© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

D → C

 First step: major second

The sun, the winter sun, distance, patience
the coldest stream, a turquoise vein, barely blood, mostly tears
the haze of dreams, the first spring dew

a man is fire, a man is earth
a quiet unison. The fire, as it does, lunges and spreads
until the earth's command:
"Here fire stands."

The sun, the winter sun, king to all but not to us
distance, patience, his devout daughters, have finally met
a prince, a prince to carry the crown when death
sweeps the sky. Hold your applause.

"A two-month long knife in my heart."
"Two months I burned and turned 
to ash."

The streets weep, a golden glaze, a turn, a change
of pace, quick steps, we're in a rush, cut through
the crowds, street after street, the big city, a prince,
a prince, and in the dusty shade of the building's hall
apostates

what a monster of a thirst, how desperate the hands
to take the longing stair, major second, going down
like a sigh.

Λειτουργός στο κάτεργο

 Ι Π Π Ο Κ Ρ Α Τ Η Σ


Όταν ήμουν μικρός έπεσα μέσα σε μια τρύπα στο δρόμο που με πήγε γραμμή στον κύριο οχετό του κόσμου. Από εκεί δεν υπήρχε επιστροφή. Είναι μια λούμπα πολύ βαθειά και με γλιστερά τοιχώματα που νύχι δεν υπάρχει να μπορεί να γαντζωθεί, έτσι που είναι καλυμμένα από μια πηχτή βλεννώδη λέχρα που μοιάζει να είναι φτιαγμένη από αλεσμένα χαρτονομίσματα, ανακατεμένα με κάτι άλλο που δε θέλω να ξέρω τι είναι. Στη λούμπα αυτήν είναι και άλλοι, αλλά οι περισσότεροι δε μοιάζουν να υποφέρουν. Παίρνουν τη λέχρα και την κάνουν μπριγιαντίνη για τα μαλλιά, ή κοιτάν εκείνη την τρύπα στην οροφή από την οποία κάποτε μπαίνει λίγο φως, και βλέπουν το θεό και άλλα τέτοια. Το πιο ενδιαφέρον είναι δε, πως αν κάποιος σκύψει απ'έξω και ρίξει μια ματιά στην τρύπα, πολλοί κάνουνε ό,τι περνάει από το χέρι τους για να τον πείσουνε να φουντάρει μέσα.

Λίγο πριν το χάραμα ένας γέρος ξήλωσε όλα τα καλώδια και έχεσε στο περβάζι. Πριν τον προλάβουν οι αδερφές είπε να γίνει και δημιουργικός. Οι συνθαλαμίτες του είχαν την τύχη να απολαύσουν τη θέα στο φαρδύ φωταγωγό φιλτραρισμένη μέσα από σκατοβιτρώ. Τα δεσμά που με υποχρεώνει η φρουρά να φοράω στο κάτεργο / τα σαμπώ που με υποχρεώνει να φοράω ο κανονισμός του νοσοκομείου είναι σκληρά σαν πέτρα και ανένδοτα. Με κάθε βήμα μια σφυριά ξεκινάει απ'τη φτέρνα μου και φτάνει κατευθείαν στο μυαλό, όπως εκείνα τα παιχνίδια δύναμης στα πανηγύρια, που ανάλογα πόσο ισχυρό θα είναι το χτύπημα που θα ρίξεις, θα δεις ν'ανεβαίνει μια στήλη που θα σου πει το σκορ σου. Όταν είχα αρχίσει το τελευταίο μέρος του μακρού μου συμβολαίου, είχα επιστρέψει από άλλο νοσοκομείο, με άλλο κανονισμό. Ο διευθυντής μου είπε Θα ξοδευτεί η κλινική για να σου δώσει καινούρια σαμπώ, βλέπεις πόσο φροντίζουμε τους εργαζομένους μας; Ο ίδιος διευθυντής που με πήρε τηλέφωνο εκτός υπηρεσίας να μου πει, Πήρες μισθό από την κλινική, τώρα έχεις χρέος να κάνεις ό,τι σου πω. Τα μισθά είναι μια ιδιαίτερη ευεργεσία, μια δανεική ελεημοσύνη, όπως και τα υποχρεωτικά σαμπώ, και όταν έρχεται η ώρα, πρέπει να ξεχρεώσω. -Τι έγινε πάλι; -Έχουμε ντράβαλα στο θάλαμο Δ18. Ήταν ο θάλαμος στην πέρα άκρη της δυτικής πτέρυγας, ακριβώς αποφασισμένος από τη μοίρα για να χρειαστεί το μέγιστο σφυροκόπημα από τα αναθεματισμένα σαμπώ, μην τολμήσω και ξεχάσω πως εδώ πρόκειται για Κ Α Τ Ε Ρ Γ Ο. Ο γέρος ούρλιαζε ακατάληπτα και χοροπηδούσε γυμνός, πασαλειμένος αίματα, σκατά και διάφορα άλλα. Οι νοσοκόμες της νυχτερινής βάρδιας ήταν στα τελευταία μέτρα της διαδρομής τους και έσπευδαν βρίζοντας μέσα απ'τα δόντια τους να διευθετήσουν τη σκατοκατάσταση. Η προϊσταμένη μου είπε κουρασμένα: Πες να δώσω λίγο Αλοπεριντίν. -Γέμισε μια καραμπίνα με Αλοπεριντίν και Στεντόν και ρίχ'του.

Λίγο πριν το χάραμα κάποια ισόβια αλκώλα πνίγηκε στο αίμα από ανεπανόρθωτη ρήξη κιρσών οισοφάγου. Όταν έφτασα στο θάλαμο, σέρνοντας τα δεσμά, μια ντουζίνα μαλάκες στέκονταν πάνω από το κιτρινιάρικο σαμπρελιασμένο σώμα και έκαναν ΚΑΡΠΑ. Η γραμμή ανάμεσα στην ΚΑΡΠΑ και τη βεβήλωση νεκρού είναι λεπτή και οι περισσότεροι κάνουν πως δεν τη βλέπουν. -Σταματήστε ρε, δε βλέπετε πως έχει αποδημήσει εις κύριον; -Μα ο κύριος αρχίατρος Τ. Τ. είπε το μεσημέρι να κάνουμε τα πάντα! -Τα κάνατε ήδη, δεν απέδωσαν, στοπ. -Μα δεν έχουμε κλείσει 45'! Κοίταξα το ρολόι πάνω απ'την πόρτα, έλεγε 0430. -Ναι, εγώ είδα πως αρχίσατε ΚΑΡΠΑ 0340. Κλείσατε και με το παραπάνω. Μετά από 50 λεπτά μέγιστων προσπαθειών, δεν υπήρξε αποτέλεσμα. Ώρα θανάτου, 0430. Μαζεύτε τα, δε θα στεκόμαστε εδώ μέχρι την αλλαγή.

Λίγο πριν το χάραμα κολλάω το βρωμοτηλέφωνο στο ιδρωμένο και ξεϊδρωμένο αυτί μου και περιμένω να ξυπνήσει η κόρη ή ο γαμπρός της αλκώλας για να τους σκάσω το μαντάτο. Έχω πονοκέφαλο και δεν ξέρω αν είναι από το ντάπα - ντούπα απ'τα σαμπώ, ή από εκείνο το νουμπέτι που έκανα με το κεφάλι κρεμασμένο στο στέρνο κατά τις δυο σκευρός από το κρύο στο εφημερείο, ή από το φαρμακερό αέρα  του κεντρικού κλιματισμού που ξύνει τα μέσα μου σαν γυαλόχαρτο. Τα βλέφαρά μου έχουνε τη γνωστή κόλλα του νυχτεριού, γιατί ένα νυχτέρι ποτέ δεν είναι μόνο νυχτέρι, αλλά έχει κεφάλι και ουρά, και είναι μακρύ σα φίδι. Ο γέρος καθηγητής χειρουργικής που είχε ο πατέρας μου όταν πήγαινε στη Σχολή τη δεκαετία του '70 θα έλεγε Δεν έχεις κάκκαλα, δεν κάνεις για την ιατρική, δεν είσαι λειτουργός. Κι εγώ θα έπιανα τ'αρχίδια μου και θα έλεγα Για δες πώς τα φέρνει η ζωή, μουστόγερε.

Λίγο πριν το χάραμα... κ.λπ. κ.λπ.

Οι περισσότεροι εφιάλτες ενσκύπτουν λίγο πριν το χάραμα, τις μικρές ώρες που το σκοτάδι είναι αδιαπέραστο, που ακόμα και ο θεός κοιμάται. Το κάτεργο δουλεύει πάντα, αλλά λίγο πριν το χάραμα είναι που περνάει το σωφρονιστικό του μήνυμα στους καταδικασμένους, λίγο πριν το χάραμα γίνεται η εμπέδωση, λίγο πριν το χάραμα συμβαίνουν τέρατα και σημεία που γράφονται στην άμμο και τα σβήνει το πρώτο κύμα που θα γλείψει την ακτή. Η νυχτερινή βάρδια των υφιστάμενων θα πάει να κοιμηθεί, η πρωινή βάρδια θα έρθει φρέσκια με αχνιστό καφέ στο χέρι και κουτσομπολιό από το σχολείο της κόρης της Μαλένε ή τις περιπέτειες του πατσαβουρόσκυλου της Γκίτε που κατούρησε το χαλί και τελοσπάντων, όλα μπαίνουν πάλι σε σειρά, ο κύκλος ξαναρχίζει, ο γκασμάς ανεβαίνει και κατεβαίνει όπως ένα στήθος που αναπνέει.

Τη λέχρα που καλύπτει τα τοιχώματα της λούμπας και γλιστράει σα λάδι μόνο ένα πράγμα μπορεί να της αντιταχθεί, ζεστά, στεγνά φράγκα. Λειτουργούν όπως ο χαρτοβάμβακας, ρουφάνε τα υγρά και τότε τα νύχια και τα δόντια αρχίζουνε να έχουν πρόσφυση, και ίσως μπορέσω ν'αρχίσω το σκαρφάλωμα. Αλλά τα λαμπρά μυαλά του βασιλείου σχεδίασαν τη λούμπα με προοπτική, και τα φράγκα που θα μπορούσε να δώσει οποιοδήποτε ευλογημένο συμβόλαιο για πληβείους είναι ίσως αρκετά για ν'αρχίσεις το σκαρφάλωμα, αλλά ποτέ αρκετά για να καταφέρεις να το τελειώσεις. Και έτσι φτάνεις ως ένα σημείο για να γλιστρήσεις πάλι κάτω, πίσω μαζί με τους βλαμμένους που κάνουν τη λέχρα μπριγιαντίνη, μαζί με τους βλαμμένους που γαμιούνται σαν τα κουνέλια και ξεπετάνε φυλακισμένους εκ γενετής, μαζί με τους βλαμμένους που μέσα σε όλη αυτήν τη φρίκη ασχολούνται με πληθυντικό ευγενείας, με κανονισμούς υγιεινής, με το πού βλέπουν τους εαυτούς τους μετά από πέντε χρόνια, με εθελοντισμό και σκουώς, αυτοί, η ρακέτα της απύθμενης βλακείας τους και το λεχρό ντουβάρι, για πάντα.

Όχι στην ενεργή βοήθεια για το θάνατο, ναι στην ενεργή βοήθεια για τη ζωή, λέει το νέο τσιτάτο του ιατρικού συλλόγου, επειδή ο γιατρός δεν είναι για να μοιράζει θάνατο, είναι για να χαρίζει ζωή, λέει η θεούσα μούμια που ψήφισαν οι υπόλοιποι σωτήρες για επικεφαλής. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων κι ένας μονόφθαλμος στη χώρα των τυφλών. Οι σωτήρες φοβούνται φρικτά το θάνατο, επειδή περνάνε καλά στη λούμπα, τα έχουνε ταχτοποιήσει με τους πνευματικούς τους, Arbeit macht frei, lifescript™, εκλογές, γιορτές, Πάσχατα και Χριστούγεννα, σημαίες και σταυροκόπημα, κώλοι που κουνιούνται, ψωλές, μουνιά, μωράκια, σκυλάκια, γατάκια, παπαράκια, επιστήμη και ζωή. Οι τελειωμένοι φοβούνται τον πόνο.

Με το γκασμά στον ώμο και τα πέτρινα σαμπώ, είμαι ποντίκι δεμένο στον τροχό που αψηφά κάθε νόμο της φυσικής και περιστρέφεται με μηδέν τριβή, με ατέρμονη επιτάχυνση, και ξέρω πως θα πεθάνω και ο τροχός θα συνεχίσει αυτήν την τρελή κίνηση, Έτσι είναι η ζωή, καλέ μου. Να σας γαμήσω, αυτό δεν είναι ζωή, είναι οχετός και είστε σκατά.

Juniper berries I

Lush spider plants and peace lilies were hanging from rods and shelves all over the loft. There were no rooms. As soon as you stepped inside, the entire space revealed itself to you. The area by the entrance was a few steps higher than the rest. It was humid. A few candles and some floor lamps cast a gleam over everything. He walked noiselessly in his woolen socks. His pants were rolled up at the cuffs to stay above the ankle. He greeted me timidly.

He wound up the Victrola and an old swing came on from the dusty record. He took me by the hand and started dancing. He wasn't bad, save a bit rigid, a tad shy. I was much worse, but it was fun. We weren't humans. Two lanky trees had gotten up and out from the soil and danced. Small blues fluttered around the peace lily flowers. I swear I saw fireflies in the dark corners of the loft. It was an enchanted forest, there was no loft. Through the opening between the leaves there was no ceiling to be seen, but the sky at dusk. The tune never seemed to end. We danced and danced, he kept a smile on his lips and something tender in his eyes. Then there were no lips and no eyes, there were star shakes and ridges and lizards in hiding. We became less rigid and less shy. Two tree spirits danced and it was a dance of leaf veins and fresh green branches. A soft wind, a sough, a sway.

I glanced at the Victrola; I knew it. It was identical to the one I had at home. It had the same cast handles and the same rosewood lid. The felt was even curling the same way mine was.
"Where did you get the Victrola from?"
"Jack Black's clone sold it to me for peanuts a few years back."
"In Skibhuskvarteret?"
"Yes!"
"Was it because his girl was kicking him out?"
"Yes."

The music faded, but not to the scratch of the spinning record. The music faded to the sounds of moving water and rustling leaves. He led me to the bed. We fell in it as if we were falling in a well. Our bodies never found a mattress, but warm water and a blanket of duckweed. We were weightless. We never broke the surface tension. He rested on his elbows, on top of the tiny green plants that floated on the lake.
He brought a vial before my face.
""Smell this," he said. I sniffed.
"What is it?" he asked.
"A flower," I answered.
"What flower?"
"I don't know."
"Passion flower."
He handed me the vial. Until then, he’d been playful. But now he grew serious.
"The passion of Christ became this flower. Five petals and five sepals, one for each loyal apostle. Do you know who's missing?"
"No."
"You and I."
"Are you a dream?"
"Yes."

I held on to the vial and swam up, up, up until it was morning and I was in my own bed. The tenements around the harbor were shrouded in fog. The world was real, cold and gray. The window was half-open and the fog was crawling into the room like a beastly breath. On the bonsai elm I kept on the windowsill, a small blue was resting. Where did you come from? I reached out to touch the butterfly, see if it was there at all. From my open hand fell not the vial, but a few juniper berries.