© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

.45 Colt

.
they stay for nothing
them screws so greased

the itch on both my hands

light might leak, but blood?
no

same dirt same filth
yet hours apart, split cities

what better hides
disappears better

under the sugar poison under the tongue
they stay for nothing
them screws so greased

they stay for the taste
the taste is lost
they move away
.

Nostalghia gunned

I don't miss
this gun is stable
as my hand
as my feet on concrete

I don't miss
I might neither create nor become
good enough because I do
insufficiently

but I don't miss
the world looks worse through me
my voice hurts, my hands have thorns
I spit poison and sip back nothing up

however
I don't miss
a day, a word

when I aim, I shoot
and the bullet gets its right place in the flesh
I never miss.

#9

"Οι ανίκανοι περιγράφουν την τρέχουσα κατάσταση. Είναι εύκολο γιατί η τρέχουσα κατάσταση είναι το αυτό που δεν απαιτεί τίποτε παρά μόνο υφίσταται εδώ ή εκεί προς βρώση και παρατήρηση. Η περιγραφή ετούτη είναι μια μη-περιγραφή στα πλαίσια του έμπροσθεν των οφθαλμών και του γενικώς γνωστού καθώς η κάθε λέξη επιβεβαιώνει την κάθε αισθητική εντύπωση. Έρχονται υποτιθέμενες συνθετικές ιδέες και γνήσιες πρωτότυπες παραστάσεις να λάβουν σάρκα στον άχρηστο ακροατή που τίποτα άλλο δεν κάνει παρά μόνο ν'ακούει και να θαυμάζει, ενώ οι ιδέες και οι παραστάσεις είναι εμψυχωμένες δαγκεροτυπίες των ακριβώς τώρα περασμένων λεπτών. Η κενοτομία της δημιουργικότητας είναι απατηλή και παντού. Πίσω από τις γλώσσες των γεννημάτων βρίσκεται ένα ακόμα ζώο ικανό για τίποτε λιγότερο ή περισσότερο και τίποτε ανώτερο από τον ποταπό εμφυσημένο μη-σκοπό του ως υπηρέτης ενός ευρύτερου σχεδίου ή ως μηδέν ενός κενού συνόλου. Οι χλωμές απεικονίσεις της ημέρας καλυμμένες από λινά θορύβου και καλής κακής ποιότητας κάνουν το μάτι να παραδεί το λιωμένο κουνούπι στον τοίχο δίπλα στο διακόπτη του φωτός και τους λεκέδες από βυσσινάδα και τηγανόλαδο στο πανέμορφο φουστάνι. Και τα αυτόφωτα δοκυμέντα της νυχτός με ευκρίνεια που έχει ο 10/10 ένα παγωμένο μεσημέρι με λιακάδα στις Άλπεις είναι μια εξευγενισμένη παραμυθία του γκριζωπού κοκκώδους σκηνικού που είναι στημένο περιμένοντας να γίνει ορατό με τη δύση δηλαδή το έναυσμα της απελευθέρωσης κάποιων φυλακισμένων που πήραν για λάθος τη λαϊκή τους γειτονιά για ψειρού. Οι ανίκανοι φουσκώνουν την τρέχουσα κατάσταση μέχρις να γίνει μια ιδεατή ή μια παρελθοντική κατάσταση. Τα περιβλήματα της παραποιημένης αυτής κατάστασης γυαλίζουν και είναι τεταμένα και η σπαργή τους όλη εξαντλήθηκε μα ούτε και ζουλιούνται κατά μέσα με το δάκτυλο αφού το περιεχόμενο είναι όσο συμπιεσμένο του επιτρέπει το περιέχον δοχείο δηλαδή το δέρμα αυτό της παραποιημένης κατάστασης. Ως γνωστόν κάθε κατάσταση καλύπτεται από πολύστιβο πλακώδες επιθήλιο, χόριο με συνδετικό ιστό και μπόλικα αγγεία, και από κάτω για να ζεσταίνεται καλοταϊσμένα λιποκύτταρα διαφανή και κυψελιδωτά όπως στις αντικειμενοφόρους. Και κάθε τέτοια κατάσταση καλύπτεται από τις αυτές στιβάδες και άλλες πολλές για να είναι ανθεκτική στις τριβές και στη διάταση, καθώς πολλοί ανίκανοι συχνά τη φουσκώνουν ώσπου τελικά να εκραγεί μέσα στα ανοιχτά τους στόματα και τα ανοιχτά τους χέρια και μόνο τα κλειστά τους αυτιά γλυτώνουν. Γι'αυτό όταν οι ανίκανοι παραβρεθούν σε κάποια έκρηξη κάποιας διορθωμένης τρέχουσας κατάστασης απομένουν ν'ακούνε τον άχρηστο που τόσο καιρό τους άκουγε και τους θαύμαζε και τώρα στέκει μπροστά στη διαλυμένη του ευτυχία και στη λερή ποδιά του εραστή του. Η διακριτικότητα των δραστηριοτήτων αυτών και των συμβαμάτων είναι τόση που κάθε ένας κάθε μια στιγμή τις ανακαλύπτει εκ νέου με μνημονικό εύρος μερικών δευτερολέπτων. Έτσι μια συνδιάλεξη μικρής ή μεγάλης διάρκειας έχει την ίδια αναδρομική αξία, τη μηδενική, αφού χάνεται στα πλαίσια της αναπλήρωσης του τραύματος που αποκτάται απ'αυτήν και σε έναν ατέρμονο βρόχο ο αέρας ανακυκλώνεται χωρίς καμία μικροσκοπική ανταλλαγή και με τις μερικές πιέσεις να παραμένουν σταθερότερες του R. Η πορεία στη σκιά του αξονικού ευθύγραμμου τμήματος που την ορίζει είναι μια τρέχουσα κατάσταση που λαμβάνει γελοιωδώς ν αόριστες διαστάσεις άλλοτε άλλες στα χέρια ενός ανίκανου παρλαπίπα. Η πορεία η δική του βρίσκεται και αυτή στο έλεος της αλαζονείας του ως χειριστής του ακροατή και καταλήγει μια μονωμένη αυτοκαταστροφική πράξη στον κλωβό του Φαραντέυ. Η σαφής όραση και τα συσσωρευμένα εκκλησιαζόμενα κωνία έχουν μια προτίμηση στο κίτρινο που σα φως δίνει τις αμιγείς και μεικτές υφές, τις έγχρωμες και κακόχρωες χροιές, τα υπερσαφή επικρουστικά περιγράμματα με μια άυλη επαφή που καμία εμπλοκή δεν έχει με την αφή. Ο τυφλός όμως περπατάει με το ραβδί και τα ραβδία που δεν έχουν καμία προτίμηση παρά μόνο διψάνε για το φως απελπίζοναι τις νύχτες και κοιμώνται τις μέρες, στην ουσία μη δουλεύοντας καμιά απ'αυτές. Η μονοχρωμία της τρέχουσας πραγματικότητας έγκειται στο χρόνο και είναι περιοδικά ασταθής χωρίς ιδιαίτερη ακρίβεια. Όταν αρχίσουν να αξιολογούνται οι εναλλαγές της μονοχρωμίας κάτι που γίνεται σε κλίμακα δεκαετιών κυρίως, τότε εξυψώνεται και η ίδια η μονοχρωμία και η απουσία της και ακόμα και εμείς οι ανίκανοι βρισκόμαστε σε μια ικανή θέση περιγραφής της οποιασδήποτε τρέχουσας πραγματικότητας, κάτι που αποτελεί επί της ουσίας μια βασική ιδιότητα για την πλεύση επί του υδραργυρικού ωκεανού που δηλητηρίασε τον πυρετικό ασθενή τις προάλλες.

Κατά την ψηφιακή κατηγοριοποίηση και επισκοπικά αναλόγως της διάθεσης του εξεταστή κάποτε βλέπω πετέχειες και κάποτε αστέρια. Ανάθεμά με αν δυσκολεύομαι να διακρίνω τις μεν από τα δε, αλλά ένα γλυκό καλοκαιρινό πρωινό με το αίμα να κυλάει ζεστό παχύ και άφθονο ανάμεσα στις δίπλες και το δέρμα και τις τρίχες, και τα φρουτόδεντρα γεμάτα καρπούς μοιάζουν μάλλον άστρα απ'την περασμένη νύχτα στρωματσάδας στο μπαλκόνι δίπλα στη βουκαμβίλια (χωρίς καθόλου μοναξιά).

Και περιγράφω την τρέχουσα κατάσταση, φουσκωμένη ως προλέχθη, μια θαυμαστή νόσος να πηγάζει από το μυελό των οστών πολλαπλά διττής σωματιδιακής και κυματικής φύσης μικροσκοπικά μορφώματα. Φυσικά όχι μια απλή κατάρρευση της βιώσιμης υλικής μορφής του σώματος του εξεταζόμενου ανατάξιμη ή μη, όχι κάτι τέτοιο θα ήταν η τρέχουσα κατάσταση ξερή και απογυμνωμένη όταν δε θα'χα ακροατή."


Sequence motif

If there's no edibles at the end of the line,
then the line is to be walked away straight ahead
no following the positrons
unless you seek for the golden annihilation
which smells of sin and guilt
and gold.


#8

Their arms, their shoulders
they are stiff
muscular containers of acid

the nails are growing back again
the hairs
evidence of some unidentified failure

their wigs are well-fitted though
heavy under the grime

they are a nation of malactivity

Their errors framed
by the minimizing fracture of sloth and hopelessness
their errors are nothing
in comparison and out of

the smell offensive as it was
the gleam
a dense afternoon sitting on an animal print couch with no pants on, sweating as usually

they are a nation of malactivity

or, what I like to name, creation
honoring the walls once covered in expensive scrolls
now hidden behind pieces and particles of oily cadmium dust

a pure selection of losses building over this drowsy foundation
the silent glance of Andromeda
gravitates and swirls to the hole

along with everything else and not.

The only posture that is protective
laying with the waist broken on an arm
unwashed, certainly in negligee

yet the night will bring its own warriors
exactly with the same frequency regardless of my body's position and location
we will still as always fight and win

and sweet mellow mornings will follow
exactly with the same constant condescension
that occurs between two.

---

That warm day the sun slid in through the blinds and the white flimsy curtains
I turned a little around under the covers and felt my head against the soft pillow
the floor was wooden like before and the walls were clean of marks again
can't recall, whether I had breakfast or not, I probably did have some kind of
next step by the shore, sun soothing the skin and the saltwater coming to my knees
untouched, unbreathed offing wind; my arms and hair and shirt are flying away
silken shivers to my waist, to my chest but wouldn't ever call it cold or shudder
my fingers float underwater aghast to how clasping feels of coying in this mass
sugar and butter now a shiny trace my blood hovers for a while and spreads
the chest succumbs and my weight is lost behind the veins of my eyelids.

---

The self


Visual solution
for the prominent disease

hands-on practice
along with the best ions

cold, pale and dead
sprawled on the hospitable bed

the window is slightly open
an allergen breeze comes in
around

true connections are the disappearing
and adoration? each on their own


"Good evening", he said, "Good evening", and leaned against the wall by the bus-stop, "Today I've been roaming around the city. My face has been cold in sweat shift in shift out. I changed routes and bought more tickets but I all day returned. See, it's night now and the stars are visible in this lousy city sky. I was born here, and I discern the stars even at cloudy middays. I came clean in the morning but all was dust and mud on the priest. I ran out, it was not the kindest of feelings. Them people were flowing away alive. Pain relief at its best was of no use anymore. Them people were chafing away alive. My weaknesses were walking along. Warm tables over which I once or twice or thrice wept. Then another and another. The sea has been fit recently. Delicate and vast, silent by the concrete.
They resent when the sea speaks. I never mouthed a word. I've been roaming around the city, a newborn flâneur that expires the next day. Next to the diner the smells were thick and vivid. My lips didn't move an inch today. See, it's a major debate on the graduality of phenomena but in fact the critical point stands exactly between each two states. From one day of belief and hope comes the next day of none. Always, I was persuaded about the absolute dedication that comes along with love. Love is prodded; it does not fulfill its definition.  Always starts from a point and returns? No. My wife died last night. Always starts from a point and cancels. The subject, though, us, returns. I've returned. And this state is the genuine reality and dedication; the self
delicate and vast, silent by the concrete."

Methylene blue

Sonorants make this soft noise
as they slip from you
cold hands, cold devices
a vast fear resides in every cell

are you reaching the fore right end
of the death row?

Velvet eyelids turned inside out
thick tears, full mouth
they fade in silence the rain still
from the window a bowed figure makes up for the past
sins

please hold this pale body
winter helps us maintain

o how wise I used to be
o how unloved
Methylene blues
tucked in a thousand clothes without you
down on, serotonin storms were hardly
affordable

please coy these purple eroding viscera
I will fade in silence, please.

Nigrosin

Old nigger ink you gotta be under the nails and by the pages of the book
old nigger ink the keys are stained the papers torn and fallen and dropped

so we found ourselves on the first day of autumn
standing against the wind with an agile night over
so we found ourselves on the first day of fall
sitting opposite the walls with a fragile light over

old nigger ink you gotta be left uncleaned I will tell the lady when she pops
old nigger ink this lid was never meant to be painted and covered now it makes no sound at all


Мне сегодня так больно

Stiff neck means
eyes set for hours


enjoy the short lived velvet
of Queyrat


immobile, frozen
admitted gone


caress the tender surface
over the exiting minutes


warm in cotton clothes
under a midday sun


wasted legs apart hands off
the pavement around
I make and all I do is

bile.


Darlin' I can't get up today. I can't find a way out of this worried mind. Frozen man is, long dull pain. Stolen refrains. Mostly black, a little bit green. Sometimes what remains is not good enough to care. Hard luck dames, mystery trains. All is, but don't seem, or get close.

Δεξιά κάμψη

Βρείτε, σας παρακαλώ, κάτι ευγενές
στις επιδρομές του αγγειόσπασμου
στο φούσκωμα του μελισσιού

χλωμιάρα αιμοσιδηρίνη
στρίβεται γύρω απ'τη σκόνη
χάλκινα καλώδια παλαιάς κοπής
βγαίνουν σε κάθε εκπνοή
απ'τη μύτη και απ'το στόμα

η θεραπευτική του πόνου;
τα λεκιασμένα σέβη μου

η πνευμονική σας καρδία
ασθμαίνει συμφορητική

άλατα
γύρω απ'την κεραμική εστία
γλιστρώ τη ραχιαία επιφάνεια του χεριού μου
για να επιστρέψει στη θάλασσα
ως ανήκει ως 0.9%

...



#7


Απ'έξω έρχεται υγρασία και θαλασσίλα
μέσα βράζουν τα τραπέζια.

Με τα μάτια κολλημένα στους προσοφθάλμιους
του μικροσκοπίου βλέπω το χρωματικό φάσμα, τις βλεφαρίδες μου και μικρές φυσαλίδες του στρώματος δακρύων να διασχίζουν το πεδίο.

-Η αφαίρεση του δότη
μια λιποθυμία μόλις του τραβήξαν τη βελόνα
οι εφημερεύοντες γαύγιζαν να σώσουμε τα περιστατικά
οι σταγόνες στα τζάμια που βλέπαν στο φωταγωγό θρυμματίζονταν απ'το υπέρηχο
ο τρόμος του ειδικού
ασφαλής μέσα στο καλλιγραφικό του ολοκλήρωμα.

πίσω η πλάτη μου ζεσταίνεται από ένα σφυρί που παίζει

-Ορθοπνοεί τις τελευταίες τρεις ημέρες
όλη η αριστερή μεριά έχει διασταλεί απ'το λεμφοίδημα.

κάποιος πιστός προσεύχεται και το πουκάμισο στεγνώνει τα υγρά της παροχέτευσης
κάποιος άλλος τρώει στο λόμπυ
και αυτός περιμένει πίσω απ'τους προσοφθάλμιους

-Να του ξαναπάρω αίμα.

Medic, medic

Days are short.
The anatomies malfunction. 
Shifts never end and when they do they start over. 
Overcast means high temperatures. 
Only now it's clear. Under a family of blankets still cold.
Why a hole on the chest drains serum and spirit
for each and every simpleton that took a look I might as well add
a point of loss.
A trembling shaky surgeon who skips a breath every a couple
skin cold soft and sweaty
hairs light-colored everywhere and eyes out of focus
he wears a silver bracelet with the planets hanging from his wrist where I first saw the signs of an atrophic ulnar nerve and an indiscreet hypomanic state. Velvet over the weeping sutures and freezing encouragments against the steri-strips this wound is spitting. On the tip of my tongue the answers hovered, then they slid back in. The back of my head buzzed and bungled and fell around down and over with six legs convulsing; a wide obstacle blocked my view and I remained staring at the white light, taking a listen to the gauze as it was pinched out. Severed dignity heals with an untouchable pride and delicacy, words are uttered in velvet words are uttered in a sophisticated recognizable manner

neanderthals tend to be amused
we said we said
nothing not a word in expensive textile

if I could love you I would love without rehearsals
if I could love you I would love without rehearsals

A trembling shaky surgeon a shadow of herself old timer lady a rotten female mammalian a child with broken arm a stoic motorcyclist with his steps in negative pressure, under vacuum assisted closure and his foot he forgot to wash the floor on the wound the wound on the sheets the sheets on the bed the hands on the patients the hands on the bloated stomach the bloated magnets over the cancerous brain that restarts along with every tick of a badly measured metronome this forehead burns this forehead bleeds nothing to be afraid of the face poses with bleeding.



This snakedancer is a monsterfright
and in other languages the disoriented miniature ridicules are equally static
so once covered, coveted
before the retinas
the enthusiasm melts

if I could feel the ulnar nerve under the moving skin
if I could feel the ulnar nerve under the moving skin I would heal without rehearsals
and no remorse.

#6

Stable hysteria
with all the stench in
and all the melodic noise

repeatedly: they drop by then leave, bringing their revised notions along their adaptable ethics their pensive tastes their intellectual spontaneity this superior mouthful of multicolor statements

try tapping the lid of that piano
name it land
and bomb the world

consistence is unsafe
I only perceive two hues at a time
no murmurs in between the beats
and most times no beats
either.


Η νόσος κρίθηκε την έκτη ημέρα

Όρνιο
τα ημερολόγια δε μετράνε τις μέρες. Μόνο στην πείνα και στον ψόφο. Μέσα στο δωμάτιο οι τοίχοι γαληνεύουν κάτω από χρονίζουσες στρώσεις αρρώστιας. Φτιαγμένα μαλλιά και ζωγραφισμένα νύχια μπαινοβγαίνουν. Η κουβέρτα είναι γκριζωπή και γαριασμένη. Έχουνε πιαστεί λίγα απ'τα μαλλιά και λίγα απ'τα νύχια αναμεσιού στις ίνες της. Ο ιδρώτας μ'αδειάζει απ'τις μασχάλες και απ'τις δίπλες της κοιλιάς και ανάμεσα απ'τα πόδια. Ξέρω καλά βλέπω με τα μέσα μάτια τις αλμυρές λιμνούλες αγωνίας στα κατωσέντονα. Σε κάθε κίνηση βγαίνουν ήχοι επανάστασης από τα συνθετικά υφάσματα γι'αυτό η κάθε κίνηση χάνεται πριν φύγει απ'τα κέντρα. Η αναπνοή εκείνου του αναιμικού ασπρουλιάρη μύριζε αλήθεια. Όπως όταν πέθανε η γριά δίπλα και γέμισε ο διάδρομος αλήθεια. Η σιδερίλα στο στόμα μ'έχει συνηθίσει. Στον καθρέφτη που με βλέπουνε και οι άλλοι απ'έξω στέκομαι απέναντι μ'απόλυτη σοβαρότητα. Τα χείλια μου ίσια και αυστηρά. Μέσα ξέρω έχει χαθεί το μέτρο το αρχαιοελληνικό. Ξεπέτα στην ξεπέτα φεύγει το αίμα μου και η όρασή μου απ'τα μέσα μου κάπου πίσω απ'το στομάχι ή εμπρός απ'τα νεφρά. Με κάθε αλαφροπάτητο χεράκι που μ'αγγίζει το δέρμα μου απαντάει με μια θάλασσα μαβιά λεκέ που δε λερώνει σα μενεξέ ουρανό. Δεν ακούω καλά τα παρακάλια πια ίσως να φταίει που συνήθισα να μην απαντιώνται εδώ γύρω που τα φτιαγμένα μαλλιά και τα ζωγραφισμένα νύχια μπαινοβγαίνουν γρήγορα σαν το φαΐ στα στόματα της πλατίνας. Τα δόντια μου τα φέρνουν αγκαλιά οι φόβοι που ξεκινάνε κάπου δίπλα απ'τ'ακροδάχτυλά μου μολυσμένα κόκκινα πρησμένα παρωνύχια φτάνουνε ως τα σαγόνια και γυρνάνε στο δωμάτιο λευκά. Οι αμαρτίες των δοτών όλες μέσα μου οι αμαρτίες των δοτών εις μάτην διαπραγμένες. Όλες η καθεμιά με το δικό της μοναδικό τρόπο με τρομάζουν ενδελεχώς, να'ναι το γιασεμί που ξεχειλίζει να'ναι η αγριάδα η ντροπή και ξέρω καλά για καθεμιά όλες με το δικό της μοναδικό τρόπο με τρομάζουν ώσπου νομίζω πως πεθαίνω. Μα κρίμα που με κρατάνε γερά τα καλώδια στον τοίχο και να'θελα να φύγω δε μπορώ καλά καλά. Πονάτε; Πονάω καμιά φορά. Τώρα που μπαίνει κρύο απ'το μισάνοιχτο παράθυρο δίπλα στον ηπατοπαθή εγώ χαίρω άκρας υγείας. Τους ξεγυμνωμένους μου τομείς που σείονται στην πρώτη σκέψη τους ξεχνάω εύκολα γιατί έναν έναν τέσσερις τους ξεκρέμασα απ'το θρόνο της ασφάλειάς τους. Ζουμιά τρέχουν μέσα έξω πιο γλυκά κι απ'τον αέρα του ευπνοϊκού. Οι βελόνες κρατιώνται γερά απ'τα τσιρότα. Φωνή δεν έχω. Αμφημερινοί πυρετοί στους κόλπους των θεών κανείς δεν ελεεί όλοι κάθονται και κοιτούν ή δεν κοιτούν αναλόγως την ευθιξία οι λεπτές φωνές τρυπανίζουν τους τοίχους και αυτοί ξυπνούν αυτοί ξυπνούν αυτοί ξυπνούν. Η θανατίλα είναι λεπτή και το κλάμα της μανούλας μου πρήζει το λαιμό δεν έχω να αιτηθώ καλύτερης μεταχείρισης παρά ένα μαρμελαδάκι ζελέ. Είστε καλά; Ναι. Είμαι καλά, όπως καταλαβαίνετε. Εκείνη την ώρα και αυτήν αντιλαμβάνομαι σε πλήρη διαύγεια ζουμιά που τρέχουν μέσα έξω πιο γλυκά κι απ'τον αέρα και ο αέρας σκοτεινός πηχτός αδιαπέραστος τρίβει τις μύτες τις τραχείες τα πνευμόνια και πιο μέσα πιο βαθιά δεν αιτούμαι καλύτερης μεταχείρισης. Ο καλός πεθαμός είναι σιωπηλός και ξέρω πως ο κύριος είναι παραλυμένος απ'τη φρίκη αλλά πεθαίνει καλώς. Θετικό νοήμον ον σκουπίδια. Μη μ'αγγίζετε πολύ, ιδρώνω και αδειάζω. Πώς και δε σταματάει η ροή όταν συμβαίνει ηλιοβασίλεμα και μια στιγμή εδώ την άλλη πιο δυτικά ο ήλιος δύει και ξαναδύει και ξαναδύει γιατί λοιπόν δεν στέκουμε ακίνητοι προς τιμήν του καθενός. Με τι μεγάλο θράσος τολμάτε, αναρωτιόταν η μικρή μου φίλη, να κάνετε ακόμα ένα βήμα να κλείνετε τα βλέφαρά σας να χτυπάτε ένα παλμό την ώρα που ο ήλιος πέφτει! Εγώ μόνο το μεσημέρι βλεπόμουν με τον ήλιο, της έλεγα, ίσαμε να ροδίσουν τα μάγουλά μου και η μύτη μου και ν'αλαφρύνει λίγο ο βήχας μου. Μετά νύχτωνε πάλι. Με τι μεγάλο θράσος τολμούσατε, αναρωτιόταν η μικρή μου- τώρα εισβάλλει ο ίκτερος και είναι σκέτο φως αυτό το κουφάρι η πλάτη και οι αγκώνες και όλος ο προσγειωμένος εαυτός ένα άτονο έλκος. Δε στέκω πλέον στον καθρέφτη, αυτά τα θυμάμαι αμυδρά, μόνο βυθίζω το κεφάλι στο ταβάνι ανάποδα και ίσια.



Όρνιο
πονάτε; Ναι, για λίγο ακόμα.
-