© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Skype calls

-Τα γερμανικά σας ακούγονται σαν να'στε απ'το Στέττιν του 1929... τότε που ήτανε δικό μας.
Χαμογέλασε ζεστά, χαμογελάσαμε μαζί.

Το ηλιόφωτο έπεφτε στο κούτελό μου και φαινόμουν γνωστικός. Μ'έβλεπα στην αναπαράσταση της προβολής μες στην οθόνη, κάτω από το Λαρς. Αυτός ήταν στην ώρα του παρελθόντος μου, ξερακιανός, με μάγουλα αλαβάστρου και αρχόμενη ξανθωπή καράφλα. Από το παράθυρο του γραφείου του φαίνονταν τα κολωνικά σύννεφα της ανοιξιάτικης βροχής. Από το ραδιόφωνό μου έπαιζε η βραζιλιάνα Λούσυ, αλλά έφτανε σ'αυτόν σαν νοτιοευρωπαϊκός απόηχος. Δεν ήθελα να φανώ πιεστικός. Καθάρισα όσο μπορούσα την προφορά μου, προσπάθησα να θυμάμαι να μην καταπίνω τα -e- στο τέλος των ρημάτων και ν'αφήνω τα -g- να χύνονται και να γίνονται φωνήεντα. Τα μάτια του ανάρρωναν από το θέαμα κάτω από δυο συμπονετικά φρύδια σαν σκυλιού. Αν μπορούσα να τον φτάσω θα τον έπιανα από το γαλάζιο του γιακά, θ'ακουμπούσα το λευκό μου κούτελο στον ώμο του και θα φώναζα σκυμμένος hilf mir. Ήμασταν τυχεροί που δεν μπορούσα να τον φτάσω. Τα δυο χιλιάδες χιλιόμετρα ξαφνικά αποχτούσαν νόημα. Έκανε χιούμωρ όπως συνηθίζεται στην πατρίδα, χωρίς ούτε υπόνοια γέλιου. Το δεχόμουν εξίσου σοβαρός, κι έμενε ανομολόγητο όπως πρέπει. Η ελληνική διαχυτικότητα μ'έχει πεθάνει στην αμηχανία. Κοιτούσα τα μαλλιά του, τον αδύνατο λαιμό του πάνω από τον κόμπο της γραβάττας με τις ρίγες. Αυτός μιλούσε με τις λέξεις γλιστερές και διαυγείς, όπως επιβάλλει η ομοσπονδία, κι έκρυβε επιδέξια την καταγωγή του. Του έγνεφα γιατί πρόσμενε να του γνέψω, και του έλεγα ja, ja, αλλά σκεφτόμουν εκ παραδρομής jeg, jeg. Η αντανάκλαση του ήλιου στο απέναντι ντουβάρι μου'φερνε δάκρυα εγκαυματία. Ο Λαρς είχε κόρες μυδριασμένες κι έτσι μου φαινόταν ακόμα πιο παρήγορος. Τον έβλεπα να μ'ακούει να λέω το war waaah και ν'αφήνω όλα τα -o- κλειστά, δε γαμιέται, σκέφτηκα, δε γαμιούνται και τα ορθάνοιχτα -ο- στη χώρα που μ'έχει καταπιεί. Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να μ'έχει πονέσει πιο πολύ. Ο Λαρς αντιπροσωπεύει όλα όσα δε με πάτησαν με το άρβυλο στη λάσπη. Του χρωστούσα. Ακόμα του χρωστώ. Όχι λεφτά, κάτι χειρότερο. Χάρηκε που με είδε. Υποσχέθηκε να προσπαθήσει.
-Für dich werde ich mein Bestes versuchen. 
Ναι, πέρασε παρέα με τον οίκτο του στον ενικό. Με χαιρέτησε ευχόμενος να'χω καλή υπόλοιπη ημέρα. Τον χαιρέτησα ευχόμενος εις το επανειδείν. Έπειτα το ξανασκέφτηκε, και πριν κλείσει, μου'στειλε ένα γλυκό γλυκό μελένιο wiedasehn. Δεν του είπα που ετοιμάζομαι να πάω. Η ίδια η φράση μου καίει το στόμα. Τα χέρια μου τρέμουν μόλις κουραστώ. Παίρνω μισό ιντεράλ και στρώνω, τουλάχιστον προς το παρόν. Κάθε μέρα με βρίσκει λιγότερο από χτες. Όπως ο Ροβινσώνας τις μέρες της μεγάλης βραδείας δυστυχίας του ξάπλωνε μπρούμυτος στο βούρκο, σα να'πεφτε χλιαρός σε χλιαρό νερό, έτσι ξεφτιλίζομαι κι εγώ με τα πόδια μισοχωμένα στην άμμο του ΘΕΡ - ΜΑ - Ϊ - ΚΟΥ. Κι είναι κι αυτό το κωλολάμβδα που δε φεύγει, παχύ σαν κοροϊδία.

But then it passed, as all things do

My less than skin dressed in these works
Damn your God, you said.

Bris milah of the tongue
who will wash the pride off that?

---

We've faced each other hole to hole
now play along

I'm not dry from anger behind the wall
our lands are not cascading.

---

The tail of the day is blinding
there is a never-ending death in the room.

Damn my God well then
damn yours too.

Απογραφή

Τα τραίνα το '43, ο Μίκλος με τα στρογγυλά γυαλιά, η φωτογραφία πάνω από το τζάκι,
ο Αλ-Σισανί και τα σαράντα χρόνια του στους έντεκα ανάμεσά μας μήνες, η σκόνη της ερήμου,
οι βελόνες του πλεξίματος που είναι ακόμα εκεί, το περιοδικό με τις παλαιϊκές φωτογραφίες,
η Δυτική Γερμανία, τα παράπονα για τις δίγλωσσες ταμπέλες στο Κράης ΝΦ, το τείχος, οι γιορτές

τα γαλλικά άνευ διδασκάλου, η μεταπολίτευση, οι φυγές στο Ισραήλ, τα ουέβος αμινάδος
η ανατομία του Σάββα, η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ, τα βινύλια, το Ντόκκουμ
το έγκαυμα τριβής απ'το χαλί στα γόνατα, ο ήλιος, το χιόνι στα περβάζια
ο Χέλμουτ Κολ, οι αυτονομιστές, η Ολυμπιακή, τα καλοκαίρια, η Βοσνία, οι Βόλβες, ο Σταυρός

το Όσλο τους χειμώνες, οι βαπτιστές, το ταβάνι με την τρύπα στο σοβά, το σύνθημα,
η Άμπεντμπλαττ, η Καθημερινή, το ανηφοράκι, ο θερινός σεισμός, η Επανωμή,
το φέρρυ, το Κουξχόμπεν, τα άλογα του σάντεκ, η κόρη του, τα κροκολούλουδα στο Χούζουμ,
τα ελάφια, οι καραμπίνες στη ντουλάπα, η σκοποβολή, η κρεμάλα του Σαντάμ, η πρώτη ιδέα,

η πρώτη ενοχή

οι μεμπτές πρακτικές, η μικροαστική κακονομία, η δοκιμασία των στεφανιαίων,
η ατέλειωτη συνέχεια, το όργωμα του κορμιού, οι γνωστοί από το Μπάγιερν, η αληθινή ζωή με προφορά,
όλα τα μυστικά στα ελληνικά, η συνείδηση βουβή, τα λόγια του στόματος ένα και δυο,
-Πώς είστε σήμερα;

μα ασύνετη γραφή σαν ξερατό, αναπαραστάσεις σαφείς και ζωντανές, ο τίτλος ακορνίζωτος,
-Wir sollen uns nicht wieder sehen.
-Also, auf Nimmerwiedersehen.
-Ganz ehrlich, das könnte ich nicht aushalten.

ο νέος παλιός εχθρός μας το Ισλάμ, η φλόγα του όρους στη σχολή, ο γέρων, οι πιστοί,
τα χρόνια της μοναξιάς, το καλό χέρι, το σερί, οι κοτρώνες στου Παπά Νερό,
το δάσος, η καύλα σαν τη μύτη του Πινότσου, οι κατ'ώμον που έκαιγαν φωτιά, το τάληρο,
η Βαλπουργκίσναχτ, το Σαβουότ, ο παγετός στη στροφή του Φιλύρου, η θέα το Δερβένι πιάτο,

η νύστα στις σαφηνεκτομές, τα Σωλ, τα Κροκς, τα πράσινα, τα μπλε, τα άσπρα των αδερφών,
οι εφημερίες, το εφημερείο, η ανάκλιση, το τσιγαράκι στα κλεφτά, οι κάλτσες του Αποστόλη
-Τι κάνεις ρε; Στο μαξιλάρι μου;
-Έλα ρε Φ. μην τρελαίνεσαι!

-Μ'αυτές δεν μπήκες στο πλαστρόν;
-Ναι φητ φερστ βούτηξα στην κοιλιά! Άσε με νυχτιάτικα, όρεξη έχεις.
-Κι όλη η σκόνη που μάζευες στα ΤΕΠ;
-Θα σ'αφήσω να την κοιμηθείς στο μαγουλάκι.

ο καραφλός, η νεαρή, το νταλαβέρι μεταξύ τους, η αργή δουλειά, τα αργά λεφτά, η χασούρα,
η κυρά, η αλλαγή πορείας, το χαρτομάνι, οι ώρες στα βιβλία, οι ερευνητικές απάτες,
ο Μ., η συγκατοίκηση, ο απόπλους από τη νότια προβλήτα, το δημοψήφισμα, η παγωμένη κάρτα,
οι αυγουστιάτικες βροχές, ο Α. στο μηχανοστάσιο, οι πατούσες, ο μουσαμάς, το βούτυρο το πρωί,

η φάλαινα που φάγαμε λαθραία στο Μπρύγκελοφτ & Στούενε, ο γεροπρόεδρος του ΙΤΦ,
-Siehst du das? Siehst du hä?
-Ja ja, seh ich's.
-Eine Griechin in Piräus... eine Griechin. Sie biss mich! Außergewöhnlich sind die griechischen Frauen, sie sind außergewöhnlich, du weißt es doch besser... Wie könnte ich sie nur vergessen? Ja... Piräus... in den Siebzigern. Piräus! Viele Jahre sind vorbei. Aber die Narbe bleibt für immer, bis den Tod.

η Μ.Λ., το ραντεβού στις καραβέλες, η νορμανδική ακτοπλοΐα, τα πρόσφατα, τα παλιά,
η καρδιακή λιποταξία, το ναυτόπαιδο, το πουκάμισό του, ο Χ.-Μ. Ταρρίο, το πεντακάβαλο,
το δώρο του την Κυριακή, ο καθεδρικός ναός, τα αγάλματα το βράδυ, αυτή κι αυτή η αυτοκτονία,
οι γλάροι που γελούν, η συντροφιά της αγρυπνίας, η μόνιμη φυγή

το χτες, το εχτές, το χθες, το εχθές (που δε μπορώ πάντα σωστά να πω)

ο γυναικωνίτης απέναντι από το Χαμάμ, το μαρμάρινο τραπέζι, τα ελαστικά κρόσια, το βράγχος της φωνής,
ο σουτιές από δαντέλα βραδινή, το άνοιγμα στο φουστάνι, η τυπική συνάντηση,
-Δε μπορείς να αγαπήσεις. Δεν έχεις την ικανότητα αυτή.
Με το πρώτο τέταρτο του αιώνα άρτι τελειωμένο, ακούστηκε δραματική. Ξεχείλιζα αμηχανία απ'το τέλος ως πίσω στην αρχή. Αν δεν ήταν τόσο σοβαρή, θα ακυρωνόταν ως κοπλιμέντο. Αλλά ήταν μια παρεμβολή ανάμεσα στο ένα γέλιο και στο άλλο, μια σφήνα μες στ'αυτί. Με λυπόταν. Μου φάνηκα θλιβερός για λίγο, αλλά μετά το ξανασκέφτηκα. Δε γίνεται να τα μπορεί κάποιος όλα, και είναι τόσα πολλά αυτά που δε μπορώ, ανάμεσα κι αυτό.

Before I whack him, I just wanna fuck him in the ass one more time

Μερικές φορές ακόμα στη ζέστη αυτής της γενειάδας, αυτής της ρυπαρότητας, σα να τυλιγόμουνα μ'αυτόν που μπορούσα να είμαι. Μ'αυτόν που μπορώ να είμαι όταν μου το προτείνω.

de Azúa


Ό,τι συμβαίνει είναι για καλό. Το λαζαρόφυτο έμεινε απότιστο κοντά στις δυο βδομάδες, και τώρα που του'κανα το χατήρι να το δω, το βρήκα ανθισμένο. Τα τοιχώματα του ασημένιου ποτηριού πάνω στο γραφείο έχουν πιάσει γλίτσα. Το κρεβάτι μου έγινε μπανιέρα γεμάτη ως τα χείλια με ιδρώτα. Τα σεντόνια μαλάκωσαν, ξεστρώθηκαν, τσακίστηκαν πλισέ, τα'πιασα πριν και μου φάνηκαν πάλι μούσκεμα. Το μεσημέρι κοιμήθηκα με το μάγουλο στο βιβλίο, τυλιγμένος στο κουβερτάκι για να μην ακουμπάω τα βρεμένα που δεν είναι. Σε κατάλαβα που μ'έθαψες κάτω απ'το πάπλωμα. Μόλις ξύπνησα φώναξα τ'όνομά σου. Αμέσως αισθάνθηκα ηλίθιος. Βγήκα με το βρακί στο ανατολικό μπαλκόνι. Το μισοφώς ξεχλώμιαζε το συρφετό των ασήμαντων παθών, σα μεγάλη μικρή Ιερουσαλήμ πνιγμένη στο χαμσίνι. Πλατσούρισα πέρα δώθε με τις κάλτσες. Σκέφτηκα το σάλτο ως συνήθως. Η μπουγάδα ήπιε όλη τη λασποβροχή. Με είχε ανάγκη να την απλώσω στο καλοριφέρ. Το σπίτι έκλαψε απ'την αναθυμίαση του απορρυπαντικού. Ο λαιμός μου είναι πνιγμένος στη μελάσσα. Σκατά. Την αλήθεια; Νομίζω πως κολυμπώ σύσσωμος στη μελάσσα, με τη γλύκα της, την ασφυξία, το σκοτάδι της και όλα. Τίποτα δεν κουνιέται. Δεν έχω μελάσσα μόνο μέσα στο λαιμό, μ'έχει ποτίσει από το στόμα ως τον κώλο, τα τύμπανά μου ισορροπούν ανάμεσα σε δυο τελειώματά της. Σημειώνω μέσα στο ζουμί που έχει πλημμυρίσει το κεφάλι μου ό,τι λες και ό,τι μ'αφήνεις σαν πούστης που είσαι και δεν είσαι να μαντεύω. Αυτός δεν είμαι εγώ, είναι κάποιος που δε θα παραδεχτώ ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο μ'εμένα, δε θα παραδεχτώ ποτέ. Η αδυναμία που ομολογείς απ'το ανοιχτό σου στόμα γυρίζει και σου τρώει τη μούρη. Η επιδιδυμίδα έκατσε ανάμεσα στα δάχτυλά μου για να παραπονεθεί. Θα ακούσω ό,τι έχει να πει αλλά σύντομα θα ξεχάσω. Έτυχε η μνήμη μου να είναι κι αυτή μυωπική. Έχει όμως σύντομες διαύγειες. Η μάνα μου πεθαίνει κάθε φορά που στρίβω απόγευμα στο γκαράζ του πατρικού. Ακόμα με πιάνει απ'το γιακά ο εφιάλτης της νευροανατομίας. Για θλιβερά πεντάλεπτα της νύχτας χάνω την πίστη που με κάνει αυτόν και όχι εκείνον. Σαν τώρα βλέπω τον ποιμένα πάνω απ'το κρεβάτι της, και πώς με κοίταζε σαν λύκο χωμένο στο κοπάδι. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που μαύρισε η πλάτη σου από τη σκοτοδίνη που μου'φερε το αίμα με το αίμα. Η καρδιά μου χοροπηδάει στη σκέψη. Όποτε θέλω τη βάζω και χορεύει. Όποτε θέλει με βάζει στη θέση μου, μπρούμυτο καταγής. Δε σε χρειάζομαι για τη σωτηρία της ψυχής μου, σου είχα γράψει πίσω απ'τη φωτογραφία του Ράζλογκ. Το ταχυδρομείο δε φέρνει πίσω ό,τι έχει πέσει στο κουτί. Την είδα μήνες μετά στο σκίαστρο του αυτοκινήτου σου, πίσω απ'την κάρτα της ασφαλιστικής, και Θεέ μου αν το έχω μετανιώσει. Η Ρωσίδα από απέναντι πέταξε ένα ένα όλα τα μέρη του σερβίτσιου στον πατέρα των παιδιών της τον καιρό που ήμουν στην άλφα χει. Κάποια βρήκαν στόχο, άλλα όχι. Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Ο περιφερειακός ήταν ακόμη σούζα κόντρα απ'της Ευκαρπίας στης Ηλιούπολης στου Ευόσμου στου Κορδελιού. Στο μεταξύ, τα παιδιά της έμαθαν να μιλούν φαρσί και σύντομα θα ψηφίζουν ΠΑΟΚ.
Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι είναι χυμένος κι απλωμένος σα χαλί ο Ριζοσπάστης σου. Μαζεύω τη χαρτούρα, και μες στη μοναξιά μου λέει με τη φωνή σου:
-Τα χέρια σου είναι κρύα σα νεκρού. Φέρε να τα ζεστάνω.
-Αφού είναι απ'τα χάπια, σου'χω πει. 
Έτσι απαντώ, ενώ ταχτοποιώ τις σελίδες στη σειρά. Θα τις διαβάσω πίνοντας τσάι απ'το ξύλινο κουτί. Ο βιασμός ανάμεσά μας μυρίζει σκατά και ιδρωμένους άντρες, και τον βαφτίζουμε κρυφό, και δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει την αλήθεια, ούτε καν εμείς. Πόσο μάλλον το κόμμα.

 Ό,τι συμβαίνει είναι για καλό. 

Warterei

ihre Stimme am Telefon mein Zittern im tiefen Süden Zoten, Scherze, Versprechen der Gegenwart des Hier-und-jetzts (-Denkst du nach mir? -Ja, klar. -Jä oder Jaaa? Was ist mit deinem Jä und deinem Jo heutzutage? Was ist mit dir mal los? -Alles in Ordnung, fit im Schritt. -Mit jedem Tag ändert sich die Ordnung. -Doch schon aber ich komme zurecht. -Versprochen?) der Betrug im Spiegel am Morgen (nun bloß Moin) der helle Sonnenschein des Tiefes die neuen Schuhe und die Flaute, nach Jahren der Flaute, die Pechsträhne der anderen Spieler am Tisch, am Tisch, nur Gerede, Gerede und Warterei aber worauf, worauf, man kann bis zum Schluss schlafen, bis ans Ende zu Fuß, man kann sagen, sagen und sagen, daß Leben lebenslanges Sterben ist, auch Gerede, Reise und Fortschritt, gerade Rejse Zug um Zug um Zug, Lebensgeröll, was ist der Unterschied, was wir der Zukunft hinterlassen, Durcheinander zu jedermanns Zufriedenheit alle Lieben Liebende, alle miteinander, und das Blut gefriert mir in den Adern

x

There's that man who died sitting by the radio and sailed adrift for seven years, he became a statue of dust honoring his silent death. Last summer I dived with my eyes open in front of the Nordnes Sjøbad, was it cold, it was, and all I heard was... and all I saw was...
and all I heard, and all I saw, it lent me to that man who died sitting by the radio and sailed adrift for seven years. The dead do not give back and they do not return.

Surrealisme

Alle puderne hjemme hos os er deprimerede. Jeg ved, det i sandhed er en underlig observation, men jeg kan understøtte den med eksempler fra livet i dagligdagen. Puden på min kusines stol er lyserød og rund. Hver gang hun rejser sig op, bliver puden blå og trekantet, som om den ikke kan få luft. Ja, dens farve forandrer sig. Hvordan kan det lade sig gøre? På grund af en alvorlig tristhed eller psykisk rædsel måske. Puden kan være ramt af frygt for adskillelse ligesom en hund eller en huskat. Når min kusine skal på arbejde, falder puden altid omkuld. Hun kommer tilbage om aftenen og finder den på gulvet, lige ved at græde.

Vedrørende puden på min seng er situationen hverken bedre eller enklere. Nogle gange vækker den mig midt om natten med dens stønnen. Det kan være, at mit hoved er for tungt for den. Tit er mit hoved også for tungt for mig. Alligevel klager jeg ikke over det. Jeg forsøger at være sympatisk indstillet over for pudens lidelse. Derfor  sover jeg de fleste nætter med hovedet ved siden af puden og ikke på den. I fredags talte vi, mig og min kusine, med puden om problemet. Den undskyldte meget, men en løsning kunne vi ikke finde. Min kusine sagde: "Ligger man, som man har redt, så ligger man..."

Den tredje og sidste pude hjemme hos os bor på sofaen. Den er klemt og ikke så snaksom. Den siger en gang imellem, at den hellere vil være en dyne, men uanset hvad accepterer den sin skæbne. Det er det eneste, den kan gøre. Så vidt jeg ved, er den så klemt og så flad, at den godt kan være en dyne uden dens viden. Da fjernsynet ikke virkede for et par uger siden, sagde den klemte pude til mig: "Hvis du ikke snart reparerer det, skal jeg nok forlade dig, din kæreste, vores sofa og mit liv."
Det er derfor, jeg siger, at puderne nok er deprimerede.

Two on the house


Good riding at two anchors, men have told, for if the one fails, the other may hold.
/

Then God said
love thy neighbor, you loveless fuck
and I took it to heart.
/

What do you think I am, a fag?

Στο σκαμπώ στα δεξιά μου καθόταν ο πρώην βουλευτής. Δεν τον ήξερα, όταν ζούσε τις δόξες του ερχόμουν στη χώρα μόνο για δυο βδομάδες κάθε χρόνο, και ήταν αρκετές. Μου τον είπανε μετά. Δίπλα σου καθόταν ο ...! Φορούσε μάλλινη καμπαρντίνα. Προσπαθούσε απ'το ύψος του να δει τι διάβαζα (Kipling). Η ηθοποιός, η χορεύτρια, ο σιτεμένος σκηνοθέτης, αφηγούνταν αποσπάσματα από τη μαλακία που μας είχε φέρει όλους στο μαγαζί. Κάθε τόσο μια γυναίκα από τις τολμηρές τις κοντοκουρεμένες έβαζε συγκινητική μουσική, σαν χύσια αραιωμένα με ζαχαρόνερο, για να μπούμε στο πνεύμα του λογοτεχνικού δράματος. Μοιραζόμουν το τραπέζι με δυο ανοιχτόμυαλες σαραντάρες που κάπνιζαν σλιμς και μου έτσουζαν τα μάτια. Δεν τις ήξερα, αλλά δεν υπήρχε άδειο μέρος όταν έφτασα ένα τέταρτο αργοπορημένος. Αυτή που καθόταν ακριβώς δίπλα μου στον πάγκο της γωνίας φρόντιζε ν'αποφεύγει να με βλέπει, και είχε μαζευτεί όσο μπορούσε πέρα. Ο χρυσός σελιδοδείχτης μου, ναι, έχω επίχρυσο μεταλλικό σελιδοδείχτη, ξάπλωνε πάνω στο κινητό μου δίπλα στο κρασί της, και της έκανε εντύπωση. Τα σπίρτα μου ήταν κολλητά με τον αναπτήρα της. Η φίλη της κι αυτή κοιτάζονταν μεταξύ τους με συμπάθεια, ιδίως όταν η μουσική δυνάμωνε. Είχαν ήδη πιει από έναν καφέ και βρίσκονταν στο δεύτερο κρασοπότηρο.

Στην άλλη πλευρά, στις δυο πέρα καρέκλες ήρθαν ένας στρογγυλοκέφαλος και η γκόμενά του που μύριζε κολώνια του κιλού, γνωστοί του συγγραφέα. Δε φαίνονταν πολύ διαβαστεροί. Είχαν έρθει να στηρίξουν το θάρρος της αποκάλυψης των τρόπων των ερώτων. Είναι σπουδαίο, να δημοσιεύεις μια τέτοια ιστορία με τ'όνομά σου, θα'λεγε ύστερα ο πάτρωνας του δημιουργού. Είναι σπουδαίο, ο καθένας να μπορεί να δημοσιεύει ό,τι ονομάζει έργο, σου ψιθύρισα μετά, έξω απ'το οπτικάδικο, και μου είπες Μην είσαι φασίστας. Εμπρός μου, έτσι όπως καθόμουν με το ένα πόδι επί τα εντός και το άλλο επί τα εκτός του τραπεζιού, ήταν ένα ισχνό αγοράκι, όχι πάνω από είκοσι. Το γόνατό μου έβρισκε στα έξω του μηρού του. Είχε παραγγείλει μια γαβάθα τσάι. Έβαλε τρεις κουταλιές μέλι απ'το μπωλ. Άφησε το κουτάλι να ξεκουραστεί. Αυτό βούλιαξε αργά μέσα στο σκούρο μέλι. Έγλειψε τα δάχτυλά του χωρίς να βιάζεται καθόλου, λες κι έγλειφε τα δάχτυλα αλλουνού, με το βλέμμα αφηρημένο, ή επίτηδες αφηρημένο. Η γλώσσα του ήταν υπεραιμική, λεία σαν της γλωσσίτιδας σε Biermer. Σκούπισε τα χέρια του από το παντελόνι, ταχτοποίησε το πουλλόβερ. Μαζεύτηκα όσο μπορούσα πέρα για να μη με ακουμπά, κι επέστρεψα στον Άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς.

Η αναμετάδοση (laks)

Στο μαγαζί με τους κόκκινους τοίχους
ο σκοτεινός σερβιτόρος δείχνει δυο σειρές γκρίζα δόντια για να πει σε θυμάμαι.
Αφήνω τα γυαλιά στο τραπέζι. Έξω από το παράθυρο τα ερείπια κοιμούνται μέσα στην ιστορία τους.
Το οθωμανικό ντεκόρ χάνεται στη θολούρα, οι θαμώνες, το χάδι του Côte d'Ivoire, τα ξέφτια στο ταβάνι.

Η κούπα είναι χτυπημένη στα χείλη. Το ρόφημα αφήνει κονιάκ και ζάχαρη πάνω στο κέρασμα
και το κέρασμα αφήνει την κάψα στο στόμα.
Το τραπέζι είναι άδειο από αγκώνες.
El hombre sentimental es el libro triste sobre la mesa.

Ohne die Brille sind deine Augen klarer, würde sie sagen,
denn du verlierst deine ständige Enttäuschung.
Und es wäre allerdings wahr.

Το πρωί έχασα ένα πενηντάρικο στο λανσκενέ.
Δεν έχω ξεμείνει, μένουν κι άλλα να διώξω.
Ο λαστιχάς θα χαρεί να με δει κι άλλη φορά, γιατί έμαθε πως το στράφι δε με πληγώνει.
Αν ξέρει σωστά ή δεν ξέρει, δε μπορώ ούτε ο ίδιος να πω.

Δεν είμαι ο αμίλητος ξένος στην πόλη, δεν έχω
τα πιο μικρά νύχια που έχεις δει. Δεν είμαι μισός σου αδερφός,
δεν ξέχασα όσα δεν πρέπει κι όσα πρέπει, αλλά τα'χω αφήσει.
Οι μέρες θα γίνονται νύχτες είτε εμείς..., είτε όχι.

Οι φευγαλαίες αμαρτίες δεν αξίζουν ούτε ανοιγοκλείσιμο βλεφάρου
εμπρός σ'αυτή την αργή ησυχία.
Η χοντρή τηγάνισε κρέας και ο αέρας έγινε ομίχλη.
Ξεκουμπώνω δυο κουμπιά απ'το γιακά, σκουπίζω το γάλα που έχει στάξει στα γένεια.

Η ώρα προχωράει, αλλά προς πού, αυτό δε φαίνεται καλά.

Μικροαστισμός

Ο πατέρας παίρνει εκατό τη συνεδρία. Η λογική κοστίζει των τρελών περισσότερο απ'όσο πάει η τρέλα ή ένα σάλτο απ'την Köhlbrandbrücke. Στο τέλος κάποιοι φεύγουν έτσι κι αλλιώς κλεμμένοι. 

/

Χωρίς την προδωμένη να μου κάνει πλάτες, θα ήμουν ένα λάθος του φακού
και κάποιος θα με είχε διαβάσει μια φορά νεκρολογία στην τοπική εφημερίδα
ανάμεσα στον έναν και στον άλλον.
Γλυκειά μου Ο., σ'ευχαριστώ.

/

Η μάνα κορόιδευε ολόκληρο τον κόσμο και πιο πολύ τη στραβοχυσιά που έκανε για παιδί. Έφτιαχνε τη φωνή αθώα κι έλεγε ό,τι ήτανε να πει. Κι έπειτα κοίταζε με αγιότητα ίσα μέσα στα μάτια, για να δει αν είχε κάτσει μέσα στον πουρέ το μήνυμά της ή είχε μείνει στον αφρό των πρόσθιων θαλάμων.

/

Η ταμίας είδε εχτές έναν μελαμψό
αλλά ευτυχώς που ήταν ξυρισμένος.
Ο γέρος παινεύεται. Τα μαραφέτια για τις πιστωτικές
ήταν δική μου υπόδειξη. Γιατί είμαι πρακτικός.
Δική μου υπόδειξη.

Έχετε κάρτα-κλαμπ;
νεύω αρνητικά
περνάει ένα βούτυρο και τα ξυράφια
Έφτασε ο καιρός ε; Χεχ-χεχ

Όχι, αυτά δε φεύγουν.
Χεχ-χεχ, χεχ-χεχ
τουλάχιστον δεν είσαι μελαμψός.

/

Η θεία στο τηλέφωνο, ανάθεμά με αν έχει γνωρίσει ποτέ της την τιμή της θλάσης του ήπατος
μου είπε από την υπεραστική γραμμή
Δε λέω πως δε σε θέλουμε εδώ, μα θα προτιμούσαμε να μην προσπαθήσεις να πάρεις τη θέση της κοπέλας. Είναι πολύ καλή, την αγαπάνε και όλοι στα χωριά. Όχι πως αν έρθεις εδώ θα σε κακομεταχειριστούμε, αλλά σε παρακαλώ να το ξανασκεφτείς.
Κάποιος ασθενικός συνάδερφος που δέρνει τις γυναίκες του, 
της χρωστάει κλωτσιές για μια εφημερία. Η πρόθεση μετράει!

/

Δυσκολεύομαι να θυμηθώ το σούρουπο εκείνο στο διαμέρισμα της οδού ... . Είναι επειδή έμενα πετρωμένος για να μη δακρύσω απέναντι στη γνήσια μητέρα μας που χανόταν από επιληψία σ'επιληψία. Ίσα που με γλίτωσε η περηφάνεια του γιατρού. Τ'αδέρφια σου κι εσύ ήσασταν γύρω της σα ζωγραφιά από δυο τρεις αιώνες πριν. Ο πατέρας σου της κράταγε το χέρι αλλά το στάτους δεν αφήνει χώρο για να καταλάβει ο φυγάς από συμπαράσταση. 

Η μνήμη μου είναι όλη γεμάτη με θολά, μαζί κι αυτό. Τώρα ο πατέρας σου έχει σβήσει στο ποτό. Όταν τον είδα έξω απ'την εκκλησία, τότε που παντρευόταν η Μ., η χειραψία του ήταν τρεμουλιαστή και με το ζόρι κατάφερε να φέρει στο στόμα τ'όνομά μου. Την άλλη μέρα ήρθε η Μ. αυτοπροσώπως πικραμένη και με βρήκε: Γιατί δεν ήρθες στο γάμο; Σε περίμενα. Της είπα την αλήθεια, πως είχα έρθει κι είχα φύγει.

/

Η φωνή μου πνίγεται στις κρύπτες των αμυγδαλών. Μες στο κεφάλι κολυμπούν οι γλώσσες που μ'έχουνε προλάβει και θα τις πάρω όλες κτέρισμα. Πριν χάσω τα λόγια μου ξανά θα σου το πω, δεν είναι προσόν. Είναι μια μαλακία. 

Η δυσπιστία (o mar não é um obstáculo é um caminho)

Το είδα ενώ ετοιμαζόμουν να δρασκελίσω το τοιχάκι της μπανιέρας
το γράφει εκεί που θα καθόταν μια ουλή δεξιάς νεφρεκτομής.

Στραβολαίμιασα και δεύτερη φορά για να βεβαιωθώ πως έβλεπα σωστά,
το σβέρκο μου έκανε κρωωκ.
Μονόνεφρη δεν είσαι, δεν έχεις τίποτε να κρύψεις.
Έγινε από γούστο.

Το μελάνι της παράδοσης της Παπεέτε είναι μισοαδρανές στις υποδερμικές σπηλιές του.
Μαζί διαβάσαμε πως η λέμφος θα το μασήσει λίγο λίγο
μέχρι να θολώσουν τα όριά του και ν'αρχίσουν να μιλούν για γήρας.

Κόκκος κόκκος θα επικαθήσει στο σφουγγάρι του μυαλού σου,
στα αγγεία των αγγείων και ποιος ξέρει σε ποιες άλλες γωνίες
που δε μπορώ τώρα να σκεφτώ. Κι έτσι θα γίνετε ένα,
το προφανές κι εσύ.

/

דָם

Πάνω στο στέρνο της φάνηκαν δυο σταγόνες που ενώθηκαν σε μια 
ώσπου να καταλάβω τι είχε συμβεί, κυμάτισε η σημαία με τον ήλιο που ανατέλλει
κι έπειτα η ζέστα μου κύλησε και λίμνασε ανάμεσα στις στερνικές εκφύσεις των ΣΚΜ

πιάστηκε απ'τους ώμους μου σα για να σηκωθεί ή σα για να με σπρώξει κάτω
τα μαλλιά μου που κρέμονταν εμπρός, έλιωναν στις άκρες και της λέρωναν το δέρμα
καὶ ἦν τὸ αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.



Det er mine skridt, der holder dig gående



det snavsethændede gerningsmand
det forsvindende dyr
den velhavende teknokrat
den målløse taler

alt du kan ikke føle, alt du aldrig glemmer
jeg, levende, jeg, døende, jeg, din

x

der großmäulige Stummer
die flüchtige Erinnerung, die dir so nichtig und häufig wie der Wind auf der Insel ist
schädlich ebenso (wie betest du ruhigen Gewissens, wie stehst du deine Eltern nach'm Essen gegenüber, wie wirst du nun beichten, wie kann's dein Pastor schon verkraften. Sie lacht und sagt:
-Keine Sorge, macht dir keine Sorgen, er hat viel Schlimmers gehört.) Ich weiß aber soviel, dem Rabbi ist es völlig egal denn Gott wird unsere Sauerei aufräumen, wenn es hart auf hart kommt. Vielleicht treffen wir uns alle drei in der Hölle, vielleicht auch nicht,
vielleicht brenne ich allein ein, kurz und gut
ihr und dein
oh
ihr und dein
dein blutsverwandter Mann, zweimal geteilt

x

Τα εικοσιοχτώ κι οι Πέμπτες τους

Το μουχάνι του οδοντογιατρού στο απέναντι μπαλκόνι είναι στα τελευταία του. Όλη μέρα ακούγεται ένα σφύριγμα σα ρούφηγμα μέσα από χωνί. Στο μπαλκόνι που κείται το μουχάνι κείτεται κι ένα περιστέρι που δυο χρόνια τώρα όποτε επιστρέφω το βρίσκω στον ίδιο θάνατο που είχε πεθάνει τότε. 

Πίσω απ'το τζάμι με περιμένει κι εμένα η αιώνια ζωή, μη με διορθώνεις γιατί θα σε χτυπήσω. Η αιώνια ζωή.
Αν κουκουλωθώ με το ταλλίτ μέσα απ'τις ραφές του βλέπω τα λάθη που μ'αφήνουν. Το τέλος που προβλέπει το παράθυρο γίνεται ήσυχο θολό χιόνι.

Ο γιακάς του μανδαρίνου με πνίγει σαν κολάρο πούστη κληρικού. Κι αυτή είναι η στιγμή που θα πιω μια γουλιά νερό και θα σκύψω στο στέρνο μου ακούγοντας το Μυστικό Δείπνο. 

/