© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις Τ. 2

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ο ήλιος με βρίσκει κατάφατσα κάθε πρωί στις έξη. Το νησί είναι τόσο μικρό που μοιάζει με καράβι. Η υγρασία γλείφει τα πάντα. Η πετσέτα η χτεσινή κάνει δυο μεσημέρια να στεγνώσει. Οι ασθενείς τα ξέρουν όλα. Δεν έχω τίποτε καινούριο να τους πω, ούτε και θέλω. Κουβαλώ το ηλίθιο κεφάλι μου στο σπίτι εδώ, στο σπίτι εκεί και παίζω την παράσταση του μικρού καθηγητή. Μετρώ σφυγμούς, μετρώ αναπνοές, μετρώ τις μέρες που απομένουν, και με ακρίβεια λεπτού χάνω το λογαριασμό. Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, είμαι σίγουρος πως κάποιος πάλι ψευτοπεθαίνει. Σπάνια σπαρμένη στους κατά φαντασίαν ασθενείς όμως είσαι εσύ, ή ο πατέρας που καλεί ανάμεσα στο ένα και στο άλλο πολιτισμένο περιστατικό (βλέπει τριάντα στο οχτάωρο, βλέπω εφτά). Ξαφνικά η χάλκινη γραμμή έχει χωρέσει όλη τη Γερμανία διπλωμένη σαν το πανάκι που καθαρίζεις τα γυαλιά. Η τάση φυγής με ακολουθεί ακόμα και όταν φεύγω, και τώρα τουλάχιστον έχω καταλάβει: η θεραπεία είναι η επιστροφή.

ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Η λάμψη των ματιών της Ν. όταν με καλημερίζει την κάνει να μοιάζει με παιδούλα. Μου φέρνει λουλούδια κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Τα πετάω από το παράθυρο του υπνοδωματίου. Έχει χτιστεί ένα νεκρό βουνό από γαρύφαλλα και ορτανσίες που σαπίζουν πάνω στα άγρια χόρτα. Τα κύματα γυρίζουν σαν κορδέλες όταν τα βλέπω κάτω από το νερό. Ο ήλιος σκεδάζεται στους μικρούς στροβιλισμούς της άμμου. Αν από τα εφτά μέτρα αργήσω να ανεβώ για αναπνοή, η καρδιά μου βραδυπορεί, βραδυπορεί ώσπου αρχίζω να ξεπλένομαι από τα δάχτυλα προς το κέντρο. Οι καπεταναίοι της περιοχής είναι πρώτοι στο κέρατο και στο κακό τιμόνι. Τα μισά βράδια φεύγουν ήσυχα παρέα με ανθρώπους που φυτρώνουν απ'το χώμα. Η μία γάτα πέθανε έναν αιφνίδιο θάνατο. Την πέταξα στην τάφρο με τα φύκια. Το βιβλίο που είχε αφήσει η γκόμενα του Δ. δίπλα στο κρεβάτι που της πήρε την παρθενιά είναι το μοναδικό που ακόμα μπορεί να με δακρύσει. Τώρα κάθε τρίτη νύχτα κοιμάμαι σ'εκείνο το στρώμα το αιμομειχτικό. Πότε θα έρθεις πάλι για να σε συνοδέψω στα καντούνια να κοιταχτείς με τον άντρα που αρέσει και στους δυο; Πότε θα πιω μια σόδα απέναντι από το μαγαζί; Πότε θα ξαναφύγω; Είδα ένα πεφταστέρι κι έκανα μια ευχή. Τις Τετάρτες προσεύχομαι. Τα Σάββατα δουλεύω. Ο Θεός να συγχωρεί.

When you live a long way out, you make your own fun

Κάθε απόγεμα κάθομαι στο γραφείο, κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, πίσω από την ψευτοσίτα που φυσιέται σα σκισμένο πανί ιστιοφόρου, και βάζω καθολικούς κανόνες να παίζουν δυνατά. Η καρέκλα μου είναι η φτηνότερη που κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη της ευμάρειας, αναρωτιέμαι σε τι επενδύθηκε η διαφορά. Στο ντουβάρι που είναι βαμμένο με κάτουρο αραιό ξεκουράζονται σιφωνόμυγες και κουνούπια τρισδιάστατη ταπετσαρία. Η σκοτώστρα κρέμεται από ένα καρφί πάνω από το διακόπτη των φωτιστικών, αλλά έχω παραιτηθεί απ'το κυνήγι. Είμαι ήδη γελοία ηλιοκαμένος και τσιμπημένος σε όση σάρκα περισσεύει από τα ρούχα που δεν έχω πλύνει από τα μέσα του Μαΐου.

Μερικές φορές ο τεμπέλης γιος του προέδρου της κοινότητας έρχεται με το δεξιοτίμονο βαν, παρκάρει πάνω στο δρόμο και ψαχουλεύει στην πετρόχτιστη αποθήκη που είναι απέναντι από το παράθυρό μου. Η γυναίκα του καπνίζει κρακ ή κάποια άλλη αμερικανόφερτη μαλακία και είναι σαν ισχνό ρακούν που δύσκολα το ξεχωρίζεις από τις σκουπιδοσακούλες. Έχουν παντρευτεί και οι δυο τους δυο φορές κι έχουν αθροίσει δέκα ή δώδεκα παιδιά. Είναι πρώτα ξαδέρφια. Τις πρώτες μέρες όταν άκουγα βήματα στα χόρτα έκλεινα τους ψαλμούς και έσκυβα το κεφάλι για να μη με βλέπει απ'έξω ο γιος του προέδρου. Αλλά μόλις αναλογίστηκα πόσες νύχτες θα περάσω με τη μούρη χωμένη στα κωλομέρια του χωριού, παραιτήθηκα και από τις ντροπές.

Σήμερα μόλις έκλεισα το μαγαζί ακούμπησα τον κώλο στο ξεμπριζωμένο πλυντήριο Άλτους που έχει βουλωμένη τη θυρίδα του μαλαχτικού. Απέναντι είναι ένας θολός καθρέφτης με δυο λάμπες που δεν έχουν παροχή και ένα λαβομάνο που έχει καταθαμπώσει από το υφάρμυρο νερό. Κάπνισα με το παράθυρο κλειστό και την πόρτα κλειδωμένη στο πλυσταριό το ένα επί δύο ώσπου έγινα μέσα ένα με την ομίχλη που μυρίζει καραμέλες. Στον καθρέφτη που έχει κλίση πένθους, έβλεπα τις κλείδες μου σαν σκαλοπατιές να οδηγούν στους ώμους που δεν ομολογούν και με πανικόβαλε η σκέψη πως αυτά ακριβώς είδαν ανάσκελοι ή μπρούμυτοι όσοι έχω αγκαλιάσει. Κωλόκατσα στα άσπρα πλακάκια και μέτρησα πόσες φορές έχω κάνει λάθος. Για να παρηγορηθώ, έπαιξα το πουλί μου και έχυσα στις πέντε παιξιές σα να ήμουν δεκαεφτά, με τη μέση να στέλνει σουβλιές ως την κνήμη για να μην αυταπατώμαι. Μετά θυμήθηκα πως είχα ένα τέταρτο πεπόνι στο ψυγείο.

Το έβγαλα, το έφαγα άκοφτο με τα ζουμιά να τρέχουν στους αγκώνες, στο νεροχύτη, στο πάτωμα, στις παντόφλες, κι έπειτα έπιασα με δάχτυλα που κολλούσαν να ανεβάσω το σώβρακο και το ρουμπινί μήντιουμ Τσάμπηον σωρτς. Η βρύση δεν έσταζε σταγόνα. Έμεινα για λίγο δίπλα στο πλυσταριό, μέσα στο κουζινάκι, σκεφτικός, πασαλειμμένος με δυο ειδών... τελοσπάντων, αυτό είναι σαφές. Όταν ξεμπέρδεψα με την κατάρρευσή μου, άνοιξα το παράθυρο πάνω από το γραφείο, και έβαλα πάλι τους καθολικούς κανόνες.

Φτηνές συγκινήσεις, ακριβές συγκινήσεις T. 1

ΦΤΗΝΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Το σκυλί με τα θλιμμένα μάτια σύμφωνο με το είδος
το σπίτι τα γκρέμια η σκόνη η μεσανατολική
το φυσίγγι στο χώμα η αρκούδα χαλί το αρκουδάκι ακόμα στο βυζί
οι αιωνόβιοι στην πλαγιά που κρεμιούνται ρίζα ρίζα

τα κουφάρια που επιπλέουν και ξεβράζονται
οι βόλτες στις πρωτεύουσες
τα ψάρια που τρώνε τους νεκρούς που τρώνε οι ζωντανοί απ'τα θολά νερά του ποταμού
άστυ, βουνό, πολιτισμός

ο έρωτας που αντέχει σε όλες τις φθορές ραμολιά που πάνε αγκαζέ
οι κόποι του βαθύτατα ακαδημαϊκού η σκόνη της κιμωλίας που έχει παρωχυθεί
η μητέρα που έρχεται σε όλα δεύτερη όπως πρέπει
και πρώτο το παιδί

η ιστορία και τα κυλήσματά της
το κλάμα που σπανίζει
το σάλιο κορδόνι του γιου του μεγαλογιατρού
η προσπάθεια που δεν καρποφορεί

ο τζάνκης που ξαιματώνει στη γαλαρία και όλοι μαζεύονται μπροστά
η γυναίκα που χάνεται ολομόναχη στα ΤΕΠ
.
.
.

το χαμόγελό μου στον καθρέφτη


ΑΚΡΙΒΕΣ ΣΥΓΚΙΝΗΣΕΙΣ

Ένας κόκκος άμμου μες στο μάτι
το είμαι πάντα εδώ για σένα
η Β. Όλγας
o Achtzehnruthengraben

η μυρωδιά της μούχλας στο χωλ της πολυκατοικίας
το αυτοκίνητο του μακαρίτη που ρημάζει στη γωνία
οι επιβεβλημένοι χωρισμοί
τα νιάτα στο ημιυπόγειο

τα ποντίκια στα σκουπίδια
εκείνη η αρθρίτιδα στο γόνυ που σε άφησε κουτσό
όσα δεν έχουν ειπωθεί
όσα δίνει ο τυφλός για να αγοράσει την όρασή του και μια θέα στην ακτή

το παλούκι, το σκοινί
ένα καθαρό ανένδοτο στρώμα στο κρεβάτι
η σωτηρία της ψυχής και του κορμιού
τα ιερά βιβλία

το φιλοδώρημα στο ντελιβερά τις νύχτες που βρέχει, τις νύχτες που δε βρέχει
οι αρμονικές στα πρίμα της κιθάρας
το Mohnkuchen, η τελευταία γουλιά της Jever
το πάτωμα του Ζύθου
.
.
.

όσα ξεχνιούνται κρυφά μέσα στα σπίτια

CFU

Ένας σπιρτόζος στο Μαντούκι στα στενά σταμάτησε το αμάξι και την έκανε χάζι, ε, ναι, όπως έχω ξαναπεί, όταν οι εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς. Πήραμε τη Θεοτόκη απ'την αρχή της στο λιμάνι και περπατήσαμε ως απάνω στο μουσείο των χαρτονομισμάτων. Είχα και λίγη περηφάνια που μας είχε έτσι τύχει να είμαστε συντροφιά. Ο ήλιος έδυε όλο του το φως στην πλάτη, στα μαλλιά της. Φορούσε το τριάντα χρονών φουστάνι, το άσπρο με τα λουλούδια της ασκληπιάδας, το ζωντανό νεότερο από το καύκαλό του. Οι γάμπες της γάλα και μέλι πεύκου, τα οστεώδη δάχτυλα ελεύθερα κι έτοιμα να αρπάξουν, να ξηλώσουν, να δείξουν πως δεν έπρεπε να τη βλέπω με τέτοια μάτια απελπισμένος. Κι εκεί στην ανηφόρα μετά την πλατεία Βραχλιώτη, γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και κοντοστάθηκε απέναντι στον άντρα με τα αυτιά που έμοιαζαν με μισά από πολύτιμα κογχύλια. 

Φύσηξε νοτιαδάκι μια χεριά και σκόρπισαν τα στολίδια της γιακαράντα σαν βώλοι που φεύγουν από την τσέπη ενός παιδιού. Μια γάτα φαγωμένη από παράσιτο και σημαδεμένη σα λεπρή με κοίταξε με νόημα. Μέσα ήμουν άπνους, άσφυγμος και ψυχρός, έξω έλεγα πως ζούσα ακόμα. Ο άντρας είχε το χέρι το αριστερό ως τον ώμο βουτηγμένο σε μαύρο μελάνι της σουπιάς. Πίσω από τα καλόσχημα αυτιά είχε βαλμένα τα μαλλιά του ίσια και στιλπνά σαν ξύλο καρυδιάς λιωμένο σε χυλό. Ένας άντρας του ντορβά, λίγος και περιττός, όπως είμαστε όλοι εξόν από την ώρα των θανάτων. Σκέφτηκα με θυμό: μια γυναίκα σαν αυτήν άξιζε μόνο στην ισόβια παρθενία. Τα χείλη της δεν ήταν για να φιληθούν από το στόμα του αντρός που τραγουδάει και βρίζει ασθενικά στα ιταλικά, τα στήθη της δεν ήταν για να χαϊδέψουν το αδύνατο ανήλιαγό του στέρνο, ούτε αυτού, ούτε κανενός. Το σκίρτημά της ήταν εκχώρηση, ήταν καμένη γη.

Από την υπόσχεσή του ο άντρας μπορούσε μόνο την πίκρα να τηρήσει, και από το ίδιον των ημερών αυτών, η αδερφή δεν είχε παρά να λησμονήσει. Θα ήταν ο ένατος, ένατος, ένατος προσκυνητής, θα ήταν ο βωμός, ο θύτης, το σφαχτάρι. Ήθελα να μουσκέψω τα βλέφαρά του με τη γλώσσα, να τον πιάσω από τον έναν και τον άλλο κρόταφο και να του στρέψω το κεφάλι στη μεριά της. Εδώ βλέπε. Εδώ, εδώ, σε μένα. Πίσω από την ταυτότητά μου του συλλόγου κρυβόταν ένα αληθινό σκυλί, πίσω από την ψεύτικη εξουσία κρεμόταν μια ουρά ανάμεσα στα σκέλια, ποιος ήταν αυτός που αρνιόταν να ενδώσει, ποιος ήμουν εγώ που ήθελα τόσο να τον μεταπείσω, ποια ήταν η γυναίκα; Και πώς είχε συμβεί και είχαμε γνωριστεί οι τρεις μας μουσούδι με μουσούδι;

Ο άντρας ψηλός, λιγνός και Κερκυραίος, διαλύθηκε σαν δάκρυ μες στο αίμα της μικρής. Το βράδυ τον ζήλεψα, το βράδυ τον ζήλεψα πολύ. Κι εκείνη, γέννημα θρέμμα των ελών, ξάπλωσε στρωματσάδα στο δωμάτιό μου κι έχυσε γι'αυτόν.
Σφιχτά τυλιγμένος με το μάλλινο σαν φάσκια, έκανα το ρίγος μου υπομονή ώσπου να το ξεχάσω.

Το ελάφι ακυνήγητο πάει χαραμισμένο.

Μααρίβ

Το βράδυ φέρνει τόση σκοτεινιά που εκεί που τελειώνουν τα φώτα αρχίζουν πάλι τα ίδια τα χτεσινά.

Ο επιμελητής της άλφα πι μετράει τρεις εφημερεύοντες για δυο. Αύριο θα με διώξει απέναντι και θα λυτρωθεί.
Η γυναίκα που δουλεύει στο εργατικό σωματείο του Σταβάνγκερ ενδιαφέρεται. Πόσες ώρες δουλεύεις; Σαράντα. Σαράντα; Και καμιά.

Κοιτάζω τον Π. και ξέρω πως η ράχη του συσπάται και ξέρει πως τον έχω καταλάβει. Ο ένας μας καπνίζει στα δεξιά κι ο άλλος στ'αριστερά της πιάτσας των ταξί. Με το ξημέρωμα βήχω λάσπη.

Η θέση μου είναι στα κωλιά τα πύα και τα πατσά. Δεν είναι στην επιστήμη.

Ο Θεός που βλέπει από εκεί που μας κοιτά ξέρει πόσοι και ποιοι έχουν ζητήσει να τους πάρει
οι άρρωστοι οι πάσχοντες οι πεθαμένοι οι τωρινοί
κι ένα σκουπίδι κουλοχέρης.

Γεια σου απ'τη μεσόγειο του ποτέ.

2008 - 2016

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες

Στις μονές του Ειρηνικού

.

Το αίμα στάζει απ'το μουνί στο πλακάκι
στα εντός των μηρών έχει ήδη νυχτώσει

η πλάτη είναι χλωμή και λειψή σα φεγγάρι
τα μαλλιά λεπτά σαν δευτερόλεπτα

οι φλέβες δε μιλούν, δεν ενδίδουν
δυο σειρές στραβά δόντια χωρίζουν τα κρυφά από τα μη

γδυτό σε λυπάμαι που μένεις σκυφτός στα καπνά και ντροπιάρης
αναδίδοντας ζέστη και ζωή

θέλω να ακουμπήσω το μέτωπο στα μικρά μαλακά σου ποδάρια
μόνος αιρετικός και ασεβής

αλλά αποκοιμιέμαι με μία παρήγορη σκέψη
στην τάφρο της πορείας, της προόδου

και μέσα στην ερημιά του κρανίου
μια Αλκυονίδα θανάτου μαγιάτικη

σε φέρνει θαυμάσιο εμπρός μου.
Γελαστό παραδείσιο πουλί

αέρας θαλάσσης και φως στο κλουβί σου
ένα φίλημα τρυφερό και αψύ σαν ισόβιας αγάπης

ενώ είναι ίσα ίσα νεογνή.

.


Κάνε με στάχτη όπως έκανε η Άννα τον Κώστα. Όλοι θα δουν στο νησί πώς το δηλητήριο που μυρίζει γιασεμί γκρεμίζει γιατρούς και ασθενείς αδιακρίτως. Ένας ταγγός τρελαμένος θα βρέχει τα ποδοδάχτυλα στην ακτή με τα μαλλιά κετσέ απ'το αλάτι. Πίσω οι άλλοι θα βλέπουν το θέαμα διασκεδασμένοι.
Με ένα πενηντάρι θα βγάλω το μήνα. Δε θα παίξω άλλο... όλο χάνω κι έχω χάσει ό,τι είχα. Είμαι ντυμένος για καλοκαίρι. Έχει κρύο, δεν έχω φέρει άλλα ρούχα. Τι απέραντη που είναι η νύχτα αν δεν τρίβεις τις πατούσες σου τη μια με την άλλη. Και πόσο γνώριμη η ησυχία της μονής. 


Γ. Κ., σε φιλώ.

Himmel Arsch und Zwirn

Χνωτίζω μες στη μπλούζα και η ανάσα μου μυρίζει από το σνους που λιάστηκε δυο μέρες στο ταμπλώ του αυτοκινήτου. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Το στόμα μου έχει δυο πληγές, εκεί κι εκεί που κάθεται η συνήθεια. Τα σάλια που τρέχουν σε αφθονία είναι ξινά. Φοράω τα ίδια ρούχα από τη μέρα που φυσούσε, ποια απ'όλες; Όλες όλες εκείνες του νησιού που ο αέρας ίσιωνε και νέγρικα μαλλιά. Το παντελόνι από μαλακό ύφασμα είναι ελάχιστα λερωμένο από μια; δυο; τρεις; σύντομες χαρές. Είμαι σύσσωμος αδειανός αλλά μπορώ πάλι και χύνω, έτσι παίζει η φύση και γελάει χα - χα. Δέκα μέρες μετά στάθηκα στη μπανιέρα, τα γόνατά μου έτρεμαν, το νερό άφησε δυο σημαίες στα μπούτια, ξύρισα τ'αχαμνά με ένα ξυράφι εφτά μηνών, το αίμα έτρεξε, το αίμα μου έτρεξε και μύρισε όπως το αίμα ολωνών, τι περίμενες; Φάνηκε για δυο στιγμές ένας χάρτης της ρευστομηχανικής, το αίμα στο νερό και πάνω όλο το φάσμα στον αφρό λες κι ήτανε πετρέλαιο σε λιμάνι. Μετά ξεπλύθηκαν τα πάντα και τα ήπιε το σιφώνι. Βρεγμένος όπως ήμουν, έχωσα τα σημεία μου στο βρώμικο παντελόνι και φόρεσα απ'τα άπλυτα τη μπλούζα των σαλαμικών ΤΟΥΛΙΠ από το χασάπη μας στο Τόντερν, την ίδια μπλούζα που φορούσε και ο φίλος μου ο Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη, και φορώντας την πηδούσε την Άγκνες που έκλαψε έξη ώρες σε ώσεις του τετάρτου όταν τον έπιασε να μου φωνάζει στο τηλέφωνο mein Herz brennt für dich du Drecksack. Αν ξεχνούσα τόσο εύκολα όσο λέω, δε θα θυμόμουν λέξη, αλλά είμαι ψευταράς. Στέκομαι απέναντι απ'τον καθρέφτη. Έχω τα βλέφαρα μισόκλειστα γιατί με πονάει το φως από τη μια λάμπα, η άλλη είναι καμένη. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Στα πλακάκια μ'έχουν επισκεφτεί οι λίμνες της Μιννεσότα. Βλέπω αυτές, βλέπω τα μέρη που δε μ'έχουν δει ποτέ, αλλά στον καθρέφτη δε μπορώ να δω κανέναν.

Το πρωί βγήκα να περπατήσω ως το Ρώσο, όχι πάνω από τριακόσια μέτρα. Στα μισά της διαδρομής κάθισα σε μια είσοδο, κρέμασα το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, και καθώς με ζέσταινε ο ήλιος με πήρε και ο ύπνος. Μια πενηντάρα επιστρέφοντας από την αγορά χαμήλωσε με τις σακούλες της δίπλα μου, με ακούμπησε μ'ένα ιδρωμένο χέρι στην ωμοπλάτη και ρώτησε, είσαι καλά; Της είπα γρήγορα entschuldigenSiebitte και την άφησα με την απάντηση που είχε κι είχα φοβηθεί. Στο μπαλκόνι της κουζίνας έφαγα μια χούφτα πατατάκια με γεύση κρέμας και μασουλώντας χριπ χραπ χριπ χραπ έλεγα στον εαυτό μου πως όλα έχουν τελειώσει τώρα, τώρα και τώρα και τώρα, τόσο μακρυά απ'το νησί, τόσο μακρυά από το φίλο μου το Μ., τόσο μακρυά από σένα, τόσο μακρυά από ό,τι μου'δινε αξία. Αλλά να, σύννεφα χαμηλά, πυκνά και αδιαπέραστα, ήλιος βροχερός πίσω από τις τρύπες του υφαντού, καπέλο της προόδου, και γύρω οι πέντε και πέντε και έξι και πέντε και πέντε και πέντε όροφοι, και στη μέση το κελί, τίποτα δεν έχει τελειώσει, μένει ακόμα μισό σακούλι πατατάκια.

Το Μέγα Σάββατο στη γωνία του κρεβατιού μ'ένα λεπτό χαδιού ο κόσμος χάθηκε τονικοκλονικός, από μένα κατέληξα σε μένα. Είχα ονόματα αρκετά να επικαλεστώ, ανάθεμά με αλλά δεν ήξερα ποιο να διαλέξω, κι έτσι έχυνα σιωπηλός, σκεφτόμενος το φίλο μου το Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη και είχα πάει να τον βρω και είχαμε αγαπηθεί απελπισμένα στο δωμάτιο του Λορντ Νέλσον δίπλα στο πορτατίφ και το καρτόνι με το mjölk, σκεφτόμενος κι εσένα, την αδύναμη ζέστα σου και το μικρό κορμί σου που μ'έκαναν να σου πω φτηνά με τη μούρη στο μάγουλό σου oj oj esisoschööön, και γέλασες χα - χα, και το γέλιο εκείνο το'νιωσα απ'τους μύες της πυέλου, ήταν το πώς θα σε θυμόμουν, πώς θα σε θυμάμαι όταν είμαι δυστυχισμένος, χλωμή και γελαστή χαμένη στα όνειρά σου.

Έχω επιτυχώς συνοψιστεί στα βρώμικά μου ρούχα. Αν σου ζητούσα να περιγράψεις τον εαυτό σου με τρεις λέξεις...; Χαζογέλασα γιατί αυτή η ερώτηση δεν είναι ιατρική, αλλά αυτός ήταν σοβαρός. Τελικά του είπα την εξυπνάδα άδειος τρεις φορές. Το σημείωσε στο χαρτί που είχε γράψει την ιστορία μου. Ποια ιστορία; Μια λέξη αρκεί. Μα όποιος εμπλέκεται με την ψυχιατρική, μαθαίνει να πολυλογεί. Ήθελα να τον χτυπήσω στο λαιμό και να του χώσω το χαρτί βαθιά στον κώλο. Όμως πιστεύω στη συναδερφική αλληλεγγύη σχεδόν πιο πολύ απ'ό,τι πιστεύω στην ανοιχτή χειρουργική, γι'αυτό τη γλίτωσε.

Himmel Arsch und Zwirn
ich habe meinen Pass zwischen Büchern verloren. Das Haus ist eine Schweinerei,
ich bin Pack und über beide Ohren angelogen
haltlos, übel, hohl, geschlagen und besiegt
der Tod is leichter wenn er gezwungen ist
TOD IS LEICHTER ALS SEHNSUCHT

immer treu
immer falsch
X

Funny current

(If)

It was nothing of carnal importance. It was nothing you or I could touch
it's the current that paces the heart
it's the potential.

*

If the sea could fold
if the sea could fold, our harbors would marry twice. Once for the south, once for the north, twice.
Somehow they don't care to seek closure for twenty, twenty years of gain decay
but for one moment of loss.

The signal is disciplined in the way it hops from
sinoatrial to atrial to junctional to ventricular island da capo al fine

S1 S2
S1 S2
S1 S2
self-flagellation by and by.
I am the ragged breaths. You are the blood that laces the forehead.

*

Beneath the glass there is a definite number of beats and desperations, descending
some leaps of consciousness, fleeting angers and weaknesses, a slow spark of constant attenuation
and my death in repeat.

*

A woman has her seeping secrets. Her soft, her rough masks.
But a man? What is there to love in a man?

Μετοίκηση (φεύγω)

η γυαλάδα της τρέλας στους κερατοειδείς
οι κοιλάδες και οι λόφοι των χεριών που εναλλάσσονται σαν μεσογειακό τοπίο
οι
κόκκινες
σπίθες
στα
μαλλιά
σου
όταν σε βλέπω μέσα απ'τα σκοτεινά γυαλιά
μου λένε τι πρόκειται να'ρθεί:

η μοναξιά του δύτη, ο θάνατος
και η αρχή του κόσμου

/

Περιμένω τον Κουστώ με τη μούρη χωμένη στις φυκιάδες.
Η θάλασσα της περιοχής έχει καταπιεί τη μέρα κι επιστρέφει
ένα δροσερό σκοτάδι στο βλέμμα. Από το υψηλότερο σημείο του νησιού
ξεχωρίζουν στις απέναντι ακτές τα χνάρια που με οδήγησαν στις αμαρτίες των γονέων.

Με ξεσέρνει στα ρηχά. Οι αμμόκοκκοι λικνιούνται, ψιθυρίζουν
το νερό διορθώνει την όραση και την ακοή μου. Ο ίλιγγος με γυρίζει τούμπα.
Ένας γλάρος νωθρός κολυμπάει από πάνω μου σαν πάπια, η αγκάλη των δυο μέτρων
μου θυμίζει το βάρος σου όταν ξαπλώνουμε ο ένας πάνω στον άλλο.

Οι Εγγλέζοι θα περιφέρονται καψαλισμένοι σα χοιρινά τα βράδια.
Θα περνούν έξω από το μαγαζί. Μέσα θα κρατώ συντροφιά στον άντρα
με τα μάτια του ελαφιού, τρώγοντας από το μέτριο παγωτό του.
Η υγρασία θα είναι αγχόνη τιμωρίας όχι αρκετά σφιχτή.

Περιμένω τον Κουστώ σχεδόν νεκρός όπως κι αυτός.
Στα μάτια των μελανουριών καθρεφτίζεται ιόνια η απάτη
αιώνια η απάτη. Περιμένω υπομονετικά την ησυχία του αντλιοστασίου.
Το στέρνο και οι βουλές του.

Το στέρνο και οι βουλές του... πλήμμη της δυστυχίας.



Μάθε να χάνεις

Φορτώθηκα στραβά χαρτιά. Κουνάω τα πόδια νευρικά κάτω από το τραπέζι. Η μπύρα τρέμει. Πίνω μια γουλιά, πίνουν μια γουλιά. Όλοι καπνίζουν από λίγο, κι εγώ καπνίζω πολύ. Έχω ένα τάληρο στο πορτοφόλι
ένα.
Απομεσήμερο Παρασκευής.
Περιμένω να γυρίσει.

Περίμενα να γυρίσει.

Αυτοαναρρίχηση

Ανάμεσα στη μια σταγόνα και στην άλλη απλώνεται μια χώρα όλη γυαλί
τα φανάρια σπάνε σε δυο και δυο επίμονες ματιές

στο άνοιγμα του κόλπου στη χοάνη το χέρι του Θεού μου δείχνει
εδώ θα πέσεις να πνιγείς, εδώ η μέρα θα τελειώσει και θ'αρχίσει

όταν στέκομαι στην άκρη του νησιού πάντοτε ρωτώ: γιατί όχι εδώ;
και ο ιππότης του φτερού με κρατάει στη σιωπή απ'το λαιμό.

Το αίμα είναι πηχτό νερό. Στις κοίτες των αγγείων
κολυμπάει εναιώρημα ὁ ἅλς, ὁ χοῦς και ἡ πνοή

δέκα πληγές δέκα παραλλαγές προσευχητές
τα λόγια ίδια από χείλια απαλά κρυμμένα στο μουστάκι

η ζάλη η σαρκική είναι λιποταξία
καθώς τα χέρια πιάνονται κι αφήνονται απ'τα χέρια

κι η ίδια η γη φέρνει το χωρισμό
(THE LAND IS SEPARATION. THE SEA?)
.

Ρηάλιτυ τσεκ

Είμαι ζωντανός.

Ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα με τα πόδια διπλωμένα. Ο καπνός κάνει ομίχλη, δεν είναι το κατακάθι του καιρού. Βήχω. Οι στάχτες φυσιούνται κι έπειτα πέφτουν πάνω μου σα σκόνη.

Όταν σκέφτομαι το Σλέσβιχ Χόλστειν κάτι σταματάει εντός μου και ιδρώνω γύρω απ'τα νεφρά. Αυτό λέω είναι έρωτας που δεν περνάει ποτέ, όλα τα άλλα είναι χλωμάδες.

Θ'αλλάξω ένα κολλημένο λεβάην στη γριά που πέθανε πριν δεκαπέντε χρόνια, θα σκίσω με το καλώδιο τις συμφύσεις του χοντρού που πέρασε γονόρροια, θα κάνω τσαπατσούλικες αλλαγές με ένα χέρι στις κατακλίσεις των εγκεφαλικών, μακάρι να είχα νοσοκόμα δίπλα, μακάρι να είχα μια αδερφή να με σκουντήξει, αλλά θα είμαστε πριβέ στο δωματιάκι, θα είμαι λόν ρέηντζα και άντε να γαμηθείτε, εδώ παραληρώ εγώ και ο θεός μου, εγώ και ο νεκρός μου (και το φάντασμα μιας θυμωμένης προϊσταμένης: Είσαι ο πιο ανίκανος γιατρός που έχω δει στα τριάντα χρόνια που δουλεύω! -Είναι που δε φοράω σταυρό. -Δε ντρέπεσαι;). Δε ντρέπομαι σταγόνα.

Οι ενδοφλέβιες φεύγουν πιο αργά από τις ενδομυϊκές αν είσαι αγχωμένος. Πάνω στην ώρα που θα'χει δουλέψει η προνάρκωση φοβάμαι συχνά μην ακουστεί ένα σκονταμμένο σε έχω απατήσει, και πέσει παγετός στο χειρουργείο για μια στιγμή, από τα μπουτοκώλια του ασθενούς θα πω κι εγώ, κάποιος θα πει τη βάψαμε όλοι κερατάδες εδώ μέσα, κάποιος άλλος θα γελάσει, μεγαλώστε επιτέλους αυτή πρέπει να είναι η αναισθησιολόγος που έχει βαρεθεί τις μαλακίες απ'το πρωί, η ξεαποστείρωτη θα μας βάλει από μια καραμέλα στο στόμα, τα νύχια της θα είναι βαμμένα χρυσά, δέκα ώρες μετά στου ημιωρόφου για κατούρημα θα πω στον Α. μαλάκα, νομίζω θα λιποθυμήσω, κι αυτός θα με ρωτήσει θέλεις να σε κρατήσω; -Όχι, απλά ήθελα τόσο πολύ να κατουρήσω. 

Θα μου λείψετε όλοι και για πάντα
εύχομαι να σας ξαναβρώ. Στην πραγματικότητα έχω χαθεί απ'τους απανταχού ημιωρόφους. Θα μου λείψετε πολύ. Μου λείπετε πολύ. Ηλίθιε, μην ξεχνάς, δεν αξίζουνε τον κόπο. Ηλίθιε, μην ξεχνάς πόσο ηλίθιος είσαι.

Προχτές κοιμόμουν κι ήρθε ο Θεός να με βρει να μου μιλήσει
-Τώρα πρέπει να σου δέσω τα χέρια,
Του τα έδωσα υπάκουος και μου τα'δεσε χιαστί σφιχτά όπως με είχε ενημερώσει. Όταν ξύπνησα ήμουν στα σοβαρά χειροδεμένος, αυτό είχε συμβεί. Αν δεν είναι μήνυμα ξεκάθαρο αυτό, τότε τι; Ο Θεός δεν έχει ποτέ τίποτε να πει εξόν αν σε δει στη λοξοδρομία... κι αν αρχίσει να σ'αγγίζει, η κρίση σου σε έχει εγκαταλείψει, ξέρω απ'αυτά, είμαι γιος ψυχιάτρου ακόμα.
Αν λέω πως είμαι συνέχεια στην αρχή, κανένας δε θα πάρει πρέφα τι συμβαίνει (πως φεύγω από τα λογικά, πως έχω γλιστρήσει). Συνέχισε έτσι αγορίνα, παίνεμα ή ειρωνεία πάνω στο γαμήσι; Δεν ξέρω αλλά εγώ πέρασα καλά. Έφυγα απ'το σπίτι της κατά τις έντεκα το πρωί. Έσερνα τα πόδια μου και θαύμαζα τα παπούτσια μου περνώντας έξω από τις καφετέριες κρυμμένος στα μαλλιά σα μοναχός κρυμμένος στην κουκούλα, ο λαιμός μου ήταν όλος μια μελανιά, τι να πω για τις μοναχικές διαστροφές που δεν έχουν δοκιμάσει στο μοναστήρι, το σχοινί και το σαπούνι, πόσο πιο ηλίθιος είμαι τώρα; Δέκα δευτερόλεπτα σκοτάδι λιγότερο λαμπρός; Δεν είναι γεγονός, δεν έχασε κανείς, ή έτσι λένε;

Πιάστηκα για ξύλο με τον βρωμιάρη που μου'ριξε κατακέφαλα μια ψιλή επειδή γέλασα όταν η μάνα τον είπε κλεφταρά, ήθελα να του σκίσω μουνί με δυο σχισμές, αλλά πρόλαβε με τράβηξε και μου'σκισε το μανικετόκουμπο, μπορούσε να με ρίξει κάτω με δυο χτυπήματα στο στέρνο, μπορούσα να του χώσω από δυο δάχτυλα σε κάθε μάτι, αυτά λέω είναι αντρικές δουλειές, το φούσκωμα του παρασαγονιού, το κόασμα και όλες οι άλλες συνήθειες των βατράχων, αλλά στην πραγματικότητα αυτό που σε αντρώνει είναι η χασούρα που σου δίνεται με όποιο τρόπο αντέχεις να την πάρεις και στο τέλος σ'αφήνει ανίκανο για μήνες

γαμώ!