. Τα φρύδια της έχουν σμίξει σαν ταξιδιώτες στο Βαρδάρη, κι ανάμεσά τους στενεύει άδεια η Λαγκαδά. Τα δάκρυά της βρίσκουν δρόμο και γλείφουν το λαιμό της. Οι λεπτές της φαβορίτες έχουν κολλήσει στα μάγουλα κι έχουνε σγουρύνει. Κάθομαι με το σώβρακο στην κουνιστή καρέκλα της απεναντινής γωνίας και πάω μπρος πίσω. Έχω πιάσει τα μαλλιά μου παραμάσχαλα. Σφίγγω τα χείλη, δαγκώνω το μουστάκι, ρίχνω ένα βλέμμα στα ποδοδάχτυλά μου πάνω στο χαλί, κι έπειτα πίσω σ'αυτήν, στα πόδια της τα διπλωμένα και χωμένα στο ύφασμα και στο ίδιο το κορμί της. Στο δέρμα της που μαρμαρώνει φαίνονται οι φυλλωσιές φαντάσματα σαν της λιακάδας στους εξάκλινους του Παπανικολάου, οι εφημερίες έχουν κι αυτές το τίμημά τους. Όλοι οι νεκροί της στις μυστικές πτυχές της, κι όλοι οι ζωντανοί στο διάολο. Στον άλλο ώμο που δε φωτίζεται βλέπω το βάρος των αγκίστρων και το παπαγαλάκι των εξωτερικών. Κανείς απ'όσους τη δοκίμασαν δε μπόρεσε να την ξεχάσει, ούτε εγώ. Καμιά απ'όσες με δοκίμασαν δε μπόρεσε να με ξεχάσει, ούτε αυτή. Κι έτσι γελαστήκαμε, χα - χα. Ρωτάω, πόσο μπορεί η ηλίθιά μου σάρκα να κοστολογηθεί; Στη δημοπρασία είχε ερημιά, αλλά έπεσε ένα χιλιάρικο και τρεις μέρες αναρρωτική, και να, και να! Ο γιατρός της ζεστός και ζωντανός και έκπληκτος εμπρός της. Τα πράματα έχουν έρθει τούμπα, είναι δύσκολο να πω ποιος είναι ο πάτρονας και ποιος η παλλακίδα, στο ράδιο Δεκέμβρη στη Σαλονίκη έπεσε εκ προμελέτης Από τις άκρες των δακτύλων της... και αυτή έπιασε εκείνον τον αργό χορό που μύριζε όπως η γη του Ισραήλ στη ντάλα του μεσημεριού μ'ένα χαμσίνι, και πίσω της έλαμπε ένας ήλιος περίλαμπρος κι αυτή ήταν σκιά. Τώρα το απέραντο ανέλπιδο σκοτάδι με τυφλώνει, διάσπαρτα ανάμεσα σ'εκείνα και σ'αυτά δε βλέπω παρά μόνο τους θανάτους, τους θανάτους, στο τραπέζι της νεκροτομής κάτω απ'το παρεκκλήσι ένας τριών ημερών σβηστός, το αίμα του έχει πήξει κι έχει βάψει τη μύτη και το στόμα, τα μάτια του ορθάνοιχτα ακόμα αγωνιούν κι έχουν αρχίσει να μαυρίζουν, ψηλαφώ τα παραστερνικά μην έχει βηματοδότη, και παίρνω πάνω μου λίγο απ'το θάνατό του, πέθανε ασφυκτιώντας μόνος του σε ένα άδειο σπίτι, όπως η σχιστομάτα με τα σκουλαρίκια μικρά τριαντάφυλλα, που όταν την έπιασα ήταν ακόμα μαλακή, στον κουβά με ρόδες γι'ασθενοφόρο το παιδί και η φρέσκια θωρακοτομή του υποχωρούν κάτω απ'τα χέρια μου και η ψυχή του θα φύγει σαν κομμάτι ξύλου που ξεφεύγει από την καρότσα φορτηγού, ο δύστροπος ο Ζ. και οι εστενωμένες του καρωτίδες που δεν υπάρχουν πια, τον έχω βάρος στη συνείδηση σα να τον έστειλα εγώ, ενώ πέθανε μήνες αφότου άφησα το πόστο, ο κολυμβηταράς μύριζε χλωρίνη και η καρδιά του παραδόθηκε μια στιγμή που είχα στρέψει το βλέμμα αλλού κι έμεινα με την απορία Από τι;, η μάνα του σπάραζε δίπλα στην πόρτα, η μάνα της χώθηκε σε μια σχισμή ανάμεσα στη μια και την άλλη επιληψία και εξαφανίστηκε, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα κάποτε στωικά της μάτια τότε με το σημείο του δύοντος ηλίου, τι σκεφτόμουν όταν πήγα να τη δω; η μάνα μου σύρθηκε δυόμισι μέτρα με το μισό σπλαγχνικό κρανίο της ζουμί, οι θάνατοι είναι όλοι τιμωρητικοί, το παλιό αίμα έχει στάξει κι έχει βάψει την άσπρη μου στολή. Κάθε κοκκίνισμα ντροπής είναι υποστάσεις, κάθε πείσμα είναι ακαμψία, και μερικές φορές από τη μυστήρια σιωπή τους είναι λες και όλοι αυτοί οι χαμένοι μουρμουρίζουν εξιστορώντας θανάτους που δεν έχω ακόμα δει αλλά είναι γραφτό και σίγουρο να δω, κι όλοι τριγύρω μου οι εν ζωή γράφουν στα μάτια μου μελλοθάνατοι. Το δέρμα των γοφών της το απαλό σαν ανθοπέταλο, τα δυο χαλίκια του νεφρίτη, το ύφασμα που τη φτιάχνει όπως τη φτιάχνει, όλα θα φθίνουν από τη θάλλη και θα φυλλοβολήσουν στη μέλαινα γη της ορεινής Χαλκιδικής. Αν τη σκότωνα τώρα δα θα τη μάζευε αχάλαστη το δρεπάνι, θα'πεφτε σαν εξωτικός καρπός στις ξανθωπές ακτές του Σλέσβιχ, και το αίμα της θα μ'έπλενε, θα με βάφτιζε και θα σούρωνε στις πλαγιές των αμμοθινών, ποτίζοντας τις δυνατές ρίζες της αρενάρια... και δε θα την ξανάβλεπα και δε θα με ξανάβλεπε ποτέ.
O rubor sanguinis,
qui de excelso illo fluxisti,
quod divinitas tetigit,
tu flos es,
quem hiems de flatu serpentis
num quam lesit.
6.5.17
My shell seeker
Η μέρα ήταν ζεστή σαν αγκαλιά και πάει τώρα. Η σκατά παραλία σου είδε το αναιμικό πετσί μου το πρωί, ξάπλωσα στην άμμο, οι συννεφιές κυλούσαν, έψαξα με τα δάχτυλα τα κομμάτια των οστράκων.
Η παλίρροια ανέβηκε στις τρεις, τα ξέπλυνε όλα.
Μπρούμυτος στον καναπέ πνίγομαι στα μαλλιά μου για να γράψω πέντε σειρές σαν φτηνός αισθηματίας, όπως
ένας κόκκος αλατιού αλάτι του κορμιού σου
ένα θρύψαλο πιασμένο κι αφημένο στα ρηχά
ασήμαντες αγωνίες κάθε ώρας
αργός βουβός χορός το μέτωπο σου ακουμπισμένο στο λαιμό μου
πάσο, πάσο! αλλιώς θα χάσω κι ό,τι μένει.







